Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

ΚΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΞΕΡΟΥΜΕ ΚΑΛΑ ΠΡΟΤΟΥ ΝΑ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ…

 (…θα ξαναγεννηθούν οι αναμονές   οι ελπίδες θα πληθαίνουν…)


Μια φωνή σβήνει στη γωνιά του δρόμου   μια φωνή

Ανάβει στα ψηλά πατώματα   θα κατέβει αργά

Σιγά τα σκαλοπάτια  θα ψαύσει τη γη  θα τρυπώσει

Μέσα στη γη  θα βυθίζεται ολοένα  και  πιο βαθιά

Θα την καταπατούν άγρια θηρία   λοστοί ρόδες

Αυτοκινήτων  σίδερα και τσιμέντα ο ήχος της

Θα ’χει κραδασμούς φωτιάς  θα μοιάζει με παράπονο

Ερωτικό  θα ρυτιδώνει τη σιωπή απλωμένο λάδι

 

Ο Ποιητής θα γονατίσει τρυφερός 

Θα σκαλίσει το χώμα

Θα την πάρει την παλάμη του

Να τη φυτέψει στη γλάστρα

 

Την άνοιξη θ’ ανθίσουν πολλές μικρές φωνές

[Η ΦΩΝΗ  και  ο ΠΟΙΗΤΗΣ από τη συλλογή ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΙ 1963 -  Συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Κλείτου Κύρου ΕΝ ΟΛΩ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ 1943 -1997, εκδόσεις ΑΓΡΑ 2007

 




«ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ,  ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ  ΜΙΑΣ ΑΜΦΙΒΟΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ»   1949 

(Η Λένα Σαμαρά σχολιάζει την ποίηση του  Κλείτου Κύρου, αποσπάσματα από την κριτική της στο δεύτερο κύκλο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013)

Η Ελλάδα έχει συγκλονιστεί από τη γερμανική Κατοχή,  τα Δεκεμβριανά,  τη συνθήκη της Βάρκιζας,  τον Εμφύλιο.

Π ποιητής μιλά με λυρική φωνή, εκφράζει με ευαισθησία και ευγένεια το ποιητικό του όραμα, μέσα από τις δύσκολες καταστάσεις που βίωσε, κρατώντας ακόμα το όνειρο ζωντανό.

Η ζωή παρούσα με τον έρωτα  και  τη γυναίκα να διεκδικούν τη δική τους θέση στους ταραγμένους εκείνους καιρούς.

«Αναζήτηση»,  «Μόνωση»,  «Προσμονή»,  «Μέρες δυσκίνητες»,  Αλλοίωση»,  «Ένα όνειρο με στοιχεία ποιήματος»,  «Εισβολή»,  «Θύμηση»,  «Πίστη»

 

ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ  1957

«Κι εσύ πώς ν’ ανατρέξεις μια ζωή

Ανάμεσα σε ξένους  που σε τριγυρίζουν τώρα»

 

Ακολουθώ τα σημάδια:

Η φωνή μετακινείται συνεχώς,  η λίμνη χάνεται.  Ακούω το βηματισμό του ποιητή κοντά στη θάλασσα της Θεσσαλονίκης.  Ο Θερμαϊκός κόλπος ανοίγεται στο Αιγαίο.  Εκεί ακούγεται τώρα η φωνή του.

 

ΚΡΑΥΓΗ ΠΡΩΤΗ  1960. 

Απρόβλεπτα δυνατή φωνή,  διαυγής, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, βαθιά εξομολογητική, εμπνευσμένη από την ιστορική και την προσωπική αλήθεια. Τιμητική  και  αποκαλυπτική για τους χθεσινούς συντρόφους του:

«Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίνουν στα νοσοκομεία,  κραυγάζουν έξαλλοι στα εκτελεστικά αποσπάσματα»

 

Απρόσμενα καυστική  για τους σημερινούς και τους αυριανούς βολεμένους που προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες,  ξεπουλώντας τη σκέψη τους:

«Ο ιστορικός σας ρόλος φοβάμαι πως τελείωσε

τώρα προσχωρείτε ολοένα στον κατευνασμό…»

Οι «ευέλικτοι επίγονοι» αλλάζουν και  «τους λυγμούς της καρδιάς τους»  προκειμένου να ενταχθούν στη νέα πραγματικότητα.  Ο Κλείτος Κύρου διαχωρίζει τη στάση του απ’ αυτούς,  τους κρίνει με δριμύτητα.  Προφητική φωνή για τα μελλούμενα.  Η ιστορία και η πορεία της Ελλάδας θα σημαδευτεί από τους επιγόνους των οραμάτων και των θυσιών:

«Σας κατηγορώ δίχως τύψη καμιά σεις οι ίδιοι

Επισπεύσατε την μελλούμενη αναπόφευκτη πτώση σας»

 

Ο Κλείτος Κύρου επέλεξε τη λιγότερο αναγνωρίσιμη στάση στο γύρισμα των καιρών.  Να μείνει πιστός στην πίστη του και στον εαυτό του.  Να μη δεχθεί συναλλαγές με τους κώδικες που πολεμούσε.  Να μείνει αξιοπρεπής στην ήττα του, τόσο που να είναι ο ίδιος νικητής,  επιβεβαιώνοντας την αλήθεια ότι η μοίρα των ανθρώπων είναι να γεννιούνται στο φως.  Η πορεία του στο φως τον οδήγησε στις ΚΡΑΥΓΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ:

«Όπου και αν στάθηκαν οι σκιές τους ρίζωσαν

Άδικα προσπαθείτε  δε θα ξεριζωθούν ποτέ»

 

Είναι βαθιά η πίστη του ότι οι θυσίες των ανθρώπων της γενιάς του θα καρπίσουν στις γενιές που θα ακολουθήσουν,  ότι το όραμα δε χάνεται, εκφυλίζονται μόνο οι τρόποι των ανθρώπων που κάποτε το εκπροσωπούσαν.

 

Η ΠΟΙΗΣΗ   ΚΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Η ΜΟΝΗ ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΥΘΟΡΜΗΤΗ ΓΝΗΣΙΑ ΦΩΝΗ

Ένας πυρετός στο αίμα μια θηλιά στο λαιμό μηνίγγια που βροντοχτυπούν

φωνές που σε προστάζουν κρύψου σ’ ακούν θηλυκά φωνήεντα

να στριγκλίζουν στο σκοτάδι διάττοντες ν’ αργοπεθαίνουν χρώματα  να στροβιλίζουν 

και η διάγνωση κατηγορηματική ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ λέξεις διάφανες  να συνωθούνται μέσα σου

συνταιριάζονται πλέον σε μια θάλασσα φωτός φωτιάς ποτισμένες στο αίμα της καρδιάς σου

καταγράφουν περιγράφουν κι ο Ποιητής η μόνο αληθινή αυθόρμητη γνήσια φωνή.

Σ’ έναν κόσμο συναλλαγών η Ποίηση δεν συναλλάσσεται.

Σ’ έναν κόσμο φθοράς η Ποίηση παραμένει άφθαρτη.

Είναι μια αρρώστια που σε σιγοκαίει όπως ο έρωτας και η θέρμη.

Συμπτώματα: συμπεριφορά παιδιού καθαρό μυαλό και μάτι που τρυπάει σκοτάδια και καπνούς.

Όπου Ποίηση και αλήθεια.

Φάρμακο για τη μοναξιά και τους πόνους της καρδιάς.

Δε χρειάζεται φίλτρο  Χρήση εσωτερική 

Και προπαντός υπόθεση προσωπική.

Μέσα σε πλήθη τυμβωρύχων φαρισαίων κι επιτήδειων

κάτω απ’ τους όγκους μολυσμένου περιβάλλοντος πίσω και πέρα και πάνω απ’ τον ηλιοβόρο χρόνο

πάντοτε θα ξεπροβάλλει η Ποίηση για την πιο μεγάλη αναμέτρηση του ανθρώπου.

[Η ΠΟΙΗΣΗ, ποίημα του Κλείτου Κύρου, αντιγραφή και επικόλληση από την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ των Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχου ΠΟΙΗΣΗ για την ΠΟΙΗΣΗ, εκδόσεις Καστανιώτη 2006]

 

ΚΡΑΥΓΗ ΠΡΩΤΗ 

(αποσπάσματα από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΚΡΑΥΓΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 1960)

Η νύχτα έχει δικές της κραυγές έχει κραυγές πολλές

Τα πουλιά που ξεχύνονται από το στόμα σου είναι κι αυτά

Κραυγές της διασχίζουν όλες τις σκάλες των ήχων

Αρχινούν απ’ την καρδιά σου  και  καταλήγουν πάλι

Στην καρδιά σου μπλέκονται με το ταπεινό τριζόνι

Με το σφυγμό σου με τις πατημασιές του νυχτοφύλακα

Με το τρίξιμο της σκάλας με το τι πρέπει

Με το τι δεν πρέπει λουφάζουν και ξαναρχινούν

Φτάνουν ψηλά σ’ ένα άστρο εκεί που τρεμοσβήνει η ελπίδα σου

Βαθιά σ’ ένα πηγάδι που στο νερό του καθρεφτίζεται

Το ίδιο πάλι άστρο  κι  ύστερα μάχονται μεταξύ τους

Βραχνιάζουν σιγοσβήνουν άλλες κραυγές φυτρώνουν

Βροντοκυλάνε μες στα αίμα σου ακροβατούν

Σε τεντωμένα νεύρα στο τυφλό σκοτάδι παραπατούν

Και τέλος πνίγονται στο κύμα της αυγής

 

Η νύχτα έχει πολλές κραυγές  έχει κραυγές δικές της

Αναρίθμητες κραυγές ο έρωτας έρχεται πιο συχνά

Τη νύχτα έρχονται τα διάφορα όνειρα σε φυγαδεύουνε

Τη νύχτα το μαχαίρι του φονιά η σάλπιγγα

Της επανάστασης ακούγονται μόνο τη νύχτα

 

Σε πνίγουν οι κραυγές της νύχτας σε τρελαίνουν

Οι κραυγές της νύχτας φέρνουν χαρά οι κραυγές

Της νύχτας φέρνουν οδύνη σε φέρνουν  και  σε απομακρύνουν

Ανοίγουν τρύπες στο κορμί σου χύνονται στ’ αυτιά σου

Σα λάδι καυτό φανερώνουν κόσμους ξεχασμένους

Ένα δωμάτιο σκοτεινό πάνω στη βουή του δρόμου

Ένα φεγγάρι με κλωστή στα πόδια στο δεμένο

Το χώμα που πάνω του πλάγιασες στην καρδιά του καλοκαιριού

Προσκαλώντας τα χέρια σου προσκαλώντας το πόδια σου

Να χωθούνε μέσα του  να γίνουνε ρίζες

 

Η νύχτα έχει κραυγές δικές της δεν μπορείς

Να ξεφύγεις τις κραυγές της μια μέρα θα σε μαρτυρήσουν

Η νύχτα δεν ξεχνάει ποτέ είναι το άλφα

Και το ωμέγα το φιλί  κι ο στεναγμός.

 

Η  νύχτα είναι μια γυναίκα αγαπημένη

 

ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ ΜΕ ΜΑΚΡΙΑ ΜΑΛΛΙΑ…

(… μουσκεμένα από την οργή της θάλασσας με φωνή βροντερή    που θα πάλλει στο διάστημα

για να κατοικήσω και πάλι σ’ αυτή τη γη όχι σαν ποιητής…)

Κάποτε θα ξανάρθω  δε θα νιώθω πως είμαι παρείσακτος  και  κατάσαρκα θα φορώ σχισμένα σύννεφα  κι  οσμές πυρωμένης βροχής  για να επιζήσω από τ’ άγρια θηρία  τους μαστροπούς  και  τα νήπια όνειρα

Και θα κάνω πέρα τους δισταγμούς  και  τις ικεσίες  και  τις λάγνες συσπάσεις  που θα φράζουν τυχόν το δρόμο μου  και  θα χορεύω στο σκοπό των νέων παλικαριών  κι  όταν θα φτάνω σε σύναξη ανθρώπων

Νάτος θα λεν αυτός που θα εκπορθήσει τα τείχη της ντροπής   αυτός που έζησε στην εποχή των παθών  και  του λυρικού του λόγου  αυτός που έρχεται τώρα να κηρύξει τη λατρεία του ήλιου

Και θα αναπνέουμε φως σ’ ένα κόσμο φωτεινό  κι  οι κύκλοι του έρωτα θα γυρίζουν αδιάκοπα μες στους ιριδισμούς τους  και  θα εξαργυρώνω το τίμημα της μοναξιάς  που τόσο ακριβά την αγόραζα μέσα στο αλόγιστο πλήθος

Και θα ζήσω μια γήινη ζωή χαρισάμενη  γλιστρώντας σε αγκαλιές γυναικών  πότε στο χόρτο  και  πότε στην άμμο  τραγουδώντας μεσ’ από τα στόματα των παιδιών μου  ίδιο πτηνό σε σκιερά φυλλώματα κατά το δειλινό

Και θα ζω μέσα στον άνεμο  και  θα βάζω το αυτί μου στη γη  για ν’ ακούω τους σφυγμούς της  και  θ’ ακούω μέσα της βαθιά ξεχασμένους νεκρούς να μιλούν μεταξύ τους

Και θα τρέχω στα ποτάμια  και  στα δάση  και  στο αίμα σας  κι ελεύθερος θα βλέπω στα μεγάλα σας μάτια τον ουρανό  κι  όχι σαν ισόβιος αιχμάλωτος μέσα στα στεγανά της Ποίησης!..

Που έκανε τη ζωή μας τόσο εύθραυστη   Και σύντομη  Κι όμως μοναδική!...  [ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ,  ΕΝ ΟΛΩ  ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ από τις συλλογές του Κλείτου Κύρου]

 

ΠΟΙΗΤΕΣ ΔΙΧΩΣ ΗΤΤΕΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ…

(… πραγματικά περίεργη φυσιογνωμία ο Κλείτος Κύρου, συμπεραίνει ο Γιώργος Μπλάνας, στο δεύτερο κύκλο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, Γαβριηλίδης 2013)

Ένας άνθρωπος που ζει τόσο αντι-ηρωικά, τόσο στατικά, επιθυμεί μετά θάνατον να σκορπιστεί η στάχτη του στο βουνό των θεών και των ηρώων. Αλλά αυτό μας δείχνει πόσο βαθιά ήταν η ποιητική του φλέβα.  Προσέχθηκε ετούτη η φλέβα  -  αν και δεν απόλαυσε ποτέ φήμη   Σημαντικοί ποιητές και κριτικοί είπαν πως ήταν καλός  γνώσης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και τωων θεωριών που δικαιώνουν τους μοντερνισμούς του 20ου αιώνα,  πως κράτησε απόσταση από τα βιώματά του, δεν ξέπεσε στη συνθηματολογία, στα πάθη, στις προκαταλήψεις,  πως έγραψε καλά λυρικά ποιήματα  και  πως… διάφορα άλλα από εκείνα τα ανιαρά, συγκεκριμένα, αντιφατικά, στα οποία μας έχει συνηθίσει ο σύγχρονος κριτικός λόγος.  Η σπουδαιότερη αρετή της ποίησης του Κύρου είναι πως ήξερε τι έγραφε  και  το έγραφε με τις σωστές λέξεις  και το χέρι στην καρδιά!..   Ποιητές δίχως ήττες δεν υάρχουν!..  Ο Κλείτος Κύρου είναι ο πλέον ορθόδοξος Έλληνας εικονιστής ποιητής.  Και ο εικονισμός του συνδέεται άμεσα με τον Έλιοτ  και  τον Πάουντ,  όχι με το Σεφέρη ή το συμβολιστή Καβάφη.  Ο Κλείτος Κύρου δούλευε έχοντας υπόψη του:  Να αποφεύγει τις γενικότητες,  όσο γοητευτικές  και ηχηρές κι αν είναι.  Να παράγει Ποίηση πραγματική  και διαυγή,  ποτέ θολή,  ποτέ απροσδιόριστη.  Και, τέλος, να μην υποχωρεί ποτέ από τη θέση, σύμφωνα με την οποία ο αυτοέλεγχος είναι θεμελιακό στοιχείο της Ποίησης   ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ:  Αναζήτηση – Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής,  1949,  Σε πρώτο πρόσωπο  1957,  Κραυγές της Νύχτας  1960,  Κλειδάριθμοι  1963,  Απολογία  1966,  Οι Κατασκευές 1949 – 1974,  Τα Πουλιά και η Αφύπνιση 1987,  Περίοδος χάριτος κι άλλα ποιήματα,  1992,   Ο Πρωθύστερος Λόγος,  1996,  Εν όλω – Συγκομιδή 1943 – 1997 (συγκεντρωτική έκδοση εκδ. ΑΓΡΑ 1997)     

Κυριακή, 31 Μαρτίου 2024

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

ΚΙ ΑΣ ΛΕΡΩΝΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ, ΕΜΕΙΣ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ…

 (…λέξεις ελάχιστες για την ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη, του μεγάλου αλήτη του Ουρανού…)


Ουρανός,  θάνατος,  έρωτας,  μοναξιά,  πόνος,  ελπίδα!..

Η ποίηση του Σαραντάρη υπήρξε πάντα καθαρή  και  ερμητική με χρήση απλών λέξεων  αλλά  γεμάτων ουσία!..

Γι αυτό επιλέγω,  γράφει ο Νίκος Ερηνάκης στην παρουσίασή του,  να μιλήσω για το όραμα και τις ιδέες πίσω από τις λέξεις αλλά μέσα στο Ποίημα: 

 

«Η ομίχλη    βρίθει   Από ανεμώνες!..

Κοίτα το κλαρί  

Τι λίμνη   Τι ανυπόμονη καρδιά!...

Βλέπε μέσα   Στη σωστή σταγόνα

Ποια φόρα   Παίρνει το παιδί

Ποια νάρκη   Η γυναίκα…»

 

 Η ποίηση του Σαραντάρη δεν ασκεί κριτική,  δεν ειρωνεύεται… 

Παρουσιάζει το όραμά της,  κι αυτό ακριβώς είναι που η εποχή μας χρειάζεται  και  πάλι από την Ποίηση. 

Δηλαδή, πέρα από την προσωπική έκφραση, που πάντα θα υπάρχει,  και  πέρα από την αναφορά σε μια εξατομικευμένη καθημερινότητα,  προβάλλει ξεκάθαρη η ανάγκη για έκφραση του συλλογικού,  χωρίς όμως να περιορίζεται μόνο σε κοινωνικές  ή  πολιτικές  ή  μεταφυσικές διαστάσεις,  αλλά που, αντιθέτως, θα πρέπει να τις εμπλέκει όλες μαζί, συλλέγοντας κάθε έκφανση ανθρώπινης ομορφιάς,  τρέλας  και  πόνου σε μια απόπειρα ανασύνθεσης του Όλου!..

Τέτοια ποίηση βιώνει ο Γιώργος Σαραντάρης  τέτοια ποίηση γράφει.   Αναζητά το απόλυτο· δεν θα μπορούσε άλλωστε να αναζητά τίποτα λιγότερο. 

Διαβλέπει την απουσία του ιερού στις δυτικές κοινωνίες  και  έχοντας το έμφυτο μέσα του προσπαθεί να το επαναφέρει σε αυτές… 

Αν η σύγχρονη ελληνική, κι όχι μόνο, Ποίηση, ψάχνει διέξοδο από τα ευρηματικά μεν αλλά απλοϊκά παιχνιδίσματα αμηχανίας ενώ προσπαθεί να βρει το σκοπό της, τότε η ποίηση του Σαραντάρη μπορεί ν’ αποτελέσει μια από τις κύριες αφετηρίες επαναπροσδιορισμού της!..  

Κι αυτό γιατί ίσως είναι ο μόνος από τους αφανείς της γενιάς του 30 που αποδεικνύεται τόσο ιδιαίτερος  και  ταλαντούχος.  Αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο πλεονέκτημα όσων ποιητών παραμένουν στη σκιά:  η σκέψη και γλώσσα τους διατηρούνται αυθεντικές,  φρέσκιες μέχρι τη στιγμή που θα χρειαστούν πραγματικά  και  η εποχή θα τις αναζητήσει ως ρίζες και μήτρες…  

Εκείνο όμως που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον  και πιο πολύ απ’ όλα  γοητεύει στη γραφή του Σαραντάρη, είναι, σύμφωνα με την άποψη του Νίκου Ερηνάκη,   ο γάμος της Ποίησης με η Φιλοσοφία!..  Το πάντρεμα ποιητικού οράματος και  φιλοσοφικής σκέψης δημιουργείται αβίαστα, σαν να είναι αυτός ο μόνος τρόπος που μπορεί να εκφραστεί πηγαία και καθολικά!..

Ο Γιώργος Μαρινάκης, ο πρώτος βιογράφος του έργου του Σαρανταρη, γράφει:

« Ο Γιώργος Σαραντάρης δεν ήταν μονάχα φιλόσοφος  ή  μονάχα ποιητής  ή  μονάχα κριτικός,  ήταν κάτι περισσότερο από όλα αυτά,  ήταν ένας άγιος του πνεύματος…»

Ξεχωριστοί γι’ αυτόν συγγραφείς υπήρξαν οι 

Σαίξπηρ,  Μπωντλαιρ,  Βερλέν,  Ντοστογιέφσκι,  Τολστόι  και  Γκόρκι!..  Κάτι που διαφαίνεται στα γραπτά του όπως και η στενή συγγένεια  και  επιρροή από τον Ουνγκαρέτι.  Σε ένα από τα τετράδια του παραδέχεται πως οι αντιλήψεις του ταυτίζονται με αυτές των Γάλλων συμβολιστών…  

Αξίζει να επισημανθεί και η έντονη συγγένεια του Σαραντάρη με τον Γκέοργκ Τρακλ!..  Αμφότεροι πλέκουν καθηλωτικές εικόνες της φύσης:  στατικά σκοτεινά ομιχλώδη τοπία…  Κλαριά,  λίμνη,  παιδί,  γυναίκα·  όλα βυθισμένα στην ομίχλη… Υπάρχουν ποιήματα του Τρακλ και του Σαραντάρη  που μετά την τελευταία τους λέξη, ενώ νομίζεις πως περιγράφηκε απλώς μια εικόνα φυσικού τοπίου, νιώθεις να μην μπορείς να ανασάνεις από τον πόνο στο στήθος και στο στομάχι.  Κι αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω ανάλυση  ή  επεξήγηση·  τα  έχεις ήδη κατανοήσει με τον τρόπο που θέλησαν οι ίδιοι.

Πέρα όμως από την εκλεκτική συγγένεια που είχε μ’ όλους αυτούς, το σπουδαίο είναι, πως καταφέρνει να βρει την αυθεντικά προσωπική του φωνή από πολύ νωρίς  και  να μιλήσει εντελώς ξεχωριστά από κάθε άλλον της εποχής του: 

«μακριά απ’ την κοσμογονία   με παρατήσατε μοναχό

σαν πτώμα  ή  κτήνος 

 

Και περάσανε οι μέρες πάνω μου

στάχτη φέρνοντας  και καπνό 

 

Περνούσανε,  κι από τον ύπνο   όταν επνιγόμουνα

έβλεπα τα θολά τραγούδια  

τα δάκρυα που είχαν γίνει ουρανός

και τη σιωπή του χρόνου…»

 (αποσπάσματα από το κείμενο του Νίκου Ερηνάκη για την Ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη στο δεύτερο κύκλο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013)

 


ΕΧΩ ΔΕΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ 

(… με τα μάτια μου άνοιξα τα μάτια του!..

Με τη γλώσσα μου μίλησε…

Γίναμε αδελφοί  και  κουβεντιάσαμε  

Σαν να ήταν ο καιρός όλος μπροστά μας 

Και θυμάμαι τον ήλιο που γελούσε  που γελούσε και δάκρυζε θυμάμαι…)

Ουρανός  και θάνατος λοιπόν.  Σωτηρία και τέλος!..  Ακόμα κι αν έννοιες  ή θεματικές σαν κι αυτές μοιάζουν από παλιά εξαντλημένες… 

Όταν λοιπόν κανείς καταπιάνεται  μαζί τους και καταφέρνει να μιλήσει αλλιώτικα γι’ αυτές, να τις χορέψει στο χαρτί όπως δεν τις χόρεψε κανείς άλλος πριν, τότε μπορεί να λέγεται Ποιητής.  Άλλωστε για ποια ιδέα  και  ποιο πάθος αξίζει να μιλήσεις, αν δεν μιλήσεις για κάθε είδους έρωτα,   για κάθε είδους θάνατο,    για κάθε είδους επανάσταση.  Ο Σαρανταρης  δε φοβήθηκε να αναμετρηθεί σε αυτό το ύψος,  κι ας ελλόχευε ο κίνδυνος της επανάληψης,  της μετριότητας.  Έριξε τα ζάρια του ψηλά στον αέρα,  όχι κάτω στο χώμα  και τα άρπαξε ο ουρανός  και τα κράτησε να ’χουν να παίζουν μόλις συναντηθούν!.. 

Το ρομαντικό στοιχείο κολυμπάει διαρκώς ανάμεσα στους στίχους του, άλλοτε έντονα, λες και είναι χειμώνας  και τα νερά παγωμένα,  και  άλλοτε απαλά, σαν να ’ναι  Αύγουστος και τα νερά απλώς δροσίζουν.  Μερικές φορές σαν από την ίδια θάλασσα να μπλέκονται κι οι δυο εποχές μαζί:

«Μιλώ γιατί υπάρχει ένας ουρανός που με ακούει

Μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου

Και δεν υπάρχει θάλασσα  δεν υπάρχει χώρα

Όταν τα μάτια σου δεν μιλούν

 

Τα μάτια σου μιλούνε  και  εγώ χορεύω

Λίγη δροσιά μιλούν  κι  εγώ χορεύω…»

 

και 

 

«Σαν άσπρο σύννεφο η σκιά σου σκεπάζει τον ύπνο,

Που σ’ ένα δυσεύρετο παράδεισο κοιμάμαι,

Ακούω πως τραγουδάς κάτω από τον ήλιο

Μα μες στη φωνή σου λιγώνω  και δεν βλέπω τον ουρανό…»


ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ…

(… «Ολούθε μας μαζεύει ο Θεός  

Έχουμε χέρια καθαρά και πάμε…»)

Ο Σαραντάρης, γράφει στο κριτικό σημείωμα του ο Ανέστης Μελιδώνης, καταπιάνονταν με ιδέες  που πάει να πει πως ήταν κάτι ακόμα εκτός από ποιητής,  ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε και φιλοσοφούσε, μάλιστα με τρόπο καθαρά πρωτοποριακό για την εποχή του, καθώς πήγαινε κόντρα στη γνώση και έδινε προτεραιότητα στην υπόσταση, προσεγγίζοντας σ’ ένα ρεύμα που έμελλε να δώσει πολλά στον υπαρξισμό… 

«Είναι  αδύνατο να ξεχωρίσουμε τον ποιητή Σαραντάρη από το φιλόσοφο Σαραντάρη.  Ο ένας εισχωρούσε στον άλλο»  (Παναγιώτης Κανελλόπουλος).  Αν και διαβάζοντας τον κανείς βλέπει πόσο αφαιρετικός είναι στην ποίησή του  και  πόσο γλαφυρός στη φιλοσοφία του, ξεχωρίζοντας άρα κατά πολύ τη μια γραφή από την άλλη.

Ο Ανδρέας Καραντώνης χρόνια μετά ομολογούσε:  «Νιώθω μια τύψη που υπάρχει ένας ποιητής σαν τον Σαραντάρη και δεν ανατρέχουμε στο έργο του.  Θα μπορούσε να μας προφυλάξει από πολλά φτηνά, ψεύτικα πράγματα τα οποία προσέχουμε περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει  και  τα διατυμπανίζουμε, όπως το άγχος  και η άρνηση που τροφοδοτούν τη σύγχρονη ποίηση…»

Ο Λορεντζάτος, αναλύοντας τη φιλοσοφική πλευρά του έργου του μας λέει:  «Από τη στιγμή που τον βασάνιζε ο έρωτας είχε συνείδηση πως ο μέσα άνθρωπος  (ο έσωθεν ημών άνθρωπος) ζητούσε να γίνει «ελεύθερος από τον έρωτα»  και το στάδιο της αβεβαιότητας, αυτό που οι άλλοι το θεωρούν ως το θαύμα της ζωής τους – τα νιάτα μας είναι ένα φυσικό θαύμα – εκείνος από τον καιρό που υποτασσόταν στο νόμο της νόησης το χαρακτήριζε  «οι πιο σκόρπιες στιγμές του βίου μου»!..

Ή ακόμα και από τη σκοπιά ενός φιλολόγου:  «Συνθέτοντας ποιήματα ήθελε πρώτα απ’ όλα να διαρρήξει τα όρια του εαυτού του:  οι φράσεις «για το διπλανό μου»,  «για όλα τα άτομα της γης»  αρχίζουν από ένα σημείο και πέρα να κυριαρχούν στις σελίδες του»  (Σοφία Σκοπετέα)

Ο άνθρωπος για τον Σαραντάρη είναι κατεξοχήν θρησκευτικό ον, που νιώθει, δηλαδή,  ότι τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την πίστη στην αιωνιότητα της ζωής!..  «Πολιτισμένος είναι μονάχα όποιος πιστεύει στην αιωνιότητα του ανθρώπου…»,  την πίστη σ’ ένα χρόνο που διαρκεί και δεν είναι αυτός εδώ… 

Όμως  «ο ποιητής είναι ένα ανήμερο πουλί που δεν ακούει τα της πείρας και τα της λογικής εκείνης που ακολουθεί την καθημερινή εμπειρία των θνητών».  Για εκείνον πρώτα έρχεται το χρέος που σημαίνει ύπαρξη, το να υπάρχεις για έναν σκοπό που είναι έξω από το καθημερινό πάρε δώσε της κοινωνίας…  Και η επιτομή του χρέους του είναι η εξής πρόταση:  «ονομάζω ηδονή την ακέραια ζωή του ανθρώπου»!..

Μέσα απ’ αυτή την πίστη που πλάθεται κάθε μέρα, ο Σαραντάρης ήταν ένας χριστιανός που κάθε μέρα έπρεπε να παλεύει με την πίστη του για την οποία δεν μπορούσε να μην αμφιβάλλει, στοχεύοντας σ’ εκείνο το βίο που δεν βρίσκεις ποτέ έτοιμο αλλά χρειάζεται εσύ ο ίδιος να τον επεξεργαστείς  και  να τον θεμελιώσεις…

«Όπου κι αν πηγαίνουμε μας υποδέχεται η μουσική·

αλλά δεν είμαστε, δε γινήκαμε ακόμα όνειρα·

και συνεπώς απορούμε…

 

Αόρατοι κατοικούσε σε μια μουσική…

 

Κοιμούνται τ’ άστρα;   Κοιμάται η μουσική ποτέ της;

 

Με τους ανθρώπους να με δένει το τραγούδι

Με τα ζώα η σιωπή

Μπορεί να πει κανείς πως όχι όλος ο εαυτός μας κοιμάται·

η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ…»

 

«Οι άνθρωποι κελαηδούν πάνω στα δένδρα

Και μάρμαρα στο φως   κυμαίνεται   η γλώσσα

Η γλώσσα με τα πράματα καβάλα

 

Τα ωραία λουλούδια  τα ωραία ζώα  περίπατο πηγαίνουν

Οι μαύρες έγνοιες πνίγηκαν στο νερό…»

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΠΟΤΕ  (Γιώργος Σαραντάρης)

Ο Γιώργος Σαραντάρης πίστευε πως ο Ποιητής είναι ανώτερος από τον πολιτικό, καθόσον μιλάει για πράγματα που είναι αιώνια, ενώ ο πολιτικός για τα πρόσκαιρα!..  Το να παραμένεις Ποιητής  είναι για εκείνον ο μόνος τίμιος αγώνας μέσα στη συνθήκη της ύπαρξης:   «Δεν είμαστε Ποιητές σημαίνει φεύγουμε   ΣΗΜΑΙΝΕΙ    εγκαταλείπουμε τον αγώνα   Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους   Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου  και  στη σκόνη του καιρού   ΣΗΜΑΙΝΕΙ   πως φοβόμαστε  και η ζωή μας έγινε ξένη   Ο θάνατος βραχνάς!..»!..   Αν αφήσουμε το αυθεντικό κομμάτι,  που κρύβεται στο συνονθύλευμα που κουβαλάμε μέσα μας κι ονομάζουμε εαυτό,  να κοιμηθεί,  τότε η Ποίηση έχει χαθεί.  Όπως κι αν αφήσουμε την Ποίηση να κοιμηθεί,  θα έχουμε ήδη χάσει το πολυτιμότερο κομμάτι του εαυτού μας.   «Έφυγε η ζωή μας  ή  έφυγαν  πουλιά απ’ την παλάμη του Θεού;»  ρώτησε ο Ποιητής.   Έφυγαν πουλιά, αλλά δεν πειράζει,  θα επιστρέψουν!..  Κι αν δεν επιστρέψουν, τουλάχιστον θα είναι πια ελεύθερα.  Ελεύθερα από τη ζωή,  από την ύλη,  από καθετί που μας κρύβει τον ουρανό.   Μα μέχρι να σε συναντήσουμε σ’ αυτόν τον ουρανό,  περιφρονητή της ύλης  και  σεμνέ αλήτη των ιδεών, δε θα φύγουμε,  δε θα εγκαταλείψουμε τον αγώνα,  δε θα παρατήσουμε τη χαρά στους ανίδεους  και  τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου  και  στη σκόνη του καιρού!..  Γιατί  «η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει στην ακρογιαλιά…  Και αθόρυβα σκαλίζει το ανάγλυφο ενός  που δεν ξέρει απογοήτευση  και  αγνοεί την ησυχία»  (ΕΜΕΙΣ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ,  λέξεις ελάχιστες για την ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη από τον Νίκο Ερηνάκη – Δεύτερος κύκλος συλλογής:  ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013)

Τετάρτη, 27 Μαρτίου 2024

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

ΚΑΠΟΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΔΙΚΑΙΩΝΟΝΤΑΙ

 (… κάποτε παραμονεύουν   κάποτε σβήνουν και ρωτούν:   Ζεις;   Για δεν ζεις;   Ζήσε!..)  


Να στοιχηθείς δεν θέλησες   να μοιραστείς δεν ήρθες

στην αλχημεία της φωτιάς πορεύτηκες ολκός

σ’ ανυπεράσπιστα βλέμματα γεύτηκες ύδωρ

τρυγόνια νοερά, βρύσες λιμένων άντλησες

στης αγωνίας τον αχό εντοιχισμένα μάρμαρα 

και δυστοπίες αιώνων συνόψισες

δόρατα φίλων,  μνήμες νεκρών,   κατηγορίες απίστων

με παρρησία κατήγγειλες

πέρατα ιερά,   περιπολίες αγίων

χνάρια πολύφερνα,   δόκανα χώματα

μνήματα αθύρματα,   σώματα ασώματα.

Πέτρα την πέτρα σκάναρες μαρτυρικά στο γέρμα

της ερημιάς το τρίστρατο και τα κρυφά μαντάτα.

[ΠΕΤΡΑ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ, ένα ποίημα  του Χρήστου Μαρκίδη όπως αναρτήθηκε παλιότερα στο ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ]

 


Το ποίημα, όμως,  δεν βρίσκεται ποτέ εδώ με τον τρόπο που βρίσκεται η τυπογραφική του όψη,

αποφαίνεται  στην παρουσίαση του ο Γιώργος Μπλάνας.

Και εξηγεί:

«Στην περίπτωση του Χρήστου Μαρκίδη, θα μπορούσαμε να το θέσουμε κάπως αλλιώς. Καθώς η γλώσσα είναι η οντολογική του κατάσταση, οι λέξεις στην ποίησή του αποτελούν τη βασική χρωστική ουσία του.

Ένα παράδειγμα θα δείξει σαφέστερα αυτή την τακτική, η οποία δεν είναι άγνωστη στην ποίηση, αλλά από το τέλος της δεκαετίας του 1960 παραπαίει ανάσα στο δίπολο συναίσθημα - κυριολεξία.

Το ποίημά του «Ξύπνησα με βροχή» από τη συλλογή  του ΕΡΕΒΟΣ  ή  ΤΟ ΑΛΛΟ ΦΩΣ,  βαίνει ως έτσι:

Ξύπνησα με βροχή

Κρατούσα, λέει, στα χέρια μου   ένα μεγάλο αίνιγμα

 φαιό ακίνητο   ωσάν τον ουρανό που αντίκρισα

ανοίγοντας με βιάση τα παραθυρόφυλλα.

Δύο εικοσιτετράωρα ο θεός

καταδέχτηκε να συνωμοτήσει στο νόημα

εκείνο των σαράντα ημερών, το μέγα.

 

Μα τα φαινόμενα ως είθισται απατούν   μέχρι το ποίημα να τραφεί

ήλιος ανέτειλε χλωμός,   δεν συμφωνεί η φύσις.

Η βούληση από το συμβάν έτη φωτός απέχει…

 

Το ποίημα καθένας καταλαβαίνει πως αφορά στην αποτυχία δημιουργίας ενός ποιήματος.

Ωστόσο, αυτή η αποτυχία έχει ήδη δημιουργήσει ένα ποίημα, αυτό που διαβάζουμε – κι ετούτο το γεγονός συνιστά μια τελετουργία, όχι μια «ενημέρωση», μια «πληροφόρηση».

Πρόκειται για τη μύηση του αναγνώστη σε ένα βιωματικό μοντέλο. Αυτό κατορθώνεται με τη διάχυση των σημασιακών και γραμματικών περιοχών των λέξεων.

Στον δεύτερο στίχο, ο ποιητής κρατά

«ένα μεγάλο αίνιγμα φαιό ακίνητο…».

Εδώ οι τέσσερις λέξεις θα μπορούσαν να είναι επίθετα ή ουσιαστικά, με διάφορους συνδυασμούς…

Στη συνέχεια του ποιήματος, παρουσιάζονται λέξεις, οι οποίες «χρωματίζουν» το λόγο με απρόσμενη ανατροπή της αναπαριστατικότητας.

Οι λέξεις «ωσάν» και «μέγα» δεν ανήκουν στην «ομαλή» επικοινωνιακή διάσταση της γλώσσας. Βρίσκονται εκεί αντιπροσωπεύοντας την αξία τους, χωρίς να περιστέλλουν το νόημά τους.

Τέλος, η φράση   «δεν συμφωνεί η φύσις»

αφήνει να διαχυθεί σε όλο το ποίημα εκείνο το χρώμα, που παρασκεύασε ο Κ. Καρυωτάκης στο ποίημά του «Κιθάρες».

Εν κατακλείδι, ο ποιητής Χρήστος Μαρκίδης δεν είναι ένας ζωγράφος, που απορεί πώς να «δουλέψει» με τις λέξεις, αλλά ένας ποιητής με πλήρη αίσθηση της γλώσσας…  (Γιώργος Μπλάνας)

Και άλλα παραδείγματα από τις συλλογές του Ποιητή. Ο πίνακας ζωγραφικής είναι το Ζωγράφου / Ποιητή

 

ΟΙ ΙΣΚΙΟΙ

Ύστερα ήρθαν οι ίσκιοι

φέρνοντας άλλους ίσκιους

εκείνους που ταράζουν το κορμί

κι εκείνους που αλώνουν τα όνειρα

σημαδεμένος είσαι μου είπαν

ο ένας σ’ έκοψε στα δυο

ο άλλος το μυστήριο σου χάρισε

ο τρίτος ο φαρμακερός σε βάφτισε στο πυρ

ο τοξοφόρος στην άβυσσο.

Όμως εσύ οξεία είχες για νυγμό και

τυχερή περισπωμένη στον λέοντα

και δουλεμένα χέρια στο υνί

ψυχή από οίστρο και άργιλο

χρόνια εξερευνούσες σήραγγες σεμνές

ποτάμια με φιδίσια αινίγματα

στέρνες στεγνές άλλοτε πληρωμένες

από θεσπέσια ερείπια και ύδωρ

άλογα λόγια, κάμπους βατούς

τοπάζια περίοπτα, άβατα νάματα

ψιλές και δασείες, αιώρες και ρήγματα.

 

Ποιος άραγε τεχνούργησε τέτοια χαρά;

Ποιος πίσω την άρπαξε;

 

ΝΙΨΕ

Ανυπεράσπιστο παιδί ή παιδαριογέρων;

ρώτησε ο σοφός το νήπιο.

Όφις καημένε και νερό

νερόφιδο του απάντησε με στόμφο εκείνο

καθώς κροτάλιζαν τα τόξα

καθώς δεξαμενές αδειάζαν από ήχο

και θύρες ανοιχτές με πάταγο βροντούσαν

τι πάταγος κι αυτός, ο προαιώνιος

Κύριος, ο από μηχανής ελεήμων

μα και θυσιασμένος απολωλός

Άγγελος, τι στήθος που πορεύεται

στην ιστορία με γυμνωμένους μυς

δίχως νοήματα, δίχως ελπίδα

στυγνό κουφάρι πολλαπλασιασμένο

στο άπειρο, τι σώματα τερπνά

μέσα στον ύπνο, τι τέρατα δεμένα

στης κοινωνίας τον χαμό

ιδιοτέλεια σαύρας, σκύμνου κραυγή

αητού τροφή, έπος τριήμερο

χαντακωμένο μίσος, θέα παράλογη

μνήμης φωτιά, φύτρα περίοπτη

ξεμωραμένη νύχτα.

Στύψε το αίμα να χαρείς, μωρέ

Νίψε την άβυσσο.

 

ΤΟ ΦΑΣΜΑ

Στη σιωπή εν μέσω της νυκτός

Το φάσμα ήρθε και μου μίλησε

Άκου, μου είπε,  τ’ αλόγατα σε φέραν ως εδώ

κι άκου να δεις τι είπαν:

Έρπουν λογής – λογής νιφάδες

ο ουρανός ανέτειλε,  κατέβηκε στη γη.

Κι εκείνη τη στιγμή με το Ζαγρέα

ο μανιασμένος άνεμος τη σήκωσε απ’ τα βάθρα

την έριξε στης οικουμένης το σταμνί

ευχή ειρκτή θα βρεις εσύ,  να τη νυμφεύσεις πάλι.

Εγώ εξέπεσα, καλέ

μήτε γι’ αρνί οδύρομαι  μήτε για λύκο

Εντόσθια μόνον ενθυμούμαι!..


ΜΕΤΑΠΤΩΣΗ

Χειμώνα επιθύμησες παντοτινό να στέργει

να στάζουν τα παραθυρόφυλλα

το δόκανο σαν το χρυσό αυγό να κρύβεται

να βρέχει κόκκινο χαλάζι

Στην Άνοιξη την πανσεβάσμια

ξεφάντωναν ωστόσο οι ώρες

Τα καλοκαίρια μήτρα άγονη νοστούσες

Φθινόπωρο επέστρεφες σαν την ψυχή στον Άδη.

 

ΚΑΜΙΑ ΣΤΡΟΦΗ  ΚΑΝΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΔΕ ΝΟΓΑ…

(…αγαπημένε μαζί του Διονύσου  ή  του Πανός

τον οίστρο εξιστορήσαμε 

μα η κοινωνία τ’ άλλα υπηρετεί!..

Τ’ άθλια  και  τα φρικτά ισοζύγια!.. 

Κι η φύσις:  Αυτή κι αν θέλει να κρυφτεί

κανείς δεν ξεύρει πώς ο κόσμος προχωρεί!..

Ερχόμαστε  πού;   Πηγαίνουμε πού; 

Ερημία  τρισμέγιστη!..)

«Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΕΤΗ ΦΩΤΟΣ ΑΠΕΧΕΙ»

(Προτζέκτορας:  αποσπάσματα από μια συζήτηση με τον Χρήστο Μαρκίδη για την τέχνη και την ποίηση…)

Με σπουδές στη Ζωγραφική, στη Νωπογραφία, στην Ιστορία Τέχνης, στη Ρυθµολογία και στην Παιδαγωγική-Ψυχολογία στην ΑΣΚΤ, δεκατέσσερις ατοµικές εκθέσεις, συµµετοχές σε περισσότερες από εβδοµήντα οµαδικές σε Ελλάδα και εξωτερικό, τρεις ποιητικές συλλογές και µία συλλογή δοκιµιακών πεζογραφηµάτων, ο Χρήστος Μαρκίδης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Βαθιά ποιητικός και απροκάλυπτα ειλικρινής, µέσα από το έργο του ακουµπά µε γενναιότητα τις βαθύτερες πληγές της ανθρώπινης ύπαρξης, ξεδιπλώνει χωρίς αναστολές την αδυναµία της απέναντι στο ανέφικτο αποκαλύπτοντας µας οδυνηρές µα διαχρονικές αλήθειες.    Η ζωγραφική του έχει ποίηση και η γραφή  τη διεισδυτικότητα της µατιάς ενός ζωγράφου. Μάλλον έτσι είναι, ομολογεί ο ζωγράφος / ποιητής:  «Παραµένω ο ίδιος άνθρωπος µε διαφορετικά εργαλεία, η ποιητική δεν άλλαξε, µεταµορφώθηκε. Η ζωγραφική µου είχε ανέκαθεν δύο θέµατα, την µοναχική ανθρώπινη φιγούρα και τη νεκρή φύση. Η γραφή, και εδώ βρίσκεται το παράδοξο, µου άνοιξε πεδία ελευθερίας απροσδόκητα…»   Σπαράγµατα της ανθρώπινης µορφής διέτρεχαν πάντοτε τα έργα του πατώντας όµως γερά σε κλασικές βάσεις…  «Ποτέ δεν µε ενδιέφερε η αφαίρεση πέρα από ένα όριο, ούτε, βεβαίως, και η ρεαλιστική αναπαράσταση…», δηλώνει.  Και σ’ ένα στίχο  «Η βούληση από το συµβάν έτη φωτός απέχει».    «Έρωτας και Θάνατος θα µας ξεπερνούν εις το διηνεκές. Φαντασιώσεις, παραφιλολογία και όνειρα θερινής νυχτός αποτελούν οι ψευδαισθήσεις της παντοδυναµίας. Υπάρχουν δραµατικές εµπειρίες στο πέρασµα των αιώνων, που έπρεπε να µας είχαν κάνει σοφότερους. Στο συγκεκριμένο στίχο αναφέροµαι στις αρχέγονες δυνάµεις της Φύσης. Η βούληση από το συµβάν έτη φωτός απέχει». Εδώ η Φύση ξεπερνά τον Θεό. Σε όλη µου την εργασία, εικαστική και ποιητική, παλεύει η ύλη µε το πνεύµα. Αυτό ακριβώς ορίζει και την έννοια του Τραγικού…»

Τρίτη, 26 Μαρτίου 2024