Κυριακή 14 Απριλίου 2019

ΟΥΤΕ ΑΥΤΗ Η ΕΠΟΧΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΧΗ ΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗ: ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΑΚΟΜΑ ΜΕ ΝΟΜΙΣΜΑ ΕΜΦΥΛΙΟΥ

Το παραπάνω δίστιχο είναι η κατακλείδα στο πρώτο ποίημα της συλλογής του Σταμάτη Πολενάκη ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΟΔΗΣΣΟΥ, εκδόσεις μικρή Άρκτος 2012
Με τον τίτλο του ποιήματος, ΠΟΙΗΣΗ 2048, ο ποιητής ευθέως παραπέμπει στο ομότιτλο μ’ άλλη χρονολογία ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου ΠΟΙΗΣΗ 1948!..
Οπότε, εύστοχα, ο Κώστας Βούλγαρης, στο εισαγωγικό του σημείωμα για την εν λόγω συλλογή, σχολιάζει:
«Στην ποίηση έχουμε πια ως συχνό φαινόμενο την αναβίωση παρελθόντων ποιητικών τρόπων, την ανακατασκευή ποιημάτων παλαιοτέρων ποιητών, την ανάσυρση παραμελημένων ή και απωθημένων γλωσσικών τύπων και ρυθμών. Το δε ποιητικό υποκείμενο δεν εμφανίζει καμιά αξίωση αυτάρκειας, αλλά, αντίθετα, εκθέτει χωρίς καμιά αναστολή τη συνομιλία του με προηγηθέντες, ομοτέχνους ή πρόσωπα ιστορικά, με το ποίημα συχνά να υπόκειται σε αυτή τη συνομιλία».
Η συνομιλία, λοιπόν, με τον ποιητή της ΠΟΙΗΣΗΣ 1948 είναι εμφανής. Για τον Νίκο Εγγονόπουλο το 1948, εποχή εμφύλιου σπαραγμού,  δεν ήταν εποχή για ποίηση και άλλα παρόμοια, γιατί
«σαν κάτι πάει να γραφεί είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου…»
Για τον Σταμάτη Πολενάκη ούτε το φανταστικό έτος 2048 δεν (θα) είναι εποχή για ποίηση καθώς:
«πληρώνουμε ακόμα με νόμισμα Εμφυλίου».
Ας αφήσουμε λοιπόν τα δύο ποιήματα να συνομιλήσουν:
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΟΙΗΣΗ 1948
Τούτη η εποχή / του εμφύλιου σπαραγμού
δεν είναι εποχή για ποίηση  / κι άλλα παρόμοια
ως αν / να γράφονταν
από την άλλη μεριά / αγγελτηρίων / θανάτου
γι' αυτό και τα ποιήματά μου / είν' τόσο πικραμένα
(και πότε - άλλωστε - δεν είσαν;)
κι' είναι - προ πάντων - / και / τόσο λίγα
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ, ΠΟΙΗΣΗ 2048
Τόσο πολύ εχρεωκοπήσαμε σύντροφοι
που ως και τα ξενοδοχεία / τα χτισμένα από τα κόκαλα των νεκρών,
τα ωραία παραθαλάσσια ξενοδοχεία / που φτιάξαμε με τ’ αργύρια / της προδοσίας του Πλουμπίδη,
ως και αυτά ακόμα, εγκαταλείφθηκαν  / και σαπίζουν κάτω από τη λάσπη και τη / βροχή.
Ούτε αυτή η εποχή είναι εποχή / για ποίηση:
πληρώνουμε ακόμα με νόμισμα Εμφυλίου.
(γι’ αυτό στο αμέσως επόμενο ποίημα) ΠΥΡ (προστάζει ο Σταμάτης Πολενάκης):
«Ούτε το φως της τελευταίας ημέρας / δεν μας επέτρεψαν.
Όλα υπό τους προβολείς των φορτηγών / και η χώρα πλούτισε απότομα – οικόπεδο / και πάρκινγκ στην παλιά μάντρα των εκτελέσεων»!
[στη συνέχεια επιλέγονται κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα  ποιημάτων  από τη συλλογή που, από τη μια επαληθεύουν τις παρατηρήσεις και τα σχόλια του Κώστα Βούλγαρη και από την άλλη γίνονται αφορμή για την ανάδειξη της πολιτικής διάστασης που σχολιάζει η Τιτίκα Δημητρούλια:
 «Τα ποιήματα του Πολενάκη είναι ως επί το πλείστον σύντομες ιστορίες, οι οποίες ξετυλίγουν το κουβάρι των ερωτήσεων για τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, για το νόημα της ύπαρξης, για τον χρόνο που περνάει, για τον θάνατο, πάντα, για την αξία των μικρών στιγμών και την ατελείωτη βία της Ιστορίας, για την εμβέλεια της ποίησης καθαυτήν, σήμερα αφού

 «τίποτα δεν μας παρηγορεί πια ούτε καν  το μεταφυσικό κεράκι της ποιήσεως»] 


       
 ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΘΑ ΦΕΡΕΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ
Δεν ξέρω τι θα φέρει το αύριο.
Εγώ ο ποιητής Φερνάντο Πεσσόα
ονειρεύτηκα ότι είμαι όλοι οι άνθρωποι
που υπήρξαν, είμαι τα μάτια της μητέρας
μου σκεπασμένα με δάκρυα, είμαι οι χιλιάδες
νεκροί του σεισμού της Λισσαβόνας και ένα
άρρωστο σκυλί που τριγυρνά στα ερείπια.
Είμαι ο Ρικάρντο Ρέις, ο Μπερνάντο
Σουάρες και τόσοι ακόμα που τους ξεχνώ.

ΠΑΕΙ ΚΑΙΡΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΠΙΑ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΩ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Πώς όλα αυτά μεταφράζονται ως καλλιτεχνική στάση; Αναρωτιέται ο Κώστας Βούλγαρης: «Υπάρχουν δύο βασικές επιλογές. Η μετατροπή όλου του παρελθόντος σ' ένα θεματολογικό παρόν, όπου καταργείται η εύτακτος ακολουθία του χρόνου ως γεγονοτολογική συνέχεια. Σε αυτή την περίπτωση, το ποιητικό υποκείμενο δείχνει να διασώζεται, «πιστώνοντας» την επιβίωσή του ως μια ακόμη στιγμή μέσα στο θεματολογικό άτακτο χάος. Η δεύτερη επιλογή είναι η εστίαση του ποιητικού βλέμματος και η μετάθεση της συνομιλίας στο πεδίο των τρόπων και των μορφών, σε εκείνο το χάος. Ο Σταμάτης Πολενάκης, ένας από τους πιο καλλιεργημένους αλλά και πολιτικοποιημένους νέους ποιητές μας, κάνει την πρώτη επιλογή…». Επιλέγουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΦΟΝΙΣΣΑΣ (από τη σελ. 10)
Εγώ η γριά Χαδούλα
η επονομαζόμενη Φραγκογιαννού, έχυσα
πικρά δάκρυα πάνω από την κλίνη μικρών
κοριτσιών, ονειρεύτηκα ότι με καταδίωκαν
χωροφύλακες με μεγάλα μαύρα σκυλιά
και έχασα για πάντα το δρόμο μου μέσα σε
άγρια βουνά και στοιχειωμένες χαράδρες.
Ίσως τίποτα απ’ όλα αυτά να μην συνέβη
ποτέ, ίσως απλώς αποκοιμήθηκα για λίγο
στο προσκεφάλι ενός άρρωστου παιδιού
κι αύριο το πρωί θα ξυπνήσω από βαρύ
ύπνο αιώνων. Τελειωμό δεν έχουν οι καημοί
του κόσμου, όλα είναι ένα όνειρο που θα
διαλυθεί όπως οι καπνοί των πλοίων που
χάνονται στον ορίζοντα.

ΠΟΙΗΜΑ-ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΝΤΟΥΣΙΑΣ, ΚΑΦΕΠΩΛΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΕΒΕΖΑ (σελ. 11)
Το παραλιακό καφενείο « Ο Ουράνιος Κήπος»
όπου κάθονταν κάποτε οι μοναχικοί
και οι απελπισμένοι της Πρέβεζας
όλοι όσοι μάταια προσπάθησαν να
αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης, έχει γκρεμιστεί
πριν από πολλά χρόνια. Λένε ότι πέρασε
κι ένας ποιητής από εδώ, καθ’ οδόν για το
άγνωστο, αλλά εγώ καθόλου δεν τον θυμάμαι.
Θυμάμαι μόνο κάποιον που στάθηκε
και παρήγγειλε μια παγωμένη βυσσινάδα,
ένα τσιγάρο και μια κόλλα χαρτί.
Κάτι έγραψε εκεί και τελικά σηκώθηκε ,
φόρεσε το ψάθινο καπέλο του
και απομακρύνθηκε κατευθείαν
προς τον τεφρό πέρα ορίζοντα.
Όλα είναι ένα όνειρο. Όλα έχουν αποφασιστεί
εκ των προτέρων από κάποιον άγνωστο Θεό.
Όλα. Ακόμα και οι εβδομήντα  πέντε δραχμές
πουρμπουάρ που μου έβαλε στο χέρι,
φεύγοντας.

Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ (σελ. 16)
Μοίρα μου είναι η Αθήνα
αλλά δεν βλέπω μπροστά μου
άλλο από τα πυκνά δάση της Βοημίας
ακούω τη βροχή που πέφτει
σήμερα στο Μαρίενμπαντ ίδια όπως πριν
έναν ολόκληρο αιώνα, τον άνεμο σφυρίζει
μέσα από ξεχαρβαλωμένα παράθυρα
σ’ αυτό το ξενοδοχείο που οι ένοικοί του
έχουν εγκαταλείψει εδώ και χρόνια.

Όλα επανέρχονται, όλα βυθίζονται αργά
σ’ αυτή τη γκρίζα θάλασσα του χρόνου
όπως το σκουριασμένο κλειδί στην πόρτα
που κάποιος ξέχασε πάνω στη βιασύνη
της αναχώρησης ή ένα ταξίδι του πατέρα μου
με τραίνο. Νύχτα στην άγρια επαρχία
χειμώνας του ’75, σ’ ένα βαγόνι
με σπασμένα τζάμια.

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (όταν φτιάχνεται με σάρκα και αίμα και αγωνία θανάτου):  
Πολιτική είναι η ποίηση του Σταμάτη Πολενάκη, διαπιστώνει η Τιτίκα Δημητρούλια στη δική της κριτική για την ίδια συλλογή:  «ποτισμένη από την Ιστορία, αλλά και ριζωμένη στο σήμερα, με τρόπο που δεν αναιρεί την προβολή στην αιωνιότητα - ή στην ανυπαρξία της. Ο λυρισμός του Πολενάκη συνδυάζει την ιστορικοπολιτική με την ποιητική διερώτηση και υπαρξιακή απορία, προστρέχοντας σε εικόνες της καθημερινότητας, αλλά και σε άλλες καταγεγραμμένες ήδη στα γράμματα και τις τέχνες. Οι κάθε λογής αναφορές, που χαρακτηρίζουν την ποίησή του δεν αποτελούν, ωστόσο, το κέντρο, αλλά ένα κέντρο των ποιημάτων του, αφού πίσω από κάθε γνωστό πρόσωπο, πίσω από κάθε γνωστό γεγονός προβάλλει το πλήθος των αφανών προσώπων και γεγονότων που συγκροτούν τον ρουν της Ιστορίας και σχεδιάζουν το πρόσωπο του ανθρώπου σε όλες τις εποχές.
Τα ποιήματα του Πολενάκη είναι ως επί το πλείστον σύντομες ιστορίες, οι οποίες ξετυλίγουν το κουβάρι των ερωτήσεων για τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, για το νόημα της ύπαρξης, για τον χρόνο που περνάει, για τον θάνατο, πάντα, για την αξία των μικρών στιγμών και την ατελείωτη βία της Ιστορίας, για την εμβέλεια της ποίησης καθαυτήν, σήμερα αφού  «τίποτα δεν μας παρηγορεί πια ούτε καν  το μεταφυσικό κεράκι της ποιήσεως»

Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΩΝ (σελ. 21)
Σύντομο υπήρξε το καλοκαίρι
και οι τελευταίοι παραθεριστές
έχουν ήδη αναχωρήσει.
Εμείς κοιμηθήκαμε για χρόνια στις καμπίνες
τυλιγμένοι με τις παλιές ναυτικές κουβέρτες
των νεκρών. Αύριο φεύγουμε για το άγνωστο,
αύριο θα μας ξυπνήσει απαλά
η ορχήστρα που παίζει για τελευταία φορά
όπως σ’ ένα μεγάλο
φωταγωγημένο πλοίο που βυθίζεται.
Αντίο νιότη, αντίο ευτυχία, αντίο ζωή·
πέφτει λευκό σκοτάδι
στη Σαχαλίνη, στην αποικία των λεπρών,
στο παγωμένο αρχιπέλαγος.
Στα χιονισμένα πάρκα
οι άρρωστοι ποιητές σκέπαζαν
τα πρόσωπά τους με τα φύλλα της Πράβντα.

ΤΥΜΠΙΝΓΚΕΝ
Κύριε, δεν μας απομένει παρά μόνο η τρέλα
το Όχι και το Ναι του Scardanelli και το
σκοτάδι που πέφτει απαλά στις όχθες
Erbarme dich, mein Gott, λυπήσου μας Κύριε
και δώσε μας ξανά από την αρχή τον κόσμο
εγώ είμαι ο άλλος που μαζεύει την τέφρα
εγώ είμαι ο άλλος που σκορπίζει τα χαρτιά του στον άνεμο.

ΤΟ ΞΕΡΩ ΚΑΛΑ ΟΤΙ «στο ίδιο ποτάμι δυο φορές δεν μπήκε ποτέ κανείς» ΑΛΛΑ ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΑ ΒΟΥΝΑ «ένα άλλο ποτάμι υπάρχει που εγώ το διέσχισα ξανά και ξανά»:
Όλα αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ισχύει και για την έμπνευση των ποιητών που… «πάντα ρει» κι όλο γύρω από τα ίδια θέματα περιστρέφεται. Οι αφορμές της δημιουργίας μπορεί να είναι κοινές, το αποτέλεσμα με διαφορετικές κάθε φορά προεκτάσεις. Παράδειγμα δυο ποιήματα που έχουν την αρχή της έμπνευσής τους σε φιλοσοφικές ρήσεις του σκοτεινού φιλόσοφου: Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ από το Ημιτελές Ποίημα του Γιώργου Μολέσκη και η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ από Τα Σκαλοπάτια της Οδησσού του Σταμάτη Πολενάκη. Τα συμπεράσματα από τον παράλληλο δρόμο τους δικά σας:

Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ (του Γιώργου Μολέσκη):
Ο Ηράκλειτος στάθηκε πάνω από το ποτάμι
και κοίταξε τον εαυτό του στο νερό.
Ύστερα σήκωσε το βλέμμα του στον ήλιο
και σκέφτηκε τις μέρες της ζωής του πέρασαν
κι αυτές που θα ακολουθούσαν…
Καμιά δεν ήταν και δεν θα ’ναι
όμοια με την άλλη, σκέφτηκε.
Όταν ξανακοίταξε στο ποτάμι
είδε τον εαυτό του διαφορετικό.
Κοίταξε πίσω στα χρόνια που πέρασαν:
είδε τον Προμηθέα καρφωμένο πάνω στο βράχο
και τον αετό του Δία να επανέρχεται
και να του τρώει τα σπλάχνα
κάθε φορά διαφορετικός.
Κοίταξε στο βάθος των ερχομένων ημερών
Και είδε το γιο ενός άλλου θεού πάνω στο σταυρό
και τους σταυρωτές του μέσα στους αιώνες
κάθε φορά διαφορετικούς.
Άκουσε πολέμους να ξεσπούν
για δόγματα και για θεούς και για θρησκείες
σάμπως να μην υπήρχε χώρος για όλους.
Διάβασε σ’ ένα μελλοντικό φύλλο ιστορίας
το δόγμα για τα τελευταία που έσονται πρότερα,
δικαιώνουν φονιάδες και διαγράφουν αγίους και ήρωες.
Μες στη ροή του χρόνου
είδε τον κόσμο ν’ αλλάζει διαρκώς και τίποτε,
μήτε το καλό μήτε το κακό,
ούτε ο πόλεμος, μήτε το φονικό,
ούτε το δίκαιο, μήτε η ελευθερία
να μην είναι ποτέ τα ίδια,
Όλα έτσι θα συνεχίσουν, σκέφτηκε,
μέχρι το τέλος. Τίποτε δε θα διδαχτούν οι άνθρωποι.
Βλέπω κιόλας να επιστρατεύουν
καινούργιες δικαιολογίες για το φόνο,
καινούργιες αφορμές για την καταστροφή.
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει κάθε μέρα
δεν αλλάζει ποτέ….
 [από την ποιητική συλλογή του Γιώργου Μολέσκη ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΠΟΙΗΜΑ, εκδόσεις Μεταίχμιο 2014]

και η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ (από τη σελ. 52 της συλλογής του Σταμάτη Πολενάκη):
Το ξέρω καλά ότι στο ίδιο ποτάμι δυο φορές
δεν μπήκε ποτέ κανείς, αλλά πίσω απ’ αυτά
τα βουνά ένα άλλο ποτάμι υπάρχει
που εγώ το διέσχισα ξανά και ξανά
ταξιδεύοντας μ’ ένα πανάρχαιο μονόξυλο.
Βρίσκομαι στο όνειρό μου και πηγαίνω
μ’ ένα πανάρχαιο μονόξυλο ενάντια
στη σκοτεινή ροή του χρόνου.
Μια μέρα θα ξαναδούμε ο ένας τον άλλον
μια μέρα θα ξαναβρώ τη μητέρα μου
ίδια όπως άλλοτε: με γκρίζα σχολική ποδιά
πιο λυπημένη και από νεκρό άστρο
καλοκαίρι του ’59 στο Φάληρο
ίδια όπως άλλοτε: με γκρίζα σχολική ποδιά
πιο λυπημένη κι από νεκρό άστρο
λίγο πριν σβήσει για πάντα ο λύχνος της.

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ: Στις αχανείς αίθουσες του νόμου μπαινοβγαίνουμε ελεύθερα, υπάρχει ψωμί για όλους και κρασί άφθονο (και άλλα επιλεγμένα ποιήματα από τη συλλογή του Σταμάτη Πολενάκη Τα σκαλοπάτια της Οδησσού)

ΑΣΣΙΖΗ (από τη σελ. 31)
Τίποτα δεν ωφελεί πλέον, φτωχέ Φραγκίσκε,
ούτε η συμπόνια ούτε η αγάπη είναι αρκετά
για όλους εμάς που ζούμε ακόμα στις όχθες
των ποταμών, που θα τρεφόμαστε για πάντα
με το μολυσμένο ψωμί της Union Carbide.
Ο κόσμος σου είναι πιο μακρινός
και από τ’ αστέρια φτωχέ του Θεού.
Εμείς εδώ βυθιζόμαστε αργά μαζί με
τα παιδιά και τις σάπιες αγελάδες μας
στα μαύρα νερά του Γάγγη.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΑΘΩΟΙ (σελ. 39)
Τόσο πολύ υποφέραμε σήμερα που δεν μπορεί
παρά να δικαιωθούμε αύριο, θα βρεθούμε όλοι
αθώοι μπροστά στο δικαστήριο της αιωνιότητας.
Μια μέρα ο πατέρας θα επιστρέψει
-να με θυμάσαι-
θ’ ακουστεί η φωνή του από τις επάλξεις
των πύργων. Τότε θα δακρύσει διαβάζοντας
τα παλιά μου γραπτά και θ’ απαντήσει
σ’ όλες μου τις επιστολές στέλνοντας
από την απέναντι όχθη σκοτεινά τριαντάφυλλα.

ΟΛΟΙ ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟ ΜΙΑ ΜΗΤΕΡΑ (εγώ γέννησα τη δική μου κι έπειτα, αφού έκλαψα πικρά πάνω από το αιώνιο κρύσταλλο, τη λησμόνησα οριστικά και της αφιερώνω τώρα αυτά τα ποιήματα):
Μέσα από τη χαραμάδα
που δε θέλησε να κλείσει ο χρόνος
περνούν οι σκιές του παρελθόντος ανέπαφες:
ένα πρόσωπο κολλημένο για τελευταία φορά
πάνω στο τζάμι ενός τρένου
που αναχώρησε πριν από πολλά χρόνια
ένα χέρι κατάλευκο που μόλις αναγνωρίζω
(ανήκει στη μητέρα μου)
σκεπάζει απαλά ένα καθρέφτη
(με τον παρακάτω) ΧΡΗΣΜΟ (σελ. 43):
Σκοτεινό θα είναι το αύριο
και από το δίχτυ της μοίρας
τίποτα δεν ξεφεύγει· ούτε καν οι Θεοί
Σας το λέει το χέρι που γράφει
αυτό το ποίημα, σας το λέω εγώ
με τα τυφλά μου μάτια
και η Κασσάνδρα με προφητείες ακατανόητες
-δέκα χρόνια πέρασαν από τότε –
ας σκορπίσει για πάντα
ο άνεμος την τέφρα του Αίγισθου
και της Κλυταιμνήστρας.

Τι χρειάζονται οι ποιητές; Σε τι χρησιμεύει η ποίηση; Ερωτήματα που μένουν συνεχώς αναπάντητα και διαρκώς επανέρχονται όλο και πιο βασανιστικά σε εποχές όπως η δική μας, που τα πάντα γκρεμίζονται και η πίστη στο θαύμα ολοένα κλονίζεται. Στο μυθιστόρημα ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ ο Ντοστογιέφσκι βάζει στο στόμα κάποιου από τους επαναστάτες μηδενιστές του έργου τη φράση «Ένα ζευγάρι μπότες αξίζει περισσότερο απ’ όλο τον Σαίξπηρ».Ο μεγάλος Ρώσος τραγικός είχε δει με την απαράμιλλη προφητική του δύναμη τη φοβερή θύελλα που ερχόταν και είχε προειδοποιήσει εγκαίρως για την ανάδυση μιας νέας τάξης επαναστατών για τους οποίους τα πάντα επιτρέπονται και τα πάντα, ακόμα και η ποίηση και η τέχνη, είναι άξια περιφρόνησης αν δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς τους και αν δεν έχουν μια άμεση χρησιμότητα. Αλλά η ποίηση και η τέχνη δεν μπορούν να έχουν καμία άμεση χρησιμότητα. Ένα ζευγάρι μπότες μπορεί να είναι χρήσιμο. Η μεγάλη ποίηση που έρχεται από πολύ μακριά διασχίζοντας τους αιώνες είναι απαραίτητη. Χρειαζόμαστε σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, την ποίηση και τη θέρμη των λέξεων που μόνο αυτές μπορούν να μας ζεστάνουν και να μας προστατεύσουν απέναντι στο μεγάλο ψύχος, στη φοβερή εποχή των παγετώνων η οποία επέρχεται [Σταμάτης Πολενάκης, Διασχίζοντας τους αιώνες]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου