Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ ΒΓΗΚΑΝ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΑΚΙ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΙ ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ:


Είναι η ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ, το μότο στίχων με τους οποίους αρχίζει η ΔΥΣΚΟΛΗ ΥΙΟΘΕΣΙΑ, η τρίτη ποιητική συλλογή της Κάκιας Παυλίδου που κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Λεξίτυπον το 2018. Κυνηγώντας την ΕΚΠΛΗΞΗ, που «στην πιο αυθεντική της μορφή, γεννιέται στο Μυαλό και στην καρδιά ενός γεννημένου εξεγερμένου Αντιρρησία» φτάνει η ποιήτρια στην τελευταία αποστροφή με την οποία κλείνει ο κύκλος της Δύσκολης Υιοθεσίας: «Όταν με θάβω στο νεκροταφείο μιας Απελπισίας πληθαίνουν τα χέρια που προσφέρουν βοήθεια κι όταν τους ξαφνιάζω με ανάσταση, με σκοτώνουν γιατί τους τρόμαξα»!
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ποια είναι αυτή η ΔΥΣΚΟΛΗ ΥΙΟΘΕΣΙΑ και ποιο το μαγικό ΚΛΕΙΔΙ για το ΣΠΙΤΑΚΙ της «στο σχήμα που αποκτούν τα σώματα όταν ενώνονται και γεννούν γαλαξίες» (Σπιτάκι σελ. 10) 
Τι Δικαιώνει το Θαύμα που διαρκώς ποντάρει πάνω μας;
Η εξομολόγηση της ποιήτριας και κάποιες επιλογές στίχων και ποιημάτων από τη συλλογή μας δίνουν ένα πρώτο στίγμα:    
«Σε Υιοθετώ. Εγώ είμαι υπεύθυνη για Σένα. Για τα Ισχυρά Κίνητρα που κλονίζουν το υπέδαφός σου και σε μετατοπίζουν προς το Υπέρτατο + του Εαυτού σου.
Όλες οι ευχές, όπως «Καλημέρα», «Καληνύχτα», «Καλή συνέχεια» κλπ,  ευλογούν τις καλές συγκυρίες Ζωής. Και οι κακές συγκυρίες; Και εκείνα τα δύσκολα σενάρια περιπετειώδους αγωνίας που σου ζητούν να ψηλώσεις, να μετατοπιστείς, να ενεργοποιήσεις όλες σου τις πτυχές, να αλλάξεις το πρόγραμμά σου, να υποστείς μία κατάρρευση, να προκαλέσεις μία αναδόμηση Εαυτού, να πεις Ναι στην πρόκληση;
Είμαι στο δρόμο σου με σκοπό να μείνω ως το τέλος της διαδρομής. Δεν με ενοχλεί ο καιρός. Λατρεύω το χιόνι, την ξηρασία, τη βροχή, τον κατακλυσμό, το θυμό σου, την ανασφάλειά σου, τον αρσενικό σου εγωισμό. Ήρθα να σε αγαπήσω ολόκληρο, χωρίς ακρωτηριάσεις. Ήρθα να σε συνοδεύσω στον Άδη και να σε φέρω πίσω. Να κρυφτώ πρώτη στο σκοτεινό σου δωμάτιο και να σε περιμένω εκεί όταν αιώνια τιμωρημένο παιδί θα έρθεις να εκτίσεις την τιμωρία σου. Ήρθα να σε συντροφεύσω, όπως ο μόνιμος αντίλαλος της σκέψης σου. Να είμαι εκείνο το «Σ’ αγαπώ»  που σου ζητά να είσαι ο Εαυτός σου, κατακερματισμένος μα άρτιος, πληγωμένος μα δυνατός. Ήρθα να περπατήσω δίπλα σου όλους τους δρόμους. Να μη φοβηθώ το σκοτάδι σου. Να μην τρομάξω από τα ουρλιαχτά των λύκων σου. Να μη λυγίσω από τις φοβέρες του Θεού σου. Να μην επιτρέψω να με πλανέψει ο Δαίμονάς σου που εκμαυλίζει τις Αλήθειες.
Σε Υιοθετώ. Εγώ είμαι υπεύθυνη για Σένα. Και μπορώ να το κάνω γιατί έχω ήδη καταφέρει να υιοθετήσω τους πιο Δύσκολους δικούς μου Εαυτούς και με όλους αυτούς σού συστήνομαι.
Και είμαι Εδώ γιατί στοχευμένα Εσύ με διάλεξες, σ’ αυτήν τη «Δύσκολη» αμοιβαία «Υιοθεσία» μας, την οποία, πίστεψέ με, έχει τόσο ανάγκη ο Κόσμος, αυτό το δυσπροσάρμοστο ορφανό παιδί που η Ανθρωπότητα διστάζει να το Υιοθετήσει»
Δύσκολη, λοιπόν, και αμοιβαία η υιοθεσία. Η Κάκια Παυλίδου υιοθετεί την Ποίηση για να γεννήσει τις Αλήθειες της, να στειρώσει τις Ενηλικιώσεις και να προσφέρει τον εαυτό της προς υιοθεσία.
Είναι πολύ δύσκολη αυτή η αμοιβαία, αμφίδρομη υιοθεσία: «εδώ ανάπηρο κατοικίδιο δεν υιοθετούν… πόσο μάλλον άνθρωπο με συμπτώματα Ανάγκης» (Ορφανοτροφείο σελ.12)
Ενδεικτική η περιγραφή των δυσκολιών σ’ αυτό το 2ο ποίημα της συλλογής, το «Ορφανοτροφείο»:
«ξεκλείδωνα μανιωδώς όλες τις πόρτες.  Ξεγεννούσα τις εγκυμονούσες Αίθουσες Μοναξιάς, γεννιόντουσαν Φόβοι, τους τύλιγα όλους με τα ρούχα μου, τους θήλαζα με ζεστό από τον πυρετό ιδρώτα, γινόμουν μάνα ξανά και ξανά, ξεχείλιζε η Μητρότητα από τα παράθυρα του Ορφανοτροφείου, ποτιζόταν οι κερασιές στο πίσω προαύλιο
κι έβγαιναν πεινασμένοι οι Τρελοί, μάτωναν τα κεράσια με δαγκωματιές, λέρωναν τα χέρια, το στόμα, τ’ ανθάκια μιας αθωότητας.
Τόσο δύσκολο να ’σαι μητέρα και παιδί μαζί, να κουβαλάς μέσα σου υιοθεσίες, τρελούς και ορφανούς Εαυτούς.
Δεν σε υιοθετεί κανείς και σου μένει να υιοθετήσεις όλο τον κόσμο που ορφανός κάθε βράδυ κρύβεται στα υπόγεια ενός Ορφανοτροφείου του οποίου υα κλειδιά μόνο εσύ κατέχεις» (Ορφανοτροφείο σελ. 13)
Μοιάζει να είναι καλά διαβασμένη η ποιήτρια. Ξέρει καλά τα μυστικά της Δύσκολης Υιοθεσίας, έχει τα κλειδιά για όλα τα ενδεχόμενα του παραμυθιού. Η μαγική συνταγή  είναι να μην αφήσεις ποτέ την υιοθετημένη Αλήθεια σου:
είτε είναι «ένα παιδί είτε ένα φεγγάρι, ένα αδέσποτο, ένας κύκλος εμπιστοσύνης που τον πρόδωσαν τόσες φορές οι άνθρωποι…» («Δεν θα σ’ αφήσω ποτέ» σελ. 17)
Η δήλωση αιώνιας αφιέρωσης στο σκοπό είναι κατηγορηματική και δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση: «σου το είπα όπως μιλά στο εύθραυστο παιδί  της ανθρωπότητας η παντοδύναμη φωνή μιας μαργαρίτας που ανθίζει στην εμπόλεμη ζώνη…» (σελ. 17) «Υιοθετώντας φτιάχνεις τεράστια οικογένεια από τα ορφανά σου είδωλα…» είναι μια άλλη πλευρά της δύσκολης υιοθεσίας. Στοιχεία γι’ αυτήν έχουμε στο ποίημα με τίτλο «Υιοθετώντας κάθε εγκατάλειψη» (σελ.21):
«Υιοθετώ όσα εγκατέλειψες… τα όνειρα που δεν κυνήγησες, τις σκέψεις που γέννησες κρυμμένες στη γωνία της αυτοτιμωρίας… Κρατώ με τρυφερότητα τα σπασμένα σου παιχνίδια, όλα τα παζλ που τους λείπουν κομμάτια και τη στιγμή που εγκαταλείπεις τον εαυτό σου τον φιλοξενώ στο σπίτι μου και σε περιμένω γνωρίζοντας πως Εσύ που εγκαταλείπεις έχεις πιο μεγάλη ανάγκη από αγκαλιά παρά ο εαυτός σου που εγκαταλείφθηκε».
Με μία άλλη προσέγγιση, η Δύσκολη Υιοθεσία εμπεριέχει την υιοθέτηση μιας ζόρικης στάσης Ζωής, που μας ζητά να μείνουμε πιστοί, αφοσιωμένοι και σταθεροί στα Υψηλά Ιδανικά που υιοθετήσαμε.  Χωρίς νοθείες, χωρίς αποκλίσεις, χωρίς δικαιολογίες, χωρίς ελαφρυντικά. Αυτή η πρόκληση είναι η Δύσκολη Υιοθεσία ….. και είναι μία Διαδικασία μαγική, γιατί ταυτόχρονα καλλιεργεί εσωτερικά όσους εμπλέκονται.
 Οδηγίες Χρήσεως, λοιπόν, από τον Τρελό «που ράβει πάνω της το παραμύθι λέξη-λέξη, που την καταπίνει μ’ ένα βλέμμα ανθρωποφάγο και τις χαρίζει πεινασμένες αποκλειστικότητες»:  
Να προσπερνάς τον εαυτό σου για να φτάσεις, Να υπερβαίνεις το Είναι σου για να μείνεις, Να ακυρώνεις το Εγώ σου για να ξαναγεννηθείς… Να σε ζηλεύουν όλες οι αθάνατες κοκκινοσκουφίτσες που -τι κρίμα- γλίτωσαν από το λύκο!.. («Το Βλέμμα του Τρελού σελ. 27)
[παρακάτω ανθολογούνται η ΔΥΣΚΟΛΗ ΥΙΟΘΕΣΙΑ, το ποίημα που έδωσε το τίτλο στη συλλογή,  ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΤΡΕΛΛΟΥ, ΣΠΙΤΑΚΙ, ΕΝΑ ΣΩΜΑ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ, ΣΚΟΠΟΣ, ΑΝΕΜΙΣΜΑ, Η ΖΗΤΙΑΝΑ και ο ΠΥΡΗΝΑΣ. Ανάμεσα στα ποιήματα ένα απόσπασμα από τη προσέγγιση της ψυχολόγου Τερψιχόρης Σαβαϊδου και ως ΑΠΟΗΧΟΣ αποσπάσματα από σχόλια και κριτικές από την παρουσίαση της συλλογής -ART by gabriel pacheco mexican surrealist]  



ΔΥΣΚΟΛΗ ΥΙΟΘΕΣΙΑ (από σελ. 14 της συλλογής)
Πιασμένοι από το χέρι. Με τις αποφάσεις επιμελώς πακεταρισμένες από το σπίτι. Κατασταλαγμένοι, αν και αφηρημένα αμήχανοι, περνούν την πόρτα του γραφείου της διευθύντριας. Έτοιμοι για υιοθεσία.
Τα μωράκια παρελαύνουν σε ένα άλμπουμ παρουσίασης. Εξωτερικά χαρακτηριστικά, εσωτερικά χαρίσματα. Ζητείται το ιδανικό βρεφάκι για τους ιδανικούς γονείς. Μία στάση στη σελίδα 25. Ευρέθη.
Οι υπεύθυνοι πακετάρουν την μικρή ζωή και οι γονείς την παίρνουν αγκαλιά και την ενσωματώνουν στη δική τους. Εύπλαστο μικράκι, μεγαλώνοντας θα υιοθετήσει τις συμπεριφορές των γονιών. Καλοί άνθρωποι, λέει η κοινωνία. Καλοί άνθρωποι, λένε οι αξιολογήσεις. Όλα ιδανικά.
Στο προαύλιο του ορφανοτροφείου ένα Παιδί ξέφυγε από τις υιοθεσίες. Άγριο νηπενθές, ακανόνιστα αναπτυσσόμενο, που δεν κλαδεύεται, δεν κανονικοποιείται ο νους του στα πρότυπα των "καλών", δεν σμιλεύεται καθ' εικόνα και καθ' ομοίωση κανενός. Αυτόμορφο κι ακυβέρνητο, απωθεί τους υποψήφιους γονείς, οι οποίοι προσανατολίζονται στα βρέφη που είναι ζυμαράκια στα χέρια της ύψιστης φιλανθρωπίας, της υιοθεσίας.
Ο μικρός σχεδιάζει
 επιθέσεις κι ανατινάξεις στις βιτρίνες του ευτυχισμένου κόσμου των υποκριτικών ανθρώπων. Παραβατικότητα τιμωρούμενη στα όρια του εγκλεισμού. Η εγκατάλειψη και η απουσία είναι αμόνι. Ακονίζει το μέταλλο του Νου σε αγριεμένο σχήμα επιθετικού εργαλείου. Ηθικός αυτουργός, η Αγάπη που λείπει.
Στην τελευταία απόκλιση του μικρού από τα ευπρεπή, η Διευθύντρια, αυτή η τυλιγμένη στο ακριβό ταγέρ γυναίκα, με το περιποιημένα χαμογελαστό πρόσωπο μπροστά στους γονείς, το έσυρε τραβώντας το από το αυτί και εκτόξευε λέξεις καρφώνοντάς τες στην πληγή:
-Για σένα πια δε θα ρθει ποτέ κανείς. Όσες ευκαιρίες είχες τις έχασες και συνεχίζεις προκαλώντας. Θα μείνεις μόνος και κλειδωμένος στην απομόνωση... (εννοούσε την απομόνωση της Ζωής.... του κόσμου όλου....)
Ο πιτσιρίκος δε φοβόταν το σκοτάδι. Έκλεινε τα μάτια και άναβε το φως στρέφοντάς το στις αθέατες γωνιές της συνείδησης. Αντιστάθηκε στις διαλείψεις. Όταν τελείωνε η τιμωρία, όλα τα θυμόταν. Εσωτερικές και εξωτερικές πραγματικότητες. Είχε αντιληφθεί τις φυλακές που κουβαλούσαν, σαν καβούκι πάνω τους, όλοι. Στεκόταν οκλαδόν στο κέντρο της απομόνωσης και με μία αιχμηρή ηρεμία τρυπούσε τους τοίχους και την υπομονή των τιμωρών του.
Ένα πρωί, από έναν φεγγίτη της ζωής, ξεπρόβαλε μία Θηλυκή Μορφή που είχε ίδια σκοτάδια μέσα της μ' αυτά του μικρού παραβάτη. Κατέθεσε στοχευμένο αίτημα υιοθεσίας ζητώντας το Αγόρι. Τόση καλλιεργημένη μέσα της μητρότητα κι όμως θεωρείται οικογένεια
 μονογενεϊκή. Δύσκολη η έγκριση υιοθεσίας. Μεγάλη όμως η επιμονή της. Η Ζωή σμίγει τους Ανθρώπους που έχουν την ίδια ανάγκη, το ίδιο παρασκήνιο, το ίδιο κελί εαυτού.
Ήταν τεκμηριωμένη η επιχειρηματολογία της.
Ήταν που το ίδρυμα ήθελε να απαλλαγεί από τον ταραχοποιό.
Υπογράφηκαν τα συμβόλαια.
Αποχώρησαν μαζί.
Δεν πιάστηκε από το χέρι ο μικρός. Μετακινώντας τον κύκλο ασφαλείας του, περπάτησε ως το αυτοκίνητο. Όλη η περιουσία του ένας σάκος ρούχα και μία αγκαλιά που περιμένει ν' ανοίξει.
-Τί σκέφτεσαι; ρώτησε η Γυναίκα.
-Βγες από το κεφάλι σου και μπες στην καρδιά σου, προτείνει ο Όσσο και είναι ενάντια στην επανάσταση κι υπέρμαχος της εξέγερσης. Ατομική υπόθεση λέει.
-Ετοιμάζεις εξέγερση;
-Μαζί θα την πετύχουμε. Μαζί κι ο καθένας ατομικά και πάλι μαζί. Τώρα δεν είσαι μόνη. Ούτε κι εγώ. Έχεις αποθέματα αγάπης. Γι' αυτό ήρθες για μένα. Οι άλλες υιοθεσίες είχαν συμφεροντολογικό χαρακτήρα. Επιζητούσαν το ιδανικό βρέφος για να το προσαρμόσουν χωρίς εκπλήξεις στη ζωή τους. Χωρίς να ερωτηθεί το μωρό, εφόσον δεν είχε ούτε σκέψη, ούτε λόγο. Θα βαφτιστεί χριστιανός, θα οριστεί ισλαμιστής, θα γίνει βουδιστής, ανάλογα με τις επιταγές των τρυφερών γονιών που περνούν με το χαμόγελο τα μεγάλα πρέπει τους. Φυλακές. Δε ρώτησες να σου πω για μένα. Ξέρεις μόνο όσα σου είπε η διεύθυνση του ιδρύματος. Ξέρεις όμως πως η αλήθεια μου είναι πολλά περισσότερα από αυτά. Και ήρθες μόνο για μένα. Το ένιωσα.
Πριν βάλω μπρος το αμάξι, ξετύλιξα το αλουμινόχαρτο και του πρόσφερα πρωινό. Μηλίγγες. Βουτυρωμένες, γεμάτες τυρί, αλμυρές, πικάντικες, εύγευστες, χορταστικές, όπως η Ζωή που απλώνεται.
-Δεν τρώω κρέας, είπα χαμηλόφωνα.
-Άρα δεν τρώς κι ανθρώπους, απάντησε αποστομωτικά.
Χαμογέλασα. Τον κοίταξα στα μάτια. Ένας Άντρας 42 ετών, που ξέφευγε τόσους αιώνες ζωής από όλες τις υιοθεσίες, συναίνεσε να αφεθεί στα χέρια μου σαν παιδί 13ων ετών.
Αυτός ο Άντρας δεν έχει ηλικία. Πάντα θα είναι το Δύσκολο Παιδί που τόλμησα να υιοθετήσω υπογράφοντας συμβόλαιο Ζωής μιας ριψοκίνδυνης συνύπαρξης, όταν όλοι οι άνθρωποι κυνηγούσαν την ασφάλεια των καλοστημένων σχεδίων ζωής, χωρίς παρεκτροπές.
Εγώ τόλμησα να κυνηγήσω την Έκπληξη, που στην πιο αυθεντική της μορφή, γεννιέται στο Μυαλό και στην Καρδιά ενός γεννημένου εξεγερμένου Αντιρρησία.

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΥ (από σελ. 27 της συλλογής)
Με τα μάτια χαμηλωμένα
περπατά πάνω στην ευθεία του πεζοδρομίου.
Κατευθύνεται σκυφτή
μ’ αγέρωχη επιμονή
στο στόμα του δράκου
και μοιάζει να ’ναι καλά διαβασμένη
πάνω σ’ όλα τα ενδεχόμενα του παραμυθιού.
Δεν λιποτακτεί στις διασταυρώσεις
δεν δελεάζεται από τα ζαχαρωτά των μικροπωλητών,
ούτε εμπιστεύεται την γριά που ξέρει το κρυφό μονοπάτι.
Ντυμένη σεμνά
σμιλεύει αμαρτωλούς εαυτούς
στο αμόνι του Έρωτα.
Ατσάλινο το σάρκινο κορμί
σάρκινη η αέρινη σκέψη
αέρας ο φόβος και η ανασφάλεια.
Πλησιάζοντας
το αίμα της μυρίζει σύγκρουση και πόλεμο.
Έρχεται αμέσως μετά τη δουλειά
χωρίς καθυστερήσεις
περιστροφές και αναβολές.
Ίσια στο θάνατο.
Με τον χαρτοφύλακα στο χέρι
το ταγεράκι δέρμα αδέσποτου ζώου
κολλημένο πάνω της
ουρλιάζει σωτηρία.
Εκείνη αδιαφορεί.
Προσπερνά τον Εαυτό της  για να φτάσει.
Υπερβαίνει το Είναι της για να μείνει
Ακυρώνει το Εγώ της για να ξαναγεννηθεί
Στο τέλος του δρόμου
ο Τρελός που ράβει πάνω της το παραμύθι
λέξη-λέξη
την καταπίνει μ’ ένα βλέμμα ανθρωποφάγο
και της χαρίζει πεινασμένες αποκλειστικότητες
που θα ζήλευαν όλες οι αθάνατες κοκκινσκουφίτσες
που -τι κρίμα- γλίτωσαν από το λύκο.

ΣΠΙΤΑΚΙ (από σελ. 30 της συλλογής)
Θέλω ένα σπίτι μικρό
να χωρέσουμε τις αμέτρητες ζωές μας
να πέφτω πάνω σου στο χολ
να στριμωχνόμαστε στην κουζίνα
ο καφές μου ν’ αδειάζει  στην κούπα σου
με τα χείλη σου να πίνουμε και οι δύο
μ’ ένα πιρούνι να τσιμπάμε τα γεύματα
από ένα πιάτο
σε μια καρέκλα καθισμένοι
με ένα χέρι να μας ταϊζεις
με το άλλο να με κρατάς
μην πέσω
και να φτάνουν οι ευτυχίες
να χορτάσουν όλη την ανθρωπότητα
που πεινά -πίστεψέ με- για αγκαλιά.
Κι όταν βραδιάζει
να βλέπουμε ταινίες
ξαπλωμένοι στον καναπέ
ο ένας μέσα στο σώμα του άλλου
γιατί ο υλικός κόσμος στενεύει, Μωρό μου,
μόνο η απεραντοσύνη της Συνύπαρξης
μας χωρά.
Και το σενάριο δεν θα χωρά στην μικρή οθόνη
θα στρέφεται στα μάτια σου
να δω την αλήθεια των διαλόγων
και δεν θα ρωτάω αν μ’ αγαπάς
θα το διαισθάνομαι
όπως όταν μοσχομυρίζουν τα λίγα τετραγωνικά μας
απ’ το μαγειρεμένο φαγητό
που πριν το δοκιμάσεις
ξέρεις πόσο νόστιμο είναι.

Θέλω ένα σπίτι μικρό
μ’ ένα μπαλκόνι που δε φράσσεται από τείχη
να ταξιδεύει ο νους μας
πιο πέρα απ ’το σώμα
να σε παιδεύω μέσα σε ορειβασίες
καθώς λαχανιάζεις να κρεμάσεις
τις ιδρωμένες στιγμές μας
στην πιο φωτεινή συστοιχία του Σύμπαντος
με όλα τα έτη φωτός ασημαντότητες
μπροστά στο αιώνιο στιγμιότυπο
της πιο ευτυχισμένης φωτογραφίας μας.

Θέλω ένα σπίτι μικρό
μ’ ένα μόνο κλειδί
χωρίς αντικλείδι
στο σχήμα που αποκτούν τα σώματά μας
όταν ενώνονται και γεννούν γαλαξίες.

ΕΝΑ ΣΩΜΑ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ (από σελ. 36 της συλλογής)
Περίμενα λιτή κι απέριττη
στην άκρη
μην ενοχλώ
τα γεγονότα είχαν κλείσει το δρόμο
προς την έξοδο
ντυμένα ραγισμένους ενθουσιασμούς
από σπασμένες γκριμάτσες ανθρώπων
οι σκέψεις έκοβαν εισιτήριο
με σεβασμό στην ουρά εξυπηρέτησης
-αν ήταν συναισθήματα
θα έσπρωχναν να κλέψουν προτεραιότητα.

Ο μηχανισμός δούλευε ρολόι.
Η μηχανή του τρένου
έφτασε στην ώρα της
εκτροχιάστηκε από τις ράγες
πέρασε μέσα από το σταθμό
και με άρπαξε.
Μαζί μου στο βαγόνι
μπήκε ολόκληρη η αίθουσα αναμονής.
Έβγαλε καρεκλάκια από τα μάτια μου
-μπαλκόνια εαυτού-
και όλο το βλέμμα μου
περίμενε
κι έγινε το ταξίδι αδημονία
και περνούσαν οι σταθμοί
μα δεν κατέβαινε η ζωή μου
και γινόμουν εγώ το τρένο
κι έφευγα
και δε γύριζα να χαιρετίσω
όσα καταβρόχθιζε η προηγούμενη στροφή
όσα χάνονταν στα φαράγγια του χρόνου.

Σηκώθηκα
κι άρχισα να βαδίζω εμπρός
σαν πιο γρήγορα να ήθελα να κινηθώ
από την αμαξοστοιχία
κι ας ήμουν εγώ το τρένο
ήθελα να φτάσω στη μηχανή
να βουτήξω τα χέρια μου στα σπλάχνα της
να ξεριζώσω το μηχανοκίνητο κομμάτι
και να φυτέψω εκεί ένα λουλούδι
οι ρίζες του να συνδεθούν με τα ηχεία
και σ’ όλα τα βαγόνια μου
ν’ αντηχεί ο ερχομός σου.

Περιμένω
τα χέρια μου ράγες παράλληλες
απλωμένη αγκαλιά
ολόκληρη μια αίθουσα αναμονής
κι ένα ταξίδι
με λουλούδια φυτρωμένα
στις παγωμένες παλάμες
ανθοδέσμη του χρόνου
ξεχύνομαι απ’ τα παράθυρα
και το κορμί μου κρέμεται
μ’ αναρριχώμενη λαχτάρα
και Σε φτάνει
πριν έρθει η στιγμή της συνάντησης
είμαι ήδη εκεί
και Σε έχω.
Σμίγουν οι ράγες
κι αγκαλιάζεται ο ίσκιος μου
με το σώμα σου
παύει ο θόρυβος της μηχανής
κι επιτέλους
αρχίζει να χτυπά η καρδιά μου…

ΠΡΟΣΠΕΡΝΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ, ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ, ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΟ ΕΓΩ ΤΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΑΝΑΓΕΝΝΗΘΕΙ (μ’ έναν τρόπο που θα ζήλευαν όλες οι αθάνατες κοκκινοσκουφίτσες που -τι κρίμα- γλίτωσαν από το λύκο)
Η ψυχολόγος Τερψιχόρη Σαββαΐδου  με εργαλείο τα κείμενα του βιβλίου ΔΥΣΚΟΛΗ ΥΙΟΘΕΣΙΑ επιχειρεί  μία ΨυχοΠροσέγγιση της Κάκιας Παυλίδου: 

«…Επειδή δεν είμαι ούτε ποιήτρια, ούτε φιλόλογος, ούτε κριτικός για να μιλήσω για το έργο από λογοτεχνική σκοπιά, θα κάνω μια απόπειρα να το προσεγγίσω με την επαγγελματική μου ιδιότητα, είμαι ψυχοθεραπεύτρια…

Ως θεραπεύτρια, λοιπόν, πολύ συχνά έρχομαι σε επαφή με τον ανθρώπινο πόνο, τον ψυχικό πόνο, την απώλεια, το τραύμα και τα δύσκολα συναισθήματα, αυτά τα συναισθήματα που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «αρνητικά» και βλέπω ότι οι άνθρωποι έχουν κυρίως δυο τρόπους να τα αντιμετωπίζουν… το φόβο και το θάρρος. Ο φόβος σημαίνει ότι δεν αποδεχόμαστε τα παραπάνω ως κομμάτι δικό μας, τα αποστρεφόμαστε, τα καταχωνιάζουμε σε κάποια γωνιά της ψυχής μας και γαντζωνόμαστε από το κομμάτι μας εκείνο που θεωρούμε δυνατό, «καλό», χρήσιμο, αξιαγάπητο ή λειτουργικό. Το κομμάτι μας εκείνο, δηλαδή, πάνω στο οποίο χτίζουμε την αυτοεικόνα μας ή την εικόνα που θέλουμε να έχουν οι άλλοι για εμάς.

Το θάρρος, από την άλλη, προϋποθέτει την επίγνωση του ευάλωτου, σκοτεινού, «κακού», πληγωμένου και φοβισμένου μας εαυτού και την αποδοχή του. Είναι σαν να πρέπει να υιοθετήσω και να μεγαλώσω ένα παιδί, που ξέρω ότι είναι δύσκολο και μου δημιουργεί προβλήματα… Και τι χρειάζεται αυτό το «δύσκολο» παιδί; Χρειάζεται να το ακούω, χρειάζεται αγάπη, φροντίδα και αποδοχή!

Όταν λέμε θεραπεία αυτό εννοούμε… Την υιοθεσία, την αποδοχή αυτού του πληγωμένου και σκοτεινού μας κομματιού μαζί με την ευθύνη που αυτό συνεπάγεται. Η υιοθεσία αυτή δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, μόνο τότε, όμως, έχουμε το όλον, την ολοκληρωμένη εικόνα μας… Άλλωστε τα πάντα γίνονται κατανοητά μέσα από τα δίπολα: άσπρο – μαύρο, σκοτάδι – φως, καλό – κακό….

Η Κάκια σαφέστατα έχει επιλέξει το δεύτερο δρόμο, αυτό του θάρρους. Η ποίηση της είναι βαθιά βιωματική, αυτογνωσιακή και γι’ αυτό άλλωστε λειτουργεί και θεραπευτικά για την ίδια. Η επίγνωση του πόνου, της απόγνωσης, της αδυναμίας και της ευαλωτότητας είναι αυτά που κάνουν τη δύναμη, τη χαρά, την αισιοδοξία και τη δημιουργικότητα να λάμπουν σαν κοφτερά διαμάντια….»

ΣΚΟΠΟΣ (από σελ. 43 της συλλογής)
Σκοπός δεν είναι να με καταλάβεις.
Σκοπός είναι σαν ζητάω να με σπρώξεις
να μην μετρά το ύψος του γκρεμού
κι όταν ουρλιάζω πως θέλω να είσαι εκεί
που θα σκάσει το κορμί μου
να με σώσεις από το θάνατο,
να σπεύδεις πάντα πριν από το Θεό ή το Διάβολο
που παραμονεύουν την Ψυχή μου.

Σκοπός είναι σαν σηκώνομαι
υπνοβατώντας ξημερώματα
κατευθυνόμενη προς το ιερό των εξομολογήσεων
να είσαι εκεί να με μαστιγώσεις
για τα όνειρα που τολμώ να πλάθω
ενώ κρατώ τη ζωή στεγνή από εξεγέρσεις.
Σκοπός είναι όταν παύω να γράφω
να με φιλάς ματώνοντας τα χείλη μου
θυμίζοντας τη γεύση της αλήθειας
που χρεώνομαι να πακετάρω μέσα στις λέξεις
μετακομίζοντας από τη σιωπή
στην έκθεση
ξεμπροστιάζοντας το μυαλό μου
που με ηλεκτρόδια
κρατά όμηρο τη ζωή μου.

Σκοπός είναι όταν γράφω
να με φιλάς ματώνοντας τα χείλη  μου
θυμίζοντας τη γεύση της αλήθεια
που χρεώνομαι να ζήσω χωρίς υπεκφυγές.
Να με ξυπνάς από το λήθαργο των ποιημάτων
κι όταν το μόνο που φαίνεται να κρατάς
είναι το βαρύ κορμί μου
να νιώθεις πως μέσα του λυτρωτικά εκρήγνυται
μια Ψυχή που δεν ζητά κατανόηση
αλλά σύμπραξη στα εγκλήματα
που τις αναλογούν να διαπράξει
πριν μετανοήσει
κι αγιοποιηθεί.

ΑΝΕΜΙΣΜΑ (από σελ. 56 της συλλογής)
Περπατούν άδεια ρούχα
άδεια κορμιά
εγκαταλελειμμένα απ’ τη σκέψη.
Ο Άνεμος βιαστικός,
σκοντάφτει στο πλακόστρωτο
ανοίγει το βαλιτσάκι
σκορπίζουν τα φύλλα
οι υπογραφές της Ζωής
τα φυλλοβόλα συμβόλαια
αορίστου χρόνου…
Γεμίζει ο δρόμος γραφειοκρατία.
Οι κοπέλες κρατούν τα φορέματα,
οι άνδρες τα καπέλα.
Ο τροχονόμος σφυρίζει
για προτεραιότητες οχημάτων.
Οι πεζοί οχλαγωγούν.
Μία βοή μυρμηγκιάζει
τον αέρα.
Ένα κορίτσι πέφτει νεκρό.
Το πλήθος μέλισσες
τρυπά και ρουφά νέκταρ
απ’ τ’ ανείπωτα της κραυγής της
Κάποιος καλεί ασθενοφόρο,
κάποιος αστυνομία.
Πρώτος φτάνει ένας σπόρος
φυτεύεται στα μαλλιά της.
Δεν τον πήρε χαμπάρι κανείς.
Την μαζεύουν.
Την μελετούν οι ιατροδικαστές
την διαβάζουν οι παπάδες
την φυτεύουν στο χώμα.
Και σε χρόνο στιγμιαίου έρωτα
ανθίζει μεσ’ απ’ τα μαλλιά της
η σφαίρα.
Καρφώθηκε στο μυαλό της
σαν ιδέα
σαν καρφί
άνθισε σαν μπονσάι
ευδοκίμησε σαν σεκόγια
μπουμπούκιασε ανθούς
κι ήρθε πάλι ο αδέξιος άνεμος
βιαστικός
να σκοντάφτει μέσα στις φυλλωσιές
να σκορπίσει
ένα άρωμα επιβράδυνσης
που φρενάρει την βιασύνη του κόσμου.

H ZHTIANA  (από σελ. 72 της συλλογής)
Καμπούριασα την πλάτη
κι αλλοίωσα την ευθυγράμμιση στο βήμα μου
διέσχισα την πόλη
σαν σκιά πλεγμένη κοτσίδα
πάνω στο κατάρτι της ψυχής της
και τραβούσα από το χαλινάρι
τα άλογά μου μην τινάξουν την σκόνη
του καμουφλάζ
κι ανακαλύψουν το ποιόν μου.

Κάθισα στην άκρη κάποιου ενεστώτα
με σκυμμένο κεφάλι
υψώνοντας προκλητικά τα μάτια
σαν τις παμπόνηρες ζητιάνες
που ζυγίζουν τον κόσμο στο ένα τους χέρι
φυτεύοντας με το άλλο μικρές ευτυχίες.
Έμεινα εκεί
όσο διαρκεί ένας κύκλος νοήματος
στο ρολόι των ποιημάτων.

Είδα ορφανές κούκλες σε χέρια
πεντάρφανων παιδιών
που ’χαν για μάνες
γυναίκες με μάτια γηρασμένα
από μπογιές και μυθιστορήματα
με σκιές πιο καμπουριασμένες
από την προσποίηση μιας ζητιάνας
και βήμα ψηλοτάκουνης ανισορροπίας
που ταλαντεύει τη ζωή τους
ανάμεσα στο αγαπώ και το αγαπιέμαι.

Είδα ορφανούς άνδρες
υψηλού κοινωνικού αναστήματος
με σκιές που ’χουν χέρια απλωμένα
στη μεριά που γέρνει το μνήμα της μάνας τους
αναζητώντας μια αγκαλιά
χωρίς σεξουαλικό υπονοούμενο
να στεριώσουν τη μετέωρη ζωή τους
που κάθε ξημέρωμα κρέμεται
από το ξηλωμένο ρούχο
ενός κάθιδρου στρατιώτη
που πληγώνεται στο πεδίο του άκρατου ανταγωνισμού
με χρόνια θητεία στο παράλογο τίποτα.

Είδα φορεμένα σώματα
πάνω σε φαγωμένα κατάρτια της ψυχής
όμορφα ρούχα με σκισμένες τις τιμές της ζωής τους
μάτια κενά σαν ρημαγμένα δωμάτια
που μέσα δεν μένει πια κανείς.

Σ’ όλα τα πατρικά σπίτια
οι μάνες πέθαναν
με κείνον τον καημό
να δουν το γιο και την κόρη τους
να χορεύει στην αυλή
αυτού του ορφανεμένου κόσμου
κρατώντας έναν Άνθρωπο απ’ το χέρι
γονιμοποιώντας την ψυχή με τα μάτια.

Σ’ όλα τα πατρικά σπίτια
οι  πατεράδες
που λες κρατούσαν τον κόσμο στα χέρια τους
κουλουριάζονται σαν παιδιά
στην αγκαλιά της γυναίκας τους
μες στο μνήμα.

Είδα τους κληρονόμους αυτής της αγκαλιάς
να μην μπορούν να αξιοποιήσουν την περιουσία τους
και περπατώντας με σώματα βαριά
πάνω κάτω στα τοπία αυτού του κόσμου
να σκάβουν με το βήμα τους τα ατομικά τους μνήματα
έχοντας ξεχάσει τους οικογενειακούς τάφους
που έπαιρναν την αγάπη τους αποσκευή
ως τον άλλο κόσμο
βρίσκοντας πάντα το δρόμο προς τον Παράδεισο.

Σηκώθηκα
τίναξα την καμπούρα
σταθεροποίησα το αλλόκοτο βήμα
άφησα ελεύθερα τα μακριά μαλλιά
επέτρεψα στη σκιά μου να χορεύει
κίνησα προς τα νεκροταφεία
θάφτηκα πάλι με τον Άνδρα μου
και του είπα:
«Έλα στην αγκαλιά μου
Ο Παράδεισος φτιάχνεται με Επαφή, Αγάπη μου,
να το θυμάσαι»

κι ο ΠΥΡΗΝΑΣ (από το οπισθόφυλλο της έκδοσης):
Είμαι έξω από το πολυτελές σου σπίτι.
Ξύνω τους τοίχους περιμετρικά
σε όλο τους το ύψος.
Με υπομονή χαλάω την επίστρωση.
Φυτεύω τα πόδια μου στα παρτέρια σου
και σπρώχνω τις ρίζες μου στα θεμέλια
της Ζωής σου.
Τα κλαδιά μου εισχωρούν από τα παράθυρα.
Οι παραφυάδες μου γεμάτες μάτια και χέρια
παρακάμπτουν τα ακριβά σου έπιπλα
και περικυκλώνουν τον Εαυτό σου γυμνό
όπως χωρίς ρούχα κι άμυνες κοιμάσαι.
Πλησιάζω κοχλιωτά ανθάκια ακοής
στο στόμα σου
που παραμιλώντας
προδίδει κομμάτια Αλήθειας σου
κι ακολουθώντας τον αόρατο μίτο
διασχίζω τους υπόγειους λαβυρίνθους
που οδηγούν στην Ψυχή σου
κι εξακολουθώ να γκρεμίζω τα εσωτερικά σου τείχη
κι όλο πλησιάζω
κι όλο κοντεύω
στο απρόσιτο καταφύγιο όπου μου κρύβεσαι
από την πρώτη στιγμή που μου συστήθηκες.
[από  τη συλλογή της Κάκιας Παυλίδου ΔΥΣΚΟΛΗ ΥΙΟΘΕΣΙΑ, εκδόσεις Λεξίτυπον 2018]

ΑΠΟΗΧΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ:
Κάθε βιβλίο είναι κι ένα παιδί που γεννιέται. Όμως, στη συγγραφική δημιουργία, ειδικά στην Ποίηση που εμπεριέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, κάθε νέο βιβλίο αγαπιέται περισσότερο από κάθε προηγούμενο, όπως ο Ενεστώτας της Ζωής. Η «Δύσκολη Υιοθεσία» προδιαθέτει για το περιεχόμενό της. Οι αναφορές των ποιημάτων εστιάζουν στην Δύσκολη Υιοθεσία των δύσβατων τοπίων εαυτού. Εκείνων των στοιχείων που θέλουμε να κρύψουμε, να μην μαρτυρήσουμε ποτέ, εκείνων που ο ψυχολόγος στις συνεδρίες θα επιχειρήσει να μας κάνει να αγαπήσουμε. Μία άλλη εστίαση των κειμένων είναι ο Δύσκολος Έρωτας. Όλοι μας, δασκαλεμένοι από το σπίτι, κατευθυνόμαστε σε μία ερωτική πορεία που προοικονομεί ένα Αίσιο Τέλος και μία όμορφη ενδιάμεση ζωή.  Ο Δύσκολος Έρωτας μοιάζει με τη ροπή ενός εκπαιδευτικού προς το παιδί με το πολύπλοκο παρασκήνιο ζωής, που παρουσιάζει δυσπροσαρμοστικότητα και η αποκλίνουσα συμπεριφορά του ομολογεί μόνο ένα πράγμα: «Χρειάζομαι αγάπη».

Η δημοσιογράφος Άννα Μαρία Σαββίδου σχολιάζει τη ΔΥΣΚΟΛΗ ΥΙΟΘΕΣΙΑ:
Ο τίτλος του βιβλίου με κατηύθυνε εδώ. Να ψάξω και να μιλήσω για όλο αυτό το πάρε δώσε ψυχών, συναισθημάτων και αγάπης. Η υιοθεσία ανηλίκων αποτελεί την σχεδόν αποκλειστική μορφή υιοθεσίας, αφού η υιοθεσία ενηλίκων μόνο κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή.

Σ’ αυτό το βιβλίο λοιπόν κατ’ εξαίρεση εμείς οι μεγάλοι και ενήλικες υιοθετούμαστε από τη συγγραφέα.
Στα ποιήματα της η Κάκια κρύβει αναζητήσεις και αθέατες γωνιές του εαυτού της ή του εαυτού μας! Περιγράφει τα δύσκολα. Ποιος από μας άλλωστε δεν υιοθέτησε κάτι στη ζωή του; Υιοθετήσαμε συμπεριφορές για να μας χαρακτηρίσουν καθώς πρέπει, υιοθετήσαμε επαγγέλματα που δεν μας άρεζαν γιατί έτσι τα έφερε η ζωή, υιοθετήσαμε ρούχα που ίσως δεν μας ταίριαζαν αλλά έτσι επιτάσσει η μόδα. Υιοθετήσαμε ακόμη και  συναισθήματα για κάποιους που δεν αγαπούμε, αλλά επιβάλλεται να συμβιώσουμε μαζί τους. Άρα υιοθετούμε καθημερινά. ….ΔΥΣΚΟΛΗ ΥΙΟΘΕΣΙΑ. Δύσκολη κι απάνθρωπη, γιατί στο τέλος της ζωής μας ανακαλύπτουμε πόσα δεν κάναμε τελικά. Σε πόσα δε φωνάξαμε, δεν αλλάξαμε τη ρότα των γεγονότων και δεν πήραμε το λόγο να πούμε… όχι δεν υιοθετώ την άποψή σου, έχω τη δική μου!!!!...
Στο ποίημά της το Κόμικ η Κάκια γράφει: «Παρακαλώ να με διαγράψετε από την πλατφόρμα σας, δεν υπάρχω πια σαν γρανάζι, μεταμορφώθηκα σε δημιουργό του εαυτού μου». 
Νομίζω πως τα λέει όλα!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου