ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ ΠΕΤΡΟΣ Τριβείο Χρόνου

ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ Η ΦΘΟΡΑ ΑΛΛΑΖΕΙ ΣΩΜΑΤΑ:
-Με πιάνει λύσσα κίτρινη, συντετριμμένος σκύβω λυγισμένος σαν άλλος θάνατος σ’ αγγίζω με τα χείλη. –Λύσσα ψυχρή πηχτή μοναξιά, ουρλιάζω πίσσα και κιμωλίας σκόνη. –Βγάζουν οι πόροι κρύο, κρύο μπλε πάνω στο δίσκο ο θάνατος ασήμι που γυαλίζοντας γρυλίζει. –Γυρίζει γύρω-γύρω το παιδί, γυμνός ο άνδρας με κοιτάζει μέσα σε κύκλο κίτρινο στο καφενείο των νεκρών απομακρύνομαι. Κοιτιόμαστε Το μόνο που ακούγεται η φθορά αλλάζει σώματα (ΝΕΚΥΙΑ – ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Χρόνης Μπόστογλου) – «Το πράγμα καθ’ εαυτό είναι απροσπέλαστο», έλεγε ο Καντ καθώς ο Φίχτε νεαρός παραμιλούσε –εντός του- «κούνια που σε κούναγε γέρο ξερέ σαν παξιμάδι». Τώρα γυρίζουν και των δυο τα οστά γυρίζουν γύρω-γύρω με τη γη, γυρίζουν γύρω-γύρω όλοι για λίγο στον κόσμο… Ανακατεύεις ολίγον bacon με Chagall και παίρνεις έναν Σακαγιάν στο βάθος αχνοφέγγει κι ο Hopper καθώς ο Klimt παραμιλά «μην είναι του Balthus τούτη η γειτονιά;» «μα όχι, όλα κοινά», το λέει ο Dalli καθώς κι ο Σακαγιάν «παραπαπάμ, παραπαπάμ» (ΤΟ ΠΑΞΙΜΑΔΙ ή ο ΚΑΝΤ και ο ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ ΣΑΚΑΓΙΑΝ, από τη δεύτερη ενότητα της συλλογής του Πέτρου Γκολίτση ΤΟ ΤΡΟΒΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Πορτρέτα ενός κάδρου, εκδόσεις Μανδραγόρας 2013ART by Sacaillan Edouard)

 Η ποιητική συλλογή Το Τριβείο του χρόνου του Πέτρου Γκολίτση εκδόθηκε την άνοιξη του 2013 και είναι το δεύτερο βιβλίο του. Ο ποιητής έχει πραγματοποιήσει επίσης δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του. Είναι επομένως και ζωγράφος, κάτι που φανερώνεται τόσο στο ιδιαίτερο σχέδιο του εξωφύλλου του βιβλίου όσο και κατά την διάρκεια της ανάγνωσής του, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω. Το βιβλίο αποτελείται από τρεις ενότητες που τιτλοφορούνται με έναν κάπως παράξενο τρόπο. Η πρώτη ενότητα ονομάζεται Πολυάνδρειο (Ωχρόλευκα και αιματωπά) και περιλαμβάνει 16 ποιήματα, η δεύτερη τιτλοφορείται Πορτρέτα εκτός κάδρου και περιέχει 7 ποιήματα και η τελευταία Μίκρο-Μάκρο και περιέχει 10 κείμενα, τα οποία φαίνονται ως σπαράγματα ενός συνόλου που δεν βλέπουμε ή ως μικρά τμήματα που αυτονομήθηκαν και παρατάσσονται το ένα μετά το άλλο, άτιτλα. Αντιπροσωπευτικές επιλογές και από τις τρεις ενότητες αμέσως παρακάτω

ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ
Ποια τρυφερότητα;

Εδώ τα μάτια με τα δάχτυλα αφαιρώ
τα ποιήματα στις κόγχες
σαν κέρματα στα αφήνω
να αστράφτουνε μεταλλικά
στο χώμα να βαθαίνουν
ψήγματα χρυσής σποράς
να μαρτυρούν μια καταβύθιση
(να μας περνούν πιο κάτω)
ενώ ψηλά βουλιάζουν οι επόμενοι
έρχεσαι κι εσύ
σε περιμένω!



ΤΟ ΓΥΑΛΟΧΑΡΤΟ
Τα ποιήματα συμβαίνουν με γυαλόχαρτο
τρίβω το χαρτί και βγάζει χόρτα
ανάσκελα βολεύτηκα
και πλέον πλέω στο χώμα
και ονειρεύομαι
σχίζω τις πόλεις μάρμαρα μαζεύω
ψηλά στον ουρανό
και μ’ ένα τρίκυκλο γυρίζω γύρω-γύρω

Βρέχει χαρτόνια γύρω μου παντού
μόνο χαρτόνια

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ
Ξαναφορώ το βλέμμα μου και έρχομαι
μα βρίσκω βλέφαρα κιγκλίδωμα
μ’ απέκλεισαν
και κάτω πέρα μακριά τα χέρια μου
με τρόμαξαν
βουνά που σέρνονταν και ούρλιαζαν
σαν φάλαινες
σαν μια κλωστή όλα τα περιγράμματα
γραμμές που έσβηναν και σπάζαν κατακόκκινες
άδειος ο ορίζοντας αγκομαχώντας άχνιζε
χώρες τα μάτια μου παλιές που χάνονταν
θα ξεκινήσω ο βυθός και μόνο βότσαλα

ΜΟΝΟ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
Μόνο οι νεκροί δεν ταξιδεύουνε
χωρίς να σκέπτονται σκαλίζουν
μ’ ένα ραβδί στην επιφάνεια του μυαλού μου
φτιάχνουν τετράγωνα πετάγονται καρέκλες
και με το δάχτυλο σχεδιάζουν κύκλους νοερούς
ανάβουν ήλιους που δεν σβήνουν
γυρεύουν τις καταπακτές κατακρημνίζονται
`
έκτοτε με αγνοώ και περιφέρομαι
σε τόπους που θα υπάρξουν

Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ
( ή πηγαίνοντας με το αστικό στο Νταχάου ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΣΤΟ ΝΤΑΧΑΟΥ)
Έχω σφαγή
την πλάθω σαν ψωμί
την περιφέρω
θα φουσκώσει
αζύμωτη
σαν το λευκό χαρτί τσαλακωμένη
γυρνώ στο σπίτι τα μεσάνυχτα
κοιμούνται τα παιδιά
για καληνύχτα τα φιλώ
και τα σκεπάζω
γέρος το πρωί στο λεωφορείο
μια κοπελίτσα με κοιτά
σηκώνεται για να καθίσω
κάθεται δίπλα μου
και μου κρατά το χέρι
σφαγή στο άσπρο κάθομαι
να δεις που θα με θάψουν
κοιτιούνται μεταξύ τους τα παιδιά
οι προπομποί κρατώντας
κοντάρια σύμβολα θρησκευτικά
γυαλίζει το ασήμι
(να έχει η πρώτη η σειρά
σταυρούς και τα τοιαύτα)
άντε να τελειώνουμε γιαγιά
να πάμε να παίξουμε μπάλα

ΤΟ ΤΣΙΓΚΕΛΙ
«Ό,τι σε τρέφει εσένα
εμένα θανατώνει»
έλεγε στο σφαγμένο βόδι
κοιτώντας το ερωτικά
με μάτια πυρωμένα
και κόκκινη ποδιά
Απ’ το τσιγκέλι ανάποδα
γδαρμένο το κουνούσε
του τραγουδούσε
τραγούδια παιδικά
πλησιάζανε τα μάτια τα νεκρά
τα ζωντανά με τα νεκρά
δίχως να τρίζει η κούνια

Η ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ ΚΑΙ Η ΑΛΥΣΙΔΑ
Δεν αγαπά τα μάτια της
την έβαλε με τους τρελούς
την έκανε τρελή

Τώρα μιλάει με τον Holderin και με τον Χαλεπά
χαϊδεύει το μαρμάρινο κεφάλι
γλυκά του απαντά
-Δεν φταις εσύ κορίτσι μου που είσαι κοιμωμένη
δεν φταις μαρμάρινη που είσαι ούτε κι εγώ
που είμαι πιο νεκρή απ’ τους νεκρούς
κι ας έχω αλυσίδα γύρω από τη μέση
κι ας έχω εγγόνια και παιδιά

Απλώνεται μαρμάρινο και αστράφτει το λευκό
χαϊδεύει το μαρμάρινο της κοιμωμένης το κεφάλι
απλώνεται κι αυτό και λιώνει
μας κατακλύζει το λευκό

ΒΑΥΚΙΔΑ
Εεέ Βαυκίδα!
Το ξέρουμε κορίτσι μου πως είσαι από την Τήλο
φρόντισε γι’ αυτό η φίλη σου η Ήριννα
κορίτσι 19 χρονώ
νεόνυμφη που πέθανες
και σε σκεπάζει χώμα
Γίνε η φωνή των σκεπασμένων των νυμφών
που σβήσαν ατραγούδιστες
σε χώμα άσπρο νυφικό να μη βρεθεί
να μη δεθεί θρήνος ξανά
με την ηχώ του γάμου

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ
Είναι νωρίς για να συμφιλιωθώ
είμαι στο σπίτι της νεκρής
για να χτενίσω τα μαλλιά της
είναι νωρίς
για να χτενίσω τα μαλλιά της
`
αμήχανα γυρίζω το κεφάλι μου
γυαλίζουν τα παπούτσια μου μικρού παιδιού
στέκομαι πλάι μου με πόδια γυρισμένα
−πόδια παιδικά−
τόσο αφύσικα γυαλίζουν τα παπούτσια
παράξενο μικρό παιδί να στέκομαι ακίνητος
για τόσην ώρα
παράξενο
είναι γεμάτα λάσπες τα παπούτσια μου
γεμάτος χώμα θα
ʼναι ο ουρανός
κι απόψε

Η ΤΡΕΛΑ-ΔΑΣΟΣ
Φλέγεται η τρέλα μου σαν δάσος
κι αν βρέχει τι; δεν έσβηνε
τα μάτια μου ξοδεύπνταν
τις φλόγες έβλεπα τυφλός
φουντώναν –μ’ άλλα μάτια-
οι άκρες των δαχτύλων μου πυρώναν
με ρούχα σβήνω και σεντόνια
όσα καίγονται, χτυπάω στον αέρα
παράξενο ενώ φλέγομαι δεν καίγομαι
μπροστά μου μόνο στάχτες
κι όμως ακόμη φλέγομαι
μπροστά μου μια καρέκλα
άδεια καρέκλα κάθομαι
και με κοιτώ κοιτώντας την
αυτή κι ο κόσμος
κι ανάμεσα εμείς
[Πέτρος Γκολίτσης, από την πρώτη ενότητα της συλλογής ΤΟ ΤΡΙΒΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: ΠΟΛΥΑΝΔΡΕΙΟ, ωχρόλευκα και αιματωπά, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2013]

NUKTOS ‘AGALMA (EZRA POUND)
Στα χρόνια μου
δεν φοριέται ο χρυσός
κι αν συζητείται ενοχλεί
παρά το ασήμι κι η σκουριά
σιγά-σιγά ρέπουν και πάλι
προς μια λάμψη –αλλιώτικη–
κράμα καινούργιο
που ανανεώνει
–διατηρώντας– ρίζες βαθιές
και ευέλικτες
που ξέρουν από ποια
υπόγεια λίμνη να τραβήξουν
για να κρατήσουν
λίγο περισσότερο
(διψά το καθετί −έτσι κι ο στίχος–
για τη διάρκεια)
Καλύτερα έτσι παρά
να καμπυλώνεις τις γωνίες
να μεγαλώνεις τα μικρά
να ψάχνεις μουσικές παλιές στους στίχους
γέρικα νύχια να γραπώνουν
άσαρκα κουρέλια
Δεν θες νυχτερινά αγάλματα
σε αστικές πλατείες
ξεστολισμένοι άνθρωποι
βαδίζουν πλάι στο χρόνο

Η ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ

«Σας περίμενα
παρακαλώ περάστε
να προσέχετε
καθώς θα κατεβαίνουμε»

Μιλήσαμε με στίχους
με κίτρινα βεγγαλικά
και περιστέρια-σκύλους
με στίχους του που χάθηκαν
του απαντούσαμε
μας έλεγε δικούς μας
κυρίως τους μελλούμενους
(καταλαβαίναμε πως ήτανε δικοί μας)
Στο τέλος μόνο φάνηκε
πως ήμασταν με τους νεκρούς
πως ήταν πάλι μόνος
πάνω σ’ αυτό δυνάμωσε η φωνή του:

«Το ήξερα από την αρχή
μα δεν στενοχωριέμαι
έχω εδώ -να- δίπλα συντροφιά
τον φίλο μου τον ποιητή
τον Dylan Thomas
έρχεται κάθε τόσο να με δει
του ψήνω ελληνικό καφέ
μα δεν μιλάμε»
 [Πέτρος Γκολίτσης, από τη δεύτερη ενότητα της συλλογής ΤΟ ΤΡΙΒΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Πορτρέτα ενός κάδρου, εκδόσεις Μανδραγόρας, 2013]

Μίκρο - Μάκρο
Ποιητή δωσ’ το σύνθημα
να σκορπίσουμε
ασυντόνιστα να βαδίζουμε
προς όλες τις κατευθύνσεις
να πέφτουμε ολόγυρα
καθώς πλησιάζουν
οι επόμενοι

Μολύβι έσερνες και ερχόταν περιστέρια
μες στο μυαλό χτυπούσαν τα φτερά
νεκρά πουλιά πνίγονταν μες στη γλώσσα
πετούσαν δίχως μάτια

Το μάτι κρεμάστηκε
μα δεν ανέβηκε
πάνω στο άλογο
το άλογο έφυγε
το μάτι διαλύεται
μαζί με τη σκόνη
του καλπασμού

Δεν το περίμενα
τα δέντρα
ʼγίναν πέτρινα
και πέτρινοι οι καρποί βαραίνουνε και πέφτουνε
και ξύλινη η γη δεν θα το αντέξει
`
Πλησιάζουνε τα  κύματα μας τρών’ σιγά-σιγά
όλα
ʼναι ακίνητα και ένα φεγγάρι
εκεί ψηλά αυτόφωτο
να λιώνει

Τώρα μαζεύονται τα χελιδόνια
όχι στον τόπο που τα φέρνεις –στο μυαλό σου-
αλλά εδώ «ελάτε πίσω χελιδόνια»

μου παίρνουν το χαρτί που γράφω και πετούν

Γυρίζουν οι νεκροί σαν δορυφόροι
αδέσποτοι φυγόκεντροι στους ζωντανούς για λίγο
σπιράλ μετά στο βάθος όλοι σβήνουμε
μιας νύχτας έναστρης και μπλε καμπυλωμένης
σκορπίζουμε στη νύχτα του Chagall
σκεπτόμενοι το άσπρο φόρεμα της νύφης της ιπτάμενης
που ξέμεινε στη γη

[Πέτρος Γκολίτσης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1978. Σπούδασε οικονομικά σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Birkbeck College). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα Ρουμανικά, στα Σερβικά και στα Αγγλικά. Ποιήματα και δοκίμιά του έχουν επίσης δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά: «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, «Οδός Πανός», «Ένεκεν», «Μανδραγόρας», «poetix», «Θέματα Λογοτεχνίας», «Κουκούτσι», «Πόρφυρας», «Εμβόλιμον», «Τεφλόν», «Αλμανάκ Ποιείν», «poiein» και «poeticanet». Παράλληλα, ασχολείται και με τη ζωγραφική. Έχει πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις στη Θεσσαλονίκη και έχει συμμετάσχει σε περισσότερες από 20 ομαδικές στην Ελλάδα και στη Σερβία

ΛΥΡΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΛΑΒΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ:
Σκοτεινά τα μονοπάτια του μυαλού και του σώματος. Τι είναι αυτό που κάνει τη λογοτεχνία να επιστρέφει στην τρέλα και στο θάνατο; Ακόμη κι εκεί όπου ο έρωτας φλέγεται και η ζωή καλπάζει, ποια υπόγεια δύναμη ωθεί τον δημιουργό να πλέξει το φως με το πιο ανομολόγητο κομμάτι της ύπαρξης; Σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να δώσει απάντηση ο Πέτρος Γκολίτσης με τη συλλογή του ΤΟ ΤΡΙΒΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ (εκδόσεις Μανδραγόρας 2013). Και δεν υπάρχει καλύτερη απάντηση, σημειώνει στο εισαγωγικό σημείωμα της παρουσίασης του βιβλίου η Άννα Γρίβα,  από το να θέτει το ερώτημα, από το να μας κάνει να αναζητήσουμε τη σκοτεινή λάβα της ύπαρξης με τον τρόπο της ποίησης. Ύστερα ο καθένας ας διαλέξει στάση απέναντι στα μεγάλα ερωτήματα, που θα είναι είτε αξιοπρέπεια και καρτερία  είτε φόβος και άτακτη φυγή. Ο ποιητής χαρτογραφεί μόνο την πρώτη πορεία. Στη συλλογή κυριαρχεί μια παλίνδρομη κίνηση από τον ουρανό προς το βάθος και από τα έγκατα της γης προς τον ανοιχτό αέρα, ένα ευφυές παιχνίδι, μια ιδιότυπη άσκηση αναπνοής. [Άννα Γρίβα, «Εκεί που κόκαλα είναι οι κτίστες και λέξεις τα θεμέλια», ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, περιοδικό για την τέχνη και τη ζωή. Σχόλια κι απόψεις για Το Τριβείο του Χρόνου και τον ποιητή του και από την Άννα Αφεντουλίδου και τον Αντώνη Ψάλτη – ART by Chihatu  Shiota)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου