ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ανθολογία

ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΜΕ ΜΙΑ ΕΚΠΛΗΞΗ ΓΙΑ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ ΜΑΣ:
Θωπεύεις το όνειρο, άλλοτε την πίστη σε κάτι απίστευτο. Τάξη των πραγμάτων μέσα σου. Σημαίνει ανταρσία στην τάξη των πραγμάτων έξω σου. Ανάμεσα σ’ αυτά κοιμάσαι, για χάρη τους πεθαίνεις. Κρατάς ολόρθο το απλό λευκό σου γιασεμί. Υποκύπτεις. Μαθαίνεις να διαλέγεις ότι ο χρόνος είναι με το μέρος των πραγμάτων μέσα σου. Ότι θ’ αγγίζεις ακόμα και το απρόσμενο γίνεται αυτό που προσδοκούσες. Κι όμως ξανάρχονται και δεν σ’ αφήνουν να πεθάνεις όχι οι άνθρωποι μα τα θεία οράματά τους. Τους αγαπάς. Εκεί σμιλεύεις τρύπες στο κορμί ως να σ’ αφήσει ελεύθερο. Και καθαρή αφτιασίδωτη κρεμιέται η λέξη από το νου για να ξαναγιομίσει αίμα η φλέβα η άτρωτη στα λουτρά της Κλυταιμνήστρας…  [Δημήτρης Ποταμίτης, απόσπασμα από το ποίημα ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ που περιέχεται στη συλλογή ΑΡΧΑΙΟ ΣΑΞΟΦΩΝΟ ART byARTBLUE playing with the moons]



ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΣΑΞΟΦΩΝΟ
Σε γνωρίζω από το φράξο και τ’ αγιόκλημα
Στην πόρτα του σπιτιού μας
Τ’ ωχρό πρόσωπο και το βλέμμα που πασχίζει
Να τεμαχίσει ένα πουλί

Σε γνωρίζω από το χάος μπροστά
Στο μεγάλο εμπαιγμό
Και που σήκωσες το χέρι ανώφελο να τον παραμερίσεις
Κι έγινες ανάπηρος πολέμου

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού κι από τα βόλια
Τα νυφικό φουστάνι σου σαν την πατρίδα μου κουρέλι
Κι απ’ τη σπηλιά όπου θα βγει ο Θησέας

Σε γνωρίζω από τα μύρια στίγματα του ονείρου
Που ήταν μηδέν και πλήθυναν
Και κατακυρίευσαν τη φωνή μου

Απ’ το όνειρο του Ομήρου σε γνωρίζω
Που μπήκε μες στο νου μου μια βραδιά σημαδιακή
Με χίλια αστέρια κι άλλα τόσα κρίνα

ΜΑ ΠΩΣ ΝΑ ΠΝΙΞΕΙΣ ΟΛΗ ΑΥΤΗ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ; (Ε ρε γέρο και να ’ξερες τι πα να πει ν’ ανταλλάσσεις ποιήματα… στα κοινωνικά δίκτυα; )
Τ’ άγαλμα ξαναμπήκε στη δική του πέτρα
Έτσι τέλειωσα κείνο τ’ απόγεμα του Νοέμβρη
Στις εφτά παρά τέταρτο
Τρία χρόνια μετά το θάνατό μου
Ακούω τ’ άλογο να χλιμιντράει στο σεντούκι
Δεν είναι ο Τζακ ο αντεροβγάλτης
Σαν πετάει ροδοπέταλα στο χώμα
Είναι η καρδιά μου λέω που χλιμιντράει
Κι οι προσδοκίες με κράτησαν άγαλμα έτσι
Μη ξέροντας μήτε το πώς μήτε το ποιος θα το σμιλέψει
Ύστερα ξαναγύρισα στην πέτρα
Είταν μια αστεία φάρσα είπα
Μέσα μου στέγνωσε σιγά-σιγά το καλοκαίρι.

Μη μου κρατάς λοιπόν το χέρι
Στα χρώματα της μουσικής
Σε μια ουτοπία πιο αληθινή απ’ τον Ιησού τον Ναζωραίο
Πού να βρούμε τόπο να χτίσουμε το σπίτι μας
Βρε γέρο Μακρυγιάννη
Έτσι που πέτρωσε ακόμα κι η ψυχή σου;

Όλα θα τα βρω μέσα μου το ξέρω
Ερωτευμένος ως την Αίγινα μ’ ένα χρυσό παγώνι
Σ’ αυτόν τον τόπο που φέρνει βόλτες γύρω απ’ τον εαυτό του
Για να υπάρξει
Ο έρωτας βολεύεται είπες
Η δόξα η αϋπνία το δολάριο
Όλα βολεύονται
Μα πώς να πνίξεις όλη αυτή τη θάλασσα;

Ε ρε γέρο και να ’ξερες
Τι πα να πει ν’ ανταλλάσσεις ποιήματα
Φτάνοντας ως την καταστροφή μαζί μου
Κείνες τις μέρες των ισχνών αγελάδων
Τις μέρες των παρελάσεων
Που σήκωνα τις αμαρτίες του κόσμου
Που άρχιζα άγριος τελείωνα αθώος
Δεν έβλεπε τα φώτα ήμουν τυφλός
Έβλεπα τα φωτοστέφανα ήμουν Τειρεσίας
Ζητώντας το νερό που παίρνει φωτιά
Το δολοφόνο χωρίς θύμα
Αγαπώντας κι αυτό που τελικά δεν υπήρχε μέσα σου
Ξεμακραίνοντας σε μια γραμμή έξω απ’ το προσδοκώμενο
Πλήρης και αμερόληπτα λευκός
Όπως οι ήρωες κάποτε
Γαλάζια σφίγγα μου εξοντωτική
Αγκάλιασέ με εξ ουρανού
Πες μου να υπάρχω μόνο στο όνειρο
Γιατί το πρόβλημα δεν είναι ν’ ακολουθήσω το κανάλι σας
Κύριε μυστακοφόρε
Το πρόβλημα είναι το φως γενικότερα
Εις πλάτος μήκος ύψος βάθος
Εις ύφος ήθος χρώμα
Και κυρίως αφή

(Σαν ξύπνησα τ’ άλλο πρωί είδα ένα κόκκινο όνειρο
Δεν ήταν όνειρο ο Παρθενώνας έπιασε φωτιά καιγόταν
Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια
Τότε που δούλευα οικοδόμος σπίτι μας
Ήταν μια άνοιξη ένα καλοκαίρι
Ραγιάδες ραγιάδες
Ύστερα έγινε μούμια σκιάχτρο βιτρίνα
Χώρεσε ολάκερος στη φωτογραφική μηχανή μας
Τον είδα να πιάνει φωτιά σου λέω
Μα δεν το άντεξα το όνειρο και με πήρε ο ύπνος σου λέω)

Ο ΚΟΡΙΟΣ
Η χώρα μου είναι ωραία νεράιδα, άλλοτε θείος έφηβος, τις πιο πολλές φορές τυφλή γερόντω-ν-κόρη. (Μιλάς. Ο ήχος ξεψυχάει απ’ το στόμα σου ως τ’ αυτί μου). Σ’ ακούω. Από δίπλα, στο ποτάμι, στο φρύδι, στην οροσειρά. Σε είχα περί πολλού αγαπητή Πατρίς μου. Ήσουν το άδυτο των κοριτσιών που ημέρωσα. Μ’ ένα αγάπη μου. Σαν τη μανούλα μου γλυκιά σου λέω, αγάπη μου.
Τώρα σου πήρε την αίγλη ο άνεμος κι η ιστορία τις μετοχές σου. Θόλωσε ο νους μου κι έγινα κι εγώ κοριός στ’ απόκρυφά σου μέλη. Σε βάζω κάτω, σε πατώ, ενίοτε σε νοικιάζω. Σε μαγειρεύω, σε μασώ, πασκίζω να σε χωνέψω. Κάνω εμετό κανόνια, τανκς και παιδικές τρομάρες. Ενίοτε και παρθένες. Κάνω εμετό μια μπανανόφλουδα κι έναν καθηγητή μου. Φαντάσματα, τρελούς και λέξεις που μου διέφυγαν. Πετώ στον αέρα. Γίνομαι δρόμος, ελικόπτερο προκυμαία. Οχετός, υπόνομος, κάλαθος των αχρήστων. Σκάβω τον τάφο του Παλαμά. Τρυπώνω σε μια αρχαία κολόνα. Στην άλλη όχθη όλοι φωνάζουν τάχατες για να μερώσουν το δράκο. Κανείς δεν ξέρει το φυτίλι της σιωπής!

Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ
Γιαγιά πριν πεθάνεις
Στάσου ν’ ακούσεις το αληθινό παραμύθι
Υπάρχουν δυο δράκοντες
Ο ένας ονομάζεται δράκοντας νέτα σκέτα
Και συ παίρνεις σπαθί να τον πολεμήσεις
Ο άλλος ονομάζεται παλληκάρι της φακής
Και συ παίρνεις λουλούδια να τον υποδεχθείς
Είναι και οι δυο σούπερσταρ
Κι εγώ έχω ένα ερείπιο μέσα στο κεφάλι μου
Όπου να πάω μ’ ακολουθάει
Πού είναι λοιπόν η Ελλάδα που ποτέ δεν πεθαίνει

ΥΠΟΤΑΣΣΟΝΤΑΣ ή ΕΠΙΝΟΩΝΤΑΣ ΣΧΗΜΑΤΑ
Ένα πουλί αποτυπωμένο στον αέρα μια στιγμή
Τ’ άλλα καπνός κι ας κλαίει σπαραχτικά ο λόγος ο απατεώνας
Δεν κολακεύομαι αν μ’ αγαπούν
Δεν αγανακτώ αν με εχθρεύονται
Κρατώ μόνο εκείνη τη στιγμή
Που μ’ άγγιξε η ανδρεία σου
Κι η σκέψη για το πού μπορεί να φτάναμε
Αν δεν ήταν τέτοιος ο κόσμος
Εκείνη τη στιγμή σου κρατώ
Είμαι ηθικός χωρίς την ηθική
Κι εγκληματίας χωρίς εγκλήματα
Είμαι έτσι απλά πρώτα εγώ
Μετά κάποιος άλλος που αξίζει τον αέρα που αναπνέει
Από μόνος μου δοσμένος σ’ ένα φως
Όχι από ανάγκη
Σ’ ένα φως που δεν επενόησε ο θεός
Κι όμως είναι φως όμοιο με Κείνου


ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
Κι όλα τούτα τα πλούσια κι ελκυστικά προσόντα σου
Δεν υπάρχουν παρά μόνο στο μυαλό σου
Μια στάση σε καθορισμένο χρόνο
Απέναντι στο τι αυτό θέλει
Και στο τι εσύ θα προσφέρεις
Ή μια ιδέα φανατική
Για να μπορώ τη μια στιγμή να σε λατρεύω
Την άλλη να σε κοιτώ αδιάφορα
Να κλαίω ή όχι αν χειρονομείς
Σε συμφωνία με τα παιδικά τραύματά μου

Και τ’ άλλα
Δένδρα μάτια θαύματα αγαπητέ Θωμά
Κι αυτά μες το μυαλό σου μόνο υπήρξαν
Εκεί θα λύσεις το αίνιγμα
Κι όχι στον τύπο των ήλων

ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Η θάλασσα. Και νόμισες ότι την ξέχασες.
Κι ο γλάρος. Ο άγριος την ώρα που ξεψυχάει. Εσύ.
Κι εγώ. Και το παιχνίδι. Μόλις το πιάσεις το όνειρο
Να ξεψυχάει.  Το θαύμα το ίδιο…

Είναι γιατί ένα ποτάμι
Έθεσε ο Θεός στη ρίζα της ανοχής μου
Ένεκα αυτού θα γυρίσω στον παράδεισο
Ένεκα αυτού θα γνωρίσω την κόλαση

Δεν έχω στη ζωή της χούφτας μου κορυφογραμμές
Παρά μια γραμμή ατίθαση μα γερά διαγραμμένη
Κρυφές στιγμές ανείπωτης εγκατάλειψης
Ή μαγικής αμφιβολίας
Διαθέσιμος σ’ ό,τι εγωιστικά διαλέγω ελεύθερα
Έτσι όπως νιώθουν τα παιδιά, οι πάπιες οι κροκόδειλοι
Έτσι όπως το χώμα Κύριέ μου

Ο άνθρωπος είναι το τιμωρημένο χώμα
Να στροβιλίζεται σ’ άχρηστη κίνηση των αιώνων
Και το μυαλό το κύκνειο άσμα του τιμωρημένου
Θέλω να παραδοθώ όσο καλά στερημένος
Τόσο ίδιος με την αστείρευτη μου φύση
Όσο βέβαιος τόσο αθώος
Δεν ήμουν αυτός που ήθελες
Όμως πάντα υπήρξα αυτός που έπλασες

Εδώ τελειώνω με σένα Κύριέ μου
Ξαναγυρίζω στη θάλασσα και στα έργα της αγάπης
Ανώφελα εξαπατώντας με σημαίες την προσευχή στους αιώνες
Γενεές γενεών με κεντητά στολίδια λεξιμάγος

ΤΑ ΜΟΝΑΧΙΚΑ ΠΑΙΔΙΑ
Φως τελευταίο στην άκρη του καλοκαιριού
Και σχίνα μυστικά που ευωδιάζουν κορίτσια
Και χίλιες δυο χιλιάδες άνθρωποι φύλλα αγέρας
Και χαμόγελα που σβήνουν με την πρωινή βροχή

Ήρθες σ’ ανύποπτη εποχή
Εποχή της θάλασσας και του καλοκαιριού
Σε ματωμένα πάρκα
Σκοτεινά υπόγεια
Σε διακρίνω
Να στροβιλίζεσαι χορεύοντας τη ζωή σου
Ένα δύο τρία
Ένα δύο τρία
Αλήθεια υποφέρεις τόσο πολύ;

Από πού ήρθες
Ανάμεσα από κεραυνούς και θύελλες
Κίτρινα φύλλα και μουσική
Για να δακρύσεις
Για να είσαι μόνη
Για να ματώνεις τις καλοκαιρινές ώρες μου
Η χούφτα μου είναι ζεστή σαν το πατρικό σου τζάκι
Κάνε ένα βήμα κι εσύ
Να μην χαθούμε στην πρωινή ομίχλη
Και τον χρόνο που σου αντιστέκεται κάρφωσέ τον
Είναι δικό σου απόκτημα οι εποχές
Πρέπει να παραμείνουμε μια έκπληξη
Για να νικήσουμε την ερημιά μας.

Σε περιμένω
Με την κρυφή μας μοίρα στα μάτια μου
Από το μυστικό κόσμο της θάλασσας σε περιμένω
Να γίνεις δικό μου συμπλήρωμα – μουσική μου προέκταση
Δικός μου παράφορος λόγος – δικό μου καλοκαίρι
Με την κρυφή μας μοίρα στα μάτια σου

Από πού ήρθε αυτή η μουσική
Αυτό το θρόισμα των φύλλων
Αυτό το σύννεφο
Από πού ήρθε αυτή η γεύση της πικρής αροδάφνης
Να μας ενώνει και να μας χωρίζει κάθε καλοκαίρι
Από πού ήρθες λοιπόν
Με τούτα τα μοναχικά παιδιά συντροφιά σου
Αλήθεια
«All the lonely people
where do they all come frem?»

ΑΝΕΚΔΟΤΟ ή ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΥΠΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΝ
Τότε ο πατέρας είπε
Ησύχασε εδώ είμαι εγώ
Ύστερα καβάλησε έναν αητό
Εξαφανίστηκε με μια σουηδέζα
Κίτρινη σα μίσος
Τότε η μάνα είπε
Ησύχασε εδώ είμαι εγώ
Ύστερα με μάντρωσε σ’ ένα καβούκι και κρατούσε το κλειδί
Γυάλινο καβούκι
Μόνο αυτή με κοίταζε και μου ’φερνε φαϊ
Μα εγώ δεν την έβλεπα πάει κι αυτή
Ύστερα ήρθε ο φίλος
Ησύχασε εδώ είμαι εγώ
Μου πήρε την καρδιά στον ύπνο
Χάθηκε την άλλη μέρα
Ξέχασε έμαθα και το όνομά μου
Ύστερα ήρθες εσύ
Ο υπεράνω πατρός μητρός
Ο σούπερμαν ο σούπερασταρ
Ανησυχούσες λέει για το μέλλον μου
Μα εγώ γράφω ποιήματα
Ησύχασε
Προσμένω  το θάνατο
Όπως προσμένω και τη ζωή
Δε θέλω να με λυπάσαι
Αν με λυπάσαι δεν θ’ αργήσεις να γίνεις
Ο πιο φανατικός δήμιός μου
Ησύχασε δεν υπάρχει τίποτα επικίνδυνο
Είμαι μόνος χωρίς αγγέλους χωρίς τέρατα
Θα το αφήσω ανεμπόδιστο να φτάσει ως το τέρμα
Τ’ όνειρο
Ησύχασε
Δε θα σου χαλάσω την ηρεμία Ορέστη

Είμαι άσπρος κι ακούω μουσική, τα ’μαθες;

ΚΑΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ  Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
Ο αστός εραστής ο πολύτεκνος
Ο πολεμικός εραστής ο ακατανίκητος
Και ο άγνωστος στρατιώτης ο ανά πάσαν στιγμή και καφετερίαν
Συνθηκολογούν εναντίον μου
Με καλούν αντιεραστήν υποτιθέμενον
Και επιτιθέμενον
Διαβρώνουν την αθωότητα των άσπρων σπιτιών της πατρίδας μου

Και τότε
Ιδού ο αγαπητικός της Γκόλφως
Και ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας
Ο αγαπητικός της Αστέρως
Και ο αγαπητικός της Εσμές της Τουρκοπούλας
Η Φαύστα και ο δολοφόνος της Τσάπμαν
Θέλουν να παν στη Γερμανία να βρουν την τύχη τους
Εγώ ακόμα ψάχνω μια πατρίδα και την αγάπη μου

Κάπου θα υπάρχει η αγάπη μου
Ίσως στου μασκαρά το προσωπείο
Ίσως στα σίδερα
Κάπου θα υπάρχει η αγάπη μου
Ίσως καλά κλεισμένη στο καβούκι της
Το πιθανότερο σ’ ένα μαύρο κέρατο

ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ
Ο ένας Δημήτριος  δεν επισκέπτεται πια συχνά
Τον άλλο Δημήτριο
Πάρε άλλη μια μέρα αν σου χρειάζεται
Φτάνει να διαλέξεις με ποιον θα ’σαι
Με τον τάφο ή με το φέρετρο
Με την κυβέρνηση ή με την αστυνομία
Με το κοτσάνι ή με την κοτσάνα

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ
Προχωρούσε στα κύματα
Στους κεραυνούς
Στις θύελλες
Με τρία στοιχειά παρέα
Το μαστό της
Το γιο της
Και μια θάλασσα

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ή Η ΕΚ-ΦΥΛΗ ΓΚΟΛΦΩ (στον Γιάννη Κοντό)
Η κλεφτουριά είναι θρύλος που ’γινε φασόλι
Κι η Γκόλφω που απίθωνε στην κούπα δάκρυα
Η Γκόλφω η μαϊμού η σαρανταποδαρούσα
Που όμως στην κατοχή ξεπάστρευε Γερμαναράδες
Που τετρακόσια χρόνια κάτι καίει εντός της
Μπογιατισμένη στην οδό Συγγρού να χάφτει μύγες
Κι απόξω της κορόμηλο καπέλο

Η Γκόλφω με τα γίδια ιδέες
Η Γκόλφω με τα όνειρα μπαστούνια
Η Γκόλφω με μαστουρωμένο το κεφάλι
Η Γκόλφω με τα σπλάχνα άκουα φόρτε

Η Γκόλφω Μεγαλέξανδρος και σφίγγα
Η Γκόλφω εκκλησία και υπουργείο
Η Γκόλφω ζούγκλα λύκος τρόλεϊ
Η Γκόλφω δυο κακομοιριές και σουπερμάρκετ

Μωρή τρελή της λέω πώς σε κάναν έτσι
Ποιος μπογιατζής μωρή σ’ έχει βαφτίσει
Μωρ’ τι ψυχή και τι κορμί θα παραδώσεις
Ποιος σ’ έκανε κιμά της λέω
Μεγάλη ιδέα φτου μη σε ματιάσω
Μεγάλη ιδέα που ’χεις μωρή για τα κοτσάνια

(Η Γκόλφω διδασκάλισσα του Γένους
Η Γκόλφω εσύ εγώ κι ο άλλος
Η Γκόλφω ιστορικό λάθος
Η Γκόλφω ερείπιο)

ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ: Ποιος σας είναι πιο αρεστός το καθεστώς ή ο αστός;
Ελευθερία η δικαιοσύνη των λέξεων
Ελευθερία η αθωότητα των παθών μου
Ελευθερία η καρτεσιανή λογική μου
Ελευθερία η μήτρα της μάνας μου

Ελευθερία η πάντα υποθετική
Όχι η τρομοκρατία της συνέπειας
Όχι η ένοχη αποπομπή της ευθύνης

Αχ να σ’ έβλεπα Θε μου να σ’ έβλεπα
Μια μόνο στιγμή να γνωρίζεις
Τι αυτοκτονία
Τι ελευθερία είναι η ποίηση.
Είμαι ρεαλιστής ζητώ το ανέφικτο: στη θάλασσα δεν πνίγεται ο άνθρωπος μα μες στη στάλα της βροχής

Τα Ποιήματα πρέπει να γράφονται σα τσιγκούνα βρύση στάλα-στάλα και να διαβάζονται σαν ποταμός. Γιατί η ποίηση είναι η συμμαχία των πληγωμένων λέξεων που χρειάζονται φροντίδα χάδι, νυστέρι μορφίνη χειρουργείο, προπαντός τεχνική, για να γεννηθούν και να γεννήσουν… Το ποίημα είναι αίσθηση μιας σκέψης χνούδι, το αποτέλεσμα μιας παραβιασμένης θύρας, η αριστοτεχνική του ονείρου ή τελικά το θήραμά του, ιπτάμενη κυρία των αιθέρων, αιθεροβάμων αεροσυνοδός στην ερημιά του, φτιασιδώνεται να νικήσει τον τρόμο με κόκκινα νύχια για να με παρηγορούν στην αχρωματοψία του κενού μου  [Δημήτρης Ποταμίτης, Έμμονος Σπουδαστής μιας πεταλούδας]

Νομίζουν πως ο ποιητής είναι ο φανατικός του ρήματος, ο μονομανής του επιρρήματος, o εραστής των επιθέτων και των ουσιαστικών. Νομίζουν πως η γλώσσα είναι προνόμιο του όχλου και όχι εκδίκηση του νου πάνω στην ύλη και ο ποιητής ο ερευνητής του ήχου σ’ ένα κοχύλι. Ομολογώ ότι υπήρξα λεξιμάγος: την ετυμολογία ανήγαγα σε συμβόλων επιστήμη. Ίσως γι’ αυτό βαρέθηκα τις παρομοιώσεις τη λογική αποκλήρωσα και είπα ό, τι απάνω μου δεν είναι λογικό να εξερευνήσω. Όμως γι’ αυτό πονάει ο νους και γίνεται έμμονος σπουδαστής μιας πεταλούδας. Όχι αφ’ υψηλού επόπτης, όχι φυγάς σε παίγνια μα πανταχού παρών εικονοκλάστης που όμως μπορεί να ξεπερνάει τα δεδομένα του και σε λιβάδια θεϊκών αγελάδων να τυρβάζει πάντα μετά τα φυσικά σαφώς μετά τα φυσικά


[Δημήτρης Ποταμίτης, επιλογές ποιημάτων από τη συλλογή ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΣΑΞΟΦΩΝΟ εκδόσεις Εγνατία σειρά ΤΡΑΜ 1978]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου