Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

 (… η ΣΙΩΠΗ των ΛΕΞΕΩΝ  και  ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΙ ΠΤΩΣΕΙΣ στην ΟΚΤΑΝΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)

«Όσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα,

όσο και αν είναι πλήρης η σιγή   (η σφύζουσα εν τούτοις)

και το μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον,

ως άφωνον στόμα ανοικτόν,

πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα,

θα περιέχουν έν μέγα μυστήριον γιομάτο,

ένα μυστήριον υπερπλήρες, χωρίς κενά και δίχως απουσίαν,

έν μέγα μυστήριον   (ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω)

– το φανερόν,   το τηλαυγές,   το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής,   Άλφα-Ωμέγα»

 


Η Σιωπή είναι το πρώτο ποίημα της συλλογής «Οκτάνα» και λειτουργεί ως ιδανικός πρόλογος των φιλοσοφικών στοχασμών που μας προσφέρει ο Ανδρέας Εμπειρίκος μέσα από την επιλογή των 31 ποιημάτων που συνέθεσε από το 1942 έως το 1965.

Ο ποιητής αναφέρεται εδώ στην περίοδο αδράνειας, στην περίοδο απραξίας που κατά διαστήματα προκύπτει στη ζωή των ανθρώπων και η οποία, όσο κι αν δίνει την εντύπωση μιας νεκρής περιόδου, δεν είναι παρά μια αναγκαία ανάπαυλα που επιτρέπει την εσωτερική ωρίμανση και την προετοιμασία για ένα νέο ξεκίνημα. Είναι το διάστημα αποχής από τη δράση που απαιτεί κάθε μετάβαση είτε αυτή αφορά την προσωπική ζωή ενός ανθρώπου είτε τη συλλογική πορεία μιας κοινωνίας.

Αν για τον εξωτερικό παρατηρητή η απραξία ενός ατόμου και η απόλυτη σιγή που χαρακτηρίζει τη ζωή του, δημιουργούν την αίσθηση της παραίτησης και της εγκατάλειψης, αυτό δεν αποτελεί παρά μια πλανερή αντίληψη. Στην πραγματικότητα ο άνθρωπος -ο συνειδητοποιημένος άνθρωπος- δεν αφήνεται ποτέ σε πλήρη αδράνεια, καθώς εσωτερικά και σε επίπεδο σκέψης βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση αναζητώντας την πορεία και τους συλλογισμούς εκείνους που θα τον φέρουν εκ νέου στη δημιουργικότητα και στη διεκδίκηση της ζωής.

 

Ένας άνθρωπος, επομένως, που σιωπά, ένας άνθρωπος που απέχει από την εξωτερική δράση, δεν είναι απαραίτητα ένας άνθρωπος που έχει εγκαταλείψει τον αγώνα της ζωής. Το δίχως άλλο είναι χρήσιμο για κάθε άνθρωπο ένα διάστημα αποχής, ένα διάστημα απραξίας, ώστε να υπάρξει η ευκαιρία της αναθεώρησης, του απολογισμού και του ελέγχου όσων συνέβησαν πριν και πιθανότατα δεν απέδωσαν τα δέοντα.

Η ζωή, άλλωστε, αποτελεί μια δύναμη που δύσκολα περιορίζεται και ακόμη πιο δύσκολα γνωρίζει την πλήρη παραίτηση. Τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος, όσο κι αν έχει πληγωθεί ή απογοητευτεί, επανέρχεται με ακόμη πιο έντονο δυναμισμό, αφού περάσει ένα διάστημα αναδίπλωσης και περισυλλογής.

Την ύψιστη δύναμη της ζωής, η οποία συνεχίζει το έργο της αδιάκοπα είτε με εξωτερικές εκφάνσεις είτε υπό τη μορφή εσωτερικών διεργασιών, ενισχύει ο ποιητής με μια θρησκευτική αναφορά στον ενταφιασμό του Κυρίου. Το μυστήριον της ζωής εν τάφω, που αναφέρει παρενθετικά ο ποιητής, μας παραπέμπει στα Εγκώμια του Επιτάφιου θρήνου, όπου διαβάζουμε τους στίχους «η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ» (αν και είσαι η ζωή τοποθετήθηκες σε τάφο Χριστέ). Ο ενταφιασμός του Χριστού, ο ενταφιασμός της ίδιας της ζωής -μιας κι ο Χριστός κυριαρχεί επί του θανάτου- είναι μια επιπλέον ένδειξη πως ακόμη και στην πλήρη σιγή η ζωή συνεχίζει να υπάρχει, όπως άλλωστε απέδειξε η ανάσταση του Κυρίου..

Η σιωπή, λοιπόν, όσο απόλυτη κι αν είναι, δεν υποδηλώνει το τέρμα και την ανυπαρξία, αλλά την προεργασία μιας μετάβασης, την προετοιμασία μιας νέας ιδανικότερης, πιο δημιουργικής και πιο έντονης περιόδου ύπαρξης.

[κι άλλα αποσπάσματα από την παρουσίαση του Κωνσταντίνου Μάντη  στην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη με ΕΠΙΜΥΘΙΟ… Το Σώμα της Σιγής καθώς γοργά σαλεύει… από την ΟΚΤΑΝΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου με μια εικόνα να κοσμεί τη φαντασία λέξεων ικανώς να φοριούνται απ’ την ανάποδη και σ’ όλα τους τα μεγέθη – Art CARLOS TERAN You Can Do Magic]

 

Η ΣΙΩΠΗ στην ΟΚΤΑΝΑ  του Ανδρέα Εμπειρίκου

(σχολιάζει ο Κωνσταντίνος Μάντης στην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη)

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος με τα ποιήματα της συλλογής Οκτάνα επιχειρεί μια καίρια σύγκρουση με την απαισιοδοξία και την παραίτηση που κρατούν τους ανθρώπους μακριά απ’ τα ιδανικά επιτεύγματα που θα τους προσέφερε η σταθερή πίστη στη ζωή και στις άπειρες δυνατότητες που εκείνη τους παρέχει. Ο ποιητής αναγνωρίζει σαφώς τις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής, εντούτοις πιστεύει πως το ανέβασμα σε μια κατάσταση πληρέστερης βίωσης είναι εφικτό, αρκεί ο άνθρωπος να φτάσει σε κάποιες βασικές παραδοχές για τον εαυτό του. Μια πρώτη παραδοχή είναι η δύναμη κινητοποίησης που μπορεί να αντληθεί απ’ τον έρωτα.

Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ενοχικά και σχεδόν με φόβο τη σεξουαλικότητά τους, ο ποιητής τους καλεί να αφεθούν στην απόλαυση του έρωτα, μιας κι έτσι θα κερδίσουν όχι μόνο μια πολύτιμη εσωτερική εξισορρόπηση, αλλά κι ένα ισχυρότατο κίνητρο δημιουργικότητας. Η καταπίεση της ερωτικής επιθυμίας και η αυτόβουλη άρνηση της ενεργούς βίωσης του έρωτα, δεν επιφέρουν μόνο τη διάψευση μιας σωματικής και ψυχικής ανάγκης, λειτουργούν πολύ περισσότερο ως ένας συνεχής ανασταλτικός παράγοντας προς κάθε επιθυμία, με σημαντικότερη αυτών την επιθυμία για ζωή. Εύλογα, λοιπόν, ο ποιητής υμνεί τον έρωτα, το σωματικό πόθο και την ηδονή, ως πηγή δύναμης και ως το προαπαιτούμενο εκείνο που θα φέρει τον άνθρωπο στην αναγκαία κατάσταση ψυχικής γαλήνης και ηρεμίας, ώστε να είναι έτοιμος να επιδοθεί στον απαιτητικό αγώνα της ζωής.

Βασική, άλλωστε, παραδοχή αποτελεί και η επίγνωση πως τίποτε δεν μπορεί να κατακτηθεί, αν ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να παλέψει και να αγωνιστεί για όσα επιθυμεί. Η ευδαιμονία στη ζωή δε χαρίζεται άκοπα, αλλά κατακτάται με συνεχή προσπάθεια.

 

Μα και σ’ αυτό το σημείο, ο Εμπειρίκος, βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας, αποδέχεται την εγγενή ανάγκη του ανθρώπου ν’ απέχει απ’ το διαρκή κόπο και αναγνωρίζει την αξία της αδράνειας∙ αναγνωρίζει την ώθηση που μπορεί να λάβει ο άνθρωπος μετά από μια σύντομη ή και μια παρατεταμένη περίοδο απραξίας. Η προσέγγιση, άλλωστε, του ποιητή στο θέμα της ύπαρξης είναι καθαρά υπέρ του ανθρώπου, υπό την έννοια πως τα μέγιστα οφέλη και οι ουσιαστικότερες επιτεύξεις μπορούν να προκύψουν μόνο απ’ τους ανθρώπους που σέβονται και υπηρετούν τις βαθύτερες ανάγκες του είναι τους. Έτσι, όπως υπερασπίζεται ο ποιητής το δικαίωμα του ανθρώπου στον έρωτα, αποδέχεται ανάλογα και την αξία που έχει η αποχή απ’ τη διαρκή προσπάθεια.

Ο ποιητής σέβεται τους εσωτερικούς ρυθμούς των ανθρώπων∙ τους ρυθμούς που άλλοτε οδηγούν σε εντατική και επίπονη δράση και άλλοτε σε μια παρεξηγήσιμη αδράνεια, καθώς γνωρίζει πως μόνο όποιος υπακούει στα κελεύσματα της φύσης του μπορεί να επιτύχει το μέγιστο των δυνατοτήτων του. Κι είναι πάντοτε επιεικής προς τους ανθρώπους, σεβόμενος πως στην καθημερινότητά τους καλούνται όχι μόνο να αντιμετωπίσουν πληθώρα προβλημάτων, αλλά και να υπερνικήσουν τον ύψιστο εκείνο φόβο, το φόβο του θανάτου, που θα μπορούσε το δίχως άλλο να τους καθηλώσει σε μιαν απραξία, όχι πια γόνιμη, όπως είναι η περίοδος της εσωτερικής προετοιμασίας για μια νέα έκρηξη δράσης, αλλά στην απραξία της παραίτησης.

Το να μπορούν, μάλιστα, οι άνθρωποι να ξεπερνούν το φόβο του θανάτου είναι ένα από τα πιο ουσιώδη ζητούμενα, γι’ αυτό και ακούμε τον ποιητή να αναφωνεί με θαυμασμό στο ποίημα Εις την οδόν των Φιλελλήνων:

«Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξει τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνει μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».

Με κάθε ποίημα της συλλογής ο Εμπειρίκος προσθέτει και μιαν ακόμη φιλοσοφική διαπίστωση, ένα ακόμη καίριο πόρισμα, συνθέτοντας σταδιακά έναν πλήρη οδηγό για την επίτευξη του περάσματος σε μια νέα «πολιτεία», σ’ έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι έχοντας αποδεχτεί πλήρως τη φύση τους θα μπορούν να διεκδικήσουν μια ιδανικότερη διαβίωση.

[ΠΗΓΗ: Κωνσταντίνος Μάντης στην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη]

 

ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ καιόμενη βάτος αναγαλλιάζει και ΦΛΕΓΕΤΑΙ…

 (… στο κάτω-κάτω της γραφής ΠΑΡΑΜΥΘΟΛΟΓΙΕΣ υπερρεαλισμού ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ με καλό συμβολικό τέλος ή και χωρίς…)

Όταν το σώμα της σιγής γοργά σαλεύει, σαν γυναικός που ηδονίζεται στον ύπνο όπως σε μια πυρέσσουσα ερωτική αγκάλη  ή  όπως το σώμα νεάνιδος που ιερά μανία την κατέχει  και  πάει να γίνει και η πιο βαθιά σιγή πηγή·   όταν εις τα καλά καθούμενα μια κορασίς υψώνει, τελείως ανέλπιστα, εμπρός το φόρεμά της και φανερώνει σε όλους το τρυφερόν βερύκοκον της ηβικής της χώρας,  εις όλην την άτριχην και φουντωτή του χάρη χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή·   όταν μία μαθήτρια αίφνης εις το θρανίον της ανέρχεται μπροστά στη διδασκάλισσα της  και, μέσα στην άναυδη κατάπληξη της τάξεώς της, πασιφανώς ασπαίρουσα χρησμοδοτεί·   όταν σε πλήρη νηνεμίαν σφοδρώς θροϊζουν τα φυλλώματα των δένδρων ωσάν να μαίνεται αέρας δυνατός·   όταν χωρίς καθόλου να έχει βρέξει, τα χώματα τριγύρω μας μουσκεύουν, ωσάν να επίκειται ξεπήδημα φουντάνας, ή  αν ξαφνικά, ένας κρατήρας ανοίγοντας μπροστά μας μας δείχνει ως μέσα - μέσα τα κόκκινα έγκατα της γης·   και ακόμη, αν είναι νύχτα και τριπλοσελαγίζουν στον θόλο του ουρανού τα αστέρια και οι στήμονες όρθιοι πάρα πολύ δονούνται και όλα τα πέταλα των λουλουδιών, ακόμη και των μπουμπουκιών διάπλατα διαμιάς ανοίγουν·   αν όλη η πλάση γύρω μας αναγαλλιάζει και φλέγονται χωρίς να καίγονται ορισμένοι βάτοι – τότε ω τότε από τα πέρατα του κόσμου, από τα πέρατα της οικουμένης, μήνυμα σαν το «Χριστός γεννάται», μήνυμα φτάνει μέγα, μήνυμα φτάνει σε όλους:    «Ψυχές,   κορμιά,   χαρείτε! Έρως ανίκατε μάχαν!..   Άδης ενικήθη!..   Απόψε θείον γεννάται βρέφος! Απόψε μέγας γεννιέται ποιητής!..

Κυριακή, 12 Νοεμβρίου 2023

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΡΑΓΕ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ;

 (… αναρωτιέται ο Γιάννης Πανούσης σ’ ένα ποίημα της συλλογής ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΔΕΝ ΕΠΙΑΣΕ ΛΙΜΑΝΙ, εκδόσεις Γράφημα 2022  και αμέσως υποθέτει / συμπεραίνει…):  


Θάβονται μαζί του,   όπως παλαιότερα οι ινδές χήρες;

Ή μήπως κληρονομούνται από τους απογόνους / επιγόνους   με δικαίωμα απογραφής εντός προθεσμίας;

Σε κάθε περίπτωση   καλύτερα θα ήταν,

πριν φύγει ο ποιητής,   να τα καίει στην πυρά της λήθης

προς αποφυγήν ερμηνευτικής παρεξήγησης

στην οποία δεν θα δύναται πλέον ν’ απαντήσει διά ζώσης.

 


Ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης με την πρόσφατη ποιητική συλλογή του, σημειώνει στην κριτική παρουσίαση της συλλογής ο Νίκος Φωτόπουλος στο ΠΟΙΕΙΝ, επιτυγχάνει: να αναδείξει δημιουργικά έναν ιδιαίτερο, αιρετικό, μοναχικό και μοναδικό τρόπο πρόσληψης, θέασης, ερμηνείας αλλά και κατανόησης της σχέσης του υποκειμένου με το υπαρξιακό του σύμπαν μέσα από μιας εξόχως ποιητική εξομολόγηση βιωμάτων, αισθημάτων, καταστάσεων και εμπειριών. Έχω την αίσθηση πως ο ποιητής στη συλλογή αυτή ως «ένας ανίατος πολυτραυματίας της πρώτης ματιάς» αποκαθιστά τη σχέση του με ένα «ιατρικό απόρρητο» που για δεκαετίες κρατούσε κρυμμένο βαθιά στον εσώτερο ποιητικό του βίο. Επιχειρεί ουσιαστικά μια ποιητική πράξη συμφιλίωσης με ένα διαχρονικό τραύμα «έρωτα και θανάτου» που συνδέεται με μια αέναη εναλλαγή αλλά και σύγκρουση «ταυτοτήτων» οι οποίες αναπτύσσονται στη διάρκεια μιας περιεκτικής και πολυκύμαντης προσωπικής μυθολογίας…

Στη δική μου ανάγνωση και ερμηνευτική ακροβασία, η ποίηση του καθηγητή Γιάννη Πανούση διαπνέεται από την πολύτιμη μελαγχολική αύρα μιας ευγενικής ματιάς πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, μιας ματιάς που εστιάζει σε μικρούς απολογισμούς, σε ένδοξες ματαιώσεις, σε συντροφικά μαχαιρώματα και υπαρξιακές λαβωματιές, σε φευγαλέες συναντήσεις με προηγούμενες ζωές που είτε χάθηκαν είτε ξέφτισαν στην σκουριά του χρόνου, σε νοσταλγικές μνήμες από έρωτες, αγάπες και φιλίες παλιές. Πρόκειται για όλους εκείνους τους «κρυφούς δαίμονες» μιας ολόκληρης ζωής που φωλιάζοντας στα ποιήματα θα ψάχνουν μάταια έναν μικρό παράδεισο δικαίωσης μέσα στο έρεβος του χρόνου και της λήθης. Στο βάθος όμως αυτής της ποιητικής περιπέτειας ορθώνεται ένα κρίσιμο ερώτημα:  «Τί γίνονται τα ποιήματα όταν πεθάνει ο ποιητής;» Ο ποιητής γνωρίζοντας το ερμηνευτικό χάος των συμβολισμών, τη μορφολογική και υφολογική «βαβέλ» των σημαινόντων και των σημαινομένων, την τυραννία των λέξεων και των ερμηνειών τους προτάσσει ευθέως την… «πυρά της λήθης».  Μάταια όμως, γιατί τίποτα δεν πρόκειται να σβηστεί από τον αρχέγονο χάρτη της ανθρώπινης μοίρας αλλά ούτε και από τον παγκόσμιο καμβά του ανθρώπινου δράματος. Οι λέξεις, οι εικόνες, τα σύμβολα, οι αναπαραστάσεις, οι εμπειρίες και βιώματα, τα τραύματα και οι «βιογραφικές ρωγμές», τα φανερά και τα ανείπωτα κάθε μυθολογίας θα βρίσκουν πάντα τρόπο να παραμένουν ανεξίτηλα στον «σκληρό δίσκο» μιας συλλογικής μνήμης που μεταβιβάζεται και θα κληροδοτείται με «ειδολογικούς όρους» στη γλώσσα, στην επικοινωνία, στην τέχνη, στις κοινωνικές και πολιτισμικές μας πρακτικές. Υπό την έννοια αυτή, η ποίηση του Γ.Π. λειτουργεί σαν ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο «παρελθόν του παρελθόντος» και το «μέλλον του μέλλοντος» αφού σε όλο της το εύρος αντιμετωπίζει το ζήτημα του χρόνου διασταλτικά προσφέροντας στον αναγνώστη μια απολαυστική διανοητική εμπειρία σε ένα κυριολεκτικά «άχρονο παρόν».

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Η πίσω πόρτα» είναι χαρακτηριστική η αιρετική η ενόραση του ποιητή αφού πίσω από τις προσόψεις και τις κεντρικές εισόδους αναζητά την αλήθεια και την ουσία της ύπαρξης.

 

Η ΠΙΣΩ ΠΟΡΤΑ

(από τη συλλογή του Γιάννη Πανούση ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΔΕΝ ΕΠΙΑΣΕ ΛΙΜΑΝΙ, 2022)

Κάθε σπίτι   διαθέτει πάντοτε   και μία πίσω πόρτα

Απ’ αυτήν δεν μπαίνουν οι φίλοι και οι επισκέπτες

τα γράμματα του ταχυδρόμου κι  οι ξενιτεμένοι που επιστρέφουν

Απ’ αυτήν την πόρτα βγαίνουν τη νύχτα

οι κρυφές επιθυμίες των ενοίκων

που σεργιανάνε στους άγνωστους δρόμους

φορώντας παλιοκαιρισμένα ρούχα

για να συναντήσουν τον πραγματικό τους εαυτό

 

σε μία χωρίς όρους και όρια   λυτρωτική ελευθερία.

 

Δηλαδή, εκεί ακριβώς που ο ποιητής με το δικό του αιρετικό τρόπο μάς προτρέπει ουσιαστικά να ανοίξουμε την «πίσω πόρτα» των ποιημάτων του και να περιηγηθούμε στις ανοικτές λεωφόρους της ύπαρξης αναζητώντας τον αληθινό, τον ελεύθερο, τον πραγματικό μας εαυτό, που όσο θα τον αγνοούμε τόσο θα παραμένει βουβός και άβουλος πίσω από τα προσωπεία των θέσεων, των ρόλων και των ιδιοτήτων μιας θλιβερής ζωής ενός αλλότριου «φαίνεσθαι».

 

Παρακάτω αποδελτιώνονται κι άλλα ποιήματα του Γιάννη Πανούση   [Art by ARMORBEAST dreams]

 

ΝΟΗΜΑ ΖΩΗΣ

Το νόημα της ζωής   δεν είναι η αριστοκρατική καταγωγή της ελίτ

Η δημοκρατική αγωγή του πολίτη

Η κοσμιοτάτη διαγωγή του καλού οικογενειάρχη

Η παραγωγή πλούτου του επαγγελματία

Η επάξια εισαγωγή στον κόσμο της διανόησης

Η επαγωγή στην πολιτική σκηνή

Η αναγωγή σε τσιτάτα επαναστατών

Το νόημα της ζωής είναι   η υπαγωγή των πάντων

σε ανθρώπινα αισθήματα χαράς και θλίψης

Μόνον έτσι δικαιώνεται

το πέρασμα από το Μηδέν στο Άπειρο

κι αντίστροφα.

 

ΡΟΥΛΕΤΑ

Όσοι λένε ότι είναι κάποιοι  Ή   ότι πετύχανε πολλά

Ή ότι θα μπορούσαν να είχαν γίνει πρώτοι

είναι τόσοι και ίδιοι,   μ’ αυτούς που λένε

Ότι δεν είναι τίποτα

Ότι δεν πέτυχαν σε κάτι σπουδαίο

Ότι δεν θα μπορούσαν να γίνουν καλύτεροι

Και οι μεν και οι δε   εκλαμβάνουν τη Μοίρα

σαν μία κλασική ρουλέτα

όπου τα μαύρα κερδίζουν τα κόκκινα

και τα ζυγά υπερτερούν των μονών

Στην πραγματικότητα όμως

η ζωή μοιάζει περισσότερο με ρώσικη ρουλέτα

όπου ουδείς γνωρίζει εξαρχής,

κάθε που πιέζει τη σκανδάλη

ποιο μήνυμα κρύβει η θαλάμη.

[δυο ποιήματα του Γιάννη Πανούση που αναρτήθηκαν και στο ηλεκτρονικό  ΔΙΑΣΤΙΧΟ]

 

 

ΧΩΡΙΣ ΦΙΟΡΙΤΟΥΡΕΣ

Η ποίηση δεν χρειάζεται άνθη κι αρώματα   για να μοσχοβολάει

Της αρκεί να μην την ξεχνάει η άνοιξη

Δεν της αρμόζουν στολίδια και φτιασίδια   για να γοητεύει

Της αρκεί να τη χαιρετάνε τα κατώφλια των σπιτιών

Δεν έχει ανάγκη από θούρια κι επικά άσματα   για να κινητοποιεί

Της αρκεί ένα τραγούδι λατέρνας στην αλάνα της γειτονιάς

Η ποίηση όμως γερνάει μαζί με τον ποιητή

[όσο κι αν μερικοί τ’ ονομάζουν σοφία κι ωριμότητα]  και  συχνά

αυτοκτονεί μαζί με την ένοχη εποχή της

[ό,τι κι αν ισχυρίζονται κάποιοι κριτικοί της διαχρονικότητας]

Τα υπόλοιπα αποτελούν   μέρος μιάς λαϊκής κατανάλωσης

από πολιτικά μπαλκόνια

ή μία ψευδαίσθηση αυτοδικαίωσης

από έγκλειστους σε ψυχικά υπόγεια.

 

ΑΝΘΗΡΕΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Μη σε ξεγελάνε τα λουλούδια   όταν μυρίζουνε ωραία

σαν τα κόβεις για να τα δωρίσεις

σε κάποιον π’αγαπάς

Αν κοιτάξεις βαθιά μέσα στον ύπερο

θα διακρίνεις τον πόνο   κάποιου που τον πληγώνουν

για να δείξουν σε άλλον τον έρωτά τους.

 

ΕΚΤΟΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ

Αφού κανείς από τους κοντινούς

δεν θέλει να ζήσει τη ζωή μου

αναγκάστηκα κι εγώ

για να μη νοιώθω μόνος

να ζω με τις ζωές των υπόλοιπων

προσποιούμενος ότι τάχα

αυτή είναι η ζωή μου

 

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ  ΜΗ-ΟΡΑΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ  

Παίρνω το παρ-άλογό μου  και   φεύγω καλπάζοντας

για τη χώρα των μη-ορατών πραγμάτων

Εκεί όπου τα άνθη πάσχουν από ανοιξιάτικη αλλεργία

και δεν θέλουν να τα πλησιάζουν ευαίσθητοι άνθρωποι

για να μην τους κολλήσουν   με τη γύρη της ενσυναίσθησης

Εκεί όπου το νερό της βρυσομάνας

ζεσταίνεται και παγώνει

ανάλογα με τις αντιδράσεις της πηγής

στα αισθήματα που εκπέμπουν

οι σταυρωμένες παλάμες των προσκυνητών της φύσης

Εκεί όπου το ποτάμι   αναβλύζει ασμίλευτες πέτρες

και κατεβάζει με ορμή τους αναστεναγμούς

των λουόμενων κορασίδων

που ονειρεύονται να φτάσουν κάποτε στη θάλασσα

για να ρωτήσουν τη γοργόνα

«αν ζει ακόμα ο Βασιλιάς Έρωτας»

Εκεί όπου ο Θάνατος τραγουδάει

μαζί με πανηγυριώτες μουσικούς

λαϊκά άσματα

και πολλές φορές   - πιωμένος κι αυτός -

κατρακυλάει στις όχθες του Αχέροντα

ξεχνώντας να πάρει την πραμάτια του

στην τρύπια βάρκα του

που για να μη βουλιάξει

έχει βάλει στον πάτο της   μια σκουριασμένη δραχμή.

Παίρνω το παρ-άλογό μου και  γυρνάω πανικόβλητος

από τη χώρα των μη-ορατών πραγμάτων

απεγνωσμένα επαιτώντας να μου διαβάσουν

το Ανοιχτό Βιβλίο της Ζωής

χωρίς αστερίσκους, υποσημειώσεις, παραπομπές και μυστήρια

Είμαι θνητός και δεν αντέχω άλλο

τα μηνύματα της Φαντασίας

 

ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

Έσβησαν ξαφνικά οι προβολείς από τα μάτια της

Το φως που με είχε τυφλώσει

κι έβλεπα οπτασίες   αντί   για αντικείμενα,

εκλείψεις   αντί   για σκιές,

απώλεσε τη δύναμή του

Σωματική απουσία

Ψυχική αποστασιοποίηση

Συναισθηματική ουδετερότητα

κάνουν τον έρωτα να χάνει τη μαγεία του

και το πάθος να συρρικνώνεται

σαν το δέος που έγινε δεσμός

και μάτωσε τις φλέβες της καρδιάς

Όπως τα σκυλιά   που κουνάνε την ουρά τους

χωρίς ποτέ να την πιάνουν

έτσι κι εγώ κυνηγούσα για χρόνια

μια κολοβή ευτυχία

μια χίμαιρα εφηβικών παραμυθιών

μια  ένωση σωμάτων και ψυχών

χωρίς προϋποθέσεις

Κι όμως

νίκησε η αυτονομία της φιλοδοξίας ]

και η δυναμική της ρήξης

Νίκησαν οι υπηρεσιακές ανάγκες

και οι οικογενειακές υποχρεώσεις

Νίκησε η σιωπή του tablet

και τα χρώματα της τηλεόρασης

Νίκησαν οι απωθήσεις

για τις ζάρες στα χέρια

και για τα χάπια στο συρτάρι

Νίκησε η οικονομική επιβίωση

την ερωτική συμβίωση

Νίκησαν άπαντες

και ουδείς φαίνεται να καταλαβαίνει

γιατί εγώ αισθάνομαι ηττημένος

αφού τελικά όλα πάνε καλά.

 

ΕΥΠΑΘΗΣ ΟΜΑΔΑ;

Ένας - ένας  «φεύγουν»  οι φίλοι μου

αφήνοντας πίσω τους

τις αντανακλάσεις ενός καθρέφτη

θαμπωμένου από την απορία

«γιατί πρώτος εγώ;»

Μία - μία αποχωρούν σαν τις σκιές   οι παλιές μου αγάπες

άλλες καταδικασμένες στο εφήμερο

κι άλλες προδομένες από το αιώνιο

Χέρι - χέρι περπατάνε οι αναμνήσεις μου

Με την υποψία πως   τα όσα έζησα

στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ

Κάπου - κάπου διαβάζω στις στήλες των εφημερίδων

για silver alert   πρώην γνωστών μου

που μοιάζει  ν’ αποσύρθηκαν σαν τα νομίσματα

τα οποία δεν κυκλοφορούν πλέον

Μέρα - τη μέρα «σιωπούν» τα τηλέφωνα

λες και κόπηκε η γραμμή

και το ρεύμα δεν έχει την ισχύ για να μεταφέρει

τη φωνή των απόντων

Σιγά - σιγά έρχεται και η δική μου στιγμή

για ένα A Dieu

περιδιαβαίνοντας   τους άδειους δρόμους

με τους φθαρμένους αρμούς του φανοστάτη

σαν να παίζω στο The End

μίας μικρού μήκους ταινίας   μη-ομιλούσας

και να μην έχω πια τη διάθεση

ν’ ανεβάσω «νέον έργον προσεχώς»

αφού αρνούμαι   οριστικά και αμετάκλητα

τόσο το ρόλο του πρωταγωνιστή

όσο και τη φαντασία του σκηνοθέτη

 

ΙΔΕΟΛΗΨΙΑ

Θέλησα να μείνω ζωντανός   μαζί με τις ιδέες μου

και κρύφτηκα ανάμεσα στους νεκρούς συντρόφους

Για πολλά χρόνια   ούτε ανάσαινα, ούτε μιλούσα

για να μην τους ξυπνήσω

Μέχρι που κάποιαν ώρα

συνειδητοποίησα ότι είχα κι εγώ πεθάνει

κι ας ήμουνα ακόμα ντυμένος

με το επίσημο κουστούμι της επ-ανάστασης

την οποία από παιδί νόμιζα ότι ήταν αθάνατη


Ως γονιός ως σύζυγος ακόμα κι ως εραστής

ως επιστήμονας ως επαγγελματίας

ακόμα κι ως αριστερός (…)

Ηττημένος απ’ τη μοίρα την ώρα της γέννας…

 

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΔΕΝ ΕΠΙΑΣΕ ΛΙΜΑΝΙ

Η ποιητική συλλογή τού Γιάννη Πανούση με τίτλο «το πλοίο δεν έπιασε λιμάνι» (Γράφημα 2022) αποτελεί διάλογο του δημιουργού με το παρελθόν· παρελθόν, το οποίο εισχωρεί στο παρόν και το οριοθετεί. Κάθε ποίημα της συλλογής εκφράζει πτυχές τής συνολικής δυσαρέσκειας του δρώντος υποκειμένου προς τα πρόσωπα και τα γεγονότα με τα οποία συνομίλησε, κατά τη διάρκεια εξέλιξης των συναισθημάτων, των προθέσεων και των επιθυμιών. Καταλήγει σε έναν απολογισμό, μέσω του οποίου ξεδιπλώνονται πτυχές τής ατομικής και συλλογικής ιστορίας. Πτυχές, απ’ τις οποίες οι στιγμές που εμφανίζονται ως εικόνες απώλειας και ήττας πληθαίνουν και μεταμορφώνουν τον λόγο σε δριμύ κατηγορώ. Η ποιητική συλλογή γνωρίζει διακυμάνσεις τού λόγου, με έντονο το παιχνίδι των νοηματικών αντιθέσεων και των αισθητικών προεκτάσεων, σε ένα πεδίο αναφοράς με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις κοινωνικές σχέσεις αναγνώρισης και αποδοχής.

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Η πίσω πόρτα» είναι χαρακτηριστική η αιρετική η ενόραση του ποιητή αφού πίσω από τις προσόψεις και τις κεντρικές εισόδους αναζητά την αλήθεια και την ουσία της ύπαρξης.

 

Η ΠΙΣΩ ΠΟΡΤΑ  (τελευταία στροφή)

(…)

Απ΄αυτήν βγαίνουν τη νύχτα

οι κρυφές επιθυμίες των ενοίκων,

που σεργιανάνε σε άγνωστους  δρόμους

 φορώντας παλιοκαιρισμένα ρούχα

 για να συναντήσουν ελεύθερα τον πραγματικό τους εαυτό

 χωρίς όρους και όρια.

 


 

Εκεί ακριβώς είναι που ο ποιητής με το δικό του αιρετικό τρόπο μάς προτρέπει ουσιαστικά να ανοίξουμε την «πίσω πόρτα» των ποιημάτων του και να περιηγηθούμε στις ανοικτές λεωφόρους της ύπαρξης αναζητώντας τον αληθινό, τον ελεύθερο, τον πραγματικό μας εαυτό, που όσο θα τον αγνοούμε τόσο θα παραμένει βουβός και άβουλος πίσω από τα προσωπεία των θέσεων, των ρόλων και των ιδιοτήτων μιας θλιβερής ζωής ενός αλλότριου «φαίνεσθαι».

Εν κατακλείδι, η συλλογή ποιημάτων του καθηγητή Γιάννη Πανούση «Το πλοίο δεν έπιασε λιμάνι» συνιστά ένα ώριμο, στέρεο, συναισθηματικά και διανοητικά ισχυρό ποιητικό εγχείρημα που σε κάθε στίχο επιβεβαιώνεται η αλήθεια μιας ιδιαίτερης και αυθεντικής φωνής που παραμένει σε διαρκή εγρήγορση… (Νίκος Φωτόπουλος, Ποιείν – Συνημμένη φωτογραφία: Δρόμος Κλειστός Παναγώτη Παπαθεοδωρόπουλου)

 

ΕΙΧΑΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΠΟΥ ΕΓΡΑΦΕ…

(…ότι τον βοηθούσε να επιστρέψει στο σπίτι του τα βράδια, ένας νεκρός – Τάσος Γουδέλης, Η Γοητεία των Υποσχέσεων…)

Η διαπραγμάτευση με το παρελθόν, ίσως για τα  «ου φωνητά της Ιστορίας», καθώς και η πιστή [;] αποτύπωση της «περιβάλλουσας λογοτεχνικής ατμόσφαιρας»  του σήμερα, εξακολουθούν ν’ αποτελούν  κεντρικά στοιχεία της Ποίησης. Μολονότι ορισμένοι πιστεύουν ότι ζούμε  «στην κόλαση των λέξεων», ενώ άλλοι αναφέρονται σε ποιητές που χάθηκαν από  τ’ οπτικό μας πεδίο ή έχασαν το δρόμο τους, το «κοντραμπάσο του ποιητή» [Δ.Σταθόπουλος,Τριλογία ποίησης] δεν σίγασε…  Ακόμα και ο άδοξος ποιητής, ο οποίος ζει σε τόπο ένδοξων μηδενικών [Γ.Μπλάνας,Ο θάνατος του ποιητή], ακόμα κι αυτός θέλει να γράψει «στίχους περίτεχνους κι ωραίους» [Μαρία-Ελισάβετ  Ιωσηφέλλη, Οι αλάνθαστοι στίχοι], με απλά λόγια [Γ.Ιωσηφέλλης, Απλότητα και θλίψη], με εικόνες «που χορεύουν» μέσα στο ποίημα [Δ.Δημητριάδης, Μέσα στο ποίημα].  Μερικοί  «κυνηγούν τις λέξεις» [Δ.Πιστικός, Απόστασα να κυνηγώ τις λέξεις], άλλοι αναζητούν λέξεις - όριο [Δ.Ασημάκης, Μυαλό δοξάρι], λέξεις - σκυτάλη [Μ.Δ.Σφήκα,Εκταφή], χωρίς όμως τα ποιήματά τους να χαρακτηρίζονται απο  «λεξιθηρίες  και ωραιολογίες» [Θ.Καλαμπούκας,Προς αποφυγήν παρανοήσεων]… Η Ποίηση πρέπει «να ψαλιδίζει αποστάσεις» [Χ.Μελιτάς, Κενό αέρος], να διασώζει μνήμες  και ν’ αναγορεύεται σε «κορυφαίο καθεστώς αληθείας»!.. Όσοι μιλάνε για ποίηση – ξόρκι [Κέλλυ Αλεφάντου, Φτου ξελεφτερία-Κώστας Καρούσος,Ξόρκισα], για ποίηση - κόμπο στο λαιμό [Σπ.Ζαχαράτος,Στον αιώνα], για ποίηση – προζύμι [Εύα Μοδινού], για ποίηση – λυγμό [Νίκος Γρ.Ασπιώτης], για ποίηση –δεκανίκι [Σπ.Ζαχαράτος, Κατοικία μας ο δρόμος] στην πραγματικότητα εξωραΐζουν  ή  δραματοποιούν τη λειτουργία των ποιητικών έργων!..  Ο ποιητής, ακόμα και ο «αφανής» [Μ.Κολοβού-Ρουμελιώτη, Αφανής ποιητής], δεν πρέπει να είναι νοσηρός ή λιπόψυχος [Έφη C.Νικολούδη.Νοσηρότης-Νέοι με βελούδο] και να μην κυνηγάει μόνο τα προσωπικά του φαντάσματα, «τα ξέφωτα της ψυχής του» [Βίβιαν Ματσούκα, Περί ξέφωτου], με αποτέλεσμα πολλά από τα ποιήματά του να είναι γυμνά, να μη φορούν τίποτα [Απ.Καλουδάς, Τα γυμνά ποιήματα που κάτι φορούν-Αλ.Χρυσοστομίδης, Οι ποιητές δεν σκοτώνουν]  ή και να προβάλλουν την αυτοκαταστροφή ως μορφή τέχνης [Βασιλική Πετρούδη].   Ο ποιητής αρνητής του θανάτου [που φέρει μαζί του  [Χρ.Λαζαρόπουλος], ο οποίος απευθύνεται αποκλειστικά στον ευαίσθητο αναγνώστη [sensitivity reader], καθώς και ο ποιητής – ισόθεος [Ν.Καζαντζάκης, Ο Ανήφορος], ο οποίος ισχυρίζεται ότι μόνον η ελίτ του πνεύματος τον κατανοεί, δεν νομίζω ότι αντιπροσωπεύουν την εποχή μας…  Όσο κι αν η ποίηση  «συνιστά μία αιχμαλωσία της στιγμής» [Αγγελική Μπούλιαρη], δεν πιστεύω ότι «η σιωπή αποτελεί – σε κάθε περίπτωση - σφυγμό της ποίησης», ούτε ότι η [πολιτική] κραυγή είναι αυτοδίκαια  «ποιητική»…  Οι ποιητές ίσως να χάνουν σιγά - σιγά την αυθεντία τους, ίσως και την ηθική τους, αλλά κυρίως δεν αφήνουν πολλές ελπίδες πως «όταν σημάνει η ώρα θα χτίσουν σκάλες ψηλά, ως εκεί που κατοικεί η αθωότητά μας» [Ν.Γρ.Ασπιώτης]-  ποιητικά παρ-επόμενα Γιάννη Πανούση (από τον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ)

Κυριακή, 5 Νοεμβρίου 2023

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

ΧΡΥΣΕ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΑΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙΣ ΩΣ ΕΜΑΣ…

 

(… Πολλά μέλλει να μάθεις αν εμβαθύνεις το ασήμαντο…)

Στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη, βέβαια.

 Αυτούς επέλεξα ως ένδυμά μου κατάλληλο για να εισέλθω στο νόημα της επετείου που γιορτάζεται σήμερα

Τι καθιστά τους στίχους αυτούς βαρύτιμους για μένα, αναρωτιέμαι.

Ίσως η σύντομη πραότητα με την οποία ο Ελύτης διατυπώνει το μακραίωνο δριμύ παράπονο της εναγώνιας θνητότητας προς τον απαρνητή της αέρα.

Και όχι μόνον.

Είναι και η λεπτεπίλεπτη τεχνική με την οποία ο ποιητής σμιλεύει σε αξεκαθάριστο αυτό το   εμάς.  

Ποιους   εμάς;

Έτσι αξεκαθάριστο, μένει αδέσμευτο και είναι στη διάθεση κάθε ζώσης και νεκρής αγωνίας, στη διάθεση ακόμη και της ασφυξίας που νιώθει ένα ερωτικό αγκάλιασμα, αν μάλιστα αυτό εκτυλίσσεται επάνω σε κορυφή ονείρου, με μέγιστο υψόμετρο εκεί όπου ο οξυγόνο είναι ελάχιστο.

 

Χρυσέ της ζωής αέρα   γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;

 

Πιθανόν να μου καταλογιστεί ότι διυλίζω το σημείο και καταπίνω το μέγεθος. Δεν το καταπίνω, το προσεγγίζω, περνώντας μέσα από τις μικρές, κλειστές εισόδους, από τα σημεία εννοώ που διαδοχικά μου ανοίγουν οι, κάπως ελαστικοί, φύλακές τους.

Εξάλλου δεν είμαι εδώ ως εμπειρογνώμων αλλά ως αναγνώστρια.

Μια αναγνώστρια που παθιάζεται και αρκείται να παρατηρεί μόνο τα μάτια, τα χείλη, το μέτωπο των λέξεων και τις χειραψίες τους, κι όχι να λεηλατεί την άβυσσό τους...

[αποσπάσματα από ένα Κείμενο Ομιλίας της Κικής Δημουλά που δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την 1η Νοεμβρίου 2011 στο πλαίσιο του συμποσίου:

«Ο εικοστός αιώνας στην ποίηση του Ελύτη.

Η ποίηση του Ελύτη στον εικοστό πρώτο αιώνα».

Μιλώντας «όχι ως εμπειρογνώμων, αλλά ως αναγνώστρια» η Κική Δημουλά

επιχειρεί τη δική της προσωπική προσέγγιση στον κόσμο του νομπελίστα ποιητή, διατυπωμένη στο δικό της μοναδικό ποιητικό ιδίωμα.

Ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα απ’ αυτή την ομιλία]


 


Χρυσέ της ζωής αέρα γιατί δεν φτάνεις ως   εμάς;

Κι αν δέχτηκα να κρατήσω αυτή την, πράγματι τιμητική, σημαία ευκαιρίας που μου εμπιστεύτηκε η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, ήταν κυρίως για να εκφράσω από δω την –ανομολόγητη προς τον ίδιο τον Ελύτη – αγάπη μου προς την ποίησή του,  ανομολόγητη, αφού εκείνον δεν τον γνώρισα. Και δεν το επεδίωξα με κανέναν τρόπο, εφαρμόζοντας, εν μέρει έστω, τους στίχους του:

να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους

ρυθμικά με ανωτερότητα…

 

Τη μνήμη δεν την εμπιστεύομαι. Έχει τόσο μεγάλη ζήτηση, από τα προσφιλή ιδίως, που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ακριβή διαφύλαξή τους. Και συχνά αναγκάζεται, όχι μόνο να παραλείπει και να παραποιεί, αλλά για να αερίζεται κάπως ο κλειστός χώρος, την έχω δει να διαπράττει εγκλήματα, δίνοντας με τα ίδια της τα χέρια στη λήθη πολλά δυσαναπλήρωτα, τάχα προς φύλαξη.

Γι’ αυτό ξαναδιάβασα όλη την ποίηση του Ελύτη, κι ας μην την είχα ξεχάσει. Και την ξαναδιάβασα όλη και πάλι και μετά στίχο - στίχο ξεχωριστά. Και ξαναπήρα όλα μαζί, όλα ωραία συσκευασμένα μέσα στη μοναδικότητά τους, όλα με τη λικνιστική πολυσημία τους, όλα ονειρευτικά, μακρόβια, επηρεαστικά.

Και συνάντησα πάλι τις κρυφές επιρροές που δέχτηκα από κείνον – οι κρυφές είχαν πια κατέβει σε ανεξιχνίαστο βάθος διεργασίας. Θα αναφέρω μόνο μία, την πλέον απροκάλυπτη, που είναι η εμμονή μου στην παρομοίωση. Είμαι σίγουρη ότι την οφείλω στο τετράστιχο του Ελύτη:

Άξιον εστί στο πέτρινο πεζούλι

αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει

σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι

με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι.

 

Ακόμα και τώρα που φρονίμεψε η έξαψή μου, πάλι τα δυο όμικρον που δένουν το τέλος με τη αρχή των λέξεων ωραίο και οκτώ, πάλι μου φαντάζουν σαν ένα διπλό παράφορα ανορθόγραφο, θαυμαστικό ωμέγα.

 

Βέβαια, επειδή ξέρω να τηρώ και να τιμώ τις διαφορές, ο Ελύτης κάνει περιορισμένη, εκλεκτική χρήση της παρομοίωσης, ίσα - ίσα για να εξασφαλίζει ένα κάτοπτρο για τη μορφή της μοναδικότητας. Δεν οφείλεται πάντως σε επιρροή του Ελύτη η καταφυγή όλων σχεδόν των ποιημάτων μου στη λέξη όνειρο.

Όχι.  Μελέτησα έναν - έναν στίχο του, κι αν δεν κάνω λάθος, μόνο μία φορά χρησιμοποίησε τη λέξη όνειρο για προσωπική του ανάγκη, συγκεκριμένα στους στίχους:

Στη βρύση του ύπνου κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι το τελευταίο μου όνειρο.

Όλες οι άλλες αναφορές του σ’ αυτή τη σκιώδη λέξη αφορούν τα όνειρα του αρχιπελάγους, των γλάρων, του μαΐστρου, της φυλής των ανθρώπων…

Με εντυπωσίαζε δε πόσο σπάνιζε η λέξη όνειρο ακόμη και στα ποιήματα της συλλογής «Τα ρω του έρωτα», κι ας μην μπορεί να κάνει βήμα, ειδικά ο έρωτας, χωρίς την άδεια του ονείρου. Αν βέβαια μέτρησα σωστά, γιατί το όνειρο είναι απροσμέτρητο, όπως και τα προσωπεία του.

Κι όμως συχνά συναντούσα στα ποιήματα τη λέξη ύπνος. Έριχνε ίσως έτσι ο Ελύτης στον γεννήτορα των ονείρων την ευθύνη για τη μοίρα τους, και όχι στους δικούς μας χειρισμούς.

Επανέρχομαι σε κείνους τους στίχους που με καθήλωσαν με την εκτυφλωτική σαν κρύσταλλο, διάφανη πυκνότητά τους.

Διασταλμένα τόσο τα τοιχώματά τους, που αν έσπαζαν θα χυνόταν από κει μέσα ένα ανεξάντλητο ποίημα.

Θα προβάλλω έναν - δυο μόνο από τους στίχους αυτούς, που στην έντασή τους πιστεύω ότι συνετέλεσε κρίσιμα και η μαγική μεσολάβηση της γλώσσας. Της εγγράμματης και ευφυούς γλώσσας που δόθηκε στον Ελύτη, ως ικανόν να διαχειρίζεται επαυξητικά τον φυσικό της πλούτο.

 

ΑΛΗΘΕΙΑ ΘΑ ’ΝΑΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ  ΟΤΙ   ΖΩ ΓΙΑ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΧΩ

Στίχοι από τα Ελεγεία της Οξώπετρας. Δονούνται, τους τραντάζει η ρωμαλέα αινιγματικότητα, αυτή η ίδια που τους έχτισε. Κι αν μένουν όρθιοι, το οφείλουν κατά τη γνώμη μου στην αντισεισμική ελαστικότητα του πρώτου στίχου…

Θαυμάζω με τι σκόπιμη πανουργία πήγε και σφήνωσε το ρήμα ανάμεσα στις λέξεις αλήθεια  και  φαίνεται.  Κι αυτό δεν νομίζω ότι έγινε μόνο για να διασωθεί ο ρυθμός. Τρύπωσε ανάμεσα, και μπορεί έτσι φιλοφρόνως να εμπαίζει και την αλήθεια  και το  φαίνεται, τάχα ότι είναι ισοδύναμα. Και με επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού, αυτό το θα ’ναι εναλλάσσει συνεχώς την ισχύ της λέξης αλήθεια με την ασθενικότητα της λέξης φαίνεται – κι αντίστροφα. Έτσι καταφέρνει να αποδυναμώσει πότε τη μία και πότε την άλλη έννοια, εναλλάξ.

Θα σκεφτεί κάποιος: μα τόση ανάλυση για ένα άχρωμο, ασήμαντο θα ’ναι; Ναι τόση ανάλυση δίδαξε ο Ελύτης γράφοντας:

Και πολλά μέλει να μάθεις αν εμβαθύνεις το ασήμαντο

Άλλωστε, από τη φύση μου ρέπω στο ασήμαντο, επειδή πιστεύω ότι έχει τόσο εμβαθύνει σε μας όσο καμιά άλλη αλήθεια.

Με την ευκαιρία θέλω να ομολογήσω ότι είμαι προσηλωμένη στην αγάπη μου για τα Ελεγεία. Η αυτοδίδακτη και μόνο, χωρίς καμιά δοκιμιακή μετεκπαίδευση, αίσθησή μου με οδηγεί να διακρίνω ότι με τη συλλογή αυτή ο Ελύτης ανακάλυψε την πιο απόκρημνη κορυφή μιας απάτητης ωριμότητας, κι ανέβηκε. Ανέβηκε διατηρώντας όλη την ατίθαση ορμή της ποίησής του, όλη τη χειμαρρώδη ευρηματικότητά της, τις φτερωτές μεταφορές του, και η δημιουργικότητά τους.

Τι διαφορετικό είχε λοιπόν προστεθεί στα Ελεγεία;

Αν δεν με παρασύρουν τα συμφέροντα της ιδιοσυγκρασίας μου, νιώθω ότι αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν με ένα άλλο ήθος χρόνου, λιγότερο ταχύ, λιγότερο περαστικό. Σαν σε κάθε στίχο που έγραφε ο Ελύτης να κοντοστέκονταν, να περίμενε να γύριζε πίσω, να κοίταζε να δει αν έρχεσαι:  εσύ,  ο όποιος  ευπρόσδεκτος.

Εδώ, δεν είναι συνεχώς ηλιόλουστα τα θαυμαστικά επιφωνήματα, και ο στοχασμός σαν να εξερευνά με όργανα πιο τελειοποιημένης επιμονής την απεραντοσύνη της ανησυχίας που μας περιβάλλει…

Κι ένας ακόμα λόγος που πιάστηκα στο ελπίζον δόλωμα των στίχων

Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται ότι ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

είναι γιατί, κρυφοκοιτάζοντας το απαραβίαστό τους, είδα ν’ ανεβαίνει από την πυθία γλώσσα τους ελπιδοφόρος χρησμός, κάπως σαν:  ότι ζει ο θάνατος χωρίς όμως να πεθάνει η ζωή.

Άρα ζει ο Ελύτης και τώρα που δεν υπάρχει; Όχι ακριβώς δεν υπάρχει. Απουσιάζει θα έλεγα. Επειδή με ηρεμεί να θεωρώ την απουσία σαν μια επιφανειακή, πρόσκαιρη ανυπακοή της ύπαρξης προς το θείον Αναγκαίον που είναι κι ο πλάστης, ο δημιουργός της.

 

Δεν προχωρώ σε πιο επίφοβα σκοτάδια. Με ειδοποιεί ο Ελύτης:

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται απ’ τα Άπιαστα.

Δεν μπορώ όμως παρά να σταθώ πριν τελειώσω, σ’ ένα ακόμη δίστιχο – από αυτά που έκαναν ευτυχή την έκστασή μου:

Είναι νωρίς ακόμα μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

να μιλώ για σένα και για μένα

Εδώ η γλώσσα ζωγραφίζει ένα δαιμόνιο σύννεφο πάνω από αυτούς τους στίχους, το οποίο μετακινεί την πυκνότητά του συνεχώς από τη μία λέξη πάνω στην άλλη, ώστε να μην ξαστερώνει, ποιος είναι ο υπαίτιος για τον αποκλεισμό του ονείρου από το όνειρο. Ο κόσμος αυτός  ή  το νωρίς πάντα της αγάπης;

Επιμένω να παινεύω τόσο τη γλώσσα με τους κυματισμούς της, γιατί είμαι σχεδόν βέβαιη ότι με δικά της έξοδα ζει μεγαλοπρεπώς το χάρισμα.

Ως εδώ έφτασα. Σε φιλολογικότερες εκτάσεις είχα την αυτογνωσία να μην εξαπλωθώ.

Αρκέστηκα να καθίσω στις όχθες των κρυστάλλων - στίχων, κι από κει ν’ ακούω αμείωτη τη λυρική βοή που κατεβάζει η ποίηση του Ελύτη:

Και δεν ήθελα να ξέρω δεν ήθελα να μάθω

τι τον έκανε η ψυχή τον κόσμο

κι ας παν τα χρώματα της λύπης

σ’ άλλο μούχρωμα

σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν

 

ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν

να διεκδικώ

Μπορεί κι απλώς μια θέση στα Ερχόμενα

 

Εκεί που ελπίζει ο κόσμος

εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει

παρά να ’ναι άνθρωπος.

Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη.

 

Και γω σα να ’μαι αληθινός θα γράφω ακόμα

 

Πράγματα πιστευτά, μιλήστε μου

 

Χείλι πικρό

που σ’ έχω δεύτερη ψυχή

χαμογέλασε

Στίχοι όλοι του Οδυσσέα Ελύτη. Ξεκίνησαν από μακρινά και διαφορετικά τους ποιήματα. Αλλά ένα αχνό, σχεδόν αδιόρατο νήμα συντόνισε να φτάσουν εδώ όλοι, την ίδια στιγμή για να υποκλιθούν στον δημιουργό τους. Ο Ελύτης είναι παρών. Παρών, με ωμέγα ή όμικρον. Όπως και να γραφεί εδώ, σ’ αυτή την περίπτωση λέει και σημαίνει το ίδιο.

Δευτέρα, 31 Ιουλίου 2023