Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΓΚΙΟΥΛΙΒΕΡ ΣΤΟ ΜΕΓΕΘΥΝΤΙΚΟ ΦΑΚΟ ΣΤΟΧΑΣΜΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ:

Ο  «Επαναστατικός κύριος Γκιούλιβερ», το έβδομο ποιητικό βιβλίο της Έλσας Κορνέτη κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ το 2013 και είναι, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ένα ποιητικό παραμύθι. Στις 22 σελίδες του βιβλίου ξετυλίγεται ένας παραληρηματικός λόγος- μονόλογος όπου ένας προνομιακός και δραματοποιημένος αφηγητής συνομιλεί με τις μέσα του φωνές που έχουν βαλθεί να του θυμίζουν ότι υπάρχει και μια άλλη πραγματικότητα πέρα από την εικονική. Ο ήρωας του βιβλίου, ένας άνθρωπος δεμένος πισθάγκωνα από τους λιλιπούτειους εαυτούς, που δεν είναι άλλοι από τα ηλεκτρονικά μέσα της εποχής, εμποδίζεται να απολαύσει το μεγαλείο της πραγματικής ζωής.  Είναι ο τρόπος της Έλσας Κορνέτη για να σχολιάσει ποιητικά το κυρίαρχο πρόβλημα της μοναξιάς του σημερινού ανθρώπου. Αυτό, όμως, που ανησυχεί περισσότερο απ’ όλα την ποιήτρια είναι ο εθισμός του ανθρώπου στην εικονική πραγματικότητα και καθώς ελιξίρια για τη μοναξιά δεν έχουν βρεθεί ακόμα, προτείνει, έστω και με κάθε επιφύλαξη,  την Ποίηση ως μέσο διαφυγής αλλά παράλληλα, εμμέσως πλην σαφώς, αμφιβάλλει για την έκβαση: «το ποίημα είναι μασκοφόρο ή μασκοφόρος είναι ο ποιητής;» και τελικά «ποιο σχήμα είναι πιο ευτελές: η αιωνιότητα της αυταπάτης ή η αυταπάτη της αιωνιότητας»;
-Λύστε με Αφήστε με κι εγώ θα σας δώσω ό,τι με κατοικείένα κλειδωμένο ποτάμι αίματος μια ανθισμένη καρδιάένα λαβύρινθο με χορταριασμένους διαδρόμους κι ένα δόντι για κάθε κλωστή
-Είναι κρίμα, όμως δυστυχώςΔεν έχεις πια τίποτα δικό σου να μας δώσειςΟ καλύτερός σου φίλος Όλα στα πήρεΣε τόπο και σε χρόνο δανεικό μια ιστορία έφτασε στο τέλος  όταν το μεταξωτό κουκούλι  που στοργικά σε σκέπαζε  γέμισε τρύπες.
Όχι άλλα βέλη παρακαλώ, σταματήστε τους δαιμονισμένους τοξότες!
Αρκετά έπαιξες εξαρτημένε άνθρωπε, τώρα πρέπει να ζήσεις…» η ετυμηγορία που δίνει τη σκυτάλη στους στοχασμούς που αξίζει να διαβαστούν με προσοχή (με ΚΛΙΚ στην εικόνα)       


 α] Εκ προοιμίου παιδιά σιωπηλών διαλόγων τα λόγια των ποιητών  κι «η ποίηση ένας κόσμος που καλείσαι να πλάσεις δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα που θα σε αφορά δουλεύοντας επίμονα σαν πλαστελίνη την ψυχή σου»

«Συνωστισμένοι Πινόκιο θριαμβολογούν στη Διαδικτυακή Αυτοκρατορία του ψέματος», είναι ένας από τους πολλούς εύστοχους αφορισμούς της Έλσας Κορνέτη στο βιβλίο της ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ, που είναι μια πλούσια συλλογή με σκέψεις και στοχασμούς για μια μελλοντική ποίηση, η οποία, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα είναι εξαρτημένη από τα απόνερα της ψηφιακής μας εποχής. Το σημειώνει εμφαντικά και η ίδια σ’ έναν άλλο στοχασμό της στο ίδιο βιβλίο: «η μόνη διαδικτυακή αλήθεια είναι η εξάρτησή σου…» από την εικόνα. «Η εικόνα έγινε μοιραία εθισμός. Όμως η εικόνα θα τρέχει πάντα με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κι εσύ θα είσαι καταδικασμένος στην μάταιη καταδίωξη του άπιαστου… Ζούμε σε μια εποχή όπου κανένας δεν δίνει σε τίποτα προσοχή παραπάνω από πέντε λεπτά. Κυρίως κανείς δεν κοιτάζει το διπλανό του. Είναι μια εποχή αναίτιας αντιπαραγωγικής ανυπομονησίας». Σε μια τέτοια εποχή, λοιπόν, «όπου η φαντασία έγινε λογική και η πραγματικότητα παράλογη» ο επαναστατικός κύριος Γκιούλιβερ, αληθινός λάτρης των μεταφυσικών συμβάντων, ομολογεί:  

Πόσο χαίρομαι
όταν με ξυπνούν
σημαίνει ότι είμαι ακόμα ζωντανός
Λίγη ησυχία μόνον παρακαλώ
μες στο μυαλό μου έχει ήδη πολύ θόρυβο
κάποιοι μετακινούν τα έπιπλα
και τους αλλάζουνε θέση
Τώρα εμπρός μαρς
Βγείτε απ’ το μυαλό μου

Έχετε δίκιο λοιπόν
Τ’ ομολογώ
Είπα κάποτε στον αχόρταγο υπολογιστή

-Σου έδωσα τον εγκέφαλό μου
Ό,τι πολυτιμότερο είχα
Τι άλλο θέλεις πια;

Κι ο υπολογιστής μου απάντησε:
-Θέλω και την καρδιά σου

Όταν παράφορα αφρίζει το μυαλό
κι από τα μάτια χύνεται στάχτη
σε μια ανθοφορία αριθμολάγνας υπερβολής
αυτό που απειλητικά
μέσα σε σύννεφα μαύρης λάσπης
καλπάζοντας σε πλησιάζει
είναι η νύχτα ή η καταιγίδα;

Μήπως απλά ονειρευόμουν την τέλεια γυναίκα
που κάποτε είχα γνωρίσει;
Η ψηφιακή οπτασία άλλωστε
είναι πάντα πιο βολική

-Κι εσύ λιλιπούτειε φτερνογαργαλιστή
μ’ αυτό το πούπουλο γιατί με βασανίζεις;

-Για να γελάσεις ψυχρόαιμο θηλαστικό
Να βάλω στο αίμα σου φωτιά
Να νιώσεις

Το παντοδύναμο όργανο της πληροφορικής μετέτρεψε τον άνθρωπο σε άβουλο εξάρτημά του. Του έκλεψε το μυαλό, τη θέληση, την ικανότητα επιλογής, τη χαρά της ζωής, του στέρησε τα πάντα. Το πιο απαισιόδοξο όμως και τραγικό συνάμα είναι ότι σύντομα –προφητεύει η ποιήτρια στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΗΤΤΑΣ- «θα επέλθει τροποποίηση ακόμα και στα ερωτόλογα! Οι ερωτευμένοι του μέλλοντος θα λένε: ο εγκέφαλός μου χτυπά για σένα. Μου ραγίζεις τον εγκέφαλο!»  Γι’ αυτό, μια τέτοια εποχή ξεριζώνει και την καρδιά του Γκιούλιβερ, του κλέβει και το συναίσθημα, τα όνειρα, την προσδοκία! Είναι η έξυπνη παγίδα της τεχνολογίας: «πρώτα σε βάζει να ζεις σ’ ένα ελκυστικό εικονικό κόσμο. Μετά σε κάνει να αγνοείς συστηματικά τον πραγματικό κόσμο. Μετά σφυρίζεις αδιάφορα», συμπληρώνει στο Ημερολόγιο Φιλοσοφικής Ήττας και πάλι

β] Η Σιωπή των Λέξεων και ο στιγμιαίος ίλιγγος της αιωνιότητάς τους που διαρκεί όσο «τα αναρχικά όνειρα» που τα βλέπουμε να «υπερίπτανται» στον ουρανό ως «όρνιων χορό» διαγράφοντας «κύκλους φτερωτούς»
«Δεν είμαι εγώ ο ανυπότακτος» μονολογεί ο Γκιούλιβερ. Και συμπληρώνει: «Ανυπότακτα είναι τα όνειρά μου». Δεν μ’ αφήνουν να τα επιλέξω. Έρχονται στη σύνθεση που επιθυμούν. Αναπαράγονται με τη μέθοδο της προτίμησής τους. Τώρα πια ξέρω: είμαι ένας υποτακτικός με αναρχικά όνειρα».

Ήρθε η ώρα να το παραδεχθώ
Είμαι θύμα παράλογης εποχής
Θύμα της επανάστασης
Του τεχνολογικού αέρα
Αέρας που τόσο αδιάφορα σφύριζε
στις χαραμάδες
του μυαλού
η ζωή μου

Ακούστε την εξομολόγηση
ενός πρώην βαλσαμωμένου ανθρώπου παρακαλώ
Που μόνον τα ακροδάχτυλα εξάσκησε
να κτυπούν τα πλήκτρα ενός κουτιού
Κι η ζωή του ολόκληρη σάπισε
αιχμάλωτη σε μια ηλεκτρονική κονσέρβα

Έρχεται κάποια στιγμή δηλαδή, που «τα αναρχικά όνειρα», απαιτούν δικαίωση. Ο δραματοποιημένος αφηγητής περιμένει με μάτια ανοιχτά και με «βλέμμα επίμονο» μήπως μπορέσει να τα «εξοστρακίσει» και να πάψει να είναι εξάρτημα της «θαυμαστής ηλεκτρονικής κονσέρβας». Τα όνειρα όμως είναι «οι αγαπημένες φάρσες της μεταφυσικής. Όταν ξυπνάς, μόνον η μέρα γελάει μαζί τους» «Ζούμε καθημερινά αυτό το μεγαλείο της εξελικτικής ανωμαλίας»:
Βλέπετε
Πριν με απαγάγετε
Ήμουν ήδη αιχμάλωτος
Η κονσέρβα ήταν το σπίτι μου
Το σπίτι της σάπιας
ραδιενεργής σαρδέλας

Τη ζωή που έχασα
δεν την αναπολώ
Προτιμώ δέσμιος
Εδώ μαζί σας
Στον καταναγκασμό
της απεξάρτησης

Ήμουν άνθρωπος
ανήμπορος
ανίκανος
νωθρός
Το μόνο που θυμόμουν
κάθε τόσο ήταν ν’ αναπνέω
Τα υπόλοιπα τα υπολόγιζε μόνη της

Η κυρίαρχος της ζωής μου η θαυμαστή ηλεκτρονική κονσέρβα

Ήξερα να κοιτάζω
Μέσα από μια οθόνη φωτεινή
έναν κόσμο εικονικό
που σβήνει κι ανάβει
μυρίζοντας σκουριά και
κλειδωμένο ψάρι

Ρωτούσα
-Πόσο σπουδαίο και πολύτιμο
φαντάζει το τερατώδες υπαρξιακό μου δράμα;

-Όσο κι ένας κόκκος άμμου
Η μαγική οθόνη μου απαντούσε

Όταν όμως ο Γκιούλιβερ, «το θύμα αυτό της παράλογης εποχής», το «θύμα της επανάστασης του τεχνολογικού αέρα», ξυπνάει από τον λήθαργο, βλέπει να φυτρώνουν στους ώμους του φτερά και τα βάζει με το σινάφι των λιλιπούτειων μαύρων εαυτών… Όλος ο παιδεμός που υπέστη είχε καλό αποτέλεσμα, τα βιώματα έγιναν πλούσια παρακαταθήκη δημιουργίας. Έτσι, τώρα, ποιητής ζαλισμένος, μόνος πορεύεται και «κοιτώντας κάθε στιγμή πίσω βλέπει να τον ακολουθεί ο ίλιγγος. Το αμείλικτο άθροισμα των ήδη ειπωμένων… Η σχιζοφρενική ιδιότητα του καλλιτέχνη: να μπορείς να είσαι με τους άλλους, να μην μπορείς να είσαι με τους άλλους και, κυρίως, να μην αποφασίζεις τι από τα δύο προτιμάς»
Το πρόσωπό σου
μαδάει στον χρόνο
Σε κάθε εποχή
πέφτει κι ένα πέταλο
Με κάθε ματιά
χάνει κι ένα αντίγραφο
κι όταν ο ύπερος απομείνει ορφανός
από πιστά πέταλα καθρέφτες
τότε τι άλλο σου μένει πια;

Πώς να ζήσεις χωρίς ένα
μ’ αγαπά
          δεν μ’ αγαπά
μ’ αγαπά
          δεν μ’ αγαπά
δεν μ’ αγαπά
μ’ αγαπά
μ’ αγαπά ναι μ’ αγαπά

Πώς να χτενίσω
την ακατάσχετη αισθηματολογία;
Χρόνια τώρα
η μαργαρίτα
έμεινε
φαλακρή

γ] Ο αισθητός κόσμος των ιδεών κατάντησε «αυτόματος μηχανισμός σε τοξικό περιβάλλον» και έτσι μέσα σ’ ένα τέτοιο  περιβάλλον ο ποιητής, «φτερωτός μεσίτης του μεταφυσικού», γίνεται ο «κουρδισμένος υπηρέτης» της ποίησης και «κάνει ό,τι του ζητήσει» μη ξέροντας πια τι να προτιμήσει: «τη ματαιότητα της ομορφιάς ή την ομορφιά της ματαιότητας» [η ομορφιά, ωστόσο, δεν πνίγεται αλλά επιπλέει]
Στο βιβλίο μου Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας, εξομολογείται η Έλσα Κορνέτη, με αφορμή πάντα τη φλόγα μιας εσωτερικής ανησυχίας για τη διερεύνηση της ανθρώπινης συνείδησης, επιχείρησα να συγκεντρώσω δραστικές σκέψεις και να διατυπώσω σύγχρονους αφορισμούς για τον άνθρωπο, τη φύση, τη ζωή, την τέχνη, την τεχνολογία. Το όλο εγχείρημα κατέληξε σε μια δοκιμιακή σύνθεση από ημερολογιακά θραύσματα με εσωτερική σειρά, που συνθέτουν την υπεράσπιση της ύπαρξης μέσα από την υπεράσπιση κάθε μελλοντικής ποίησης:

«Επειδή κανένας μας δεν είναι ευχαριστημένος με αυτό που είναι, επειδή όλοι θέλουν να είναι ένας Άλλος, κυκλοφορούμε μεταμφιεσμένοι… Όλη όμως η ιστορία στον αληθινό έρωτα συνοψίζεται στο βλέμμα, που δεν μεταμφιέζεται. Στο βλέμμα που είναι από τη φύση του υποκειμενικό. Ο καθένας έχει τον προσωπική του θέαση του κόσμου. Ερωτευόμαστε την πλησιέστερη προς εμάς θέαση. Το συγγενικό πνευματικό μας είδος. Πώς να διαβάσεις όμως  τα ιερογλυφικά του ουρανού; Γράφτηκαν από εξωγήινους…» [ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ]

Όλα ξεκινούν σ' ένα σύμπαν τόσο ειρωνικό, αλλά και συνάμα τραγικό, όπου η φαντασία επεμβαίνει στην πραγματικότητα χωρίς να την αλλοιώνει. Σε αυτό το ακατανόητο σύμπαν, η ανθρώπινη μοίρα παίρνει για τον καθένα το δικό της νόημα. Διαπιστώνω: Η σκιαγράφηση αυτού του κόσμου γίνεται ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας λειτουργεί ως μια ξεχωριστή ύπαρξη, αλλά και ως μέρος μιας ολότητας. Αυτή η ολότητα που ενώνει, οδηγεί στη γνώση και στην κατανόηση ότι η αρχή είναι το τέλος και το τέλος η αρχή. Δεν υπάρχουν ήρωες, νικητές ή χαμένοι, παρά μόνον θύματα: «Το Καλό και το Κακό: οι μεγάλες κινητήριες δυνάμεις της ανθρώπινης φύσης. Από τη διαμάχη τους εκλύεται η αιώνια ενέργεια της ζωής. Μετά τα ελιξίρια για την ομορφιά διαρκείας, κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε για τη μοναξιά διαρκείας. Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται για να ζουν σε λευκές κορνίζες. Περπατούν στο δρόμο, ερωτεύονται, κυλιούνται σε κρεβάτια. Μια φωτογραφία είναι ένα μυστικό για ένα μυστικό. Όσο περισσότερα σου λέει τόσο λιγότερα ξέρεις… Κι εμείς πάντα απασχολημένοι. Να τεμαχίζουμε τον κόσμο. Να τον τακτοποιούμε σε κουτιά μικρά… Το αντίτιμο της διάσωσης είναι πάντα ακριβό: η ανήλικη μητέρα της ενήλικης κόρης… Κι η ζυγαριά να διαψεύδει το μύθο: η νοημοσύνη δεν είναι θέμα εγκεφαλικού μεγέθους…» [ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ]

Σκέφτομαι (συνεχίζει την εξομολόγησή της η Έλσα Κορνέτη): Η ποίηση, το παράλογο και η συνείδηση συνθέτουν το πιο καυτό ερωτικό τρίγωνο. Η ποίηση τροφοδοτείται από το παράλογο του κόσμου, γι' αυτό παράγει συνείδηση. Και τότε ως εκ θαύματος το κενό του κόσμου γεμίζει συνείδηση. Η ποιητική τέχνη επιβιώνει δίνοντας το πιο υπέροχο μάθημα ειλικρίνειας, τολμώντας ν' ανακοινώσει: Ναι. Η φιλοσοφία πάσχει από το σύνδρομο της ηττοπάθειας, της ηττοπλασίας, της ηττολογίας, της ηττοπληξίας και η ζωή με τη ζωώδη ενέργεια, τα απρόσμενα τεχνάσματά της και το συμπαντικό ένστικτό της σε κάθε αγώνα δρόμου την προσπερνά κι όποτε επίμονα την κοιτά, την απενεργοποιεί και την απολιθώνει. Η βιολογία ανένδοτη προτάσσοντας το κυνικό της δάχτυλο προστάζει. Κι όποτε η βιολογία νικά, η φιλοσοφία ηττάται: «Έρωτας: ο θρίαμβος της ασυναρτησίας. Τα αφηρημένα μαθηματικά που δεν διδάσκονται μας λένε κάτι για την πραγματικότητα και για τη ζωή γύρω μας. Τα μαθηματικά, λοιπόν, προσπαθούν να περιγράψουν την πραγματικότητα. Καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η αφηρημένη σκέψη ορίζει την πνευματική ζωή χωρίς όρια…» [ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ]

Ο Γκιούλιβερ, πάντα σύμφωνα με την ομολογία της Έλσας Κορνέτη,  ήταν ένας άνθρωπος που προτιμούσε να ζει εικονικά. Ένας φοβισμένος, δειλός και εξαρτημένος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που προτίμησε την ψυχρή οθόνη του υπολογιστή από τις χαρές και τις εκπλήξεις και τα δώρα αλλά και τις δυσκολίες της αληθινής ζωής. Ο Γκιούλιβερ, αυτός «ο πρώην βαλσαμωμένος άνθρωπος που μόνον τα ακροδάχτυλα εξάσκησε να χτυπούν τα πλήκτρα ενός κουτιού» μοιάζει να εξομολογείται:

Άλλη μια μέρα ξαπλωμένος
κι ο ουρανός γέμισε κίτρινα βατράχια
και πράσινα γατιά…
Μη φοβάστε κορόϊδα
Μόνον γελάτε κορόιδα
Είμαστε εδώ
Οι αχόρταγες κοιλιές μας θα σας κυβερνούν
Μην αγχώνεστε μικρά πράσινα ανθρωπάκια
Μην αγχώνεστε μικρά κίτρινα ανθρωπάκια
Είστε όλοι καλεσμένοι στη γιορτή των λιλιπούτειων εαυτών
Όλοι θα χωρέσετε στον θαλαμίσκο
Όλοι θα χωρέσετε στο Διασ(τ)ημόπλοιο

Είναι ο σύγχρονος αυτός Γκιούλιβερ ήρωας ή θύμα της ηλεκτρονικής επανάστασης; Πρωταγωνιστής ή κομπάρσος; Υποτακτικός ή ανυπότακτος στα σημεία των καιρών; Αντιστέκεται ή υποδουλώνεται στους ψηφιακούς πειρασμούς, που τόσο ελκυστικά του σερβίρουν; Ποιες είναι οι πραγματικότητες που τον περιβάλλουν; Πού προτιμά να ζει; Σ' έναν κόσμο επινοημένο και προβλέψιμο ή σ' έναν κόσμο ζωντανό και απρόβλεπτο; (αναρωτιέται η ποιήτρια) Χαμένος στην έρημο της ψευδοεπικοινωνίας και της εικονικής πραγματικότητας, χορτασμένος από παραισθήσεις και διψασμένος για λίγες σταγόνες αληθινής ζωής, επιχειρεί να βγει από το χάος και τη σύγχυση του τεχνολογικού ορθολογισμού. Ο ήρωας του ποιητικού βιβλίου αισθάνεται ότι κάτι τού έχει αφαιρεθεί και περιμένει να συμπληρωθεί. Τον τρόμαζε η ανωνυμία της κουκκίδας. Νόμιζε πως μέσα στο φωτεινό του το κουτί, του υπολογιστή, μπορεί να πρωταγωνιστήσει. Όμως ο σύγχρονος Γκιούλιβερ διακατέχεται από την ευγένεια της αποτυχίας. Όταν πετυχαίνοντας την απόλυτη υποταγή στις προσταγές της ηλεκτρονικής εποχής του, αποτυγχάνει να ζήσει. Στο τέλος, συνεπαρμένος από την καταπιεσμένη μυθολογία των ονείρων απελευθερώνεται, εκτοξεύοντας στους αιθέρες τον φτερωτό πλέον ποιητή-εικονοποιό, αληθινό εαυτό του, ενώ ο ίδιος ο σάρκινος, πεπερασμένος, αφήνεται στην καταβύθιση μέσα στον πολτό της ανθρωπότητας. Πώς όμως επιβάλλεσαι στη ζωή για να σε σέβεται; Είναι απλό: δαμάζοντας τον φόβο. Η ζωή σε σέβεται όταν σε φοβάται, όταν υπερασπίζεσαι το πάθος και της εναντιώνεσαι, όταν δεν υποτάσσεσαι στις ανθρωποφαγικές της ορέξεις. Όταν κυνηγήσεις κι αιχμαλωτίσεις με την απόχη σου τ' όνειρό σου, όταν διεκδικήσεις την ανυπακοή σου στους κανόνες της ακινησίας και του αφανισμού. Τότε η ζωή θα σε φοβάται, επειδή θα σε σέβεται.

Προσωρινά
σε βάφει η βαρύτητα
σε χρώμα ευάλωτο
όταν ξαπλώνεις
Προσωρινά
αδιάφορος
Κάποτε
ζούσες έξω από σένα
αόρατος
ταξίδευες
μέσα στα μάτια
ενός άλλου

Εγώ ξέρω ότι θ’ αποδράσω
Κάλιο άνθρωπος αδέσποτος
παρά υποταχτικός

Σηκώθηκα όρθιος
Τους παρατηρώ
Στοιχισμένοι εαυτοί
παρελαύνουν κάτω απ’ τα πόδια μου
χαιρετώντας με στρατιωτικά
Οι εαυτοί ακροβάτες
αναρριχώνται πάνω μου με σχοινιά
από έναν τηλεβόα μου φωνάζει:

κι ο ΑΠΟΗΧΟΣ:  Η τελευταία λέξη του κόσμου για τον κόσμο δεν έχει ακόμα ειπωθεί. Την τελευταία λέξη την κρατά βαθιά κρυμμένη η Ποίηση. Άγνωστο που…
Έχοντας διαβάσει πολλές φορές τον ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΥΡΙΟ ΓΚΙΟΥΛΙΒΕΡ , αν ήθελα να αφήσω απ’ έξω τα «Παροράματα Συναισθήματος» που συνειρμικά αποτυπώθηκαν σε όλο το προηγούμενο κείμενο καθώς περιπλανιόμουν ελεύθερα στο χάος των λέξεων του ποιήματος, αφήνοντας με αυτό τον τρόπο τα δαχτυλικά αποτυπώματά μου, τώρα που έχω πλέον κλείσει οριστικά το βιβλίο για να πάρει σειρά το επόμενο, αφουγκράζομαι την πνοή και την  αλήθεια τους να επιστρέφει ως απόηχος παντοτινά δικός μου! Το βιβλίο πάει έφυγε, οι λέξεις του ποιήματος μένουν:    

Μια κατάψυξη σώματος όπου τα κύτταρα παγώνουν το αίμα και το μυαλό κυλάει ανάποδα. Ιδανικός χώρος. Κάποτε τους αισθάνεσαι να σε κουβαλούν, να μυρμηγκιάζουν στη ράχη στον αυχένα σου χίλιοι μαυροφορεμένοι  εαυτοί κι ένας με άμφια λευκοντυμένος… Αφού σε νάρκωσαν σ’ έδεσαν σφιχτά με κόκκινα καλώδια σε περιφέρουν πάνω σε μια τάβλα με τροχούς, ξαπλωμένο ανάσκελα σαν να ήσουν ζωντανό πτώμα
-Θα συμμαχήσω μαζί σας! Μόνον πάρτε αυτά τα φανάρια απ’ τα μάτια μου. Φορέστε μου τα γυαλιά μου. Δεν αντέχω την αυτοκριτική σιωπή σας Βγάλτε αυτό το πιάνο απ’ το αυτί μου. Όχι άλλα βέλη παρακαλώ, σταματήστε τους δαιμονισμένους τοξότες!
Και κάποτε αν βρω το θάρρος ν’ απαλλαγώ από εσάς, να σας ξεφορτωθώ, να σας πνίξω όλους σαν κατσαρίδες σε καυτό νερό θα είναι η μεγαλύτερη ανακούφιση που ένας άνθρωπος μπορεί να νιώσει
Έχετε δίκιο λοιπόν. Τ’ ομολογώ, είπα κάποτε στον αχόρταγο υπολογιστή
-Σου έδωσα τον εγκέφαλό μου, ό,τι πολυτιμότερο είχα.  Τι άλλο θέλεις πια; Κι ο υπολογιστής μου απάντησε:
-Θέλω και την καρδιά σου…
Ήλθε η ώρα να με βγάλουν βόλτα όλα τα παράξενα πλάσματα της ζωής μου, χίλια μικρά περιλαίμια χιμούν επάνω μου να με δέσουν, να με οδηγήσουν έξω, να κάνω την ανάγκη μου πάνω στον αγκαθωτό κόσμο τον πραγματικό τρέχοντας σ’ ένα ποδοπατημένο χορτάρι μακριά από την ασφάλεια της επίπεδης θέασης μακριά από την κρύα λάμψη της οθόνης…
Δόλιοι μικροί εαυτοί, δαιμόνιο το σχέδιο σας να με κάνετε
άνθρωπο μαριονέτα καλωδιωμένο τρυπημένο με κλωστές για να κινούμαι δέσμιος χορεύοντας τον σκοπό σας. Δεν είμαι εγώ ο ανυπότακτος. Ανυπότακτα είναι τα όνειρά μου. Δεν με αφήνουν να τα επιλέξω. Έρχονται στη σύνθεση που επιθυμούν αναπαράγονται με τη μέθοδο της προτίμησής τους…
Τώρα πια ξέρω είμαι ένας υποτακτικός με αναρχικά όνειρα
Ήρθε η ώρα να το παραδεχθώ είμαι θύμα παράλογης εποχής, θύμα της επανάστασης του τεχνολογικού αέρα. Αέρας που τόσο αδιάφορα σφύριζε στις χαραμάδες του μυαλού η ζωή μου. Ήξερα να κοιτάζω μέσα από μια οθόνη φωτεινή έναν κόσμο εικονικό που σβήνει κι ανάβει μυρίζοντας σκουριά και κλειδωμένο ψάρι…
Σαν στοιχειωμένο πλοίο το σώμα μου απ’ το βαλτοτόπι του Διαδικτύου θα ξεκολλήσει για ν’ αρμενίσει ήσυχα στο αρχιπέλαγος του Διαστήματος… Λένε πως κάθε άνθρωπος έχει ένα αστέρι για ν’ ακολουθεί. Αν είναι όμως το αστέρι σου αλκοολικό και η διαδρομή δαιδαλώδης, μ’ ένα ατέρμονο ζικ ζακ πώς τερματίζεις;
-Ένας γνήσιος αιολικός επαναστάτης με ρυθμικές βροντερές ανάσες παίζει του ανέμου του τη μουσική πάνω σε παρτιτούρα γαλήνιου χάους απροσμέτρητου γράφοντας νότες αστεροειδών εκρήξεις…
Σηκώθηκα όρθιος, τους παρατηρώ. Στοιχισμένοι εαυτοί παρελαύνουν κάτω απ’ τα πόδια μου χαιρετώντας με στρατιωτικά… Οι εαυτοί ακροβάτες αναρριχώνται πάνω μου με σχοινιά από έναν τηλεβόα μου φωνάζει:
-Γκιούλιβερ, είσαι έτοιμος να φύγεις πια. Τις βλέπω να φυτρώνουν να μεγαλώνουν, σε κάθε πόντο του σώματός μου πεταρίζει κι από μία. Μοιάζουν με σελίδες βιβλίων. Κοιτάζω προσεκτικά: είναι ποιήματα, χάρτινα φτερά…
Όσοι ελάχιστα με ξέρουν κάποτε θα πουν για μένα:
Κοιτάξτε έναν άνθρωπο ανεδαφικό γέμισε τις τσέπες του με μικρά πουλιά με την ελπίδα κάποτε πετώντας ν’ αποδράσει

Αποσπάσματα κι απ’ άλλες κριτικές για το βιβλίο της Έλσας Κορνέτη Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΓΚΙΟΥΛΙΒΕΡ
Με τολμηρές ποιητικές εκφάνσεις, εναλλασσόμενες εικόνες, φανερούς και άδηλους μελωδικούς τόνους, φέρνει κάτι επαναστατικό, πρωτοποριακό ίσως, στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποιητικής πραγματικότητας. Εντυπωσιακός, στέρεα και λιτά δομημένος ο ποιητικός, ηδυσμένος λόγος· στιλπνός, περιεκτικός, εύρυθμος ο στίχος της, επιβάλλεται με την αυστηρά δωρική μορφή, την εσωτερική δυναμική και την ευρηματικότητα.
Με θαυμαστή συντομία και καθαρότητα αρθρώνει μια ποίηση μορφικά επική, συχνά ασθματική, αγωνιώδη, τολμηρή, δραματική και φιλοσοφημένη, που ρέει αβίαστα, παρά τη φόρτιση που κουβαλούν οι εύρυθμοι φθόγγοι στα φτερά τους. Εκφράζει έναν κόσμο μεταλλαγμένο, όπου κινούνται «χίλιοι μαυροφορεμένοι εαυτοί», κλώνοι θαρρείς της ίδιας της οντότητάς της· νιώθει αλλοτριωμένη, κομματιασμένη, έρμαιο του υπολογιστή, από δημιουργό και εντολέα, όργανο της τεχνολογίας, σχοινοβάτη ή ναυαγισμένο «κυβερνοναύτη» που μ' ένα άδειο κεφάλι σέρνεται «σε τόπο και σε χρόνο δανεικό», ξένο, προσωρινό, λες και είναι σε «μια κατάψυξη σώματος/ όπου τα κύτταρα παγώνουν το αίμα/ και το μυαλό κυλάει ανάποδα.../ εγκλωβισμένη σε μια ψευδαίσθηση ακινησίας».
Καθηλωμένη στην ακινησία και στη σιωπή που επιβάλλει ο υπολογιστής, υποταγμένη στη γοητεία της οθόνης και του μικροσκοπικού οργάνου που μεταφέρει το σύμπαν στο λευκό κενό, φαντάζεται ότι λειτουργεί σ' ένα απέραντο πεδίο δράσης, ότι επικοινωνεί με χιλιάδες, εκατομμύρια διαδικτυακούς φίλους, ότι έχει κατακτήσει το σύμπαν, ενώ στις κανονικές διαστάσεις και συνθήκες είναι μόνη με τους «μαυροφορεμένους εαυτούς».
Δανείζεται τον «επαναστατικό Γκιούλιβερ», τον δυνάμει επαναστάτη, για να εξοβελίσει τους κλώνους: «φίλους, εραστές, θαυμαστές», τους πολλούς εαυτούς, να βγει από τον λήθαργο: «Αρκετά έπαιξες εξαρτημένε άνθρωπε/ τώρα πρέπει να ζήσεις».

Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε όταν συνειδητοποίησε πού έχει φτάσει:
Ο άνθρωπος δεν υπάρχει ως αυτόνομη οντότητα, είναι μπερδεμένος, ανελεύθερος, διαλυμένος, διαμελισμένος, ναυαγημένος, κατακτημένος από τα έργα του, κατοικημένος από ανασφάλειες. Μ' ένα «μυαλό που έχει ήδη πολύ θόρυβο», πορεύεται ακυβέρνητο σκάφος στο κενό του κυβερνοχώρου.

Μέσα από μια ευφυέστατη, θαυμαστά στοιχειοθετημένη σύνθεση λέξεων και εννοιών, εντυπωσιακά λεκτικά σχήματα, πολλαπλές θέσεις και αντιθέσεις που γίνονται στίχοι/πινελιές πολλαπλών ιριδισμών κι αποχρώσεων, ζωγραφεί αξιοπρόσεκτες νοητές εικόνες, πίνακες ποικιλόμορφων ποιητικών τοπίων που ιλαρύνουν το ανθρώπινο σύμπαν. Το πλήθος των στοιχειωμένων εαυτών που «παρελαύνουν κάτω από τα πόδια» της, και στη συνέχεια γίνονται «εαυτοί ακροβάτες/ αναρριχώνται πάνω» της «με σχοινιά...», κάθονται όλοι υποτακτικά στις παλάμες του πρωτότυπου εαυτού κι εκεί, με την παρότρυνση του ξεχωριστού, του «λευκοντυμένου εαυτού», εγκαταλείπουν το χάος του κυβερνοχώρου, συμμαζεύονται καθένας στο πόστο του, μετασχηματίζονται σε φθόγγους, λέξεις, στίχους, αρθρώνονται σε «ποιήματα / χάρτινα πουλιά», γεμίζουν τις σελίδες χάρτινων οχημάτων για να πετάξουν από κάποια ράφια στο ποιητικό στερέωμα και να κατακτήσουν το ποιητικό τους μικρό-μέγα σύμπαν καταξιώνοντας την ποιήτρια ως μια δυναμικά ποιοτική παρουσία στον πολύπαθο και αδυνατισμένο χώρο της σύγχρονης ποίησης. [Ελένη Χωρεάνθη]

 ‘Ελσα Κορνέτη: Γεννήθηκε στο Μόναχο το 1969.
Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Θεσσαλονίκης και στο Trier Γερμανίας. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Ποιητικές συλλογές:  «Στη σπείρα του κοχλία» εκδ. Μαλλιάρη, Θεσσαλονίκη (2007), «Η αιώνια κουτσουλιά» έκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα (2007), «Ένα μπουκέτο ξεροκάκαλα», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα (2009), «Κονσέρβα Μαργαριτάρι», εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011), «Ο λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί» εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2012, «Ο επαναστατικός κύριος Γκιούλιβερ» εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη (2013), «Ημερολόγιο Φιλοσοφικής Ήττας», σκέψεις και αφορισμοί για κάθε μελλοντική ποίηση, εκδ. Κουκούτσι, Αθήνα (2013), “Κανονικοί άνθρωποι με λοφίο και παρδαλή ουρά» εκδ. Γαβριηλίδης 2014 (βραβεύθηκε με το βραβείο Γιώργος Κάρτερ του περιοδικού Πόρφυρας

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ: Εξακόσιες φράσεις που μοιάζουν με σφαίρες, σκέψεις και αφορισμοί για κάθε μελλοντική Ποίηση (με ΚΛΙΚ εδώ)