Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

ΠΟΙΗΣΗ, ΟΥΡΑΝΙΟ ΜΕΛΙ ΠΟΥ ΑΝΑΒΡΥΖΕΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΟΡΑΤΗ ΚΥΨΕΛΗ ΠΟΥ ΦΤΙΑΧΝΟΥΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ:

(«Νίκος Καββαδίας – Frederico Garcia Lorca: Δυο Εθνικές Ταυτότητες συναντώνται)

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι  

 

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ' αχαμνά του  

 

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

……………………………………………………………………………….

Οι τρεις πρώτες στροφές από το ποίημα  του Νίκου Καββαδία για το Federico Garcia Lorca και αμέσως παρακάτω αποσπάσματα από μια μελέτη της Ελένης Τσιντώνη, με την οποία η  ερευνήτρια θέλησε να δείξει ότι το εν λόγω ποίηµα του Καββαδία, που στα καθ’ ημάς είναι γνωστό από τη μελοποίηση του Θάνου Μικρούτσικου,   δεν αποτελεί απλώς µια ελεγεία για το θάνατο του Ισπανού ποιητή, αλλά και ένα διάλογο µε συνομιλητές αφενός την ελληνική ιστορική πραγματικότητα αφετέρου σημαίνουσες πτυχές της ποίησης του Λόρκα.

Η επικοινωνία υπήρξε επιτυχής, αφού, φαίνεται ότι ο Καββαδίας αφουγκράστηκε τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ποίησης αυτής και τις μετουσίωσε δημιουργικά στο ποίηµά του σε συγκερασµό µε ελληνικά στοιχεία…  




«ΜΑ ΤΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ… ΟΤΑΝ ΔΙΑΚΥΒΕΥΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ…»

(… ρώτησε με απορία ο στρατηγός Francisco Franco, αρχηγός της φασιστικής παράταξης στον ισπανικό εμφύλιο, όταν τον πληροφόρησαν ότι οι δυνάμεις του δολοφόνησαν τον Ποιητή Federico Garcia Lorca…)

Σε αντιδιαστολή µε τα λόγια αυτά, η εκτέλεση του ποιητή προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση...  Μολονότι είχε ήδη διακριθεί για το έργο του πριν από το θάνατό του, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν η βίαιη και άδικη δολοφονία του, δείγμα της στάσης του ολοκληρωτισµού απέναντι στη λογοτεχνία και γενικότερα την ελεύθερη έκφραση, που κινητοποίησε την αντίδραση των λογοτεχνών διεθνώς. 

 

Στην άλλη πλευρά της Μεσογείου ο Νίκος Καββαδίας είχε ήδη καθιερωθεί από το 1933 µε την ποιητική συλλογή ΜΑΡΑΜΠΟΥ…   Ο Λόρκα εντωμεταξύ, πολύ πριν τη δολοφονία του, είχε γίνει γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από μεταφράσεις ποιηµάτων του, µε πρώτες εκείνες του Νίκου Καζαντζάκη στα 1932…  Μια ακόμα πηγή προέλευσης των γνώσεων του Καββαδία σχετικά µε τον Lorca πρέπει να αποτέλεσαν τα ταξίδια του ως ναυτικού στα ισπανικά λιµάνια, κυρίως στη Βαρκελώνη...

 

Ο Lorca ανήκε στη γενιά των Ισπανών λογοτεχνών που επιχείρησαν την ανανέωση της εθνικής λογοτεχνίας τους µπολιάζοντάς την µε τα νέα διεθνή ρεύµατα, χωρίς όµως ποτέ να έρθουν σε ρήξη µε την παράδοση. Η παράδοση είναι μάλλον ένα άλλο σημείο γειτνίασης του ποιητικού σύμπαντος του Καββαδία µε αυτό του Lorca…

 

«Federico García Lorca»

(… η συνέχεια από το ποίημα του Νίκου Καββαδία, η μελοποίησή του από το Θάνο Μικρούτσικο και τα αποσπάσματα για τη διακειμενική ανάγνωσή του)

………………………………..

Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια   16

 

Ατσίγγανε κι αφέντη μου (με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.  20

 

Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά  24

 

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά 28

https://youtu.be/qrHmoQ37AGc  

 

ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ (αποσπάσματα από την εργασία της Ελένης Τσιντώνη: «Νίκος Καββαδίας – Frederico Garcia Lorca: Δυο εθνικές ταυτότητες συναντώνται»)

Το ποίηµα πρωτοδηµοσιεύτηκε στις 19 Μαΐου του 1945 στο περιοδικό Ελεύθερα Γράµµατα. Αποτελείται από εφτά τετράστιχες στροφές με ομοιοκαταληξία πλεχτή. Το περιεχόµενο δοµείται πάνω στη διαδοχή εικόνων και όχι σε κάποια ευθύγραµµη αφήγηση, αν και ακολουθείται µια υποτυπώδης σειρά γεγονότων –πρώτα περιγραφή του τόπου, των εξωτερικών γεγονότων, έπειτα πέρασµα στο θάνατο του κεντρικού προσώπου, µετά ξανά περιγραφή του χώρου. Επιτυγχάνεται δραµατικότητα και διαλογικότητα µε το πρόσωπο του Lorca χάρη στη χρήση β΄ ενικού προσώπου σε πολλά ρήµατα και τη χρήση κλητικής προσφώνησης. Αυτός ο διάλογος λειτουργεί ως µια εσωκειµενική παρότρυνση προς τον αναγνώστη να συνδιαλεχθεί κι εκείνος µε τον Ισπανό ποιητή…

 

«Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό / και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι…» (στ. 1-2)

Οι δύο εναρκτήριοι στίχοι του ποιήµατος παρουσιάζουν το κεντρικό πρόσωπο ν’ ανεµίζει ρούχα που αποτελούν µέρος της παραδοσιακής ισπανικής ενδυµασίας των ταυροµάχων (µπολερό – πορτοκαλί µεσοφόρι). Αµέσως λοιπόν µε την πρώτη εικόνα του ποιήµατος ταξιδεύουµε στο σύµπαν του Lorca, όχι µόνο γιατί γίνεται παραποµπή σ’ ένα λαϊκό έθιµο της χώρας του, αλλά και γιατί τα επιµέρους στοιχεία αυτής της περιγραφής συναντώνται και στα ποιήµατα του Lorca:

«Πέρασαν τρεις ταυροµάχοι  / µε δαχτυλιδένια µέση,

στα πορτοκαλί ντυµένοι   / και σπαθί από παλιό ασήµι

 

Στον τρίτο στίχο µας δίνεται ο χρόνος του ποιήµατος, µήνας Αύγουστος, του οποίου η επιλογή δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς ο Lorca δολοφονήθηκε στις 19 Αυγούστου του 1936…

Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ

τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι (στ. 3-4)

Οι στίχοι 4-6 παρουσιάζουν τη µεσαιωνική εικόνα των Σταυροφόρων που µε παντιέρες και γαλέρες ξεκινούν για την εκστρατεία τους. Πέρα απ’ το ότι δηµιουργεί ένα κλίµα πολέµου, η εικόνα συνδέεται και µε το γεγονός ότι οι Έλληνες εθελοντές στο πλευρό των δηµοκρατικών κατά τον ισπανικό εµφύλιο αποκαλούνταν Σταυροφόροι.

 

«Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά…» (στ. 9)

Στον ένατο στίχο συναντούµε ένα οξύµωρο· αντί για τη λογικά αναµενόµενη σύνταξη «ο ταύρος του Πικάσσο», συναντούµε τη φράση «του ταύρου ο Πίκασσο». Σε κάθε περίπτωση η εικόνα παραπέµπει στον πίνακα Guernica του Picasso, όπου µεταξύ άλλων δεσπόζει η µορφή του ταύρου. Το συγκεκριµένο έργο, ζωγραφισµένο ως καταγγελία για το βοµβαρδισµό της βασκικής οµώνυµης πόλης από τη γερµανική αεροπορία έχει γίνει σύµβολο του αντιφασιστικού αγώνα. Ο ταύρος, µοτίβο λογοτεχνικό – καλλιτεχνικό, προερχόµενο από το λαϊκό έθιµο των ταυροµαχιών, συµβολίζει τις αντίξοες δυνάµεις που µάχονται τον άνθρωπο. Η εικόνα που σχηµατίζεται είναι βγαλµένη από την αρένα, τη στιγµή που ο ταύρος ρουθουνίζει απειλητικά, πριν επιτεθεί, οπότε υφέρπει η αίσθηση της απειλής και του κινδύνου. Όπως κι αν ερµηνευτεί, ο στίχος δηµιουργεί κλίµα ανησυχίας. Και στον Lorca συναντάται συχνά το ίδιο µοτίβο:

«Ο ταύρος µούγκριζε κιόλας µπροστά στο µέτωπό του…»

 

ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΠΗΓΑΖΕΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑ:

«και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι

τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά

τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει…» (στ. 10-12)

Στο δέκατο στίχο αναπτύσσεται η εικόνα του µελιού που σαπίζει, πιθανώς γιατί λόγω πολέµου κανείς δεν έχει τον χρόνο ή την πολυτέλεια ν’ ασχοληθεί µε ειρηνικά έργα. Σε δεύτερη ανάγνωση, το µέλι θα µπορούσε να ληφθεί µε τη λορκιανή σηµασία του. Σε διάφορα ποιήµατα του Lorca συναντάµε τη χρήση του µελιού ως συµβόλου της ποίησης:

«Και το µέλι του ανθρώπου είναι η ποίηση που πηγάζει από την πληγωµένη του καρδιά, εκεί που η κυρήθρα της ανάµνησης είναι από την πιο ενδόμυχη μέλισσα φτιαγμένη. Η Ποίηση είναι πίκρα που αναβρύζει από μια αόρατη κυψέλη που φτιάχνουν οι ψυχές…»

 

Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια (στ. 13-16)

Στον δέκατο έκτο στίχο εισέρχεται για πρώτη φορά στο ποίηµα η εικόνα του θανάτου του Lorca. Ο νεκρός µεταφέρεται στη µπόλια, δηλαδή σ’ ένα γυναικείο κεφαλόδεσµο. Η προσφώνηση «κατσίβελε» και «Ατσίγγανε κι Αφέντη µου» αποτελεί µετωνυµία του ονόµατος του Ισπανού ποιητή, εµπνευσµένη από την ποιητική συλλογή του Romancero Gitano.

Ο δέκατος έβδοµος στίχος ξεκινά µε προσφώνηση προς τον νεκρό. Το έθιµο του στολισµού των πεθαµένων («µε τι να σε στολίσω;») είναι πανανθρώπινο. Η επιλογή του µαυριτάνικου υφάσµατος είναι η πιο ενδεδειγµένη για έναν ανδαλουσιανό. Η Ανδαλουσία, η νοτιότερη περιοχή της Ισπανίας και πατρίδα του Lorca, γνώρισε την πιο µακροχρόνια κατάκτηση από τους Άραβες (711-1493, σχεδόν οκτακόσια χρόνια)… 




Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΛΟΡΚΑ ΣΤΟ ΦΑΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ:

«… στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι… (στ. 19-21)

Στους στίχους 19-21 η οπτική µετακινείται πλέον στην ελληνική πραγµατικότητα. Η εκτέλεση από τους Ναζί των διακοσίων αριστερών αντιστασιακών έλαβε χώρα την Πρωτοµαγιά του 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, ενώ στις 10 Ιουνίου του ίδιου έτους σφαγιάστηκαν διακόσιοι δεκαοχτώ άµαχοι κάτοικοι του Διστόµου. Τόσο η δολοφονία Lorca όσο και οι κατοχικές φρικαλεότητες οφείλονταν στον ίδιο εχθρό, τον φασισµό, τον ολοκληρωτισµό, εποµένως ο συσχετισµός είναι εύλογος.

«Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά» (στ. 21-24)

Οι στίχοι 22-23 παρουσιάζουν την άκρως υποβλητική εικόνα του νεκρού, που, δεµένος πάνω στ’ άλογό του, παροτρύνεται από τον ποιητή να κάνει το στερνό του ταξίδι. Η µορφή του καβαλάρη προέρχεται από τον ισπανικό θρύλο του El Cid, ήρωα των Ισπανών… Ένας από τους θρύλους γι’ αυτόν που κυκλοφόρησαν µε τη µορφή παραδοσιακού τραγουδιού (romancero), ήταν ότι τον έδεσαν νεκρό πάνω στ’ άλογό του και το άφησαν να καλπάσει εναντίον των εχθρών, οι οποίοι διασκορπίστηκαν τροµοκρατηµένοι από το θέαµα του νεκρού πολεµιστή. Όπως λοιπόν συνέβη ο Cid να νικήσει και µετά τον θάνατό του, έτσι προτρέπει ο ποιητής να πράξει και ο Lorca. Το στερνό ταξίδι στην Κόρδοβα είναι διακειµενική αναφορά στο ποίηµα του Lorca «La canción de jinete»,

 

Λόρκα «Το τραγούδι του Καβαλάρη» 

 Μακρινή μου Κόρδοβα / μοναχική μου Κόρδοβα.

Άλογο μαύρο μεγάλο φεγγάρι / ελιές μες στο ταγάρι μου.
Ξέρω τους δρόμους σαν την παλάμη μου / κι όμως ποτέ δε θα φτάσω
στη μακρινή μου Κόρδοβα.

Μεσ' απ' τον κάμπο μέσ' απ τον άνεμο
άλογο μαύρο κόκκινο φεγγάρι.
Είναι ο θάνατος εκεί και με παραμονεύει
ψηλά απ' τους πύργους πάνω / της μακρινής μου Κόρδοβας.

Αχ, τι μακρύς που είναι ο δρόμος / αχ, το μαύρο το άξιο τ' άλογό μου.
Αχ κι ο θάνατος εκεί να με προσμένει
ώσπου να φτάσω κάποτε / στη μακρινή μου Κόρδοβα.

Η µορφή του El Cid (αραβικό όνοµα, που σηµαίνει «ο κύριος») έχει πολλές οµοιότητες µε τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα. Και οι δύο έζησαν την ίδια περίπου εποχή (ύστερος µεσαίωνας), διακρίθηκαν για τον αγώνα τους εναντίον των µωαµεθανών, ανήκουν κατά κάποιο τρόπο και στους δύο λαούς –µουσουλµανικό και χριστιανικό – και υπό µία έννοια νίκησαν τον θάνατο. Επιπλέον και για τους δύο συνετέθησαν έπη (το Έπος του Διγενή Ακρίτα και το Cantar de Mío Cid), που παρουσιάζουν κοινά τυπικά χαρακτηριστικά του είδους…

Στην ποίηση του Lorca βρίθουν οι αναφορές στον επικείµενο πρόωρο θάνατό του, σα θλιβερή προφητεία ή κακό προαίσθηµα. Το παραπάνω ποίηµα ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Η µορφή πάντως του µελαγχολικού καβαλάρη είναι αρχετυπική στην ισπανική λογοτεχνία, καθώς υπάρχει, όπως είδαµε, στο µεσαιωνικό έπος του El Cid, αλλά συναντάται και στον Cervantes, στο πρόσωπο του ιδανικού µα πάντα διαψευσµένου Don Quijote. Ο Lorca κάνει εκτεταµένη χρήση αυτού του µοτίβου…

Έχει διατυπωθεί από πολλούς µελετητές η άποψη ότι ο καβαλάρης στο ποίηµα του Καββαδία είναι στην πραγµατικότητα ο Άρης Βελουχιώτης. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλές ενδείξεις που µπορούν να οδηγήσουν σ’ αυτή την αντίληψη, όπως η αναφορά στο Δίστοµο, χωριό συνδεδεµένο µε τη δράση του ΕΛΑΣ και κοντινό στην ιδιαίτερη πατρίδα του Βελουχιώτη, τη Λαµία, το γεγονός ότι σε πάρα πολλές φωτογραφίες της εποχής ο Άρης απεικονίζεται έφιππος, οι πολιτικές πεποιθήσεις του Καββαδία αλλά και η ταραγµένη εποχή του Εµφυλίου, που δεν επέτρεπε την ελεύθερη έκφραση αριστερών φρονηµάτων, οπότε ίσως είναι λογικό να επικαλύπτονται τα απαγορευµένα θέµατα…

Αν δεχθούµε ότι ένα λογοτεχνικό έργο εξ ορισµού αποτελεί µια παραµορφωτική αναπαράσταση της πραγµατικότητας, τότε ο αναγνώστης – δέκτης νοµιµοποιείται να νοηµατοδοτήσει τα δυσνόητα σηµεία του σύµφωνα µε την κρίση του…

Ο Έλληνας αναγνώστης καλείται να αναγνωρίσει τα στοιχεία εθνικής ταυτότητας του Ισπανού ποιητή, αλλά ταυτόχρονα προτρέπεται απ’ τις ενδοκειµενικές ενδείξεις να τον οικειοποιηθεί, να τον φέρει στον δικό του ορίζοντα προσδοκίας, εντέλει να τον θεωρήσει εξίσου Έλληνα µε κάθε συµπατριώτη του αγωνιστή – θύµα του ολοκληρωτισµού.

 

ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΝΑ ΟΥΡΛΙΑΖΟΥΝΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΟΚΤΩ ΣΚΥΛΙΑ:

«Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά» (στ. 25-28)

Επιστρέφοντας στο ποίηµα, παρατηρούµε πως οι τέσσερις στίχοι της τελευταίας στροφής αντιστοιχούν σε τέσσερις εικόνες. Η πρώτη παρουσιάζει µια βάρκα που δεν µπορεί να επιτελέσει κανένα ταξίδι ή δροµολόγιο, αφού είναι µικρή, χωρίς καρένα και κυρίως παγιδευµένη σε βάλτο. Η δεύτερη δείχνει σύνεργα που σκουριάζουν αχρησιµοποίητα σε σπηλιά τσιγγάνων, η τρίτη κοράκια να πετούν σε αρένα, όπου δε γίνονται πια ταυροµαχίες, και τέλος η τέταρτη εφτά σκυλιά που ουρλιάζουν τη νύχτα µέσα σε χωριό. Αυτές οι εικόνες µοιάζουν µε λήψεις από από κινηµατογραφική κάµερα, που όµως δεν έχουν λογικούς αρµούς µεταξύ τους, σα να µην έχει γίνει το µοντάζ. Είναι περισσότερο µια τεχνική κολάζ, που έχει ως σκοπό την πρόκληση συναισθηµάτων παρά τη λογική συνοχή. Και πράγµατι προκύπτει ένα κλίµα εγκατάλειψης, αποτελµάτωσης, ερήµωσης και θανάτου. Για δύο απ’ αυτές τις εικόνες µπορούµε να βρούµε παράλληλα χωρία και σε ποιήµατα του Lorca, χωρίς αυτό να σηµαίνει απαραίτητα επίδραση, αλλά ούτε και να την αποκλείει…

Ο τελευταίος στίχος του ποιήµατος, όπου τα εφτά σκυλιά ουρλιάζουν, ανέκαθεν δηµιουργούσε σύγχυση στους αναγνώστες, κυρίως λόγω του αριθµού εφτά… Κάποτε, μάλιστα, στο βιβλιοπωλείο του Θανάση Καραβία ο Κώστας Βάρναλης ρώτησε πειρακτικά τον Καββαδία: «Τι θέλεις να πεις, µωρέ, πως τη νύχτα θα ουρλιάζουν εφτά σκυλιά; Γιατί εφτά;» Ο Καββαδίας αποκρίθηκε µάλλον ενοχληµένος: «Την κολοκυθιά θα παίξουµε, δάσκαλε;» Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός πως και στον Lorca συναντάται τόσο ο αριθµός εφτά όσο και τα σκυλιά… Τα σύµβολα, ωστόσο, είναι συγκεχυµένα. Ο αριθµός εφτά σε πολλά ποιήµατα του Lorca αντιστοιχεί στα χρώµατα της Ίριδας, που αγγίζουν τον ψυχισµό του ποιητή. Η εικόνα των σκυλιών προκαλεί σχεδόν πάντα την αίσθηση του φόβου ή της απειλής...

(ΛΟΡΚΑ:  «Τραγουδούν οι εφτά κοπέλες…

Ψυχή μ εφτά φωνές οι εφτά κοπέλες… Σ

τον άσπρο ουρανό εφτά τρανά πουλιά…

Εφτά κραυγές, εφτά αίματα, εφτά διπλά φυτά  νάρκης…

Εφτά καρδιές έχω…

Φίλε σήκω για ν ’ ακούσεις ουρλιάζει ο ασυριανός σκύλος…

Το ουρλιαχτό είναι μια μακριά γλώσσα μελιτζανιά που αφήνει μυρμήγκια τρόμου κι ένα ποτό από κρίνους …|

Το αν ο Καββαδίας είχε µελετήσει και εµπλακεί ποιητικά σ’ αυτούς τους συσχετισµούς µε τον συγκεκριµένο στίχο είναι δύσκολο να διαπιστωθεί, αλλά οπωσδήποτε πρόκειται για σηµαντική σύµπτωση..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου