Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ, ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΛΩΤΟΥΣ, ΜΑΥΡΗ ΣΤΑΦΙΔΑ ΚΙ ΑΡΜΥΡΟ ΨΩΜΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΚΗ

 «Όμως η θάλασσα κουκίδα

ό,τι κρατούσε στον ορίζοντα

ψυχές χαμηλωμένες, τσεμπέρια και σωσίβια ανάκατα…

-Καβάλα το άλογό σου Κωνσταντή, και φέρε πίσω τη Γιασμίν,  ούρλιαξε ανάμεσα στα ερείπια η μάνα.

Γονυπετής παρακαλούσε εκείνος, μην ακουστεί του λιβανιού το μυστικό, μην πικραθεί η Αράβισσα.

Εδώ σταματούσε

η ελπίδα είχε αποτρέψει με σοφία τη συνέχεια  κι ο έρωτας στη μοιραία αποστολή,

«Αχερουσία η Θάλασσα» σημείωσε κι ανοίχτηκε στο γκρίζο πέλαγο…»

 

Είναι η κατακλείδα από το ποίημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ,  εκδόσεις Γκοβόστη 2019

«Συλλογή από μια σειρά ποιητικών αφηγήσεων ανθρώπων οι οποίοι διέπλευσαν τη θάλασσα, ή χάθηκαν στα σπλάχνα της με σκοπό να φτάσουν στην αυλή μας, αλλάζοντας τα όρια της κανονικότητας και της ευημερίας μας. Είναι οι αφηγήσεις και τα βιώματα των δικών μας ξένων που δικαιώνουν, ή αποσαθρώνουν ό,τι ορίζουμε ως δεδομένο. Είναι το ταπεινό αντίδωρο, η οφειλή του ποιητή στους πρόσφυγες» (Σημείωση από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

«Κάπως έτσι λοιπόν αρχίζει το όψιμο ταξίδι…

Κράτα το χέρι μου,  φοβάμαι / τον πλάτανο που νεκρώνει τα κλαδιά του…

Τραβώ τις λέξεις τα οπωροφόρα κύματα συνδιαλέγομαι εξασκούμαι

Φτάνει απ’ την έρημο ένας νεκρός αέρας, καθώς κουκίδα απροσδιόριστη φυτρώνει στον ουρανό η σελήνη…

Έσκυψε τότε το μικρό πουλί που ήξερε από θάλασσες

 «μαζί θ’ αποδημήσουμε» ακούστηκε να λέει,

μα πού ν’ ακούσει ο ρεπόρτερ το λυγμό,

άλλωστε το ρεπερτόριο είναι συγκεκριμένο

πώς να μιλήσεις για πουλιά στα ξένα»

(στίχοι από τη συλλογή που φανερώνουν ότι ο ποιητής) ΕΧΕΙ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΝΑ ΛΕΙΑΙΝΕΙ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ή ΜΗΠΩΣ ΑΓΑΠΗΣΕ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ;)  

«Οι εικόνες ενεργοποιούν τα δυναμικά στοιχεία του στοχασμού, οδηγώντας τον αναγνώστη σε (μετα)σχηματισμό και (ανα)θεώρηση αντιλήψεων, στάσεων και πεποιθήσεων…»

 

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΓΙΝΟΝΤΑΝ ΜΙΚΡΑ ΚΑΙ ΔΕ ΧΩΡΟΥΣΑΝ ΛΕΞΕΙΣ («με αφορμή ένα στίχο που δεν γράφτηκε ποτέ»)

Ο τίτλος «Αχερουσία η Θάλασσα», ως σημαίνον της θεματικής  των αφηγηματικών ποιητικών συνθέσεων του Βαγγέλη Τασιόπουλου, παραπέμπει άμεσα στο θλιβερό σημαινόμενο του προσφυγικού δράματος…  Ένα έργο που έχει κατά κόρον επαναληφθεί στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο της Ιστορίας και μάλλον θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται με τη μια ή την άλλη μορφή όσο η ανθρώπινη ζωή δεν θα (υπο)λογίζεται ως η υψίστη αξία των κοινωνιών μας και οι ανθρώπινες σχέσεις θα διέπονται από αξίες υποκείμενες στις εξελίξεις του τεχνικού πολιτισμού…   

Όταν η πραγματικότητα δεν χωράει σε κανένα πλαίσιο ορθολογισμού,   η ποιητική γραφή μετεωρίζεται χαμένη στη μετάφραση των αντικειμενικών γεγονότων…. ή «εκκρεμεί αναταράζοντας τα επικείμενα υλικά στο δισυπόστατο εκμαγείο τους».

Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από τους στίχους σ’ αυτή την περίπτωση; Τι μπορεί να κρύβει ο στίχος που δεν γράφτηκε ποτέ, που είναι η αφορμή γι’ αυτή τη συλλογή αν δεχθούμε τη δήλωση του ποιητή στο ΕΚΜΑΓΕΙΟ, το πρώτο ποίημα της συλλογής;

«Ίσως είναι ο ιδανικός ή ο δυνάμει στίχος», σχολιάζει η Ζωή Σαμαρά, «που καταγράφει το αβέβαιο μέλλον, η λευκή σελίδα που προκαλεί την έμπνευση και ζωντανεύει αναμνήσεις… Ίσως πάλι να είναι η αδυναμία που νιώθει ο ποιητής μπροστά στη λέξη και στη ζωή, ο τρόμος μπροστά στην άγραφη σελίδα, το μπλοκάρισμα, αλλά και το βάθος της θάλασσας, το πεπρωμένο του σύγχρονου ανθρώπου, όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας και αφήνουν τον ποιητή άλαλο…

Είμαστε όλοι ξένοι, τελικά, και πρόσφυγες… Μια γαλάζια, ουράνια εικόνα γίνεται αυτομάτως ερεβώδης. Όταν η θάλασσα μεταβάλλεται σε κοιμητήρι των προσφύγων, οι γλάροι του Αιγαίου μεταμορφώνονται σε αγγέλους θανάτου. Στην ερώτηση για τον επαναπατρισμό των προσφύγων που θέτει προφανώς στον εαυτό του ο ποιητής, η απάντηση είναι:

ΑΥΤΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΛΦΙΝΙΑ ΛΙΓΑ!..

Ανθολογούνται παρακάτω τα ποιήματα: 

1.     ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ, Εκτός κειμένου προσπαθεί ν’ ανασυντάξει στο χαρτί το παλιό εκείνο παραμύθι…

2.     ΣΤΟ ΕΚΜΑΓΕΙΟ, Με αφορμή ένα στίχο που δεν γράφτηκε ποτέ…

3.     ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟ ΑΣΥΛΟ,  Φορεμένο από καιρό το δανεικό πουκάμισο ξεκλήριζε σκιές…

4.     ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ, Καθώς περνούν τα καραβάνια ακούγονται οι μπαλάντες τραβούν από τα όνειρα ταξίδια…

5.     Ν’ ΑΚΡΟΒΑΤΕΙΣ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ, Ήταν η τέχνη της Ποιήσεως… ν’ ακροβατείς στις ράγες πρόθυμος για τα μεγάλα αστεία…

6.     ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΑΝΑΜΕΣΑ, Κρώζουν οι γλάροι του Αιγαίου…

7.     Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ, Οι πιθανότητες ελάχιστες να βγεις στις λεωφόρους με την πάνινη μπάλα στη μασχάλη…

8.     ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΑΣΙΜ, Από τις μέρες μου διαλέγω εκείνες που χωρέσανε και οι άλλοι

9.     Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΕΚΒΙΑΖΕΤΑΙ ΟΥΤΕ ΠΑΡΑΧΩΡΕΙΤΑΙ, αποσπάσματα από μια συνέντευξη του ποιητή και

10.                         ΤΟ ΕΠΙΜΥΘΙΟ, Απόγευμα να σου μιλούν για τους λαθραίους επιβάτες

 

 

ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ (το ποίημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου, Γκοβόστης 2019)

Εκτός κειμένου προσπαθεί ν’ ανασυντάξει στο χαρτί

το παλιό εκείνο παραμύθι που γοήτευσε τις γάτες του:

Ονόμαζε περιστατικά σε μέρες ίδιες

κρατούσε τους τύπους πάντοτε

κι όταν λαθροκοιτούσε

ορμούσαν τ’ άγρια σκυλιά απ’ το παράθυρο

υπενθυμίζοντάς του πως έχει χρόνο ακόμα για τα θυρανοίξια

-μια μόνιμη απειλή.

Αναιδείς καλούνταν έκτοτε να θριαμβεύσουν σε ατραπούς

όπου το αίμα άχνιζε – φαρμάκι

κι η κοκκινοσκουφίτσα αψήφιστα

άφηνε ανοιχτή την πόρτα επίτηδες,

όταν δυσκολευόταν παραμόρφωνε τα σιωπηλά εμβατήρια

κι ύστερα λεύκαινε τα λίθινα πεζούλια,

φυλλορροούσε η άνοιξη

μέστωνε η ηδονή στους δρόμους

όμως η θάλασσα κουκίδα

ό,τι κρατούσε στον ορίζοντα

ψυχές χαμηλωμένες

τσεμπέρια και σωσίβια ανάκατα,

Αχερουσία στολισμένη με λωτούς,

μαύρη σταφίδα κι αρμυρό ψωμί για πρώτη ανάγκη

-Καβάλα το άλογό σου Κωνσταντή και φέρε πίσω τη Γιασμίν,

ούρλιαξε ανάμεσα στα ερείπια η μάνα.

Γονυπετής παρακαλούσε εκείνος, μην ακουστεί

του λιβανιού το μυστικό μη πικραθεί η Αράβισσα.

Εδώ σταματούσε

η ελπίδα είχε αποτρέψει με σοφία τη συνέχεια

κι ο έρωτας στη μοιραία αποστολή,

«Αχερουσία η Θάλασσα» σημείωσε κι ανοίχτηκε

στο γκρίζο πέλαγο…

 

ΣΤΟ ΕΚΜΑΓΕΙΟ

Στο δισυπόστατο εκμαγείο αναταράζω τα επικείμενα υλικά

Κι απομυζώ τη σάρκα των αγγέλων.

Τότε, ευθυτενείς εταίρες με κάθιδρα κορμιά

εμφανίζονται όλο φθορά κι απελπισία αναζητώντας το όνειρο

επιμένουν εν γνώσει τους σ’ ό,τι πετά ψηλά κι οσμίζονται

το αδηφάγο κενό που περιορίζει τα όριά τους.

Τα νύχια θέλουν τοίχους για να ξύσουν.

Στο μισοσκόταδο ερίζουν για το δίχαλο οι γλάροι.

Κάπως έτσι λοιπόν αρχίζει το όψιμο ταξίδι…

Το τρένο στις ράγες

οι συνομήλικοι εκκινούν για μακριά,

ένας αιφνίδιος έρωτας προκύπτει,

βρυχάται η μηχανή

κι ο χρόνος στη διάρκειά του περιμένει τα πουλιά να μετρηθεί,

εκείνα που χορεύουν κρώζοντας στ’ απέραντα λιβάδια.

-Κράτα το χέρι μου, φοβάμαι

τον πλάτανο που νεκρώνει τα κλαδιά του.

Διορθώνει ό,τι έχει ο καθείς.

Το τρένο τρέχει

ενέχεται για τις ηδονές τους.

Την ιστορία καιρός να μάθεις

αληθεύει ο πλάνητας νους

το εν ονόματι της σκιάς.

Η απερίγραπτη ηλικία των συμπτώσεων,

καθώς γυρνάς από το πανηγύρι

σκέφτεσαι πως ό,τι έπαιξες δεν ήταν μες τις εξαιρέσεις

αλλά το λίγο της σιωπής το απερίγραπτο.

Η έκλαμψη της ισημερίας στο εκμαγείο

η θάλασσα ύστερα

η δίψα

τα βουνά, η ξενιτιά των τόσων χρόνων

τα δάκρυα στο μισοσκόταδο

η επιθυμία ταριχευμένη για αργότερα ( ; )

[από τη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ, εκδόσεις Γκοβόστη 2019]

 

ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟ ΑΣΥΛΟ (από τη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ 2019)

Φορεμένο από καιρό το δανεικό πουκάμισο ξεκλήριζε σκιές

αποτυπώματα ζωής επόμενης

με άφθονη ευημερία στα σκεπάσματα.

Τραβώ τις λέξεις τα οπωροφόρα κύματα

συνδιαλέγομαι εξασκούμαι

στα πρώτα βήματα της ευφροσύνης

υβρίδιο στη λεκάνη επιστρέφω στο χορό της ματαιότητας.

Γύρω μου οι ευεργέτες ανοιγοκλείνουν τα παράθυρα

κι εγώ το πρόσωπο στο άσυλο.

Οι ράγες έντρομες χύνονται στον άγριο σκοπό

κι εγώ ιππότης στη Χαναάν ραβδίζω το άσπρο μου άτι.

Φτάνει απ’ο την έρημο ένας νεκρός αέρας, καθώς κουκίδα

απροσδιόριστη φυτρώνει στον ουρανό η σελήνη.

Ακούω τότε τους λυγμούς

και τη θεσπέσια μουσική των αμφιβιων.

Χτυπά το νέον τις ψυχές, ψευδίζουν λέξεις δυσερμήνευτες.

Κι εγώ απλώνω στη σειρά τα βαγονάκια

να βρουν το δρόμο τους

στα τούνελ να χωρέσουν,

έτσι αλώβητα να φτάσουν στο σταθμό

να βρει ο πρίγκιπάς μου νόημα σ’ αυτό το αέναο πανηγύρι.

Και ξαφνικά η τάξη επανέρχεται

ακούγεται η χαρά σαν τρόπαιο βαρύτιμο το τρένο,

προορισμένοι για θυσία εμιγκρέδες…

 

ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ (από τη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ 2019)

Καθώς περνούν τα καραβάνια ακούγονται οι μπαλάντες

τραβούν από τα όνειρα ταξίδια

ανάρμοστα παιδιά ορμούν στο πέλαγος

και οι περίοικοι δειπνούνε σκύβοντας στο πλούσιο γεύμα

έτσι διαλέγουνε τις συνιστώσες, μαθαίνουν τα περάσματα,

γίνονται κληρονόμοι, φροντίζοντας το τι θα πουν

γιατί ακολουθούν απελπισμένοι

προσεύχονται διακριτικά να μη πονέσουν οι αστοί,

ολοφυρόμενοι αποσύρονται και διατυπώνουν κρίσεις:

Το κραταιό απότοκο τους κυνηγά, η περιουσία τους

ό,τι εκτιμήθηκε και προσαρτήθηκε στο ευγενές αξίωμα,

όμως τα μεσάνυχτά οι μπαλάντες είναι σκοτεινές

δεν λάμπει ο βούρκος

ούτε τα θησαυρίσματα οι οιμωγές και τα κτερίσματα

ελπίζεις την επιείκεια του κρύου εύχεσαι

αδειάζεις τη σιωπή συνθλίβεσαι στο κύμα που σε έφερε

κοιτάζεις το μαύρο πουλί αναρωτιέσαι τι το τάραξε

κι άφησε τη φωλιά του

 

Ν’ ΑΚΡΟΒΑΤΕΙΣ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ

Ήταν η τέχνη της Ποιήσεως, όπως ομολόγησε

ν’ ακροβατείς στις ράγες  πρόθυμος για τα μεγάλα αστεία

δίπλα στην πίσσα που ανθοφορεί τα ροζιασμένα ξύλα

και τη σκουριά απλώνει στα χαλίκια

αδιάφορος για τα μικρά προσηλωμένος στα μεγάλα.

Οι φλυαρίες πια ας σταματήσουν

το τρένο έχει χρόνια να φανεί

μόνο πλατάνια απελαύνουν τη σιωπή

λήγουνε του ουρανού τα σύννεφα

με τις ευχές του μετανάστη

που ξεκίνησε για τις πολύβουες στέπες.

Η τέχνη της Ποιήσεως

σ’ αυτή τη γεωγραφία, μυροφόρα ασθενική

σκύβει και λογαριάζει τα οικήματα

στις ράγες ποιος θα κερδίσει άραγε

ποιος θα χριστεί ακροβάτης;

Αφού εσύ δεν περπατάς κι ούτε συντρέχουν λόγοι

ομολογώ η τεχνική σου είναι ακαταμάχητη

η τέχνη σου όμως διακόνημα λειψό,

έρωτας διαθέσιμος στο μοίρασμα της επαγγελίας.

[από τη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ, εκδόσεις Γκοβόστη 2019]

 

ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΑΝΑΜΕΣΑ (από τη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ 2019)

Στους Θεούς ανάμεσα κρώζουν οι γλάροι του Αιγαίου

τρίβουν τα ράμφη τους με τη σκουριά της ιστορίας

μένουν για λίγο στα διαζώματα

και δως του πάλι για τα ερείπια της αρχαίας πολιτείας.

Κρατώ στα χέρια μου συνηθισμένα υλικά

κάτι σπαράγματα γραμμάτων

ονόματα χρήσιμα βοά στο αλάτι και τον άνεμο.

Δεν έχω πληγές

ό,τι επιβίωσε ήταν το λάθος τέλος στο καράβι

η πίκρα του ορεσίβιου θερμαστή

με τη μουντζούρα και το βάσανο στα λόγια

τη Λαμπρή που πέρασε.

Συνδαιτυμόνες τώρα πια

στρώνουν πανιά στη θάλασσα και άδεια ρούχα

να βρουν πατήματα πόδια ξυπόλητα

κοντά σε φύκια και αφρόψαρα.

Να γαληνέψω λες

τα νηπενθή να αποκαταστήσω

έτσι για χάρη των νεκρών

οι φυσαλίδες τους να βρουν

σε ανάπαιστους τραγούδια μοιρασμένα.

Όμως του ορεσίβιου η σκιά

μας έχει πια βαρύνει,

στέκει από πάνω μας

θεός και ακροβάτης γλάρος

που χτίζει με το φως γης παραδείσους.

Μένανε τ’ αρχαία μάρμαρα

κοιτώνες ακριβοί των ερπετών

εικόνα διάφανη σ’ αφέψημα εμπόρων

σαν να μην έχει είδος ο θεός

σαν να μην βλέπεις απ’ τη θάλασσα τ’ αστέρια.

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ

Οι πιθανότητες ελάχιστες

να βγεις στις λεωφόρους με την πάνινη μπάλα στη μασχάλη

και τα χαλασμένα νύχια να προδίδουν την ποδήρη μοναξιά.

Αργά.

Δοξάζουν τα πουλιά  στα σύρματα την ιαχή του αγώνα

και οι μαινάδες στρίβοντας το γένι του επιτρόπου

ονειρεύονται τις χίμαιρες και τα βρεγμένα χόρτα.

Παράκλητοι εντός ορίων εξετάζουν

τις υποδόριες σιωπές, τους γκρίζους κροτάφους

όπου εκκολάφτηκε η υποταγή

και διαρκώς αναμιγνύονται στην παρασκιά των γεγονότων.

Απόντες στον ανέφελο κενό

συλλαβίζουν ένα-ένα το δάκρυ της μάνας.

Υπολογίζουν πως το αντίδωρό τους είναι αρκετό για το ταξίδι

γι’ αυτό διακριτικοί υποψιάζονται  με θέρμη αμφιβάλλουν

αμφισβητούν ως είθισται στους ευκλεείς τους κύκλους.

Πολύ αργά. 

Αφήνεις τη λεπρή σου υποκρισία στο πλοίο

που ξεμακραίνει απ’ το λιμάνι ξέχειλο ανθρώπινα κουφάρια.

Ξένος.

Ποθείς την ηδυπάθεια.

Προδίδεσαι.

Στα χείλη σου η μυρωδιά της σάρκας

αυλακώνει τις παλιές ρυτίδες.

Το βλέμμα θολό καλλιεργεί απελπισία.

Μπαλόνια αφήνονται στον ουρανό

κι ανάβουν φαναράκια στα περάσματα

όπως τότε που ο έρωτας συνέβαινε

και τα παιδιά στήνουν δοκάρια

στις λεωφόρους.

[από τη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ, εκδόσεις Γκοβόστη 2019]

 

 

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΑΣΙΜ

… από τις μέρες που διαλέγω

εκείνες που χωρέσανε κι οι άλλοι,

τα μεγάλα παζάρια τις πολύχρωμες αμφικτυονίες

που χαράζανε οι στιγμές του ήλιου,

αναλογίες και κυήσεις χρώματα εργαλεία κι αποχρώσεις.

Αποχρώσεις κυρίως.

Αφού η θάλασσα μακρινός προορισμός κρατούσε απόσταση

από εμάς τους γηγενείς τους πρόθυμους και τις αιτίες της.

Όσο διαρκούσαν οι εχθροί μέναμε ήσυχοι, ακολουθούσαμε

το εμβατήριο, ίδιο πάντα για τον απαραίτητο ενθουσιασμό

κι έπειτα φυτεύαμε, πουλούσαμε, λατρεύαμε…

Καρατομούσαμε κατ’ ανάγκη τις ομιλίες μας.

Δεν είχαμε προθέσεις ασαφείς και όνειρα επιλήψιμα,

δηλώναμε την αδυναμία μας

κι όταν κάτι ξεχωριστό προέκυπτε,

φυγόδικοι στην ανατολή καρτερικά υπομέναμε τους άλλους.

Έτσι μάθαμε. Σπουδάσαμε την αναφυλαξία και την υποταγή.

Ήταν ασφαλώς ένας τρόπος να ενθουσιαστούμε,

προϋπόθεση απαραίτητη για τα περαιτέρω.

Γι’ αυτό σιγουρέψαμε στον κόσμο το γαλάζιο

αποχρωματίσαμε τις μυρωδιές των λουλουδιών

ταπεινωθήκαμε ρημάζοντας το χώμα

εγγυηθήκαμε την αμβροσία κι υποτιμήσαμε το γυμνό κορμί

την ευτυχία του νου και τη σαγήνη του έρωτα

ή τι θα πει ομορφιά μες στα χαλάσματα.

Ξέρω πως θα ζητήσεις κάποτε εξηγήσεις

θα απαιτήσεις την αλήθεια κι εγώ θα έχω μονάχα

ένα κίβδηλο ανθρωπάκι να σου δώσω

κάτω απ’ τον ήλιο τον καυτό

που θα μετεωρίζεται ανάμεσά μας.

Θα εξαργυρώνεις τα κρίματά μου ένα-ένα στους άλλους

που πανηγυρίζουνε στις αγορές αλαλάζοντες και οπλοφόροι.

Στων γυναικών τα απελεύθερα στήθη θα επιτηρείς

την προσδοκία της άνοιξης.

Δεν ξέρω αν έπραξα σωστά

αν η αποστολή μου απέδωσε τ’ αναμενόμενα.

Πάντως το τρένο που με αφορά σχίζει με βία την ομίχλη,

ακούω βήματα, αδυνατώ να ξεχωρίσω λέξεις

και το μουντό να ξέρεις έχει κι αυτό θαυμάσιες αποχρώσεις.

Όμως ήρθε η ώρα μου να αποβιβαστώ

εδώ οι σταθμοί σαν επιβάτες συνωστίζονται στο πλήθος

η γκρίζα σκόνη τους βοηθά να ξεχωρίζουν

κι ας μη μιλάνε για τον ήλιο

σαν φρύγανο καίγεται ψηλά,

έτσι για να υπάρχει…

[από τη συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ, εκδόσεις Γκοβόστη 2019]

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΕΚΒΙΑΖΕΤΑΙ ΟΥΤΕ ΠΑΡΑΧΩΡΕΙΤΑΙ (αποσπάσματα από μια συνέντευξη  του Βαγγέλη Τασιόπουλου)

 

(ΕΡΩΤΗΣΗ) Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;


Στο κυρίαρχο κοινωνικό αξιακό σύστημα ο ποιητής ως οντότητα για την πλειοψηφία των ανθρώπων είναι ο αλαφροΐσκιωτος που διακορεύει σύννεφα κι ύστερα τα ντύνει με παντελόνια και προβιές για να του μοιάζουν. Είναι εκείνος που χωρίζει τη βεβαιότητα σε αβεβαιότητες και μετά σκορπά αφειδώς ό,τι έχει απομείνει από τους βεβηλωμένους γόρδιους δεσμούς για να τους μοιραστούν τα πλήθη. Ο ποιητής είναι οι άλλοι. Αναζητά στα μάτια τους την ψυχή του, ό,τι τέλος πάντων έχει καταφέρει να επιζήσει ως κυκλάμινο στις ρωγμές της φρόνησης και του καλού της βιωτής. Ως καθημερινός, μη επιζήμιος άνθρωπος συναντιέται στους μεγάλους δρόμους, στις φιλόξενες προσήλιες πλατείες, γίνεται φίλος, αδερφός, σύντροφος, όμως χωρίς τη μοναδική κι ίσως πιο επικίνδυνη ιδιότητα του ποιητή. Γιατί αλλιώς τα πράγματα αλλάζουν: Πρέπει να αναγνωρίσει ό,τι δεν του αρμόζει, να επιστρέψει στα δικά του-σου, ή τουλάχιστο να περιορίσει τον άτακτο νου και να μετρήσει τα όρια του μικρόκοσμού σου. Κι ο ποιητής; Ας επιστρέψει μονάχα χωρίς ιδιότητες. Μα θα ακουστούν οι αντιρρήσεις: Τι μπορεί να είναι ένας ποιητής χωρίς τις ιδιότητές του, χωρίς το στίγμα που τον έχει καθορίσει και τον έχει καταστήσει ανάγωγο και οχληρό; Η απάντηση: Ό,τι η κοινωνία θέλει. Ένα αδρανές υλικό του υποστρώματος. Αυτόν χρειάζεται. Το εποικοδόμημα αντέχει ακόμη και διαθέτει τη δύναμη και τους κανόνες. Ο αληθινός ποιητής λοιπόν, βρίσκεται σε μια διαρκή πάλη, αγωνίζεται σαν τη μέδουσα στα κύματα η οποία προκαλεί με την ομορφιά της και απειλεί ταυτόχρονα. Η παρουσία του είναι το άλλοθι της κοινωνίας, πάντοτε έτσι ήταν, είναι το αναγκαίο, ο χρήσιμος εταίρος, το καθαγιασμένο κακό, η εμβόλιμη αναπαράσταση για την επιβίωση του προτύπου. Κι όταν κάτι ανατρέψει την προδιαγεγραμμένη κι απολύτως προσδιορισμένη προοπτική, τότε ανακηρύσσεται σε προβεβλημένο απόβλητο της κοινωνικής ευταξίας… Εκείνο ίσως που είναι ελπιδοφόρο για τους κοινωνούς της ουτοπίας, τους ποιητές, είναι ότι αναπαράγονται κι ευδοκιμούν στα χαλάσματα με πολύ πόνο και αίμα.


(ΕΡΩΤΗΣΗ) Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση; 

 

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ποίησης, όπως και κάθε Τέχνης, είναι η παρηγορητική λειτουργία της. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η γενέθλια σύμβαση καθιστά την ποίηση μέρος της ανθρώπινης καταλλαγής. Δεν είναι όμως το ευφρόσυνο και η δωροδοκία της οδυνηρής κατάστασης το ζητούμενο. Η ποίηση δεν εκβιάζεται ούτε παραχωρείται. Όποτε αυτό συνέβη την κατέστησε φτηνή ενασχόληση, ή τραγική προπαγάνδα. Υπολογίστε πόσους ποιητές αναγόρευσαν σε εθνικούς, ερήμην τους φυσικά, σε άλλους καιρούς, για να πλαισιώσουν την κυρίαρχη ιδεολογία με την εργαλειοποίηση των κειμένων τους. Εύκολα διαπιστώνει κανείς τη θεματολογική εμμονή (παγίδα) της ποιητικής παραγωγής που εκκινά από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και συνεχίζεται ως σήμερα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, σαν το θέμα να είναι αρκετό για την ποιότητα. Η «αθώα» ποίηση εύκολα επενδύει τις προθέσεις του ηγεμόνος κι ακόμη ευκολότερα αδρανοποιεί τις μάζες. Η ομορφιά, η ευαισθησία, το κάλλος είναι έννοιες σύνθετες με πλήθος ερμηνειών και χρήσεων. Συνήθως τα καθεστώτα έχουν τους τρόπους να ορίζουν κατά το δοκούν και να διακοσμούν τις προθέσεις τους. Αυτά είναι παγκοίνως γνωστά και δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Επί του προκειμένου λοιπόν: Ο ρόλος της ποίησης την περίοδο της υγειονομικής κρίσης. Αν σταθούμε στη διαπίστωση πως βιώνουμε το παρόν με τη νοσταλγία του χαμένου παρελθόντος κι ατενίζουμε το αβέβαιο μέλλον, τότε η ποίηση ελάχιστα έχει να προσφέρει, πέρα από μια αναγνωστική απόλαυση τις άγριες νύχτες του εγκλεισμού. Θα μου πείτε, κάτι είναι κι αυτό. Όμως η ποίηση είναι τρόπος ζωής. Η ποιητική λειτουργία αποκαθιστά τα δάκρυα των ονείρων μας, οι λέξεις καρφωμένες μαρτυρούν το αίμα του ποιητή. Η ζωή και ο θάνατος, το όριο του σχοινοβάτη ποιητή, ποτέ δεν άλλαξε μορφή. Εκεί δημιουργείται η ποίηση. Σήμερα, που η πληροφορία διαχέεται με εκπληκτική ταχύτητα και η εικόνα συγκλονίζει, η ποίηση «πρέπει» να μετέχει και να κοινωνά τα νέα της ζωής. Ακριβώς, όπως ο θάνατος μελετά και αναθεωρεί τις προτεραιότητες, έτσι και η ποίηση, αποσαθρώνει τη συγκίνηση, ισχυροποιεί την αμφισβήτηση κι ενδυναμώνει τους δεσμούς. Ο ποιητής χωρίς να είναι ο ευαίσθητος αλληλέγγυος, συντάσσεται οργανικά με την ομήγυρη, πάσχει και προχωρά, δημιουργώντας. Άλλωστε ο ποιητής είναι οι άλλοι… και τότε μονάχα υφίσταται.

 

 (Το Επιμύθιο) ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΑΘΡΑΙΟΥΣ ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΜΕ ΒΡΥΧΗΘΜΟΥΣ ΚΑΙ ΜΥΚΗΘΜΟΥΣ Σ’ ΕΝΑ ΚΑΦΕ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΕΝ ΚΙΝΗΣΕΙ

Δεν ξεκολλούσε η βροχή από τα σύννεφα όμως, / εκείνος πίστευε στην πλημμυρίδα, / είχε αγαπήσει μια σχεδία στο ταξίδι του, εκεί γνώρισε / τους χαμαιλέοντες τα δύσπιστα φυτά και τα παλίμψηστα του παραδείσου. Ολόλευκη με τα γαλάζια μάτια τον εξουσίαζε· / του Ταΰγετου η σκιά και της Ιθώμης, δεν το αρνιόταν / τηρούσαν απαρεγκλίτως τις μεταθανάτιες υποσχέσεις του. Τότε φως ιλαρό συνέβαινε στου πιάνου τα ματζόρε / ύφαινε τους πόνους με τα δάχτυλα / κι όταν στις παύσεις σήκωνε το διαφανές ποτό / φρόντιζε να μη θιγούν οι έρωτές του οι άλλοι. Σήκωνε το κεφάλι του ψηλά το δάκρυ να μη στάξει / και του προδώσει μυστικά. Έπειτα ποιήματα νεκρά που διέθεταν / την αφροδίσια αθανασία του / εκτός ελέγχου αφόριζαν τους εκλεκτούς και τους κληθέντες, / τη μνήμη, το ένστικτο, την πείνα ενδεχομένως. Δίχως τη συντριβή του / ήταν μονάχα ένα νευρόσπαστο αριστούργημα / αιώνες πριν τη μάχη. Στον καταπέλτη όρθιος προσδοκούσε ό,τι του έταξαν. Το κατευόδιο παραμύθι στις φυσαλίδες που έσβηναν / χαρές καφέ και νικοτίνης, / άντεχε ακόμη / ήταν προσηνής ευγενικός με τους ανθρώπους / ειλικρινής με τα παιδιά τους, ξένος. Αγκυλωμένος στον καφέ της πέμπτης λεωφόρου / οι εικασίες και τα τεχνάσματα του δράματος διαρκώς / να λιγοστεύουν, / στο σκοτεινό σου απόγευμα καραδοκώ για μιαν ανάμνηση / μήπως και καταφέρω να υπονομευτώ / κι εξιστορήσω τη ζωή μου / στα Απέννινα, στο Μέλανα Δρυμό ή όπου αλλού. Έχω τον τρόπο να λειαίνω τη σιωπή / ή μήπως αγάπησα ένα όνειρο(Βαγγέλης Τασιόπουλος, Αχερουσία η Θάλασσα. Γκοβόστης 2019)

και τρέχα γύρευε από μηχανής αμφισημίες στο εκκύκλημα της Σιωπής τους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου