Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΛΛΟ ΠΟΥ ΤΟ ΟΝΕΥΡΕΥΤΗΚΕ:

Έτσι αρχίζει το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου ΟΙ ΤΡΕΙΣ (στη συλλογή ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004), για να καταλήξει στο απρόβλεπτο (προβλέψιμο;) συμπέρασμα: «Μέσα στο ποίημα βέβαια έχουν χαθεί και οι τρεις»!..  Ο  Γιώργης Παυλόπουλος, σημειώνει εύστοχα η Τασούλα Καραγεωργίου, «είναι δημιουργός ποιητικών μύθων και η επικοινωνία με την ποίησή του στην ουσία προϋποθέτει την αντιμετώπιση του ποιήματος ως ενός μικρού και αδιάσπαστου σύμπαντος και την αποδοχή και τον σεβασμό από τον αναγνώστη των κανόνων του παραμυθιού που διέπεται από ένα δικό του κανόνα που καταργεί τη λογική τάξη και, επομένως, προϋποθέτει την κατά βάση βιωματική συμμετοχή του αναγνώστη…». Ο Δημήτρης Αγγελάτος με τη σειρά του, καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας και Θεωρίας Λογοτεχνίας, επεξηγώντας τον τίτλο άρθρου «Από τον δραματικό λυρισμό στον ονειρικό παροξυσμό»  σχολιάζει ιδιαίτερα αυτές τις μικρές ιστορίες που είναι τα ποιήματα του Παυλόπουλου γράφοντας: «σκηνές… στις οποίες εμφανίζονται/ παριστάνονται αφηγητές / ομιλητές να οικονομούν τα λόγια τους, βιώνοντας συνθήκες και περιστάσεις μεγιστοποιημένης ψυχικής έντασης, καθώς βλέπουν μπροστά στα μάτια τους να περνούν μεταξύ άλλων κομμένα κεφάλια, γυμνά λαμπρά γυναικεία πόδια και σώματα, άλογα, ποτάμια, βαγόνια με φαντάρους και όνειρα, κυρίως όνειρα, μόνα τους ή το ένα μέσα στο άλλο, για την επιθυμία και την απώλεια…»  Με ενδιαφέρει η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου, «γιατί είναι αποτελεσματική χωρίς ψιμύθια», σχολίαζε καίρια ο Σεφέρης. Κι από κοντά ο Δημήτρης Μαρωνίτης: «Η φωνή του Γιώργη Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να μπορεί να αφηγηθεί και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει, να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει… Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη σχεδόν την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικής φωνής το Παυλόπουλου». Εύστοχες επισημάνσεις που επαληθεύονται στο έπακρο στον πολύτιμο συγκεντρωτικό τόμο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη: Γιώργης Παυλόπουλος ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943-2008.  Εδώ συγκεντρώθηκε το σύνολο των αναγνωρισμένων ποιημάτων και από τις επτά συλλογές του ποιητή: Το Κατώγι (1971), Το Σακί (1980), Τα Αντικλείδια (1989), Τριανταμία Χάικου (1990), Λίγος Άμμος (1997), Πού είναι τα Πουλιά (2004); και Να μην τους Ξεχάσω (2008). Μια σημαντική πληροφορία σχετική με τις παραπάνω εκδόσεις μας δίνει ο Κώστας Κουτσουρέλης: «Το Κατώγι βγαίνει όταν ο Παυλόπουλος ζύγωνε τα πενήντα. Δεν ξέρω άλλο ονομαστό ποιητή που να βγαίνει στη φόρα τόσο αργά… Με ενδιάμεσο βήμα το Σακί τον απογαλακτισμό του ο Παυλόπουλος τον επιτυγχάνει πλήρως στα 65 του χρόνια όταν δημοσιεύει τα Αντικλείδια… Τι παράδοξο όμως!.. Ενώ ο Παυλόπουλος των πρώτων συλλογών λαχανιάζει κάποτε στην προσπάθεια του να συντονιστεί με το parlando το σεφερικό, πατώντας την έβδομη δεκαετία της ζωής του μεταμορφώνεται. Υπάρχει εδώ μια ματιά νεανική που εμψυχώνει τους στίχους του, μια ευθυμία πηγαία, μια παιδική ή εφηβική χαρά πίσω από τις λέξεις του, που την συναντάει κανείς ατόφια στα ερωτικά, σαρκικά του ποιήματα…»,  Σίγουρα, ο σημερινός αναγνώστης του Γιώργη Παυλόπουλου, διαβάζοντας το συγκεντρωτικό αυτό τόμο,  θα έχει τη σπάνια τύχη να διαβάσει ποιήματα που τραβούν την προσοχή και στα οποία θα ανατρέχει διαρκώς. Τα προσωνύμια ποιητής μείζων ή κορυφαίος κρατούν την αξία τους στο πλαίσιο της υποκειμενικής εκφοράς τους. Τη ζωή της ποίησης όμως την αληθινή, πάει να πει τη μύχια σχέση του έργου με τον αναγνώστη, είναι τέτοια ποιήματα, πιστεύει ο Κ. Κουτσουρέλης, που την κρατούν και τη διαιωνίζουν. Και έχει δίκιο όταν συμπεραίνει: «είναι εγκώμιο μέγα για έναν ποιητή, ίσως το μέγιστο, να μπορούμε να πούμε, ότι έχει τέτοια ποιήματα…» 



«ΧΩΜΕΝΟΙ ΤΩΡΑ ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΠΟΥ ΒΑΣΑΝΙΖΕΙ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΟΙΤΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΠΕΛΑΓΟ ΓΕΜΑΤΟ ΔΟΡΑΤΑ ΕΝΟΣ ΑΦΑΝΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΓΕΡΝΕΙ ΚΙ ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΑΓΕΡΑ ΣΒΗΝΟΥΝ ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΩΝΟΥΝ (Κατώγι 1971)
Η Τασούλα Καραγεωργίου συνοψίζοντας τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιώργη Παυλόπουλου γράφει: «Πρόκειται για μια ποίηση αφηγηματική κατά βάση, με ιστορίες παράξενα χτισμένες με μια εικαστική τεχνική και μια κινηματογραφική οπτική που υπηρετείται εύστοχα από μια γλώσσα χωρίς μαλάματα, πυκνή και εκφραστική μέσα στη λιτότητά της, από την οποία απουσιάζουν τα περιττά επίθετα και τα σχήματα λόγου και στην οποία κυριαρχεί το ρήμα. Η γλώσσα αυτή που διαθέτει την απέριττη αμεσότητα των λαϊκών μύθων, κάποιες φορές ανακαλεί απόηχους απ' το δημοτικό τραγούδι. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν συναντάμε στην ποίηση του Παυλόπουλου ποιήματα στα οποία εγγράφεται η ιστορική μνήμη. Εξάλλου η ιστορία στιγμάτισε δεινά τη γενιά του, την πρώτη μεταπολεμική γενιά, μια γενιά που ούτως ή άλλως κουβάλησε βαρύτατα ιστορικά φορτία ήδη στην ακμή της νεότητάς της. Όμως και αυτά ακόμη, όσα αναφέρονται σε ιστορικά βιώματα, είναι αφηγηματικά ποιήματα στα οποία η ιστορία καταθέτει τη μαρτυρία της μέσω ενός μύθου από τον οποίο απουσιάζει η ευθεία αναφορά στον τόπο και στον χρόνο…»

ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ (μνήμη Μακρυγιάννη – αφιερωμένο στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη)
Βρεθήκαμε τότε κλεισμένοι με τον Ποιητή σ’ ένα παλιό σπίτι
κι άρχισα πάλι να ψάχνω για τα χαρτιά ενός δικού μας που γύρευε Δικαιοσύνη
ακούγοντας ολοένα τη φωνή του να λιγοστεύει χωρίς να παραδίνεται
τη φωνή του ν’ αντέχει όσο είναι ο κόσμος τούτος κι ακόμη όταν κανένας πια δεν θα υπάρχει.

Ήταν σκοτεινά κι ανάβοντας το λυχνάρι για να φωτιστούμε
είδα μια κασέλα και την άνοιξα με την τρεμούλα της ελπίδας
όμως δεν βρήκα τίποτε, μονάχα σκόνη από φθαρμένα
πράγματα που έλιωναν και τα ’τρωγε ο καιρός
και μια πιστόλα φυλαγμένη στο βάθος
δοκίμασα θαρρώ να την κρατήσω.

Ο αγέρας κατεβαίνοντας από το κάστρο δαιμόνιζε το σπίτι
και στο κατώγι θα ’λεγες πως κάποιος ξεκάρφωνε τους νεκρούς
χώμα και κόκαλα. Έπειτα ησυχία. Και πάλι ο αγέρας
σαν ποδοβολητό αλόγου κοντά στον τοίχο του περιβολιού
έφευγε ξαναγύριζε και ξαφνικά πηδώντας το λάκκο του ονείρου μου
μπήκε στην αυλή, ακούστηκαν στις πλάκες καθαρά τα πέταλά του
πέρασε τα χαγιάτια κι ανέβηκε τριποδίζοντας τη σκάλα.

Σπρώχνοντας τότε την πόρτα στάθηκε ανάμεσά μας
λυτό ξεκαπίστρωτο λαχανιάζοντας ιδρωμένο ένα άσπρο άλογο.
Μας κοίταζε περίλυπο στα μάτια και σηκώνοντας το πόδι
χτύπησε δυνατά στο πάτωμα με την οπλή κι έσπασε το σανίδι.
«Σκύψε, τι βλέπεις;» μου είπε ο Ποιητής
και γονατίζοντας πάνω απ’ το μαύρο άνοιγμα
είδα και γνώρισα κει κάτω πλήθος αλυσοδεμένους
γεμάτο το κατώγι λιωμένα κορμιά που στενάζανε και γύρευαν Δικαιοσύνη.

Έτσι με πήρανε τα κλάματα καθώς ξημέρωνε
και βγήκα κι ακούμπησα στον τοίχο του περιβολιού.
Γύρω μου κανείς. Μήτε ο Ποιητής μήτε το άσπρο άλογο.
Χάραζε η μέρα σκοτεινή. Μονάχα πίσω από τα κυπαρίσσια
το φως ενός σπαθιού κρεμόταν στον αγέρα. [Απρίλης 1969]


Ο Δ.Ν Μαρωνίτη για Τα Αντικλείδια στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου
Μιλώντας για ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ του Παυλόπουλου, δεν θα αναλάβω ρόλο μεσολαβητή. Και για άλλους λόγους, που θα δοκιμάσω να τους εξηγήσω παρακάτω, και προπάντων γιατί το είδος της ποίησης που προσφέρει και υπόσχεται ο ήσυχος και στοχαστικός αυτός ποιητής δεν δέχεται εύκολα τη διαμεσολαβητική παρέμβαση: ή μπαίνεις μόνος σου στον ποιητικό του κύκλο ή μένεις οριστικά απέξω.
 Έτσι κι αλλιώς με την ποιητική συλλογή του Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ οι επώνυμοι μας μεσολαβητές βρέθηκαν μάλλον σε αμηχανία. Ίσως δεν είχαν ζύγι έτοιμο, για να μετρήσουν τον καρπό μιας ποίησης που τώρα μέστωσε, κι η στάθμη της ανέβηκε ψηλά. Ανάλογη αμηχανία μπορεί να διαπιστώσει κανείς και στο αναγνωστικό κοινό, όσο περιορισμένο και να είναι στην περίπτωση της ποίησης. Φαίνεται πως, ενώ γράφονται και λέγονται πολλά σε εφημερίδες και περιοδικά, για την ποίηση του καιρού μας, ελάχιστοι την διαβάζουν κι ακόμα λιγότεροι αποφασίζουν μια δική τους κρίση για την ποιότητα και την αναγκαιότητά της. Συνήθως μας σέρνουν από τη μύτη οι αυτοδιαφημιζόμενοι ποιητές και οι εντολοδόχοι διαφημιστές τους. Όπως κι αν έχει το πράγμα, για ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ του Παυλόπουλου μόλις κάτι συστατικά ψελλίσματα ακούστηκαν, που δείχνουν ότι η λογοτεχνική αγορά μάλλον δεν πήρε είδηση ότι εδώ η ποίηση πράγματι ανεβαίνει το μοναχικό της δρόμο, ανοίγοντας συγχρόνως τη θέα προς τον ορίζοντα και της ποιητικής συμπεριφοράς...
 Η διλημματική μεταφορά της κλειστής ή της ανοιχτής πόρτας της ποίησης, με τα κλειδιά και τα αντικλείδια της, βοηθάει νομίζω να ξεκινήσουμε σωστά, αποφεύγοντας τουλάχιστον τις εύκολες κακοτοπιές. Όπως λ.χ. θα ήταν η βιαστική και πρώιμη πληροφορία πως ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ βρέθηκαν ύστερα από ΤΟ ΣΑΚΙ, το οποίο έπεσε στην αγορά το 1980 κι έμεινε μάλλον στα αζήτητα. Και πως πριν από ΤΟ ΣΑΚΙ, στα 1971, πέρασε το δημόσιο φως σ’ εκείνο ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ, πρώτη ποιητική συλλογή του ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ, που τα ποιητικά της σκεύη τα είχε ήδη προσέξει κι εκτιμήσει ο Γιώργος Σεφέρης. Αισθάνομαι πως αν αρχίζαμε μ’ αυτή τη γραμματολογική ενημέρωση, θα δείχναμε το φόβο μας μπροστά στη μοναξιά και τη μοναδικότητα της κάθε συλλογής και του κάθε ποιήματος. Θα προσπαθήσω να εξηγηθώ κάπως καλύτερα.
Αν ότι λέμε ποίηση δεν είναι μόνο και τόσο το άθροισμα των εκατομμυρίων ποιημάτων που γράφτηκαν πάνω στη γη, αλλά προπάντων ο ρυθμός που συνέχει τον μέσα και τον έξω κόσμο, τότε η τύχη του ποιήματος εξαρτάται από το κατά πόσον αναπολεί και ανακαλεί αυτόν τον κρυφό ρυθμό, που κάποτε γίνεται και ονειρικός εφιάλτης. Ας πούμε λοιπόν πως κάθε ποίημα είναι ένα βέλος μοναχικό που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου και φαντάζεται πως είναι και το μοναδικό, σημάδι και σύμβολο, εκείνης της κρυμμένης ποίησης. Αν καθ’ οδόν πολλαπλασιάζεται, τούτο συμβαίνει γιατί ο ποιητής αισθάνεται πως η βολή κάπως και κάπου αστόχησε, και ξαναδοκιμάζει.
Το παράκανα ίσως με τις μεταφορές και τις παραβολές, προσπαθώντας να πω πως «Τα Αντικλείδια» του Παυλόπουλου πρέπει πρώτα να ακουστούν μόνα τους: ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος. Κι αυτή, νομίζω, είναι η πρώτη αρετή τους.
Θέλω να θυμίσω αμέσως ότι προς αυτή την κατεύθυνση δείχνει και η ιλιαδική προμετωπίδα που διάλεξε ο Παυλόπουλος για ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ του. Το δίστιχο που αντιγράφει από την Ιλιάδα ο μαθητής του Ομήρου έχει ως εξής:
«Ως δ’ εν ονείρω ου δύναται φεύγοντα διώκειν
Ουτ’ α΄ρ’ ό τον δύναται υποφεύγειν, ούθ’ ό διώκειν»
Αξίζει να δούμε τα συμφραζόμενα της ιλιαδικής σκηνής, για να συλλάβουμε τόσο το νόημα της ομηρικής παρομοίωσης όσο και το λόγο της ανάκλασής της στη συλλογή του Παυλόπουλου, ως οδηγού για την ανάγνωσή της. Βρισκόμαστε στην 22η ραψωδία, που οι αλεξανδρινοί γραμματικοί την επέγραψαν «Έκτορος αναίρεσις» - Έκτορος φόνος δηλαδή. Προηγείται η απομόνωση του ήρωα έξω από το κάστρο της Τροίας: όλοι οι άλλοι έχουν κιόλας αποτραβηχτεί στις επάλξεις του κάστρου, κι από πολεμιστές έγιναν θεατές του επερχόμενου φονικού δράματος, που το παρακολουθούν από ψηλά και οι θεοί, πρώτος ο Δίας, έτοιμος για την ψυχοστασία. Μόνος ο Έκτορας, προτού αποφασίσει να σταθεί, για ν’ αντιμετωπίσει το μανικό Αχιλλέα, επιδίδεται σε πανικόβλητο κύκλιο δρόμο, γύρω από το κάστρο της Τροίας. Ο Αχιλλέας τον παίρνει στο κατόπι κι αυτός ο δίδυμος κυκλικός δρόμος του κυνηγημένου και του κυνηγού, όπου από ένα σημείο και πέρα, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ποιος, μεταφράζεται σε ονειρικό εφιάλτη: όπως στο όνειρο, λοιπόν, όπου ο κυνηγός δεν μπορεί να προφτάσει τον κυνηγημένο, μήτε ο ένας γίνεται να ξεφύγει, μήτε ο άλλος να τον φτάσει. Ποιος κυνηγάει ποιον; ο Αχιλλέας τον Έκτορα; ο Έκτορας τον Αχιλλέα; Και σε ό,τι αφορά τη μεταφορά της ιλιαδικής παρομοίωσης στον ονειρικό εφιάλτη του Παυλόπουλου: ο ποιητής το ποίημα; το ποίημα τον ποιητή;  
 Αν σωστά και δίκαια διαβάστηκε η προμετωπίδα της συλλογής, τότε το καλύτερο θα ήτανε να πιάσουμε κι εμείς την άκρη της ανάγνωσής μας μ’ ένα ποίημα που έχει θέμα του αυτόν ακριβώς τον ονειρικό αγώνα του ποιητή με το ποίημα (στα ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ πλεονάζουν παρόμοια ποιήματα). Σ’ αυτό το ποίημα, που τιτλοφορείται Η ΣΤΑΧΤΗ και αφιερώνεται ονομαστικά στη γυναίκα του ποιητή, το όνειρο λανθάνει σαν κρυφό σκηνικό, ενώ στη σκηνή του ποιήματος παίζεται ένας μετά-ερωτικός αγώνας αγάπης.
   Το ερώτημα αν η αγάπη μένει, και μετά το θάνατό μας, ή διαλύεται μαζί με το σώμα μας, ανήκει στο χώρο της κοινής και οικείας ανθρώπινης εμπειρίας. Όταν το ερώτημα αυτό οξύνεται στη ζωή μας, τρέπεται σε ένα είδος προ-ποιητικής εμπειρίας που γυρεύει την έκφρασή της, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σ’ αυτό λοιπόν το οξύ προ-ποιητικό ερώτημα παραπέμπει και το συγκεκριμένο ποίημα. Από εκεί και πέρα όμως το ποίημα, μέσα από το δικό του γλωσσικό αγώνα και τη δική του εκφραστική περιπέτεια, μετασχηματίζει αυτό το ερώτημα και το μυθοποιεί. Ο μετασχηματισμός του ποιητικού ερωτήματος που αφορά στις τύχες της αγάπης μετά θάνατον, και η συγκεκριμένη μυθοποίησή του είναι που συστήνουν την τελική ποιητική εμπειρία, το ζητούμενο του αναγνωρισμού και της ανάγνωσης...
Το ποίημα είναι ολοφάνερα εσχατολογικό: καθώς φυσά ο αγέρας, ανεβάζει στον ουρανό τη στάχτη δύο αγαπημένων στη γη σωμάτων που ο θάνατος τα έχει καταλύσει. Εκείνη φοβάται, εκείνος περιπαίζει το φόβο της. Φοβιτσιάρα την λέει εκείνος, τρελό τον λέει εκείνη. Η φοβιτσιάρα λοιπόν και ο τρελός, η φρόνιμη και ο θαρραλέος συνεχίζουν τον άγονο (;) αγώνα της αγάπης τους μετά θάνατο: θα μείνει η αγάπη ή θα γίνει στάχτη κι αυτή, όπως έγιναν κιόλας στάχτη τα σώματα;  Ο άνδρας επιμένει πως ναι, η γυναίκα αρνείται να το πιστέψει. Αυτή είναι, θα έλεγα, η εξωτερική όψη του μύθου, που μένει ως το τέλος ανοιχτός, παρά την πρόοδό του. Η άλλη, μέσα όψη του μύθου είναι κρυφή και δυσανάγνωστη, αλλά σίγουρα πιο σημαντική. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι και πώς: ο φόβος και η φρόνηση της γυναίκας την πάνε στη σιωπή: «πάψε τρελέ του έλεγε». Το θάρρος όμως και η τρέλα του άνδρα τον κάνουν, και στάχτη ακόμα, να μιλά. Δεν κινδυνεύει λοιπόν μόνο η αγάπη, κινδυνεύει και ο λόγος: αν κατόρθωναν τα δυο πρόσωπα να παρατείνουν το διάλογό τους, θα μπορούσαν να σώσουν την αγάπη τους. Ας θυμηθούμε τώρα πως «μύθος» θα πει λόγος, και «ποιητικός μύθος» θα πει ποιητικός λόγος. Τούτο σημαίνει πως ο τρελός άνδρας, πιστεύοντας στην αντοχή της αγάπης, πιστεύει στην επιβίωσή της μέσα από τον λόγο του ποιήματος: για να μη διαλυθεί η αγάπη, πρέπει να μη σταματήσει το ποίημα. Αλλιώς όλα παίζονται, κι όλα πια κινδυνεύουν να χαθούν. Όμως το ποίημα με τον τελευταίο του στίχο τελειώνει, κι ο τελευταίος λόγος δίνεται στη γυναίκα: «πάψε τρελέ του έλεγε».
     Βέβαια μέσα από το διάλογο και με την πρόοδό του, η διαφωνία των δύο προσώπων για τη μεταθανάτια τύχη της αγάπης μπορεί να μη γεφυρώθηκε εντελώς, πάντως κάπως μαλάκωσε. Σίγουρα η γυναίκα κάπου συμφώνησε με τον άνδρα:
«Είμαι η στάχτη σου του έλεγε
και είσαι η στάχτη μου,»
ομολογεί στη 4η στροφή, μόνο που τώρα φοβάται μήπως αυτή τη ταυτισμένη στάχτη της αγάπης την πάρει ο άνεμος και την χωρίσει, καθώς πηγαίνουν οι δυο τους στο άγνωστο:
«μα πού ανεβαίνουμε που πάμε»
Μπορεί ο λόγος του τρελού, ο λόγος του ποιήματος, να μην έφτασε ολότελα στο προσδοκώμενο τέλος του, αλλά σαφώς πήγε στο πέρα από την αρχή του. Προχώρησε, όπως το θέλει ο κανόνας της δρομικής διήγησης.
Κι όμως αυτός ο ίσιος δρόμος στο τέρμα του κάμπτεται και γυρεύει σαν το φίδι να γίνει κύκλος. Τούτο συμβαίνει, καθώς τα τελευταία λόγια που προφέρουν οι αντιμαχόμενες και παραλίγο συμφιλιωμένες φωνές είναι ακριβώς τα ίδια:
«ουά φοβιτσιάρα της φώναζε.
Πάψε τρελέ του έλεγε»
 Έτσι το τέλος ανακλάται στην αρχή, και η αρχή στο τέλος του ποιήματος. Με αυτούς όμως τους όρους το ποίημα μπορεί να ξαναρχίσει και να συνεχιστεί επ’ άπειρον, σώζοντας έτσι το δικό του λόγο από τη στάχτη, και την αγάπη από τη διάλυση.
 Επιστρέφω λοιπόν στην υπόθεσή μου ότι εδώ οι τύχες της αγάπης και οι τύχες του ποιήματος συμπίπτουν. Αν στερέψει το δεύτερο, θα στερέψει κα η πρώτη. Ζήτημα αντοχής λοιπόν. Θα τολμήσω να σχηματίσω μια τελική εξίσωση: η προ-ποιητική εμπειρία είναι το σώμα που διαλύθηκε. Το ποίημα, η ποιητική εμπειρία, είναι η στάχτη που ανεβαίνει στο ουρανό, και παρά την απειλή του αγέρα και τη φρόνηση της σιωπής, επιμένει να μιλά για αγάπη. Αυτή η αμφίβολη αγάπη γίνεται κίνητρο του ποιήματος και υπόσχεση της ποίησης. Όποιος το θέλει, μπορεί να πει πως ο τρελός άνδρας, εκπέμποντας μέσα στο ποίημα αυτό το μήνυμα, συμπεριφέρεται σαν ποιητής, ανοίγοντας τον ορίζοντα της ποιητικής συμπεριφοράς τόσο στον φασματικό αφηγητή όσο και στον φασματικό ακροατή του ποιήματος. Αισιοδοξία; Ίσως.
[Δ.Ν. Μαρωνίτης ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, από τις «Διαλέξεις», εκδόσεις ΣΤΙΓΜΗ 1992,  σελ. 135-151)
Η ΣΤΑΧΤΗ
Φύσαγε ο αέρας
ανέβαζε τη στάχτη τους
την πήγαινε στον ουρανό
φοβόταν εκείνη φοβόταν
ουά φοβιτσιάρα της φώναζε

Πάψε τρελέ του έλεγε
δεν είμαστε πια στη γη
δεν έχουμε πια δέρμα
δεν έχουμε μαλλιά
δεν έχουμε μήτε μάτια

Γίναμε στάχτη της έλεγε
όμως με βλέπεις και σε βλέπω
και μένει ακόμα η αγάπη
που δεν μπορεί να γίνει στάχτη
και μένει ακόμα αγάπη

Είμαι η στάχτη σου του έλεγε
και είσαι η στάχτη μου
μα πού ανεβαίνουμε πού πάμε
κι όλο φυσάει κι όλο σε χάνω
ουά φοβιτσιάρα της φώναζε

Πάψε τρελέ του έλεγε

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου Τα Αντικλείδια 1989]

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ και η ΓΥΜΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (σημαίνον και σημαινόμενο μέσα κι έξω απ’ το Ποίημα – συλλογή ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989):
Το ποίημα είναι ένας μύθος για την ποίηση και αφηγείται μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες  απόπειρα να παραβιασθεί η ανοιχτή της πόρτα. Το πρόσωπο που αφηγείται έχει καθολική εποπτεία στο χώρο που είναι ο κόσμος και στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Ο Γιώργης Παυλόπουλος αφηγείται ιστορίες για τον Ποιητή, τα Ποιήματα που γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος κι είναι μια Ατέλειωτη Αρμαθιά Αντικλείδια για ν’ ανοίξουμε την Ανοιχτή Πόρτα της Ποίησης που οδηγεί σ’ ένα δωμάτιο με μια Γυναίκα γυμνή!..  

Ο ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Είχαν περάσει τα χρόνια.
Καθόταν ακόμη μονάχος μέσα στο σπίτι
κοιτάζοντας κατά τον τοίχο, εκεί που κρεμόταν μια εικόνα.
Κάτι σαν καράβι, δεν μπορούσε πια να θυμηθεί
μήτε να ξεχωρίσει τι παράσταινε.
Ήταν σκοτεινά στην κάμαρα και δεν υπάρχει καμιά εικόνα
είπε.
Αυτή που βλέπεις ίσως την φτιάχνεις χρόνια με το μυαλό σου
στο μόνιμο γκρίζο που προετοιμάζει τα όνειρα.

Έπειτα σηκώθηκε ήσυχα κι άναψε το φως.
Είδε τότε στο ίδιο μέρος του τοίχου
να κρέμεται ο σπασμένος καθρέφτης της νιότης του.
Μέσα από τη χρυσή παγωμένη φωτιά έβγαινε μια γυναίκα
γυμνή με το σκοτάδι της κι αυτός χαμήλωσε τα μάτια
μήπως φανερωθεί ο πόθος του.
Μα εκείνη τον ένιωσε  κι άρχισε να γελάει ξεδιάντροπα
γυρεύοντας πρόστυχες αφορμές για να τον διεγείρει.
Ώσπου οργίστηκε και χώνοντας τα δάχτυλά του στα μαλλιά της
της έβγαλε τις φουρκέτες κι εκείνα χύθηκαν λυμένα.

Έτρεμε τώρα σύγκορμη κι από τη φοβισμένη όψη της
πέρασε γρήγορα και χάθηκε ένα μικρό ιστιοφόρο με τ’ όνομα του μαγαζιού
εκεί που σμίγανε κάποτε με τόση αγάπη.
Με τόση αγάπη.  Κι ήταν η εικόνα που πάλευε να θυμηθεί…
Και ξαφνικά τη γνώρισε.
Και της είπε: «γιατί».
Και του ψιθύρισε πικρά «το ξέρεις, μη ρωτάς».
Και σήκωσε για τελευταία φορά το χέρι της να του δείξει
τον σπασμένο καθρέφτη της νιότης του.

Οι πρώιμες έμμετρες ποιητικές προσπάθειες σε παραδοσιακά μέτρα και καρυωτακικό κλίμα δίνουν ευθύς εξαρχής τη θέση τους στον ελεύθερο στίχο και στο κλίμα του σεφερικού Μυθιστορήματος… Ωστόσο, ακόμα κι αν οι «σταθερές του Σεφέρη» δεν κλονίζονται στην πάροδο του χρόνου, πολύ σύντομα στον αστερισμό των «μάγων» του ποιητή θα πρέπει να συμπεριβάβουμε και τον Μπόρχες. Αδιάψευστο τεκμήριο το αφιερωμένο στον αργεντινό «Ο Ποιητής και το Φεγγάρι»:

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ (χαιρετισμός στον Jorge Luis Borges – από τη συλλογή ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)
Κοιμάται και το φεγγάρι τον κατέχει.

Είναι ο δρόμος μέσα στο φεγγάρι
ένα σακούλι κόκκαλα και τ’ άλογο.
Είναι το τούλι της αγάπης του
η σάρκα της ο άμμος και η ερημιά.
Είναι το λασπωμένο πρόσωπο της Άρτεμης
κι ο Αλφειός κατεβαίνοντας ανάμεσα στ’ αηδόνια.
Είναι το φοβερό φαράγγι που κανείς δεν το πέρασε.
Είναι το άχερο του Χρόνου που πέφτει αιώνια
στη θάλασσα της λησμονιάς. Είναι το αναπότρεπτο:
η τελευταία φορά που θα ιδείς το φεγγάρι χωρίς να το ξέρεις.

Και βέβαια δεν είναι τίποτα απ’ όλα τούτα.
Είναι μονάχα το ποίημα που πέρασε στον ύπνο του
και μάταια θα παλεύει να θυμηθεί μετά
κι όταν ακόμα θα το έχει φτάσει σε τούτη τη γραφή.


Και άλλες επιλογές ποιημάτων από την ίδια συλλογή με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο:

ΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΜΕ ΘΕΣ, ΘΑ Μ’ ΕΧΕΙΣ (Τριαντατρία Χαϊκού 1990)
Ποιήματα μεγάλης εικονιστικής δύναμης και εκφραστικής διαύγειας θεωρεί τα  Τριαντατρία Χαϊκού ο Αριστοτέλης Σαϊνης. Σημειώνει: «είναι δομημένα γύρω από στιγμές έντασης και συγκλονιστικές εμπειρίες –πιο συχνά ονειρικές- που διαστέλλου το χρόνο και δοκιμάζουν τα όρια των εκφραστικών δυνατοτήτων ενός ποιητικού υποκειμένου το οποίο, αφού διέσχισε έρημες χώρες δοκιμασίας, εξοικειώθηκε με «το αγγελικό και μαύρο φως» της ανθρώπινης κατάστασης. Αν ο πόλεμος και οι εμπειρίες της μεταμφυλιακής εποχής ή ο Έρως και ο Θάνατος βρίσκονται στην αφετηρία τους, η ποίηση και η ποιητική έκφραση καθορίζουν το τέλος τους»:

ΚΡΥΦΟ ΜΟΥ ΣΩΜΑ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΣΟΥ ΜΟΝΟΣ ΕΓΩ ΤΑ ΞΕΡΩ (κι άλλες επιλογές από τα 33 Χαϊκού)
2
Όταν χορεύει
σηκώνει τη φούστα της
να ιδώ την ελιά.
3
Πάλι το δρόμο
γυμνή στο παράθυρο
κρυφοκοιτάζει.
4
Κάπου στ’ όνειρο
σ’ άκουγα πουλάρι μου
να χλιμιντρίζεις.
7
Δυο μάτια σπαθιά
σκίζαν τα βλέφαρά του
κι έμενε γυμνή.
8
Τρεις φίλοι παίζαν
στα ζάρια το φιλί της.
Κι άλλος το πήρε.
13
Να θέλω κι άλλο
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ
να μη μου δίνεις.
14
Μέρα και νύχτα
με σκοινί αόρατο
κάποιος μας δένει.
16
Σταυροί στην πλαγιά
κι η θάλασσα πιο κάτω
λάμπει στον ήλιο.
17
Άκουγα κουπιά
χωρίς να βλέπω βάρκα
μέσα στο πούσι.
20
Πίσω απ’ τα βουνά
κάποιοι βγαίνουν τα βράδια
και μας κοιτάζουν.
21
Άχνα δε βγάζω
θαλασσινό μου αηδόνι
να σε ακούω.
22
Μικρό καράβι
στο μπουκάλι κλεισμένο
πού αρμενίζεις;
24
Ουρά παγωνιού
σε πισινό μαϊμούς
τούτος ο κόσμος.
26
Είναι οι λέξεις
στο ψ της Ιλιάδας
ή τα τσεκούρια;
27
Είπε ο Ζήνων:
«Ουκ άρα έστιν ο τόπος».
Λες να ’ναι αλήθεια;
29
Άνθη μυγδαλιάς
πέφτουνε στον ύπνο μου.
Ποια με φίλησε;
31
Το ένα σου μάτι
στο ποίημα· και τ’ άλλο
να σε δικάζει.
32
Ακίνητοι. Σαν
να φωτογραφήθηκε
η Γη για πάντα.
33
Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ’ ένα ποίημα.

ΣΤΟΝ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΛΟΙΠΟΝ ΑΙΩΝΑ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ ΜΕ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΤΗΝ ΑΦΗ ΚΙ Ο ΑΝΕΜΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΦΥΣΑΕΙ ΘΑ… ΣΒΗΣΕΙ ΤΗ ΓΡΑΦΗ (από τη συλλογή Λίγος Άμμος 1997)
Είμαι ο συγγραφέας, είπε. Είμαι ο σκηνοθέτης, ο ηθοποιός κι ο θεατής (ποιητής και αναγνώστης). Είμαι κάποιος που θα υποδυθεί όλα τούτα τα πρόσωπα (που τα έχει ντύσει με τις λέξεις του). Είμαι εγώ που σας παρακαλώ: μη μπαίνετε απόψε στο Θέατρο (μη διαβάζετε αυτό το ποίημα)!.. Αυτός είναι κι ο τίτλος του έργου: ΜΗ ΜΠΑΙΝΕΤΕ ΑΠΟΨΕ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ (είναι το ποίημα του τρελό).  Είμαι τέλος ο φύλακας που θα κλείσει τις πόρτες μετά την παράσταση και θα με ξεχάσει ολομόναχο μέσα στο σκοτάδι (ή ο βιβλιοθηκάριος που θα με παρατήσει σκονισμένο στο τελευταίο ράφι Ήρθε η ώρα είπε να σηκώσω την αυλαία!. Καληνύχτα… Ξαφνικά όμως (στο παρακάτω ποίημα) χιόνιζε!.. Το ποίημα ξεπαγιασμένο του  χτύπησε την πόρτα. Έτρεξε και του  άνοιξε, το πήρε και το ζέστανε στην αγκαλιά του. Μα σαν ζεστάθηκε άρχισε να τον τυλίγει γύρω στο λαιμό και να τον πνίγει… [ΜΗ ΜΠΑΙΝΕΤΕ ΑΠΟΨΕ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ και η 2η στροφή από το ποίημα Ο ΠΟΙΗΤΗΣ και ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ,  από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ, εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ 1997 - σε παρενθέσεις σχόλια που με αρκετή δόση αυθαιρεσίας  προεκτείνουν την έμπνευση του ποιητή και τους ΑΓΡΑΦΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ: «Τα λόγια που έλεγε στις ωραίες γυναίκες έμοιαζαν με ποιήματα που δεν τα έγραψε ποτέ. Οι άγραφοι στίχοι του σπανίως τις άγγιζαν. Μα σαν περάσουν τα χρόνια θα τους θυμηθούν –το ήξερε και γριούλες πια θα λένε πως κάποτε υπήρξαν ωραίες κι αυτές - 

Η ΣΙΩΠΗ (από τη συλλογή Λίγος Άμμος 1997)
Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς να ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα!
Τη γδύνω!..
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τρία χρώματα:
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δεν σου είπα
και ποτέ πια δεν θα σου πω!

Αυτή την ιστορία έπλασε για τη ΣΙΩΠΗ, αγαπημένη των Ποιητών, ο Γιώργης Παυλόπουλος και καθώς στο γαλάζιο ουρανό της ποιητικής μας ηλικίας πάντα θα αναδύονται Ωραία Ποιήματα, με όλη τη Δύναμη των Λέξεων τους θα ορκιζόμαστε πίστη στα μυστικά και φανερά σημαινόμενα τους ξέροντας καλά ότι είναι ένα ΜΑΡΤΥΡΙΟ η προσήλωσή μας σ’ αυτά, όπως το λέει στο αμέσως επόμενο ποίημα της ίδιας συλλογής:

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ
Σήκωσα το σεντόνι
κι ήταν πάλι γυμνή στο πλάι μου
και πριν χαθεί
γύρισα να την κοιτάξω
και μη με κοιτάζεις είπε
δεν είμαι το σώμα που αγάπησες
αλλά εκείνο που θέλεις να θυμάσαι
κι εκείνο που δεν μπορείς να θυμηθείς
κι εκείνο που νομίζεις πως θυμάσαι!

Στίχοι αισθηματικοί που δεν τους δημοσίευσε ποτέ κι έμειναν για χρόνια θαμμένοι στα χαρτιά του. Άλλωστε το είχε καταλάβει από πολύ νωρίς: δεν του πήγαιναν τέτοιες υπερβολές ποιητικές. Όμως απόψε που τους διάβαζε αργά τη νύχτα πόνεσε πάλι όπως και τότε για τον χαμένο χρόνο της αγάπης:

Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Είμαστε κάπου εκεί μαζί
και κανείς δεν ξέρει πού είμαστε
και σε κοιτάζω
όπως κοιτάζει ο ουρανός τη Θάλασσα
και σ’ αγαπώ
και πονάω για Σένα και για μένα
πονάω για το χαμένο χρόνο της αγάπης

Πες μου πως δεν θα μπορέσουμε
να πεθάνουμε ποτέ
Εσύ που είσαι από μένα
κι εγώ που είμαι από Σένα
που είμαι τίποτα
χωρίς Εσένα.

Πες μου αν ξέρεις
-εγώ δεν ξέρω-
πότε σε γνώρισα και πού
πότε σε πρωτοκοίταξα
όπως κοιτάζει ο ουρανός τη Θάλασσα
εγώ που σ’ αγαπώ
πριν από την πρώτη μέρα του κόσμου
και πονάω για Σένα και για μένα
πονάω για τον χαμένο χρόνο της αγάπης

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ: Ο Δημήτρης Μαρωνίτης για το Γιώργη Παυλόπουλο
Τον Γιώργη Παυλόπουλο τον γνώρισα άνοιξη, αν θυμάμαι καλά, του 1972, περιδιαβαίνοντας την Αρχαία Ολυμπία και το παλιό της μουσείο. Βλέποντας, σχεδόν εξ επαφής, τα συγκλονιστικά αετώματα με το μάτι και τη φωνή του Γιώργη Παυλόπουλου. Εμπειρία, αλησμόνητη, στην οποία φώλιασε η κατοπινή φιλία…
Μίλησα για φωνή που, σε σπάνιες περιπτώσεις, γίνεται ο καλύτερος αγωγός της ποίησης. Ξαναδιαβάζοντας τώρα το σύνολο της ποιητικής κατάθεσης του Γιώργη Παυλόπουλου άκουσα πάλι τη φωνή του ποιητή να αναδύεται μέσα από το ποίημα, και θυμήθηκα όσα σχετικά είχα γράψει το 1989, σχολιάζοντας τη συλλογή «Αντικλείδια». Αντιγράφω, αποσπασματικά έστω, μία παράγραφο, που την υπογράφω και σήμερα:
«Η ποιητική φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να διηγείται: ξέρει δηλαδή να παίρνει τις σωστές ανάσες της· να μη πνίγεται, όταν ψηλώνει· να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει [...]. Μιλώ για εκείνη την ηρεμία που επιτρέπει στον ποιητικό μύθο να σχηματιστεί για να πετάξει αυτό που έλεγε ο Ομηρος έπεα πτερόεντα. Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου».
Μιλώ δηλαδή για την ποιητική φωνή του Παυλόπουλου που αρμόζει σωστά σε ζωντανούς και νεκρούς, στον ύπνο και στον ξύπνο, στην πλησμονή και στη στέρηση, στη συντροφιά και στη μοναξιά, στη φλόγα και στη στάχτη. Ένα δείγμα από το «Σακί», όπου αποστάζεται ο αξόδευτος πόνος της κατοχής και του εμφυλίου. Επιγράφεται «Το Μαύρο»:
Γυρίζει απ' το πρωί στους δρόμους / δεν έχει φωνή δεν έχει μάτια / μήτε ακούει τίποτε πια. Υπάρχουν / μονάχα τα χέρια του. Αγγίζει κλεφτά / τους τοίχους, τα κάγκελα τις κολόνες / -κάποτε σε αφήνουν κάποτε σε σκοτώνουν- / κατεβαίνει σκάλες ανεβαίνει σκάλες / δεν ξέρει πού πηγαίνει και πού θα βρεθεί / -κάποτε σε αφήνουν κάποτε σε σκοτώνουν- / δεν δουλεύει άλλο το μυαλό του //Ασπρο φωτεινό -Μαύρο. Κόκκινο φωτεινό. -Μαύρο. / κάποτε σε αφήνουν -Μαύρο. Κάποτε σε σκοτώνουν /-Μαύρο. / Πώς αναβοσβήνουν οι διαφημίσεις. // Σε σκοτώνουν -Μαύρο. / Η μνήμη όλη μέσα σ' αυτό. Το Μαύρο.
Δυό τρία επισχόλια. Οσο βλέπω, η νεοελληνική κριτική ελάχιστα πρόσεξε το κατοχικό και εμφυλιακό υπόστρωμα της ποίησης του Παυλόπουλου. Ηδη στον «Κατώγι» (1971) και κυρίως στο «Σακί» (1980) θησαυρίζονται πολλά ποιήματα της δραματικής αυτής αφορμής, με τα οποία δικαιούται ο Παυλόπουλος την ένταξή του στο κέντρο της ομόθεμης και ομόθυμης ποίησης της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Η σεμνότητα εξάλλου του Παυλόπουλου συσκότισε, εκτός των άλλων, τόσο την πρωιμότητα του ποιητικού του ταλέντου όσο και την πολυτροπία (θεματική και μορφική) της ποίησής του. Για τον πρώιμο ποιητή αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί η υποκείμενη χρονολόγηση (1943) στο φτασμένο ήδη ποίημα «Ερημόνησο», που παραπέμπει στα δεκαοχτώ χρόνια. Για την πολυτροπία αποκαλυπτική είναι η αυθόρμητη εναλλαγή διαφορετικών ποιημάτων: πολύστιχων και ολιγόστιχων, μονολογικών και διαλογικών, ονειρικών και εγρήγορων, απελπισμένων και παρήγορων, μουσικών και πεζόμορφων. Όλα αυτά χωρίς φιγούρες· με τη γλύκα της πίκρας, με την πίκρα της γλύκας. Παράδειγμα «Η Επίσκεψη». Από το «Σακί» πάλι:
Μου έδωσε καρέκλα κοντά στο παράθυρο. / Κάτσε να σου φέρω γλυκό και νερό/ Έξω πολλά λουλούδια και πουλιά, και τ' άλογο / χλιμιντρίζοντας κάποτε κατά την εμπατή. / Την είδα να σφουγγίζει κρυφά τα μάτια της / έπειτα ξέσπασε καθώς μου έπιανε τα χέρια. Πότε θα τους αφήσουν, έλεγε. Πότε θα γυρίσει; / Όταν σταμάτησε το κλάμα, τράβηξε το μαντήλι / και τίναξε πίσω περήφανα λυμένα τα μαλλιά...
Για την ιστορία: κανένα κρατικό βραβείο δεν δόθηκε στον άξιο, πολυμεταφρασμένο ευτυχώς, ποιητή - ντροπή. Από μέρους μου σήμερα μια λέξη ομηρική: φιλότης. [Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ]



ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΑΜΕ ΑΜΙΛΗΤΟΙ ΝΑ ΜΗ ΣΤΑΘΟΥΜΕ ΠΟΥΘΕΝΑ ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΟΥΜΕ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ (Πού είναι τα Πουλιά 2004)

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΠΟΥ ΠΟΘΟΥΝ Ν’ ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥΣ ΜΕΣ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΟΥΣ: 
Πού είναι τα πουλιά;

Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;

Πού είναι ο κοκκινολαίμης;

Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;

Πού είναι ο Μολοχτός κι' ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι' ο Καλαμοκανάς;

Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;

Πού είναι
ο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο καράπαπας;

Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;

Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;

Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;

ΑΝ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΠΕΙ ΤΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ, ΓΙΑΤΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ και ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ, ΔΕΝ ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΓΕ:
Δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς σήμερα ερωτικά ποιήματα. Σε μιαν εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας η ποίηση έχει δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα, ποια είναι η θέση που μπορεί να διεκδικήσει στις προσπάθειές της ένα πανάρχαιο λυρικό ζήτημα όπως ο έρωτας; Ο Γιώργης Παυλόπουλος λύνει το πρόβλημα ευθύς εξαρχής. Αντί να καταφύγει σε παρακαμπτήριες οδούς και να αρχίσει να διαγράφει ατέλειωτους κύκλους γύρω από το θέμα του, αναβάλλοντας συνεχώς την ανάπτυξή του, πηγαίνει κατευθείαν επάνω του -κυριολεκτικώς κατακέφαλα (θέτοντας τα σωστά ερωτήματα):  Πώς τινάζεται η καρδιά μπροστά στο εξαίσιο όραμα μιας γυναικείας μορφής;  Πώς ελέγχεται ο πόθος όταν ολόκληρο το κορμί βυθίζεται στην άβυσσο της επιθυμίας;  Πώς γλιτώνει ο ερωτευμένος από την τυραννία των αναμνήσεων, που μπορεί να τον κυνηγούν επί δεκαετίες;  Πώς αντέχεται η μοναξιά όταν έχεις ζήσει μέσα στο φως και την έκσταση;  Πώς προδίδει ο χρόνος και τις μεγαλύτερες υποσχέσεις;  Πώς το όνειρο γίνεται κάποτε ισχυρότερο από την πραγματικότητα; Πώς παραιτείται η ώριμη ηλικία από το δικαίωμα στην αγάπη; Ο ποιητής δεν βάζει, βεβαίως, τα ερωτήματα για να τα απαντήσει, αλλά για να τα αφήσει να πλανηθούν μετέωρα στην καρδιά και τη συνείδησή μας, χωρίς να καταλήξουν ποτέ πουθενά  [ΣΧΟΛΙΑ του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για την λεγόμενη ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ με οδηγό επιλεγμένα παραδείγματα ερωτικών ποιημάτων  από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 2004]


ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ, ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ, ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ και ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ:  Κάθε ποίημα είναι ένα βέλος μοναχικό που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου. Ανθολογία Ποιημάτων από τις τρεις αναφερόμενες συλλογές με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο:  https://ai2avatongar.blogspot.com/2018/06/blog-post_11.html