Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΛΟΙΠΟΝ, ΕΔΩ ΘΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΠΟΥ ΓΙΝΑΝΕ ΑΡΟΥΡΑΙΟΙ

Ξύπνησα χαρούμενος με εξάγωνο πονοκέφαλο.

Ίσως ο αέρας που φυσά μέσα στα μάτια μου

να κόβει τη βροχή και ξεραίνονται οι εικόνες.

Από την ανομβρία ρήγματα γίνονται στο σώμα.

Ξεκολλάνε κομμάτια δέρμα μαλλιά, γύψος.

Όταν έρχεται η βροχή επιπλέουν στα νερά.

-Επιπλέει η παλιά ζωή μου – Άμμος τυλίγει το κορμί μου.

Με σκεπάζει. Υψηλές θερμοκρασίες καπιταλιστικών χωρών.

Ξερά τοπία με πλαστική βροχή χωρίς οξυγόνο.

 

Λοιπόν εδώ θα ζήσουμε πολιτισμένα

με τα πουλιά που γίνανε αρουραίοι  και τον ουρανό σκουπιδότοπο.

[Μ’ αυτό το συμπέρασμα κλείνει το ποίημα «Περί κλιματολογικών συνθηκών» στη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΣΤΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ 1980 –  

Εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:

Γιάννης Κοντός Τα Ποιήματα 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013

 

Η Χρύσα Φάντη σχολιάζοντας την παραπάνω έκδοση γράφει:

«Πρόκειται για εκδοτικό επίτευγμα, ιδιαίτερα καλαίσθητο, που εκτός από τα ποιήματα, φιλοξενεί έργα γνωστών ζωγράφων και φίλων του ποιητή  - των Νίκου Χουλιαρά, Γιάννη Μιχαηλίδη, Αλέκου Φασιανού, Χρήστου Καρά, Δημήτρη Μυταρά, Γιώργου Λαζόγκα και Γιάννη Ψυχοπαίδη -  μια προσωπογραφία του ποιητή από τον Ψυχοπαίδη και μια φωτογραφία-πορτρέτο του από τον Δημήτρη Γέρου, όλες ασπρόμαυρες…

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο της έκδοσης είναι η παράθεση αποσπασμάτων από κριτικές καταξιωμένων ποιητών και μελετητών, όπως εκείνη του Τάσου Λειβαδίτη, ο οποίος, κρίνοντας τα τέσσερα πρώτα βιβλία του ποιητή χαρακτηρίζει την ποίησή του «μετασυρρεαλιστική», ενώ ο Βασίλης Στεριάδης στο δικό του σημείωμα διακρίνει σ’ αυτήν μελαγχολικό σαρκασμό και μεταφυσική σάτιρα, ως απόρροια των βιωμάτων του στα χρόνια της δικτατορίας.

[Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ αποσπάσματα από το κείμενο της Χρύσας Φάντη στο 23ο τεύχος του περιοδικού ΧΑΡΤΗΣ, που είναι αφιερωμένο στον ποιητή Γιάννη Κοντό] 



Στο αφιέρωμα του ΧΑΡΤΗ, μεταξύ των άλλων  χαρτογραφούν:

Τασούλα Καραγεωργίου: Γιάννης Κοντός και Μίλτος Σαχτούρης: Ο κληρονόμος των πουλιών και ο χαμάλης των λέξεων,

Χάρης Ψαρράς: Οσμή κατακλυσμού: Ο Όμηρος στα ποιήματα του Γιάννη Κοντού.

Νάσος Βαγενάς: Για την εικονογραφία του Γιάννη Κοντού

Χλόη Κουτσουμπέλη: Ο παλαιστής-μοναχός-ποιητής

Αποσπάσματα από τις κριτικές διανθισμένα με επιλεγμένα αποσπάσματα απ’ όλες τις επιλογές του ποιητή, αμέσως παρακάτω]

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ

(… αποσπάσματα από το κείμενο της Χρύσας Φάντη στο 23ο τεύχος του περιοδικού ΧΑΡΤΗΣ…)

100

επιμένω: το μαύρο χαμόγελο του Καρυωτάκη (και η βλακεία σας πενήντα τρία χρόνια στα ρηχά).

106

Έξω γαβγίζουν οι εφημερίδες

Μέσα πεταμένα λόγια, μπαγιάτικα.

(Γ. Κοντός, Τα οστά, 1982

 

ΣΧΟΛΙΟ της Χρύσας Φάντη: «Η ποίηση του Κοντού, αντιπροσωπευτική των τραυμάτων του κόσμου που μας περιβάλλει, με όπλα της τη φαντασία και τη μεταφορά ανοίγει ένα δικό της παράθυρο, με πολλά πρόσωπα, εικόνες, ιδέες και χρώματα, γλωσσικά και συντακτικά τολμηρή και ενισχυμένη από μια ματιά, που χρησιμοποιεί την τέχνη του μοντάζ με τρόπο ιδιότυπο και δημιουργικό. Προφορική, κουβεντιαστή, μοντερνιστική αλλά και με βαθιές τις ρίζες της στην παράδοση, φαντασιωτική και ταυτόχρονα καθημερινή, με συγκρατημένο και εν πολλοίς σκοτεινό λυρισμό, ξαφνικά πετάγματα από το όνειρο και την ποίηση δωματίου στο ανοιχτό αστικό τοπίο, σε ελεύθερο στίχο ή πεζόμορφη, πάντα όμως εξαιρετικής ευαισθησίας και τεχνικής και στην ίδια στοχαστική και με έναν τρόπο πεισιθανάτια ατμόσφαιρα, εμφανίζεται άλλοτε με μορφή μικρών παραμυθητικών αφηγήσεων και άλλοτε απολύτως σύντομη, κοφτή και επιγραμματική (Τα οστά, Τα Δευτερόλεπτα του φόβου, η Στάθμη του Σώματος). 

Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν «η μοναξιά του ποιητή σ’ έναν εχθρικό κόσμο, η διακωμώδηση και η καχυποψία απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, και στοιχεία που έχουν να κάνουν με τη μορφή, όπως «η συχνή αφήγηση σε πρώτο ενικό και μερικά σύντομα υπερρεαλιστικά ή εξπρεσιονιστικά ξεσπάσματα», χαρακτηριστικά που διακρίνει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην ποιητική συλλογή ΑΘΛΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ, ως τα πλέον σημαντικά ενώ σε μεταγενέστερο κριτικό του σημείωμα με αφορμή τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Κοντού, εντοπίζει εκτός των άλλων, ένταση των αντιθέτων και επίμονους ανθρωπομορφισμούς και ζωομορφισμούς.

Έρπει παντού, τινάζεται, κρύβεται

πίσω από βιβλία. Πίνει το γάλα που του βάζω

στην κουζίνα. Συνήθως κουλουριάζεται πάνω

στην τηλεόραση και κοιμάται.

[...] Έμαθε να πηγαίνει

μέχρι τον κήπο. Έκοβε ένα μήλο και το έδινε

στη γυναίκα μου. Επαναλαμβάνοντας, χαμογελώντας

την ιστορία της Παλιάς Διαθήκης.

(από το ποίημα «Το φίδι του σπιτιού», από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, 1997)

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ και ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ:

Ο Κληρονόμος των Πουλιών και ο Χαμάλης των Λέξεων (αποσπάσματα από την κριτική της Τασούλας Καραγεωργίου):

Η συγγένεια της ποίησης του Γιάννη Κοντού με εκείνη του Μίλτου Σαχτούρη είναι ορατή στο έργο του ποιητή της Γενιάς του 70 είτε ως έμμεση αλλά διακριτή επίδραση, είτε ως συνομιλία διακειμενική ή ως άμεση και επώνυμη αναφορά στο πρόσωπο του προγενέστερου ποιητή, ο οποίος σημάδευσε με την ιδιαιτερότητα και μοναχικότητα της φωνής του την ποίηση της Α΄ Μεταπολεμικής Γενιάς.

Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Κοντού με τον αριθμό 48 από τη συλλογή Τα οστά (1982):

48

Ο μικρός Μίλτος κάθεται στα χαλάσματα.

Λέει ένα κόκκινο τραγούδι

Το τραγούδι έχει κλωστές πολλές κλωστές.

Σε λίγο θα γίνει τριχιά και θα σας πνίξει. (ΤΑ ΟΣΤΑ)

 

Στο ποίημα διαφαίνονται η οικειότητα της επικοινωνίας (με την αναφορά στο μικρό όνομα του ποιητή), η ανάδειξη της κυριαρχίας του κόκκινου μέσα στη σαχτούρεια ποιητική πολυχρωμία και, πάνω απ’ όλα, η βαθιά εκτίμηση που τρέφει ο Γιάννης Κοντός για τον ανατρεπτικό και αντισυμβατικό χαρακτήρα της ποίησης του Μίλτου Σαχτούρη.

Και οι δύο ποιητές συνθέτουν με τις ψηφίδες των ποιημάτων τους το σκηνικό ενός παράξενου και εχθρικού κατά κανόνα κόσμου μέσα στον οποίο διαδραματίζονται, με ένα τρόπο σχεδόν φυσικό, τα πιο περίεργα συμβάντα.

Παραθέτουμε τα δύο εμβληματικά ποιήματα του Κοντού, πρώτα τη «Μαγική εικόνα» από το Χρονόμετρο του 1972:

ΜΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ:

Άνοιξες την πόρτα και μετά

άλλη κι άλλη και βρέθηκες

στη μέση του μεγάλου τσίρκου

στο κλουβί με τα λιοντάρια.

Είπες: Θε μου, τι γυρεύω εδώ;

Εγώ πήγαινα στην τουαλέτα.

 

και έπειτα το υπ. αρ. 16 από τη συλλογή Τα οστά (1982), το οποίο μοιάζει να επαναλαμβάνει το βίωμα που γέννησε το προηγούμενο ποίημα με την προσθήκη εδώ της αυτοπρόσωπης παρουσίας του αφηγητή-ποιητή (ο Γιάννης είμαι…):

16

Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο

Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι

με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του.

Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων,

ο Γιάννης είμαι και δεν θέλω ούτε λιοντάρια

ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω

και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ.

 

Και τα δύο ποιήματα αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα ως απειλή έτοιμη να συνθλίψει κάτω από το πέλμα της το αδύναμο και μονίμως αμυνόμενο «εγώ» του ποιήματος. Έτσι συναντούν το παρόμοιο θέμα και τα συναφή σύμβολα στην ποίηση του Σαχτούρη.

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

…στο πλαϊνό μου διαμέρισμα μεταφέραν συνεχώς τους πληγωμένους·

τυλιγμένοι με άσπρες γάζες απ’ την κορφή ώς τα νύχια, τραγουδούσαν.

Στ’ απέναντι δωμάτιο ένα πουλάκι τοσοδά, ήτανε, λέει, ο Χάρος

και μπρος στο δικό μου το δωμάτιο το λιοντάρι που είχε ανεβεί

από τις σκάλες, έγδερνε με λύσσα την πόρτα μου να την ε σπάσει.

[Μίλτος Σαχτούρης, Εκτοπλάσματα]

Δεδομένου ότι το λιοντάρι ως σύμβολο της άλογης βίας, που εισβάλλει αναπάντεχα στον χώρο του ποιητικού υποκειμένου εμφανίζεται πρώτα στα δύο ποιήματα του Γιάννη Κοντού και έπεται η παρουσία του στα Εκτοπλάσματα του Σαχτούρη (1986), μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ίσως ότι η συγγένεια των δύο ποιητών δεν εξαντλείται στην αδιαμφισβήτητη επίδραση του πρεσβύτερου προς τον νεώτερο αλλά ότι παράλληλα διαμορφώνεται κάποτε μεταξύ τους μια αμφίδρομη σχέση, που φέρει τα χαρακτηριστικά υπόγειας συνομιλίας, οφειλόμενης σε ομόλογες ποιητικές ιδιοσυγκρασίες.

Ένα ιδιότυπο χιούμορ, που συνδέεται με τη σχεδόν φυσική παραδοχή του παράλογου και έλκει την καταγωγή του από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη κυριαρχεί και στην ποίηση του Γιάννης Κοντού. Και οι δύο ποιητές αναγνωρίζουν σ’ αυτό την άλλη όψη του τραγικού. Χαρακτηριστικά τα δύο συγκοινωνούντα ποιήματα του Σαχτούρη «Η πορτοκαλιά» και το ποίημα «[Βρέχει]» που προέρχονται και τα δύο από τη συλλογή ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ του 1956:

ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ

Τί θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τί θλιβερός χειμώνας! Ένα

πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει.

Ένας γέρος κοιτάζει μέσ’ απ’ το τζάμι. Ένα ξερό δέντρο, ένα

φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού. Ένα δέντρο με πορτοκάλια

πιο πέρα. Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το φλιτζάνι

σπασμένο κι όλοι, Θε μου, να κλαίνε να κλαίνε να κλαίνε

Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά

Τί θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τί θλιβερός χειμώνας, Θε μου!

Τί θλιβερός χειμώνας

 

[ Βρέχει… ]

ΒΡΕΧΕΙ όπως και στο προηγούμενο ποίημα την Πορτοκαλιά

Μια γυναίκα μ’ έναν καθρέφτη και κάτι σύρματα προσπαθεί

να κρατήσει τα χρόνια. Όμως τα χρόνια φεύγουν

τα σύρματα μπαίνουν βαθιά μέσα στα μάγουλά της

τα ξεσκίζουν τρέχουν αίματα

ενώ ένα άγριο χέρι με μια κιμωλία πηγαινοέρχεται

και βάφει τα μαλλιά της άσπρα.[Μίλτος Σαχτούρης, Όταν σας μιλώ]

 

Τα παραπάνω ποιήματα συναντούν στο έργο του Γιάννη Κοντού ένα ομόλογο ζεύγος δύο συγκοινωνούντων ποιημάτων. Το πρώτο ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Φωτοτυπίες (1977):

Πανικός

ή η Λίτσα θέλει έρωτα

ενώ το ραδιενεργό νέφος πλησιάζει

 

Ανοίγω το μπουκάλι και πετάγονται

οι μέρες μου πτητικό υγρό.

 

Ο ουρανός είναι καρφωμένος στη γη

και δεν θα ξεφύγει κανείς.

Σ’ το ξαναλέω για πολλοστή φορά.

Θα φύγω με μια αρκούδα

για το δάσος. Στο ξέφωτο

θα παίζουμε τένις με το μηδέν.

 

Δεν θα με φάει η κινητή άμμος

των επιθυμιών σου.

[ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ]

 

Το δεύτερο ποίημα ανακαλεί τη Λίτσα του πρώτου (διόλου τυχαία και εύγλωττη η επιλογή του γυναικείου υποκοριστικού) και φέρει τον τίτλο «Μαλλιά- κεντήματα- νήματα» από τη συλλογή Δωρεάν Σκοτάδι (1989):

 

ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ – ΚΟΝΤΟΣ - ΚΑΦΚΑ

Και οι δύο ποιητές, Μίλτος Σαχτούρης και Γιάννης Κοντός,  είναι εγκάτοικοι μιας περίκλειστης ποίησης που έχει κατά κανόνα ως σκηνικό της χώρο το αποκρουστικό και κάποτε εχθρικό περιβάλλον ενός δωματίου-φυλακής. Έτσι εξηγείται η κοινή αγάπη τους για τον Κάφκα, όπως φαίνεται από το ομώνυμο ποίημα του Σαχτούρη:

Franz Kafka

Ο Φραντς Κάφκα ζούσε σ’ ένα μεγάλο υγρό δωμάτιο

στρωμένο μ’ ένα βρόμικο παλιό χαλί.

Πού και πού διάτρεχε το χαλί ένας μεγάλος

γκρίζος ποντικός.

Ο πόντικας αυτός, έλεγε συχνά ο Φραντς,

ο πόντικας αυτός, είναι η αγαπημένη μου κι εγώ.

[Μίλτος Σαχτούρης Εκτοπλάσματα]

 

 «Πάντως ο Γιάννης Κοντός είναι ο πρώτος (πριν δηλαδή παραπέμψει στον κλειστοφοβικό του κόσμο ο Σαχτούρης) που υποδέχεται τον Κάφκα στο δικό του δωμάτιο, στο ποίημα με αρ. 23 από τη συλλογή Τα οστά (1982):

23.

Έρχεται πάλι καλοκαιριάτικα αυτός

ο Φρανς Κάφκα. Κάθεται. Παίζουμε σκάκι.

Πίνουμε γάλα –που πολύ ταιριάζει

με τα μαύρα ρούχα– Λέμε αστεία

και γελάμε. Έχει ένα σιδερένιο βήχα

που με αναστατώνει. Βγάζει το παλτό

και με ρωτάει για σένα. Του εξηγώ

ότι κοιμάσαι δίπλα. Συνεχίζουμε.

Τα ξημερώματα φεύγει, παίρνοντας μαζί του

το μισό δωμάτιο –όπως πάντα με κερδίζει.

[ΤΑ ΟΣΤΑ]

 

Η Τασούλα Καραγεωργίου σχολιάζει:

«Και στους δύο ποιητές ένα εγώ, ευάλωτο και ανυπεράσπιστο, διεκτραγωδεί τη μόνιμη σύγκρουσή του με ένα σύμπαν, που και με τη φυσική και με την κοινωνική του όψη, παραμένει απειλητικά εχθρικό κι ανελέητο. Εξάλλου και οι δύο ποιητές συναντιούνται σε κοινούς καρυωτακικούς τόπους.

Σε αντίθεση πάντως με τα ποιήματα του Κοντού, η ποίηση του Σαχτούρη δεν απευθύνεται. Ελάχιστες φορές συναντάει κανείς το εσύ του δευτέρου ενικού προσώπου, ενώ παντελώς απουσιάζει το εσείς.

Αντίθετα ο Γιάννης Κοντός επικοινωνεί σχεδόν αγχωτικά με τον αναγνώστη του διατηρώντας μιαν αδιάλειπτη σχέση με ένα –απροσδιόριστο είναι αλήθεια– ˝εσύ”, στο οποίο εναποθέτει την πάσαν ελπίδα του για παραμυθία και το οποίο περιβάλλει με όσα αποθέματα τρυφερότητας διαθέτει, κάποτε μέσω μιας γλώσσας της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η κατακτημένη προφορικότητα. Ο Κοντός είναι λαϊκότερος του Σαχτούρη και, αν είναι δόκιμη η έκφραση, κάποτε είναι επικαιρικά πολιτικότερος, καθώς –κυρίως στα πρώτα του ποιήματα– μια κοινωνική οπτική φανερώνει συνεχή έννοια για τα πάθη του κόσμου, ενώ δεν λείπει και η κατηγορηματική διατύπωση για την ευθύνη του ποιητή απέναντι σ’ αυτόν.

Έτσι, αν ο «Ελεγκτής» του Σαχτούρη διακηρύσσει «… εγώ/ κληρονόμος πουλιών/ πρέπει/ έστω και με σπασμένα φτερά/ να πετάω», ο Γιάννης Κοντός στην πρώτη του ποιητική εμφάνιση με το Χρονόμετρο του 1972 εγγράφει σαφείς πολιτικές αιχμές κατά της δικτατορίας και προβαίνει σε μια προγραμματική διακήρυξη για τον ρόλο του ποιητή, η οποία δεν διατυπώνεται ξανά με την ίδια σαφήνεια…»

[απόσπάσματα από το κείμενο της Τασούλας Καραγεωργίου στο ΧΑΡΤΗ 23]

 

ΕΓΩ Ο ΧΑΜΑΛΗΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΘΑ ΣΟΥ ΑΝΟΙΞΩ ΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΜΕ ΤΟ ΔΙΨΑΣΜΕΝΟ ΜΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙ…

(… να μυρίσει ο λαός τα κρίνα σου… - στίχοι από τα ΔΑΚΤΥΛΙΚΑ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ στη συλλογή ΤΟ ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ 1972)

Δε θα καταλάβεις ποτέ.

Όταν μ’ αγκαλιάζεις ένα σαξόφωνο τα βάφει πράσινα όλα,

κι από τα μάτια σου τρέχουν δυο πεύκα βελόνα-βελόνα

 

Δε θα καταλάβεις ποτέ.

Γι’ αυτό κι εγώ κατάντησα νευρασθενικός υπάλληλος

που στραγγαλίζει τα όνειρά του

–μόλις αρχίσουν να παίρνουν χρώμα –

 

Όπως μας στραγγάλισαν οι Τούρκοι τον Ρήγα Φεραίο.

Όπως γίνεται αθόρυβα τώρα δυο σπίτια παρακάτω

 

ΟΣΜΗ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΥ: Ο ΟΜΗΡΟΣ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΤΟΥ

(αποσπάσματα από ένα κείμενο του Χάρη Ψαρρά):

Ο Όμηρος δεν είναι ο μόνος ποιητής που προσέρχεται στα ποιήματα του Κοντού με την ιδιότητα του προγόνου. Ο Σολωμός, ο Σικελιανός, αλλά και ο Σεφέρης μνημονεύονται επίσης. Κι αφού η συνάφεια του βίου και των οραμάτων τους με τις αντίστοιχες συντεταγμένες του Κοντού είναι ισχνή, φαίνεται πως και αυτοί χρωστούν τα περάσματά τους από τα ποιήματα στην έγνοια του για μια συνομιλία με λογοτεχνικούς προπάτορες. Αξίζει να διαβάσουμε ορισμένους σχετικούς στίχους:

Όταν το μαύρο παλτό

του Διονυσίου Σολωμού

σκεπάζει τον ήλιο –τη ζωή.

(«Κάθε μέρα», Φωτοτυπίες, 1977)

 

Και η καρδιά του Σικελιανού έδινε τις τελευταίες

οδηγίες στη Σίβυλλα, για τον μεγάλο χρησμό.

(«Στο μουσείο των Δελφών», Περιμετρική, 1970)

 

Το σπίτι γεμάτο πικροδάφνες, και από πίσω ο Σεφέρης,

μελαψός από τα πολλά θαλάσσια λουτρά, σφυρίζει

αδιάφορος, μετατοπίζοντας άμμο από το ένα χέρι

στο άλλο. Όμως, στο βάθος του ορίζοντα μια κουκκίδα

μαύρο λαμπάδιασε και καταλαμβάνει το στερέωμα. […]

(«Πέμπτη», Η υποτείνουσα της σελήνης, 2002)

 

Ας τους αντιπαραβάλλουμε τώρα με ορισμένους από τους πολλούς στίχους που αναφέρονται σε συγγραφείς των οποίων η ζωή και η τέχνη βρίσκονται πλησιέστερα στις εμπειρίες και στον τόνο φωνής του Κοντού:

 

Γι’ αυτό ο Φραντς Κάφκα τα Σαββατοκύριακα

δεν πήγαινε πουθενά.

Καθότανε σε μια πολυθρόνα

με το λίγο κορμί του γυμνό

και έπινε γάλα κοιτάζοντας το δωμάτιο μέσα. […]

(«Ο φόβος φυλάει τα έρημα», Τα απρόοπτα, 1975)

 

Βάζω αυγά στη χόβολη, σκέφτομαι (θυμάμαι)

βασανιστικά λέξεις και τον Τάκη Σινόπουλο.

(«Τρίτη», Η υποτείνουσα της σελήνης, 2002)

 

Είναι φανερό πως οι αναφορές σε συγγραφείς με τους οποίους ο Κοντός αισθάνεται εγγύτητα έχουν κυρίως βιογραφικό ή ψευδοβιογραφικό χαρακτήρα και αποπνέουν μια αίσθηση προσωπικής επικοινωνίας. Αντιθέτως, στις αναφορές σε ποιητές που έρχονται στη σκηνή των ποιημάτων με την ιδιότητα του ποιητικού πατέρα ανιχνεύεται ένας βαθμός αποστασιοποίησης, ενώ το ονειρικό στοιχείο επιτείνεται και κατατείνει στην αποκάλυψη ενός κρυμμένου κόσμου που υπερβαίνει τους νόμους της φύσης και προκαλεί σαγήνη αλλά και δέος: το παλτό του Σολωμού «σκεπάζει τον ήλιο –τη ζωή»· ο Σικελιανός υπαγορεύει στη Σίβυλλα «τον μεγάλο χρησμό»· την ώρα που ο Σεφέρης χύνει μια χούφτα άμμο πλάι στη θάλασσα, «μια κουκκίδα / μαύρο λαμπ(αδιάζει) και καταλαμβάνει το στερέωμα». Αυτού του είδους η απεικόνιση του ποιητή προγόνου ως μύστη ή μάγου, που ανατρέπει τη νομοτέλεια της φύσης και ανακαινίζει τον κόσμο, προκύπτει με μεγαλύτερη συχνότητα, φυσικότητα και ένταση στις περιπτώσεις όπου γίνεται μνεία του Ομήρου. Στην πινακοθήκη του Κοντού, η προσωπογραφία του Ομήρου τοποθετείται σ’ έναν διάκοσμο μυσταγωγικό, στο μεταίχμιο ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον μύθο:

Είδα το άλλο μάτι σου

–το μέσα, το χωμάτινο–

να μου τραγουδά

Όμηρο και Τομ Σώγιερ.

(Ο αθλητής του τίποτα, 1997)

 

Εδώ ο Κοντός διαλέγει για συνοδοιπόρο του Ομήρου, τον επινοημένο ήρωα από το γνωστό μυθιστόρημα του Μάρκ Τουαίην. Η ανάδειξη της μυθικής διάστασης του Ομήρου επιτυγχάνεται ως εξής: πρώτον, «Όμηρος» σ’ αυτά τα συμφραζόμενα σημαίνει και «Οδυσσέας», εξού και η συμπαράθεσή του με τον επίσης τετραπέρατο και φιλαπόδημο Τομ της παιδικής λογοτεχνίας· δεύτερον, η αφήγηση των περιπετειών τους θέλει τραγούδι (όχι πρόζα). Και μάλιστα, τραγούδι που μελωδεί όσα πιάνει όχι η κοινή όραση, αλλά «το άλλο μάτι σου / –το μέσα, το χωμάτινο–», δηλαδή η διαισθητική προσέγγιση του κόσμου που ο Σολωμός κι έπειτα ο Παλαμάς ονομάζουν «τα μάτια της ψυχής μου».

Η μυθοποίηση του Ομήρου είναι εναργής και σε στίχους που περιγράφουν τη μαγική επίδραση της φωνής του πάνω στις δυνάμεις της φύσης:

[…] O αέρας θα φυσά από τη μεριά του Ομήρου

και ένα δέντρο θα τραβά τα μαλλιά σου στο κενό. […]

(«Μαθήματα ορθοφωνίας», Ηλεκτρισμένη πόλη, 2008)

 

Δεύτερη μέρα

Ο γέροντας μ’ έπιασε απ’ το χέρι και μου ’πε

για το νερό που περίμενε τρεις χιλιάδες χρόνια.

Ήταν τυφλός και πάνω στο μέτωπό του

με λεπτομέρειες χαραγμένα όλα τα ποτάμια της γης.

Μου ψιθύρισε: « Νιώθω την οσμή του κατακλυσμού».

 

Νομίζω πως ο Όμηρος κάπως έτσι πρέπει να ήτανε.

(Περιμετρική, 1970)

[αποσπάσματα από κείμενο του Χάρη Ψαρρά]

 

 

«ΑΥΤΟΣ ΧΑΜΗΛΩΝΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΤΑΖΕ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑΝ ΝΑ ΣΥΝΕΝΟΗΘΟΥΝ ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΑΚΟΜΗ»

(Ο Νάσος Βαγενάς Γράφει για την εικονογραφία του Γιάννη Κοντού):

Αυτός χαμήλωσε τα μάτια και κοίταξε τα παπούτσια του,
που προσπαθούσαν να συνεννοηθούν για ένα βήμα ακόμη.

Ένα χρυσόψαρο κολυμπούσε μέσα στο κεφάλι της

Αλήθεια, πάλι φέτος μπουμπουκιάζουν τα ηφαίστεια,
όταν οι κοπέλες λούζουν τα μαλλιά τους
με αγκαλιές σκοτάδι.

Στην άκρη του ορίζοντα τα βουνά περιμένουν
έναν σεισμό, για να πάρουνε το παλιό τους σχήμα.

Ξέχασες ένα τριαντάφυλλο μέσα στα μάτια σου
κι έβλεπες θαμπά τους θεατές.

Μισάνοιχτες ντουλάπες άφησα να κοιτάνε
τους δολοφόνους μου και πήγα στους Δελφούς.

Άλλη φορά δεν θα διαβάσω με φεγγάρι
βιβλίο του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη.

 

Μέ­ταλ­λα σαν κι αυ­τά εί­ναι δείγ­μα­τα κα­θα­ρής ποί­η­σης, όχι βέ­βαια όπως νο­ού­σαν τον όρο ο Πωλ Βα­λε­ρύ ή ο Αν­ρί Μπρε­μόν αλ­λά με την έν­νοια μιας οπτι­κής κα­θα­ρό­τη­τας, που φέρ­νει στον νου ορι­σμέ­νες από τις πλέ­ον διαυ­γείς στιγ­μές της πα­ρα­στα­τι­κής ζω­γρα­φι­κής – και δεν εί­ναι χω­ρίς ση­μα­σία ότι η ποί­η­ση του Κο­ντού έχει τέ­τοια απή­χη­ση σε ζω­γρά­φους…
Οι ει­κό­νες του Γιάννη Κο­ντού ήταν το 1970 αγνώ­στου προ­ε­λεύ­σε­ως. Όσο περ­νού­σε ο και­ρός και η ει­κο­νο­ποι­ία του Κο­ντού δια­μορ­φω­νό­ταν αδρό­τε­ρα ως το κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ποί­η­σής του, εντο­πι­ζό­ταν και η κα­τα­γω­γή τους. Ήταν το απροσ­δό­κη­το, το ευ­ρη­μα­τι­κό στοι­χείο της, που οδή­γη­σε στην πε­ποί­θη­ση ότι η ει­κο­νο­ποι­ία αυ­τή εί­ναι υπερ­ρε­α­λι­στι­κής κα­τα­γω­γής, και στον χα­ρα­κτη­ρι­σμό του Κο­ντού ως με­ταϋ­περ­ρε­α­λι­στή ποι­η­τή.
Ωστόσο το κύ­ριο γνώ­ρι­σμα της ει­κο­νο­γρα­φί­ας του Κο­ντού εί­ναι, πι­στεύω, η συ­ναί­ρε­ση στο ίδιο οπτι­κό πε­δίο δύο στοι­χεί­ων αντί­θε­των με­τα­ξύ τους – ή, κα­λύ­τε­ρα, η πα­ρά­στα­ση του ενός με τους όρους με τους οποί­ους συ­νή­θως πα­ρί­στα­ται το άλ­λο. Ανα­φέ­ρο­μαι στη συγ­χώ­νευ­ση του ιδιω­τι­κού στοι­χεί­ου με το δη­μό­σιο στοι­χείο στην ποί­η­ση του Κο­ντού. Βιώ­νο­ντας μιαν ει­κό­να του Κο­ντού αι­σθά­νε­ται κα­νείς πως, πα­ρό­τι βρί­σκε­ται σε έναν δη­μό­σιο χώ­ρο, έχει συγ­χρό­νως μπει και στην πε­ριο­χή του προ­σω­πι­κού χώ­ρου – και το αντί­στρο­φο. Δεν εί­ναι χω­ρίς ση­μα­σία ότι μια ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Κο­ντού – θα έλε­γα η πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή – έχει τον τί­τλο ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ  και ο πρω­τα­γω­νι­στής αυ­τής της συλ­λο­γής, ο ανώ­νυ­μος μο­να­χός, ζει σε μια πο­λυάν­θρω­πη. Αυ­τή η συ­νεύ­ρε­ση η ταυ­τό­χρο­νη πα­ρου­σία των δύο στοι­χεί­ων, που βα­θαί­νει την αί­σθη­ση του προ­σω­πι­κού με μια υπερ­προ­σω­πι­κή διά­στα­ση και την αί­σθη­ση του δη­μό­σιου με μια διά­στα­ση ατο­μι­κή, αυ­τή και όχι η ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα απο­τε­λεί πι­στεύω, το ακρι­βές στίγ­μα της ει­κο­νο­γρα­φί­ας του Κο­ντού , που εί­ναι συγ­χρό­νως και ένα βιο­θε­ω­ρη­τι­κό στίγ­μα…

«Η ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα του Κο­ντού εί­ναι, νο­μί­ζω, σε με­γά­λο βαθ­μό απο­τέ­λε­σμα της μα­θη­τεί­ας του στους Έλ­λη­νες υπερ­ρε­α­λι­στές, από τους οποί­ους φαί­νε­ται να έχει δι­δα­χτεί τη μέ­θο­δο της έκ­πλη­ξης. Πρό­κει­ται για μα­θη­τεία λε­λο­γι­σμέ­νη και επι­λε­κτι­κή, για­τί ο Κο­ντός δεν ακο­λου­θεί πα­ρά μό­νο ως ένα ση­μείο τις φυ­γό­κε­ντρες τά­σεις της υπερ­ρε­α­λι­στι­κής έκ­φρα­σης…

[αποσπάσματα από ένα κείμενο του Νά­σου Βα­γε­να που διαβάστηκε τον Οκτώ­βριο του 2000 σε εκ­δή­λω­ση για την επα­νέκ­δο­ση της Πε­ρι­με­τρι­κής του Γιάν­νη Κο­ντού, στο θέ­α­τρο «Τζέ­νη Κα­ρέ­ζη»]

 

ΜΙΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΓΙΝΕ ΔΕΝΔΡΟ ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΖΗΣΕ Ο ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ – ΜΟΝΑΧΟΣ – ΠΟΙΗΤΗΣ

(Η Χλόη Κουτσουμπέλη γράφει για την Ποίηση του Γιάννη Κοντού στο αφιέρωμα του ΧΑΡΤΗ)

Ένας ανώνυμος μοναχός που γράφει σε έναν άχωρο χώρο, σ΄έναν άχρονο χρόνο. Στο παντού και στο πουθενά. Μέσα από χοάνες τρύπες και μέσα σε ένα απόλυτα οργανωμένο Χάος τα πρόσωπα και τα πράγματα γλιστρούν συνέχεια και πέφτουν σε άλλα επίπεδα ενώ σχήματα και χρώματα αλλάζουν διαρκώς. Ποτέ το ά-σχημο δεν ήταν τόσο όμορφα σχηματισμένο. Μικρά κείμενα ποιητικής πρόζας. Όχι υπερρεαλιστικά, αλλά υπερ-φανταστικά.

Κάποιοι από τους τίτλους έχουν ήδη γράψει την ιστορία του βιβλίου. Αφού σύμφωνα με τον Γιάννη Κοντό: Τα ποιήματα χρειάζονται ηλεκτρολόγο, ο χρόνος έχει πανάδες, τα πράγματα είναι σε χρόνο ενεστώτα, ο παλαιστής είναι μοναχός, ένας άντρας με βιολί, με τιράντες, με κίτρινο σκύλο κυκλοφορεί με μία γυναίκα με φακίδες, με γυαλιά, με σιδερένια χτένα, το ξύρισμα ολοκληρώνεται σε πέντε απλές κινήσεις,, η τελευταία μέρα, σ’ έναν σκοτεινό θάλαμο, ποιο είναι το τιμώμενο πρόσωπο, η καρυδιά, στην Πράγα, ψυχοσάββατο, θέλουν να περάσουν τα χρόνια αλλά η σχάρα του σώματος τα συγκρατεί, η ξηρασία των εποχών, το εικοσιτετράωρο ενός μανεκέν, μιλάει ο δράκος στον Άγιο Γεώργιο, ο κάτοικος του υπογείου βλέπει κήπους και γελάει, η αναπόληση του γεγονότος ή πού τελειώνει ένα τσιγάρο, η φυτολογία και η πολεμοχαρής αμαζόνα Άννα, το νανούρισμα και το μαξιλάρι, στην κάτοψη διαμερίσματος, η γυναίκα μου παίρνει το πρωινό της, όλα είναι ήσυχα, κλειστά και μόνα και στον ύπνο το χέρι ζητιανεύει.

Παπούτσια, καλογυμνασμένοι πάνθηρες, δαγκώνουν τους περαστικούς. Ένα σώμα ίπταται αφήνοντας πίσω σωρό άδειων ρούχων. Το όνομα και το Όνομα. Φωνάζεις με το μικρό σου όνομα δυνατά τον Οκτώβριο. (Το πήδημα θανάτου). Ο μοναχός θα παραμείνει ανώνυμος. Ο ποιητής Γιάννης Κοντός πάλι όχι. Ο φαρμακοποιός με το μαύρο κεφάλι που διανυκτερεύει χρόνια, έχει να κοιμηθεί χιλιάδες ώρες, πίνει όλα τα φάρμακα -ποιήματα που φτιάχνει και αντί να πεθάνει, δυναμώνει. (Φαρμακείο).

Ο ανώνυμος μοναχός μας δίνει οδηγίες για το ξύρισμα. Τα φτερά πέφτουν αργά στους ώμους. Το φανελάκι χιονισμένο (Το ξύρισμα είναι πέντε απλές κινήσεις), ο άγγελος της παιδικής ηλικίας φοράει πια μαύρο κουστούμι, αλλάζει πρόσωπα και δίνει τα φτερά του σ’ έναν άγνωστο (Το τιμώμενο πρόσωπο),

Η καρυδιά καμπουριάζει, κελαηδά με παράπονο, κρύβει τα αντικείμενα στο σπίτι (η καρυδιά), την καίρια στιγμή ένας ηλεκτρολόγος μπαίνει στην ιστορία και προκαλεί βραχυκύκλωμα (ο ηλεκτρολόγος του ποιήματος).

Τα λίγα πρόσωπα που κυκλοφορούν στη συλλογή δεν έχουν ηλικία. Από την μία στιγμή στην άλλη το στάτους της ύπαρξής τους αλλάζει, μπορεί να ξυπνήσουν ξαφνικά με άσπρα μαλλιά, οι φύλακες των αρχαιολογικών χώρων φοβούνται τους τυμβωρύχους, δεν ξέρουν την αρχαία γλώσσα και κλαιν.

Ο αριθμός των δαχτύλων δεν παραμένει ποτέ ο ίδιος.

Μετράω τα δάχτυλά μου και τα βρίσκω παρά πέντε (η ξηρασία των εποχών).

Τα μανεκέν πετούν στο ταβάνι, κλαιν, δεν θέλουν το σώμα τους και μετά ξαφνικά μέσα σε μία μέρα περνούν χρόνια και παίρνουν σύνταξη. (Το εικοσιτετράωρο ενός μανεκέν). Όταν μέσα στη συλλογή αυτή κάποιος καπνίζει ένα τσιγάρο μικρά ζώα πέφτουν στο φράχτη του φίλτρου όπου ψήνονται. (Πού τελειώνει το τσιγάρο;) Το μαξιλάρι αυτό το μικρό παραλληλόγραμμο γεμίζει βροχή (Το μαξιλάρι), η γυναίκα καταβροχθίζει για πρωινό αμάσητα πουλιά αφού σπάσει με τα δάχτυλα τα πόδια τους (η γυναίκα μου παίρνει το πρωινό της).

Όταν ένα σώμα σπάει δεν χύνεται αίμα αλλά χιλιάδες μυρμήγκια (οι πανάδες του χρόνου).

Αυτό το άγριο σύμπαν έκπληξη, το σύμπαν ανατροπή, το σύμπαν όπου κάθε πόρτα που ανοίγει ο αναγνώστης κρύβει ένα αρνί, μία εποχή, λευκά ποντίκια, το ποτήρι με το γάλα που πίνει ο Κάφκα ή τον σφαγμένο κόκορα που λαλεί στα θεμέλια, είναι αποκλειστικά δημιούργημα του ποιητή του, του Γιάννη Κοντού. Είναι φρικαλέο, αποτρόπαιο, σπινθηροβόλο, θαυμάσιο, αναποδογυρισμένο.

Ποια είναι η άκρη της νύχτας διερωτάται η γυναίκα που έχει ένα πέπλο φακίδες γύρω από το σώμα της. Ποια είναι η αρχή και το τέλος αυτής της τόσο παράξενης και ατμοσφαιρικής συλλογής; Δεν υπάρχει τίποτε συμπαγές, κανένα χερούλι για να κρατηθείς. Ο αναγνώστης γκρεμίζεται συνεχώς σε κρυφές καταπακτές που καραδοκούν σε κάθε του βήμα, υπάρχουν παγίδες που με τα δίχτυα τους τον κρεμούν ανάποδα σε δέντρα που ουρλιάζουν μόνα στο σκοτάδι. Η συλλογή αυτή καταρρακώνει κάθε βεβαιότητα κάθε λογικού και προσγειωμένου αναγνώστη.

Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της. Αφού:

Να είστε η άμμος και όχι το λάδι στα γρανάζια του κόσμου προτρέπει ο Οδυσσέας Ελύτης.

Και απαντά ο Γιάννης Κοντός: Του άρεσε να κάθεται πλάι σε μια κρήνη και να μιμείται το νερό, με κινήσεις, με ψιθύρους.

[Χλόη Κουτσουμπέλη]

 

ΗΤΑΝ ΜΕΡΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ… Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΟ ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ…

… Η σκέψη μου είχε βγει από τη θήκη της και σε πλησίαζε

ή καθόμαστε πολύ κοντά και δεν δικαιολογείται αυτή η νοσταλγία…

 

Τραβώντας κάθετες γραμμές σε κλείνω στο μυαλό μου.

Ριγέ ο κόσμος άγνωστος

Τα πρόσωπα που ήξερα δεν είναι πια.

Οι φωνές χωρίς φωνήεντα –

μόνο τα οδοντικά μια μασημένη μαγνητοταινία –

Όπως και να ’χει το πράγμα, περίπου είμαι ο μαύρος κύριος

με το σκληρό καπέλο, το φιλί στο κεφάλι,

σφαίρες να σφυρίζουν γύρω

και να κοιτάζω συνέχεια τα λευκά σύννεφα

(όπως στον πίνακα του Ρενέ Μαγκρίτ)

[τίτλος και το πρώτο δίστιχο από το ποίημα ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΥΔΑΤΑ με λεπτομέρειες ανάπτυξης από το ποίημα Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΟΤΟΝΙΑΣ, από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΔΩΡΕΑΝ ΣΚΟΤΑΔΙ 1989]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου