Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΥΨΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ ΑΚΟΜΑ

(…το λέμε τώρα έρωτα του ουρανού και των άλλων άστρων…):

 «Ζητήματα Ύψους» είναι ο τίτλος της 4ης ποιητικής συλλογής της Κυριακής Λυμπέρη που κυκλοφόρησε το 2015 στη σειρά Λάλον Ύδωρ από τις εκδόσεις Τυπωθήτω. (Προηγήθηκαν οι συλλογές:  «Κοιτούσα μέσα στο ποτήρι», 2009, «Εμαυτού», 2010, και «Το κάλλος και το τραύμα», εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012, ενώ το 2017 κυκλοφόρησε και η συλλογή «Ορμητικοί οι Φθόγγοι ως το Χάνομαι», εκδόσεις των Φίλων).

«Ζητήματα ύψους πραγματεύομαι ακόμα…» δηλώνει η ποιήτρια στον πρώτο στίχο του τελευταίου ποιήματος της συλλογής.  Και ακολουθεί  μια εικόνα που αντιστοιχεί εν πολλοίς με την ιδέα του «Κληρονόμου Πουλιών» στον Ελεγκτή του Σαχτούρη που πρέπει «έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει και να ελέγχει τ’ αστέρια»!..

Έτσι και η Κυριακή Λυμπέρη, φαντάζεται εαυτήν ψηλά, να επιβλέπει από το «αιωρόπτερό» της τα επί γης φαινόμενα και μαζί με τ’ αστέρια, ν’ αναρωτιέται για «το ύψος το σωστό» από το όποιο θα γίνει ο έλεγχός τους:

«στις γυμνές βραγιές στο χώμα», «στο δάσος» των ανθρώπων!..

 Γιατί μόνο από ψηλά, όπως τ’ αστέρια, ρίχνοντας «ματιές συμπονετικές…» μπορεί να φυτεύει «χρυσαφιές ανταύγειες». 

Το τελευταίο αυτό ποίημα και ο πρώτος στίχος έδωσαν τον τίτλο στα  σαράντα ένα ποιήματα που περιέχονται στη συλλογή με τα οποία η ποιήτρια εξωτερικεύει συναισθήματα που «εξέθρεψε η απώλεια, η προδοσία, η ματαίωση του ονείρου. Ο έρωτας» (σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση της Ανθούλας Δανιήλ). 

Οι βάσεις της εξωτερίκευσης τίθενται με τις υποθέσεις στο πρώτο-πρώτο ποίημα της συλλογής:

 «κι αν καμιά φορά μετρώ τα ύψη, είναι τα βάθη που συλλογιέμαι.

Κι αν ρίχνω δίχτυα για πουλιά, είναι γιατί με θέλγουν τα φερσίματά τους, του κότσυφα ο κελαηδισμός και ο χτύπος του φτερού.

Αν μ’ αγαπάς, να ξέρεις πως κρατώ κάποιας αόρατης πόρτας τα κλειδιά…

 Και αν ακούσεις ουρλιαχτό, να με πονάς, αλλά μη ζητήσεις να επιστρέψω αμέσως, ώρες που με άγρια βότανα το αίμα μου τροφοδοτώ.

Μα όταν βγαίνω από εκεί, πόσα κομμάτια ουρανού μπορώ και θέλω να χαρίζω» (Με άγρια Βότανα σελ. 9).

Προσηλωμένη, λοιπόν,  η Κυριακή Λυμπέρη, στα θέματά της, Σώμα, Ψυχή, Αγάπη, Όνειρα «στους ορίζοντες πετάει σχοινιά, θηλυκώνει τα τέσσερα σημεία τους» και τιτιβίζει με τα ποιήματά της ευχές για να αποτινάξει από πάνω της

«ό,τι ως έρμα καθιστά το άγγιγμα του επάνω δύσβατο»,

γιατί «και στα σύννεφα όταν ανεβαίνω – δώσε γαλάζιο και σκοινιά - ύστερα από λίγο βουλιάζω σε βάθη άπατα.

Αρμυρή, αρμυρή απ’ τον καιρό κι όμως αθώα, ξανακερδίζω την πρώτη μου ψυχή» (Χαρμολύπης Εγκώμιον σελ. 24).

Στην πατρίδα της τον Ουρανό, «διπλώνει μαλακά τις λύπες, ραντίζει με βροχούλες τα ερωτήματα» και αφήνεται στην εξαίσια αυτή αναμονή του Κάλλους-

«το λέμε και υποταγή στην ομορφιά που κατεργάζεται τα μέταλλά της και παλιώνει».

Ποιήματα για ζητήματα ύψους και βάθους είναι, λοιπόν, η συλλογή αυτή της Κυριακής Λυμπέρη. Η αρχή μιας διαδρομής αναζητήσεων εκεί ψηλά στ’ αστέρια που είναι παράλληλα γλυκιά επιστροφή «στις γυμνές βραγιές στο χώμα»      [Art by Chagall Mark]




ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΟΥ  (από τη σελ. 38)
Μήτρες της άνοιξης υγρές
μέσα στο χώμα του σωστού καιρού,
τρίζουν οι βολβοί, ετοιμάζονται
αξίζει το κάλλος την αναμονή του.
Κι εσείς, φίλοι πουλιά μου, δώστε μου
την όρασή σας να κοιτάζω την πλάση,

τη γλώσσα σας να τραγουδήσω δώστε μου
στα πιο ψηλά κλαδιά της κατάφασης.
Μ’ αυτό το αγεράκι σήμερα
να πυκνώσω θέλω το μέγεθος του κόσμου,
να λιώνουν απαλά στα χέρια μου
φρούτα, καρποί, επιδαψιλεύσεις της αγάπης.
Το λέμε τώρα έρωτα
του ουρανού και των άλλων άστρων
το λέμε υποταγή στην ομορφιά
που κατεργάζεται τα μέταλλά της και παλιώνει.
Κι όταν έρθει κάποτε η στιγμή
το πήλινο εκμαγείο μου στη γη να παραδώσω,
άρωμα γιασεμιού η διαθήκη μου
και ροδιού σπόροι οι λέξεις,
τ’ όνομά μου.


ΑΝΕΒΑΙΝΩ. ΠΟΥ ΠΑΩ; ΝΑ ’ΞΕΡΑ ΜΑΚΑΡΙ… ΜΗΠΩΣ ΦΤΕΡΑ ΕΧΩ ΒΓΑΛΕΙ; ΟΧΙ. ΨΑΥΩ ΤΑ ΜΕΛΗ Τ’ ΑΛΑΦΡΑ, ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ. ΜΑ ΠΩΣ ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΕΧΩ ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΜΑΚΡΙΑ; (Περί Διαστολής σελ. 43):
Στην αρχή της συλλογής διαβάζουμε δυο μότο που επέλεξε η Κυριακή Λυμπέρη να προλογίζουν τα ποιήματά της. «Γιατί το σώμα και η ψυχή εκτίθενται μαζί» αναρωτιέται στο πρώτο ο Πωλ Ελυάρ έχοντας έτοιμη την απάντηση: «Γιατί χρησιμεύουν ως δικαιολογία το ένα για την άλλη». Και από κάτω ο Νίκος Καρούζος αποφαίνεται: «Κανένα κυπαρίσσι στο ύψος της αγάπης»!.. Μόνο τυχαία δεν είναι η επιλογή των συγκεκριμένων παραθεμάτων αφού κατά κάποιον τρόπο προοικονομούν τα Ζητήματα Ύψους. Μας προϊδεάζουν για το     Σώμα, τη Ψυχή, την Αγάπη, τις έννοιες δηλαδή με τις οποίες η Κυριακή Λυμπέρη θα κτίσει το ποιητικό της οικοδόμημα και μετρώντας το χρόνο που της δόθηκε θα τις ιστορήσει: «Με την πρώτη ανάσα μου ερωτώ: τι είναι η υγρασία του φιλιού στο δέρμα, έρμα μη βυθιστώ; Πόσο περίμενε αντέχουν οι αρτηρίες; Η μετρημένη πίεση στα νύχια πόσο αυξάνει το βάθος της ουλής; Τα δάχτυλα είναι δάχτυλα ή ηλεκτρικά καλώδια; Και μ’ άλλα τέτοια περιττά (λεπτά;) μετράω το χρόνο που μου δόθηκε, ασκούμαι στην αριθμητική μου…» (από το Ημίμετρο σελ. 18). Στα ύψη της αγάπης όμως φτάνεις με το σώμα. Με το σώμα «ψηλώνεις κι εποπτεύεις… του εδάφους τα συμβαίνοντα» και γίνεσαι σταδιακά έτοιμος για όλα. Η προετοιμασία είναι επώδυνη  και προϋποθέτει μια δύσκολη προσαρμογή. Σιγά-σιγά «ψηλώνει και ψηλώνει ο λαιμός σου,  ορέγεται λες τον ουρανό… Διότι το σώμα πάντα υπακούει τον αφέντη του» (Στα Ύψη με το Σώμα σε. 14). Υπάρχουν πολλοί στίχοι σε διάφορα ποιήματα της συλλογής στους οποίους παρακολουθούμε, ενίοτε με υπερρεαλιστικές εικόνες, μια περιπέτεια «μεταμορφώσεων» στο μακρύ αυτό πηγαιμό προς τα ύψη. Έτσι στο ένα ποίημα «σαν μια καμηλοπάρδαλη που, με θαυμάσια προσήλωση στης προσαρμογής την αρετή, και στα ψηλά και στα χαμηλά γνωρίζει να ελπίζει…» (Στα ύψη με το Σώμα σελ. 14) στο άλλο έχει αρχικά «στην πλάτη κολλημένο τόσο καιρό έναν σκύλο…» που στην πορεία «στα σημεία που φύτρωναν τα σκυλίσια μέλη, βγάζει φτερά και αρχίζει να πετάει  (Μια ομοταξία για ν’ ανήκω σελ. 16)    και σ’ ένα τρίτο ποίημα η μεταμόρφωση αγγίζει τα όρια του γκροτέσκο, «ο δράκος μέσα γίνεται με τα χρόνια άγγελος που ίπταται στο σωστό ουρανό, κάθε φορά εκτελεί περιπολίες, επιβλέψεις, ανοιχτομάτης φύλακας παρών και πανταχού στρατιώτης ευσυνείδητος…» (Ο Δράκος μου σελ. 20). Η Ανθούλα Δανιήλ σχολιάζοντας τη συμβολική αυτή πορεία των μεταμορφώσεων παρατηρεί: «Των παλιών ρομαντικών τα σύνεργα –«βράδια» και «φεγγάρια»– δεν επαρκούν για να βαστάξουν το βάρος της ψυχής. Και όσο πιο ψηλά κοιτάζει κανείς τόσο πιο βαρύς γίνεται ο κόσμος. Βράχος ασήκωτος ο καημός που το πάσχον εγώ πρέπει να άρει. Απέλπιδες είναι οι προσπάθειες να σκαλώσει σε κάτι, να υψωθεί πάνω από τις συμβάσεις, να κρατηθεί στην επιφάνεια και να μη βουλιάζει στων παραισθήσεων το τέλμα…»  Η δίψα ουρανού, άστρων, αγάπης είναι  έκδηλη σ’ όλη την ποιητική συλλογή. Οι υψηλές αναζητήσεις, όμως, απαιτούν συνεχή προσπάθεια και συνείδηση των θυσιών, χωρίς μάλιστα να είναι εκ των προτέρων βέβαιη η  θετική έκβαση της «επί των υδάτων» ποιητικής πορείας. «Χρειάζεται να μελετήσεις, σημειώνει εύστοχα η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, την απόσταση που διανύεις ως εαυτός. Χρειάζεται να ενσκήψεις στο σώμα σου ως βάθος. Να ζυγίζεις το βάρος του κόσμου για να βρεις τις οδούς του ύψους. Και αυτό κάνει η Κυριακή Λυμπέρη εδώ». Και αυτό είναι η Αρχή της Αρχής (σελ. 32): «Τρέχει το ελάφι πάνω κάτω στα ψηλώματα, ξεραίνεται το γέλιο μου στην άκρη του λαιμού, η δίψα μου είναι των άστρων. Πώς άνθισα στα μέρη αυτά τα χαμηλά, πήλινα πόδια χάρισα στο μέτριο, η καρδιά μου χώραγε τους ουρανούς και εγώ μοιράστηκα στα ερπετά»  Η ποιητική διαδικασία αλλεπάλληλων κι αμφίδρομων αλλαγών –τη μια στιγμή η καρδιά ποθεί τους ουρανούς, την άλλη το σώμα ανθίζει σε μέρη χαμηλά μαζί με τα ερπετά- έχει εντέλει  λυτρωτική καθαρτική επενέργεια Αγωνιώδης και προπαντός μοναχική είναι η αναζήτηση κάθαρσης. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου σχολιάζει: «Ναι, η αγάπη έχει ύψος. Εκεί κατοικεί. Μόνη. Η μοναξιά του επίδοξου αναβάτη – ακροβάτη στην αγάπη, άλλοτε ως πικρή διαπίστωση, άλλοτε ως προϋπόθεση κι άλλοτε ως υπόσχεση, υπερχειλίζει όλη τη συλλογή… Η καρδιά της ποιήτριας στην μοναξιά της, αναζητά με πείσμα να αναμοχλεύσει το αόρατο, το ανέφικτο, με μια τιμιότητα που μόνο η αγάπη έχει, με μια αγαθότητα θα έλεγε κανείς…».  Θέλει υπομονή και πόνο αυτός ο δρόμος, θέλει να επιμένεις: «θα σου δώσω αυτό το σώμα, πάρε με, με τα χείλη ένα-ένα να μετρήσεις τα οστά, διαμάντια δάκρυα στις λακουβίτσες μου και να καίνε, να επιμένεις στην αγάπη, να επιμένεις…» (Να επιμένεις από τη σελ. 45)

ΜΙΑ ΟΜΟΤΑΞΙΑ ΓΙΑ Ν’ ΑΝΗΚΩ  (από τη σελ. 16)
Είχα στην πλάτη μου κολλημένο
τόσο καιρό ένα σκύλο.
Και αυτό το έλεγε
ο ένας φυσικό
(επειδή έμοιαζαν ανθρώπινα
τα υπόλοιπα χαρίσματα του ζώου),
ο άλλος αδιάφορο
(επειδή γιατί ν’ ασχοληθούμε με τους άλλους
όταν τόσο πολύ ήδη
μας απασχολεί ο εαυτός μας;)
κι ο τρίτος νοσηρό
(επειδή μερικοί έχουν το χάρισμα
να διακρίνουν καθαρά
και να ομιλούν ακόμα καθαρότερα).
Λοιπόν σιγά-σιγά, καθώς η πλάτη μου
από το βάρος άρχισε να με πονάει,
καθώς να προχωρήσω μακριά
ελεύθερα πια δεν μπορούσα,
εκεί,
στα σημεία που φύτρωναν τα σκυλίσια μέλη,
άρχισα να βγάζω φτερά.
Έλεγα, καλύτερα ν’ ανήκω
στην ομοταξία των πτηνών
που γνωρίζουν να πετούν
να τραγουδούν
και να ατενίζουν,
αλλά δεν ξέρουν καθόλου τι θα πει αφέντης,
ενώ ξέρουν καλά τι θα πει αγάπη
(σάλιο, λάσπη και άχυρο
για τη δημιουργία της φωλιάς).
Έτσι έλεγα,
γιατί είναι λίγα
τα πουλιά που χωράνε σε κλουβιά
χωρίς να πεθάνουν.
Ενώ ένα σκύλο,
μια χαρά τον κουβαλάς
στην πλάτη σου σ’ ένα στενό σπιτάκι,
για ένα μόνο κόκαλο
τα χέρια του κυρίου γλείφοντας
μ’ ευγνωμοσύνη!

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΖΗΤΗΜΑ ΥΨΟΥΣ και ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΕΧΕΙ ΟΥΡΑΝΟ
Ο Ουρανός είναι κοινός τόπος συμβόλων για τα όνειρα και τους πόθους των ποιητών. Ο Μίλτος Σαχτούρης μάλιστα πίστευε ότι, κατ’ επέκταση, μπορεί να είναι και κοινή πανανθρώπινη ανάγκη, όταν προσπαθώντας να ορίσει τη Χώρα της Ποίησης έλεγε πώς πρόκειται για ένα «μαγικό χώρο στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως πανανθρώπινη ανάγκη για ουρανό». Ο κόσμος, λοιπόν του ποιητή έχει οπωσδήποτε ουρανό. Έχει απόπειρες κατάκτησης του μεταφυσικού αυτού χώρου από χίλιες οδούς. Στον αντίποδα, εξίσου πυκνές  είναι και οι εικόνες Βυθού, σκηνές καταβύθισης ή πνιγμού  σε υδάτινα τοπία, εκεί όπου μπορεί κανείς ν’ αποκαλύψει ξαφνικά «θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων». Αυτό το αντιφατικό δίπολο, Ύψος – Βάθος, Ουρανός – Βυθός,  εναλλάσσεται και στα ποιήματα της Κυριακής Λυμπέρη. Έτσι, η μισή της καρδιά βρίσκεται εκεί που «…ξεβράζει η φουσκοθαλασσιά ρήματα, λέξεις και μαργαριτάρια» (Οι Αντίποδες σελ. 11) όπως ίσως η ηρωίδα της Σονάτας ανακάλυπτε στο βάθος του πνιγμού της «κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων». Στο άλλο ποίημα όμως ψηλώνει και ψηλώνει και τα σε έκταση χέρια της γίνονται φτερά και ως ένας Ινδός άγγελος «ζυγιάζεται στην άκρη του φωτός…» (Ένας Ινδός άγγελος σελ. 19). Δηλαδή εδώ την βρίσκουμε ανεβασμένη στα σύννεφα να διαχειρίζεται «γαλάζιο και σκοινιά» και αμέσως μετά, λίγο πιο κει, την βλέπουμε να βουλιάζει σε βάθη άπατα (Χαρμολύπης Εγκώμιον σελ. 24). Και στη μια περίπτωση όμως και στην άλλη, είτε πετάει ψηλά στα σύννεφα είτε καταβυθίζεται βαθιά-βαθιά στην «αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής», έχει συνείδηση της δοκιμασίας, γνωρίζει ότι «ο κάθε δρόμος κρύβει τις παγίδες του, κάθε γωνιά τον κίνδυνό της… Μα κάθε γειτονιά έχει μια λάμπα για πρόχειρες ενέσεις αιωνιότητας, αναβολές φθοράς και άλλα αναλγητικά. Κι έτσι όπως βαδίζουμε γυρεύοντας, το μόνο φως μέσα στη νύχτα αυτή η λάμπα και τ’ άστρα μακριά που λιώνουνε στα δάκρυά τους τα συντροφικά» (Το Φαρμακείο σελ. 28). Εμφανείς κι εδώ οι αναλογίες με τον ανάλαφρο εξαίσιο ίλιγγο της Σονάτας, το αέναο ταλάντευμα του ποιητή, το «βαθύ-βαθύ πέσιμο, βαθύ βαθύ το ανέβασμα». «Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες. Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι…». Θεραπεύονται όμως με μια ασπιρίνη τα θαύματα που εν φαντασία και λόγω δημιουργούν οι ποιητές; Πώς να γιάνεις τις ουλές «που έχουν όλα τα δένδρα στο κορμί τους;». Η συνταγή βέβαια, σ’ αυτές τις ειδικές περιπτώσεις που στα μονοπάτια έρωτα και πάθους βρεθείς και «της σάρκας η τροφή… απλώνει κλώνους και φυλλώματα και, αν δεν προσέξεις, πνίγει όλο το σπίτι», (Σαρκοβόρων νηπενθών βίος σελ. 15),  όταν δηλαδή «στήνει ο ουρανός αγάπης παίγνια, απρόσμενες παγίδες, θαύματα ερήμην», τότε η συνταγή είναι: «με λίγο χάδι πώς αλλάζει ο καιρός, λιώνει και στάζει στην ποδιά των άστρων και το κεντρί της μέλισσας στο στόμα σου βρυσούλα αμβροσίας θα κατηφορίσει… Και το φιλί που φτάνει από βαθιά κανέλα και γαρύφαλλο στη γλώσσα» (Θαύματα Ερήμην σελ. 29)

Κεντρικό σημείο στα ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΥΨΟΥΣ της Κυριακής Λυμπέρη είναι το ποίημα με τίτλο Επί των υδάτων και σε παρένθεση Ars Poetica. Ο Σεφέρης πολύ σοφά είχε πει ότι «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι αυτά τα λόγια των ποιητών θα φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου εσαεί ακόμα κι όταν αυτός δεν θα είναι πια εκεί. Την αλήθεια αυτή της κοινοκτημοσύνης του λόγου και της διαιώνισής του δια μέσου της ποίησης επιβεβαιώνει με το δικό της τρόπο η ποιήτρια στο εν λόγω ποίημα. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η συνομιλία της με τους στίχους πολλών και διαφορετικών ποιητών που αγάπησε ή συνομίλησε μαζί τους μέσα από το έργο της. Οι στίχοι τους –με πλάγια τονισμένη γραμματοσειρά- είναι οι φάροι στην δική της επί των υδάτων ποιητική πορεία:  
ΕΠΙ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ (ARS POETICA)  (από τις σελ. 33-36)
Στα νερά πάντα να μπαίνω γυμνή,
κοριτσάκι με αισθήσεις στιλπνές,
ότι της αθωότητας η γλώσσα έχει τίμημα
οι άλλοι είναι τώρα τ’ όνομά μου
τα δαχτυλίδια μου, τα κοσμήματά μου
υπέρβαρη μες την εξάρτυση αυτή,
καθόλου δεν με νοιάζει αν πνιγώ με λέξεις.
Την πρώτη φορά ναυάγησα στους φίλους
που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν,
στη στέρνα που μαζεύει τις πληγές
και στις αμυγδαλιές που ανθίζουν
δίσεκτα χρόνια σε καμένη γη.
Κι ανάμεσα στα κόκαλα
ο καπετάνιος να επιμένει στο τιμόνι του.
Κάπου θα κλαίει ένα βιολί.
Υπάρχει, δεν υπάρχει,
επιδιορθώνει τα ταβάνια μας ακούραστα,
σύμβολα ζωής υπερτέρας ρίχνει στον καφέ,
δυο κουταλάκια, έτσι για το δρόμο.
Μην ακούσατε
κανέναν να αυτομολεί στην Πρέβεζα;
Ξάπλωσε μέσα στην καρδιά μου και κοιμάται.
Γνώρισα κι έναν από τους μετοίκους,
αγάπαγε αγόρια με τα φαναράκια τους,
σε καφενεία έγραφε τους οίστρους του,
έριχνε μέλι στα σκεπάσματά του
και το πρωί στην αγορά ρητόρευε
για την υπόθεση των Πτολεμαίων.
Και κάπου ένας άλλος ανεμοπορεί
ελικοφόρος κατά το βοριά,
αρέσκεται στη συλλογή ιμέρων,
στα ναυπηγεία του τεχνουργεί ολημερίς 
επιτελίδες αδιακρίτως και φιλιά
για τα μαλλιά των κοριτσιών
και για λαιμούς των κύκνων.
Έρχεται πάντα ο άγιος της κολάσεως,
στο χορταράκι γαντζωμένος
ανεβαίνει την ουράνια σκάλα,
γιατί -να ξέρετε- η ταπείνωση
βαθμολογείται με άριστα μετά Χριστόν.
Των πηγών πλαντάζει ο πίδακας
να εκτοξεύει το νεράκι του,
τι να κομίσει άλλο από την αγάπη,
με κλαδιά, με φύλλα και με τ’ άνθη της
που πλέκει ολημερίς στεφάνια.
Ω χάρισμα, Βουραϊκέ,
με το σουγιά στα δόντια του θανάτου
να σε σκάβουν τα χρόνια και να στέκεσαι
σαν αγκωνάρι στην πλατεία ακτημοσύνης.
Και μήπως δεν είναι αδέλφια μου
μια άλλη αρετή η δικαιοσύνη
που ξέμεινε στα τρίστρατα
με τους ζυγούς και με τα ματογυάλια της,
πρεσβυωπίας η κακούργα θα ήτανε,
άρρωστη εσαεί από μάτια!
Άσμα ηρωικό μας τραγουδάει και άλλοτε
τη γοητεία της Νεφέλης,
τα πλήθη των νεφών μαζεύει στη στιγμή,
στεγνούς –ποσί αβρόχοις-
μας περνάει από κάτω
ως το μεγάλο κόσμο, το μικρό,
ως την ευγένεια με τα συστατικά της.
Έρχεται ο άλλος στο φτερό του αετού,
κωδωνοκρούστης των Ιμαλάϊων,
ορέ αυτός δεν ξέρει από ντροπές,
χαϊδεύει τους μαστούς με ύψιλον
και πώς θα πάμε Έκτορα στη Νίσυρο
μόνο με τα σαντάλια μας
πορευόμενοι επί των υδάτων!
Μας βρίσκει ο έρωτας εκεί,
στη γειτονιά μας ξημερώνει καύσωνας,
πότε θα φάμε Διάκο τα κουφέτα σου
με την Καλλιόπη μούσα ακατάδεκτη!
Μια γηραιά κυρία φτάνει αειθαλής,
ξεχύνονται οι ήχοι απ’ τα φουστάνια της,
ιδιόμελο το λες, μουσική δωματίου,
τι να περνάνε απ’ έξω τεθωρακισμένα,
ξύνει και ξύνει πλήκτρα, μαλακές μεριές
και σειέται πάντα ο Άθως με τα μοναστήρια του.
Όταν τη συνάντησα, κατηφόριζαν κυκλάμινα
να διακοσμήσουν μπουκαλάκια εσωτερικά,
διάλεγε η νοσταλγία
το χρώμα που θα κατοικήσει,
φίλη μου των ψιθύρων εσύ
και μυροφόρε των απόντων.
Αν θέλετε έτσι τώρα να μιλώ,
τραβώ προγόνους, φυλαχτά του ύπνου,
πατάτε ένα κουμπί στη γλώσσα μου,
τρίψτε πιπέρι στους αδένες.
Ταγμένοι οι ποιμένες ν’ αγρυπνούν
και να σηκώνουν τα φορτία των άστρων
κι εγώ εδώ στα χειμαδιά
μαθαίνω την ψυχή μου.

(επίλογος) ΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ από την ανάγνωση των ποιημάτων από τη Διώνη Δημητριάδου:
«Διαβάζοντας την ποίηση της Κυριακής Λυμπέρη έχω την αίσθηση του «όλου», όχι μόνον ως συνολική εικόνα του κόσμου του ποιητή αλλά και ευρύτερα, ως αντίληψη που διακατέχει την ποιήτρια για το αδιάσπαστο του σύμπαντος. Μοιάζει εδώ να καταργείται εκείνο το καρτεσιανό περίφημο “cogito ergo sum” που οδήγησε τη σκέψη του ανθρώπου σε έναν ανελέητο κατακερματισμό σε σώμα και πνεύμα, σε σκέψη και σε ύλη, σε αντιμετώπιση της ζωής πάντα ως προς κάτι που την κατηγοριοποιεί και την καταδικάζει σε διάσπαση αέναη. Εδώ όλα δένουν, όλα υπακούουν στον εσώτερο ρυθμό που δίνει ο λόγος ο ποιητικός, που όλα τα ενώνει και τα βάζει να συμπλέουν μέσα στους στίχους. «Στα ύψη με το σώμα» θα μας προτείνει ανατρέποντας όλα τα περί κατώτατων ενστίκτων και ανώτερων πνευματικών ιδιοτήτων. Στα ύψη ανεβαίνεις με το όλον της ύπαρξής σου, επομένως και με το σώμα, ίσως κυρίως με αυτό, εφόσον με όχημα το σώμα βυθίζεσαι, ας πούμε, στον έρωτα, και τότε φτιάχνεις δυο τρεις στίχους από τους πιο ερωτικούς «κι άμα λυθούν τα σπλάχνα, αναβρύζουνε αρτεσιανά τα δάκρυα, μερίζεται ο άρτος του γκρεμού». [Διώνη Δημητριάδου]
(κατακλείδα το ποίημα) ΓΕΝΟΙΤΟ  (από τη σελ. 26)
Να βρέχει αστέρια, ανοιχτοί οι ουρανοί
μαστοί αφθονίας σε χέρσους λειμώνες
μου έλεγες θα μου δανείσεις το αίμα σου
να δροσίσω τις φλέβες μου, να τραφώ

φυτο-φωτοβολίδα να λάμψω στο ύψος μου
να τρίβονται ψίχουλα οι αμφιβολίες της αγάπης
χρυσά κάτω απ’ το δένδρο πουλιά ιθαγενή

κραταιοί προφήτες μιας άλλης άνοιξης

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ: ένας ποιητικός διάλογος με την ιστορία και τον μύθο όπου Πόλεμος, Φόβος, Μίσος, Πεπρωμένο ορίζουν την κατεύθυνση ενός Πολιτισμού που βεβηλώνεται διαρκώς

Το «Προς τα πού» του Σταύρου Ζαφειρίου (εκδ. Νεφέλη 2012) είναι, όπως προσδιορίζεται και από τον μέσα σε παρένθεση υπότιτλο, μια πολεμική ιστορία χωρισμένη σε πέντε ενότητες: Η Διαθήκη των Μύθων, Το Ταξίδι του Αίματος, Το Λιοντάρι της Δρέσδης, Προς τα πού, και Φάουστ. Καθεμιά από τις ενότητες περιλαμβάνει τρία ή τέσσερα αριθμημένα μέρη. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι οι πολλές σημειώσεις που συνοδεύουν σχεδόν όλες τις ενότητες του έργου με τις οποίες ο συγγραφέας μας δίνει χρήσιμες και απαραίτητες πληροφορίες, αντλημένες από διάφορες πηγές  κυρίως από ιστορικά κείμενα και ιστορικές μελέτες. Το πλούσιο αυτό υλικό παραθεμάτων είναι, όπως εύστοχα σημειώνει ο Ευριπίδης Γαραντούδης, «οδηγίες εις εαυτόν σε μια διαδικασία ανατροφοδότησης του στοχασμού για το προς τα πού πάει το ποίημα»! Είναι, δηλαδή, τα σήματα που καθοδηγούν τον απαιτητικό αναγνώστη στο δύσβατο δρόμο του ποιήματος.    Το θέμα του βιβλίου υποδηλώνεται, όπως είπαμε, με τον υπότιτλο: «Μια πολεμική ιστορία». Πιο συγκεκριμένα από τις σημειώσεις  κυρίως αλλά  και από τους στοχασμούς του ποιητή καταλαβαίνουμε ότι αφετηρία της έμπνευσης είναι  οι βομβαρδισμοί, τον Φεβρουάριο του 1945, της γερμανικής πόλης Δρέσδης. Οι βομβαρδισμοί αυτοί προκάλεσαν την ολοσχερή καταστροφή της πόλης και τον θάνατο των κατοίκων της· οι νεκροί εκτιμώνται από το ελάχιστο των 60.000 μέχρι το μέγιστο των 250.000 ανθρώπων. Στις μαρτυρίες για τις συνέπειες των βομβαρδισμών περιλαμβάνεται και εκείνη σύμφωνα με την οποία ένα λιοντάρι, που δραπέτευσε από το ζωολογικό κήπο της πόλης και τριγυρνούσε ανάμεσα στα νεκρά ανθρώπινα σώματα, όταν κατάλαβε ότι ανάμεσά τους υπάρχει ένας άνθρωπος ακόμα ζωντανός ξάπλωσε δίπλα του κολλώντας μάλιστα επάνω του σφιχτά. Εκτός από την κεντρική αυτή πολεμική ιστορία μνημονεύονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και άλλα συμβάντα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Όλα μαζί ικανή αφορμή για να αναρωτηθεί κανείς «προς τα πού» οδεύει ο πολιτισμός του ανθρώπου. Μετρήσαμε συνολικά 16 προτάσεις οι οποίες επαναλαμβάνουν δραματικά το εναγώνιο ερώτημα του τίτλου: «προς τα πού το ορατό… προς τα πού η φωτιά, η ανάσα που σκόρπισε τον καπνό που αφηγείται, η στάχτη του άστρου που λιπαίνει τον άνεμο…» (σελ. 26), «Προς τα πού οι εκβολές των λυγρών ποταμών και οι κρωγμοί των γλάρων, προς τα πού η κοιλάδα του Somme με το ένα εκατομμύριο διακόσια εξήντα  πέντε χιλιάδες νεκρούς, προς τα πού η ουρά του ερπετού που φυλάει τα κοπάδια του, αγρυπνώντας ανάμεσα σε δυο εποχές, ανάμεσα στην εποχή του κοντά και στην εποχή του απέραντου, ενεδρεύοντας πίσω απ’ τους τύμβους εκείνων που έπεσαν στην οθόνη του τελευταίου πολέμου… Προς τα πού ο τα πάντα ορών στον χερσωμένο κήπο των κανόνων, προς τα πού η νεβρή μοναξιά του πρωτόπλαστου φόβου, προς τα πού οι χιτώνες που απόμειναν από τη δημιουργία;» (σελ. 54), «Προς τα πού ο ιστός που υφαίνει ακούραστα ο κομπασμός της αράχνης, προς τα πού ο αυλός που νικήθηκε απ’ τις χορδές μνησίκακων θεών, προς τα πού ο βυθός που αναδεύει τ’ ασπόνδυλα στις αυλές των πνιγμένων» (σελ. 57), Προς τα πού η σιωπή της συνένοχης άγνοιας που τρομάζει απ’ τον ήλιο, προς τα πού ο μακάριος ρυθμός των τυμπάνων της στοίχισης, προς τα πού ο σταυρός που ανοίγει τα σκέλη του στην προσήλυτη τάξη» (σελ. 58), «Προς τα πού είναι η πύλη του ανθρώπινου Φάουστ, προς τα πού είναι η γνώση των κανόνων της θέασης… (σελ. 64).   Οι κραυγές αυτές του ποιητή με τα αμείλικτα «προς τα πού» που συχνά πυκνά συνοδεύονται απ’ άλλες πλάγιες αλλά και ευθείες ερωτήσεις, συνθέτουν     ένα πολιτικό βιβλίο με διαστάσεις φιλοσοφικού προβληματισμού  σχετικά κυρίως με το νόημα και το σκοπό της Ιστορίας: «Ποια στιγμή εξυψώνει τη βούληση; Σε ποια ιστορία η βούληση είναι ενοχή; (σελ. 27)  Ο Ζαφειρίου χρησιμοποιεί την ιστορία αναστοχαζόμενος πάνω σ αυτή. Στα έργα του διαλέγεται με την ιστορία και το μύθο και έννοιες όπως ο πόλεμος, το μίσος και ο ανθρώπινος φόβος. Είναι ο τρόπος του να φωτίσει με την τέχνη της ποίησης σκοτεινές πλευρές της Ιστορίας «μεγεθύνοντας τις σκιές των φασμάτων μέχρι τη δίδυμη όψη της φύσης τους». Κι αυτός ο τρόπος είναι, τελικά, «μια μεταφυσική συμφιλιωμένη με τα φαινόμενά της», «μια ιδέα που γίνεται πεπρωμένο», ίσως με την έννοια της  εμμονής του συγγραφέα να βιώνει τις επιλογές του για την καταγραφή των ιστορικών γεγονότων –έστω με τη μορφή ερωτημάτων- ως αίσθηση μιας αποστολής. (Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά – Αναγνωστάκης – Παρενθέσεις 1949). Ενδεικτικά και τα παρακάτω τρία παραθέματα που προτάσσονται ως μότο στην πρώτη ενότητα της συλλογής «Η Διαθήκη των μύθων»:   α] Πείτε μου τι ακριβώς εννοείτε με τη λέξη άνθρωπος και θα σας πω αν πιστεύω σ’ αυτόν!..  (κατά το «…τι ακριβώς εννοείτε με τη λέξη θεός…, που είπε ο Άινστάιν) β] Οσμή βροτείων αιμάτων με προσγελά» (Αισχύλος, Ευμενίδες) και  γ] Κι όμως ο άνθρωπος είναι γεννημένος για να ρέπει ψηλά και προς τα μπρος (Γκαίτε, Φάουστ)* Στο τελευταίο παράθεμα ενυπάρχει, με έμμεσο τρόπο, και η απάντηση στο ερώτημα/ προβληματισμό για τη σκοπιμότητα της ποίησης σε καιρούς βαρβαρότητας  σαν αυτές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. «Θα έλεγα, σχολιάζει ο Ευριπίδης Γαραντούδης,  ότι εντέλει στο Προς τα πού η ποίηση, ανατρέχοντας στο αποτροπιαστικό παρελθόν του δυτικού ανθρώπου, γίνεται μια ελεγεία της πτώσης του ανθρώπου από τον θρόνο στον οποίο ανέβηκε… Αν αυτό είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του δυτικού ανθρώπου, ποιο είναι το προς τα πού της ποίησης…  Αν διαβάζω σωστά το βιβλίο του Ζαφειρίου, αυτό που κάνει η ποίηση, μετά το Άουσβιτς και μετά τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης, είναι να υψώνει επάνω στον σωρό των πτωμάτων το λεκτικό σώμα ενός εξαγνιστικού αγγέλου μνήμης, που βέβαια είναι εντελώς αδύναμος να αλλάξει τη ροή της ιστορίας προς την καταστροφή…»   
Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί, ως συνήθως πίνακας του Σταύρου Παναγιωτάκη από τη σειρά «Υπνοβάτες» - με ΚΛΙΚ σ’ αυτόν ανοίγουν αντιπροσωπευτικά δείγματα από τη συλλογή, ένα από κάθε ενότητα που σχολιάζονται επιγραμματικά….


ΔΟΚΤΩΡ, ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ; ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΒΛΕΠΩ. ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ; ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ ΣΟΥ ΕΙΠΑ (το δεύτερο απόσπασμα από την πρώτη ενότητα του βιβλίου «Η Διαθήκη των Μύθων» (σελ. 14-16):
Ίσως όμως να είναι ο τρόπος που φωτίζεται η τέχνη σας
στην ορατή πλευρά της ιστορίας,
στη χωρική διαδοχή των πραγμάτων που απαιτούν τις διαστάσεις του όντος τους,

γιατρεύοντας το αρρωστημένο μάτι,
μεγεθύνοντας τις σκιές των φασμάτων μέχρι τη δίδυμη όψη της φύσης τους,
ως το λειψό μορφασμό της ανάγκης που υπομένει τα έργα του εφήμερου.

Από τα βάθρα των ανάπηρων αγαλμάτων
και αναγνωρίζοντας στη στάση των κορμών την έκφραση μιας μεταφυσικής συμφιλιωμένης με τα φαινόμενά της

πιο κοντά, πιο μακριά,
ανάμεσα στο ασμίλευτο και στην ενέργειά του,
ανάμεσα στο λευκό που διαβρώνεται και στην άλλη φθορά, που υποθέτετε μόνον εσείς,

τη στιγμή ακριβώς που ο παλμός αιωρείται,
εξίσου απέχοντας απ’ το εγώ κι από το μέτρο του,
εξίσου απέχοντας από το ευδόκιμο και απ’ το πραγματικό

πιο κοντά, πιο μακριά,
στοιχειωμένοι από την υπόσχεση ενός βασιλείου
-του βασιλείου που θα κληρονομήσετε δια της διαθήκης των μύθων-
πιστέψατε πως υπάρχει μία μονάχα κατεύθυνση,
μία αποστολή,
ή μια ιδέα που θα γίνει πεπρωμένο.

πως ό,τι είναι ζωντανό έχει ένα τέλος,
μια ολοκλήρωση στο χρόνο, που δεν αντιστρέφεται.

Το ίδιο και το ίδιο πάντοτε λάθος,
η ίδια απερίγραπτη βεβαιότητα που παραβλέπει το άχρονο.

Πόσο ανόητοι μες τη σοφία της αμέριμνης τύχης,
μες στην αδιάλλακτη απόφανση αυτού που θα συμβεί
ριζωμένοι στη χάρη που φανερώνει το άφαντο,
αθροίζοντας μέρες μισές μιας εποχής που στάθηκε
για να σας περιμένει

και πόσο ακατάπαυστος ζήλος,
υφαίνοντας τον αύλειο χώρο σας με την κλωστή που γνέθουνε οι νομοτέλειές σας.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Το Προς τα πού μάς επιτρέπει να σκεφτούμε πως αντιλαμβάνεστε την ανθρώπινη ιστορία ως μια ιστορία πολέμων; Στέκεστε με σκεπτικισμό σε αυτό που αποκαλούμε πρόοδο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: «Πρέπει να σκεφτούμε λίγο πάνω σ’ αυτό. Κυρίως όμως πρέπει να οριοθετήσουμε τις έννοιες. Τι σημαίνει πόλεμος; Τι σημαίνει ειρήνη; Τι σημαίνουν πρόοδος και πολιτισμός; Και το μεγαλύτερο ερώτημα: Τι σημαίνει ιστορία; Και ποια είναι η θέση του ανθρώπου μέσα σε αυτήν; Είναι κομμάτι της ή ο δημιουργός της; Βλέπετε, δεν έχω άλλον τρόπο να απαντήσω παρά μονάχα με νέα ερωτήματα. Και αυτό που διακρίνετε ως σκεπτικισμό στα γραπτά μου, θα έλεγα πως είναι μάλλον μια προσπάθεια κατανόησης όλων αυτών των εννοιών, οι οποίες ωστόσο δεν μπορεί να σημαίνουν τίποτε,  αν δεν φωτίσουμε τα βαθύτερα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης». [απόσπασμα από συνέντευξη του ποιητή στην Εύη Καρκίτη]

ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΜΕΡΗ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ (το δεύτερο απόσπασμα από τη δεύτερη ενότητα του βιβλίου «Το Ταξίδι του Αίματος» (σελ. 27-28):
Ποια στιγμή ιστορίας εξυψώνει τη βούληση;
Σε ποια ιστορία η βούληση είναι ενοχή;
Μια ιστορία διασχίζοντας τις εκτάσεις του χρόνου,
προς τους αθέριστους λειμώνες του κενού
και μια ιστορία μη κίνησης,
που παγιδεύει τον χρόνο στον χρόνο της.
Σιδερένια πατήματα ισιάζουν το χώμα που οργώθηκε,
σιδερένιοι αντίχειρες φυτεύουν τους βολβούς των νεκρών.
ένα γκρίζο ποτάμι κυλά μαζί με το θάνατο,
ανηφορίζει μαζί με το θάνατο προς την άλλη μεριά της ροής του

πάντα κυλά ένα γκρίζο ποτάμι, που είναι όλος ο θάνατος,
παρασέρνοντας τις οπλές που γλιστρούν πάνω στα φαγωμένα νύχια της νύχτας
πάνω στ’ αφώτιστα κουφάρια των τροχών

πάντα ένα γκρίζο ποτάμι ανάμεσα στις γραμμές που χωρίζουν αυτό που ερημώθηκε
από εκείνο που πρόκειται να ερημωθεί.

 «ΕΙΝΑΙ ΒΑΡΒΑΡΟ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΣ (Τέοντορ Αντόρνο)  
ΣΧΟΛΙΟ του Ευριπίδη Γαραντούδη: «Το ερώτημα της ηθικής σκοπιμότητας της ποίησης ύστερα από τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης, αλλά και ύστερα από τις γενοκτονίες, τις εθνοκαθάρσεις και τις πάσης φύσεως σφαγές που συνέβησαν από τότε μέχρι τις μέρες μας, ο Ζαφειρίου το θέτει, επιλέγοντας ως βασικό διακείμενο του συνθέματός του την περίφημη τραγωδία του Γκαίτε, Φάουστ, αλλά και αναπτύσσοντας γύρω από αυτό το βασικό διακείμενο ένα ευρύ δίκτυο άλλων διακειμένων, λογοτεχνικών και ευρύτερα καλλιτεχνικών αλλά και μη καλλιτεχνικών, όπως το δράμα Δόκτωρ Φάουστους του Κρίστοφερ Μάρλοου, το μυθιστόρημα Μεφίστο (1936) του Κλάους Μάν, η ομώνυμη ταινία-κινηματογραφική διασκευή του Μεφίστο από τον Ίστβαν Ζάμπο (1982), η νιτσεϊκή θεωρία του υπερανθρώπου, η ιστορικοφιλοσοφική μελέτη του Όσβαλντ Σπένγκλερ, Η παρακμή της Δύσης (1918 και 1922), και άλλα.
Το Προς τα πού, λοιπόν, είναι μια ερωτηματική κατάφαση που υποδηλώνει ότι η (πολεμική) ιστορία είναι το αναπόδραστο παρόν μας και το προδιαγεγραμμένο μέλλον μας. Το ποίημα ανατρέχει και θεμελιώνεται στο ιστορικό και λογοτεχνικό παρελθόν, αλλά η θεμελίωση και η αναδρομή γίνονται προκειμένου να αναζητηθούν οι ρίζες του παρόντος μας και κατά κάποιο τρόπο αυτό να φωτιστεί ή να κατανοηθεί, εάν αυτό είναι πλέον δυνατόν, μέσα από μια έξω από τόπο και χρόνο στοχαστική θεώρηση του δυτικού ανθρώπου ως ενός βαθιά αυτοκαταστροφικού όντος, ενός όντος που σέρνεται πίσω από το άρμα της ιστορίας που αλέθει το σώμα του, σωρεύοντας σωρούς πτωμάτων. Αν διαβάζω σωστά το βιβλίο του Ζαφειρίου, αυτό που κάνει η ποίηση, μετά το Άουσβιτς και μετά τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης, είναι να υψώνει επάνω στον σωρό των πτωμάτων το λεκτικό σώμα ενός εξαγνιστικού αγγέλου μνήμης, που βέβαια είναι εντελώς αδύναμος να αλλάξει τη ροή της ιστορίας προς την καταστροφή. Έτσι οι μεταμορφώσεις του Φάουστ και οι βομβαρδισμοί της Δρέσδης επιλέγονται ως το κύριο διακειμενικό και ιστορικό πλαίσιο αντιστοίχως για να στερεωθεί ένα βαθιά αναστοχαστικό και σκεπτικιστικό ποίημα γύρω από το ερώτημα από πού έρχεται και προς τα πού τείνει ο δυτικός άνθρωπος, από την εποχή του διαφωτισμού και του ορθού λόγου μέχρι τις μέρες μας, συγκρουόμενος διαρκώς με τη σφοδρή επιθυμία του για δύναμη και αναλώνοντας μέχρι εξαντλήσεως, για να το πω έτσι, το ζωικό και το πνευματικό του κεφάλαιο. Σε διάφορα σημεία του κυρίως ποιήματος και των σημειώσεων ο Ζαφειρίου αναπτύσσει τον προβληματισμό του για το πόσο πολύ η δυτική φιλοσοφική παράδοση αλλοίωσε βασικές έννοιες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους της φιλοσοφικής σκέψης από την κυκλική αντίληψη του γίγνεσθαι στην αντίληψη της εξέλιξης ή της προόδου προς ένα διαρκές εμπρός. Όπως γράφει ο Ζαφειρίου σε μία από τις επιτασσόμενες σημειώσεις του, οι βομβαρδισμοί της Δρέσδης είναι «το ιστορικό αποτύπωμα της τόσο κακοποιημένης νιτσεϊκής βούλησης για δύναμη, το ίδιο ακριβώς που άφησαν και οι ναζί με τα δικά τους εγκλήματα, αυτό που καθορίζει εντέλει ολόκληρη τη δυτική λογική» (σ. 20). Σχολιάζοντας τη γένεση του φασισμού και τις αιτίες που τον συντηρούν στις δυτικές κοινωνίες, και στη δική μας, με το πολιτικό μόρφωμα της «Χρυσής αυγής», ο Ζαφειρίου συντάσσει και ένα βαθιά πολιτικό ποιητικό σχόλιο. Θα έλεγα ότι εντέλει στο Προς τα πού η ποίηση, ανατρέχοντας στο αποτροπιαστικό παρελθόν του δυτικού ανθρώπου, γίνεται μια μηδενιστική θεώρηση του παρόντος μας και μια βαθιά λυπημένη προφητεία ενός προδιαγεγραμμένα καταστροφικού μέλλοντος-τέλους, τόσο προδιαγεγραμμένου που ακυρώνει την προφητεία. Ή, αλλιώς, γίνεται μια ελεγεία της πτώσης του ανθρώπου από τον θρόνο στον οποίο ανέβηκε αφού πρώτα γκρέμισε το είδωλο του θεού και αναμετρήθηκε με τον διάβολο, με άλλα λόγια τον ίδιο του τον εαυτό, δίχως την σκεύη και την ασπίδα της μεταφυσικής πίστης ή του μεταφυσικού φόβου. Αν αυτό είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του δυτικού ανθρώπου, ποιο είναι το προς τα πού της ποίησης; Η δική μου απάντηση, κρίνοντας με βάση και την υψηλή αισθητική αξία του βιβλίου του Ζαφειρίου, είναι ότι η ποίηση θα συνεχίσει να γράφεται επάνω στον σωρό των πτωμάτων, μέχρι να μην μείνει κανείς ζωντανός να γράψει και κανείς ζωντανός να διαβάσει την ελεγεία του οριστικού τέλους» (απόσπασμα από την κριτική του Ευριπίδη Γαραντούδη που αναρτήθηκε στον ηλεκτρονικό ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ)

ΣΑΣ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΑΙΜΑ, ΛΥΠΗ, ΙΔΡΩΤΑ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥΑ, ΣΑΣ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΘΑΝΑΤΟ (μήνυμα Τσόρτσιλ στην πρώτη του αγόρευση ως πρωθυπουργού, στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου  - πρώτο και δεύτερο απόσπασμα από την τρίτη ενότητα του βιβλίου «Το Λιοντάρι της Δρέσδης» (σελ. 39-42 ):

Κλάρα Ζίνγκερ, θαμμένη εδώ κάτω απ’ τα χαλάσματα.
Χάινριχ Ζίνγκερ, ζωντανός στον αριθμό 7 της Γκάρτεν Στρασε, Κόσβιγκ.
Μητέρα, σε ψάχνουμε, Ερνστ και Κλάρα.
Φραντζ, είσαι ζωντανός; Η Έλσι σου.
Πού βρίσκεται η κυρία Μπράουνερ;
[γραμμένα με κιμωλία σε τοίχο στη Δρέσδη]

Πρέπει να περιμένουμε την επιστροφή της μανίας,
τον ερχομό μιας Αποκάλυψης παρενδυμένης τον πιο ασυνάρτητο θρίαμβο,
τη συγκατοίκηση της τρομακτικής νοσταλγίας με το ανοίκειο.

Κάτω από τα αποχρονισμένα ρολόγια και ανάμεσα στα κλίτη του κενού
-ένα κόκκινο αδιαπέραστο σύννεφο δένει στα κρόσσια του τα λείψανα ενός παιδικού ποδηλάτου

δεν είναι χώρος εδώ παρά μονάχα σάρκα και στόματα που δονούνται ακόμα ζωντανά
ό,τι σώθηκε από μια πολιτεία καθρεπτισμένο στ’ ανερμάτιστα νερά των ποταμών,
στις υψηλές θερμοκρασίες του εξαντλημένου αέρα,
σ’ αυτές τις πυρίμαχες λέξεις που πλέκονται σαν γαμήλια κόμη:
ΣΑΣ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΑΙΜΑ, ΙΔΡΩΤΑ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥΑ, ΣΑΣ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΘΑΝΑΤΟ (Τσόρτσιλ)

Εσάς, ποιος;
Ποιος υπόσχεται το ενδιάμεσο μέλλον,
το μέλλον που ήδη κρέμεται ξεφτίδι στο παρόν;

Μπροστά σε ποιον θα κλείσετε τα μάτια σας,
μετέχοντας στο παιχνίδι του τραχήλου που γέρνει στο χείλος μια κενόδοξης αβύσσου,
μαθαίνοντας πως το κάθετο φως δεν μπορεί να σκιάσει καμιά δυνατότητα;

Ρημαγμένο τοπίο της νίκης σας,
θαυμάσια σφηνωμένα στις μορφές που κοσμούν τους πυλώνες του νείκους

ένας άνδρας εχθρός κυλά τον τροχό
στρέφει ανάποδα τη βαρύτητα των κρεμασμένων

ο ίδιος εκείνος εχθρός,
πρόσωπο δίδυμο στο εκμαγείο της κρίσης,
λάμψη του άρματος που πετρώνει την όψη του

όχι ο εχθρός μα η αξεχώριστη όψη,
ο τρόμος μιας ρητορικής που εξιλεώνει τη γλωσσική της έπαρση με την πραγμάτωσή της:

ΝΑ ΜΗ ΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΣΤΟΧΟ.
ΝΑ ΜΗ ΧΑΣΕΙΣ ΤΟ ΣΤΟΧΟ,

τα ομόκεντρα γρανάζια που γυρνούν μέσα στη μία λαίλαπα μιαν άλλη.

Τη νύχτα όλα γίνονται κατάληξη κι αιθάλη
ένας άγγελος προ της ζωής,
καθόλου ουρανός

καθετί που έχει εξαγγείλει
βρίσκεται κιόλας στη θέση του.

Ένας άγγελος προ του εαυτού φτερουγίζοντας,
ακούγοντας μονάχα τη βουή των κινητήρων.

Δεν είχα φανταστεί πως ούτε οι κρύπτες των ναών θα τους γλυτώσουν,
και γέλασε.

Ούτε ποτέ μου πέρασε απ’ το νου πως ξεπαστρεύεις τόσο απλά την ιστορία,
και γέλασε.

Ένας άγγελος φτερουγίζει απαλά,
υπεριπτάμενος της θέας των νεκρών του

αυτών ποιών;
Ποιοι είναι αυτοί που γλιστρούνε στ’ αφώτιστα βάθη του γέλιου του;
Ποιος τους φωνάζει και ποιοι του απαντούν;
Ποια λόγια θάβουν τη φωνή κάτω από άλλα λόγια;



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ (στοιχεία από το διαδίκτυο):  
Καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όδευε προς το τέλος, οι Συμμαχικές Δυνάμεις βομβάρδισαν ανηλεώς και ισοπέδωσαν τη Μεσαιωνική πόλη της Δρέσδης. Η αεροπορική επίθεση ήταν τόσο σφοδρή, που οι νεκροί ξεπέρασαν τα θύματα της  Χιροσίμα και του Ναγκασάκι . Από τις 13 ως τις 15 Φεβρουαρίου 1945, έπεσαν στην πόλη περίπου 4.000 τόνοι εκρηκτικών. 722 βαριά βομβαρδιστικά της RAF και 527 αμερικανικά αεροσκάφη, βομβάρδιζαν μια πόλη που δεν μπορούσε να αμυνθεί. Περίπου 135.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, η συντριπτική πλειονότητα ήταν άμαχοι... (οι εκτιμήσεις διαφέρουν: από το ελάχιστο των 60.000 μέχρι το μέγιστο των 250.000). Οι ζημιές που σημειώθηκαν στους ελάχιστους στρατιωτικούς στόχους, που βρίσκονταν στο βόρειο τμήμα της πόλης, ήταν μικρότερες από αυτές στην παλαιά πόλη. Η επιχειρησιακή σκοπιμότητα της επιδρομής αμφισβητήθηκε έντονα.
Ο Σταύρος Ζαφειρίου, παραθέτοντας στις σημειώσεις του αυτούς τους μακάβριους αριθμούς αναρωτιέται εύλογα: «να έχουν άραγε απομείνει σαν απλά στατιστικά δεδομένα ή κάτι σημαίνουν στη συνειδητή μνήμη και ενοχή; Ωστόσο, όσο εξοργιστικές είναι οι κυνικές θριαμβολογίες των νικητών άλλο τόσο εξοργιστική είναι η ιστορική θυματοποίηση των ηττημένων…» (από τη σελ. 19 του βιβλίου)
Σε κάθε εποχή η ιστορία ορισμένων συγκρούσεων, γραμμένη από μέρους εκείνων που επέβαλαν με το ξίφος την κυριαρχία τους επί των ηττημένων, παρουσιάζει αποκλειστικά μία μονομερή και διαστρεβλωμένη εκδοχή, συχνά σε αντίφαση με την πραγματικότητα, που αποβλέπει μόνον στην ανάγκη να παραδοθεί στις μελλοντικές γενιές μία θετική εικόνα  της Εξουσίας, που χάρη σε εκείνη την νίκη πέτυχε τον θρίαμβο της, διαγράφοντας, για λόγους σκοπιμότητας και προπαγάνδας, όλα όσα δεν συμφωνούν με τα σχέδια της για τον έλεγχο και την κυριαρχία των υποταγμένων λαών, οι οποίοι εκτός από την ήττα που υπέστησαν, χάνουν επίσης και την ανάμνηση του παρελθόντος τους .
Έτσι συνέβη με ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου της ιστορίας, όπως αυτό του βομβαρδισμού της Δρέσδης, ο οποίος παρουσιάζεται από την επίσημη και ακαδημαϊκή κουλτούρα ως «ένα αναπόφευκτο τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για την απελευθέρωση της Ευρώπης και του κόσμου από την ναζιστική βαρβαρότητα». Οι Γερμανοί, λέγεται, άρχισαν τον αεροπορικό πόλεμο, οδηγώντας τον κόσμο στην άβυσσο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου διαπράττοντας απείρως μεγαλύτερα εγκλήματα. Σε τελευταία ανάλυση «άξιζαν αυτό που τους συνέβη». Στην Δρέσδη, είναι αλήθεια, πέθαναν πολλοί άνθρωποι αλλά αυτό έγινε - καταλήγουν οι φύλακες της δημοκρατικής ορθοδοξίας - για το «καλό της ανθρωπότητας»

ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ Ο ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΟΡΩΝ ΣΤΟΝ ΧΕΡΣΩΜΕΝΟ ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ, ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ Η ΝΕΒΡΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΟΥ ΦΟΒΟΥ (πρώτο απόσπασμα από την τέταρτη ενότητα του βιβλίου «Προς τα πού» (σελ. 53-54):
Τίποτε δεν αλλάζει τον λόγο πού ειπώθηκε,
τον λόγο πού είναι εξίσου παρών στην εξιστόρηση και στην προφητεία,
στη γραφή πού υποτίτλισε την ακίνητη εικόνα του χρόνου.

Τίποτε δεν ορίζει το σχήμα πού δεν ορίστηκε,
το μάτι πού εκθέτει την αρχή του στο φως,
τη μάταιη ορμή του μυαλού προς το αβλάστητο ύψος

το ύψος πού εκ του ύψους μόνο περιβάλλεται,
αφήνοντας δίχως σύνορα τις διαστάσεις,
τα σημεία οπού τέμνεται το εφικτό με το ανέφικτο·

τα σημεία εντός του γινόμενου και τα σημεία έξω απ' αυτό.

Μεταξύ των σημείων ο ασυμπλήρωτος κύκλος σας,
τα διανύσματα πού δεν θα προστεθούν,
η απόσταση ανάμεσα στο συμβάν και στη μνήμη.

Μεταξύ των σημείων η κερδισμένη σας γνώση
και η γνώση που χάθηκε στα ενδεχόμενά της,
το αβαρές του αινίγματος στων εσόπτρων το κοίλο.

Προς τα πού οι εκβολές των λυγρών ποταμών και οι κρωγμοί των γλάρων
προς τα πού η κοιλάδα του Somme
με το ένα εκατομμύριο, διακόσιες εξήντα χιλιάδες νεκρούς

προς τα πού η ουρά του ερπετού που φυλάει τα κοπάδια του,

αγρυπνώντας ανάμεσα σε δύο εποχές,
ανάμεσα στην εποχή του κοντά και στην εποχή του απέραντου,
ενεδρεύοντας πίσω απ’ τους τύμβους εκείνων που έπεσαν
στην οθόνη του τελευταίου πολέμου.

Τέκνον τυφλού γέροντος, τίνας χώρας αφίγμεθα;

Προς τα πού ο τα πάντα ορών στον χερσωμένο κήπο των κανόνων

προς τα πού η νεβρή μοναξιά του πρωτόπλαστου φόβου

προς τα πού οι χιτώνες που απόμειναν απ’ τη δημιουργία.

ΠΟΙΗΣΗ, ΓΛΩΣΣΑ και ΙΣΤΟΡΙΑ  (αποσπάσματα από  μια συνέντευξη του ποιητή Σταύρου Ζαφειρίου στην δημοσιογράφο Εύη Καρκίτη):
 «Αν η ιστορία υπάρχει μέσα μας ως ένα συνεχές παρόν, αν μπορούμε να τη συλλάβουμε με μία ματιά, τότε αναπόφευκτα η ηθική αξιώνεται όχι ως επιλογή αλλά ως αναγκαιότητα. Τα τραυματικά βιώματα ή τα λάθη των προηγούμενων γενεών δεν αποτελούν απλώς και μόνον διδαχή για κάτι που δεν πρέπει να επαναλάβουν οι νεότεροι, αλλά μας επιτάσσουν την ανάγκη να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο κατανοήθηκε η ιστορία. Βιώνουμε σήμερα μια έξαρση βίας, μια νοσταλγία του κακού. Πώς αντιλαμβάνονται το παρελθόν οι εκφραστές τους; Αναφερόμαστε στην ηθική, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η ηθική είναι μια ευρύτατη έννοια, διόλου δεδομένη και διόλου αμετάβλητη, μια έννοια που διέπεται όχι μόνο από την εξωτερική αλλά και από την εσωτερική αίσθηση της ζωής. Αντιλαμβάνεστε ασφαλώς ότι τέτοιου προβληματισμοί ― γιατί περί προβληματισμών πρόκειται― δεν μπορεί να εξαντληθούν σε κανένα Ενοχικόν και σε κανένα Προς τα πού, θα είναι παρόντες διαρκώς και φυσικά δεν πρόκειται να διευθετηθούν παρά ως αυταπάτη.»
 Το πρώτο βιβλίο του Σταύρου Ζαφειρίου εκδόθηκε το 1983, με τίτλο Το ευλύγιστο πέλμα. Τότε ήθελε, όπως λέει, να γίνει ποιητής όπως ο Ρεμπώ και ο Μπωντλαίρ, ήθελε να γίνει «καταραμένος»,  Τον γοήτευαν οι μπητ, ο Γκίνσμπεργκ, ο Κέρουακ, ο Κόρσο, ο μύθος τους.
«Τότε το παν ήταν να πεις αυτό που σε έπνιγε. Ή νόμιζες τότε πως σ’ έπνιγε. Να φωνάξεις. Να καταγγείλεις. Να επαναστατήσεις απέναντι σε ένα μικροαστικό κοινωνικό περιβάλλον που σε παγίδευε, σε οδηγούσε σε αδιέξοδα. Να βγάλεις έξω τα μέσα σου. Βέβαια, υπήρχε και ο τρόπος. Το ευτύχημα ήταν πως διάβαζα. Και διάβαζα πολύ. Ό,τι έβγαινε λοιπόν στο χαρτί είχε πρότυπα. Και είχε από πίσω του κάμποση δουλειά. Γράψιμο, σκίσιμο, ξαναγράψιμο. Υπήρχε όμως κι ένας σεβασμός στον λόγο και την παρουσία των μεγαλύτερων. Οι ενεργοί ποιητές της πόλης εξέπεμπαν στα μάτια μου μια ιερότητα. Έβλεπα στον δρόμο τον Κύρου ή τον Θασίτη και ταραζόμουν. Θυμάμαι, και θα θυμάμαι πάντα, τα λόγια του πρώτου μου εκδότη, του Γιώργου Κάτου: «Παλιότερα έπρεπε να διαβάσεις εκατό βιβλία για να μπορέσεις να γράψεις έναν στίχο. Σήμερα διαβάζουν ένα βιβλίο και θέλουν να γράψουν εκατό». Ήταν, και είναι, απόλυτη πεποίθησή μου πως ποιητής δεν γεννιέσαι. Γίνεσαι. Κι εγώ ήθελα να γίνω ποιητής. Και ακόμα θέλω.»
Θεωρεί πως κάθε βιβλίο είναι και ένας ενδιάμεσος σταθμός στον οποίο αποβιβάζεσαι, για να επιβιβαστείς στο επόμενο μέσον. Υπάρχουν ωστόσο βιβλία που αγάπησε μόνο επειδή τον οδηγούν στις χρονικές στιγμές και τις συνθήκες που γράφτηκαν.
«Συνθήκες έντασης συναισθηματικής, στιγμές  βίαιης μετάβασης από τη μία ενηλικίωση σε μιαν άλλη, στιγμές όπου έχεις κλείσει όλα τα παράθυρα και κοιτάζεις επίμονα το ίδιο σημάδι στον τοίχο. Θα μνημονεύσω το … και να μπλοφάρουμε στο όνειρο, βιβλίο του 1984, στο οποίο συχνά καταφεύγω, επειδή είναι ο πιο προσβάσιμος τρόπος να αποδείξω στον εαυτό μου ότι κάποτε υπήρξε ως άλλος. Θα μνημονεύσω ακόμη το Ενοχικόν, ως ένα σχήμα συλλογικής ενοχής που αντανακλά τη βεβήλωση των αξιών του ανθρώπου.»
― Από ένα σημείο και έπειτα, την ποιητική σας δημιουργία τη χαρακτηρίζει ένας μάλλον αφηγηματικός λόγος. Πώς καταλήξατε σε αυτόν;
«Η γλώσσα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο κόσμος που δίνει μορφή στον εαυτό του. Και  η ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διαρκής, πλην όμως ατελέσφορη, αναζήτηση τούτης της γλώσσας. Και τη χαρακτηρίζω ατελέσφορη επειδή κάθε φορά που δοκιμάζεις έναν καινούριο τρόπο, κάθε φορά που πειραματίζεσαι σε μια νέα μορφή, είτε αφήνοντας ελεύθερο τον λόγο ν’ αφηγείται είτε εκμαυλίζοντάς τον με τα σύμβολα,  διαπιστώνεις ότι τα πάντα ήταν απλώς και μόνο μια υπόθεση εργασίας, ότι η γλώσσα είναι εκεί μπροστά σου, απροσπέλαστη, πρωτογενής, μια πρώτη ύλη που δεν μπορείς να πλάσεις, γιατί δεν έχεις καταλάβει τίποτε απ’ την ενέργειά της. Ίσως δεν έχει νόημα λοιπόν να μιλάμε για τα σημεία και τα στοιχεία μιας διαδρομής, όπου πάντα θα είσαι καθ’ οδόν και όπου πάντα θα σε παραπλανούν οι αποστάσεις» [απόσπασμα από συνέντευξη του ποιητή στην Εύη Καρκίτη]

ΑΜΟΙΡΕ ΦΑΟΥΣΤ! ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΗ ΤΟΥ ΕΚΠΛΗΡΩΜΕΝΟΥ ΝΟΥ, ΣΕ ΠΟΙΑ ΑΠ’ ΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΘΑ ΣΤΑΘΕΙΣ, ΣΕ ΠΟΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ;  (τρίτο απόσπασμα από την πέμπτη ενότητα του βιβλίου «Φάουστ» σελ. 64-66):
Προς τα πού η πύλη του ανθρώπινου Φάουστ;
προς τα πού είναι η γνώση των κανόνων της θέασης;
Όλες οι αισθήσεις σου φωτίζονται στη γη,
όλες σου οι φύσεις αγρυπνούν στα ινδάλματά τους.

Ποια παραπάνω αλήθεια σε απελπίζει;

Υπάρχει ένας κήπος με περίτεχνες βραγιές,
με αλληγορίες δένδρων και θαυμάτων,
απρόσιτος απ’ όλες τις μεριές,
μα ευπρόσιτος απ’ τη μεριά της λύπης.

Υπάρχει ένα τόπος που ωριμάζει με τον άνεμο

έρχεται ο άνεμος σπρωγμένος απ’ τη στάχτη,
χώμα και στάχτη θαμπωμένα από το χνώτο της άφεσης,
από τις προσευχές που εξαντλούν το ουράνιο φάσμα

χώμα και στάχτη,
σαν την ουσία της φάρσας του σύμπαντος,
σαν την αθόρυβη επανάληψη του αδάκρυτου θανάτου.

Μην κρύβεσαι πίσω απ’ το θάνατο, Φαουστ
υπάρχει ο τόπος που ακόμη αντηχεί
τους επιδέξιους ελιγμούς των σκευοφόρων,
τη φλέβα στο λαιμό του σαλπιγκτή,
το σπάσιμο του σβέρκου στην αγχόνη

σαν ένας τόπος πιο μακριά από το μέλλον
ή σαν συναισθηματική σειρήνα που καλεί

[για ένα φλιτζάνι ζεσταμένο καφέ με μπισκότα βουτήρου
στο καταφύγιο φως μιας λάμπας γκαζιού,
φλυαρώντας για ασήμαντα πράγματα,
παίζοντας τα ωροσκόπια στα δάχτυλα και τους αστερισμούς…
-Ώστε λοιπόν βρίσκουμε τόσα να κάνουμε, οι λεπτοδείχτες συνεχίζουν να γυρνούν και παραμένουμε όσο πρέπει καθωσπρέπει]

Ποια παρωδία στοιχειώνει το μέλλον σου, Φάουστ;
Κάτι που μοιάζει με σκιά σκεπάζει τη σκιά σου
και η γοτθική διαλεκτική παραείναι βολική
για να ντυθείς το ρούχο της σαν πέπλο ονειροπόλου.

[-Από εδώ για tableaux vivants, παρακαλώ]

Κάτι που μοιάζει με σκιά σκεπάζει τις σκιάς μας.

Ήρθε η ώρα να δείξεις με πυγμή, πως ο άνθρωπος μπροστά στο θείο δεν δειλιάζει. Μην τρέμεις μπροστά στη σκοτεινή σπηλιά, που σε κατάρα μετατρέπει την κάθε φαντασία, μα να περνάς, χωρίς να δίνεις σημασία, από το στόμιο που ξερνά της κόλασης φωτιά – με διαύγεια το βήμα να τολμήσεις, έστω και στο μηδέν αν τερματίσεις!.. Κι όμως ο άνθρωπος είναι γεννημένος για να ρέπει ψηλά και προς τα μπρος!..(Γκαίτε, Φάουστ). Ο Φάουστ κοιτάζει ψηλά. Προς τα πού; Πάνω απ’ το σώμα; Πάνω απ’ το πνεύμα; Ή τελικά, πάνω απ’ την ηθική, πάνω από το καλό και το κακό, δηλαδή προς την απρόθετη ηθική της θεότητας; Ω, αξιαγάπητες, αφελείς διερωτήσεις της ποίησης!