Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

ΤΙ ΑΠ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΑΜΥΝΑ, ΑΝΑΓΚΗ, ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ, ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΠΥΡΚΑΓΙΑ, ΓΥΝΑΙΚΑ, ΠΑΙΧΝΙΔΙ…

Μέσω της Ποίησης ερμηνεύονται τα πάντα, δηλώνει στο βιογραφικό του ο Ντίνος Σιώτης. Αλλά στο ποίημα του Σιγανή Βροχή (συλλογή Αυτοβιογραφία ενός Στόχου) αυτοαναιρείται: «Ο ποιητής σε μια γωνιά έπλεκε τεράστια όνειρα… Αυτά που γράφεις δεν διαβάζονται ούτε με σφαίρες, μου λέει ο μαγαζάτορας!... Είμαι ο Ντίνος Σιώτης, του λέω χωρίς δισταγμό. Κι εγώ το ίδιο, μου απαντάει δείχνοντάς μου τη σιγανή βροχή που έμπαινε απ’ το τζάμι…».
Να πώς σχολιάζει αυτή την απρόσμενη τελευταία στροφή ο ίδιος ο ποιητής:   «Έχει πολύ ειρωνεία αυτό το ποίημα, αυτοειρωνεία και αυτοσαρκασμό. Διότι ο μαγαζάτορας στο καφενείο σου λέει «εντάξει, και ποιος είσαι εσύ τώρα που γράφεις ποιήματα, ο καθένας μπορεί να το κάνει αυτό το πράγμα, κι εσύ μου λες ότι είσαι ο Ντίνος Σιώτης, κι εγώ ο Ντίνος Σιώτης είμαι». Και ίσως θέλω να υπαινιχθώ με αυτό το ποίημα ότι ο καθένας μπορεί να γράψει ποιήματα, αρκεί να κοιτάει μέσα στον εαυτό του. Να σκέφτεται, να αναπολεί, να νοσταλγεί, να ρεμβάζει γύρω του όχι την φύση αλλά την έλλειψη της φύσης και να βάζει τις λέξεις τη μια δίπλα στην άλλη… Έτσι αρχίζεις ένα ποίημα, αλλά από την άλλη δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει… Στην αρχή μπορεί να είναι ένα μόρφωμα από μνήμες, από σκέψεις, από νοσταλγίες, από μια πορεία που έχεις χαράξει και έχεις αφήσει πίσω σου και την κοιτάς. Το μυστικό βρίσκεται σ’ εκείνη τη στιγμή που ως δια μαγείας γίνεται η αόρατη επαφή μεταξύ του νοός και της χειρός
Και τελικά  η Ποίηση; Αντίσταση, άμυνα, ανάγκη, τρόπος ζωής, επικοινωνία; Τι απ’ όλα αυτά είναι η Ποίηση;  «Παιχνίδι», απαντάει ο Ντίνος Σιώτης!.. «Παιχνίδι, διότι αυτό μας σώζει. Αλλιώς θα είχαμε τρελαθεί… Μ’ ένα όνειρο ζούμε… Λίγο πριν έρθει η καταιγίδα, λίγο πριν θαμπώσει το γυαλί λίγο πριν πέσουμε στην παγίδα, ας φάμε τα ψάρια με τα λέπια, ας ρίξουμε σωσίβιο στο μέλλον ας στρώσουμε στην πόρτα το χαλί»…
Στους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε «Οι ποιητές θα 'χουν πολύ δουλειά», έγραψε η βραβευμένη με το Βραβείο Νομπέλ Πολωνή ποιήτρια Βισουάβα Σιμπόρσκα. Και αυτό το πήρε τοις μετρητοίς ο Ντίνος Σιώτης επιχειρώντας μία «Σύνδεση με τα προηγούμενα»: μέσα από εικόνες της καθημερινότητας, της ειδησεογραφίας, της μνήμης και της αντίστροφης μέτρησης του χρόνου προσπαθεί να δει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ζωή και ο κόσμος γύρω της, συνδέοντας πόλεις, καταστάσεις, έρωτες, πολιτική και περιβάλλον με το παρελθόν και με το μέλλον τους, δίνοντας υπόσταση στο ρόλο του ποιητή που πρέπει να παρεμβαίνει με την ποίησή του στα κοινά… Το χαρακτηριστικό αυτό της ποίησης του Ντίνου Σιώτη το επισημαίνει κι ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, που σχολιάζοντας την τελευταία συλλογή του γράφει:   Οι μεγάλες ιδέες, οι μεταφυσικές έννοιες, οι τυποποιημένα βαθιές ανησυχίες, τα αφηρημένα ουσιαστικά γενικά απουσιάζουν από αυτή την ποίηση, το μεγαλύτερο ίσως μέρος της οποίας εμπνέεται και τρέφεται από το εφήμερο, από τα γεγονότα του δημόσιου βίου περισσότερο, παρά από εκείνα της εσωτερικής ζωής του ποιητή – όσο σχηματικό τέλος πάντων κι αν είναι, ορισμένες φορές, να διαχωρίσουμε το ένα από το άλλο…
 [ακολουθεί το ποίημα Μάρθα, Μάρθα από την ομότιτλη συλλογή μαζί μ’ ένα σχόλιο γι’ αυτό του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου και στη συνέχεια αποσπάσματα από μια συνέντευξη του ποιητή με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο «Αυτοβιογραφία ενός στόχου» την εποχή που ζούσαμε «στο απόγειο του καταναλωτισμού»: Με ειρωνεία, θλίψη και αυτοσαρκασμό, ο ποιητής από τα φύλλα της μνήμης φτιάχνει στεφάνια για τα πράγματα που χειροτερεύουν, για τα ακραία κοινωνικά φαινόμενα της αρπακτικότητας και για τα περασμένα μεγαλεία της απελπισίας που ανήκουν στο μέλλον. Με στόχο το αύριο ρίχνει σωσίβιο στα επιχορηγούμενα από την αισιοδοξία όνειρα όχι για να τα σώσει αλλά για να σωθεί ο ίδιος. Κατακλείδα της ανάρτησης Ο ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΧΑΛΙΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΣΟΥ ΔΙΑΒΑΣΩ ΚΑΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, μερικά από τα ποιήματα ενός Μαΐου του Ντίνου Σιώτη  - ART by Krkapatc Heidi]



ΜΑΡΘΑ, ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΕΣΕΝΑ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ ΚΙ ΟΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΗ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ: ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος γράφει για τη συλλογή του Ντίνου Σιώτη «Μάρθα, Μάρθα», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016 και τη Σύνδεση της με τα Προηγούμενα…

Η Μάρθα ζούσε με ό,τι αφαιρούσε
απ’ τους καρπούς των ημερών της
μ’ αυτό το στέρημα της αφαίρεσης
περνούσε  απ’ τη σκόνη στη στάχτη
απ’ τα στεγνά νερά του παρόντος
στα φλογερά ύδατα του μέλλοντος
Μορφικά τα ποιήματα του Σιώτη, εδώ και πολλά χρόνια, αναπτύσσονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: σε στροφές των τριών στίχων που οπτικά είναι πανομοιότυπες, χωρίς πάντως να ακολουθούν κάποια μετρική φόρμα. Η ολοσχερής απουσία στίξης και οι διαρκείς διασκελισμοί των στροφών μετατρέπουν κάθε ποίημα σε μία μοναδική φράση, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να οδηγείται υποχρεωτικά σε μια, πρώτη τουλάχιστον, συνεχή ρυθμική ανάγνωση που συχνά υπονομεύει την ομαλή εκτύλιξη και κατανόηση του νοήματος. Έτσι που τελικά γίνεται φανερό αυτό που ήδη κάθε αναγνώστης ποίησης γνωρίζει: πως στα ποιήματα το κέντρο βάρους δεν βρίσκεται ποτέ μόνο στο περιεχόμενο τους – ακόμα και όταν τα ποιήματα λένε με απλά λόγια αυτό που θεωρούμε πως θέλουν να πούνε.

Η νέα ποιητική συλλογή του Σιώτη, «Μάρθα, Μάρθα» περιλαμβάνει σαράντα τρία συνολικά ποιήματα, κοινός παρονομαστής των οποίων, θεματικά, είναι η αινιγματική γυναίκα που ονομάζεται Μάρθα και εμφανίζεται σε όλα ανεξαιρέτως τα ποιήματα, έτσι που το βιβλίο θα μπορούσε να εκληφθεί ίσως και ως ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα. Πρωταγωνιστές σε όλο το μάκρος του βιβλίου είναι σταθερά η Μάρθα και ο αφηγητής που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και μια φορά μάλιστα κατονομάζεται, μες στο ποίημα, ως Ντίνος Σιώτης. Ο τόπος είναι ο ίδιος που γνωρίζουμε από τα προηγούμενα βιβλία του ποιητή, το κέντρο της Αθήνας, η Ανατολική και η Δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και η γενέθλια νήσος των Κυκλάδων Τήνος.
Το ποίημα με τον μονολεκτικό τίτλο «Μάρθα», ένα από τα δύο ποιήματα που περιλαμβάνεται και στο παλαιότερο βιβλίο «Σύνδεση με τα προηγούμενα», είναι χαρακτηριστικό όλης της συλλογής και δεν αποκλείεται να αποτελεί και τη μήτρα από την οποία γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου αυτού, στο οποίο περιλήφθηκαν τελικά παλαιότερα και νεότερα ομόθεμα ποιήματα.

«Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε έστι χρεία» είπε ο Ιησούς στη Μάρθα, την αδελφή της Μαρίας Μαγδαληνής, που ασχολούνταν στο σπίτι της με την περιποίηση και τα κεράσματα των επισκεπτών, αντί να κάθεται να ακούει τον λόγο του Κυρίου. Σε αντιπαράθεση, η Μάρθα στην ομότιτλη συλλογή του Ντίνου Σιώτη αδιαφορώντας για ό,τι συμβαίνει γύρω της, συμβουλεύεται αδιάκοπα  τον ερωτικό της σφυγμό και ακούει μοναχά τη φωνή του έρωτα… που την τρέφει και την προτρέπει στην αναζήτησή του:

Με τη Μάρθα γνωριστήκαμε εντελώς
τυχαία είχαν απεργία τα λεωφορεία κι
έκανε οτοστόπ την πήρα και την πήγα

στη σχολή (σπούδαζε ηθοποιός) στο
δρόμο μού είπε για τη ζωή της αλλά
την είχε μπερδέψει με τη ζωή που

ήθελε να ‘χε ζήσει ο άγγελός της εγώ
πάντως μετά τόσα χρόνια μπορώ και
τη φαντάζομαι: η Μάρθα υποδύεται

τη Μάρθα κι εγώ κάθομαι σε σκοτεινό
διαμέρισμα και την κοιτάω το φόρεμά
της είναι στενό ανυπομονεί να το βγάλει

είναι πάνω στη σκηνή κάνοντας πρόβαλα
μακιγιάζ ενός έργου που δεν το ‘χω δει
ο σκηνοθέτης την καθοδηγεί με φαντασία

φαντάζομαι ότι κι εγώ σε κάποιο άλλο
θέατρο υποδύομαι τον Ντίνο Σιώτη και
η Μάρθα είναι σε σκοτεινό διαμέρισμα

και με βλέπει από τον δέκτη καλωδιακής
τηλεόρασης ξαπλωμένη σε καναπέ τρώει
ξηρούς καρπούς πίνει χυμό βατόμουρου

δοκιμάζοντας νέο ρόλο που τον έχει
επινοήσει ο εραστής της μετά από λίγο
θα κατέβει απ’ την ολόφωτη σκηνή και

θα έρθει τρέχοντας να μου συστηθεί
ξεχνώντας το οτοστόπ πριν σαράντα
χρόνια σε δρόμο του Σαν Φρανσίσκο.
.
Ποια είναι λοιπόν η αινιγματική Μάρθα του βιβλίου; Κάποτε, όπως για παράδειγμα στο ποίημα που μόλις διαβάσαμε, η σχέση της με τον ποιητή μοιάζει να είναι ξεκάθαρα βιωματική: είναι η γυναίκα με την οποία γνωρίστηκε πριν από σαράντα χρόνια στο Σαν Φρανσίσκο. Αγαπήθηκαν: «Η Μάρθα κι εγώ αγαπιόμασταν τόσο / πολύ που περνούσαμε ώρες ακίνητοι / χωρίς να μιλάμε, χωρίς να λέμε λέξη» και η σχέση τους κρατήθηκε σταθερή από τότε: «Πέτυχε η σχέση μας Μάρθα / προσέξαμε πολύ τη συνταγή / και τώρα όλοι μας ζηλεύουν».
Στην ποίηση όμως, ευτυχώς, τα πράγματα ποτέ δεν είναι τόσο απλά. Η Μάρθα, καθώς φαίνεται, δεν βολεύεται με μία μόνο ζωή. Ούτε καν με έναν μόνο θάνατο: «Οι γιατροί // της μονάδας εντατικής θεραπείας έκαναν ό,τι / ήταν δυνατόν για να επαναφέρουν τη Μάρθα / στη ζωή εκείνη όμως προτίμησε ένα ταξίδι // στο Twin Peaks δεν έδινε δεκάρα για το / τι θα έλεγαν όσοι περίμεναν στην κηδεία / της στον καθεδρικό ναό του Saint Patrick». Ή, διαφορετικά, ο ποιητής δεν αρκείται σε μία μονοδιάστατη Μάρθα: «Ονειρεύομαι εσένα / Μάρθα όπως είσαι και όπως δεν / είσαι παλίμψηστη στα όνειρά μου». Ή, τέλος, για να το πούμε αλλιώς, καμία ζωή δεν είναι μία και μόνο ζωή. Τα όρια μεταξύ παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος δεν είναι σταθερά και στεγανά. Η Μάρθα και ο ποιητής μοιάζει να μετακινούνται ελεύθερα στον χρόνο και τον τόπο: «Η Μάρθα ζούσε με ό,τι αφαιρούσε / απ’ τους καρπούς των ημερών της / μ’ αυτό το στέρημα της αφαίρεσης // περνούσε απ’ τη σκόνη στη στάχτη / απ’ τα στεγνά νερά του παρόντος / στα φλογερά ύδατα του μέλλοντος».

«Όλα τα πρόσωπα που υπήρξαν είναι / ένα και το αυτό αγαπημένο πρόσωπο», διαβάζουμε σε ένα άλλο ποίημα. Το πρόσωπο αυτό είναι η Μάρθα. Που είναι συγχρόνως όλες οι γυναίκες που έχει γνωρίσει ο ποιητής και που είναι η Μούσα του. Που είναι, ίσως, η ίδια η ποίηση…
Μ’ αυτή την έννοια έχει βάση και το σχόλιο του Νάνου Βαλαωρίτη: «Οι Μάρθες στην εικοστή έκτη ποιητική συλλογή «Μάρθα, Μάρθα» του Ντίνου Σιώτη δεν είναι όλες ίδιες και όμοιες, είναι πολλές και διαφορετικές αλλά ταυτόχρονα και μία. Υποδύονται διάφορους ρόλους και εμφανίζονται με πολλά πρόσωπα, σε πολλές περιστάσεις, σε διαφορετικές καταστάσεις και σε διαφορετικά μήκη και πλάτη της υφηλίου, απ' το Λος Αντζελες και το Πεκίνο έως τη Νέα Υόρκη και την Τήνο. Έρχονται και φεύγουν με μια κομψή φινέτσα. Εδώ ο ποιητής-αφηγητής κατάφερε να φτιάξει ένα μικρό μυθο-ιστόρημα, με μια σειρά από ποιήματα που τα διακρίνουν το χιούμορ, η ευστροφία και οι πετυχημένες γλωσσικές στιγμές, γεμάτες ελαφρότητα, εκπλήξεις και ανατροπές. Έτσι η φευγαλέα αλλά πανταχού παρούσα Μάρθα του ποιητή μάς γοητεύει, καθώς τα ποιήματα, που με τόση επινοητικότητα παρουσιάζουν το θέμα της ρευστότητας της ζωής αλλά και τα γυρίσματά της και τις ανακολουθίες της, δημιουργούν έναν μικρό λαβύρινθο μιας έντονα μυθοπλαστικής ποιητικής, με το κάθε ποίημα να είναι ένα επεισόδιο μιας αποστολής εμπειρικής σε άψογη γλώσσα καθημερινής και ειρωνικής αβεβαιότητας - επεισόδιο που ξεκολλάει απ' το ένα ποίημα και εισχωρεί στο επόμενο. Οπότε όλη η ποιητική συλλογή διαβάζεται ως ένα αδιάλειπτο μυθιστόρημα… που μπορεί κανείς κατ' αντιδιαστολή να το συγκρίνει με το κατόρθωμα του Σεφέρη να ενοποιήσει μύθους, ελληνική ιστορία και προσωπικές εμπειρίες στο διάσημο, δικό του «Μυθιστόρημα». Κάτι ανάλογο πέτυχε εδώ ο Σιώτης με το ερωτικό σύμβολο της Μάρθας που ενεργεί ως μια πανταχού παρούσα και απούσα γυναίκα, όπως συμβαίνει να είναι στη ζωή οι σκόρπιοι έρωτες ή τα σκόρπια ποιήματα…»

Η Μάρθα, τέλος,  σύμφωνα με τον Κώστα Παπαγεωργίου, είναι το σταθερό και συμπαγές αντικείμενο του βυθισμένου στην οδύνη και τη νοσταλγία  πάσχοντος ποιητικού υποκειμένου, αλλά ένα αντικείμενο τόσο φορτισμένο και ενδυναμωμένο δια της νοσταλγίας που μπορεί να κάνει τα πάντα∙ να ιδιοποιείται ταχυδακτυλουργικά τα αλλότρια και να απεμπολεί τα ίδια, προκειμένου να διατηρείται εν εγρηγόρσει η ικανότητά της να επαναπροσδιορίζει ανά πάσα στιγμή τη σχέση της με τον εαυτό της, τον κόσμο και, βέβαια, με τον ποιητή, ακόμα και τώρα, που το φόρεμα  μοιάζει να έχει υποκαταστήσει το αλλοτινό σώμα, το σώμα που έντυνε, όπως και το όνομα μοιάζει να έχει υποκαταστήσει την άλλοτε ονομαζόμενη.  Στιγμές «στιλπνές, ξεφλουδισμένες από το λεπίδι του χρόνου» αναδύονται ακατάπαυστα κι έτσι αναδυόμενες, διαπερασμένες από ένα «νοσταλγικό αεράκι της δεκαετίας του ’50» διαστέλλονται, αγγίζουν την αίσθηση του εδώ και του τώρα και δίνουν μία άλλη χροιά, μιαν άλλη υφή στο φως του παρόντος. Ας μη νομιστεί ωστόσο ότι ο ποιητής αφήνεται απερίσκεπτα στους σαγηνευτικούς κυματισμούς της νοσταλγίας καθώς, ακόμα και σε στιγμές συγκινησιακών εντάσεων και κορυφώσεων αυτός αυτοελέγχεται και ισορροπεί ανάμεσα «στην αρχαιολογία της νοσταλγίας για τα περασμένα/και στην αδημονία του για τα μελλούμενα». Η κάποτε παιγνιωδώς ανατρεπτική διάθεσή του εξάλλου, απόρροια των σταθερών όσο και γόνιμων υπερρεαλιστικών καταβολών του επενεργεί θα τολμούσα να πω παραπλανητικά, δημιουργώντας τη δυνατότητα εκτροπών από την κεντρική οδό τη χαραγμένη από την υπέρογκη αίσθηση της απώλειας∙ διασπώντας το ενιαίο σώμα της λύπης, διαμελίζοντάς την σε επιμέρους κομμάτια, εικόνες μάλλον, οι οποίες έτσι όπως μοιάζει να επιπολάζουν στην επιφάνεια του παρόντος μεμονωμένες, ανεξάρτητες η μία από την άλλη, χάνουν ένα μέρος από την τραυματική οξύτητά τους και λειτουργούν δραστικότερα ποιητικά. Συμβάλλουν σε γοητευτικά «λικνίσματα στις κουπαστές της αναπόλησης» και συντροφεύουν τον ποιητή όταν βγάζει, όπως λέει, τη Μάρθα «στα παγκάκια της νοσταλγίας».   

 «ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΣΤΟΧΟΥ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΖΟΥΣΑΜΕ «ΣΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΥ» (αποσπάσματα από μια συνέντευξη στο Ντίνου Σιώτη):
«Είναι κάτι μέρες που μας ξαναδίνουν ζωή: λένε τα πάντα και μέσα τους ανοίγουμε όπως οι αχιβάδες στο βράχο…»
Έτσι ανοίγει στην «Αυτοβιογραφία ενός στόχου» κι ο ποιητής: σαν «αχιβάδα στο βράχο». Και στη συνέντευξη που ακολουθεί, όπως και στην ποιητική συλλογή με τον παραπάνω τίτλο εξομολογείται τα πάντα: τα τριάντα χρόνια στη Αμερική, την επανάσταση που ποτέ δεν ήρθε, τα δέκα περιοδικά που αποτέλεσαν τα σκαλιά για να γεννηθούνε, τελικά, τα (δε)κατα, τις δεκατέσσερις ποιητικές που προηγήθηκαν για να φτάσει να «αυτοβιογραφηθεί ο στόχος», τα τρία πεζά και τις δυο ανθολογίες που ολοκληρώνουν το ίδιο πρόσωπο του ενός Ντίνου: του Ντίνου της Τήνου, του Ντίνου της Αθήνας και της Αμερικής, το πρόσωπο του Ντίνου Σιώτη. Διότι η Τήνος, όπως χαριτολογώντας παραδέχεται ενώνει, εν τέλει, τους Ντίνους.

- Πώς «Αυτοβιογραφείται ένας Στόχος», κύριε Σιώτη;
- Κοιτάζοντας μέσα. Κοιτάζοντας μέσα στον στόχο, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον εαυτό μας, βέβαια. Και μπορεί το βιβλίο να είναι σε τρία μέρη «Εγώ», «Εμείς» και «Άλλα πρόσωπα» αλλά βασικά πρόκειται πάντα για ένα πρόσωπο, για τον ίδιο μας τον εαυτό. O οποίος γίνεται στόχος μας, στόχος της ζωής και αυτοσκοπός…

 - Κι από το εμείς στο εγώ; Είναι μακρύς, δύσκολος, επώδυνος δρόμος; Και τι είναι αυτό που προηγείται, το εγώ ή το εμείς; Στην ποίηση, ποιο έχει προτεραιότητα;
- Πάντα το εμείς! Είναι βασική μου αρχή ότι ο ρόλος μας είναι να καταγράφουμε αυτά που γίνονται ως μια συλλογική μονάδα, ως μια συλλογική οντότητα. Επομένως το «εμείς» πάντοτε υπερέχει και θα ‘πρεπε να υπερέχει. Το «εγώ» είναι η εξαίρεση… Ζούμε το απόγειο και την λατρεία του καταναλωτισμού, της αυταρέσκειας, του ναρκισσισμού και ο ποιητής έχει χρέος του να μας υπενθυμίζει ότι δεν είναι αυτά τα πράγματα η ζωή. Η ζωή είναι ευαισθησίες, αρμονίες, ισορροπίες. Και αν προέχει το συλλογικό «εμείς», τότε θα μπορέσουμε να υπερκεράσουμε τις προσωπικές μας αδυναμίες.

- «Ξεχνάμε» πολύ εύκολα, η ποίηση έχει να κάνει με τη μνήμη;
- Βασικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μνήμη. Η μνήμη είναι η γλώσσα, η γλώσσα είμαστε εμείς. Χωρίς γλώσσα δεν υπάρχουμε, χωρίς μνήμη δεν έχουμε οντότητα. Ναι, κυρίως είναι η μνήμη. Τι να γράψεις αν δεν έχεις μνήμη; Η μνήμη είναι πανταχού παρούσα, σε όλους τους ποιητές.

- «Ζούμε για τις αναμνήσεις;» Και ποια είναι, εν τέλει, τα συστατικά του ποιήματος;
- Βασικό συστατικό είναι η γλώσσα. Η γλώσσα αποτελείται από ρήματα, ουσιαστικά, επιρρήματα, φράσεις που φτιάχνουν τους στίχους… Επομένως τα συστατικά είναι η γλώσσα, η σκέψη, το ένστικτο, η εμπειρία, ο αυτοσχεδιασμός και η φαντασία. Όλα αυτά τα βάζουμε σε ένα μίξερ και βγάζουμε μ’ αυτά λέξεις. Οι οποίες πρέπει να μπαίνουνε σωστά η μια δίπλα στην άλλη. Αν δεν μπαίνουν σωστά, δεν φτιάχνουμε ποιήματα. Το μυστικό είναι να μπούνε στη σωστή τους σειρά…

 - Η ποίηση, τα περιοδικά την κάνουν ευκολότερη αυτή τη ζωή; Και ποιον αφορούν, τον… αποστολέα ή τον παραλήπτη; Γιατί τα κάνουμε, κύριε Σιώτη, για μας ή για τους άλλους;
- Για μας τα κάνουμε, αλλά έχουμε στο νου τους άλλους. Διότι ο ποιητής όταν γράφει είναι και αναγνώστης. Όχι αναγνώστης των ποιημάτων του, είναι αναγνώστης διότι έχει διαβάσει. Και εδώ θα έλεγα ότι ένας που δεν διαβάζει πολύ, δεν γίνεται καλός ποιητής. Επομένως κάνουν ευκολότερη τη ζωή, διότι η διαδικασία της γραφής σου παίρνει ένα βάρος από πάνω. Αλαφραίνεις λίγο, ξεφορτώνεσαι ακόμα και το άγχος της μέρας. Εγώ κάθομαι το βράδυ να γράψω, πολύ αργά, συνήθως πριν κοιμηθώ γράφω όταν είμαι πολύ κουρασμένος. Η γραφή δε χρειάζεται ενέργεια, χρειάζεται μόνον μια ψυχική εγρήγορση. Κι εκείνη τη στιγμή βλέπεις ότι η ζωή σου ανοίγεται με τρυφερότητα, καταλαβαίνεις τα πράγματα πολύ πιο καλά…

- «Ήταν επόμενο να προβλέπουμε το παρελθόν», το παρελθόν, κύριε Σιώτη είναι τετελεσμένος χρόνος; Και εν τέλει ποιητικός χρόνος ποιος είναι; το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον;
- Ο ποιητικός χρόνος δεν περιγράφεται, είναι νομίζω μέσα μας, είναι και παρελθόν και παρόν και μέλλον. Ο πραγματικός χρόνος είναι όπως τον είπες: πριν, τώρα και μετά. Αλλά ο ποιητικός χρόνος είναι υπεράνω περιγραφής, ακριβώς επειδή ενέχει το μυστήριο της ενόρασης του ποιητικού κόσμου. Επομένως αυτή η ειρωνεία που έκανα το ποίημά μου ότι αποκτήσαμε την ικανότητα να προβλέπουμε το παρελθόν είναι ένας αυτοσαρκασμός που αφορά τον χρόνο αποκλειστικά, τον πραγματικό χρόνο, όχι τον ποιητικό. Γιατί ο ποιητικός χρόνος είναι κάτι πολύ σεβαστό, είναι σαν ένας χωροχρόνος όπου περικλείεται μέσα ο ποιητής.

- «Δεν αντέχει τόση μοναξιά μέσα σε τόσο πλήθος» (Ο Σίσυφος στην Ομόνοια), κι η ποίηση «το καταφύγιο που φθονούμε;» Γιατί είναι αφύσικη η διαδικασία της γραφής, έτσι δεν είναι;
- Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά, διότι ο ποιητής μπορεί να γράψει όπου βρεθεί. Η πεζογραφία είναι μια πειθαρχία, είναι κάτι άλλο. Εγώ δεν είμαι αυτού του είδους ο συγγραφέας, στο λεωφορείο μπορεί να γράψω ένα ποίημα, στο καράβι, στο ταξί, όπου μου έρχεται μια εικόνα και την γράφω στο κινητό να μην την χάσω… Διότι οι ιδέες έρχονται μπαμ και κάτω, σου την δίνουνε λέξεις, φράσεις, κάτι που άκουσες, κάτι που είδες, κάτι που σου είπανε… Ξεκινάνε πολλά ποιήματα από φράσεις…

- Ο ποιητής είναι ένας ευτυχισμένος, ένας δυστυχισμένος, ένας ιδιαίτερος, ένας ταλαντούχος, ένας προβληματικός άνθρωπος, τι είναι;
-  Όλα αυτά μαζί. Είναι ένας κοινός άνθρωπος. Θα μπορούσε να είναι ένας μπακάλης, ένας οδηγός λεωφορείου, ένας ιδιωτικός υπάλληλος, ένας πιλότος… Ένας προσγειωμένος άνθρωπος είναι ο οποίος έχει συνεχώς τις κεραίες του σηκωμένες, αλλά από απόψεως ευτυχίας και δυστυχίας θα έλεγα ότι κλείνει προς το δεύτερο. Ένας δυστυχισμένος άνθρωπος είναι διότι οι κεραίες του πιάνουν συνήθως τα αρνητικά πράγματα. Δεν υπάρχουν πολύ ευτυχισμένοι ποιητές. Βασικά, δηλαδή, είναι δυστυχισμένος ο ποιητής… 

- Αλλά το «Ξένος» είναι… όλα τα λεφτά. Ποιητική… ταυτότητα, να πούμε; «παρ’ όλο που επέστρεψα πάλι λείπω». Πού βρίσκεται ο ποιητής όταν δεν βρίσκεται στο ποίημα;
- Στο ποίημα βρίσκεται οπωσδήποτε. Στο «παρ’ όλο που επέστρεψα πάλι λείπω» είναι η διττότητα, η σχιζοφρενής κατάσταση στην οποία ζούμε όλοι μας, που είμαστε εδώ και θέλουμε να είμαστε εκεί. Αυτό το σύνδρομο το οποίο δεν σε αφήνει ποτέ να ηρεμίσεις. Διότι είτε δεν σ’ αρέσει πουθενά, είτε δεν σου αρέσει τίποτα, είτε σου αρέσουν όλα, τα πάντα είναι το ίδιο, δεν βρίσκεις άκρη, η ζωή σου προσφέρει τόσες πολλές επιλογές αν μπορείς και τις βλέπεις. Επομένως όταν λέω ότι «παρ’ όλο που επέστρεψα λείπω», το εννοώ 100%, διότι ονειρεύομαι άλλα πράγματα και όχι αυτά που είναι δίπλα μου… 
 [ΠΗΓΗ: «Ντίνος Σιώτης: «Η Αυτοβιογραφία ενός Στόχου» την εποχή που ζούσαμε «στο απόγειο του καταναλωτισμού» αποσπάσματα από συνέντευξη του ποιητή στην Ελένη Γκίκα – αναρτήθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal Η Γεωμετρία των ιδεών]

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΧΑΛΙΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΣΟΥ ΔΙΑΒΑΣΩ ΚΑΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Μερικά από τα ποιήματα ενός Μαΐου του Ντίνου Σιώτη):
AΠΛΗΣΤΙΑ
 Ξαφνιαστήκαμε όλοι από τα χρέη
που είχαν συσσωρευτεί τόσα χρόνια
τόσοι ξεροί καημοί τόσα δάκρυα-

κλαδιά κι ούτε μια μέλισσα τόσες
οδύνες τοκετού τόσο υψηλός τόκος
κι ούτε μια γέννα πέρασε κι από ’δω

η καλοσύνη αλλά δεν είδε τίποτα γιατί
κοιμόταν ύπνο βαθύ γιατί η πίκρα δεν
μεσολάβησε στον πανδαμάτορα καιρό

τώρα το παρελθόν πλησιάζει πάνοπλο
και πανούργο κρατώντας γραμμάτια
βουτηγμένα στο σάλιο της απληστίας

ΔΩΣΑΜΕ
 Δώσαμε χείρα βοηθείας στη σκέψη κι
έγινε φαντασία δώσαμε λίγο ύπνο στους
ανθρώπους και τους πήρε ο ύπνος με κα-

χυποψία κι επιφυλάξεις είδαμε τα δώρα
που έφερναν κατά καιρούς οι λωποδύτες
ψηφοφόροι διστακτικά αντικρίσαμε τη

θάλασσα πριν γίνει ωκεανός δεν λάβαμε
μέρος στα παιχνίδια των κερδοσκόπων
πρωταθλητών υπερχρεώσεων η σκακιέρα

έπινε γουλιά-γουλιά τους πύργους κι άφηνε
τη βασίλισσα με την ψευδαίσθηση της νίκης
αλλά η ήττα ήρθε από αλλού ήρθε από δυο

σπασμένα δάχτυλα: κρατούσαν ένα στυλό
διαρκείας: έγραφε ποιήματα χωρίς λέξεις
έφτιαχνε εικόνες και τοπία δίχως χρώματα

 ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ
 Τραβάμε το χαλί κάτω απ’ τα πόδια
μας αλλά δεν πέφτουμε βουτάμε στην
ταραγμένη θάλασσα δίχως σωσίβιο

αλλά δεν πνιγόμαστε είμαστε οι λίγοι
πια που απόμειναν χωρίς να χασμου-
ριόνται όταν ακούγεται το ρολόι

της μητρόπολης να χτυπά εσπερινό
την ώρα του λυκόφωτος φεύγουμε
ξαναμπαίνουμε στα μαύρα κοστούμια

μας βγαίνουμε στη δημοσιά και κα-
τευοδώνουμε το μέλλον, μετράμε
τ’ αντικριστά σταυροδρόμια

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
 Τι έγιναν οι καλοί άνθρωποι, ρωτώ
αλλά κανένας δεν μου απαντά, μήπως
είναι χαμένοι στο νόμο της βαρύτητας

και περπατάνε στις άκρες των ποδιών
τους ευγνωμονώντας τη φαντασία τους
που τους αφήνει κι είναι ακόμα καλοί

άνθρωποι; πού πήγαν πού κρύβονται;
σίγουρα δε θα τους βρούμε πια στην
αγορά στα φτερωτά παραπήγματα της

πλεονεξίας στα κάδρα με την αναμμένη
αυτοπροβολή των ποιητών ούτε στον
μεγάλο ύπνο των σωτήρων μας ούτε

στα καλοπληρωμένα χειροκροτήματα
των οπαδών της αγρανάπαυσης, της
επανάπαυσης, της ανάπαυσης

ΥΠΟΔΕΧΟΜΑΙ
 Υποδέχομαι το σύννεφο υποδέχομαι
τη βροχή υποδέχομαι το νερό το ψωμί
στο τραπέζι το μολύβι με το χαρτί στο

γραφείο υποδέχομαι τους νεκρούς στα
όνειρά μου που με κάνουν ανύπαρχτο
εμένα τον ζωντανό υποδέχομαι τη

μάλλινη κουβέρτα το απαλό κύμα της
θάλασσας την πνοή του νότιου ανέμου
το πέταγμα της πεταλούδας το σύρσιμο

της σαύρας υποδέχομαι το κόκαλο που
θα το φάει ο σκύλος τον σκύλο που θα
γαυγίσει μακριά τις σκοτεινές μέρες

ΕΙΚΟΝΕΣ
 Μοναχικά ρυάκια χαμένα σε δάσος
σκοτεινό τυφλή περιέργεια ελαφιού
ξάφνιασμα νυφίτσας απειρία αυγού

που δεν βρίσκει τρύπα πάγοι που
λιώνουν λίμνες που αδειάζουν το
σάπιο σύστημα διαχείρισης της

θλίψης της χώρας το έθνος με τον
κρατικό του μηχανισμό στήριξης
φοροφυγάδων και κερδοσκόπων

ΕΥΤΥΧΩΣ
 Ευτυχώς κάθε μέρα και χειρότερα
ευτυχώς κάθε μέρα και πιο κοντά
στην άβυσσο κάθε μέρα και πιο

πολλή αδικία δυστυχώς δεν έχομε
χρόνο ν’ αντιμετωπίσουμε κι άλλη
παράλυση κι άλλη απελπισία

Δεν έχω ήρωες που να θυσιάζουν
κάτι για το καλό μας δεν έχω μο-
νοπάτια που να αποκαλύπτουν το

σύμπαν αποχωρισμών αποδεκατισμών
αποχαιρετισμών εκτυφλωτικού φωτός
δεν έχω ύψος να το χάσω να βρεθώ

χαμηλά εκεί που ήμουν εκεί που είμαι
εκεί που δεν φτάνουν αλεξιπτωτιστές
ναυαγοσώστες δεν έχω νυσταγμένες

ερωτήσεις ούτε έτοιμες απαντήσεις
για τα λαϊκά όνειρα των νεκρών τρα-
γουδοποιών λαχειοπωλών ταριχευτών

έχω μόνο μία σάλπιγγα βουβή ένα
μάτι κοντόφθαλμο ένα βάθος έσχατο
που ανθοβολεί στη σκιά συγκινήσεων

O χρόνος υπό μετακόμιση ο χρόνος
σ’ ένα διαμέρισμα υπό μετακόμιση
σε πολυσύχναστο δρόμο ο χρόνος

κερδίζει χρόνο αποσυνθέτοντας τη
νοσταλγία εις τα εξ ων συνετέθη για
ένα τίποτα περιτυλίγματος για ένα

τίποτα ανοίγματος τυφλού αινίγματος
σε βλέμματα χαμένα στο θόρυβο μιας
(μάταιης) στεφανωμένης επιστροφής

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
 Όπως ισχυρίζονται οι ειδικοί το
μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο
τα βήματά του ακούγονται από

πολύ μακριά φοβάται να έρθει
κοντά μας φοβάται να πλησιάσει
φοβάται να συμφιλιωθεί με το

παρόν μάς βλέπει αλλά δεν ξέρει
ποιο δρόμο να πάρει κρατά λάμπα
πετρελαίου και βαδίζει στα τυφλά

ΚΑΠΟΙΟΣ
 Κάποιος χτίζει τη φωλιά του μέσα
στις στιγμές κάποιος άλλος μέσα
στην αιωνιότητα κάποιος παίρνει

ένα μαχαίρι για να κόψει ψωμί
κάποιος άλλος για να σκοτώσει
κάποιος ξαφνιάζεται με το παρα-

μικρό κάποιος άλλος ξαφνιάζει
τη μικρότητα με τη μεγαλομανία
του κάποιος κλείνει την πόρτα και

πάει για ύπνο νωρίς κάποιος άλλος
ξυπνά λίγο μετά τα μεσάνυχτα και
ανακαλύπτει την ανυπαρξία του

ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ
 Μην ανησυχείς θα περάσει κι αυτό
όπως όλα θα ’ρθουν άλλα χειρότερα
να σου χτυπήσουν δειλά την πόρτα

μη φοβηθείς να τους ανοίξεις να στη-
ριχτείς πάνω τους να γυρέψεις κάτι να
ζητήσεις μια στάλα φιλία μια σταγόνα

αγάπη δυο πόντους ειλικρίνεια πριν
φύγουν κι αυτά κι έρθουν κάτι άλλα
πιο σκοτεινά και ακόμη χειρότερα

Σιώτης Ντίνος: βιογραφία συγγραφέα: Ο Ντίνος Σιώτης (δημοσιογράφος, ποιητής, συγγραφέας, εκδότης) γεννήθηκε στην Τήνο στις 19 Δεκεμβρίου του 1944. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Συγκριτική Λογοτεχνία στο San Francisco State University. Στην Αμερική και στον Καναδά, όπου έζησε από το 1971 έως το 1989 και από το 1997 έως το 2004, εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ως Σύμβουλος Τύπου στην πρεσβεία της Ελλάδας στην Οτάβα και στα προξενεία της Ελλάδας στο Σαν Φρανσίσκο, στη Νέα Υόρκη και στη Βοστόνη. Έχει δώσει διαλέξεις και έχει οργανώσει και λάβει μέρος σε ημερίδες, συνέδρια και συμπόσια για την ελληνική λογοτεχνία και τον πολιτισμό. Από το 1971 έως σήμερα, στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στην Ελλάδα, έχει οργανώσει γύρω στις οκτακόσιες εκδηλώσεις για τα ελληνικά γράμματα και τον ελληνικό πολιτισμό εν γένει. Από το 1979 έως το 2009 συνεργαζόταν τακτικά με το Βήμα της Κυριακής, με κριτικές και άρθρα για το βιβλίο και την επικοινωνία. Έχει εκδώσει στα ελληνικά και στα αγγλικά δεκατρία πολιτικά και λογοτεχνικά περιοδικά, είκοσι έξι συλλογές ποίησης (τρεις στα αγγλικά και μία στα γαλλικά), ένα μυθιστόρημα, μία νουβέλα και μία συλλογή με αφηγήματα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες. Από την άνοιξη του 2005 εκδίδει το περιοδικό (δε)κατα, από τον Μάρτιο του 2009 το περιοδικό Poetix και από τον Ιανουάριο του 2015 το περιοδικό Tranz.ito. Το 2007 η συλλογή του "Αυτοβιογραφία ενός στόχου" (Κέδρος, 2006) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Είναι πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού σωματείου "Κοινωνία των (δε)κάτων", διευθυντής του "Διεθνούς Λογοτεχνικού Φεστιβάλ Τήνου' και υπεύθυνος επικοινωνίας του "World Poetry Movement", με έδρα το Μεντεγίν της Κολομβίας. Τον Μάρτιο του 2011 με τον Αναστάση Βιστωνίτη ξεκίνησαν τον "Κύκλο Ποιητών" στην Αθήνα και τον Σεπτέμβριο του 2012 εκλέχτηκε στη θέση του πρώτου του προέδρου του Κύκλου.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

ΑΝ ΘΕΣ ΝΑ Μ’ ΑΓΓΙΞΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ Μ’ ΑΛΩΣΕΙΣ ΑΛΛΑ ΟΠΟΙΟ ΔΕΡΜΑ ΦΟΡΑΣ ΜΟΝΑΧΑ ΘΩΠΕΥΕΙΣ

(… μόνο έτσι η Ομορφιά θα έχει ίσο ζύγι με την αλήθεια…)

Με κεφαλαία στίχοι από τα Ιόντα Επιθυμίας, 2ο ποίημα στη συλλογή Μεταπλάσματα και σε παρένθεση μια αποστροφή από τον Αλίπλοο Ουρανό, την πρώτη συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου. 

«Ποιητικές εικόνες σαν μικροί φάροι μέσα στην ομίχλη της κοσμικής αμφιβολίας»,

ήταν το εύστοχο σχόλιο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου για τον Αλίπλοο Ουρανό, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015.

Μια παράξενη κι άγνωστη ομηρική λέξη, αλίπλοος (= υπό υδάτων κεκαλυμμένος ή επί της θαλάσσης πλέων) με έντονη  ποιητική χροιά, όπως κι άλλες παρόμοιες αρχαιοπρεπείς λέξεις -«ορίζοντας αλιπόρφυρος, πόντος αλίγλαυκος, πολιτεία αλίπεδος και αλιτενής, αλίπλαγκτες όχθες - ενσωματώνονται αρμονικά στο πλούσιο λεξιλόγιο της συλλογής, σαν να είναι λέξεις σημερινές και  προετοιμάζουν άριστα τον αναγνώστη για θαλάσσιες και «υποθαλάσσιες» πλεύσεις, αναδύσεις-καταδύσεις, για «ροές ρευστών ειδώλων, κρουστά κύματα, ουράνια ύδατα ονείρων, εφήμερων και ατέρμονων».

Απρόσμενες εικόνες - αλλόκοτοι ψίθυροι πλάι στο κύμα.

Ο Ηράκλειτος ψαρεύει ψάρια παρέα με τον Ντώκινς,

οι Ιδέες του Πλάτωνα ρεμβάζουν τα αστέρια παρέα με τα Φράκταλς της νεώτερης θεωρίας του Χάους,

οι ορφικοί κάνουν βουτιές χέρι με χέρι με τους κβαντικούς φυσικούς

και η Ψυχή, άλλοτε κάβουρας, άλλοτε αχινός,

τη μια κοχύλι, την άλλη γλάρος λευκός

 κολυμπά, πετά, βουτά στα κόκκινα νερά του ηλιοβασιλέματος,

στις αντιφάσεις τού είναι και του φαίνεσθαι

στην αέναη αγωνιώδη προσπάθειά της να ανακαλύψει την Αλήθεια. 

Μετά την έκπληξη / πρόκληση του Αλίπλοου Ουρανού,  η επιθυμία της ποιήτριας, να πλάσει έναν καινούριο θαυμαστό κόσμο με τα υλικά της ποίησης, βρήκε τη συνέχειά της στα Μεταπλάσματα:

Μετα- φυσική,   μετά- μοντέρνο,   μετά τα πλάσματα τι;

Κάθε «μετά» περιέχει αναπόφευκτα και την έννοια του γοητευτικού, άγνωστου προορισμού.

 Σχολιάζει η Χαρά Νικολακοπούλου:

«Τα Μεταπλάσματα της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου είναι τα καινούρια πλάσματα ενός νέου γενναίου κόσμου. Είναι τα εξελιγμένα όντα «υβρίδια ανθεκτικά στη νέα εποχή…  σε καινούρια αισθητική πλάσματα του νου άφυλα/ διάφυλα  ή  ενδόφυλα».

Το πείραμα της «κατασκευής» τους ωστόσο παραμένει επισφαλές καθώς δεν είναι σίγουρο

«αν θα δείξουν όλα τα υποκείμενα την ίδια αντοχή και προσαρμοστικότητα..

Η ποιήτρια, και στη δεύτερη συλλογή της,  γίνεται πλαστουργός λέξεων και νοημάτων, μιας νέας γραμματικής του κόσμου, μιας καινούριας θέασης του ονείρου. Ανάγκη είναι, λέει,

«Να πλάσω νέες λέξεις

Να εφεύρω τη νέα γραμματική

Το συντακτικό των ονείρων

Να διδάξω στο σχολείο σήμερα

Για να ανακαλύψω την τάξη του αύριο. (Κυάνωσις, σελ. 45)

Στα ποιήματα της πρώτης συλλογής (ΑΛΙΠΛΟΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ), ανάμεσα στους στίχους συναντάμε πλάσματα της θάλασσας, με τον γλάρο πρωταγωνιστή να «περιίπταται» ανάμεσα θάλασσας και ουρανού.

Κι όπως ο γλάρος Ιωνάθαν από τη φύση του ονειρεύεται την απεραντοσύνη τ’ ουρανού, έτσι και η ποιήτρια, θέλοντας να του μοιάσει,  φαντάζεται πως βρίσκεται μέσα σ’ ένα διαυγές, φωτεινό όνειρο:

ξεπηδά από μέσα της ο ίμερος και πιάνεται

«απ’ του σύννεφου την άκρια»,

πασπαλίζεται    «με αληθινή αστερόσκονη»

και σπάζοντας    «το τσόφλι του ουρανού»

κατακτά τη Θεία Αρμονία, την Τέλεια Συμμετρία, την  Ολική Ενότητα, την Αλήθεια της Πτήσης.

Στα Μεταπλάσματα μάλιστα βρίσκει κι ένα κόλπο που την κάνει μοναδική:

να μην ξυπνά από το όνειρο αλλά να συνεχίζει να ονειρεύεται και μέσα στο όνειρο να ζωγραφίζει με χρώματα για να ταξιδεύει διαρκώς

«στα σημεία που αθωώνεται ο θεός κι ο θάνατος,

 εκεί άλλο τρόπο δεν έχει να θεραπεύεται απ’ τους εφιάλτες,

κι έτσι ίπταται μέσα στη χίμαιρα

 μιας οιονεί λάμψης στο χείλος της εν εγρηγόρσει ονειρότητας…» (Lucid Dream σελ. 50)  

(διάβασε παρακάτω τα ποιήματα Γλάρος Ι και Γλάρος ΙΙ από τη σελ. 19 και 30 αντίστοιχα της συλλογής Αλίπλοος Ουρανός

και αμέσως μετά   «Τι γεύσεις έχουν τα χρώματα όταν ερωτεύονται;» το 7ο ποίημα από τη συλλογή «Μεταπλάσματα» (και με ΚΛΙΚ στις Αποχρώσεις του Φάσματος του Φωτός ιριδίζοντας από το λευκό μέχρι το μέλαν σε μια φωτογραφία του Δημήτρη Βάρου κι άλλα σχόλια με αποσπάσματα από ποιήματα των δύο συλλογών της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου)




 «ΓΛΑΡΟΣ  Ι»  και  «ΓΛΑΡΟΣ  ΙΙ»

Ες αεί περιιπτάμενος, σκοτεινός ναυαγός του φωτός

(δυο ποιήματα από τη  συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου  ΑΛΙΠΛΟΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ 2015)

ΣΧΟΛΙΟ: «Εκείνα για τα οποία η ποιήτρια δε θέλησε να μιλήσει με έννοιες αόριστες και συμβολικές, τα προσωποποίησε σε έμβια όντα με ξεκάθαρο ρόλο σε αυτό το αλίπλοο ταξίδι, μεταθέτοντάς τους εν μέρει ανθρώπινες αδυναμίες, αρετές και επιθυμίες. Ο γλάρος, πτηνό – σύμβολο των θαλασσινών ταξιδιών, εμφανίζεται δυο φορές στη συλλογή. Την πρώτη, ως ερωτικό πάθος, απόλυτο, μοιραίο, εξυψωτικό, και τη δεύτερη ως μύχια επιθυμία της απόλυτης ελευθερίας, απαλλαγμένης από τη μετριότητα και τη συνεχή μάταιη αναζήτηση ως «σκοτεινός ναυαγός του φωτός» (Βίκυ Κλεφτογιάννη)

ΓΛΑΡΟΣ  Ι (από τη σελ. 19)

Ουρανοδρομούσε φτερουγίζοντας

ο γλάρος ακριβώς από πάνω μου.

Ουριοδρομούσε ο φλόκος από κάτω

κι εγώ είχα στυλώσει το μάτι μου στον ορίζοντα μπροστά.

Πάσχιζα να διακρίνω. Το λαμπερό ηλιόφως με πόναγε

στις ρίζες της κόρης των ματιών μου.

Δεν μπορούσα άλλο να τα κρατήσω ψηλά - μισόκλεινα τα βλέφαρα.

Και τότε έπεσε η σκιά του γλάρου στο πρόσωπό μου.

Άνοιξα τα μάτια, δάκρυα γιομάτα

 -ανάβλυσ' η ψυχή μου –

 

Αχ! Έλα γλάρε μου

Εγώ το χέρι μου το καψερό

Εσύ το φτέρωμα το ουρανικό

 

να τεντωθώ όσο μου 'ναι μπορετό

ν' αγγίξουν οι άκρες των δαχτύλων μου

τις άκρες της φτερούγας σου   - άμποτε -

κι έτσι κι οι δυο μαζί σταυρωτά

να φτιάξουμε στο σχήμα του έρωτα

μιαν αψίδα θριαμβική   σκιερή καμάρα σε νησιώτικο σοκάκι –

 

να σπάσω  - επιτέλους! -    το τσόφλι τ' ουρανού

και τότε   - τ' ακούς; τ' ακούς το σχίσμα του γλαυκού; -

απ 'το ράγισμα στο ξάγναντο

θα ξεπηδήσει αστραποβόλημα

θα ξεχυθεί σα μαχαίρι κοφτερό    - λάμψη νοητή -

φως που προς τα εδώ λοξοδρομεί

θα διαπεράσει της θάλασσας το καθρέφτη

τρίζοντας μέχρι μέσα τα σκιερά μύχια

των βαθυκύαμων βυθών μου…

 

ΓΛΑΡΟΣ  ΙΙ (από τη σελ. 30)

Δεν ξέρω γιατί, πες μου εσύ,

Πέταξες γλάρε στο νησί

Έφτασες, έπιασες λιμάνι

Να ξαποστάσεις απ' το θαλασσομάνι.

Να 'ναι ο τόπος σου αυτός

Ή άλλος κάβος στο πέλαγος;

 

Δεν ξέρω γιατί, πες μου εσύ,

Που μου 'δωσες γλάρου μορφή

Στα χαμηλά για να πετώ

Πάνω απ' της θάλασσας τον αφρό

Κάτω απ' του ουρανού την απλωσιά

Με την κρυφή λαχτάρα στην καρδιά

 

Να 'μουν αστέρι λαμπερό     στο θόλο του τον απλωτό!

Να 'μουνα βότσαλο λευκό    στο σκιερό του το βυθό!

 

Όχι εδώ, όχι εδώ, στης ψυχής την ερημία

Όχι εδώ, όχι εδώ στου κορμιού την εξορία

 

Ες αεί περιιπτάμενος, σκοτεινός ναυαγός του φωτός

 

ΤΙ ΓΕΥΣΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΟΤΑΝ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ (η μονοχρωμία τυφλώνει την κόρη που γεννά το μάτι)

Κάποιοι ναυτικοί το ’χουν διαπιστώσει

(το βρίσκει κανείς σημειωμένο σε ημερολόγια καταστρώματος,

μεταφρασμένους πλοηγούς και ψαλμωδίες στις ακτές)

Ότι  για να μην πελαγοδρομούμε στους ωκεανούς

Και να γλυτώνουμε απ’ τις σειρήνες

Για να δηλώνουμε τον κατάπλου μετά τον απόπλου

Αν ταξιδεύεις με το  καράβι της γραμμής δε φτάνει ποτέ

Πόσο μάλλον αν θαυμάζεις απ’ τα παράθυρα ή και τις όχθες

Τα ιστιοπλοϊκά να μπαίνουν και να βγαίνουν στις μαρίνες

Χωρίς να σημειώνεις με τον εξάντα τις θέσεις των αστεριών

Πάνω στα ύφαλα για να μελετάς τις νύχτες σου σε κρεβάτια

Πώς να κρυφακούς υποθαλάσσια ραντεβού ερωτευμένων

Στις μυστικές κουβέντες τους με τους αγγέλους

 

Ας πούμε, δεν μπορείς

Να αδιαφορείς για τα ουδετερόνια

Γιατί τα πρωτόνια σού φαίνονται πιο όμορφα,

Με το σκοπό να κάνουν το άλμα τους τα ηλεκτρόνια

Ώστε να εκλυθεί το ερωτικό φως

Χρειάζεται να χαϊδεύεις

Κάθε στιγμή και κλάσμα δευτερολέπτου

Τις στοιβάδες κάτω από τις οποίες

Ο πυρήνας αναβοσβήνει σ’ όλες του

Τις αποχρώσεις του φάσματος του φωτός

Ιριδίζοντας από το λευκό μέχρι το μέλαν.

 

Η συνουσία δεν θα ολοκληρωθεί αν δεν μετέχουν

Όλα τα ονόματα που ακουμπούν στο μαξιλάρι

Τα σεντόνια του κρεβατιού τσαλακώνονται σε πολλά χρώματα.

Η μονοχρωμία τυφλώνει την κόρη που γεννά το μάτι.

[από τη συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου ΜΕΤΑΠΛΑΣΜΑΤΑ, εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ 2017)

 

ΞΕΧΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ

(κι άλλα αποσπάσματα από την κριτική της Βίκυς Κλεφτογιάννη για τον Αλίπλοο Ουρανό της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου)

«Στραφταλίζουν» οι λέξεις στον Αλίπλοο Ουρανό της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου χορεύοντας τον αναγνώστη μια στο βυθό και μια στον αφρό, μια στα κύματα και μια στον ουρανό. Ένα ταξίδι αρμύρας, όπου οι αισθήσεις ταξιδεύουν όχι στα γνωστά και τα τετριμμένα ενός τέτοιου ταξιδιού και σίγουρα μακριά από κοινοτοπίες και γραφικότητες. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου έχει αναμφισβήτητα τον δικό της τρόπο να μας μεταφέρει σε «θαλασσεύουσες πολιτείες», να μας ψιθυρίσει διακριτικά τα μυστικά και τα αφανέρωτα, τα μυστικιστικά και τα αρχέγονα που ζέουν στα μεγάλα βάθη ή αναδύονται με χάρη για να φτάσουν ψηλά, «να σπάσουν επιτέλους το τσόφλι του ουρανού», όπως αυτολεξεί λαχταρά και ο γλάρος των στίχων της.

Μια συνεχής παλινδρόμηση ανάμεσα στα ύψη και στα υδάτινα έγκατα, με στάσεις εκεί όπου η ματιά της ποιήτριας εστιάζει γι’ αυτό που αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό, ως πολύτιμο. Και δεν πρόκειται για κοράλλια και μαργαριτάρια, αλλά για αγκαθωτούς αχινούς και ανάποδους κάβουρες, για γλάρους και αρμενάκια, ακόμα κι αυτοί οι λεμονανθοί κάτι απ’ το «λευκό του αφρού του κύματος» κρατούν, ενώ το ηλιοβασίλεμα «σιρόπι από νεραντζάκι γλυκό», αφήνοντας ενδεχομένως πέρα από την αδιαμφισβήτητη ομορφιά του και μια υπόρρητη πικράδα…

Την υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας, όπως αυτή κορυφώνεται με απανωτά ερωτήματα και με μια λυτρωτική επίκληση στο θείο στο ποίημα «Έπεα Πτερόεντα», έρχονται να αποφορτίσουν δυο -γραμμένα λες από παιδικά ενήλικο χέρι- ποιήματα, που υπενθυμίζουν στον αναγνώστη ότι η αγωνία της ύπαρξης πηγαίνει χέρι-χέρι με την ελαφρότητά της, αντιπαραβάλλοντας στα αιώνια άλυτα τα απλά και παιδιόθεν κατακτημένα. Η θάλασσα, ένα τραμπολίνο για να φτάσει κανείς στα σύννεφα στο ποίημα «Συννεφάκι», ενώ στο έτερο με τίτλο «Αρμενάκι», οι απλές γραμμές ανάγονται σε δυσκολότερα σχήματα, οι απλές ομορφιές σε καθολικές…

Και είναι οι μεμονωμένες λέξεις στη συλλογή της Παπαγεωργίου αυτές που κρατούν το ποίημα στο ύψος ή στο βάθος που επιθυμεί η ίδια. Άλλωστε, όλα τα υποκείμενα –μερικές φορές ακόμη και αυτές οι αισθήσεις- στο βιβλίο μοιάζουν να μην αντέχουν τη μετριότητα, επιθυμούν είτε το απόλυτο ύψος είτε το θαλάσσιο βάθος, την Ομορφιά αναπόσπαστη από την Αλήθεια, κι όταν δεν μπορούν να τα κατακτήσουν κυριολεκτικά, τα αναζητούν αέναα και τα κερδίζουν μέσα από την ψυχική ανάταση. Οι λέξεις μετουσιώνουν τις απλές εικόνες σε βιωμένες αισθήσεις, τα φωνήεντα παίζουν με τα σύμφωνα γεννώντας θαλασσινούς ήχους που φτάνουν ξεκάθαρα στα αυτιά μας. Και, εν τέλει, είναι αυτές οι επίλεκτες λέξεις που καθαρίζουν τους στίχους από τα περιττά και συμπυκνώνουν τις περιγραφές παίρνοντας επάνω τους την «ευθύνη» [Βίκυ Κλεφτογιάννη, πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ]

 

ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ  και  ΑΧΙΝΟΣ

(από τις σελ. 24 και 25 της συλλογής ΑΛΙΠΛΟΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ 2015)

Ποια λόγια να φιάξω

Ποιες λέξεις να καμωθώ

Ποια γλώσσα να νοήσω

Ποια γνώση ν’ αγγίξω

Ποια στιγμή ν’ αδράξω

Ποια σιωπή να δαμάσω

Ποιο πέρασμα να φέξω

Πόση ζωή να δώσω

Ποιο θάνατο να αξιωθώ

 

θε μου, ύστατο φως μου, να σε δω!


ΑΧΙΝΟΣ

Το άδειο κέλυφος του αχινού

με τις τρύπες του κυρτές

μοβ, μενεξελί, φαιοπράσινο.

Ρίγες σφιχτά αγκαλιάζουν

το τσόφλι το λιανό

 

-δεν έχει πόρο, δεν έχει πόρο

και πού να βγω

ν’ ανασάνω

να σε δω-

 

στ’ άκρια κάθε ακίδας

μια τόση δα στιλπνή στιγμούλα φως

στη μέση μια οπή

κορδόνι λιανό σαν καπνός προς τον ήλιο

 

ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΕΙΣ ΚΒΑΝΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΩΤΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ

(αποσπάσματα από την κριτική της Χαράς Νικολακοπούλου για τα ΜΕΤΑΠΛΑΣΜΑΤΑ της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου)

 Ο Εύριπος με τα παράξενα νερά και τα νεφούρια συνηγορεί στο λοξό βλέμμα της ποιήτριας πάνω στη φύση και στην ουσία των πραγμάτων και κάνει τη μέρα να τρίζει: Η σάρκα των πραγμάτων/ αλλάζει σαν τα τρελά νερά/ σε φάσεις παλίρροιας/πλήμμη και ρηχία Ή παρακάτω: Στο ρίγος των ρευμάτων/ ακούγεται το τρίξιμο της μέρας/ καθώς μετά από λήθαργο καλοκαιριού…

Συνακόλουθα με τα παραπάνω, κάποτε, οι σπασμένες λέξεις (ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ)  και το ‘νιο φεγγάρι’ ανασύρουν στον νου τον άλλον αιρετικό, αναρχικό της γραφής που έζησε και έδρασε στη Χαλκίδα. Οι ήχοι τραβάνε τον δικό τους δρόμο , κάνουν την επανάστασή τους και γίνονται υπέρηχοι, υπόηχοι και απόηχοι. Οξείδωση μετάλλου, κβάντα, ιόντα, πολυεστιακό είδωλο, φράκταλ, μορφο/κλασματική διαδρομή: λέξεις ανοίκειες για την ποίηση κι όμως τόσο θαυμαστά ταιριασμένες. Το ερωτικό υποκείμενο γίνεται «άλλοτε κύμα / άλλοτε σώμα». Ακόμα και σε ένα καθαρά ερωτικό ποίημα υπεισέρχονται ιόντα, αλλά είναι ιόντα επιθυμίας. Και τώρα έλα μου/ και στο σκοτεινό μου φάσμα σε απορροφώ/ ως κύμα φωτονίου αντιστοιχώ/ στην πρώτη διέγερση.

Παράδοξα  φαινόμενα της κβαντομηχανικής για τη μεταφορά των φωτονίων βρίσκουν τη συνυποδηλωτική τους έκφραση και παντρεύονται με τα αντίστοιχα φανερώματα των ερωτικών φαινομένων…

Η θεωρία του χάους, η θεωρία των καταστροφών, τα σύνολα Τζούλια, οι παράξενοι ελκυστές, ονόματα ελκυστικά και θεωρίες δυσπρόσιτες για τον κοινό θνητό, παντρεύονται με στίχους της Σαπφούς (Το λικνιστό της βάδισμα ποθώ το φωτεινό της πρόσωπο να δω). Ο απόλυτος ντετερμινισμός και η τυχαία μεταβολή δύνανται να συνυπάρχουν στη φύση όπως και στον έρωτα άλλωστε.  Μήπως οι καρδιές και οι επιδερμίδες δεν ταλαντώνονται σαν κύματα; Μήπως δεν δονείται το κορμί στην προσδοκία της ερωτικής ηδονής;  Το σώμα δεν γίνεται κύμα ραδιενεργό «στο έμπα των ματιών σου»;  Ερωτικές εξισώσεις, γεωμετρικές σχέσεις απρόβλεπτες, οι μαθηματικές αντιστοιχίες με την ερωτική επιθυμία είναι φανερές.

Άρα, ο λόγος των ακτίνων από κάθε πόρο του δέρματός σου ισούται με τη χρυσή τομή της έλξης μας. Η εξίσωση αυτή αποδεικνύεται στο σώμα σου. Και αυτοαναιρείται. Κάθε φορά.

Βαθιά ερωτική ποίηση, βρίθει από αισθαντικές και αισθησιακές εικόνες , από  μικρές/ μεγάλες στιγμές ερωτικής πληρότητας:

Κάθε φορά περιμένω με λαχτάρα το άλλο πρωί

Να παρατηρήσω τα αγαπημένα σου δάχτυλα

Να μου κουμπώνουν ένα ένα τα κουμπιά

Απ’ το τσαλακωμένο πουκάμισο

Που ΄ταν ριγμένο στο πάτωμα

Χθες βράδυ (ΕΓΚΥΜΑΤΙΣΜΟΣ)

 

Ποίηση πυκνή, πολυσήμαντη, απροσδόκητη, εν κατακλείδι, με όλα τα ουδετερόνια, τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια να κάνουν το άλμα τους «ώστε να εκλυθεί το ερωτικό φως». Συνειρμοί τολμηροί, εικόνες σπάνιας δύναμης και εικαστικής ομορφιάς. Ποιητικός αναβρασμός των λέξεων και των συμβόλων που χορεύουν κυριολεκτικά σε τρελό κβαντικό ρυθμό και ταλαντώνουν ως το άπειρο την επιθυμία… [Χαρά Νικολακοπούλου, συγγραφέας –φιλόλογος – πρώτη δημοσίευση στη ηλεκτρονικό Fractal]

 

ΙΟΝΤΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ

(από τη σελ. 13-15 της συλλογής ΜΕΤΑΠΛΑΣΜΑΤΑ)

«Και τώρα έλα μου,

κι απ’ το σκοτεινό λύσε με

καημό, κι όσα να γίνουν

ποθεί η ψυχή μου, κάνε για με» (Σαπφώ)

 

Δεν αναπνέω σε τροχιά

Πάλλομαι μεσ’ στα νερά

 

Δεν είμαι προκαθορισμένη γραμμή

αλλά

μορφο/κλασματική διαδρομή

 

άλλοτε κύμα

άλλοτε σώμα

 

Αν θες να με βρεις

πρέπει να με δεις

αλλά

εκείνο που οράς

αυτό και θηρεύεις

 

Αν θες να μ’ αγγίξεις

πρέπει να μ’ αλώσεις

αλλά

όποιο δέρμα φοράς

μονάχα θωπεύεις.

 

Όμως εγώ

δεν έχω δέρμα

είμαι νερό

κατοπτρίζω αν θέλω

αυτόν που ποθώ.

 

Όμως εγώ

δεν έχω δέρμα

είμαι βυθός

μετέχω στο φως

αλλά πλέω πάντα εντός.

 

Και τώρα έλα μου

και στο σκοτεινό μου φάσμα σε απορροφώ

ως κύμα φωτονίου αντιστοιχώ

στην πρώτη διέγερση.

 

(από την ερωτική αλληλογραφία του Bob και της Alice / Οι πληροφορίες χάθηκαν στη μεταγραφή)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ της ποιήτριας από το ΕΠΙΜΕΤΡΟ του βιβλίου (σελ. 85): Bob and Alice: ένα πολυσυζητημένο παράδοξο φαινόμενο της κβαντομηχανικής, γνωστό ως φαινόμενο EinsteinPodolskyRosen που αφορά την κβαντική τηλεμεταφορά φωτονίων (1935)

 

ΚΥΜΑΤΑ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ

(από τη σελ. 13-15 της συλλογής ΜΕΤΑΠΛΑΣΜΑΤΑ: ένα μαξιλάρι ταχτοποιώ / γλιστρώ το σάλι απ’ τους ώμους / αντικριστά ο Prufrock / κι εγώ γυρίζοντας προς το παράθυρο μονολογώ)

Κι ύστερα από τα διαρκώς σαράντα κύματα

τα ηλιοβασιλέματα και τους αλίπλοους ουρανούς

τα σαλάχια και τους ξιφίες στην οθόνη

και τη τεράστια κόκκινη χελώνα που με πολεμά

κάθε που ναυαγός σε έρημη χώρα να φύγω,

αυτή με το διπλό όνομα κάτω από τη φολίδα του κεφαλιού

-αφού έχουμε μαγνητίτη θα μεταναστεύσουμε μαζί-

 

Κι έπειτα απ’ τον καημό της θαλασσινής νεράιδας

να μαρτυρήσουμε στο αίμα τα παιδιά με

φάλαινας ουρά που λιάζονται σαν γάτες στις ακτές

Κι έπειτα από τις σουπιές που παράφορα σκορπάνε μελάνι

σκαλίζοντας όπως ανθρακωρύχοι τη σκοτεινή αρτηρία στα ύφαλα

Και αυτά και τόσα άλλα ακόμη που δεν ξέρω πώς να τα πω

Θα άξιζε στο ποίημα μια φορά να ακούσω

εκείνον να μου μιλήσει στην υδάτινη γλώσσα μου

 

Και τώρα έλα μου, να μου πει,

στον πορθμό να σε φιλήσω, εκείνον με τους δυο λιμένες

στης παλίρροιας την ακαταστασία, αυτήν που διαφεύγει,

κι ας είναι ψέμα της γοργόνας που αληθεύει.

Να πλαγιάσει δίπλα μου και να μου πει

Έλα μαζί μου, κι ας γνωρίσουμε εσύ κι εγώ

ιχνηλατώντας το πέρασμα των μεδουσών.

 

Θα άξιζε στο ποίημα μια φορά να χωρέσει

εκείνος ο παράξενος έφηβος που περπατά πάνω στα κύματα

για να πυροδοτήσουμε μαζί την πύλη προς άλλους γαλαξίες

Αν κοιτάξουμε μαζί την έκπληξη προσεκτικά, να μου πει,

θα μεθύσουμε το άλμα, εκτυφλωτικές φιγούρες όλο χρώματα

αέρινες σαν τα μικρά μου νύχια όταν τα φιλάς

τεράστιες σαν τα σκοτεινά μυστικά σου όταν τα κρατώ

 

Έλα, να μου πει, μαζί να κολυμπήσουμε

στα κβάντα του φωτός που ’ναι ελκυστικά όταν ερωτεύονται

μέσα απ’ τις πλατείες τις ασφάλτους και τα σχολεία

γυμνοί και ξυπόλητοι να φτιάξουμε τον ωκεανό

άδολοι κι αδάμαστοι να ξυπνήσουμε στη μεγάλη θάλασσα

κύματα ταξίδια που θα φιλήσουν κοριτσιών μάγουλα

Να σπάσουμε το φράγμα του υδάτινου ήχου – το ύστατο

σύνορο-

Θα άξιζε το ποίημα μια φορά ακόμη, μια φορά,

Αν και δεν ξέρω, δεν ξέρω να πω, τι είναι αυτό που εννοώ


ΣΗΜΕΙΩΣΗ της ποιήτριας από το ΕΠΙΜΕΤΡΟ του βιβλίου (σελ. 85): ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ: Στην επιστήμη το χάος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την συμπεριφορά συστημάτων με εξαιρετικά ευαίσθητη εξάρτηση από τις αρχικές τους συνθήκες. Μελετά τον απρόβλεπτη εξέλιξη ενός μη γραμμικού συστήματος. Τα συστήματα αυτά, οδηγούνται σ’ έναν «ελκυστή», σε μια κατάσταση που παρουσιάζει μεν μια σταθερότητα στην συμπεριφορά της όμως η πρόβλεψή της είναι αδύνατον να εκφραστεί με αιώνιους νόμους ή ντετερμιστικά… Εκείνο που προέκυψε από τις νέες θεωρίες του Χάους είναι ότι οι έννοιες ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ ή απόλυτος ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ και ΤΥΧΑΙΑ ΜΕΤΑΒΟΛΗ είναι δυνατόν να συνυπάρχουν και να μην αποκλείει η μία την άλλη και ότι η συνύπαρξη αυτή αποτελεί ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ!..

 

ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΕΛΚΥΣΤΗΣ

(«Το λικνιστό της βάδισμα ποθώ

το φωτεινό της πρόσωπο να δω»  - Σαπφώ)

Περιδινίζω το δέρμα σε χορό ελλειπτικό    στροβιλισμός πυρήνα σε κενό φως   δίχως αποδέκτη!..  Στο έμπα των ματιών σου   χάνω το ρυθμό    ζαλίζομαι παραπατώντας κύ  -  μα   γίνομαι ραδιενεργό – ηλεκτρική θάλασσα -  κι αν Πρωτέας στο βυθό μοιραία    δραπετεύοντας τα πουκάμισά σου αλλάζω   για να σου είμαι όμορφη   η πλάτη μου έχει πάρει το σχήμα του έρωτά σου!..  Είμαστε στο χάσιμο του σφυγμού   στο θόρυβο πίσω από τη μελωδία   στα παράσιτα κάτω από τον ήχο   στο σφάλμα μετά την πρόθεση   στο ΑΧ του σπασμού   στην αρχη πάντα  -  είμαστε -   Η έλξη μας άλμα σε γκρεμό   παράξενη καταστροφή   έσκασε η σαπουνόφουσκα   χωρίς αιτία επανάσταση   μα άξαφνα κατάλαβα   - στο α πάντοτε είμαστε -   κι έγινα τόσο χαρούμενη γι’ αυτό  (από υποκλοπή τηλεφωνικών συνομιλιών ανάμεσα σε  Julia και Thom)*  ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σύνολα Julia – από το όνομα του μαθηματικού που τα ανακάλυψε: Διακριτά δυναμικά συστήματα που έχουν μια απωθητική δομή. Τα σύνολα Τζούλια μπορούν να θεωρηθούν ως παράξενοι ελκυστές, που έχουν μια φρακτάλ δομή… THOM RENE (μαθηματικός και φιλόσοφος), γνωστός από τη  θεωρία των Καταστροφών (1972), μια νέα μέθοδο στην κβαντομηχανική φυσική για την αντιμετώπιση ασυνεχών φαινομένων     

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΕΛΑ ΜΟΥ ΚΙ ΑΠ’ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΛΥΣΕ ΜΕ ΚΑΗΜΟ

(αποσπάσματα από κριτικές με αντιπροσωπευτικά ποιήματα από τις δύο συλλογές της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο)

https://ai2avatongar.blogspot.gr/2018/03/blog-post_26.html