Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Η ΑΓΙΑ Χ. στα ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ του Μίλτου Σαχτούρη ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ στον ΠΑΛΙΟ ΔΡΟΜΟ απ’ τη συλλογή Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ του ίδιου Ποιητή:


«Ήταν εκείνο το φθινοπωρινό απόγεμα που
η Αγία με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε
στο μικρό σκοτεινό δρόμο, που στην πραγματικότητα
δεν υπήρχε καν.
Γιατί αν υπήρχε τότε τι ήταν αυτά τα αίματα
κι οι στρατιώτες που ξεπετάχθηκαν από τους γύρω δρόμους
και με δέσανε σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι, τέσσερις μήνες,
κι όταν πια με λύσανε ήτανε χειμώνας,
έβρεχε συνέχεια κι η Αγία χάθηκε
κι ούτε που ξαναφάνηκε πια».

Ο Χρήστος Μπράβος σ’ ένα κριτικό κείμενό του σχολιάζοντας το παραπάνω ποίημα γράφει:
«Στο προσκήνιο του ποιήματος μια γυναίκα, που αναγορεύεται σε αγία απ’ τον ποιητή, τον οδηγεί σε «μικρό σκοτεινό δρόμο». Το ποίημα μας βεβαιώνει με τον τρόπο του πως τα αίματα, οι στρατιώτες, η καθήλωση στο ξύλινο κρεβάτι, συνιστούν  την αντιστροφή και, εν τέλει, την ακύρωση όσων προσδόκησε ο ποιητής όταν αφέθηκε στο χέρι της «Αγίας». Η σχέση των δυο τους, ωστόσο, παραμένει θαμπή κι αδιευκρίνιστη.
Με μαγνητίζει η αναφορά- αφιέρωση: Χ. Υποθέτω πως είναι το αρχικό του ονόματος εκείνης που, στην έξοδο τους ποιήματος, «χάθηκε κι ούτε που ξαναφάνηκε πια».
Απ’ τα σκοτάδια της μνήμης τότε, αναδύεται το ποίημα «Στον Παλιό Δρόμο» απ’ τη συλλογή Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960»
 [σχόλιο του Χρήστου Μπράβου – απόσπασμα από το κείμενο «Μίλτου Σαχτούρη: Εκτοπλάσματα» – περιέχεται στο βιβλίο ΒΡΑΧΝΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ, Ποιήματα και Κριτικά κείμενα 1981-1987 – παρακάτω ένα πολύ παλιότερο ποίημα του Σαχτούρη και οι σημειώσεις του Χρήστου Μπράβου για την παράλληλη εξέταση των δύο ποιημάτων: Η Αγία, συλλογή Εκτοπλάσματα 1986 και Στον Παλιό Δρόμο, συλλογή Ο Περίπατος 1960 - Art by RUDIRUTH]



ΑΠ’ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ «ΣΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΔΡΟΜΟ»:  
«Ένα θηρίο έφαγε την αγαπημένη μου. Είχαμε βγει περίπατο όπως πάντα, είχαμε δει και το σπίτι με τους μαιάνδρους κι άρχισε να ψιλοβρέχει.  Τότε βγήκε ένας σαλτιμπάγκος ντυμένος χρώματα παρδαλά να κάνει τούμπες και να γελάει μέσα στο δρόμο κι ούτε που ζητούσε χρήματα καθόλου. Πιο πέρα ένας άνθρωπος έπαιζε βιολί κοιτώντας κάτι παράξενα κόκκινα σύννεφα στον ουρανό.
Κι όταν δυνάμωσε η βροχή γίναν πολλά αυλάκια με νερό και παρασέρναν το αίμα» (από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ 1960)
Το δράμα των δυο ποιημάτων, γράφει στο κριτικό του σημείωμα ο Χρήστος Μπράβος, «παριστάνεται στην ίδια σκηνή, που στήνουν: ο δρόμος (μικρός σκοτεινός στο ένα, παλιός στο άλλο)· η βροχή· το αίμα. Εδώ «Αγία», εκεί «αγαπημένη», η γυναίκα χάνεται απ’ τη ζωή του ποιητή, για να εμφανιστεί ως μνήμη και μαρτύριο του. Ως αντίτιμο, θα ’λεγα, του ποιήματος. Αντίτιμο συμφωνημένο από παλιά· απ’ όταν ο Σαχτούρης δήλωνε υποταγή στο Θηρίο της ποίησης:
«Μη φεύγεις θηρίο
θηρίο με τα σιδερένια δόντια
…………………………
θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις
………………………………….
θα σου βρω πάλι το ίδιο κορίτσι
να τρέμει δεμένο στο σκοτάδι το βράδυ
………………………………….
(ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ, από τη συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)
Πιστεύω, συνεχίζει το σχολιασμό του ο Χρήστος Μπράβος, πως τα δύο ποιήματα και οι αναφορές – αφιερώσεις τους υποδεικνύουν αυτό «το ίδιο κορίτσι»… Και, παραπέρα, πως η «Αγία» του πρόσφατου ποιήματος και η «αγαπημένη» του προγενέστερου αποτελούν μετωνυμίες ενός και του αυτού προσώπου· που δεν είναι ποιητικό εφεύρημα. Ο Γιάννης Δάλλας, σε κείμενό του για το ποίημα ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ, μεταφέρει σχετική μαρτυρία του Σαχτούρη:
«Το κορίτσι υπήρξε στην πραγματικότητα. Είχα το βράδυ ραντεβού μαζί του. Και ξαφνικά ξεσπά η αιμόπτυση. Έστειλα και το ειδοποίησα να μη με περιμένει μες στο σκοτάδι»
Προχωρούμε: Απ’ τη Χ.Ν του «Παλιού Δρόμου» έμεινε μόνο το Χ. του ονόματός της. Το αρχικό του επώνυμου της καταργήθηκε: Το κορίτσι, ως βορά του «θηρίου», πληροί την αρχετυπική προϋπόθεση για την ένταξη σε κοινόχρηστο ή ιδιωτικό αγιολόγιο· και οι άγιοι δεν έχουν επώνυμο. Μετατοπίζω την αναφορά-αφιέρωση Χ. στην αράδα του τίτλου και διαβάζω: Η ΑΓΙΑ Χ.
Η οποία, αν οι λογαριασμοί μου γίναν σωστά, είναι το ερωτικό εκτόπλασμα στον χορό εκτοπλασμάτων (Ντύλαν Τόμας, Κάφκα, Εμπειρίκος κλπ.) που στήνεται στην τελευταία ποιητική κατάθεση του Μίλτου Σαχτούρη.
[Μίλτου Σαχτούρη: Εκτοπλάσματα, κριτικό κείμενο του Χρήστου Μπράβου στο βιβλίο του ΒΡΑΧΝΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ, Ποιήματα και Κριτικά Κείμενα 1981-1987, εκδόσεις Μελάνι  2018 – Art by RUDIRUTH ]

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΦΙΛΤΡΑΡΟΝΤΑΣ ΤΗ ΛΥΠΗ ΜΟΥ ΝΑ ΦΤΙΑΞΩ ΚΑΝΑ ΔΥΟ ΩΡΑΙΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ.


«Το ωραίο το φτιάχνεις» είναι ο τίτλος της νέας συλλογής της Κυριακής Λυμπέρη που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2019.
Κι από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής ίσως μπορούμε να ανιχνεύσουμε μέσα σε λέξεις ή στίχους, σε εικόνες ή μεταφορές, τις ενδείξεις εκείνες που φανερώνουν τη συνειδητή ή υποσυνείδητη προσπάθεια αναζήτησης δρόμων δημιουργίας που δυνητικά καθιστούν εφικτή την κατάκτηση του ωραίου.
«Το Ωραίο το φτιάχνεις δεν υπάρχει από μόνο του»,  είναι ο τίτλος της συλλογής και του 2ου ποιήματος όπου κι ο παραπάνω στίχος: πρώτος βασικός άξονας  
«κι αφού / φιλοσοφία, ποίηση τρέλα / λένε πως είναι η αναμενόμενη σειρά…», μένει ακολουθώντας το μονοπάτι να εφαρμόσεις τη σωστή συνταγή. 
«καλύτερα τα φρένα μου μες στα δικά μου δάση να σαλέψουν / στα γνώριμα αδιέξοδα μου να χαθώ»,
είναι οι καταληκτικοί στίχοι στο πρώτο ποίημα της συλλογής («Δρόμοι στο Δάσος - Holzwege» σελ. 9 – αναφέρεται στους αδιέξοδους δρόμους στο δάσος Χάιντεγκερ) και αμέσως μετά ακολουθεί το ομότιτλο ποίημα όπου διαβάζουμε τις προθέσεις της ποιήτριας:  
«Είναι που ήθελα να είμαι με τους καλύτερους. / Κι έτσι κάποτε παρέδωσα / στο νοτιά τα μυστικά μου ανοίγματα…» («Το Ωραίο το φτιάχνεις» σελ.10)
Οι στίχοι που επιλέχθηκαν να τιτλοφορήσουν αυτή την ανάρτηση είναι από «Το Κλειδί της Μουσικής» σελ. 13: «Να μπορούσα τουλάχιστον φιλτράροντας τη λύπη μου / να φτιάξω κάνα δυο ωραίους στίχους…»!.. Φαίνεται να «συνομιλούν» με το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας που υπονοείται στο τελευταίο ποίημα της συλλογής: «Θέλοντας να γιατρέψω τις πληγές μου / εκεί που άλλοι φοβούνται να κοιτάξουν / χτίζω στέρνες με δάκρυα / σπίτια με ξύλα που σαπίζουν…» (Ησυχα κοιμάται το Σκοτάδι σελ. 48)  
Κλίνη και κλίση του Προκρούστη/ ποιητή «που τραντάζεται από την ανορθογραφία των ερώτων» (Το πένθος ταιριάζει στη Γυναίκα σελ. 47)
Αφορμές για Ποιήματα  και εύστοχος τρόπος να υποδηλωθεί από την αρχή η δυσκολία του όλου  εγχειρήματος.
Δεύτερος  άξονας λοιπόν, στην προσπάθεια αναζήτησης του ωραίου, τα ποικίλα «εμπόδια», οι «συμπληγάδες» που πρέπει να διαβείς, όντας ανυπεράσπιστος:
«ένδεια, δουλεία, αυτολύπηση, εξέγερση / με ποια σειρά; (Η Πάπια που πετάει» σελ. 15)
«Και μήπως οι υλοτόμοι θα μας συμπονέσουν;
Το μονοπάτι θα μας δείξουν το σωστό;
Πιο πιθανόν / ένα τσεκούρι τα μυαλά μας να πλανίσει / ή ένας βάλτος να μας καταπιεί.
Μα αν εύρισκα εύκολα το δρόμο / ίσως να έχανα την περιπέτεια του δάσους» (Δρόμοι στο Δάσος σελ. 9)
«Βάστα με να σκαρφαλώσουμε στον ίλιγγο… Με τα όνειρα από το χάος θα δραπετεύσουμε…» (Αφορμή για Ποίημα σελ. 30)
«στα βάθη των ωρών / θα γράψω με φιλιά την άβυσσο» (σελ. 47)
«Μα σ’ ένα ξέφωτο ουρανού που απομένει / βρίσκεις το μονοπάτι / προνοεί / η αγάπη χρυσαφιά αχτίδα…» (Η Πάπια που πετάει» σελ. 15).
Στο ποίημα με τον περιφραστικό τίτλο «Πόσο μακριά χρειάζεται να πας για να συναντήσεις τον εαυτό σου» έχουμε την ομολογία της ποιήτριας για τη δυσκολία συνάντησης με το ωραίο. Μπορεί βέβαια, ένας ποιητής ας πούμε, να χειρίζεται επιδέξια τον εξάντα «για να αποφεύγει τ’ ουρανού τους γκρεμούς» ωστόσο εξίσου εύκολα πέφτει στην παγίδα του αυτοθαυμασμού: «ωστόσο καμαρώνεις ανόητα / σαν ιδιοκτήτης δήθεν του ορθού νοήματος»
Στη σελίδα 14 διαβάζουμε «Το άλλο μισό»:
«Όταν ο δαίμονας του λείπει / ταράζεται ο άγγελος / υποφέρει.
Την αρετή του / δεν ξέρει πώς να εξασκήσει.
Λουφάζει σε μιαν άκρη τ’ ουρανού / και κλαίει».
Έχει προηγηθεί με εμφανείς συμβολισμούς η «Μια Συνταγή για Πυρκαγιά στην Αίγινα» σελ. 11:
«Δυο σπίρτα κι ένα βοηθητικό. / Η βλάστηση να παίρνει να ξεραίνεται.
Ελπίδα για βροχή να μην υπάρχει.
Το έξυπνο πουλί / ν’ αφήνεται να πιαστεί από τη μύτη του.
Η φλόγα δήθεν να παρουσιάζεται / ωσάν αντιπερισπασμός στο μέτριο.
Μέσα στη στάχτη ύστερα / της πεινασμένης μέλισσας ο βόμβος ακούγεται / ή η μουσική των αστέρων»;
Κάπως έτσι, σ’ όλα σχεδόν τα ποιήματα της συλλογής «διατηρείται το παραμυθάκι» αυτής της προσπάθειας να φτιαχτεί το ωραίο μέσα από τις λέξεις του ποιήματος  
«Γι’ αυτό λοιπόν / σαν βγεις στων άστρων τις βοσκές / που ορίζει ο μέγας κυνηγός / μην πας απροετοίμαστος·
να ’χεις τις φλέβες ανοιχτές / το φόρο σου να δώσεις» (Στων Άστρων τις Βοσκές σελ. 20)
Και όπως στα παραμύθια στο τέλος πρέπει να διαλέξουμε:
«το δράκο ή τον κυνηγό του. / Από το δάσος εύκολα δε δραπετεύεις λέει / και μέλει έτσι κι αλλιώς να φαγωθούμε» (Σαν Παραμύθι σελ. 12)
Τι είπε όμως το Δένδρο;
«Με τις ρίζες μου σ’ αγκαλιάζω σφιχτά / καθώς σ’ ανάερο γέρνουμε γκρεμό
μα κι εσύ απ’ τη μανία του ανέμου με φύλαγες
χώμα μου, χώμα μου! (Τι είπε το Δένδρο σελ. 28)
Δοκιμές Δημιουργίας Ωραίου με τη δύναμη των λέξεων, με τον Έρωτα της Ζωής, με το μαγικό ραβδί της Ποίησης:
«Με μια αόρατη σκάλα θ’ ανέβει ως τις ιδέες. / Από το χώμα ως εκεί, απόσταση σημείου…
Δεν ομιλούν σε όποιον κι όποιον οι άγγελοι. / Μες στα πολύπτυχα ενδύματά τους / λιώνουν τα νοήματα…
Το ξύλο πώς γίνεται καρπός / κι ύστερα πάλι σπόρος / το ξέρει μόνο ο Έρωτας…» (Απόσταση Σημείου σελ. 40)
 Η προσπάθεια αυτού του πηγαιμού έχει Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, έχει και τελικό σκοπό. Η Ιθάκη δε σε γέλασε, καθώς «άξια πλησιάζεις τις ομιλίες των αιώνων» σελ. 48
«Πιο νέος γίνεσαι καθώς γερνάς. /Η σάρκα σου αλλάζει από αγκάθι σε λουλούδι / στα δάση όπου σε βρίσκει η νύχτα / της ομορφιάς θηρεύοντας το είδωλο…» (Οι ηλικίες του Κυνηγού σελ. 44)
 (Κυριακή Αν. Λυμπέρη Το Ωραίο το φτιάχνεις, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2019 – ακολουθεί μια επιλογή ποιημάτων από τη συλλογή όπου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο,  υπηρετούνται ή επαληθεύονται «προϋποθέσεις, προθέσεις και ευγενείς φιλοδοξίες» (Παρ-εξηγήσεις σελ. 22)
Έχει, λοιπόν, όνομα η δημιουργία του Ωραίου:
Ποίηση τη λένε, εν Φαντασία και λόγω «κυνηγάει παιωνίες και ντροπαλές ανεμώνες» (Οι δυσκολίες του Δον στα δάση σελ. 17).  
Είναι μια δια βίου μαθητεία, ένας δρόμος συνάντησης με τον άλλο εαυτό «μονίμως στην αρχή»
«Από στροφή σε στροφή χορεύοντας / πετάω τα επτά μου πέπλα. / Ηδύτητες διαφόρων ειδών / αγγίγματα από δάχτυλα βαριά…» (Σαλώμης Άγος σελ. 37) «Θροϊσματα μαΐστρου και ντροπαλές αφές…» σελ. 39
Τη λένε και «Πρόβα Θανάτου» γιατί ονομάζει «το τίποτα με πάρα πολλούς τρόπους» (σελ. 18)
«κι έτσι μου φαίνεται οι αιθέρες με οδηγούν στης ταπεινότητας την καρδιά» (σελ. 21)



ΑΣΤΕΓΕΣ ΝΥΧΤΕΣ
Με άδεια μάτια στους δρόμους περιφέρεται
σε κάποιο παγκάκι
το πολύ-πολύ να εμπιστευτεί τη λύπη.
Άστεγες νύχτες δίχως άστρα
μόνο ερωτηματικά
όπως, πού θα σε βρω επί τέλους
μήπως δεν έχεις καρδιά
μικρέ μου πρίγκιπα και τα τέτοια.
Δε σώζεται το πάθος εύκολα
αν θέλει το όνομά του να δικαιολογήσει.
Σταγόνα-σταγόνα μόνο κυλάει
στις πλάκες αλμυρό και η γη από κάτω
ανακλαδίζεται κι ετοιμάζει τους σπόρους της.
[από τη συλλογή της Κυριακής Αν. Λυμπέρη ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ Οι Εκδόσεις των Φίλων 2019]

ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΟΥ ΔΟΝ ΣΤΑ ΔΑΣΗ  (από τη συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ Οι Εκδόσεις των Φίλων 2019)
Άλλη εποχή, άλλο δάσος, πίθηκοι, παπαγάλοι
αλλά γαυγίζουν σκυλιά τα χρόνια και περνούν
μια απροθυμία στο τέλος μένει της φαντασίας
να κυνηγάει παιωνίες και ντροπαλές ανεμώνες.

Τώρα που οι πλαγιές της κόλασης δίπλα μας φωσφορίζουν
σπαθί του χάους μη μ’ ακουμπάς, αβύσσου νύχι·
μόνος ο ποιητής μέσα στα όνειρά του κινδυνεύει
σκέπασέ με καλά φίλε Σάντσο και νυχτώνει

ΠΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΠΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ
Στην ατέλεια της ύλης
έχω ανάγκη από ένα συνομιλητή.
Η πτήση είναι άθλημα για δύο νομίζω
στα νέφη ας σεργιανίσουμε λοιπόν και παραπέρα
στη μαγική που εκπέμπουν οι κόσμοι να χαθούμε μουσική.
Ομολογώ, φίλε, τον εξάντα χειρίζεσαι επιδέξια
για ν’ αποφεύγεις τ’ ουρανού τους γκρεμούς
ωστόσο καμαρώνεις ανόητα
σαν ιδιοκτήτης δήθεν του ορθού νοήματος
που ετοιμάζεται να πέσει στο κεφάλι μας.
Εγώ πάλι στη μαθητεία των άστρων
βρίσκομαι μονίμως στην αρχή
τη μια στιγμή πως ανεβαίνω νιώθω και την άλλη
βαθύτερα βυθίζομαι στου σκότους τον ωκεανό.
Στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου
με έναν άτακτο ρυθμό τρόποι και τόποι
μετέωρα τα σφάλματα μου προς αποφυγή
α, σκοντάφτει εύκολα κανείς στις κορυφές!
Κι έτσι μου φαίνεται οι αιθέρες με οδηγούν
στης ταπεινότητας ολόισα την καρδιά!
Μπροστά λοιπόν εσύ και πίσω εγώ
στης Βερενίκης τον κόμη να πιαστούμε
και στου Κενταύρου την οσφύ
λίγη χαρά ακόμη, ναι
-ευγενική απασχόληση ν’ ακολουθεί κανείς το φως –
αλλά να ξέρεις πως έχω ήδη μελετήσει
να συναντήσω τον άλλο μου εαυτό
που επιστρέφει από τα ύψη.
[από τη συλλογή της Κυριακής Αν. Λυμπέρη ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ Οι Εκδόσεις των Φίλων 2019]



ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑ
Και ο τρόπος που με κοιτούν τα μάτια σου
αφορμή για ποίημα. Σωτηρία όμως υπάρχει;
Βάστα με να σκαρφαλώσουμε στον ίλιγγο
ψίθυροι νερών, βατόμουρα για χείλη, να!
Με τα όνειρα από το χάος θα δραπετεύσουμε.
Ένα πουλί δείχνει το δρόμο και κάτω
στα παγκάκια άνεργοι, στις πλατείες ζητιάνοι
στους δρόμους μαθήτριες με βιβλία και τακούνια.
Μαστροποί απολαμβάνουν το τσιγάρο τους
των αχρήστων οι πλασιέ κουράζουν τα πόδια τους
μες στους κάδους η ζωή μας πεταμένη σαπίζει
πιο πολύ κάθε που απεργούν οι οδοκαθαριστές.
Κάποιοι ταΐζουν περιστέρια όμως.
Λες η αθωότητα ν’ ανθίζει ακόμα πουθενά;
Τα βρέφη δύσκολα ανασαίνουν στις θερμοκοιτίδες
την ώρα που οι δαίμονες χωρίς ντροπή
στις ταράτσες παίζουν στα ζάρια την ελπίδα.
[από τη συλλογή της Κυριακής Αν. Λυμπέρη ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ Οι Εκδόσεις των Φίλων 2019]

ΜΕ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ (από τη συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ Οι Εκδόσεις των Φίλων 2019)
Όταν έχει πανσέληνο
το παλικάρι γίνεται πιο εκδηλωτικό:
τη βγάζει βόλτα να λουστεί στην αστρόσκονη.
Η άλλη τότε κατεβαίνει στο υπόγειο
δε θέλει να δει κανέναν
αρραβωνιάζεται το χώμα
κάνει παρέα στα σκουλήκια.

ΤΑ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΑ ΔΕΝΔΡΑ
Απειλές διαγράφονται στο τοπίο· φαίνεται
η αλήθεια πια πως μελετάει τη στάχτη.
Κορμοί που κούρνιαζαν πουλιά ομιλητικά
φυλλώματα σκιερά για μινυρισμούς
πάει τώρα το δάσος που ονειρεύτηκα.
Ρίζες στις φλόγες, τρίζουν οι κορμοί
κλαδιά που απλώνονται – χέρια κλαδιά –
μέσα στο χαλασμό δοκιμάζουν αποστάσεις.
Μακριά, πιο μακριά κι όλο πιο εκεί, αχνίζοντας
το τελευταίο άγγιγμα τελείται· σου λέω
εύκολα καίγονται τα ερωτευμένα δένδρα.
[από τη συλλογή της Κυριακής Αν. Λυμπέρη ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ Οι Εκδόσεις των Φίλων 2019]

ΣΑΛΩΜΗΣ ΑΓΟΣ (από τη συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ Οι Εκδόσεις των Φίλων 2019)
Από στροφή σε στροφή  χορεύοντας
πετάω τα επτά μου πέπλα.
Ηδύτητες διαφόρων ειδών
αγγίγματα από δάχτυλα βαριά
-θα μπορούσα να ονομάσω κι άλλα-
ώσπου στο τέλος να μείνω γυμνή
αθώα ως τα πιο βαθιά μου σπλάχνα.
Γιατί εγώ
στο πιάτο δεν ζητάω το κεφάλι κανενός
-κοιμήσου, κοιμήσου Ιωάννη ήσυχος! –
και μόνο το δικό
και μόνο
το θάνατό μου ονομάζω.


ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΙΟΥ (από τη συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ Οι Εκδόσεις των Φίλων 2019)
Με μια αόρατη σκάλα θ’ ανέβει ως τις ιδέες.
Από το χώμα ως εκεί, απόσταση σημείου.
Χώμα μη δείχνεις τα σαγόνια σου.
Αυτή ζητάει ησυχία τώρα.
Να κρατηθεί στο ανάποδο δένδρο
με προσοχή να σκαρφαλώσει στο φως.
Της αγρυπνίας τα μάτια δώρο.
Δεν ομιλούν σε όποιον κι όποιον οι άγγελοι.
Μες στα πολύπτυχα ενδύματά τους
λιώνουν τα νοήματα σαν σοκολατάκια στη ζέστη.
Το ξύλο πώς γίνεται καρπός
κι ύστερα πάλι σπόρος
το ξέρει μόνο ο έρωτας.
Αυτή παλεύει ν’ αγαπήσει σωστά.
Ο χρόνος την κρατάει σαν πατέρας.
Από το χέρι εννοώ, αλλά
δεν ωφελούν όλες οι αγάπες.
Πνίγεται εύκολα κανείς στ’ αβαθή τ’ ουρανού.
Το ύψος την εκσφενδονίζει σαν μπάλα.

ΟΙ ΗΛΙΚΙΕΣ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ
Πιο νέος γίνεσαι καθώς γερνάς.
Η σάρκα σου αλλάζει από αγκάθι σε λουλούδι
στα δάση όπου σε βρίσκει η νύχτα
της ομορφιάς θηρεύοντας το είδωλο
που αν το σιμώσεις χάνεται
κι όσο το ακολουθείς εκείνο ξεμακραίνει.
Στα φρέσκα χνάρια όμως συναρμόζοντας τα πέλματα
η σάρκα σου ανθίζει κι ευωδιάζει
στο χώμα τρέχουν, λάμπουν οι χυμοί
πιο νέος όλο γίνεσαι καθώς γερνάς
[από τη συλλογή της Κυριακής Αν. Λυμπέρη ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ Οι Εκδόσεις των Φίλων 2019]

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (από τη συλλογή της Κυριακής Λυμπέρη ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ Οι Εκδόσεις των Φίλων 2019)
Ποιος ουρανός δανείστηκε το σώμα σου;
Θα έλειπα εγώ.
Και πέφτουν σαστισμένοι άγγελοι
σκοντάφτοντας σε περιοδεύοντα φεγγάρια.
Α, γυμνόποδη σε ξαναβρίσκω
ανυπεράσπιστη
το πένθος λες και μου ταιριάζει·
η κλίνη μου, η κλίση μου
τραντάζεται
από την ανορθογραφία των ερώτων.
Θα μείνω όμως λέω γυναίκα αμετανόητη
τα ξέπλεκα μαλλιά μου θα δωρίσω στους ανέμους
και στα ξεθωριασμένα μου φορέματα
στα βάθη των ερώτων
θα γράψω με φιλιά την άβυσσο.

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΥΨΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ ΑΚΟΜΑ (το λέμε τώρα έρωτα του ουρανού και των άλλων άστρων):
 «Ζητήματα Ύψους» είναι ο τίτλος της 4ης ποιητικής συλλογής της Κυριακής Λυμπέρη που κυκλοφόρησε το 2015 στη σειρά Λάλον Ύδωρ από τις εκδόσεις Τυπωθήτω. (Προηγήθηκαν οι συλλογές:  «Κοιτούσα μέσα στο ποτήρι», 2009, «Εμαυτού», 2010, και «Το κάλλος και το τραύμα», εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012, ενώ το 2017 κυκλοφόρησε και η συλλογή «Ορμητικοί οι Φθόγγοι ως το Χάνομαι», εκδόσεις των Φίλων).
«Ζητήματα ύψους πραγματεύομαι ακόμα…» δηλώνει η ποιήτρια στον πρώτο στίχο του τελευταίου ποιήματος της συλλογής.  Και ακολουθεί  μια εικόνα που αντιστοιχεί εν πολλοίς με την ιδέα του «Κληρονόμου Πουλιών» στον Ελεγκτή του Σαχτούρη που πρέπει «έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει και να ελέγχει τ’ αστέρια»!..  Έτσι και η Κυριακή Λυμπέρη, φαντάζεται εαυτήν ψηλά, να επιβλέπει από το «αιωρόπτερό» της τα επί γης φαινόμενα και μαζί με τ’ αστέρια, ν’ αναρωτιέται για «το ύψος το σωστό» από το όποιο θα γίνει ο έλεγχός τους… «στις γυμνές βραγιές στο χώμα», «στο δάσος» των ανθρώπων!.. Γιατί μόνο από ψηλά, όπως τ’ αστέρια, ρίχνοντας «ματιές συμπονετικές…» μπορεί να φυτεύει «χρυσαφιές ανταύγειες».  Το τελευταίο αυτό ποίημα και ο πρώτος στίχος έδωσαν τον τίτλο στα  σαράντα ένα ποιήματα που περιέχονται στη συλλογή με τα οποία η ποιήτρια εξωτερικεύει συναισθήματα που «εξέθρεψε η απώλεια, η προδοσία, η ματαίωση του ονείρου. Ο έρωτας» (σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση της Ανθούλας Δανιήλ).  Οι βάσεις της εξωτερίκευσης τίθενται με τις υποθέσεις στο πρώτο-πρώτο ποίημα της συλλογής: «κι αν καμιά φορά μετρώ τα ύψη, είναι τα βάθη που συλλογιέμαι. Κι αν ρίχνω δίχτυα για πουλιά, είναι γιατί με θέλγουν τα φερσίματά τους, του κότσυφα ο κελαηδισμός και ο χτύπος του φτερού. Αν μ’ αγαπάς, να ξέρεις πως κρατώ κάποιας αόρατης πόρτας τα κλειδιά… Και αν ακούσεις ουρλιαχτό, να με πονάς, αλλά μη ζητήσεις να επιστρέψω αμέσως, ώρες που με άγρια βότανα το αίμα μου τροφοδοτώ. Μα όταν βγαίνω από εκεί, πόσα κομμάτια ουρανού μπορώ και θέλω να χαρίζω» (Με άγρια Βότανα σελ. 9). Προσηλωμένη, λοιπόν,  η Κυριακή Λυμπέρη, στα θέματά της, Σώμα, Ψυχή, Αγάπη, Όνειρα «στους ορίζοντες πετάει σχοινιά, θηλυκώνει τα τέσσερα σημεία τους» και τιτιβίζει με τα ποιήματά της ευχές για να αποτινάξει από πάνω της «ό,τι ως έρμα καθιστά το άγγιγμα του επάνω δύσβατο», γιατί «και στα σύννεφα όταν ανεβαίνω –δώσε γαλάζιο και σκοινιά- ύστερα από λίγο βουλιάζω σε βάθη άπατα. Αρμυρή, αρμυρή απ’ τον καιρό κι όμως αθώα, ξανακερδίζω την πρώτη μου ψυχή» (Χαρμολύπης Εγκώμιον σελ. 24). Στην πατρίδα της τον Ουρανό, «διπλώνει μαλακά τις λύπες, ραντίζει με βροχούλες τα ερωτήματα» και αφήνεται στην εξαίσια αυτή αναμονή του Κάλλους- «το λέμε και υποταγή στην ομορφιά που κατεργάζεται τα μέταλλά της και παλιώνει». Ποιήματα για ζητήματα ύψους και βάθους είναι, λοιπόν, η συλλογή αυτή της Κυριακής Λυμπέρη. Η αρχή μιας διαδρομής αναζητήσεων εκεί ψηλά στ’ αστέρια που είναι παράλληλα γλυκιά επιστροφή «στις γυμνές βραγιές στο χώμα»      [ποιήματα από αυτή τη συλλογή και με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο]

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΣΥΜΒΟΛΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ (ανθολογία ποιημάτων απ’ το Χρονολόγιο της):


«Φορούσε μακάρια σιωπή    στα αμυγδαλένια μάτια 

πικρό, γλυκό δεν γνώριζε   μόνο ανάσαινε βαθιά 

νέκταρ μελαγχολίας.

Ένιωθε κόμπο το ροδόνερο   που έπρεπε να πιεί

να εξαγνιστούν τα πέπλα ονείρων

που έσπασαν   χίλια κομμάτια.

Το φόρεμα ολόλευκο 

εξαγνισμός στο καθαρτήριο των ψυχών

δεν ήταν νυφικό το φόρεμα της 

κρέμονταν πάνω του φυλαχτά σαστισμένων αγίων 

και μαρτυρούσαν χίλια τάματα 

να βήχουν σταγόνες προσευχών.

Αυτή κοιτούσε το περιθώριο 

στα πόδια της χορτάριαζαν οι θλίψεις 

ποδοπατούσε τους καιρούς   / αναίτιοι τρομοκράτες 

ένα δύο ρυθμικά    χτυπούσε ένα - δύο 

έδιωχνε τα θηρία του μυαλού 

στα ασθενικά της πέλματα.

Στα χέρια οι ψίθυροι έσταζαν χολή   σφίγγοντας γροθιές

που αναζητούσαν φρέσκο χώμα να σκάψουν.

Δεν είχε όνομα η κοπέλα 

δεν ήταν νυφικό το φόρεμα της    ήταν άλιωτο κερί 

φωτιά που σιγοκαίει   την κόλαση της ύπαρξης 

Δεν είχε όνομα   ούτε και το λευκό χαράς φορούσε 

μόνο στο γκρίζο βλέμμα 

ένα παιδί φλέρταρε τα ναυάγια 

ένα παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ 

πλησίασα και ζάχαρη έδωσα να μη φοβάται....»

 

Έχει όνομα η αυτουργός των παραπάνω στίχων που επέλεξα να προλογίζουν αυτή την ανθολογία ποιημάτων που ακολουθεί:

Ελευθερία Θεοδώρου είναι η ποιήτρια και Μυαλού Αγρυπνία ο τίτλος του ποιήματος  που, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν έχει τίποτε να ζηλέψει (κι ως σύλληψη και στις λεπτομέρειες της μορφής)  από ποιήματα δημιουργών με μια ντουζίνα ποιητικών συλλογών στο βιογραφικό τους, στοιχεία που μου δίνουν κάθε δικαίωμα  (χωρίς πολλές επιφυλάξεις ή άλλους αστερίσκους) να πω πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αυθεντική ποιητική φλέβα – που είναι κι ανεξάντλητη – αν κρίνω από την πληθώρα και την ποικιλία των αποσπασμάτων που διαβάζω σε καθημερινή σχεδόν βάση στο Χρονολόγιο της.  

Έχει όνομα, λοιπόν, και περιεχόμενο μεστό η έμπνευσή της… και είναι ευδιάκριτος, σχεδόν σε κάθε στίχο, ένας γνήσιος ποιητικός λόγος που πηγάζει από την καταβύθιση στον εσωτερικό της κόσμο κι απ’ τη φυσική ανάγκη οι στίχοι αυτοί να είναι το απαύγασμα μιας εξωτερίκευσης, το αποτύπωμα, δηλαδή, πηγών ζωής:

Επιθυμίες / Πόθοι, Όνειρα / Προσδοκίες Έρωτα ή

διαφορετικά όλα αυτά που υπαγορεύουν τη στάση του ποιητικού υποκειμένου.

Γιατί η ουσία της ποιητικής δημιουργίας έγκειται

στη λυρική ανάδειξη της Επιθυμίας σε στίχους,

των Ονείρων σε «συγκομιδές» συμβόλων,

των Πόθων σε Εικόνες «πτήσεων» «απ’ το ζύμωμα της αστραπής με τη βροντή»,

με τη διαρκή προσδοκία κάθε σπόρος συναισθήματος

να γεννοβολήσει μορφές της Καλλονής, όπως θα έλεγε ίσως κι ο Καβάφης:

«Ας αφεθώ» στην Τέχνη,

«ξέρει να σχηματίσει μορφήν την Καλλονής·

σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα…».

 

«Κυψέλη ανασφάλειας ο Έρωτας», για την Ελευθερία, γιατί εκεί   

«των αισθημάτων οι εργάτριες   αποτυπώνουν τις στιγμές.

Το φιλμ μονότονα αργό   προβλέψιμο   και πάντα ίδιο

η απαιτητική Βασίλισσα   παίρνει πάντα κεφάλια».

Ιδού ακόμα ένα ποίημα από τις αναρτήσεις της:

 

 «Συγκομιδή συμβόλων   σε λαθραίες παραδόσεις 

βλέμματα ραγισμένα απορίας 

τι άραγε ο ποιητής να λέει;

Έτσι γεννιούνται   κώδικες πορφύρας 

σε εξορύξεις   βαθυστόχαστων σταθμών

Σπάνε οι κλεψύδρες    και διαφεύγουν κόκκοι άμμου 

σημεία καιρών   που πλήττουν στην ασφυξία  του κενού τους 

Τότε εκρήγνυνται φλεγόμενοι πυρήνες 

σε άνωση καλούνται   οι αυτόχειρες της έμπνευσης 

να βγούνε από το κέλυφος τους

Δραπέτευση οδύνης   απ’ την απλότητα του είναι

βλασταίνουν άγονα τοπία 

και πέταλα ανθίζουν σε αγκάθια

όταν ο ποιητής ματώσει τη ψύχη του 

μιλήσει με τους δαίμονες του 

δώσει σοδειά    δημιουργήσει 

Αυτός ασθμαίνοντας    εξόριστος της ίδιας του της ύλης 

ανταγωνίζεται την λύτρωση του 

και επιστρέφει πίσω   αφού θερίσει τους καρπούς του 

για να ζεστάνει   τις πληγές που καίνε ακόμη»

 

Τους ανέκδοτους αυτούς στίχους η Ελευθερία τους εκθέτει δημόσια μέσω του προσωπικού της λογαριασμού στο fb.

Αυθεντική και ειλικρινής και η ομολογία ευσεβών προθέσεων:    

 «Νιώθω την ανάγκη να μιλήσω σε εσάς, που αγκαλιάσατε τους στίχους μου αλλά και σε σας που περαστικοί αγγίξατε απαλά το πανωφόρι της ψυχής μου και φύγατε για τις δικές σας διαδρομές. Σας καταθέτω μέρες τώρα τα λόγια της ψυχής μου με ταπεινότητα, αυτή που πρέπει και αυτή που εγώ ορίζω να έχω μπροστά σε ανθρώπους που οι γραφές τους με συγκλονίζουν αλλά και σε αυτούς που σε άλλες τέχνες και τομείς αφήνουν με καταξίωση το αποτύπωμα τους.

Δηλώνω λοιπόν ευθαρσώς πως εγώ ποιήτρια δεν είμαι αλλά ήρθα κοντά σας για να μάθω, να ψηλαφίσω ίχνη από την έμπνευση σας, να σας διαβάσω, να μάθω το βηματισμό για να χορέψω αντάξια κοντά σας. Η αγκαλιά που μου χαρίσατε με συγκινεί και νιώθω το βάρος της ευθύνης στους ώμους, να μη προδώσω την εκτίμηση σας. Γι αυτόν λοιπόν θα προσπαθήσω και αν ποτέ σας απογοητεύσω να ξέρετε πως στο κατώφλι αυτό ήρθα γιατί αγαπώ αυτό το ταξίδι πάρα πολύ. 
Δεν θέλω γραφική να είμαι ούτε τα περιττά λόγια αρμόζουν στην προσωπικότητα μου, όμως η έπαρση δεν μου ταιριάζει θέλω να σας κοιτώ στα μάτια τίμια κάθε φορά που την πόρτα σας χτυπάω…».

Συνεπικουρεί και το παρακάτω απόσπασμα από τις εμπνεύσεις της:

«Λυμένο όνειρο και εγώ ανασαίνω   τον τελευταίο μου στίχο
έξω καυτός αέρας   στενάζει σπάζοντας την πέτρα

Υγραίνονται οι γρίλιες   στην παντομίμα των χειλιών 

συνωμοτούν τα νώτα με τις προτροπές

και μια σημαία δραπετεύει   στις επάρσεις των μαχών μου.

Τί και αν το θαύμα είναι ανορθόγραφο

και ο βρόγχος των νοημάτων   κόμπος προσκοπικός;

Κάποτε ήμουν κεχριμπάρι   στην ρωγμή του ήλιου

τώρα μικρό λακκάκι   στην αμμουδιά του νου»

 



ΛΕΝΕ ΠΩΣ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΙΝΑΙ, ΚΑΤΑ ΒΑΘΟΣ, ΤΟ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΕΡΟ, ΤΟ ΔΡΑΣΤΙΚΟΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΑΣ  

Γιατί ο δημιουργός, όπως θα έλεγε κι ο Ρίλκε, πρέπει να είναι ολόκληρος ένας κόσμος, να βρίσκει τα πάντα στον εαυτό του και στη Φύση, και με το φυσικό χάρισμα της έμπνευσης να καταγράφει φθόγγους/  ψιθυρίσματα ζωής.

Εμπνευσμένα ψιθυρίσματα και τα παρακάτω δείγματα των ποιητικών αναζητήσεων της Ελευθερίας Θεοδώρου.  Η επιλογή, βέβαια, από τα εκατοντάδες που έχει η ίδια αναρτήσει στο Χρονολόγιο της στο Fb,  έγινε, όπως ήταν φυσικό, με υποκειμενικά κριτήρια και ίσως με λανθάνον κριτήριο την, στο μέτρο του δυνατού, παρουσίαση κάποιων βασικών χαρακτηριστικών της γραφής της. Κάτι που είναι βέβαια πολύ  δύσκολο να ανιχνευθεί σε μια αποσπασματική καταγραφή μιας πορείας που εξελίσσεται.   Ίσως όμως φανεί πιο ανάγλυφα στην κατακλείδα όπου επιλεγμένοι στίχοι – κλειδιά απ΄ όλη τη μέχρι τώρα δημοσιευμένη παραγωγή  φιλοδοξούν να προβάλουν τους ποιητικούς ορίζοντές της.

Ας τους εκλάβουμε

«σα θαμπούς προβολείς» μες στην ομίχλη της καταθλιπτικής πραγματικότητας.    

Η Ελευθερία Θεοδώρου ήρθε στο ποιητικό στερέωμα και θα μείνει γιατί η φωνή της είναι διακριτή, πηγαία, και συνάμα δυνατή ώστε να δημιουργεί εικόνες και να εγείρει συναισθήματα.

 

Ανάμεσα στα ποιήματα εικόνες στίχων της ποιήτριας


Σ’ ΑΓΑΠΩ… ΣΟΥ ΕΛΕΓΑ…

(… άγριο χάραμα οι έρωτες γεννιούνται…) 

σαν υποκλίνονται τα βλέφαρά

σε μάτια χάλκινα τοπία 

και ντύνονται τα πάθη 

φτιασίδια στα μαλλιά

κορδέλες κόκκινες

που κρέμονται στα ψάθινα καπέλα 

των κοριτσιών στο λιόγερμα 

 

Μου έλεγες ...

στο ξύπνημα της μέρας

τα χάδια ξυπνούν αγάπης όνειρα 

σαν αποκοιμηθούν τα άγρια ένστικτα 

μες στα σπιρτόκουτα του πάθους 

και χνάρια σε ζεστά σώματα 

τα αρώματα που ψιθυρίζουν συλλαβές 

σταγόνες που κυλούν 

σε ένα ρεσάλτο ευτυχίας 

 

Τότε είπες ...

ένα ποτάμι φως 

χαράζει αιωνιότητα στιγμής

στον έρωτα και την αγάπη 

Σ’ αγαπώ μου είπες... 

Θυμήθηκα το γέλιο σου 

στον ίσκιο της ανθισμένης λεμονιάς

και αντηχούσε ποτάμι γάργαρο 

και έπειτα φως...

 

Και εγώ σ αγαπώ σου είπα ...

 

ΙΔΙΟΚΤΗΤΟ ΑΡΩΜΑ

Στο ψίθυρο του στίχου   αφουγκράζονται τοπία

κάνουν αναδρομές με νότες, 

στις κορυφές οι μνήμες    λικνίζονται

γυμνές σειρήνες

ζητάνε ανταλλάγματα 

να φυλακίσουν   το άρωμα του τόπου. 

Το θήραμα εντοπίζεται    από τη μυρωδιά του 

δύο σταγόνες

και νότισε το χώμα. 

Το διεκδικούν 

είναι δικό τους 

να μη θαμπώνεται  

να μη πλανεύεται   από άλλα μάτια. 

Όταν σμίγουν 

αυτές με το παρόν 

μόνο τότε    αναβλύζει 

η ιδιοκτήτη   αγαπημένη ανάσα. 



ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ

Λάγνες σκέψεις   σε σάρκινο μπουκάλι

περιφέρονται σε σκοτεινά σοκάκια. 

Χαμίνια με πανωφόρι 

κουρελιασμένες αντιστάσεις

έλξης σωμάτων

πίνουν την τελευταία τζούρα

και υποτελείς   σε πάθος απόλυτο 

ανακοπή παθαίνουν.

 

ΑΥΤΟΔΗΛΟ
Πολυφορέθηκαν τα ξένα μάτια 

καπνίζουν πρόστυχα τις ενοχές τους

Στα όρια τους οι μονομάχοι

μαριονέτες μοιάζουν σε αρένες 

σέρνονται    πουλιούνται   αγοράζονται 

το άθροισμα το ίδιο πάντα 

μοιράζεται σε δύο μάτια

Εσώκλειστη η εντολή    φθάνει σε φάκελο 

Διαβάζω:

Προσαρμόσου    και αν δεν αντέχεις βγάλτα.

 

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ
Άνοιξε την καλύπτρα του μυαλού

από μονόγραμμα ήταν γυμνή

δεν είχε όνομα ήταν αριθμός 

μες σε προσθέσεις και αφαιρέσεις 

πλάγιαζε με τους άρρητους

μα ερωτευόταν τους ρητούς. 

Σε ημισφαίρια με διαβήτη

χώριζε τον κύκλο της ζωής

σε τομή αυτή ξάπλωνε, 

με ισοσκελισμένα τρίγωνα

φιλήδονα έφτιαχνε σπίτια κόκκινα 

και εξαπατούσε τις αισθήσεις 

με τα γινόμενα φιλιών. 

Όταν στα ασυνάρτητα των σχέσεων   πόρνη την έλεγαν 
έχω όνομα είπε    η έλξη είμαι.
 




ΕΠΙΜΟΝΗ

Παραφυλάω   

το απαγορευμένο να γευτώ    σε μια ζαριά 
σαν κοιμηθούν    οι αντιστάσεις 

σε ολική έκλειψη αφής 

εγώ θα φέρω εξάρες 

και θα καπνίσω    του φόβου μου τα χνώτα

Στα δύσκολα ηδονίζονται 

οι υψηλού κινδύνου ορμές 

είναι ανώφελο   το αδιάβατο σε μένα 
παιχνίδι η ζωή

και εγώ θα φέρω εξάρες.

 

ΡΟΚ ΜΠΑΛΑΝΤΑ

Κάθε άγγιγμα ανάγνωση αφής

χάδι απροειδοποίητο 

διεισδύει το αποτύπωμα 

στα κύτταρα του νου 

μελάνι ανεξίτηλο 

υμνεί την πεμπτουσία 

της προσταγής του πάθους.

Στο στέρνο φυλαγμένα    γυμνά γράμματα

ψίθυροι σε αναμμένα σώματα

φιλεύουν γραμματόσημα 

σε αποστολές ερωτικές. 

Μιας αλληλογραφίας παράφορης

τα σώματα εκτελεστές   της έκστασης τους. 

Επιστολόχαρτο σε άρωμα μαστίχας 

ξέχειλο από ενώσεις 

και η διανομή πορεία σε κρύπτες 

γλιστρά σε ηλεκτροφόρους ορίζοντες 

και ενώνεται με δέος ρυθμικό    μες σε πυρήνες 

στη ρωγμή της ολοκλήρωσης.

Ξαπλώνουνε οι αισθήσεις 

στου πενταγράμμου το ανάκλιντρο

«Αποστολή επετεύχθη»   ηχεί μια ροκ μπαλάντα 

λέξεις που γράφτηκαν   στις προεκτάσεις 
νότες σε πόθου εξαργυρώσεις.
 

 

ΧΟΡΟΣ ΦΩΤΙΑΣ

Σε αναμονή προκλήσεων
χείλη
βουλιμικά 
και ένα κορμί δεσποτικά ορθώνεται
ιχνηλατεί τις διαμέτρους του κύκλου
και κυκλώνεται

Νότες φλόγα σε πυρωμένο σίδερο
και μια οπτασία σε έλξη αρχέγονη 
πάλλεται στο σκοτάδι
γλιστρά σαν όαση σε διψασμένα πάθη 
και ξεδιψά

Μίτος χαμένος Αριάδνης
σε λαβυρίνθους ηδονής 
και η σκιά του έρωτα στον τοίχο
γραφή μελάνι ανεξίτηλο 
Παράγγελμα στη ζέση των σωμάτων 
ένας βηματισμός εκρήξεων 
και εγώ χορεύω

Φλόγα σμιλεύει
τα τιμαλφή κράματα της ύλης
σε έναν χορό φωτιάς 
Φωλιάζει στις μυστικές κρυψώνες
την ανακούφιση των μαχητών 
καίει τις άμυνες σου
παραδίδεσαι
και εσύ χορεύεις

Αίγλη αρρενωπή
σε ένα συμπόσιο της φωτιάς 
συνωμοσία στις αισθήσεις
σανταλόξυλου
πάνω σε ηλεκτροφόρα σύρματα
Βυθίζομαι
ζεσταίνω
νεογέννητα θαύματα
λικνίζομαι
σε πόθους νεοσύλλεκτους

Είναι μεσάνυχτα
η μουσική σωπαίνει 
μα εγώ χορεύω ακόμη ....

 

ΤΥΡΒΗ

Μες σε πολεμιστή φαρέτρα 
τόσα λευκά χαρτιά 
στρατιώτες στη σειρά 
με ονόματα στην πλάτη. 
Αεροπλάνα φτιάχνει με αυτά
και παίζει 
ύστερα φωτιά βάζει 
και τα καίει 
θυμιατίζει την ελπίδα 
που αργοπεθαίνει πάντα τελευταία

 

ΣΚΙΑΜΑΧΙΑ

Στα όρια πάντα
σβήνουνε οι δρόμοι
αχνά σημάδια οι διαβάσεις 
και ένα stop στο τέλος 
που τρομάζει. 
Πως θέλεις τώρα να περάσω;
Είπες στις υπερβάσεις 
χαμογελάνε οι εκπλήξεις
μα εσύ κρυμμένος
στις λεπτές ισορροπίες 
ακροβατείς για να με φθάσεις. 
Γαντζώθηκαν αυτές 
στου φορτηγού τη ρόδα 
κυλούνε βιαστικά μαζί με μένα. 
Άργησες
μόνη πέρασα το δρόμο

 

ΔΥΟ ΦΤΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟ ΖΥΜΩΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ

Δύο φτερά απ το ζύμωμα 
της αστραπής με τη βροντή 
σε σκουριασμένο κάρφωμα στην πλάτη.
Παράσημα από μάχες
και χαρακιές
στις λεπτές γραμμές των ορίων. 
Όταν ανοίγουν
μια σπιθαμή ουρανού 
αξίζουν να σκεπάσουν 
τόσο μικρή 
για τόσο μεγάλες μάχες 

 

ΟΙ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ

Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες
ο εραστής του πεπρωμένου στη γωνία
αναζητά καλύμματα ψυχής
μες στα σκουπίδια. 
Ανήμποροι οι καιροί 
να αντέξουν τις προκλήσεις
αμαρτωλό το θέαμα 
υγρά τα συναισθήματα
στάζουν οι λάγνες λεμονόκουπες
ξεχύνεται της επιβίωσης το πάθος 
σκληρά ερωτοτροπεί τώρα η ανάγκη. 
Κλείνουν του καθωσπρεπισμού τα μάτια 
βελόνα ράβει
των στοχασμών τις αντιρρήσεις 
και η κλωστή τελειώνει 
όταν του πρίγκιπα το σάβανο 
σκεπάσει τη ντροπή. 
Οι καιροί πάντα δύσκολοι για πρίγκιπες 
κάθε ξημέρωμα 
το στέμμα αντανακλά 
μια νέα θανάτου λύτρωση.

 

ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΣΤΟΣ

Κωπηλατείς σε άγνωστους
υδάτινους τυφώνες
εσύ που κοινωνούσες
σκιρτήματα ζωής
χάνεσαι σε θολά ποτά
και εμπρηστές θαμώνες
και τιμωρείς τους κομιστές
της σάπιας σου ζωής. 

Στην αχερόντεια πύλη σου 
τον οβολό δεν έχεις 
η βάρκα σου μπάζει νερά
μα εσύ το αγνοείς 
πλανιέσαι σε κρησφύγετα
που πάντα προεξέχεις
και κρύβεις το κεφάλι σου
στο χώμα που πατείς. 

Υποτελής στο ανέφικτο
επαίτης του θανάτου 
και θεατής αδράνειας
στο πιο ψηλό κλαδί 
μες στην οδύσσεια χάνεσαι 
του σάρκινου θεάτρου 
αυτοεξόριστος γυρνάς
σε μια καμένη γη

 

ΔΙΣΕΠΙΛΥΤΑ

Μες στο κεφάλι χίλιοι κόμποι 
ανάμεσα τους μια κλεψύδρα 
κόκκοι από ζάχαρη και αλάτι 
σχισμή στα όρια μιας μάχης.
Γλυκός και ο πόνος μπορεί να ναι 
το αλάτι καίει τις πληγές μας 
ο χρόνος γρήγορα κυλάει 
και τα σχοινιά η αλμύρα τρώει 
κολλάνε τώρα από την γλύκα 
σφίγγουν και σπάνε την κλεψύδρα 
γλυκό και αλάτι ένα τώρα 
και μένουν άλυτοι οι κόμποι

ΣΕ ΠΕΤΡΙΝΟ ΚΑΜΒΑ

Σε πέτρινο καμβά 
άνεμος γητευτής 
σκιτσάρει ανάγλυφα 
σώμα με ατσάλινα φτερά.
Χείλη σιωπής 
φλογίζουν συνειδήσεις 
γεννούν 
της έμπνευσης τα θαύματα. 
Στα βλέφαρα φωλιάζουν 
οι καρποί των οδοιπόρων 
η μυρωδιά από βρεγμένο χώμα
εικόνες που σωπαίνουν 
σε χείλη που κραυγάζουν. 
Χέρια δαμάζουν 
την αψεγάδιαστη λαγνεία 
ενός σαθρού κόσμου 
και αφαιρούν τον ποθητό μανδύα
που κρύβει τις σκιές του.
Ο ποιητής αγωνιά 
να γεννηθεί μέσα απ την πέτρα.

 

ΠΑΡΑΜΟΝΕΥΟΥΝ ΤΗ ΨΥΧΗ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Παραμονεύουν τη ψυχή 
οι ένοπλοι καθρέφτες 
κρυστάλλινοι στην όψη τους
σε δωρικά δωμάτια
εξαργυρώνουν κώδικες 
και προβολές εικόνων. 
Στις πολεμίστρες συναντούν 
της άμυνας τα πάθη 
πυροβολούνε μυστικά 
τον καλπασμό της μοίρας 
καταφρονούν της φύση μας 
και πλάθουνε συντέλειες. 
Όποιος με θάρρος κοιταχτεί
μες στις διαθλάσεις του είναι 
σχοινοβατεί σε πέλματα 
που πολεμούν στρατώνες. 
Σαν ακονίζει η ψυχή 
λεπίδα ματωμένη
οι αλέκτορες σιωπήσανε
και σπάσαν οι καθρέφτες. 
Στο στήθος μένει ασάλευτος 
ο κάλυκας μιας σφαίρας 
αντίλαλος της λύτρωσης 
απομεινάρι μάχης
τώρα η ψυχή αναπαύεται 
στο αλώβητο κορμί της

 [αντιγραφή και επικόλληση από το Χρονολόγιο της Ελευθερίας Θεοδώρου]

 

ΧΑΡΤΕΣ, Ελευθερίας Θεοδώρου

Σαλπάρουνε οι χάρτες μας
πάνω σε παλιό δέρμα
αναζητάνε τη στροφή
στην πιο βαθιά ρυτίδα
Αποτυπώνουνε δειλά
της άγκυρας σημάδια
μνήμες, στιγμές
αντίδωρα
σε σύμβολα ευτυχίας
Όταν αυτοί μουσκεύονται
σε πηγαδίσιο δάκρυ
ραγίζουν και σκορπίζονται
σε ανάσες οξυγόνου
Υπενθυμίσεις της ζωής
χωρίς μοντάζ τα πλάνα
Βαθιές ρωγμές
στο σώμα σου
σε φαγωμένο χρόνο
Οι χάρτες σου
μικροί σπασμοί
στο γέλιο η στο κλάμα

 

ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΨΙΘΥΡΩΝ Σ’ ΑΝΑΜΜΕΝΑ ΣΩΜΑΤΑ

(«κι όχι αυταπάτες προπαντός!.. Το πολύ-πολύ να τους εκλάβεις σα θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη. Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ΖΩ» - Μανόλης Αναγνωστάκης)


1.  ΜΕ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΕΚΠΛΗΚΤΕΣ ΩΡΕΣ υψώνονται / κουλουριάζονται / κόμπρα / που αγαπά τραγούδια. Σταθμεύουν χρόνο τη φθορά / να προφτάσω κι όταν το χέρι μου δαγκώνουν / απλά νυστάζω θέλω να κοιμηθώ.  
2.  ΕΝΟΣ ΝΕΚΡΟΥ ΘΕΟΥ ΤΗΝ ΠΑΝΟΠΛΙΑ ΓΥΑΛΙΖΟΥΝ ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ το χνώτο τους μυρίζει σαν σκοτωμένο αίμα. Στο άγγιγμά τους / αντί να λάμπει σκουριά γεμίζει. Στον ίδιο λάκκο τώρα ο Θεός, η πανοπλία και η ελπίδα.
3.  ΑΔΕΙΟ ΠΟΤΗΡΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ γεμίζει με πρισματικές εικόνες και προμηνύει τη διάθλασή του.. Σβήνει και ξεδιψάει τις φωτιές μα πάντα γράφει ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ!..
4.  ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΜΕΤΡΟΥΣ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ αβυθομέτρητα ρυάκια σ’ ένα φλύαρο ποτάμι σκέψης. Κι ένα νήμα στις συμπληγάδες του ψυχρού μετάλλου / διείσδυση ορμητική και παύση. Μη λες πολλά πες όσα πρέπει / λάφυρο πάντα η σιωπή σου!..
5.  ΛΑΓΝΟ ΤΟ ΒΛΕΜΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ και μια ανομολόγητη συνωμοσία άστρων / αδειάζει στις ψυχές μας τους πόθους παραδείσων. Σμιλεύει χέρι αέρινο / της μέθεξης την αγκαλιά μας / και μια κρυφή πτυχή σε ολονύκτια δέηση χαράζει στο χαρτί τα ανείπωτα του έρωτα!..
6.  ΜΙΤΟΣ ΧΑΜΕΝΟΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΣΕ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥΣ ΗΔΟΝΗΣ και η σκιά του έρωτα στον τοίχο / γραφή / μελάνι ανεξίτηλο. Παράγγελμα στη ζέση των σωμάτων / ένας βηματισμός εκρήξεων / κι εγώ χορεύω
7.  ΔΥΟ ΟΙ ΠΑΙΧΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΠΑΝΤΑ ΑΝΟΙΧΤΟΙ Τραβάς χαρτί / η αντανάκλασή του στον καθρέφτη / και το βλέπω. Με κλέβεις λες; Πάντα στον έρωτα σε κλέβω, ξέρω και κρύβω τον άσσο στο μανίκι. Χαμένη τώρα η παρτίδα / το ισχυρό φύλο κλεμμένη ουτοπία
8.  ΜΑ ΕΓΩ ΝΤΥΘΗΚΑ ΡΟΥΧΑ ΚΑΛΑ το σκίρτημα συμβόλων φόρεσα / περιδέραιο στο στήθος και στα μαλλιά πλεξίδες πλέχθηκαν / λέξεις και συνειρμοί. Βηματίζω στο στόχο μου έφθασα στο πλατύσκαλο / παραμονεύω την κλωστή να σπάσει…  
9.  ΛΟΓΑΡΙΑΣΑ ΤΟΤΕ ΣΤΟ ΖΥΓΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ να μη χρεώνω τα λάθη των ανθρώπων. Μόνο να σκέφτομαι ελεύθερα θέλησα… Κι αν ξαστοχήσω / και αν σε αίολο ασκό καρδιάς / σε αναμέτρηση με δαίμονες αμίλητους παγιδευτεί η ύπαρξη / ακόμη κι αν εγκλωβιστώ στην αθωότητα της σκέψης… Κάνω αντίλαλο ηχηρό / και ψίθυρο άηχο στους στίχους / η σκέψη να ’ναι ελεύθερη…
10.            ΑΠΟΨΕ ΑΣ ΑΓΑΠΗΘΟΥΜΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ Η ΔΙΨΑ ΣΤΟ ΚΟΡΜΙ ΠΟΤΑΜΙ ΦΛΥΑΡΟ και οι αισθήσεις να κοσμούν γενέθλια έκρηξη / σε πίνακες αόρατους στο λευκό της ημισελήνου φως. Εμείς οι δυο και το κενό / στην αιχμηρή προέκταση του εαυτού μας / να βγούμε από τα σώματα μας αχνά είδωλα / στο ίδιο το κορμί λιωμένη πορφύρα από πάθος που μαρτυρά τους εραστές. / Ασύμβατες υπάρξεις σε σώματα που μάχονται την έκστασή τους… [ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ]