Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

ΚΟΚΚΙΝ’ ΑΧΕΙΛΙ ΕΦΙΛΗΣΑ…

(Το Ταξίδι του φιλιού κι  ο ΕΡΩΤΑΣ σαν υπερβολή  – Δοκίμια για το Δημοτικό τραγούδι)


Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα, κι έβαψε το δικό μου,

και στο μαντήλι το’ συρα, κι έβαψε το μαντίλι,

και σε ποτάμι το ’πλυνα, και έβαψε το ποτάμι

έβαψεν η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου

Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψε τα φτερά του

κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο

 

Αυτούς τους έξι στίχους, που διασώθηκαν σε ποικίλες παραλλαγές κι έχουν μακρά φιλολογική, λαογραφική και λογοτεχνική ιστορία, επιλέγει ο Παντελής Μπουκάλας να προλογίζουν και να προ - οικονομούν το περιεχόμενο του τρίτου τόμου των δοκιμίων του για το Δημοτικό Τραγούδι: ΚΟΚΚΙΝ’ ΑΧΕΙΛΙ ΕΦΙΛΗΣΑ, Το Ταξίδι του Φιλιού και ο Έρωτας σαν υπερβολή, εκδόσεις Άγρα 2019.

 

Το ταξίδι ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2016, όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος δοκιμίων μ’ αυτό το αντικείμενο και τίτλο: ΟΤΑΝ ΤΟ ΡΗΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΝΟΜΑ: Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών τραγουδιών.

Τον Νοέμβριο του 2017 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος με τίτλο ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ: Ο Πόθος και ο Φόνος στη δημοτική ποίηση. Και χρώμα του το κόκκινο – το φυσικό του αίματος.

Ίδιο το χρώμα και στον παρόντα τρίτο τόμο, σε πλαίσιο ερωτικό πάντα, αλλά ειρηνικό τώρα: το κόκκινο στη λαϊκή ποίηση  δοξολογημένο σαν δέλεαρ, σαν γεννήτορας και διάκονος της ερωτικής επιθυμίας...

«Στο αχανές πεδίο της αγάπης η συνωνυμία του κόκκινου με το αληθινό μοιάζει σαν υπόδειξη που γίνεται από τη φυσική των αισθημάτων, όχι μονάχα από τα λεξικά της νεοελληνικής», σημειώνει ο Παντελής Μπουκάλας, προλογίζοντας τον τρίτο τόμο των μελετημάτων του για το δημοτικό τραγούδι… 

Αυτή τη φορά, εστιάζοντας σε ένα από τα πιο αγαπημένα δημοτικά τραγούδια, το «Κόκκιν' αχείλι εφίλησα», διερευνά πηγές, προσλήψεις, παραλλαγές και ένα σωρό ταξίδια και συναντήσεις που προκαλεί η λαϊκή ποίηση.

Έτσι, μετά την αιμοχαρή επιλογή του δεύτερου τόμου, που ασχολήθηκε με «Το αίμα της αγάπης: Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση», ο τρίτος τόμος,  ακολουθεί τις κόκκινες ειρηνικές εκδοχές του τραγουδισμένου έρωτα και της λαϊκής ποίησης, που, κατά το συγγραφέα είναι η ποίηση της κοινότητας, και ιστορεί τις πλείστες όσες διαδρομές της.

«Πιάνω γραφή να γράψω αυτά τα δοκίμια για το Δημοτικό Τραγούδι», σημειώνει στον πρόλογο των εκδόσεων ο συγγραφέας, «με στόχο ν’ αναδειχθεί η δύναμη και η ωραιότητα των δημοτικών τραγουδιών όπως αποκρυσταλλώνονται στην ελευθερία, στη γλώσσα, στις ιδέες τους για τα ανθρώπινα, στην ποικιλία των φωνών τους από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή…»

Και υπογραμμίζει με έμφαση:

«Μόνο αν προσεγγίσουμε το δημοτικό ως ολικό γεγονός, αν δοκιμάσουμε να δούμε και να γευτούμε και τη γλωσσική και τη λογοτεχνική και την πνευματική ταυτότητά του, θα μπορέσουμε να ελέγξουμε και να αντιμετωπίσουμε την υποτίμηση και την παραχάραξή του, που μάλλον δεν θα πάψουν ποτέ…».

Η δοκιμιακή σειρά αναφοράς του Παντελή Μπουκάλα,  βρίσκεται ακόμα στην αρχή της, αφού έχει σχεδιαστεί να ολοκληρωθεί σε 12 έως 14 τόμους με σταθμούς μεταξύ άλλων στον έρωτα και το έθνος, στη θρησκεία του έρωτα και τα εμπόδια των θρησκειών στα δημοτικά τραγούδια, τα πουλιά στα δημοτικά της ξενιτιάς, την ιστοριογραφία και τη δημοτική μούσα, τον Διάκο και πώς τον απαθανάτισε η λαϊκή μούσα, την ιστοριογραφία και τους επώνυμους ποιητές, ακόμα και πώς τραγουδιέται ο Χάρος.

Να κάποιοι από τους επόμενους σταθμούς του πολύ φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος (όπως προαναγγέλλονται στο εισαγωγικό σημείωμα): 

Ο Έρως και το Έθνος: οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης.

Η θρησκεία του έρωτα και τα εμπόδια των θρησκειών στα δημοτικά τραγούδια.

Ας μην ξημέρωνε ποτέ: Έρωτας και χρόνος στη δημοτική και αρχαιοελληνική ποίηση

Έχεις ελιά στο μάγουλο: ένα σημάδι του σώματος σαν μεταφορέας του έρωτα.

Τα πουλιά στα δημοτικά της ξενιτιάς: εικόνα του εκπατρισμένου, αγγελιαφόροι και μάρτυρες.

Το εννιά στη λαϊκή ποίηση και παράδοση: ένα μαντίλι γεμάτο τραγούδια και νοήματα

Με γέλασαν μια χαραυγή ή Πώς τραγουδιέται ο Χάρος και πολλά άλλα. 

«Προσπαθώ να διαβάζω όσο το δυνατόν περισσότερο συλλογές κι ανθολογίες ώστε να μην είναι εξαιρετικά πολλές οι πτυχές που θα μου ξεφύγουν» δηλώνει ο Παντελής Μπουκάλας.

«Η εικόνα που θα σχηματίσει κανείς για το δημοτικό εξαρτάται βεβαίως από τα βιώματά του, από το μέρος που γεννήθηκε, σε πόλη ή χωριό. Ο κόσμος του προφορικού πολιτισμού έχει εξαλειφθεί μέσα από την εσωτερική μετανάστευση. Μαράθηκε…» 




ΤΟ ΦΙΛΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Η μαγεία «είναι η τέχνη του μεταμορφώνεσθαι», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, και το φιλί είναι το μαγικό κλειδί για τη μεταμόρφωση (Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, σελ. 44). «Το φιλί, που δεν εξελίχθηκε ουδέ κατ’ ελάχιστον από καταβολής κόσμου, τυχαίνει να είναι το πιο καινούριο και αμεταχείριστο πράγμα που διαθέτουμε» (Εν λευκώ, «Εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου», σελ. 18).

«Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα…» είναι ο πρώτος στίχος του διάσημου δημοτικού τραγουδιού, με το οποίο ο Παντελής Μπουκάλας θα κάνει το γύρο σαν Μαγγελάνος και θα φέρει στην επιφάνεια το απροσμέτρητο βάθος και πλάτος του, αναζητώντας τις παραλλαγές του σε τόπους, εποχές και κοινωνικά περιβάλλοντα.  Η εξερεύνησή του θα καλύψει όλα τα επιστημονικά πεδία και θα αναδείξει όλες τις πλευρές του… Εν ολίγοις όλο το βιβλίο, με τα δέκα κεφάλαιά του είναι το ανάπτυγμα ενός ποιήματος… Εκατοντάδες παραλλαγές και προεκτάσεις.

Πίσω από τους έξι στίχους του ποιήματος, θα ανακαλύψουμε, όπως λέει ο συγγραφέας, ότι «το τραγούδι δεν μένει παγωμένο» αλλά αλλάζει, και όχι μόνο αλλάζει, αλλά προσκολλημένο σε άλλο περιβάλλον εμπλουτίζεται με διαφορετικό μήνυμα, νόημα, αίσθημα.

Και μια απαραίτητα διευκρίνιση: «όταν μιλάμε για τον δημοτικό τραγουδιστή, δημιουργό, μιλάμε για έναν άνθρωπο που έχει άμεση επαφή με τη φύση, έχει φυσικότερη σχέση με το χρόνο, ρυθμισμένο από του κύκλου τα γυρίσματα, καθώς και φυσικότερη σχέση με τον γύρω του κόσμο. Έχει δει το ουράνιο τόξο και το γάλα της Παναγίας στον ουρανό. Οσφραίνεται την αλλαγή του καιρού και μπορεί να ερμηνεύει όσα σημάδια του στέλνουν τα υπόλοιπα ζωντανά, ήμερα και άγρια… Μπορεί να πει ποιο το κοτσύφι, ποιο το κελάηδημα του αηδονιού, ποιος ο αμάραντος και ποια η φτελιά. Να διαβάσει τ’ αστέρια για να βρει το δρόμο του και να διακρίνει πού ο Βορράς ή η Ανατολή… Μπορεί να βρει νερό να ξεδιψάσει, ακόμα κι αν δεν κουβαλάει γεμάτο παγούρι. Το διαδίκτυό του είναι η φύση».

Οι στίχοι λοιπόν που μας είναι γνωστοί ως ερωτικοί αλλάζουν παίρνοντας πολλές και διαφορετικές μορφές. Ένα παράδειγμα:
«Για δες κορμί για ντουλαμά, δάχτυλα για την πένα
για δες αχαίλι για φιλί κι ας είν’ και ματωμένα.
Κόκκιν’΄αχείλι εφίλησα κι έβαψαν τα δικά μου
και με μαντίλι τα έσουρα και έβαψαν το μαντίλι
και σε ποτάμι το έπλυνα κι έβαψε το ποτάμι
έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου,
κι έβαψε κι ένα κάτεργο και ένα όμορφο γαλούνι
και πάλιν έβαψαν τα έμορφα, τα ογλήγορα ψαράκια».

Οι στίχοι εδώ, στο νέο περιβάλλον, είναι μια πικρότατη ιστορία. Από το τραγούδι αυτό εμπνεύστηκε ο Ραγκαβής τη δική του Ταξιδεύτρια, που δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε η συλλογή του Κλοντ Φοριέλ.  Ψήγματα του τραγουδιού ο ερευνητής Μπουκάλας βρίσκει και στη σύγχρονη ποίηση – Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Γκάτσος, Γκανάς κ.α.
Από το ποίημα της κόρης με τα κόκκινα χείλη εμπνεύστηκε και ο Κώστας Κρυστάλλης το δικό του «Το Φίλημα»…
Τώρα, ενώ η κόρη τον φίλησε κρυφά για να μην το μάθει κανείς, το πράγμα κοινοποιήθηκε:
«Μα το θαλάσσι φύσηξε του ναύτη το φιλί μας
Κι ο ναύτης το διαλάλησε σ’ ούλη την οικουμένη…»
Σχετικό και το του Οδυσσέα Ελύτη: «στο πιο ψηλό κατάρτι του, ο ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι…» καθώς και:
«… το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια να την φιλήσω όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στο μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι βγήκαν κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε…» (Ο Μικρός Ναυτίλος).

Πολύ συχνά οι μάρτυρες του φιλιού είναι ο ουρανός με τ’ άστρα και όχι μόνο:
«Κόρη μου, όταν εφιλιόμαστε, νύχτα ήταν, ποιος μας είδε»;
«Μας είδ’ η νύχτα κι η αυγή, τ’ άστρο και το φεγγάρι·
μας είδε και το σύννεφο και το ’πε της θαλάσσης.
Θάλασσα λέει στο κουπί και το κουπί στο ναύτη,
κι ο ναύτης το τραγούδαε στην πρύμνη της γαλιότας…»
Τα ποτάια παρουσιάζουν κι αυτά μια ποικιλία. Έτσι, το ένα ποτάμι γίνεται… τρία και φτάνουν τα εννιά, που ωστόσο δεν μπορούν να ξεπλύνουν ένα μαντίλι βαμμένο από φιλί ή από αίμα ή από μελάνι, του ψάλτη, του αναγνώστη, του γραμματιζούμενου γενικά· να γιατί ο Σεφέρης λέει: «Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι…», σαν να λέιε προτιμώ την αλήθεια του πράγματος και όχι τα λόγια που την περιγράφουν.
Το κόκκινο είναι γλαφυρό σημάδι της αιματικής κυκλοφορίας. Είναι χρώμα του έρωτα: τα χείλη της παρθένας είναι κόκκινα από το ερωτικό πάθος, όπως και του Άδωνι. Είναι ακόμα το χρώμα της ηγεμονικής ισχύος και του βασιλικού χιτώνα· ο έρωτας στη Σαπφώ εμφανίζεται με «πορφυρίαν χλαμύν». Τέτοιο φόρεσε ο Ιάσονας για να θαμπώσει την Υψιπύλη…
Τα κόκκινα τριαντάφυλλα είναι και σημάδι της παρθενιάς που χάθηκε (μας το θυμίζει ο Σεφέρης στο ποίημα «Πραματευτής από τη Σιδώνα»: ρόδα στο μαντίλι μιας Τουρκοπούλας…
Η φύση συμμετέχει στα ανθρώπινα πάθη:
«Σ’ ένα δενδρί ακούμπησα να πω τα βάσανά μου,
και το δενδρί ξεράθηκε απ’ τα παράπονά μου»
«Με το βουνό θα γίνω φίλος και με τα δένδρα συντροφιά
Κι όταν δακρύζω και πονώ θ’ αναστενάζει το βουνό»
Το βιβλίο τελειώνει με την πληροφορία πως γενικά το δημοτικό τραγούδι έχει μελαγχολία. Ακόμα και ο γάμος μιας κόρης είναι θρήνος, εφόσον η κόρη αποχωρίζεται τους δικούς της.
[αποσπάσματα από την κριτική για το βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα της Ανθούλας Δανιήλ στο Διάστιχο]

Παντελής Μπουκάλας, Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα: Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή – δοκίμια για το Δημοτικό τραγούδι – τόμος 3
Ένα από τα πιο αγαπημένα δημοτικά τραγούδια εξεικονίζει με τρόπο συναρπαστικό το ταχύτατο ταξίδι του φιλιού. του κόκκινου φιλιού, από τα χείλη που σμίγουν στην πλάση που φιλοξενεί τους ερωτευμένους και πανηγυρίζει μαζί τους: Κόκκιν' αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου, / και στο μαντίλι το 'συρα κι έβαψε το μαντίλι, / και στο ποτάμι το 'πλυνα κι έβαψε το ποτάμι, / κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου. / Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψε τα φτερά του, / κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.
Οι έξι στίχοι, που διασώθηκαν σε ποικίλες παραλλαγές, έχουν μακρά φιλολογική, λαογραφική και λογοτεχνική ιστορία, στην οποία εμπλέκονται μεγάλα ονόματα της λογιοσύνης και της ποίησης. Ανάμεσά τους ο Κοραής, ο Φωριέλ, ο Ν.Γ. Πολίτης, ο Κρυστάλλης, ο Ψυχάρης, ο Αποστολάκης, ο Σεφέρης, ο Τσάτσος, ο Φώτος Πολίτης, ο Βρεττάκος.
Στο επίκεντρο του διαλόγου βρέθηκαν ζητήματα που μας απασχολούν και σήμερα: η ιδιαιτερότητα της δημοτικής ποίησης, η στάθμιση της αξίας της με ζύγια αμιγώς λογοτεχνικά και το δικαίωμα της ποίησης εν γένει, ανώνυμης και προσωπικής, να ιστορεί τα αισθήματα και τις ιδέες της ανοίγοντας δρόμους που την απομακρύνουν από την ασφάλεια της «λογικής» πεπατημένης. Η φυσικότητα με την οποία ο λαϊκός δημιουργός εμπιστεύτηκε την υπερβολή, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι του ακάθεκτου κόκκινου φιλιού, ετοίμασε τραγούδια που πιθανόν θα σαγήνευαν τους υπερρεαλιστές, Έλληνες και ξένους, αν τα γνώριζαν έγκαιρα σε όλη την έκτασή τους.
Κάποια άλλης κατηγορίας δημοτικά τραγούδια, στα οποία επίσης αναφέρεται ο τρίτος τόμος, θα μπορούσαν να προκαλέσουν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των πρωτοπόρων της ψυχανάλυσης, αν -και πάλι- τα γνώριζαν έγκαιρα. Αίφνης, ο Σίγκμουντ Φρόυντ, που γνώριζε τον "Οιδίποδα τύραννο" του Σοφοκλή, ίσως σκεφτόταν ότι ο όρος «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» δεν καλύπτει με πληρότητα και διαύγεια τις σκέψεις του. Ο Οιδίποδας και η Ιοκάστη δεν γνωρίζονταν. Αντίθετα, σε ολόκληρο κύκλο δημοτικών τραγουδιών το «οιδιπόδειο» είναι ενεπίγνωστο, εκδηλώνεται δε με τέτοια επιθετικότητα από τη μητρική πλευρά ώστε συνταράζονται τα ιερά, ο ουρανός κι η θάλασσα. Αποκαλυπτικές για το βάρος που αποδίδει η λαϊκή σκέψη στο «οιδιπόδειο» κρίμα είναι οι παραλλαγές όπου η πραγμάτωση της μητρο-υιικής σχέσης απολήγει με τριπλό θάνατο (άλλη κάθαρση δεν προβλέπεται), αλλά και οι παραδόσεις στις οποίες Οιδίποδας, ενσυνείδητος, είναι ο Ιούδας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου