ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ ΕΙΡΗΝΗ (ανθολογία)

Κι ο δρόμος των ριζών μας τόσο τραγικά ευθεία δαιδαλώδης
Θησαυρός στο χώμα η σκέψη σου κι η βροχή σου μυστήριο, η βροχή του δίχως τέλος κι ο δρόμος των ριζών μας τόσο τραγικά ευθεία δαιδαλώδης. Σε παγωνιές ν’ αγαπάς τη νάρκη μου κι όταν πέφτουν τα φύλλα να με πίνεις στην κούπα σου κρασί να ανθοφορούν λουλούδια τα χείλη… Κι εγώ που βλέπω κάθε πρωί να επαναλαμβάνω τον εαυτό μου καταγγέλλω τον καιρό επί οπλοφορία. Τα σύννεφα τρέχουν βιαστικά όταν τα κυνηγά η βροχή [Ειρήνη Καραγιαννίδου, «Σ’ εσένα» και «Ειρήνη ημιν» από την ποιητική συλλογή ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ [ Α], εκδόσεις ΛΟΓΟΤΕΧΝΟΝ ]

 «Οι τέσσερις εποχές του Α» είναι η πρώτη μου ποιητική συλλογή. Επέλεξα το «A» να ορίζει τον τίτλο γιατί είναι το γράμμα όπου ο ήχος του διαμορφώνεται από την εισπνοή – εκπνοή. Το τοποθετώ σαν επιφώνημα του σαστίσματος που περικλείει άπνοια, ανάσταση, απόγνωση, σαν άλφα στερητικό, σαν το άλφα της αγάπης, σαν ένα κύκλο δηλαδή που περιλαμβάνει εναλλαγές συναισθημάτων διαφορετικών υφών, όπως και οι εποχές [απόσπασμα από συνέντευξη Ειρήνης Καραγιαννίδου].

[Τυφλή]

Βαλσαμωμένο είδωλο στο κενό
να στέκομαι
κοιτώντας σε
μια φωτογραφία στο έναστρο διάστημα
ομοίωμα κωδικού μυστικού.

Δεν ξέρω τι κοάζουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις
ούτε «γρυ» δεν έβγαλα
μόνο πυρετός
από πλανημένη αιώρηση
πως τάχα σ’ εμένα χαμογελούσες.
Λοιπόν έγραφα μπερδεμένα άτσαλους στίχους,
από καιρό τυφλή
ένεκα εγκαύματος
παρουσίας του βλέμματός σου


[Φώτα]
Άναψε μέσα μου τη μέρα
όσο νυχτώνει
και χαμηλώνουν οι ώρες
πριν ξημερώσει
να μάθω να ξεχωρίζω
το βήμα σου
και στην αργή συνήθεια των έντιμων συλλαβών σου
να λάμπω
στην άκρη του δρόμου
-Ευρυδίκη-
μέσα σε τόσους αιώνες σκοταδιού

[Ίχνη]
Αστόλιστη
σ’ ένα ξεγυμνωμένο πέλαγο
φαντάζομαι καταμεσής
τα μάτια σου
αλογάκια της θάλασσας
εύθυμα να τρέχουν

Πάντα στις μύτες των ποδιών
μετρώντας καλοκαίρια
δέκα-δέκα τα χνάρια τάφροι
-πόσο απαλό να ’ναι το βήμα σου
όταν σηκώνεις απουσίες-
να τελειώσεις γρηγορότερα την άθροιση
να σκύψω εσπερινός
να φιλήσω τ’ απομεινάρια στα απόνερα
να αποθέσεις ξερολίθια τάφους στην αμμουδιά
να σμιλέψουν οι πρωινές ηλιαχτίδες τις κόρες σου

γιατί πού να βγάζει αυτός ο δρόμος δίχως θάλασσα
δίχως τη θάλασσα σου;

Αν αναμείξεις σάρκα και ουρανό στο τέλος δεδομένη εμβολή
Κάποτε θα τσαλακώσουμε τα σύννεφα
Καίγοντας χιλιάδες πελεκούδια
μ´ ένα θερμόμετρο που ανεβαίνει
και εκρήγνυται Έτσι που
όλα ακατάληπτα για τους ανθρώπους να ´ναι
Θόρυβος εκκωφαντικός
Λιβάδια κόκκινα και δέντρα
Ποιος όρθιος, ποιος καθιστός Ποιος
παραμορφωμένη άτρακτος στα τέσσερα,
δεν έχει σημασία
Αν αναμείξεις σάρκα και ουρανό
Στο τέλος δεδομένη εμβολή - μπαμ
 
το τοπίο
Μελετητές με την ανατολή
λόγων συντέλεια αναζητώντας
Δεν θα ´χουν τίποτα να πουν -φαινόμενο
φυσιολογικό-
Χάθηκαν από πυρετό θα υποθέσουν. ]

[Η ροή της άνοιξης]
Μόνο η ροή της Άνοιξης αναγνωρίζει
πως ανθίζω μαζί σου
διψώντας για άσπιλο λευκό
σίγουρη
σηκώνοντας όλα τα πέταλα στα βλέφαρά μου
βεστιάριο πολύχρωμο οι φθόγγοι σου
ξέχειλο από ροδώνες
βρεγμένη χλόη
και φλεγόμενα μελίσσια.

Μέρες με άξονες φωτεινούς
να μου χαρίσεις
αγκαλιές ισημερινούς
με ένα ράπισμα νερού
να με πνίξεις

[Η Άνοιξε άργησε]
Φτιάξε ένα ρούχο
να αντέχει τη φωτιά του φιλιού σου
παπούτσια με φτερά
ζωγράφισε μια μέρα
με όλες τις αποχρώσεις
διαφορετική απ’ όλες τις άλλες
δέρμα νέο
πάνω στα ίδια τα κόκκαλα
με μόνο παιχνίδισμα του ήλιου
αφαιρώντας τα σύμβολα της δύσης
να πλησιάσουμε το φως
χωρίς να μας βαραίνει
η ζυγαριά του χρόνου
τα ρολόγια να δείχνουν πίσω
σ’ εκείνο το ζεστό εικοσιτετράωρο.

Αργείς.
Περνάμε ενσυνείδητα μεσάνυχτα.

Ξεπλένει -λένε- ο βυθός το Καλοκαίρι
κάτω απ´ τις πατούσες των κοριτσιών,
 
καίγοντας Ναυάγια
με πελαγίσια προσανάμματα

Ο Χειμώνας έρχεται στα μάτια
πριν απ´ το σώμα
Όπως κλείνουν κρυφά την ακατάδεχτη επιθυμία 
ξυρίζει πάνω στα βλέφαρα αστερίες 
Γυρίζει ανάσκελα το μπλε πριν να κοπάσει η θύελλα 
καθώς δε σμίγουνε οι φάροι
Σκεπάζει κύμα

Μα πες μου
Έτσι ταιριάζει να πνίγονται οι άνθρωποι

ή κάπως έτσι;
Σ´ έψαξα καλά
Απ´ την καλή κι απ´ την ανάποδη
στη μέσα φόδρα
κι επάνω ως κάτω
είχες μια εξαίσια απειλή
 
σαν κάθε τι στη μόνη του φορά
Δεν άκουσα κανένα τσαφ
κανένα άλλοθι ενοχής,
 
Μύρισε μόνο που σηκώθηκα
καψαλισμένο προσκεφάλι.
Όταν ντύνεσαι φωτιά
δείχνε ένα έλεος
Τουλάχιστον στις ούγιες.

[Καλοκαιρινό παραμύθι]
Επέστρεφε στην όμορφη αθωότητα
στο παραμύθι Σεβάχ θαλασσινός
ν´ ανταμώσεις τη μνήμη την παλιά
το χρώμα του αίματος στο κύμα
τη φωνή δίχως προσωπείο
καραμέλα σε ακηλίδωτο στόμα

Που όταν θ´ αγγίξει ξανά υφάλους-χείλη
αυτά θα καπνίσουν
φωτιές

Αν φύτρωναν λουλούδια από σκάγια στα βράχια
θα ήσουν εσύ.

[Θαλάμι]
Δίχως νερό κάποτε
ενδεχομένως
δεν ήμουν άλλο τίποτα
πέρα απ’ το λουλακί όνειρό σου
πέρα από μια προδομένη κορνίζα
ξέθωρη απ’ την αλμύρα.
Άσε την ανάσα αυτό το βράδυ
να σε ψάξει
γίνομαι στεριά
να ακουμπήσεις τρικυμίες

Έλα να μαντέψεις τη δική μου
-θέλει κανάκεμα-
που ανάγλυφα σκαλίζει
Απουσίες
που κάνει δήθεν πως αγνοεί την ησυχία
και παζαρεύει παλιές νηνεμίες.

Να ξαποστάσω –Πρωτέα μου-
γι’ αυτή τη νύχτα μόνο.

[Ηλεκτρική καταιγίδα]
Νερά ακατάσχετα
παίρνουν αντάμα τους
όλα τα κάτωχρα –πια- τετράδια
μην αμελήσεις
να φυλάξεις τ’ αλφαβητάρια,
γιατί ούτε με πλημμυρίδες δε μπορώ
να σε φτάσω.

Απλωτές λήθης

σήμερα
που είναι τα όνειρα
κατάφορτα μετεωρίτες
σκονισμένα πεφταστέρια
στείλε τη σκιά
έστω και μιας λειψής φτερούγας
να προστατέψω
τα μουλιασμένα οστά μου
κι εγώ θα σε ποθώ
ακόμη και σε νερά μαγνητισμένα
με όλα τα κύματα επ’ ώμου

[Ειρωνείες στο κρεβάτι]
Μου αρκεί μια υποψία
βραχνής εντολής
για να βεβηλώσω
την επικράτειά σου
δίχως κανένα αλύχτισμα
-ευτυχισμένη-
που θα λατρεύεις την ηδονή
του κλαυσίγελού μου.

Δε πα να σε κρύβει ο ορίζοντας του σεντονιού…

[Πανσέληνος]
Σήμερα θα γιγαντώσω
μ’ αυτή την καταστροφική λάμψη
του φεγγαριού
θα γιγαντώσω το κενό σου
θα διαστείλω τον ορίζοντα
ώστε να είναι τα χάδια

ε π ι β ρ α δ υ ν ό μ ε ν α
σε μία άστοχη μάζα αγκαλιάς
-της δικής μου-
να έρθει το κατάρτι σου
βυθοσκόπε ναύτη
να ταράξει τα σωθικά
καθώς φτεροκοπώ ασάλευτη
εντοιχισμένη πρόωρα
σε αμπαρωμένα νησιά-Συμπληγάδες
παραμονεύω
στους καθρέφτες σου
σαν με ξημερώσουν
μόνο το ομοίωμά μου να παραμείνει
υδατοστεγές

Την υπόλοιπη
με θέλω σε θραύσματα.

[Γιορτή αιώνιων εκρήξεων]
Κι όπως κοιμάσαι
απατώντας με κύματα
σου μιλώ σαν να σε ξέρω
επειδή μοιάζεις στην ψυχή μου
-θαρρώ-
κατάφωρα εμπλεκόμενη
σε αιχμηρές περιπλανήσεις.

Βάλε απόστροφο το θόλο σου
αντίστροφα,
να προστατέψω την εύθραυστη όψη μου
την ακούραστη αναμονή της λάβας σου
να περισώσω
έστω και σε απανθράκωση
ως άλλη Πομπηία.

[Γοργόνειο άσμα]
Τάχα τι φοβήθηκες;
Πως  το πράσινο τρεμούλιασμα
που επιθυμούσε
με περισσή αλλοφροσύνη
να σε κοιτάζει
είναι Μέδουσα;

Έλα να παραλάβεις τα
το «Γοργόνειο»
σ/π/α/σ/μ/ε/ν/ο

[ Τι είσαι; ]
Αγνοώ
αν είσαι κύμα μαγνητικό
ικεσία πλεούμενης λαχτάρας
ή απλώς θαλάσσια συνείδηση

Γεγονός είναι
πως και στον ύπνο μου
ακόμη
είτε σαν αποκολλημένο όστρακο
είτε σαν τρεμάμενος γαλαξίας
ανασυνθέτω
το όλο της ημέρας σου
σε μια κουταλιά θείο
και ξεδιψώ
από παράταση αλμύρας

Αλλά
 υπάρχει μια οσμή
μπαγιάτικων εσώψυχων στο πάτωμα

Ήταν η προσπέλαση του εντελώς ξαφνικού
Ήταν που έγινα μπουκάλι
να σε περι-Έχω.

[Εξορία φιλιών]
Θέλω να είμαι
ανάμεσα
στα χείλη σου
λέξη
από άμμο και γυαλί
κομματιασμένη συλλαβή
στην ακαθόριστη κυκλοφορία
της γλώσσας
φωνή
μόνο φωνή
γυμνή
νύχτα και μέρα
εξαγορασμένη
μέχρι να ριζώσω
κεραυνό
στην άρθρωση
του «σ’ αγαπώ» σου.

Ύστερα ας μ’ εξορίσουν τα φιλιά σου
καυτηριασμένη

[Μάτια μου]
Κάτω απ’ την καλύπτρα των συννέφων
νύχτα
πάνω από την πόλη
σ’ όλο το πλάτος
υπάρχει
η αγκαλιά σου
τα χέρια σου
-αιχμές αστεριών
παρασύρουν
σε μετωπική σύγκρουση
διάττοντες κομήτες-
τα χείλη σου
-κάθε τοίχος πάλλεται
παραλύει στο μειδίαμά τους-

Μα αν τα μάτια σου
ανέβαιναν
απ’ τους άτεμνους ορίζοντες
να ’ξερες πως
όλα τα φεγγάρια θα ριγούσαν
σκορπίζοντας
γιατί δεν θα ’χαν άλλο φως να κλέψουν.

[ Σοπράνο ]
Από ένα κεφάλι που γεύεται
απουσία
Βγαίνει μια γλώσσα
να ολισθαίνουν οι ήχοι
σε φανταστικό
libretto

Γι ´ αυτό οικειοποιήθηκα τα σκοτάδια

Ανέκτησα δύναμη
να δαμάζω κραυγές
Μετρώντας όνειρα σκάλες
μιας κλίμακας που μόνο ανεβαίνει

Άριες da capo

σα να ´ναι το τραγικό
αυτονόητα
αναγκαία συγκοπή
της ευτυχίας. 

~ Άκρον-Ίλιον-Κρυστάλ~ [ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ]
Σε κάποια άλλη εποχή
Θα είχα βγάλει απ´ το συρτάρι το ψαλίδι
Θα τέντωνα το σώμα όσο μπορούσα
Θα κατέβαζα στο ύψος μου κλαδιά από μηλιές
Θα έκοβα χορτάρι
Θα έκοβα χωρίς λύπη
Θα γέμιζα μια αγκαλιά κίτρινη την πίσω θέση
Και μετά
Οδός Δελφών
Θα σκόρπιζα Φθινόπωρο
Κι ένα κρυστάλλινο βάζο

Θα θέριζε.

~ Εδώ ο κόσμος καίγεται~ [ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ]
Μεταξύ σφύρας και άκμονος
Εκτός σχεδίου πόλης
αυθαίρετα κινείσαι
φύλλο
Στοιχηματίζω
Κάποιος σου χάρισε
μια κόκκινη πίπα
Να καπνίζεις
σπλήνα και φωτιά
Να ´χουν γεύση
από στάχτη και ψιλόβροχο Τα
χείλη
Ξεχειλίζεις
Μου τσακίζεις την πλάτη
Τα μπροστά
Τ´ άλλα τα υπόλοιπα Και τα λοιπά και τα λοιπά
Γίνεσαι ως το βράδυ
ασήκωτος
Στοιχηματίζω
έχεις μια κόκκινη καρδιά-Θα-γλιτώσω-
ποιος-πέθανε-από-λίγη-υγρασία
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς Φθινόπωρο
μας βρήκε η Πομπηία
Δεν πνίγηκε κανείς.

~Τι πάει να πει λοιπόν: ε,και;”~ [ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ]
Κάθε πρωί επιστρέφει το ποίημα
Κύριος
Κυρτώνει την πλάτη
Μπαίνει απ´ το περιθώριο
(μήπως να παίρναμε το τσάι μας γύρω στις τρεις;)
Σέρνεται στα πλακάκια
(τι θα φάμε το βράδυ;)
Καυγαδίζει με το ταβάνι
(να καθαρίσουμε μαζί ένα μήλο;)
Τα διάκενα ορμούν στη νεκρή
(ναι, ξέρω, πέρασε καιρός)
Ύστερα
σκοντάφτει σε μια ντουζίνα σερβίτσια τσαγιού
κι ένα κάρο κομπόστες
Ο γάτος πετάγεται έξω.

~ “διαβάστηκε” ~ [ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ]
Έκλεισαν οι δρόμοι
Ίσως έρθω απ´ την πλευρά του βουνού
γραπώνοντας το μέτωπό σου
Αν είναι ο άνεμος κόντρα θα φυτευτώ
σε δυο κροτάφους
είκοσι λεύγες πάνω απ´ τη θάλασσα
Να σε κοιτώ
με τη ψυχή στο στόμα
Μέχρι να βάλεις εκείνο το ρημαδιασμένο σιελ πουκάμισο που λέγαμε
ωραίος τόπος για κολύμπι.

~ -μαμά γιατί έχεις τόσα μεγάλο στόμα;- [ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ]
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα
Οσμίζεται τη γεύση των δακρύων
Κρατά μύρο και λιβάνι
-φοβού τους νεκρούς και δώρα φέροντες-
Καλά μας τα ´λεγε ο Κυριάκος
πως
κάθε χρόνο τέτοια ώρα
Μασώντας τα ματόκλαδά μας
Ο Τειρεσίας
νίβει τις πληγές του
Και περνούν τρισάγια τα χρόνια
Τόσα πολλά
που πάντα αναρωτιέμαι
Αν ήταν όλα δικά σου.

~ οικιακά και άλλα στάσιμα ~ [ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ]
Τώρα είμαι έμβρυο
Πίσω απ´ τα τζάμια
καμιά φωνή δεν τρέμει
Την ξεκοιλιάσανε τη γριά σκύλα
Θα γίνω τριάντα ετών σε καμιά εικοσαριά χρόνια
Έχω μια γάτα που τη φωνάζω Ψάρι
´Εχω ένα πουλί που το φωνάζω Γάτα
Εγώ συνήθως κάνω το πρόβατο
κι Εσύ τον λύκο
Ο ένας τρώει τον Άλλον
Ο άλλος τον Έναν
κι ο Κανένας άδικα βγήκε στο κλαρί
Που δεν τον κράτησε χλωρό
Εντός ξηρασία
Πέρα απ´ το παράθυρο
ο κόσμος απλώνεται ευτυχισμένος

κοκκινιστό- [ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟ]
Τις Κυριακές οι άνθρωποι 
λωρίδες κόβουν τα μάτια
 
Τα κρεμούν στον πολυέλαιο
 
αχνίζουν χυλοπίτες στο τραπέζι
Τους απασχολεί το παρόν
Ύστερα χορτάτοι αστειεύονται για το μέλλον
Όταν δεν θα ´χουν απόθεμα τίποτα κόκκινο
τίποτα ζεστό
Όταν δεν θα ´χουν μάτια
Αλλά τι σημασία έχει;
Όλο και κάτι θα βρεθεί ν´ αχνίζει ανάποδα
κάτω απ´ το φως
Και συνεχίζουν να μπίγουν τα πιρούνια.

[Ξέρω]
Ξέρεις πως σε περιμένω
πίσω απ´ το τόξο  των φρυδιών
Ξέρεις πως θα είσαι
η αιώνια έκπληξη

Να επιστρέφεις κάθε τόσο
νύχτες και ημέρες
με εναλλακτική φορεσιά -Να επιστρέφεις-
κάθε τόσο
α ρ γ ά  και ακούραστα

Είναι ο κενός χώρος που σε απαιτεί
Είναι που η καρδιά μου
είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου.

Την τεφροδόχο των στίχων σου  δίχως έλεος θα σκορπίσω  να δω πως πνίγει η κάθε λέξη  το όνομά μου. Εγώ που έλαμπα διάστικτη μέσα στα άσπρα σου δωμάτια, να κείτομαι τώρα - απ' τα χέρια που πιο πολύ αγάπησα-  πλανόδιο νεκροσάβανο  σε θλιμμένο φτηνό τραγούδι [ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ Ειρήνης Κ από την ποιητική συλλογή ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ [ Α ]

Χρειάζεσαι κι ένα φεγγάρι κάποτε ή
ένα ποίημα να σφυρίζει στο αυτί 
Ουρανό
Βγάλε τον Αύγουστο απ´ το αυτί μου
ο άκμονας κλωθωγυρνάει προπέλα
στις έξι κάθε μέρα με πιάνει σκοτοδίνη
 
Βάλε δυο μέρες του Γενάρη
Να ταξιδεύω με αεροπλάνο Να κατεβαίνω από ταξί
Να μου φωνάζεις βρέξε 
Να σου φωνάζω Μίλα 
Ψιθύρισε έστω κάτι
Έλα -ας πούμε-
Ελήφθη ή
όβερ
Βγάλε τον Αύγουστο απ´ το αυτί μου
Δεν ξέρω από κοχύλια
ανάμεσα στις κόρνες των ειδήσεων
 
σε ποιας ταινίας τίτλους βρίσκομαι
 
Θα πήγαινα για ψάρεμα
 
Μα μόλις δίχτυα ρίξω
 
Το κόκκινο ανάβει
Είμαι σε ηλικία ασυρματίστριας.



Και, πες μου, τελικά έγινες πριγκίπισσα; «Βάτραχο δεν έχω φιλήσει, αλλά αν τους θρόνους τους φτιάχνουν οι αγκαλιές και τα στέμματα τα μάτια, έχω βασίλεια ολάκερα. Υπάρχουν νύχτες που τα φεγγάρια δε σε χορταίνουν. Θες να δαγκώσεις δρόμους, να ξεσκίσεις στηθαία, να καταπιείς χιλιόμετρα. Μ’ αυτά και με αυτά και λίγο απ’ όλα οι ποιητές νηστικοί πάντα μένουν… Ρε άσε τα χαρτιά σου λέω κι έλα. Ο Αι- Βασίλης πέρασε την πόρτα, είχε τα κλειδιά. Άφησε ένα δώρο: Την υπόσχεση του Άλφα…» Η πριγκίπισσα δεν ξανακοιμήθηκε. Γράφει ποιήματα κι ονειρεύεται το μέλλον: «Έναν κόσμο όπως αυτόν που ζωγραφίζαμε παιδιά. Με μπλε λουλούδια, κόκκινα σύννεφα, πράσινα ψάρια, ροζ πουλιά, πορτοκαλί ήλιους κι ανθρώπους με τεράστια χαμόγελα»  [Ειρήνης Καραγιαννίδου και ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ [ Α ]

[Ειρήνη Καραγιαννίδου: Όταν ήταν μικρή ήθελε να γίνει ζωγράφος. Στην πορεία μπερδεύτηκαν πινέλα μαζί με δικόγραφα. Γίνανε μαλλιά κουβάρια κι έτσι ως επιτακτική ανάγκη, προέκυψε ένα μεταπτυχιακό «οικιακής οικονομίας» . Όταν μεγαλώσει αρκετά, θέλει να υπερίπταται -αρκούντως- ποιητικώς. Έχει εκδώσει  την ποιητική συλλογή ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ [Α]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου