Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

Σχεδόν πάντοτε απασχολούσε, μυημένους και μη, η αναγκαιότητα και η σκοπιμότητα της ποιητικής τέχνης. Και οι ίδιοι οι ποιητές, άμεσα ή έμμεσα διατύπωναν, ο καθένας με το δικό του ποιητικό τρόπο, προβληματισμούς για τις πηγές και τα όρια της έμπνευσής τους. Σε κρίσιμες μάλιστα ιστορικές στιγμές έφταναν μέχρι το σημείο της μερικής ή πλήρους αμφισβήτησης του χρέους τους απέναντι στην εποχή τους και στην τέχνη τους.   Η πίκρα κι η απογοήτευση για τα προβλήματα της ζωής και πολλές φορές  η διαμαρτυρία για τα κρίσιμα ζητήματα του καιρού, ήταν αφετηρία μιας αδιάλειπτης αναζήτησης νοήματος και στόχων για την ποιητική δημιουργία. Η αναζήτηση αυτή σε δύσκολους και ταραγμένους καιρούς, ενίσχυε τις αμφιβολίες για την αποστολή της τέχνης και, μάλιστα,  κάποιες φορές οδηγούσε τους δημιουργούς σε μια προσωρινή ή μόνιμη παραίτηση από την καλλιτεχνική έκφραση. (Εγγονόπουλος Ποίηση…  1948). Οι εποχές και οι συνθήκες ζωής αλλάξουν θεαματικά, τα προβλήματα όμως και τα αδιέξοδα που προκύπτουν από αυτά, όχι. Έτσι, τα ερωτήματα των νέων δημιουργών για τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα της ενασχόλησής τους με την τέχνη, παραμένουν ενεργά μ’ άλλον ίσως τρόπο κάθε φορά. Η Σοφία Μιμιλίδου, για παράδειγμα, στην πρώτη ποιητική της συλλογή, ονομάζοντας «Απορίες Αθωότητας» τη δική της αναζήτηση ευτυχίας και νοήματος, από το πρώτο κιόλας ποίημα, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Σαν Πρόλογος», μας προετοιμάζει για τα λόγια τα δικά της που πρέπει να γίνουν ποιήματα. «Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά», ήταν το εναγώνιο ερώτημα του Μανόλη Αναγνωστάκη το 1949 κάτι που το συναισθάνθηκε ως Οφειλή κι ο Τίτος Πατρίκιος, «για  να ιστορήσει» τα καθέκαστα της εποχής του!..   «Πρέπει να μεριμνήσεις και να φυλάξεις αυτά τα λόγια», γράφει στην κατακλείδα του δικού της προλόγου η Σοφία Μιμιλίδου. Και πρέπει να τα φυλάξεις 
«όχι σαν ένα μαντίλι που σου κλείνει τα μάτια ερμητικά,
μα έστω σαν τις πρώτες νότες ενός παλιού τραγουδιού,
που θα βελονιάζει την ψυχή σου όταν το ακούς         
χαράζοντας στο πρόσωπό σου τις ρυτίδες ενός πικρού χαμόγελου.
Πρέπει να μεριμνήσεις για όλα αυτά.
Πρέπει να μεριμνήσεις
να μην ξεχαστούν.

Αυτά τα λόγια πρέπει να γίνουν ποιήματα»  


ΠΑΝΤΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΦΩΣ ΘΑ ΣΙΓΟΚΑΙΕΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΠΙΟ ΑΜΕΙΛΙΚΤΟΥ ΣΥΝΝΕΦΟΥ (στην πραγματικότητα πάντα ένα ξεβαμμένο παγκάκι θα θυμίζει την πρώτη συνάντηση κι ένα πολυσύχναστο σταυροδρόμι τον αποχωρισμό… κι ύστερα καταλαβαίνεις πώς ένας στίχος… γίνεται Ποίημα!):
Είδα μια μέρα όμορφους τους ανθρώπους
-ήμουν παιδί.
Είπα μια μέρα πως τους σιχαίνομαι
-ήμουν έφηβη.
Έμεινα να παλεύω ανάμεσα στα δύο
-ίσως και να μεγάλωσα.

Κι ας είναι τα νύχια μου απαλά ακόμα
και η χροιά μου ασθενική και ονειροπόλα,
όταν το λέει με θρήνο,
πως δεν μπορεί να βλέπει αυτόν τον ουρανό,
που έπαψε να μας κοιτά απ’ την ντροπή του,
αφού δεν βρήκε έλεος να μας δώσει.
Κι εμάς να γράφουμε ελπίδες σε χαρτί υγρό
κάποιος θεός να το υπογράψει.

Με ρώτησες μια μέρα γιατί δεν γελώ
Είναι πολύ περίπλοκο για να το καταλάβεις.

Πάτησα ένα ματόκλαδο που πρώτα είχα φυσήξει.
Έμεινε πάνω στο χέρι μου γυμνή μια μαργαρίτα
να αναστενάζει απελπισμένη για τα χαμένα της φτερά.
Δεν είναι η μόνη.

Τώρα τα μάτια μας, τα δακρυγόνα
δεν τα αφήνουν να στεγνώσουν.
Και η σύριγγα της αδικίας, που μας τρυπά,
δε σταματά να μας ναρκώνει, να ξεχνάμε.

Μα ούτε θεός δε μας λυπάται πια,
απ’ τα μαλλιά να μας τραβήξει.
Εμάς, που τα παιδιά κλαίνε πριν να γεννηθούν.
Εμάς, που ξεχάσαμε ποιοι είμαστε
και ποιοι μας γέννησαν σ’ αυτή τη γη
την εύφορη, την άγια.
Εμάς που ήδη ξέρουμε πού να κοιτάξουμε
τώρα που όλα έχουν ρημάξει.

Με ρώτησε μια μέρα γιατί γράφω ποιήματα.
Έξυσα το μολύβι μου κι άνοιξα μια ανεπούλωτη πληγή.
Σου έδειξα το αίμα της, τα ιδρωμένα χέρια μου
και το σεισμό στο μέτωπό μου
και είπες πως κατάλαβες [ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ από την ομότιτλη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου]

ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ: Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΣΕ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ:  
Τέλμα, είναι μια λέξη που χαρακτηρίζει όσο καμιά άλλη την εποχή μας. Μια κοινωνία σε αδιέξοδο: οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, ηθικό. Η πρωτόγνωρη οικονομική κρίση δεν αφήνει ανεπηρέαστο κανένα τομέα κοινωνικής και πολιτικής ζωής και, όπως είναι φυσικό, διαμορφώνει νέο πλαίσιο και κανόνες συμπεριφοράς για το σύνολο του πληθυσμού, σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο.  Δεν θα μπορούσε επομένως να μείνει έξω από αυτό το κλίμα ένας νέος ή νέα   που βρίσκεται στην αφετηρία του ταξιδιού. Το ταξίδι της ποίησης ξεκίνησε για τη Σοφία στα 16 της χρόνια, με πρώτη στάση το πρώτο βραβείο σε πανελλήνιο διαγωνισμό ποίησης.  Πέντε χρόνια μετά τα όνειρα, η ανασφάλεια, το άγχος, ο εθισμός να γράψει, να μοιραστεί, να φωτίσει τα σκοτεινά μέρη της ψυχής γέννησαν «ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ». Σταθμός πρώτος, λοιπόν, μια ποιητική συλλογή.
Οι «Απορίες αθωότητας», από τον τίτλο τους ακόμα, είναι σαν να γυρεύουν απαντήσεις κι ας ξέρουν από πριν πως δε θα τις έχουν. Οι εξετάσεις είναι δύσκολες, τα νοήματα, έτσι όπως μπορεί να τα προσλάβει ένας νέος, λανθάνοντα, κρυμμένα πίσω από την υποκρισία του καιρού. Τα όνειρα δανεικά ή «ξυπόλυτα πίσω απ’ τα αρχαία ναυάγια»,  τα αισθήματα θνησιγενή, ο παραλογισμός περίσσιος. Κανένα περιθώριο για προσδοκία απαντήσεων πειστικών σε απορίες αφελείς. «Το κεφάλαιο της αποτυχίας το ξέρουμε απ’ έξω πια, μετά από τόσες επαναλήψεις (είναι απ’ τα SOS και πέφτει συχνά στις εξετάσεις…», γράφει στο ποίημα με τίτλο ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ η Σοφία Μιμιλίδου. Το ξαφνικό πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση, η πρώτη γνωριμία με τον έρωτα, οι ματαιωμένες προσδοκίες, τα αδιέξοδα και οι πραγματικότητες, κοινός τόπος εμπειριών στο ξεκίνημα της ζωής, υποβάλλονται σε «μνημόνιο» αβέβαιης αξιολόγησης, όπου τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο έχει η σοβούσα κρίση της εποχής, όπου 
«… είναι στ’ αλήθεια θράσος να ονειρευόμαστε 
και τρέλα να έχουμε ελπίδες σε τέτοιους καιρούς. 
Καιρούς που μας πείθουν πως δεν αλλάζουν 
τώρα που τα λόγια έχουν πάψει να μιλούν σε χρόνο μέλλοντα
και ψιθυρίζουν με φόβο τις ευχές τους οι πιο θαρραλέοι»
Οι «Εξετάσεις», απ’ όπου οι παραπάνω στίχοι, είναι το δεύτερο ποίημα της συλλογής, μετά το «Σαν πρόλογος», στο οποίο η Σοφία μας προετοίμασε για τις «αθώες» απορίες της. 
«Τόσα χρόνια δε σταματήσαμε να δίνουμε εξετάσεις
μα κάθε χρόνο μένουμε στάσιμοι στην ίδια τάξη.
Κάθε χρόνο μετεξεταστέοι στα ίδια μαθήματα.
Ίσως να φταίει το σύστημα που έτσι γρήγορα μεγαλώσαμε και βάρυνε τόσο η ζωή μας.
Την ευτυχία δε μας τη δίδαξε ποτέ η ζωή.
Ψάχναμε αιώνες το νόημά της στα βιβλία
μήπως το βρούμε και στ’ άλλα μαθήματα
μα άδικος κόπος κι άδικος  καιρός»

ΠΟΣΕΣ ΗΤΤΕΣ, ΠΟΣΕΣ ΝΙΚΕΣ ΝΑ ΣΥΛΛΑΒΙΣΕΙ ΠΑΛΙ Η ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ, ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ; 
«Νυχτερινά μνημόσυνα» είναι το 6ο ποίημα των Αποριών Αθωότητας απ’ όπου το παραπάνω, με κεφαλαία, ρητορικό (;) ερώτημα, που επιλέχθηκε εδώ ως τίτλος για το σχολιασμό της ποιητικής έκφρασής τους. Είναι, τελικά,  άδικος κόπος η αναζήτηση απαντήσεων στις Απορίες Αθωότητας; Η ποίηση μπορεί να βοηθήσει καθόλου σ’ αυτό; Έστω, για λίγο, να επουλώσει τραύματα ή, όπως θα έλεγε και ο Καβάφης «να κάνει να  μη νοιώθεται η πληγή…», απ’ το φρικτό μαχαίρι της κρίσης, εν προκειμένω!.. Ή είναι «νυχτερινό μνημόσυνο», κάτι σαν ρέκβιεμ, η κάθε προσπάθεια; Ή είναι η αριστερόχειρη γραφή ενός ποιήματος στην άμμο τη ξανθή;   Η απαισιοδοξία είναι διάχυτη σε κάθε στίχο και ποικιλοτρόπως υποδηλώνεται η αδυναμία εντοπισμού διεξόδων:
«ονειροβασίες μιας ζωής που κάποτε πάλεψαν να γίνουν μνήμες
έχουν ακόμη τα ίχνη τους στους ουρανίσκους των ημίγυμνων φεγγαριών.
Κανένας κεραυνός δεν κατάφερε να τις σβήσει.
Κανένας φιλόδοξος ιχνηλάτης δεν κατάφερε να τις διαβάσει…

………………..
Περνούν οι μέρες, τρέχουν οι καθημερινότητες
και οι ασήμαντες λεπτομέρειες είναι τα πρώτα θύματα της λήθης.
………………………
Τι να σου κάνουν τα μαρμάρινα ακροκέραμα
όταν τα φίδια έχουν κιόλας φωλιάσει στην ψυχή;
Χωρίς κουφώματα την παγώνει λίγο- λίγο ο αέρας.
Πού είναι τα χαμόγελα να επαληθεύσουν τη χαρά»; [ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ]
Τι να σου κάνει και η ποίηση όταν όλα γύρω τα σκιάζει η φοβέρα της ήττας; Όταν τα ρήματα ψυχικού πάθους είναι παρόντα σε κάθε γύρισμα του δρόμου; Όταν το λανθάνον νόημα  μιας νεότητας είναι μουντζουρωμένο απ’ τις προκείμενες;  Όταν «ένα παράλογο ΓΙΑΤΙ σε κάθε λέξη εννοείται και –το ξέρουμε καλά- «μολών λαβέ» ούτε ένας δεν θα πει»; Όταν η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ βιώνεται από τους νέους ως «ένδοξη θεά της εποχής» και η θέση τους για τον κόσμο που γεννήθηκαν συνοψίζεται στη φράση: ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΩ; Όταν «διαλυμένοι πάντα στον ίδιο κόσμο, με τον ίδιο αέρα να μας φουσκώνει τα μυαλά, πάντα θα ορκιζόμαστε σ’ ένα «οφθαλμόν αντί οφθαλμού»; Όταν όλα, εκ των προτέρων, μοιάζουν με χρονικό μιας προαναγγελθείσας προδοσίας και «κάθε αύριο μασκαρεμένο με του μέλλοντος τα λούσα, μένει πιο μακάβριο από πολλά δύσκολα χθες…». Όταν η Ελλάδα, τώρα, σε πληγώνει «πριν προλάβεις να την ταξιδέψεις»:     
«Τα ποιήματα πάλι θα σε προδώσουν.
Μην ξεγελιέσαι λοιπόν,
οι στίχοι τη νοσταλγία σου δεν την αναχαιτίζουν.
Μόνο συνοδεύουν με κατάνυξη
τις λιτανείες των παλιών τραυμάτων
δίνοντας πάντα το παρόν, δεήσεις
σε αυτοσχέδια νυχτερινά μνημόσυνα» [ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ]
ΩΣΤΟΣΟ, στα χρόνια τα δίσεχτα που έχουν πυκνώσει τα μαύρα σύννεφα της αιχμαλωσίας και η αναζήτηση θεών και προφητών είναι μια χαμένη υπόθεση, δεν λείπει η τόλμη μιας αντίδρασης που αφήνει μια νότα αισιοδοξίας:
«Στα ξημερώματα της ζωής μου,
οι κουρτίνες του ήταν κλειστές
με λίγες μόνο χαραμάδες να μου χαμογελούν
και τη φωνή της Ποίησης να μου ψιθυρίζει κρυφά
να μη σταματώ να ζωγραφίζω αγγέλους,
να παλεύω τις αλυσίδες
κι ας μην σπάσουν ποτέ» [ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΩ]

ΤΟ ΛΑΝΘΑΝΟΝ ΝΟΗΜΑ ΜΙΑΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΕΠΑΨΕ ΝΑ ΕΧΕΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ:
 «Όταν το νόημα της ζωής προβάλλεται στο μέλλον, πώς θα ζήσουν οι άνθρωποι που δεν μπορούν να φανταστούν πια το μέλλον;». Απορία βρετανού στοχαστή που φανερώνει σε όλο του το μεγαλείο το σημερινό αδιέξοδο. Πώς μπορεί, αλήθεια, ένας νέος  σήμερα, να σκεφτεί το μέλλον του; Τι βιώματα και ποιες εικόνες μπορούν να δώσουν νόημα στα όνειρά του;  Με ποιες προσευχές να διασκεδάσει την ανασφάλεια;  Τη φτώχεια, τον αποκλεισμό, την περιθωριοποίηση; Στίχοι ανομοιοκατάληκτοι όλη η ζωή, λέξεις αμφίσημες, εικόνες κατάθλιψης σε κάθε βήμα: «Μια παρέλαση απλών, περαστικών ανέργων»,  «τα σχιζοφρενή νεύματα της εξουσίας»,  «η δημοκρατία που μεθάει με κώνεια», «το ζωντανό κουφάρι μιας ψυχής που σέρνει το άρμα…» και «μιάμιση σειρά ιστορίας μ’ ένα συμπέρασμα μουτζουρωμένο απ’ τις προκείμενες»!..  Ποια πίστη στην αέναη πρόοδο, ποια ελπίδα για καλύτερες μέρες, για φωτεινές λεωφόρους αλλαγής μπορούν να επιβιώσουν στον καιρό της κρίσης;  Κι η Ποίηση καταφύγιο που φθονούμε; αναρωτιόταν άλλοτε ο ποιητής. «Πόση ρευστότητα εαυτού αντέχουν τα ποιήματα χωρίς να  μουλιάζουν», είναι η απορία της Σοφίας.  Γράφεις σε σχισμένα χαρτιά τα βουβά σου λόγια: «σε μια ζωή που έπαψε να μου δίνει επιλογές, θέλω ο θάνατος να μου επιτρέψει να φωνάξω και να βρίσω πριν τα μικρόφωνά τους σκεπάσουν τη φωνή μου» [ΣΙΩΠΗΛΗ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ] Κι η Ποίηση; Αναρωτιέται και η Σοφία Μιμιλίδου… Μήπως «…δάκρυα που δεν στέγνωσαν ποτέ…»  υποθέτει στον τελευταίο στίχο του ποιήματος με τίτλο και θέμα ΤΟ ΛΑΝΘΑΝΟΝ ΝΟΗΜΑ ΜΙΑΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ:
«Τα νεύρα απ’ το ρυτιδιασμένο σεντόνι.
Ο ανατριχιαστικός ήχος του παραθυρόφυλλου.
Η αδιαθεσία ενός πουλιού που λιποθύμησε
και η μελαγχολία ενός νέου.

Τα καλλιγραφικά γράμματα ενός ψέματος.
Το τρεμάμενο χείλος μιας αλήθειας
κι ένα κίτρινο «πωλείται» με το μέλλον μιας γενιάς:
«Τιμή ευκαιρίας».

Ένας σταυρός που δεν έγινε πριν το φαγητό.
Μια προσευχή που χύθηκε κάτω απ’ το ιδρωμένο μαξιλάρι.
Το ζωντανό κουφάρι μιας ψυχής που σέρνει το άρμα
και οι αγκαθωτοί διάδρομοι μιας λανθάνουσας νεότητας.

Μια θλίψη που μασάει κάθε βράδυ μουχλιασμένα τρίμματα ελπίδας.
Η δημοκρατία που μεθάει με κώνεια.
Μια υπνοβασία υπό μορφήν ανίατης επιδημίας
κι ένας ακαριαίος θάνατος.

Τα ρήματα ψυχικού πάθους γραμμένα στο θρανίο.
Τ’ αυτονόητα «σ’ αγαπώ» και «σε μισώ» που ντράπηκαν να ειπωθούν.
Το νόημα ενός αναστεναγμού
και το αμάρτημα του λαίμαργου φεγγαριού που τρώει τον εαυτό του.

Μια παρέλαση απλών, περαστικών ανέργων.
Τα σχιζοφρενή νεύματα της εξουσίας.
Μιάμιση σειρά  ιστορίας
κι ένα συμπέρασμα μουτζουρωμένο απ’ τις προκείμενες.

Ο ψεύτικος χρησμός του μάντη.
Οι Ιφιγένειες που στενάζουν κάθε βράδυ στους βωμούς.
Τα τυφλωμένα αγάλματα
κι η Ποίηση, τα δάκρυα που δε στέγνωσαν ποτέ…

ΜΗΠΩΣ ΓΕΡΑΣΑΝ ΠΡΟΩΡΩΣ ΟΙ «ΣΙΔΩΝΙΟΙ ΝΕΟΙ» ΤΟΥ 2010 μ.Χ.; 
«Κανονικά δεν θα πρέπει να έχουμε παράπονο» έλεγε στον πρώτο-πρώτο στίχο, στο ποίημα του για τους νέους τον καιρό της δικτατορίας, ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Τον ενοχλούσε σφόδρα η στάση τους απέναντι στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Ήταν οι Νέοι της Σιδώνος του 1970 μ.Χ., που όπως και οι αντίστοιχοι νέοι του ομότιτλου ποιήματος του Καβάφη,   της χλιδής και των αρωμάτων, συζητούσαν τα διάφορά προβλήματά τους με ανεπτυγμένη αισθητική αντίληψη βέβαια, αλλά αντίκριζαν τη ζωή μόνο θεωρητικά, και τους ενδιέφερε περισσότερο η διασκέδαση, χωρίς να συμμετέχουν ενεργά στον αγώνα για την αλλαγή ενός κόσμου που τους πλήγωνε. Στο συγκεκριμένο ποίημα βέβαια, ο δημιουργός του, δεν είχε υπόψη του τη γενιά του Πολυτεχνείου. Ούτε φυσικά την εξέγερσή τους το Νοέμβρη του 1973. Η γενιά της Σοφίας Μιμιλίδου, φαίνεται, πως ξέρει για τη γενιά του Πολυτεχνείου ό,τι μπορούσαν ν’ αφήσουν πίσω οι στημένες «τιμής ένεκεν» σχολικές γιορτές, τα «πανηγύρια» με τα κόκκινα συνθήματα στους τοίχους, οι αφίσες με τις σηκωμένες γροθιές, τα επαναστατικά άσματα από μεγάφωνα που «τσιρίζουν»  σ’ ένα πολιτικό περιβάλλον όμως χρεοκοπημένο γιατί η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ είναι «η ένδοξη θεά της εποχής» κι έχει φυτρώσει «στις μαύρες μας σκεπές». Γι’ αυτό στο ποίημα της με αυτό τον τίτλο (ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ) υψώνει φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στη γενιά που έκανε, τελικά, τους αγώνες της για την ελευθερία «προϊόν» ευπώλητο: «Ποιος φωνάζει κι έχει δίκιο; Ποιος σιωπά και είναι σωστός;» Στα «Τελευταία λόγια ελευθερίας» μάλιστα, άλλο ένα ποίημα της συλλογής επηρεασμένο από παρόμοιους προβληματισμούς, είναι ακόμα πιο εμφανείς οι υπαινιγμοί της για την κοινωνική, πολιτική και ηθική κατάντια της εποχής που είναι αδύνατον ν’ αφήσουν ανεπηρέαστη τη γενιά της: 
«Ήλιε μου      
πόσο υποτιμητικό
και τι βέβηλη πράξη,
σε βάλανε σε ψηφοδέλτια
κι αφίσες;

Δημοκρατία
πώς λέρωσαν έτσι το όνομά σου,
έθαψαν στις λάσπες την ουσία σου
και κάθε μέρα λίμνες
τα κώνεια σε ποτίζουν»
Γι’ αυτό ο Νοέμβρης πλέον, από μήνας της εξέγερσης κατάντησε:
«…μήνας που βάφει με σπρέι
πιο κόκκινο το τσιμέντο
της καρδιάς του ανθρώπου,
που δεν ξέχασε ακόμη να θυμάται
πως κάποτε υπήρξε κι ελεύθερος…»
Σ’ αυτό το ποίημα, λοιπόν,  οι Απορίες Αθωότητας της Σοφίας Μιμιλίδου, αφού δεν βρήκαν απαντήσεις πειστικές σε εύλογα κι αυτονόητα ερωτήματα, μετατρέπονται σε  «δριμύ κατηγορώ» των νέων ενάντια στην προηγούμενη γενιά που τους κληροδότησε αυτόν τον χρεοκοπημένο κόσμο της υποκρισίας και της διαφθοράς έχοντας, προηγουμένως σταυρώσει με χρυσά καρφιά κάθε όνειρο κι ελπίδα για το μέλλον της νέας γενιάς:
«…μη μου μιλάς άλλο για Εφιάλτες και Ιούδες
θέλοντας να καλύψεις τη δική σου προδοσία.
Μην προσπαθείς.
Τα χέρια σου
είναι τόσο μαύρα απ’ τη βρωμιά
που δεν πρόκειται ποτέ να καθαρίσουν.
Μην προσπαθείς.
Σταυρώνουν χωρίς καμιά ενοχή κάθε σούρουπο
τους ήρωες, τα όνειρα και τις ελπίδες σου
με χρυσά καρφιά,
με σημαίες και πατριωτικά τραγούδια [ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ]
Ο παραλογισμός  του κατ’ ευφημισμό ελεύθερου ανθρώπου τον  21ου αιώνα έχει πολλά  παρακλάδια και πολύπλευρες εκφάνσεις. Οι ποιητικές εικόνες που τον σκιαγραφούν είναι υποβλητικές: «γεννημένοι σε μια εποχή που οι κισσοί κρύβουν τις πανύψηλες πόρτες του δικαίου και οι πιο ματαιόδοξοι πολυέλαιοι κατεδαφίζουν τα όνειρα των αστέγων», «πουλιά που ψάχνουν καταφύγια στα κλουβιά» και οι χαρακτηρισμοί των «έκπτωτων θνητών» ευφάνταστοι: «αρνητές ενός κόσμου βυθισμένου… σε απεργίες συνειδήσεων»,  «Θεατές γεγονότων ανάξιων να ιστορηθούν και φορείς ανέστιων ονείρων»… που αναζητούν τη «χώρα των θαυμάτων» να πετάξουν «σαΐτες τα τελευταία χαρτονομίσματα» Όπως είναι φυσικό σ’ αυτή τη χώρα σ’ έναν τέτοιο κόσμο ακόμα και η άνοιξη είναι απάτη: «και η άνοιξη αποδείχθηκε απάτη, γιατί εμείς ήμασταν οι πρώτοι που την προδώσαμε». Αυτοί είναι οι ΕΚΠΤΩΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ, που σε μια προηγούμενη ζωή/ κατάσταση μιλούσαν με ποιήματα, ορκίζονταν σε ονειροπαγίδες κι ήταν οι πλουσιότεροι άνθρωποι του Χάους «ώσπου, λίγο πριν αγγίξουμε την αθανασία, θελήσαμε να την εξαργυρώσουμε κι έτσι, σε λάθος όχθες μας σκόρπισαν τα κύματα, εξορισμένους μια για πάντα απ’ τον Παράδεισο». Αυτός είναι ο ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ανθρώπου:    
Ανήσυχη νύχτα –κάθε νύχτα
Υπνωτισμένοι από τις μοίρες,
που ψιθυρίζουν με τα δόντια τους
το φόβο της άλλης μέρας.
Έτσι, για να διαψεύδουν όλο και πιο πολύ
όποια δείγματα τόλμης
μουδιάζουν την αρρωστημένη καρδιά μας,
που είχε το θράσος να σκεφτεί
πως, ίσως, αυτοί που λένε πως μας σώζουν
δεν είναι τίποτε περισσότερο
από δειλοί, ξιπασμένοι μνηστήρες,
εκτελεστές πληρωμένοι,
δεινοί.

Μα πώς είναι δυνατό –
τι σύμπτωση
να σκέφτεσαι κρυφά
κι εσύ κάτι τέτοιο,
κάθε φορά που με καμάρι ξεστομίζεις:
«Χαίρε, ω χαίρε λευτεριά…» [Ο ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ]

«ΕΝΑ ΤΡΕΝΟ ΠΟΥ ΘΑ ’ΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ, ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ» (Καρυωτάκης) ΣΚΟΡΠΙΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ και ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΥ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ:  
Το παράθεμα από το ποίημα ΒΡΑΔΥ του Καρυωτάκη προλογίζει το ποίημα ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΗΣ ΕΔΕΣΣΑΣ. Ένα άλλο παράθεμα από το Ματωμένο Γάμο του Λόρκα μπαίνει προμετωπίδα στο ποίημα με τίτλο ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΟΥ ΛΟΡΚΑ: «…Αφήστε με να μπω! Παγώνω στους τοίχους και στα παραθύρια. Μια στέγη, μια καρδιά, να μπω να ζεσταθώ λιγάκι! Αχ, πώς κρυώνω». Τέλος, επίκληση στίχων του Καβάφη κάνει η Σοφία Μιμιλίδου στο ποίημα της ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ: «… Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήρθαν. Και μερικοί έφτασαν απ’ τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν…». Στο ποίημα, πάλι, ΜΕΡΕΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015 υπάρχει ένας σαφής υπαινιγμός στον αποφθεγματικό στίχο του Σεφέρη «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει…». Στο ποίημα του ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ.Σ που είναι γραμμένο το 1936 ο Σεφέρης, αφού με τη μορφή περιδιάβασης σε τουριστικούς και αρχαιολογικούς τόπους της μεταπολεμικής Ελλάδας, εστιάζεται στα αισθήματα αλλοτρίωσης, απραξίας και στασιμότητας που αποδίδουν τη σχέση των ανθρώπων με τον τόπο, το παρελθόν, τους γύρω τους αλλά και τον εαυτό τους, εκφράζει με τον τρόπο του την ΑΓΩΝΙΑ του για την τύχη του καραβιού που το λεν Ελλάδα:   «…σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά, σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης, καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ' άσπρα και στα χρυσά. Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει· παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες… Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937». Για τη Σοφία, σήμερα, η κατάσταση είναι πολύ πιο δυσοίωνη αφού οι πληγές προηγούνται της εμπειρίας του ταξιδιού: «Η Ελλάδα που σε πλήγωσε πριν προλάβεις να την ταξιδέψεις», είναι το χαρακτηριστικό δικό της δίστιχο στο παραπάνω ποίημα.  Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ, τα ποιήματα ΠΑΛΙ ΒΡΕΧΕΙ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ και οι ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ είναι επίσης κάποια από τα ποιήματα της συλλογής όπου με στίχους άδοξων ποιητών και δικές της αποστροφές στήνει ένα χορό μελαγχολίας με διάχυτο όμως το ρομαντισμό και, κυρίως, τη νοσταλγία για εκείνες τις όμορφες στιγμές της ζωής που έχουν καταγραφεί στη μνήμη και αξίζει να πάρουν μια θέση εδώ σ’ αυτό τον άδικο κόσμο της προδοσίας και της διαφθοράς για να υπόσχονται την ανατροπή του:
Μα μέχρι να γίνουν όλα αυτά,
πριν να ψηφιστούν οι νόμοι που θα το απαγορεύουν,
άφησέ με να σου πω για τα όνειρά μου,
συνωμότησε μαζί μου –δε θα μας ακούσουν-,
κάνε πως ψάχνεις την αλήθεια κι ας μην υπάρχει,
εξαπάτησέ με κλείνοντας το κάθε παραμύθι με ένα «κι εμείς καλύτερα» κι άσε την Ποίηση να χτενίζει τα μαλλιά μου
για να  μην ασπρίσουν ποτέ…[ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ]
«Άφησε με να σου πω για τα όνειρά μου», είναι η επίκληση της ποιήτριας προς τη μούσα της. Την ανάγκη της αυτή να μιλήσει για τα όνειρα, που τόσο βάναυσα έχουν λεηλατηθεί από τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες της εποχής, την κάνει πράξη σε αρκετά ποιήματα όπου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα μνημονεύει: «τόσα χρόνια εδώ, ζούσες κάτω απ’ τους ίσκιους των ονείρων που ’μοιαζαν ρινίσματα ενός μέλλοντος αδήλου, με τους ήχους των νερών να είναι η μουσική υπόκρουση όλων των ανησυχιών και των ασίγαστων αισθημάτων της εφηβείας σου», λέει στο ποίημα ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ και πλημμυρίζει από «μια αναπόδραστη νοσταλγία». Επισκέπτης στο παλιό της σχολείο, ένα χώρο όπου είχαν την αφετηρία τους τα όνειρά της, αισθάνεται να περισσεύει σ’ αυτόν τον άλλοτε «τόσο οικείο και γνώριμο χώρο, σμιλευμένο από σκηνές ενός παρελθόντος που μετουσιώνεται με τον καιρό σε ένα ρυάκι ξεβαμμένης μνήμης… Έπειτα, βλέπεις κι ένα κορίτσι που σου μοιάζει λίγο, είδωλο ύπουλα κατασκευασμένο απ’ τους μηχανισμούς των παραισθήσεων…». Οι παραισθήσεις από εικόνες ενός παρελθόντος που έχει περάσει ανεπιστρεπτί γίνονται η φυλακή της που τη μουσκεύει η βροχή: «την κάνει πιο νοσηρή, πιο απροσπέλαστη, πιο παρούσα, πιο κινηματογραφική –αν θες- κι ολοκληρώνει ένα σκηνικό στέρεο, προϋπάρχον» [ΠΑΛΙ ΒΡΕΧΕΙ]. Οι εικόνες από μια πιο παιδική ηλικία  διαδέχονται η μία την άλλη. Στο αμέσως επόμενο ποίημα, ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ, «μια γλυκιά παιδικότητα ηχεί στο σκοτεινιασμένο δωμάτιο»  καθώς «τ’ άλογα της μνήμης   καλπάζουν θολές εικόνες» και «μια ευωδιαστή νοσταλγία γρατσουνά την ανάσα… και τυλίγει το είδωλό μου και το μεταμορφώνει σε κείνο το παιδί…» Έτσι όλη η μαγεία των ονείρων «κλείνεται άξαφνα σ’ ένα δάκρυ κι ένα χαμόγελο» και ο χρόνος γίνεται «ένα μικρό καρουζέλ από καλπάζουσες μνήμες, που ξεθωριάζουν και θολώνουν απ’ τα ίδια τους τα χνώτα» [ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΟΥΖΕΛ]. Γεμάτο νοσταλγία είναι και το ποίημα ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΗΣ ΕΔΕΣΣΑΣ, όπου ο στίχος του άδοξου ποιητή «… ένα τρένο που θα ’ρχεται από μια άγνωστη χώρα, τα χαμένα όνειρά μου…» επιτείνει τη μελαγχολία απ’ όλη αυτή την αναδρομή στην παιδική ηλικία: «Εδώ στο σταθμό, μόνο οι στιγμές του αποχωρισμού μένουν αιώνιες. Κι έτσι την προσοχή μας τράβηξαν οι παρουσίες και πολύ περισσότερο οι απουσίες των ταξιδιωτών και των φαντασμάτων τους που πέρασαν και πότισαν ίσως με τα δάκρυα και τις ελπίδες τους τα δένδρα που μας κυκλώνουν… Στημένα για χρόνια στην ίδια θέση, με τα ξανθά τους φύλλα χρωματισμένα από την απουσία του ήλιου, δεν υπήρξαν καθόλου άψυχα και σιωπηλά σε μας. Μας εμπιστεύτηκαν όλα  τα μυστικά τους. Μας μίλησαν για την κακιά τους συνήθεια να ελπίζουν ακόμα μάταια και να προσεύχονται στην επιστροφή αυτών που χάθηκαν ή ξεχάστηκαν μαζί με τα όνειρά τους…». [ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΤΗΣ ΕΔΕΣΣΑΣ]. Είναι, τελικά, ρομαντική κι ανθρώπινη η γενιά της Σοφίας Μιμιλίδου. Μπορεί να την διακρίνει ένας υπερβάλλων ζήλος κι η φαντασία να καλπάζει υπέρ του δέοντος. Το μόνο που της λείπει, όμως, είναι λίγη κοινή λογική, ομολογεί με αρκετή δόση κυνισμού στο ποίημα της με τίτλο ΟΙ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ.    Και με ήλιους και με φεγγάρια και με σύννεφα και με βροχές, πάντα εκεί, Η ΥΠΕΡΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΠΕΡΑΝΤΟΥ. Κι ένας απόκοσμος αναστεναγμός σα χάδι τη μαχαίρωσε. Κι έγραψε στην άμμο με τα πατήματα των γλάρων τις πληγές του ένας ειρμός, που ολοένα γινόταν από φλοίσβος κυκλώνας [Η ΥΠΕΡΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΠΕΡΑΝΤΟΥ]
Οι νέοι του 2015 μ.Χ., σιδώνιοι ή όχι, λογικοί ή παράλογοι, ρομαντικοί ή προσγειωμένοι… ερωτευμένοι με το ανέφικτο ξέρουν ωστόσο με λεπτομέρεια κάθε πεζή πραγματικότητα της καθημερινότητας της επιμένοντας να μην συμβιβάζονται εύκολα μ’ αυτήν:  
«την ώρα που βραδιάζει με μόνες πυξίδες τις αισθήσεις τους
 πατούν σε σπασμένα γυαλιά
και πολλές φορές ξαπλώνουν πάνω τους
να νιώσουν πιο έντονο τον πόνο.
 Γιατί όταν νιώθουν πολύ είναι βέβαιοι πως ζουν
κι όταν δακρύζουν, νιώθουν πιο ανθρώπινοι...
Ακονισμένες κραυγές σε αρχαία ερείπια, οι σκέψεις τους.
Μην προσπαθείς να τους αναγνωρίσεις από τη θλιμμένη ματιά τους.
Στους γύρω τους πάντα χαμογελούν.
Κάποιες φορές γίνονται και φλύαροι…
Αιώνια ερωτευμένοι με το ανέφικτο,
οι έρωτές τους είναι σχεδόν πάντα ανεκπλήρωτοι
κι οι λαβωματιές τους τόσες που δεν μετριούνται.
Με γυμνά χέρια μαζεύουν τα’ αγκαθωτά λουλούδια
κι αγαπούν όλες τις όψεις του φεγγαριού…
Οι ρομαντικοί είναι οι μόνοι που ξέρουν με λεπτομέρεια
τον τρόπο που θα πεθάνουν.
Κάποτε οι στίχοι των ποιημάτων που αγάπησαν περισσότερο
θα γίνουν σκοινιά,
θα τυλιχθούν λυτρωτικά γύρω απ’ το λαιμό τους
και την ώρα ακριβώς που ο ήλιος σβήνει,
θα τους πνίξουν σαν κύκνων τραγούδια
στα βάθη των αιώνιων στιγμών [ΟΙ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ]

Μια τελευταία «Απορία Αθωότητας» εκφράζεται με το εναγώνιο ερώτημα «κι όταν πέφτει η αυλαία, ποιος είσαι;» που επαναλαμβάνεται τρεις φορές στο ποίημα της Η ΑΥΛΑΙΑ, όπου κι άλλα ερωτήματα τελικού σκοπού βασανίζουν την ποιήτρια:
«Πόσο πραγματικά σπουδαίος νιώθεις μετά το άκουσμα και του τελευταίου χειροκροτήματος;»
«Πόσο βαθιά είναι η λακκούβα της ψυχής σαν λείπει από μέσα σου ο εαυτός σου;»
«Μα ποιος μένει στο τέλος;»    
«Ποιος χειροκροτά μέχρι τα χέρια  του να μουδιάσουν και να ματώσουν»;
«Ως πότε θα ψάχνεις για  θεατές;
«Ποιος θα φιμώσει τη βάναυση σιγή του τέλους»;
….
Να ντύνεσαι εσύ και να μην είσαι πια εσύ
Να μιλάς εσύ και να μην ακούς τον εαυτό σου.
Ξέρω, έχεις αδειάσει μέσα σου και δεν μπορείς
Ξέρω καλύτερα απ’ τον καθένα πως η πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ αυτό που επιδιώκαμε
όταν κοιτούσαμε τα πουλιά να φεύγουν
και νιώθαμε τα δάκρυα των δένδρων που ερήμωναν γυμνά
Ξέρω πως είναι
να πρέπει να δείχνεις γελαστός κι ατάραχος
την ώρα που τα αγριεμένα θηρία
κατασπαράζουν την καρδιά σου,
αυτήν που τόσο εύκολα  παζάρεψες
σε φθηνά τσίρκα που σε θάμπωσαν
με τα φώτα και τα πολύχρωμα πλουμίδια τους,
αυτήν που μόνος σου πέταξες στα σκουπίδια
όταν κατάλαβες πως λάθος χτυπούσε
κι ύστερα σαν μανιακός έτρεξες να την βρεις… [Η ΑΥΛΑΙΑ]

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ [… Γιατί  ενύχτωσε και οι βάρβαροι δεν ήρθαν. Και μερικοί έφτασαν απ’ τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν… Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ]
Μια άλλη μέρα, λες, ξημερώνει.
Ζούμε περιμένοντας τις καλύτερες μέρες.
Συνηθίσαμε η γραφή του δίκιου μας να ξηλώνεται απ’ τα μεγάλα πανό
και να τρυπώνει στα βουλωμένα φρεάτια
χωρίς να νοιαζόμαστε για τις πλημμύρες που θα μας πνίξουν κάποτε.

Το δικαστήριο μας έκρινε ενόχους
και οι ένοχοι πρέπει να τιμωρούνται και να παραδειγματίζουν
και να χάνονται ακόμη αν είναι ανάγκη για το «συλλογικό καλό»

Συγχώρεσε την ανυπακοή μας, Ευρώπη!
Θ’ απλώσουμε τα χέρια μας στοιχισμένοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλο
στο βούρδουλα της Δικαιοσύνης σου!
Ας σκύψουμε το κεφάλι μας κι ας αποδεχτούμε το βάπτισμα του φταίχτη, απεγνωσμένα ζητώντας την άφεση
απ’ τα ακριβά σου συγχωροχάρτια.

Εμπρός λοιπόν, για μια νέα  Σταυροφορία,
Δύση, σε υπηρετούμε!
Στις υπηρεσίες σου,  Ευρώπη, να πουλήσουμε στα παζάρια
τις καρδιές και τα σπλάχνα μας
μόλις ολοκληρωθεί και το τελευταίο παιδομάζωμα.

Ιδού, σου παραδινόμαστε μ’ όσα έχουμε και δεν έχουμε!
Κι αν τα ερείπια μας δεν σου είναι αρκετά,
μπορείς να φορτώσεις ύστερα, τα βαλσαμωμένα σώματά μας
για να στολίσεις  τα σπουδαία Μουσεία σου.

Ορίστε, λοιπόν, ο χρυσός των προγόνων μας
-δε μας ανήκει πια!
Για σένα χάρισμα,
να χτίσεις και πάλι στα κουφάρια μας τους ναούς της Αναγέννησης σου,
Ευρώπη των λαών, των Τεχνών
και των μεγάλων αγώνων του Ανθρώπου.

Αργεί να ξημερώσει.
Ποιος θα βρεθεί ν’ αποσυνδέσει τώρα τις πανάρχαιες βόμβες του πολέμου;
Ποιος βλέπει αλήθεια τις άηχες σφαίρες
που αιματοκυλούν ένα αίμα  διάφανο;

Ζούμε για να περιμένουμε τις  καλύτερες μέρες
Μα όπως και οι βάρβαροι
έτσι κι εκείνες
φαίνεται να μας ξέχασαν πια
και κάθε φωτεινή όψη του ήλιου για μας  νυχτώνει.


ΕΝΑ ΤΡΕΝΟ ΠΟΥ ΘΑ ’ΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ, ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ (Καρυωτάκης):
[με ΚΛΙΚ εδώ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ από τη συλλογή της Σοφίας Μιμιλίδου ΑΠΟΡΙΕΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ, εκδόσεις Ιωλκός 2016]:   

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

ΑΝ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΠΕΙ ΤΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ...

(… γιατί τραγουδάει… και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει…

ΔΕΝ ΘΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΓΕ!..)

Δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς σήμερα ερωτικά ποιήματα. Σε μιαν εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας η ποίηση έχει δοκιμάσει σχεδόν τα πάντα, ποια είναι η θέση που μπορεί να διεκδικήσει στις προσπάθειές της ένα πανάρχαιο λυρικό ζήτημα όπως ο έρωτας;

Ο Γιώργης Παυλόπουλος λύνει το πρόβλημα ευθύς εξαρχής. Αντί να καταφύγει σε παρακαμπτήριες οδούς και να αρχίσει να διαγράφει ατέλειωτους κύκλους γύρω από το θέμα του, αναβάλλοντας συνεχώς την ανάπτυξή του, πηγαίνει κατευθείαν επάνω του - κυριολεκτικώς κατακέφαλα (θέτοντας τα σωστά ερωτήματα): 

Πώς τινάζεται η καρδιά μπροστά στο εξαίσιο όραμα μιας γυναικείας μορφής; 

Πώς ελέγχεται ο πόθος όταν ολόκληρο το κορμί βυθίζεται στην άβυσσο της επιθυμίας; 

Πώς γλιτώνει ο ερωτευμένος από την τυραννία των αναμνήσεων, που μπορεί να τον κυνηγούν επί δεκαετίες; 

Πώς αντέχεται η μοναξιά όταν έχεις ζήσει μέσα στο φως και την έκσταση; 

Πώς προδίδει ο χρόνος και τις μεγαλύτερες υποσχέσεις;

Πώς το όνειρο γίνεται κάποτε ισχυρότερο από την πραγματικότητα;

Πώς παραιτείται η ώριμη ηλικία από το δικαίωμα στην αγάπη;

 

Ο ποιητής δεν βάζει, βεβαίως, τα ερωτήματα για να τα απαντήσει, αλλά για να τα αφήσει να πλανηθούν μετέωρα στην καρδιά και τη συνείδησή μας, χωρίς να καταλήξουν ποτέ πουθενά

 [ΣΧΟΛΙΑ του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για την λεγόμενη ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ με οδηγό επιλεγμένα παραδείγματα ερωτικών ποιημάτων  από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ – ART by IGOR Zenin on Pinterest]





Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΣΗΣ, ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ, Η ΕΝΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ  

(… ό,τι μπορεί να αποσυντονίσει και να απορυθμίσει τον οργανισμό μας όταν μπούμε στο τούνελ του έρωτα… )

… είναι καταστάσεις οι οποίες βιώνονται χωρίς την παραμικρή πιθανότητα να λυθούν κάποτε. Είναι μαχαίρια και σφυριά πάνω σ' ένα σώμα που δεν θέλει να λυτρωθεί από τα μαρτύριά του, είναι ζάλη, και απόγνωση, και θάνατος, μέσα σε μια ψυχή που δεν εννοεί να αποκολληθεί από το λατρεμένο της αντικείμενο. Και το πιο παράδοξο με τον έρωτα, στα ποιήματα του Παυλόπουλου, είναι πως παρά τη σαφή αίσθηση φθοράς την οποία έχουν τα πρωταγωνιστικά του πρόσωπα, παρά τις ολοφάνερες απώλειες, ήττες και καταστροφές τους, αλλά και κόντρα στη βαθιά επίγνωση της ευπάθειάς τους, δεν εννοούν για κανέναν λόγο να υποχωρήσουν και να χάσουν την πίστη τους - πηγαίνουν έτσι ως το τέλος κι ας είναι το πιθανότερο πως θα πληρώσουν πανάκριβα τις συνέπειες:

 

«Ήταν ένα καρπούζι μες στη θάλασσα.

Το σήκωνε το κύμα και το πήγαινε

κι εγώ με τη Ρέα στα βραχάκια

το βλέπαμε από μακριά που γυάλιζε   και γύριζε στον ήλιο.

Βλέπαμε τάχα πάνω του ολόκληρη τη Γη

χωριά και πολιτείες, σπίτια κι ανθρώπους

και κάπου εκεί το σκύλο μας που χάθηκε

να ψάχνει να μας βρει.

Βλέπαμε τη Ρέα κι εμένα μεσημέρι

μικρά παιδιά που έφυγαν κρυφά από το σπίτι

γυρεύοντας σ' όλη τη Γη το σκύλο τους

αγκαλιασμένα τώρα να κοιτάζουν

ένα καρπούζι μες στη θάλασσα.

Χωρίς να ξέρουν πως ίσως και να ήταν

μια νάρκη από τον πόλεμο

άχρηστη κι αδέσποτη   που κάποτε θα σκάσει».

 

Ο Παυλόπουλος γράφει απροσποίητα και αδιακόσμητα, χωρίς την ελάχιστη εκζήτηση. Νιώθει καλύτερα με την κυριολεξία και γι' αυτό χρησιμοποιεί πολύ λελογισμένα τη μεταφορά, δημιουργώντας ένα αμιγώς ρεαλιστικό περιβάλλον για τους στίχους του, που βάζουν εύκολα και γρήγορα τον αναγνώστη στο νόημά τους, μια και σίγουρα στο εσωτερικό τους δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία τα οποία θα πρέπει να αποκρυπτογραφήσει με δική του πρωτοβουλία. Στο ρεαλιστικό, όμως, αυτόν περίγυρο και στο σκόπιμα αποξηραμένο τοπίο του ο Παυλόπουλος έχει ένα άλλο παιχνίδι να παίξει: το παιχνίδι της σκίασης, της υποβολής και του μισού φωτισμού των πραγμάτων, που φέρνει στην επιφάνεια την κρυφή και αμετάδοτη ουσία τους. Με μισές λέξεις και ατέλειωτα λόγια, με κοινές ή και αδιάφορες εκ πρώτης όψεως εικόνες, που αποκαλύπτουν απρόσμενα έναν άγνωστο πυρήνα, αλλά και με υπόγειες πυροδοτήσεις των πιο ανώδυνων σημασιών, ο ποιητής φτιάχνει σχεδόν εκ του μηδενός τον κόσμο του, με τα στοιχειωδέστερα και τα απλούστερα υλικά:

 

«Φωτίζοντας ξαφνικά λησμονημένα τοπία

το σπίτι μας που δεν υπάρχει πια

το γιασεμί στο σκοτάδι του κήπου

τον τοίχο που τους εκτελέσανε

το άλογο στο λόφο να χλιμιντρίζει κατά τη θάλασσα

το κοιμητήριο στην πλαγιά

την πόρτα που δεν μπόρεσα ποτέ να την ανοίξω

και γωνία Ροδεσίας και Αλφειού

την Άνθεια να περιμένει μέσα στη βροχή».

 

Φτάνοντας στην ωριμότητά του, ο Παυλόπουλος μοιάζει να αποστραγγίζει την ποίησή του: να την απαλλάσσει από κάθε περιττό βάρος, οδηγώντας τη σταθερά και προσεκτικά σ' έναν αφαιρετικό και απογυμνωμένο λόγο με έντονη επικοινωνιακή δύναμη. Και τούτο το τελευταίο καλό είναι να μην το παραβλέψουμε: η σκοτεινότητα στην ποιητική έκφραση δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμβουλος - συχνά, μάλιστα, λειτουργεί περισσότερο ως καταφύγιο αδυναμίας και λιγότερο ως πραγματική και ουσιαστική λύση. Τα κομμάτια που διαβάζουμε στο βιβλίο του Παυλόπουλου αποδεικνύουν πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η ποίηση όταν εμπιστεύεται με υποψιασμένο τρόπο την τάση της για αμεσότητα. Και σε τέτοιες περιπτώσεις, ουδείς, φυσικά, διανοείται να της ζητήσει οτιδήποτε άλλο.

 

ΝΑ ΘΕΛΩ ΚΙ ΑΛΛΟ   ΚΙ ΑΛΛΟ ΑΚΟΜΗ!..  ΚΙ ΕΣΥ ΝΑ ΜΗ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙΣ!..

(το 13ο από τα ΤΡΙΑΝΤΑΤΡΙΑ ΧΑΪΚΟΥ του Γιώργη Παυλόπουλου 1990)

Η Σιωπή είναι μια άγνωστη   που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα   χωρίς ν’ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα   και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της   και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες   και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω   πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα   και ποτέ πια δε θα σου πω.
(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)


ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)

Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω
Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;
Αυτό κι’ αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;
Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.
Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΠΟΥ  ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ 2004)

 ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για τα Ερωτικά Ποιήματα του Γιώργη Παυλόπουλου δημοσιεύτηκε στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας στις 30/07/2004 – τα ποιήματα που συνοδεύουν το κείμενο επιλέχθηκαν κι από άλλες συλλογές του Γιώργη Παυλόπουλου



ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ, ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ, ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ και ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ:  Κάθε ποίημα είναι ένα βέλος μοναχικό που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου. Ανθολογία Ποιημάτων από τις τρεις αναφερόμενες συλλογές με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο:  https://ai2avatongar.blogspot.com/2018/06/blog-post_11.html