Τρίτη 20 Απριλίου 2021

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ, «ΟΡΓΑΝΩΤΗΣ» ΜΙΑΣ ΜΑΧΗΤΙΚΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ

Σαράντα επτά χρόνια πρόλαβε  ή θέλησε – μόνον αυτός ξέρει – να ζήσει ο Ηλίας Λάγιος!..

Στο μεταξύ έπλασε ποιήματα εξαιρετικής αισθητικής αξίας   και  σπάνιας πνευματικότητας, 

διατύπωσε με τόλμη ιδιόμορφες απόψεις για την πράξη της γραφής

και απέδειξε πως ο διανοούμενος, ο πνευματικός άνθρωπος,

μπορεί να είναι

«ΟΡΓΑΝΩΤΗΣ»   μιας μαχητικής ΟΥΤΟΠΙΑΣ!..

 

«Σ’ αυτό το διψασμένο το ξενύχτι σπαράζω

σαν το ψάρι μες το δίχτυ…  

(… το ξέρω… Απόψε θα με σώσει η τέχνη.

Παραμιλώ. Γαμώ την ομορφιά σου!... – Ηλίας Λάγιος, Κατανυκτικώς)

 

Η νύχτα άπλωσε ξανά, υποταγμένη, εντροπαλή,

και βρόντησεν ο κεραυνός το μέγα γράμμα.


Ε
Επανάσταση:   Τι έχουμε προσφέρει;

Σύντροφε, τρανεύει το αίμα την καρδιά μου.

Η ωραία τόλμη μιας ζωής εξεγερμένης  

που μια αρχαία φρόνηση ποτέ δεν θ’ αναιρέσει

μ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει

που κανείς δε θα αναφέρει στα παιδιά μας.

Και μόνο εμείς θα ξέρουμε με το τριζόνι νεκροπομπό…

Ε
Έρωτας:   Άκουσα τα βήματά σου

ένιωσα το χέρι σου στο χέρι μου.

Με την άρνησή του άλλου, βεβαιώνοντας τη φυλακή σου.

Με τη μοναξιά του άλλου, σακατεύοντας τη φυλακή σου.

Μόνο τώρα που πήρε να φεγγίσει, ένα δάκρυ  

για μια στιγμή ζωντανεύει τον τρόμο Πηνελόπης.


Ε
Ελευθερία:

Το πλοίο ανταποκρίθηκε   χαρούμενο,

στο χέρι που το στρέφει.

Η πρόσκληση ήταν γαλήνια, κι η καρδιά σου

ανταποκρίθηκε  χαρούμενα στην πρόσκληση, κυβερνημένη,

κυβερνώντας   την ύστατη κυριαρχία.


Βγήκα απ’ το αμφιθέατρο.

Ξυπνώντας, πίσω μπρος και πλάι μου τα πλήθη.

Να βγάλουμε τον κόσμο από την τάξη του.

Λύκε, λύκε είσαι εδώ;


Επανάσταση.   Έρως.   Ελευθερία.

Θάνατος.   Θάνατος.

Αθάνατος.   Σύντροφοι.

[αποσπάσματα από την ΕΡΗΜΗ ΓΗ του Ηλία Λάγιου –

συγκεντρωτικός τόμος ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Ίκαρος 2009

με εμβόλιμη επωδό την ΚΑΤΑΡΑ του δημοτικού άσματος:

«Κόρη τον λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε

που ’χεις μονάκριβο αδελφό, μην τύχει και περάσει.

Κι αυτή τον λόγο άλλαξε, κι άλλη κατάρα δίνει…» ]

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ, ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ…

Ο ίδιος, λοι­πόν, ο Ηλίας Λάγιος,  ως ποιητής – αναγνώστης κατάφερε να επιτύχει την πυρετώδη διακινδύνευση της ίδιας της ποίησης, με την έννοια του διαρκώς γόνιμου πειραματισμού… Στα καλύτερα ποιήματά του – κι αυτά είναι πολλά – ο σπαραγμένος ψυχισμός του, η εναλλαγή της τρυφερότητας με τον κυνισμό, το υπαρξιακό και το κοινωνικό στοιχείο αξεδιάλυτα ενωμένα, το δραματικό και το λυρικό ποιητικό ρήμα του, όλα αυτά συντονίζονται αρμονικά. Στο βιβλίο του ΠΛΑΞΗ ΥΠΟΤΑΓΗΣ (2000) ο Λάγιος ομολόγησε: 

«Γράφω την ιστορία του θανάτου μου…»

Γενικά στο έργο του τα θεματικά στοιχεία του θανάτου και της κάθε είδους απώλειας απαντώνται πολύ συχνά. Παράλληλα, ωστόσο, την ποίησή του, ζωογονεί η άσβεστη δίψα για ζωή και για ουσιαστικές, «εμπαθείς» ανθρώπινες σχέσεις…

 (απόσπασμα από κείμενο του Ευριπίδη Γαραντούδη Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΑΒΕΛΙΤΗΣ στο ΧΑΡΤΗ 28, Απρίλιος 2021) 

 


ΣΥΝΗΜΜΕΝΗ ΕΙΚΟΝΑ:

«Κι είν’ η ψυχή μου, ψυχή να βγει» (Άκης Πάνου)

 

(λεζάντα)

Ηλίας Λάγιος, το απομεσήμερο του Σαββάτου, 10 Σεπτεμβρίου του 2005, έπεσε από το μπαλκόνι της οδού Βέικου 10 και ξεψύχησε στην εντατική του Ναυτικού Νοσοκομείου 25 μέρες μετά… 

Έπεσε για λογαριασμό μιας ολόκληρης γενιάς που δεν άντεχε, είπε κάποιος.

Μένει, όμως, το πρόσωπό του ζωντανό μέσα στις λέξεις που μας δώρισε. Δώρο ακακίας και γενναιοδωρίας είναι η παλλόμενη γραφή του!.

Ο Ηλίας Λάγιος έζησε βαθιά την εποχή του και υπέφερε την α-νοησία της κατάσαρκα.

Βίωσε τη στάχτη και τη ματαίωση στη νεοελληνική φαιδρότητα.

Αναζήτησε ερείσματα στο παρελθόν, έψαξε τα ίχνη του στο παρόν και απελπίστηκε με τον πλέον σωματικό και εξουθενωτικό για τον ίδιο τρόπο...

Ο Ηλίας Λάγιος έζησε όπως έγραψε!.. Σαν πετεινό του ουρανού…

Απόδειξη το παρακάτω μικρό ανθολόγιο με ποιήματα από τις συλλογές του που συμπληρώνεται με αποσπάσματα από κείμενα των Ευριπίδη Γαραντούδη, Θεοδόση Βολκώφ και Ευγένιου Αρανίτση με σχόλια κι απόψεις για πτυχές του έργου του.  

«Μπορεί να ξετινάξαμε τις κάβες

όμως μας ξετινάξαν Γιουγκολαύες!..» (Η.Κ.Λ – κάποιος φίλος μου πολύ) 

 

ΜΑΤΙΑ ΟΞΙΑΣ ΠΟΥ ΣΤΑ ΚΡΥΦΑ ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΑΝΑΨΑΝΕ ΕΓΩ ΜΟΝΑΧΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΦΙΛΗΣΩ

Χείλη δροσιάς που παραμίλησαν, τραγούδησαν και πάψανε   

τον λόγο, στην ακέραια λέξη να τα κλείσω.

Πλάτη, σαν τόξο που θανάσιμο τανύζεται,

φαρμακωμένο βέλος που επάνω του έσυρα τη γλώσσα·

μπράτσα γυμνά, που σαν καμάρες το άκτιστο γεφύρι κτίζετε,   

για του παραμυθιού τα λίγα και τα τόσα.

Χάνι, που κουρασμένος στρατοκόπος ύψωσα,  

να πιω στα στήθη σου, χάλκινες κούπες, καμπανίτη·

κι ω η κοιλιά ! που γλύπτης ταπεινός το πρόπλασμά της γύψωσα,

για να το στήσω άγαλμα χρυσελεφάντινο, στο αδειανό μου σπίτι.

Πλέγμα εφηβαίο, μέταξα, φτερό, βελούδο που πολιόρκησα  

όλη τη νύχτα των νυχτών, κι ήταν χαμένη η μάχη·

λάδι του σώματος, που φώτιζες λαμπρό και σ’ όρκισα

παντοτινά για μας να καις — και μείναμε μονάχοι.

Μηρών καστέλια, που γι’ αυτά χίλιους ρηγάδες πάλεψα και νίκησα,  

να τα χορτάσω, μια στιγμή να ’ναι καταδικά μου·

σάρκα της γάμπας, που για χάρη σου τη σάρκα μου αδίκησα,

σφυρά, που ’στε τα νικηφόρα στέφανα του γάμου.

Και των ποδιών σου οι φάλαγγες, οι ανθρωποβόρες σάρισες,   

που βαπτιστήκαν στο πηχτό, ληγμένο μου αίμα·

κι ό,τι αέναο πουλί μού έταξες και πρόσκαιρο μου χάρισες —

να τελειωθεί μέσα στου λιγοστού χαδιού το ψέμα

Δημήτρης Κοσμόπουλος

ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
Σκούζουν κοράκοι, τα κωφάλαλα κρωξίματα

που απ’ ίσκιο τρόμου απλώνονται σ’ όλα τα μέρη.

μη σέρνεις, λύματα, τ’ αμαρτωλά σου βήματα,

στην επικράτεια που δε φέρει μεσημέρι.

αρνήσου τα δαιμονικά κρυφογνεψίματα,

τα μολυσμένα αρτύματα που σου προσφέρει.

θυμήσου ποιος περιπατεί πάνω στα κύματα,

κι είναι η καρδιά του αιματωμένο περιστέρι,

χέρι, που διώκει δόλους και φτενά κλεψίματα,

ποιος σφάζει τη θεότητά του κι υποφέρει.

οικεί σε ποιήματα κι υψόμετρα και κλίματα

που κελαηδεί κορυδαλλός και πνέει τ’ αγέρι,

και σβήνει του διαβόλου τα κακά ταξίματα

με το ν’ ανάφτει τον σταυρό του λιανοκέρι.

κι οίνο κερνάει την ανθρωπότητα απ’ τα κλήματα

που κάρπισαν στο σώμα του, όλο καλοκαίρι.

 

04:49΄ Η ΔΗΩ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

Αυτό το ποίημα είναι η Δηώ, με προεξάρχουσα  την υπόσταση της Δηούς.

Σ’ αυτό το ποίημα η Δηώ μια βάναυση είναι λυκοθυγατέρα που φωνάζει.

Κόρη μου, σ’ ευγνωμονώ που μου έδωσες τόση από έλλαμψη πολλή·

στο άλλο ποίημα η Δηώ θρυμμάτιζε το φως καθώς λυκάκι.

 

Λυκάκι λοιπόν. Έτσι είπα σε κάποιο άλλο ποίημα

(ποτέ δεν το ’γραψα· προς τι; Επί ματαίω).

Κάτι τις αν τα ’παιρνα στα σοβαρά· θα θύμιζε ίδρυση της Ρώμης.

Πού να βρεις λεφτά για ν’ αναθρέψεις δίδυμα;

 

Ρώμος, Ρωμύλος· το λυκάκι ουρλιάζει·

δεν έχω αίμα και ψυχή, δεν έχω πρόσωπο·

δεν μπορεί να εκδώσει τίποτε από εμένα παρά,

ένα στοιχείο από αλατισμένο δάκρυ.

Η λύκαινα η κυρά μου τρέχει αναζητώντας τον χαμό·

χαμού χαμός, χαμότατος, δικός μου ή δικός της,  για μας αδιάφορο.

[από τη συλλογή  του Ηλία Λάγιου Το εικοσιτετράωρο της Δηούς, 1998]

 


LACRYMOSA

(από τη συλλογή του Ηλία Λάγιου ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ, Ίκαρος 1993)

Το ποίημα όλο τυφλές σημειώσεις συλλαβίζει

κι είναι στα μέλη σου περίπλοκο το χάδι.

Οι νότες μόνο του κορμιού σου στο σκοτάδι,

κι η θαμπή νύχτα, θολό τζάμι που ραγίζει.

 

Σκιρτά στιγμή λευκή, στιγμή σαν σπυρί ρύζι·

και λαμπυρίζει ο ήσυχος πόθος σου σαν λάδι.

Θαρρώ στο βάθος,απροσδόκητο ρημάδι

το ποίημά μου, ένας μαύρος ίσκιος να καπνίζη.

 

Μα όπως θαρρώ τον ενεστώτα της μορφής σου

ανθός το κύμα ν’ αναδεύεται μαζί σου,

σεμνή ως ακούω την χελιδόνα της ματιάς σου,

 

αισθάνομαι να παύουν οι άρρητοί μου πόνοι,

σ’ ακούω,  χαρά κι υπομονή  να μη τελειώνη:

το ποίημα υπάρχει· προσευχή στη μοναξιά σου!..



ΙΔΟΥ, ΛΟΙΠΟΝ ΕΓΩ, ΦΤΑΣΜΕΝΟΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΣΩΘΗΚΑΝ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΜΟΥ…
Μην έχοντας τίποτε για δικό μου,

μην κατέχοντας καν υλικά αγαθά.

Ν’ αναλογίζομαι το τίμημα της άλλοτε χαράς.

Ζυγίζοντας και κρίνοντας τις πράξεις και τα έργα μου.

Ζυγίζοντας και κρίνοντας.

Ω σκοτάδι,  σκοτάδι,  σκοτάδι

στριγγή πνευματική καταχνιά,  άναστρε θόλε,

ευλογημένη δύναμη που ήσουν κι όχι πια,

φτωχή κι αλλοιωμένη υπόμνηση της δύναμης,

φωνή που υπομένει, κουλή, ταγγισμένη φωνή,

χρυσοκέντητο ξεσκισμένο υφάδι,

γρατσουνισμένη πυρά, λιγδιασμένη πηγή,

σταματημένο χάδι, μαρτυρικό κι ανήμπορο, νέκυιο σημάδι,

ανύποπτη έκταση των χεριών στην οικουμένη.



Η ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΔΩΜΑΤΑ

Φτάνω στην κόλαση αναλφάβητος. Μαθαίνω

τα βογγητά και τον ωμό τρόμο του ξένου.

Ακούω τριγύρα αυτό μονάχα· να πεθαίνου-

νε μ’ ένα «μάνα» στην ψυχή. Διαβαίνει τραίνο

με μηχανοδηγό τυφλό που ’χει βοηθό του

πανέμορφη, φρικτή την τύψη των ανθρώπων,

στη μνήμη των καρφί καιρών, των ένδον τόπων.

Του παντοαδύναμου γαμώ το κέρατό του.

Αίφνης, εδώ θα ψάλλουν δέντρα· ελάτια, πεύκα·

κι εν τέλει εδώ θ’ ανθίσει ρόδο η δικαιοσύνη·

θα ’ρθει ο Θεός, κανέναν πλέον να μην κρίνει·

και θα υψωθεί στο φως, μια φουντωμένη λεύκα.

Ουράνια λεύκα που εν τω βίω ποτέ δεν είδα,

να με φέρει σ’ εσέ τερπνή, αληθής πατρίδα.

 

ΛΑΓΙΟΣ Ο ΕΡΩΤΙΚΟΣ

Νυγμοί και σκέψεις (από Θεοδόση Βολκώφ)

Δεν πι­στεύ­ουν, ασφα­λώς, όλοι οι ποι­η­τές σε κά­ποιον Θεό· όλοι, ωστό­σο, ανε­ξαι­ρέ­τως – ακό­μα και οι πλέ­ον άθε­οι και άθρη­σκοι – πι­στεύ­ουν στον Έρω­τα· και όλοι προ­σεύ­χο­νται σε αυ­τόν…

Ο Ηλί­ας Λά­γιος υπήρ­ξε ποι­η­τής βα­θύ­τα­τα ερω­τι­κός· που ση­μαί­νει έμπλε­ος πά­θους μπρο­στά στην Ομορ­φιά και στο τρο­με­ρό της μυ­στή­ριο· κι όχι απλώς ποι­η­τής ερω­τι­κός, αλ­λά κα­τά και­ρούς, μά­λι­στα, ποι­η­τής πραγ­μα­τι­κά ερω­τό­λη­πτος· 

«… με­θυ­σμέ­νος τρα­γου­δώ τη γυ­ναί­κα»,

γρά­φει σε ένα από τα πρώ­τα του πε­ζά ποι­ή­μα­τα.

«Τρα­γου­δώ τη ρουθ, την εσθήρ, τη ρε­βέκ­κα, την καλ­λι­πά­ρηο ελέ­νη, την αστάρ­τη διά­δη­μα της νύ­κτας, την άλ­κη­στη έπαι­νο των συ­ζύ­γων, την άμω­μη φρέ­για, την έντα γκά­μπλερ υπέρ­τα­το άν­θος των φιορδ», 

γρά­φει σε ένα από τα πρώ­τα του πα­στίς, δα­νει­ζό­με­νος τον τρό­πο του Ουί­τμαν, με τους πε­ρί­φη­μους «ποι­η­τι­κούς κα­τα­λό­γους» του…

Όπως κά­θε τε­χνί­της άξιος του ονό­μα­τος, ο Ηλί­ας Λά­γιος δεν ήταν απλώς κύ­ριος των μέ­σων του στον αγώ­να του με τη Γλώσ­σα, δεν εί­χε απλώς συ­νεί­δη­ση τού τι έκα­νε ανά πά­σα στιγ­μή δου­λεύ­ο­ντας τον Στί­χο, αλ­λά ήταν προι­κι­σμέ­νος και με το έν­στι­κτο εκεί­νο, το ακο­νι­σμέ­νο και τε­λειω­μέ­νο από την πο­λυ­ε­τή και την εντα­τι­κή ερ­γα­σία, να επι­λέ­γει κά­θε φο­ρά τους τρό­πους εκεί­νους που θα υπη­ρε­τού­σαν στον ύψι­στο βαθ­μό το ποι­η­τι­κό του όρα­μα...

Όσο πιο έντο­νο εί­ναι το Εγώ – και δεν μι­λά­με φυ­σι­κά για τον μι­κρό­ψυ­χο εκεί­νον εγω­ι­σμό που λι­γο­στεύ­ει τον άν­θρω­πο –, όσο πιο ισχυ­ρή εί­ναι μια προ­σω­πι­κό­τη­τα, τό­σο επα­χθέ­στε­ρο νιώ­θει το φορ­τίο του ίδιου της του εαυ­τού, κι όσο ευ­ρύ­τε­ρη εί­ναι, τό­σο ασφυ­κτι­κό­τε­ρα νιώ­θει τα όριά της, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο τα εχθαί­ρε­ται και με τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη ορ­μή γυ­ρεύ­ει να τα υπερ­βεί· τρέ­χει προς συ­νά­ντη­ση εκεί­νου που δεν εί­ναι Εγώ, ζη­τώ­ντας το Εσύ, τον Άλ­λον…

Βλέ­που­με τον ποι­η­τή να δέρ­νε­ται από την πεί­να και τη δί­ψα του Έρω­τα· και να τον δέ­χε­ται κά­θε φο­ρά ως ένα ανέλ­πι­στο και ανε­κτί­μη­το δώ­ρο, και μά­λι­στα ως ευ­λο­γία· να τον βιώ­νει ως θαύ­μα, το μό­νο που έχει απο­μεί­νει ακό­μη δυ­να­τό.

«Έτσι ευ­λο­γή­θη­κα μια νύ­χτα του Δε­κέμ­βρη αξη­μέ­ρω­τη...

Θε­ού θέ­λη­μα ο Αλέ­ξης να γνω­ρί­σει τη Μα­ρία…

Τέ­τοιαν με­γά­λη χά­ρη έκα­νε του δού­λου Του ο Αφέ­ντης…

Εκ χει­ρός Του όλα. Πο­λύ ο Αλέ­ξης τη Μα­ρία ν’ αγα­πή­σει,

από αυ­τήν οι μέ­ρες του να φέ­ξουν, ν’ απο­θε­ω­θού­νε». 

Στέ­κε­ται μπρο­στά στην αγα­πη­μέ­νη έκ­θαμ­βος, και γί­νε­ται ολό­τε­λα παι­δί. Δέ­χε­ται την εύ­νοια της γυ­ναί­κας με βα­θύ­τα­τη ευ­γνω­μο­σύ­νη, με ευ­λά­βεια πραγ­μα­τι­κά θρη­σκευ­τι­κή, και τό­τε το λυ­ρι­κό του εγώ ξε­σπά­ει σε ύμνους και σε εν­θου­σιώ­δη δο­ξο­λο­γή­μα­τα σαν αυ­τό του Νυ­χτε­ρι­νού του: 

«Εσύ, θα ’σαι το Άσμα των Ασμά­των,

εσύ η Ιλιά­δα, εσύ η Βε­α­τρί­κη,

εσύ η Ιου­λιέ­τα και η Μαρ­γα­ρί­τα,

εσύ η Ντό­να με το μα­γνά­δι

Και θα κλει­δο­κρα­τείς στ’ άσπρα σου χέ­ρια την Εδέμ,

και θα ’σαι μέ­σα της το πιο ατί­μη­το πε­τρά­δι». 

Η γυ­ναί­κα εί­ναι αυ­τή που έρ­χε­ται και φεύ­γει, και από μιαν άπο­ψη εί­ναι πά­ντα η δυ­να­τό­τε­ρη· εί­ναι το μέ­γα δέ­ντρο εν μέ­σω της ερή­μου, εί­ναι η Μα­ριάν­να που του ζη­τά­ει ένα σο­νέ­το, εί­ναι η ου­ρά­νια εταί­ρα που αγά­πη­σε ο φτω­χός Φω­κάς, εί­ναι η Μα­ρία που γί­νε­ται το πά­θος του Αλέ­ξη, εί­ναι το Φο­νι­κώ, εί­ναι η Δηώ-Δή­μη­τρα, η ίδια η Γη δη­λα­δή, εί­ναι το Ποί­η­μα μού Λεί­πεις, η Γυ­ναι­κο­γυ­ναί­κα, η Κα­τα­γά­τα, η Γα­το­γυ­ναί­κα και η Γυ­ναι­κό­γα­τα, αυ­τή που αι­λου­ρο­τρέ­χει στη νύ­χτα, η Γα­τα­φέ­ντρα και η Κα­τα­θή­λυ­κια, η Γα­το­γά­τα, εί­ναι όλες αυ­τές οι υπέ­ρο­χες σύν­θε­τες λέ­ξεις που φτιά­χνει ο Ποι­η­τής στην προ­σπά­θειά του να αρ­θρώ­σει κά­τι από την ου­σία της και που όλες απο­τε­λούν ευ­ρη­μα­τι­κούς και εξαί­ρε­τους τρό­πους του υπερ­θε­τι­κού…

Βέ­βαια ο Έρω­τας, όπως κι αν τον θε­ω­ρή­σου­με, θε­ός ή όχι, έχει ένα θε­με­λιώ­δες χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό – την ευ­θραυ­στό­τη­τα. Ένα σπά­νιο άν­θος που δύ­σκο­λα ευ­δο­κι­μεί και που, πο­λύ συ­χνά, εξαι­ρε­τι­κά γρή­γο­ρα μα­ραί­νε­ται· «η Έρω­τας», κα­θώς μας λέ­ει ο Λά­γιος, και ο πα­ντα­χού πα­ρών εχθρός της, ο Θά­να­τος· που ρί­χνει πά­νω της τη βα­ριά σκιά του και  παίρ­νει χί­λιες δυο μορ­φές όταν προ­σβάλ­λει την Αγά­πη και που κα­τα­φέρ­νει πά­ντα πλήγ­μα­τα καί­ρια, λες και φω­λιά­ζει εξαρ­χής στην ίδια της την καρ­διά. «Η αγά­πη κα­κο­φόρ­μι­σε και ζέ­χνει», δια­βά­ζου­με στη Λαί­δη Οθέ­λος. 

«Φεύ­γει η Μα­ρία, φεύ­γει, η Μα­ρία φεύ­γει, φεύ­γει, φεύ­γει». 

Και τό­τε; Τό­τε ξα­νά η ερη­μία και το από­λυ­το σκο­τά­δι του κό­σμου, κι ο άν­θρω­πος ξα­νά πα­ρα­δο­μέ­νος στη φρί­κη της Ιστο­ρί­ας. Μέ­νει στα χέ­ρια, σαν σώ­μα νε­κρό, ένας θρή­νος σπα­ρα­ξι­κάρ­διος, για­τί το τέ­λος της Αγά­πης εί­ναι πά­ντα ένας ζω­ντα­νός θά­να­τος.

«Ο ζω­ντα­νός ο χω­ρι­σμός πα­ρη­γο­ριά δεν έχει», λέ­ει το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι· και ο Λά­γιος, 

«όλα όσα γνώ­ρι­σα για μέ­να έχουν πια χα­θεί…

και να εί­μαι εγώ, πλέ­ον, κά­τι από λί­γο τί­πο­τε…

και μή­τε κά­ποιας το κορ­μί και μή­τε κά­ποιας τ’ όνο­μα…

Τώ­ρα τι μέ­νει πια να δού­με;

Αγά­πες, έρω­τες και πά­θη…

Αυ­τό εί­ν’ το μό­νο που ’χω μά­θει,

πως θα πε­θά­νει ό,τι αγα­πού­με…» 

 

ΟΝΕΙΡΑΙΤΗΣΙΑ

(από τη συλλογή του Ηλία Λάγιου ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ, Ίκαρος 1993)

Ποια περιπατεί γυμνή και ξυπόλυτη

μ’ όλο τ’ ανάστημα της καρυδιάς;

 

Εξαφνικά γεμίζει το δωμάτιο

με τον πελώριο πλάνητα του ονόματός της.

 

Ποιαν υποπτεύεσαι πίσω απ’ όλα τα πρόσωπα

στα μόλις και, νυσταγμένα σοκάκια;

 

Να ’την η ιδιωτική προφητεία, να ’τος χρηστός ρυθμός

και τα ταξίδια, σκονισμένα μάτια της.

 

Σιωπή!.. κι ακούστε την που εξαγγέλλει πίκρες στα διάστιχα

στο δέλτα το δειλό του ποταμού των επιθέτων.

 

Έτσι να υφαίνεται, φυτό που ηλιοβολά,

κι αχ!.. η αλογάριαστη περιουσία της μορφής της

 

Ο ποιητής ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ πέθανε σε ηλικία 47 χρονώ παίρνοντας το μυστικό της μνημοτεχνικής του στον τάφο… ήταν ικανός να απαγγέλλει από στήθους σχεδόν οτιδήποτε έφερε τη σφραγίδα του ίαμβου στη νεοελληνική γλώσσα.

Ετσι, ο Λάγιος, αφού έμαθε να εξαπατά τον θάνατο παριστάνοντας τον νεκρό, ώστε ο θάνατος να μην τον αρπάξει, αισθανόταν ξαφνικά ασφαλής και ξαναπετούσε στα μούτρα του θανάτου το γάντι. Τώρα βρίσκεται εκεί ακριβώς απ' όπου έρχονταν πάντοτε οι φωνές που τον δαιμόνιζαν, οι φωνές που του υπαγόρευαν την ποίησή του, εν ολίγοις οι φωνές των πεθαμένων συγγραφέων. Βρίσκεται στο σημείο σύγκλισης όλων των λυρικών τίτλων, κατοικεί - πώς να το πω; - σ' έναν τόπο σαν τα Ακασικά Αρχεία, όπου όλα τα ποιήματα, αυτά που έχουν ήδη γραφτεί κι εκείνα που δεν έχουν γραφτεί ακόμη, όλο αυτό το απόθεμα της αιθερικής διακειμενικότητας που τον συγκινούσε μέχρι παροξυσμού - λοιπόν σ' αυτόν τον ομφαλό είναι τώρα εγκατεστημένος για να υπαγορεύει τα δικά του σκιρτήματα στους ανθρώπους που πρόκειται να επηρεάσει με τη σειρά του. Μπορεί, ποιος ξέρει, να ζήσουμε μια μικρή άνθηση των υποκοριστικών, μέσα από τα κρύσταλλα των οποίων εκείνος διέκρινε περιστασιακά λίγο απ' το φως ενός χρυσαφένιου απογεύματος σε κάποιον κήπο, το κυμάτισμα των βρύων γύρω απ' το πηγάδι. Σε μια εποχή αχαλίνωτης γιγάντωσης, αυτός επέμεινε στο φυλλαράκι, στο νεράκι, στις λεπτομέρειες των γάμων της μοναχής, όπου παρίσταντο σαν παράνυμφοι οι φωνές των λουλουδιών και των καρπών του ευκαλύπτου. Λίγοι έδειξαν τέτοια τρυφερότητα προς τα σιγανά ιντερλούδια του μικρόκοσμου…  Οπότε, ο Λάγιος πέθανε μη αντέχοντας το πήγαιν'-έλα μεταξύ ζωντανών και νεκρών, και τώρα πρωταγωνιστεί στην τελευταία από τις παρεξηγήσεις που ο ίδιος σκηνοθέτησε, δηλαδή ως προς το γεγονός ότι ενώ νομίζουμε ότι τον σκεφτόμαστε εμείς, είναι εκείνος που μας σκέφτεται. Το Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε δεν ισχύει εδώ. Αναμφίβολα, οι νεκροί μας, τέτοιοι νεκροί, μας σκέφτονται διαρκώς, ως επί το πλείστον με τις σκέψεις που κάνουμε εμείς, καθημερινά, δίχως πρόθεση και δίχως συνειδητή υποκειμενικότητα, όταν η τέχνη μας, φτωχή έστω, δρα σαν αναστολέας της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης και μας απογειώνει. Διότι οι καλύτερες απ' τις σκέψεις μας, απ' τις εμπνεύσεις μας, είναι σκέψεις και εμπνεύσεις των νεκρών που φιλοξενούμε κάπου στο ηλιακό μας πλέγμα. Ακόμη και αν σήμερα αυτή η νεκρομαντική οδηγείται στον εκφυλισμό, αφού οι φωνές των νεκρών χάνουν την πρωτοτυπία τους μέσα στον ωκεανό των τηλεπαθητικών εκπομπών της τεχνολογίας, πάντως κάτι από την άβυσσο της αλήθειας που διαιωνίζει η γνώση του θανάτου εξακολουθεί να αντηχεί μέσα από τα σύμβολα της γλώσσας που εκείνοι μεταχειρίστηκαν. Ο Λάγιος ήταν τολμηρά παραστατικός χειριστής τους και δεν πρέπει να εκπλαγεί κανείς αν τον ακούσει να επιστρέφει από τον θάνατο και να αρχίσει να περιγράφει τι αντίκρισε εκεί πέρα… (αποσπάσματα από κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση, στο ένθετο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ 11 Νοεμβρίου 2005]

Τετάρτη, 21 Απριλίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου