ΛΟΥΚΙΔΟΥ ΕΥΤΥΧΙΑ (Ανθολογία)

ΡΙΓΜΕΝΑ ΠΕΤΑΛΑ ΦΩΤΟΣ  ΣΤΙΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΕΣ ΜΟΝΑΞΙΕΣ

(…δεν είναι πια στη διδακτέα ύλη… για το ταξίδι…)

Αυγή θρυμματισμένη   από σαλπίσματα τυφλών αγγέλων

Πάνω στις στέγες των σπιτιών

Που εντός τους ενδημεί   η αναμονή του πένθους

 

Μα, εκεί στην άκρη της αυλής   στης κλαίουσας τον ίσκιο

Μια χορωδία μαρτύρων   με μωβ αγκάθια στα μαλλιά

Στήνει μιαν ανεμόσκαλα

Το θάνατο αποπλανά   κι ένα μπουκέτο νότες Αναπέμπει …………………………………………. ……….

Κι ενώ κάθε πρωί τα σχολικά   μαζεύουν από τις γωνίες

πολύχρωμους αθώους νυσταγμένους   με το σημάδι του μη προορισμού

ρόδινη χαρακιά στα μάγουλά τους 

κάπου αλλού   αγέλαστες δασκάλες

σχεδιάζουν  να τους μάθουν

πως σ’ ένα μέλλον  κοντινό τη δυστυχία

θα την πυροβολήσουν με τις λέξεις –

κι όχι παιδιά μου

όπως κάποιοι τρελοί και ηττημένοι ισχυρίζονται

μ’ εκείνες τις ολόμαυρες τελίτσες. 

Αυτές, μικροί μου άγγελοι   δεν είναι πια στη διδακτέα ύλη

…………………………………………………………...

Ούτε σαλεύει ούτε ξαγρυπνά

ούτε να θυμηθεί μπορεί  

τους λόγους που κάθε απόγευμα κουτσαίνει.

 

Κανέναν πειθαναγκασμό   δε θα καταδέχονταν

κι ας έσφιγγε στα δόντια της   ένα πελώριο δάσος ουρλιαχτών

κι εκείνη τη μικρή κλωστή   που συγκρατεί,

πριν ξηλωθεί ένα πουλόβερ από χιόνι.

 

Δυο τρεις φωτογραφίες κουνημένες

μια χούφτα δευτερόλεπτα   κι αμέτρητα γυαλιστερά καρφιά

ήτανε όλα κι όλα τα απαραίτητα   για το ταξίδι.

…………………………………………………..

Τι παίρνεις πίσω;   Τι αφήνεις;

Σε ποια μετάληψη νυχτερινή τα χείλη θα σφραγίσεις;

 

Σκουριάζει η χλωρότητα και αφανίζει

κι όσους και να μετρήσουμε νεκρούς

πάλι τα κρίματα και η μοναξιά   θα γέρνουνε στο ζύγι.

 

Ας με κατηγορήσουν για παραίτηση

για εσκεμμένη αλλοίωση του παρελθόντος

για ελπίδες ληξιπρόθεσμες

και για την ακαταστασία στα συρτάρια.

 

Πίσω από τις καρτ ποστάλ

θα έχω πάντα φυλαγμένο   το μπαρούτι.

[ΕΞΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός  1999

ΤΑ ΑΠΟΣΙΩΠΗΤΙΚΑ από τη συλλογή ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ, Καστανιώτης 2008

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΜΕ ΕΛΑΦΡΕΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ από τη συλλογή ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ εκδόσεις Κέδρος 2012 και

ΕΛΑ ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΜΕ  ΤΑΜΕΙΟ από τη συλλογή ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, εκδόσεις Κέδρος 2017

«προλογίζουν» αντιπροσωπευτικές επιλογές ποιημάτων από τις παραπάνω συλλογές της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ]




ΔΙΑΣΩΣΗ ΑΠΩΛΕΙΩΝ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 1999)

Καθώς πια όλα είναι εφικτά   Πλην της Αθανασίας

 

Φύλαξέ μου   Πάνω σε φτερό ερωδιού

Την πτώση ενός άστρου

Για τα στερνά Χριστούγεννα

Του αναιμικού παιδιού

 

Δυο λευκά σεντόνια

Καθώς αναπαύονται

Σε ράχη πολυθρόνας

Για τις χωλές ελπίδες μας

 

Το παλιό σχολικό κουδούνι

Για να ξυπνάει τους νεκρούς   Μέσα στο κοιμητήρι

Κι άστεγοι αυτοί   Να βηματίζουν σιγανά

Μέσα στα παραμύθια

 

Του ερωτευμένου κοριτσιού

Τον ηλιοκαμένο ώμο

Για να δανείσει στο σούρουπο

Τη σκοτεινιά του

 

Κι ίσως τέλος μια χαλασμένη οροφή

Για να ψιχαλίζει από κει    Το πένθος του ο ουρανός

Στη μελαγχολία του ποιήματος

 

 

Η ΕΞΑΓΟΡΑ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ, Καστανιώτης 2008)

Τόσο πολύ μας τρόμαξε εκείνη η ξενιτειά

που ειλικρινά δεν ξέρουμε

αν οι χειρονομίες κι οι φωνές

κι ο αποκλεισμένος τόπος

όριζαν την απόσταση

ή μήπως οι άθλιοι εμείς

υπονομεύαμε το παρελθόν

ξεπροβοδίζοντας σκιές

σαν ήρωες θεατρικού

στην τελευταία πράξη

 

Φεύγαν οι μέρες

μας έδιωχνε και η ζωή

κι όμως κοιτούσαμε αλλού

βέβαιοι πως για το θάνατο

τα δάκρυα θα μας είχαν προγυμνάσει.

Ωστόσο

όλες αυτές οι αναίμαχτες πληγές

στένευαν –όσο να πεις – το αγνάντεμα

κι η εξαγορά των τύψεων

ούτε που μας γαλήνευε

 

Όσο για τις φήμες ότι κάποιος

αποταμίευε τις προθέσεις μας

αβάσιμο ακουγότανε

κι αδύνατο να μας καθησυχάσει.

 

ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρα Λουκίδου ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012]

Ας μιλήσουμε, επιτέλους, για τα ασήμαντα

Για τα κρυμμένα πίσω από μια πράξη

όπως τα ντροπαλά παιδιά

πίσω από μια φούστα

 

για τις ρουφήχτρες και τα ηλεκτρόδια

 

την άνιση πάλη

και τη μάταιη ανταμοιβή

 

για την απόσταση

 

Πώς μπλέξαμε νυχτιάτικα

σ’ αυτή τη διαδήλωση;

Και να πεις ότι είχαμε άφθονο καιρό!

 

Μονάχα χέρια είχαμε

που απλωμένα έτρεμαν

αναζητώντας χειροπέδες

κι ίσως κι ένα προαίσθημα

πως το χρεόγραφο

εξάπαντος θα πληρωθεί

και τα κλειδιά

-το πιθανότερο -

δε θα ταιριάξουνε στην πόρτα

 

ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΑΓΕΩΓΡΑΦΗΤΟΙ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, Κέδρος  2017)

Και δόθηκε αίφνης η εντολή

να εικονογραφηθούν τα βάραθρα

μ’ όλες τις πανουργίες:

 

φυλάκια συνοριακά,  ύμνοι σημαίες παρελάσεις

ατροφικές υπάρξεις   σημαδεμένες στους καρπούς

και κοστουμάτοι κύριοι    αυτάρεσκα γλοιώδεις…

 

Να γονατίζεις    για να φαίνεσαι ψηλός

να φυσάς   το αγριεμένο φως του σκοταδιού  

απ’ τ’ ολοστρόγγυλο κενό

και σερπαντίνες μελανές

γύρω απ’ τα ρόδα να τυλίγονται

 

να λες   δεν θέλω τίποτα εγώ

τίποτα άλλο πιο υψηλό   απ’ το να υπηρετώ εσάς

τον κουτοπόνηρο, εύπιστο λαό μου

και σάπια φύλλα καταγής

να στρώνονται  μεμιάς    για να περάσεις

 

Άξιζαν, Edgar, τελικά

μια κάποια – έστω – θλιβερή τιμή

όλοι αυτοί που βούλιαξαν

μες στο συγκεκριμένο

κι ούτε που αναρωτήθηκαν ποτέ

κατά πού πέφτει    το Ελντοράντο… 

 

ΜΟΝΑΧΟΣ ΞΕΠΑΓΙΑΖΕΙ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 1999)

Κι αν σου μιλάω με χρησμούς

Και ραγισμένες λέξεις

Κι αν στις τεφρές τους συλλαβές

Κοιμίζω έναν Απρίλη

Ή ένα γυάλινο πουλί

Που αρδεύει λάμψεις απ’ τα νέφη

 

Είναι γιατί ένας άγγελος

Παραμονεύει πάντα

Χτυπώντας τις φτερούγες του

Στο θαμπωμένο τζάμι

 

Κι άλλοτε κάποιο θρόισμα

Απ’ του μαθητικού παλτού μου

Τα κουρέλια

Τις νύχτες με ακολουθεί

Στ’ αυτί μου ψιθυρίζοντας

Πως στην αυλή της Εκκλησιάς

Στο πέτρινο παγκάκι

 

Ένας Χριστός που ανέστη

Μονάχος ξεπαγιάζει

 

ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ

(από την ομότιτλη ποιητική συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου 2008)

Ο θάνατος αποβραδίς μας έφραξε το δρόμο

κι εγώ που από μικρό παιδί

τα έτρεμα τα καλοκαίρια

θα μου έφτανε, έλεγα, μία χειρονομία

ένα ανέλπιστο κλείσιμο λογαριασμών

όπως

όταν γυρίζεις το φλιτζάνι του καφέ

κι όλα τα φίδια, οι εχθροί και οι κλεισμένοι δρόμοι

λειωμένες απειλές κατρακυλούν

μέσα στο νεροχύτη.

 

Όμως σιδηρουργείο η ζωή

και βάρος αμετάθετο η τελευταία λέξη

όταν σε αίθουσες αναμονής ηλεκτρικές

αδύναμα κορμιά κρέμονται στους καλόγερους

και πανωφόρια αδειανά

μπαίνουν ν’ ακτινοβοληθούν.

 

Τους μήνες  που κοιμάται ο κάβουρας

κοντεύω να πιστέψω

πως ίσως και να μ’ ακούς

πως κάπως Σε συγκίνησα κι εγώ.

Ύστερα, λέω, θα φταίει που δε γνωρίζω

τη διάλεκτο των περιστεριών

μπορεί το ασταθές του χαρακτήρα μου

ίσως κι εκείνη η καθ’ έξιν υπνηλία μου

τις Κυριακές στον όρθρο.

 

Όμως κακά τα ψέματα

ήρθε ο καιρός

τον πετροπόλεμο να συνηθίσουμε

τώρα που χτύπησαν μεσάνυχτα

κι η χρυσαφένια άμαξα

ξανάγινε κολοκύθα

 

ΕΝΑ ΒΑΛΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012)

Όλα ήταν αλλόκοτα

σ’ εκείνο το εγχείρημα

θαρρείς και έπρεπε οπωσδήποτε

να ζευγαρώσουνε για το χορό

η ακροβάτισσα κι ο εγγαστρίμυθος

 

Η συμφωνία εξαρχής ήταν σαφής:

 

όσο το κενό θα επέμενε να διαστέλλεται

έγκλειστοι εμείς έξω απ’ τις παγίδες

θα ελεούσαμε μ’ ένα παράφωνο ψαλμό

ό,τι εγκαταλείψαμε

θα στρέφαμε τ’ αναφιλητά

προς άλλες τρικυμίες

κι από φιλότιμο και μόνο

σύμφωνα και φωνήεντα θα κατεβάζαμε

-αντί για κλάμα – από τα μάτια.

 

Όμως τελείως ξαφνικά

και δίχως μιαν αναγγελία

ένας σκαντζόχοιρος

πήρε τη θέση του εγγαστρίμυθου.

 

Γύριζε! Γύριζε! της έλεγε

 

και σε μια ξέφρενη φιγούρα

τρύπησε με τα’ αγκάθια του

της ακροβάτισσας το τούλινο κορμί.

 

Κι όσο γι’ αυτά που βλέπετε

σε τούτο το χαρτί γραμμένα

δεν είναι παρά –όπως συμφωνήθηκε-

το κλάμα από τα μάτια της.


ΔΕΥΤΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, Κέδρος  2017)

Α, ελεεινές δεύτερες σκέψεις

που αποδειχθήκατε δειλές

και σπεύδατε να μας σώσετε

σαν θαύμα αναπάντεχο

πριν καν να γίνει η δέηση.

 

Με το ένα πόδι τεντωμένο στο αύριο

-τέλεια να μιμείται καλπασμό -

να μας κρατάτε ακίνητους και βαρετούς

στη σύνεση καθηλωμένους

 

ή πιο συχνά   με μια πειθώ δημαγωγού

και ασφαλιστή συγχρόνως

ν’ απλώνετε ρίζες  μέσα μας

ρίζες χοντρές και στέρεες

που εγγυώνται βλάστηση   ανθούς, καρποφορία…

Μα, εντέλει, τίποτε απ’ αυτά.

Μονάχα ρίζες   που εγγυώνται ρίζες.

 

Κι είναι για όλους

η ζωή και η αποστασία

του δρόμου η σκόνη η αγία

κι οι αγρυπνίες στη χάρη της.

 

Για εσάς

είν’ τα προσχήματα και τα μεθοδευμένα

η αρτιμελής ζωή και οι φαντασιώσεις

για να μπορεί επ’ άπειρον   του φόβου το βατράχι να κοάζει

για ν’ ανθίζει επιτυχώς   η ομοιομορφία

 

σαν κάτι νύχτες νοσηρές

που από πλήξη αφόρητη

τις λάμπες απ’ τους δρόμους   ξεβιδώνουν

και τις βιδώνουνε μετά

μέχρι να ’ρθει τ’ άλλο πρωί.

Μια εναλλαγή μηχανική

με βλέμμα άδειο, σταθερό

λες και μιμούνται θάνατο.

 

Οι νύχτες…   Ως το πρωί

Βιδώνουν   ξεβιδώνουν…

Με βλέμμα άδειο   σταθερό.

 

Α, ελεεινές δεύτερες σκέψεις

που αποδειχθήκατε σοφές

διδάσκοντάς μας άρνηση κι υποταγή

κι αθώα οπισθοχώρηση…

 

Μας μάθατε για τα καλά

πως ό,τι δεν μας συναντά

αυτό στο τέλος   μας διασχίζει.

 

ΕΙΣ ΜΑΤΗΝ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου  ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 1999)

Το νυστέρι του χρόνου πάντα κρυμμένο

Στο πέτο των αποχωρισμών

Κι όλοι εκείνοι στην άκρη της μέρας

Που κλαίνε κρυφά

Τυλιγμένοι στην αγρύπνια της μνήμης

Περιφέροντας την εφημερότητά τους

Να εναποθέτουν σε μελλούμενους καιρούς

Ένα μπουκέτο Ιούληδες

Να ψαχουλεύουν στην τσέπη τους

Μ’ ένα κομμένο χέρι

Για εκείνο το χρυσό κλειδί

Που ανοίγει όλα τα χείλη

Και ρέουν φωσφορίζοντας

Τα έγχρωμα φιλιά

 

ΕΒΑΦΕ ΜΕ ΣΚΟΥΡΙΑ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ, Καστανιώτης 2008)

Κάθε πρωί ένα αναιδές φθινόπωρο

μπήγει θαρρείς στο στέρνο μου

ξύλα αγριοτριανταφυλλιάς και πρωτοβρόχια.

Νοτισμένη απ’ το άδειο

κατοπτεύω την κάμαρη

-κάπου εδώ

μπορεί και να ξεχάστηκαν τα γόνατά σου-

τους τοίχους

με καρφωμένο πρόχειρα

τον ίλιγγο των διλημμάτων

να ρίχνουνε τα κάδρα τους

να ταξιδέψουν τα παστέλ

στα έπιπλα και στα χαλιά

κι ελπίδες γενναιόδωρες

πίσω απ’ την τυραννία του χιονιού

το Πάσχα των σωμάτων να μαντεύουν.

 

Όμως τις νύχτες

σε ξάστερη λήθη αποσύρομαι

τριγυρισμένη μάσκες παγερές

αλλόκοτες γκριμάτσες φιλόπτωχων κυριών

παιδιά που λούζουν με τα δάκρυά μου

τα μαλλιά τους.

 

Στην αρχή φοβόμουν.

Ένα καβούρι αιμάτινο

έβαφε με σκουριά τα σπλάχνα του πατέρα μου

κοπάδια λύκων ξεχειμώνιαζαν

στα μάτια αυτών που μ’ ερωτεύονταν

και οι σωστές επιλογές

τραβούσαν το σκαμνάκι από τα πόδια μου.

 

Ύστερα, δε συνήθισα.

Κάποτε θα με πάρω αγκαλιά να με παρηγορήσω

έτσι λεπτά ντυμένη που γεννήθηκα.

 

ΕΓΩ ΤΟ ΛΕΩ ΔΕΙΛΙΑ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012)

Με την κηλίδα της ερημιάς

σαν φήμη να εξαπλώνεται στο στήθος

πέρασα τοίχο - τοίχο

τα μεσάνυχτα απέναντι.

 

Κι όχι όπως οι άλλοι

-τυλιγμένοι το μαύρο πανί της σιωπής-

αλλά με ηλεκτροφόρα σύρματα

στην πλάτη μου ριγμένα

για το κρύο.

 

Έλεγα

δε θα εκμυστηρευτώ πουθενά

το μυστικό συνδυασμό

που δίχως δάχτυλα και χτένες

ξελύνει τα μαλλιά μου.

 

Και τι κατάφερα;

 

Ένας φεγγίτης

να πλέει μέσα στον καθρέφτη

ένας καθρέφτης

να πλέει πάνω στο κρεβάτι

ένα κρεβάτι άλιωτο

να φλέγεται στα θαύματα.

 

Μετά

πάντα και πάντα

εκείνη η γνωστή σχισμή

ίσα-ίσα

για να χωρέσει ένα γράμμα


ΧΑΡΤΙΝΗ ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου  ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, Κέδρος 2017)

Μπορεί να είναι απλώς μια συντροφιά

αταίριαστη σε χρόνο και σε τόπο

-νοσταλγοί του πάντοτε και φυσικά του άλλου.

Μπορεί και οι σημειώσεις  που κράτησα

στο μάθημα ορθοφωνίας των καιρών   ή στο άλλο

της ορθής διαχείρισης απωλειών του τρόμου.

 

Ίσως και η παρατήρηση της πιο βαθιάς ρωγμής

-ένα κρατς πιο δειλό κι άλλο ένα με θόρυβο

εκεί που λαμπυρίζει το υποσυνείδητο.

 

Μπορεί το ζητούμενο να ήταν τελικά

το λαχάνιασμα της αορτής

όπως όταν κάνεις ποδήλατο   σε κατηφόρα χωρίς χέρια.

 

Ίσως πάλι κι ένα θέατρο σκιών

με υπνοβάτες στα χαρακώματα

και αριστοκράτες ασκητές   στις παρυφές της λάμψης

με αδιευκρίνιστο ως τώρα φυσικά

αν έψαλλαν γαμήλιο εμβατήριο χαρωπό

ή τυπικά συνόδευαν μια νεκρική πομπή.

 

Ανεξάρτητα από τις συνθήκες που όρισαν

τη συνάντηση της συντροφιάς μ’ εμένα

εγώ τους βρήκα καθισμένους σε μια σκάλα

προορισμένη μόνο για καθόδους

και λίγο πριν βραδιάσει

τους άκουσα να συνομιλούν

για το πάθος πέραν της γραφής

 

ΣΗΜΑΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 1999)

Όταν η σιωπηλή ανάσα των ρόδων

Σ’ εκρήξεις λυγμών αναλύεται

Είναι που του Προφήτη η προσευχή

Φεγγίτες ζωγραφίζει μέσα στο χάος

Για να χωρέσει Κύριε

Ο πορφυρός χιτώνας Σου

Ή για να δεις στο σκοτάδι

Τ’ αδιάκοπα σινιάλα

Που ένας κόσμος εφήμερος

Μέρα και νύχτα στέλνει

Σείοντας στα χαλάσματα

Φανάρια αναμμένα

 

ΧΗΜEΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ, Καστανιώτης 2008]

Μπορεί να έφταιγε

εκείνο το χυδαίο πλήθος των τύψεων

που απεγνωσμένα μ’ έψαχνε

στην άκρη της γιορτής

ξεθωριασμένα ρούχα να με ντύσει.

 

Και δεν μιλώ γι’ αυτό που

η παιδική απελπισία επινοεί

όταν σαν από γλύκισμα κλεμμένο

τρίμματα ερήμου προσπαθείς

κάτω απ’ τη γλώσσα σου να κρύψεις.

 

Τις αμαξοστοιχίες με τα σβηστά βαγόνια

πολύ μετά θα ανακάλυπτα.

 

Μιλώ για όσα προηγήθηκαν

στους κάτασπρους διαδρόμους

που βγάζουνε σ’ ανηφοριές

με οιδήματα λουλούδια

φαινόλης και ιωδίου ευωδιές

και δάση

με φορητούς μεταλλικούς κορμούς

-τσαμπιά του αλουμινόχαρτου -

να στάζουν τα φαρμάκια τους

στο αφελές σου αίμα

να μάθει αυτό που ήθελε οικειότητες

κι άλλα τραταρίσματα

μ’ αυτόν τον ψεύτη θεατρώνη

που πάνω που τα λόγια σου

φαρσί τ’ αποστηθίζεις

έρχεται και –κακήν κακώς -

έξω σε βγάζει από το έργο.

 

ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΑΒΙ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012)

Πέρα από κάθε υπολογισμό και φαντασία

κατώτεροι των περιστάσεων φανήκατε.

Κι ας είχατε στα χέρια σας

ραβδάκι δυόσμου, τεχνητές αναπνοές

και κάνα δυο ζαχαρωτά.

 

Πλησιάσατε σαν λυτρωτές

κι αφού κερδίσατε

τη δύσπιστη καρδιά μας

αποσυρθήκατε σε μια γωνιά

και ρίξατε σφυρίζοντας τον κλήρο

 

«… να δούμε

ποιος; ποιος; θα φαγωθεί

να δούμε

ποιος; ποιος; ποιος; θα τα φυλάει…»

 

Ποιος;

Μα φυσικά εγώ

κι όχι μόνο τα νώτα μου

αλλά τα ρούχα, τα γραφτά

τα μυστικά μου

κι ό,τι άλλο μπορεί να φυλαχτεί

 

Άσε που από δω κι εμπρός

θα ανοίγω –ακόμη και στο τρένο - τα παράθυρα

και τότε

όλες οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες

θα γίνονται αμέσως παρελθόν

θα μεγαλώνουν μονομιάς οι νύχτες που έσφαλα

και το ξημέρωμα θα ναυαγεί

σαν πυροβολισμός που ματαιώθηκε

 

ενώ εγώ

θα ανεβαίνω ατάραχη

μια σκάλα από αναβολές

προτιμώντας για τρόπαιο

μια λέξη άγνωστη τελείως σ’ εμάς

απ’ έναν κήπο με νάνους

και βαρετά θαύματα

 

ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου  ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, Κέδρος 2017)

Είσαι φυλακισμένη μες στα πράγματα

σαν προδοσία σιωπηλή

η μεταμόρφωσή τους

 

Μια αιχμαλωσία εκούσια

κουλουριασμένη επιμελώς

και φαινομενικά αδικάιωτη

Μια ησυχία ύπουλη

που τη σφυροκοπούν οι ψίθυροι

της – όπου να ’ναι έκρηξης.

Ένας συγκλονισμός    που ελάχιστοι αξιώνονται

κάποτε ν’ αντικρίσουν.

 

Πολλοί γίνονται για χατίρι του

ακόμη και συλλέκτες ρινισμάτων…

Ένας ιδιότυπος μοντελισμός

με πάσης φύσεως διλήμματα   του τύπου:

να συγχαρούμε τους νεκρούς

ή προτιμότερο να τους συλλυπηθούμε   ή ακόμα

πόσοι υπαινιγμοί αρκούν για μια κυριολεξία

και άλλα τέτοια ανήκουστα.

 

Και όλα αυτά    για έναν απλό συγκλονισμό

-απλό, που λέει ο λόγος –

γιατί, αν το καλοσκεφτείς

δεν θα την πεις και αναίμακτη   τη σύλληψη του ποιητή

που ελλείψει τέλους τραγικού

βάζει βελόνες γραμμοφώνου να τρυπούν

κατάστηθα την Κομπαρσίτα.




ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 1999)

Σαν φωτεινό πλεούμενο διασχίζω νύχτα τις σκιές

Ανταύγειες εωθινές ιχνογραφώ στων παγετώνων το τοπίο

Σώζω τις φλύαρες σιωπές, τα θαμπωμένα όνειρα

Στην πάχνη των φιλιών, τα χρώματα και τη βροχή

Στο άλμπουμ των ματιών σου

Τους καθρέφτες όλους θρυμματίζω

Έκπαγλη ν’ αντιταχθεί του φθινοπώρου η τέφρα

 

Κι έρχομαι ως τα χρόνια σου

 

Για ν’ ακουμπήσω βότσαλα, ερωτικές επιστολές

Μια ζωγραφιά του Λόρκα

Και να τυλίξω το αύριο με μαγικές κλωστές

Που έχει στην άκρη τους

Μια ηλιαχτίδα ανθίσει

 

ΜΙΑ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ

(από την ποιητική συλλογή ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ, Καστανιώτης 2008)

Πρώτο ήρθε το ελαφρό εκείνο σφίξιμο

που επινοούν τα άρρωστα πουλιά

όταν το κίτρινο χιόνι της καρδιάς

για ένα άλλο φως εγκαταλείπουν

 

Εκεί το τέλος των φιλιών

κανέναν δεν πανικοβάλλει

αφού την τέφρα του καθρέφτη

η αταραξία των αγρών συναγωνίζεται.

 

Ίσως αυτή να είναι η αιτία

που κάθε απομεσήμερο

αγνώστων παραμιλητά

στο θάλαμό σου προσαράζουν

ραντίζοντας με ομίχλη και με πυρετό

τη χάρτινή σου μοίρα

 

Γιατί και η ύπαρξη μια καταδίκη είναι

μια εκκρεμότητα με πλάνες στολισμένη

μια διαρκής αναβολή

-θα φεύγαμε, αλλά μείναμε

κάποια συνωμοσία, ξέρετε

μας παίδευε από παλιά

και μήπως άραγε γνωρίζετε

ποιος τάχα να ευθύνεται

γι’ αυτές τις βροχερές

μονότονες διαδρομές

στο πίσω μέρος της ζωής;

 

ΣΧΗΜΑ ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟ

(από την ποιητική συλλογή ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012)

Κι αν κάποιος τολμήσει ν' απολογηθεί
για όλα τα απρόοπτα και τις παρανοήσεις
κι αν δείξει τη διάθεση
ακόμα και να επανορθώσει
που δεν προέβλεψε για εμάς
κανένα σχέδιο διαφυγής

εγώ και πάλι
θα επικαλεστώ τα λιόδεντρα
απ' το παραθαλάσσιο σπίτι
όταν τη μελανιά του έρωτα
βουβά χρησμοδοτούσαν
– ανάγωγη, αισθησιακή
δραματικά ανυποψίαστη –

ολόιδια με τη μοναχή
εκείνου του πορτρέτου
που ούτε καν στη φαντασία
του Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς υπήρξε
όμως υδράργυρος το σώμα της
και – δίχως όχθη ποταμός – το πρόσωπό της 
γλίστρησε
εισχώρησε
δε ρώτησε κανέναν

να απαντήσει σπεύδοντας
σε ερωτήσεις που
δεν έγιναν ποτέ.

 

ΠΟΙΗΤΕΣ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ  ή  ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου  ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, Κέδρος 2017)

Και βέβαια    δεν διέπλευσαν τους ωκεανούς

ούτε συνέλεξαν ποτέ ιζήματα πυθμένα

μέχρι την ώρα που άκουσαν

για τις φθορίζουσες σκιές

που τις διεγείρει εύκολα η ακτινοβολία

για τη ναυτία των παλιρροιών

και των φυκιών τις επικίνδυνες ανθήσεις

για συσκευές που θύμιζαν   παλιό ρολόι κούκο

και που κατέγραφαν μ’ αυτές

τη στάθμη της αλήθειας

 

(χαλάνε τελευταία συνεχώς

κι άπατα μες τα ποιήματα   πηγαίνουνε τα λόγια)

 

και έκτοτε προσάραξαν   στο σπίτι τα ναυάγια

ένας σταθμός παρακολούθησης πλωτός

κατέλαβε τους χώρους εργασίας

κι οι δειγματοληψίες του αιωρούμενου κενού

μπήκαν στο μικροσκόπιο.

 

Τι είναι αυτό

που επαίρεται και κλαίγεται συγχρόνως;

Τι σπινθηροβολεί κι αμφισβητεί

και στη βροχή τρομάζει;

Τι φλέγεται;   Τι ψεύδεται;

Τι διάτρητο κρυώνει

κι εμπρός μας συνωμοτικά   ρίχνει τα αντικλείδια

τα θαυμαστά να μας φανερωθούν

τα τρομερά να λάμψουν;

 

ΗΡΩΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

(από την ποιητική συλλογή ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 1999)

Έγειρες επάνω μου

Το βλέμμα των δαχτύλων

Κι αμέσως αποδήμησαν

Σμήνη ονειροβόρα

Απ’ όλες τις αδιάβατες

Του σώματος πλαγιές

 

Κι ενώ τριγύρω μου

Οι πιερότοι των φιλιών

Ακούραστοι χορεύαν

Σε δροσερό κελάρι

Αειθαλών αναπνοών

Νιφάδες συλλαβών

Ηρωικά αντιστέκονταν

Στην άλωση των λέξεων

 

ΛΟΥΤΡΙΝΟ ΘΗΡΙΟ

(από την ποιητική συλλογή ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ, Καστανιώτης 2008)

Αν δραπετεύαμε από τις πληγές

θα χάναμε μοιραία και το ξημέρωμα

 

-απότομα κλείνει το βελούδινο κουτί

και δεν ξαναχορεύει η μπαλαρίνα

μα ούτε και ζαλίζεται

 

και όχι πια στα ψέματα

όπως όταν απ’ τις ρωγμές του ποιήματος

κοιτούσαμε το Θάνατο

ολόφωτες τελείες να χιονίζει

 

Τώρα απλώς τα σκιάχτρα

από τ’ αστέρια διάτρητα

βαθιά ταράζουνε τον ύπνο του εκμαγείου

όσο εμείς   - άψογοι χρήστες των μεταφορών -

μαζί Του παίζουμε

όπως τ’ ανίδεα παιδιά   με λούτρινο θηρίο.

 

ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΓΙΑ ΑΦΡΑΤΟΥΣ ΕΦΙΑΛΤΕΣ

(από την ποιητική συλλογή ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012)

Ο ύπνος μας καμιά φορά τινάζεται ψηλά.

Μισός να ξεφλουδίζει ραγισμένες προσωπίδες

κι άλλος μισός να τρέμει να κρυφτεί

απ’ τους τελωνοφύλακες.

 

Τον στεναγμό τότε κυκλώνουν νυχτερίδες

κι αυτός   - με σαλεμένα παραμιλητά -

φόβους φοβάται και φοβίζει

και εγκαύματα σταλάζει στα σεντόνια

μέχρι ολοκαυτώματος.

 

Ίσως αν έλειπαν τα ρούχα απ’ την καρέκλα

αν δεν απέφευγα τον φωτογράφο στα γενέθλια

κι αν έστω για μια φορά δεν έχανα τον δρόμο

μπορεί και να μην μπέρδευα   τα λόγια με τα δάκρυα.

 

Αύριο

θα σκουπίσω όλη την καταχνιά   από το πρόσωπό σου

και άφοβη θα ξανοιχτώ   σε γάργαρο άσπρο γέλιο.

 

Ούτε στιγμή μην αμφιβάλετε γι’ αυτό

Όχι όμως τώρα.

Αύριο.

 

ΛΑΓΩΝΙΚΟ  ή ΕΜΠΝΕΥΣΗ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου  ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ, Κέδρος 2017)

Εμφανιζόταν κι έφευγε

και σάλπιζε υποχώρηση

όμως την ύστατη στιγμή

θριαμβικά επέστρεφε

κρατώντας μες τα δόντια της

-θήραμα άχρηστο, ακριβό -

το ρίγος ενός βλέμματος

ή το κλειδί που ξεκλειδώνει τους καθρέφτες

κουρέλια αποκριάτικων στολών

γεμάτα μούχλα και υγρασία

και ίσως μιαν επιφύλαξη

 

όπως, ας πούμε, ότι

λέω σημαίνει κάποτε και αποσιωπώ

όμως ποιος δίνει τώρα σημασία

τώρα που όσο ποτέ

ανθίστανται τα πράγματα

και ούτε μιαν ανάμνηση

δεν είναι δυνατόν ν’ ανακαλέσεις

 

τώρα που τα βερίκοκα

δεν τρώγονται μονάχα καλοκαίρι

κι οι λέξεις

ελάχιστη σχέση έχουν τελικά μ’ εκείνο που σημαίνουν.




 Η ποιήτρια Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου καθηλώνει με την αλήθεια της, καθώς στις λέξεις της –ιδιαιτέρως βασανισμένες και ευστόχως τοποθετημένες– μεταγγίζεται η μακραίωνη αλήθεια της θνητότητας των όντων. Λάφυρο επίπονης προσπάθειας προφανώς, απόσταγμα μάχης προσωπικής, αποτύπωμα βιωματικών ενθυμήσεων, η βαθιά αρχέγονη απορία της ανθρωπότητας γίνεται βεβαιότητα στη γραφίδα της, μια βεβαιότητα που αφορά στην περιορισμένη διάρκεια της ανθρώπινης φύσης και στην αδυναμία της να επέμβει στη μοίρα της… Το ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ είναι μια απαιτητική συλλογή. Τα ποιήματα της συλλογής θέλουν το χρόνο τους να ξεδιπλώσουν τις αρετές τους: την ακρίβεια και ευστοχία του λόγου, τη λιτότητα και τη μουσικότητά τους. Εν τέλει, όμως, η ανταμοιβή του αναγνώστη, αξίζει με το παραπάνω την προσοχή και το χρόνο που θα διαθέσει

Αναγνώσεις αγαπημένων Ποιητικών Συλλογών με πολλαπλή εσωτερική εστίαση

Εν τη ρύμη του Νόστου  (με κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο): http://deepunctum.blogspot.gr/2014/11/blog-post.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου