Σαράντα επτά χρόνια πρόλαβε ή θέλησε – μόνον αυτός ξέρει – να ζήσει ο
Ηλίας Λάγιος!..
Στο μεταξύ έπλασε ποιήματα εξαιρετικής
αισθητικής αξίας και σπάνιας πνευματικότητας,
διατύπωσε με τόλμη ιδιόμορφες απόψεις
για την πράξη της γραφής
και απέδειξε πως ο διανοούμενος, ο
πνευματικός άνθρωπος,
μπορεί να είναι
«ΟΡΓΑΝΩΤΗΣ» μιας μαχητικής ΟΥΤΟΠΙΑΣ!..
«Σ’ αυτό το διψασμένο το ξενύχτι
σπαράζω
σαν το ψάρι μες το δίχτυ…
(… το ξέρω… Απόψε θα με σώσει η
τέχνη.
Παραμιλώ. Γαμώ την ομορφιά σου!... –
Ηλίας Λάγιος, Κατανυκτικώς)
Η νύχτα
άπλωσε ξανά, υποταγμένη, εντροπαλή,
και
βρόντησεν ο κεραυνός το μέγα γράμμα.
Ε
Επανάσταση: Τι έχουμε προσφέρει;
Σύντροφε, τρανεύει
το αίμα την καρδιά μου.
Η ωραία
τόλμη μιας ζωής εξεγερμένης
που μια
αρχαία φρόνηση ποτέ δεν θ’ αναιρέσει
μ’ αυτή, μόνο
μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξει
που κανείς
δε θα αναφέρει στα παιδιά μας.
Και μόνο
εμείς θα ξέρουμε με το τριζόνι νεκροπομπό…
Ε
Έρωτας: Άκουσα τα βήματά σου
ένιωσα το
χέρι σου στο χέρι μου.
Με την
άρνησή του άλλου, βεβαιώνοντας τη φυλακή σου.
Με τη
μοναξιά του άλλου, σακατεύοντας τη φυλακή σου.
Μόνο τώρα
που πήρε να φεγγίσει, ένα δάκρυ
για μια
στιγμή ζωντανεύει τον τρόμο Πηνελόπης.
Ε
Ελευθερία:
Το πλοίο
ανταποκρίθηκε χαρούμενο,
στο χέρι
που το στρέφει.
Η πρόσκληση
ήταν γαλήνια, κι η καρδιά σου
ανταποκρίθηκε χαρούμενα στην πρόσκληση, κυβερνημένη,
κυβερνώντας την ύστατη κυριαρχία.
Βγήκα απ’ το αμφιθέατρο.
Ξυπνώντας, πίσω
μπρος και πλάι μου τα πλήθη.
Να βγάλουμε
τον κόσμο από την τάξη του.
Λύκε, λύκε
είσαι εδώ;
Επανάσταση. Έρως. Ελευθερία.
Θάνατος. Θάνατος.
Αθάνατος. Σύντροφοι.
[αποσπάσματα
από την ΕΡΗΜΗ ΓΗ του Ηλία Λάγιου –
συγκεντρωτικός
τόμος ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Ίκαρος 2009
με εμβόλιμη
επωδό την ΚΑΤΑΡΑ του δημοτικού άσματος:
«Κόρη τον
λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε
που ’χεις
μονάκριβο αδελφό, μην τύχει και περάσει.
Κι αυτή τον
λόγο άλλαξε, κι άλλη κατάρα δίνει…» ]
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ, ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ…
Ο ίδιος, λοιπόν, ο
Ηλίας Λάγιος, ως ποιητής – αναγνώστης
κατάφερε να επιτύχει την πυρετώδη διακινδύνευση της ίδιας της ποίησης, με την
έννοια του διαρκώς γόνιμου πειραματισμού… Στα καλύτερα ποιήματά του – κι αυτά
είναι πολλά – ο σπαραγμένος ψυχισμός του, η εναλλαγή της τρυφερότητας με τον
κυνισμό, το υπαρξιακό και το κοινωνικό στοιχείο αξεδιάλυτα ενωμένα, το
δραματικό και το λυρικό ποιητικό ρήμα του, όλα αυτά συντονίζονται αρμονικά. Στο
βιβλίο του ΠΛΑΞΗ ΥΠΟΤΑΓΗΣ (2000) ο Λάγιος ομολόγησε:
«Γράφω την ιστορία
του θανάτου μου…»
Γενικά στο έργο του
τα θεματικά στοιχεία του θανάτου και της κάθε είδους απώλειας απαντώνται πολύ
συχνά. Παράλληλα, ωστόσο, την ποίησή του, ζωογονεί η άσβεστη δίψα για ζωή και
για ουσιαστικές, «εμπαθείς» ανθρώπινες σχέσεις…
(απόσπασμα από κείμενο του Ευριπίδη Γαραντούδη
Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΑΒΕΛΙΤΗΣ στο ΧΑΡΤΗ 28, Απρίλιος 2021)
ΣΥΝΗΜΜΕΝΗ
ΕΙΚΟΝΑ:
«Κι είν’ η
ψυχή μου, ψυχή να βγει» (Άκης Πάνου)
(λεζάντα)
Ηλίας Λάγιος, το απομεσήμερο του Σαββάτου, 10
Σεπτεμβρίου του 2005, έπεσε από το μπαλκόνι της οδού Βέικου 10 και ξεψύχησε
στην εντατική του Ναυτικού Νοσοκομείου 25 μέρες μετά…
Έπεσε για λογαριασμό μιας ολόκληρης γενιάς
που δεν άντεχε, είπε κάποιος.
Μένει, όμως, το πρόσωπό του ζωντανό μέσα στις
λέξεις που μας δώρισε. Δώρο ακακίας και γενναιοδωρίας είναι η παλλόμενη
γραφή του!.
Ο Ηλίας Λάγιος έζησε βαθιά την εποχή του και
υπέφερε την α-νοησία της κατάσαρκα.
Βίωσε τη στάχτη και τη ματαίωση στη νεοελληνική
φαιδρότητα.
Αναζήτησε ερείσματα στο παρελθόν, έψαξε τα ίχνη
του στο παρόν και απελπίστηκε με τον πλέον σωματικό και εξουθενωτικό για τον
ίδιο τρόπο...
Ο Ηλίας Λάγιος έζησε όπως έγραψε!.. Σαν πετεινό
του ουρανού…
Απόδειξη το παρακάτω μικρό ανθολόγιο με ποιήματα
από τις συλλογές του που συμπληρώνεται με αποσπάσματα από κείμενα των Ευριπίδη
Γαραντούδη, Θεοδόση Βολκώφ και Ευγένιου Αρανίτση με σχόλια κι απόψεις για
πτυχές του έργου του.
«Μπορεί να ξετινάξαμε τις κάβες
όμως μας ξετινάξαν Γιουγκολαύες!..» (Η.Κ.Λ –
κάποιος φίλος μου πολύ)
ΜΑΤΙΑ ΟΞΙΑΣ
ΠΟΥ ΣΤΑ ΚΡΥΦΑ ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΑΝΑΨΑΝΕ ΕΓΩ ΜΟΝΑΧΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΦΙΛΗΣΩ
Χείλη
δροσιάς που παραμίλησαν, τραγούδησαν και πάψανε
τον
λόγο, στην ακέραια λέξη να τα κλείσω.
Πλάτη,
σαν τόξο που θανάσιμο τανύζεται,
φαρμακωμένο
βέλος που επάνω του έσυρα τη γλώσσα·
μπράτσα
γυμνά, που σαν καμάρες το άκτιστο γεφύρι κτίζετε,
για
του παραμυθιού τα λίγα και τα τόσα.
Χάνι,
που κουρασμένος στρατοκόπος ύψωσα,
να
πιω στα στήθη σου, χάλκινες κούπες, καμπανίτη·
κι
ω η κοιλιά ! που γλύπτης ταπεινός το πρόπλασμά της γύψωσα,
για
να το στήσω άγαλμα χρυσελεφάντινο, στο αδειανό μου σπίτι.
Πλέγμα
εφηβαίο, μέταξα, φτερό, βελούδο που πολιόρκησα
όλη
τη νύχτα των νυχτών, κι ήταν χαμένη η μάχη·
λάδι
του σώματος, που φώτιζες λαμπρό και σ’ όρκισα
παντοτινά
για μας να καις — και μείναμε μονάχοι.
Μηρών
καστέλια, που γι’ αυτά χίλιους ρηγάδες πάλεψα και νίκησα,
να
τα χορτάσω, μια στιγμή να ’ναι καταδικά μου·
σάρκα
της γάμπας, που για χάρη σου τη σάρκα μου αδίκησα,
σφυρά,
που ’στε τα νικηφόρα στέφανα του γάμου.
Και
των ποδιών σου οι φάλαγγες, οι ανθρωποβόρες σάρισες,
που
βαπτιστήκαν στο πηχτό, ληγμένο μου αίμα·
κι
ό,τι αέναο πουλί μού έταξες και πρόσκαιρο μου χάρισες —
να
τελειωθεί μέσα στου λιγοστού χαδιού το ψέμα
Δημήτρης Κοσμόπουλος
ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ
Σκούζουν
κοράκοι, τα κωφάλαλα κρωξίματα
που απ’ ίσκιο τρόμου
απλώνονται σ’ όλα τα μέρη.
μη σέρνεις, λύματα, τ’
αμαρτωλά σου βήματα,
στην επικράτεια που δε φέρει
μεσημέρι.
αρνήσου τα δαιμονικά
κρυφογνεψίματα,
τα μολυσμένα αρτύματα που σου
προσφέρει.
θυμήσου ποιος περιπατεί πάνω
στα κύματα,
κι είναι η καρδιά του
αιματωμένο περιστέρι,
χέρι, που διώκει δόλους και
φτενά κλεψίματα,
ποιος σφάζει τη θεότητά του κι
υποφέρει.
οικεί σε ποιήματα κι υψόμετρα
και κλίματα
που κελαηδεί κορυδαλλός και
πνέει τ’ αγέρι,
και σβήνει του διαβόλου τα
κακά ταξίματα
με το ν’ ανάφτει τον σταυρό
του λιανοκέρι.
κι οίνο κερνάει την
ανθρωπότητα απ’ τα κλήματα
που κάρπισαν στο σώμα του, όλο
καλοκαίρι.
04:49΄ Η ΔΗΩ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ
ΛΥΚΟΥ
Αυτό το ποίημα είναι η Δηώ, με προεξάρχουσα την υπόσταση της Δηούς.
Σ’ αυτό το ποίημα η Δηώ μια βάναυση είναι λυκοθυγατέρα που
φωνάζει.
Κόρη μου, σ’ ευγνωμονώ που μου έδωσες τόση από έλλαμψη
πολλή·
στο άλλο ποίημα η Δηώ θρυμμάτιζε το φως καθώς λυκάκι.
Λυκάκι λοιπόν. Έτσι είπα σε κάποιο άλλο ποίημα
(ποτέ δεν το ’γραψα· προς τι; Επί ματαίω).
Κάτι τις αν τα ’παιρνα στα σοβαρά· θα θύμιζε ίδρυση της
Ρώμης.
Πού να βρεις λεφτά για ν’ αναθρέψεις δίδυμα;
Ρώμος, Ρωμύλος· το λυκάκι ουρλιάζει·
δεν έχω αίμα και ψυχή, δεν έχω πρόσωπο·
δεν μπορεί να εκδώσει τίποτε από εμένα παρά,
ένα στοιχείο από αλατισμένο δάκρυ.
Η λύκαινα η κυρά μου τρέχει αναζητώντας τον χαμό·
χαμού χαμός, χαμότατος, δικός μου ή δικός της, για μας αδιάφορο.
[από τη συλλογή του Ηλία Λάγιου
Το εικοσιτετράωρο της Δηούς,
1998]
LACRYMOSA
(από τη συλλογή του Ηλία Λάγιου ΤΟ
ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ, Ίκαρος 1993)
Το ποίημα όλο τυφλές σημειώσεις συλλαβίζει
κι είναι στα μέλη σου περίπλοκο το χάδι.
Οι νότες μόνο του κορμιού σου στο σκοτάδι,
κι η θαμπή νύχτα, θολό τζάμι που ραγίζει.
Σκιρτά στιγμή λευκή, στιγμή σαν σπυρί ρύζι·
και λαμπυρίζει ο ήσυχος πόθος σου σαν λάδι.
Θαρρώ στο βάθος,απροσδόκητο ρημάδι
το ποίημά μου, ένας μαύρος ίσκιος να καπνίζη.
Μα όπως θαρρώ τον ενεστώτα της μορφής σου
ανθός το κύμα ν’ αναδεύεται μαζί σου,
σεμνή ως ακούω την χελιδόνα της ματιάς σου,
αισθάνομαι να παύουν οι άρρητοί μου πόνοι,
σ’ ακούω, χαρά κι
υπομονή να μη τελειώνη:
το ποίημα υπάρχει· προσευχή στη μοναξιά σου!..
ΙΔΟΥ, ΛΟΙΠΟΝ
ΕΓΩ, ΦΤΑΣΜΕΝΟΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΣΩΘΗΚΑΝ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΜΟΥ…
Μην έχοντας τίποτε για δικό μου,
μην κατέχοντας καν υλικά αγαθά.
Ν’ αναλογίζομαι το τίμημα της άλλοτε χαράς.
Ζυγίζοντας και κρίνοντας τις πράξεις και τα έργα μου.
Ζυγίζοντας και κρίνοντας.
Ω σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι
στριγγή πνευματική καταχνιά, άναστρε θόλε,
ευλογημένη δύναμη που ήσουν κι όχι πια,
φτωχή κι αλλοιωμένη υπόμνηση της δύναμης,
φωνή που υπομένει, κουλή, ταγγισμένη φωνή,
χρυσοκέντητο ξεσκισμένο υφάδι,
γρατσουνισμένη πυρά, λιγδιασμένη πηγή,
σταματημένο χάδι, μαρτυρικό κι ανήμπορο, νέκυιο σημάδι,
ανύποπτη έκταση των χεριών στην οικουμένη.
Η ΦΩΝΗ ΑΠΟ
ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΔΩΜΑΤΑ
Φτάνω στην κόλαση αναλφάβητος.
Μαθαίνω
τα βογγητά και τον ωμό τρόμο
του ξένου.
Ακούω τριγύρα αυτό μονάχα· να
πεθαίνου-
νε μ’ ένα «μάνα» στην ψυχή.
Διαβαίνει τραίνο
με μηχανοδηγό τυφλό που ’χει
βοηθό του
πανέμορφη, φρικτή την τύψη των
ανθρώπων,
στη μνήμη των καρφί καιρών,
των ένδον τόπων.
Του παντοαδύναμου γαμώ το
κέρατό του.
Αίφνης, εδώ θα ψάλλουν δέντρα·
ελάτια, πεύκα·
κι εν τέλει εδώ θ’ ανθίσει
ρόδο η δικαιοσύνη·
θα ’ρθει ο Θεός, κανέναν πλέον
να μην κρίνει·
και θα υψωθεί στο φως, μια
φουντωμένη λεύκα.
Ουράνια λεύκα που εν τω βίω
ποτέ δεν είδα,
να με φέρει σ’ εσέ τερπνή,
αληθής πατρίδα.
ΛΑΓΙΟΣ Ο ΕΡΩΤΙΚΟΣ
Νυγμοί και σκέψεις (από Θεοδόση Βολκώφ)
Δεν πιστεύουν, ασφαλώς,
όλοι οι ποιητές σε κάποιον Θεό· όλοι, ωστόσο, ανεξαιρέτως – ακόμα και
οι πλέον άθεοι και άθρησκοι – πιστεύουν στον Έρωτα· και όλοι προσεύχονται
σε αυτόν…
Ο Ηλίας Λάγιος υπήρξε
ποιητής βαθύτατα ερωτικός· που σημαίνει έμπλεος πάθους μπροστά στην
Ομορφιά και στο τρομερό της μυστήριο· κι όχι απλώς ποιητής ερωτικός,
αλλά κατά καιρούς, μάλιστα, ποιητής πραγματικά ερωτόληπτος·
«… μεθυσμένος τραγουδώ τη γυναίκα»,
γράφει σε ένα από τα
πρώτα του πεζά ποιήματα.
«Τραγουδώ τη ρουθ, την εσθήρ, τη ρεβέκκα,
την καλλιπάρηο ελένη, την αστάρτη διάδημα της νύκτας, την άλκηστη
έπαινο των συζύγων, την άμωμη φρέγια, την έντα γκάμπλερ υπέρτατο άνθος
των φιορδ»,
γράφει σε ένα από τα
πρώτα του παστίς, δανειζόμενος τον τρόπο του Ουίτμαν, με τους περίφημους
«ποιητικούς καταλόγους» του…
Όπως κάθε τεχνίτης
άξιος του ονόματος, ο Ηλίας Λάγιος δεν ήταν απλώς κύριος των μέσων του
στον αγώνα του με τη Γλώσσα, δεν είχε απλώς συνείδηση τού τι έκανε ανά
πάσα στιγμή δουλεύοντας τον Στίχο, αλλά ήταν προικισμένος και με το
ένστικτο εκείνο, το ακονισμένο και τελειωμένο από την πολυετή και
την εντατική εργασία, να επιλέγει κάθε φορά τους τρόπους εκείνους που
θα υπηρετούσαν στον ύψιστο βαθμό το ποιητικό του όραμα...
Όσο πιο έντονο είναι
το Εγώ – και δεν μιλάμε φυσικά για τον μικρόψυχο εκείνον εγωισμό που
λιγοστεύει τον άνθρωπο –, όσο πιο ισχυρή είναι μια προσωπικότητα,
τόσο επαχθέστερο νιώθει το φορτίο του ίδιου της του εαυτού, κι όσο ευρύτερη
είναι, τόσο ασφυκτικότερα νιώθει τα όριά της, τόσο περισσότερο τα
εχθαίρεται και με τόσο μεγαλύτερη ορμή γυρεύει να τα υπερβεί· τρέχει
προς συνάντηση εκείνου που δεν είναι Εγώ, ζητώντας το Εσύ, τον Άλλον…
Βλέπουμε τον ποιητή
να δέρνεται από την πείνα και τη δίψα του Έρωτα· και να τον δέχεται κάθε
φορά ως ένα ανέλπιστο και ανεκτίμητο δώρο, και μάλιστα ως ευλογία·
να τον βιώνει ως θαύμα, το μόνο που έχει απομείνει ακόμη δυνατό.
«Έτσι ευλογήθηκα μια νύχτα του Δεκέμβρη αξημέρωτη...
Θεού θέλημα ο Αλέξης να γνωρίσει
τη Μαρία…
Τέτοιαν μεγάλη χάρη έκανε του
δούλου Του ο Αφέντης…
Εκ χειρός Του όλα. Πολύ ο Αλέξης
τη Μαρία ν’ αγαπήσει,
από αυτήν οι μέρες του να φέξουν,
ν’ αποθεωθούνε».
Στέκεται μπροστά
στην αγαπημένη έκθαμβος, και γίνεται ολότελα παιδί. Δέχεται την εύνοια
της γυναίκας με βαθύτατη ευγνωμοσύνη, με ευλάβεια πραγματικά θρησκευτική,
και τότε το λυρικό του εγώ ξεσπάει σε ύμνους και σε ενθουσιώδη δοξολογήματα
σαν αυτό του Νυχτερινού του:
«Εσύ, θα ’σαι το Άσμα των Ασμάτων,
εσύ η Ιλιάδα, εσύ η Βεατρίκη,
εσύ η Ιουλιέτα και η Μαργαρίτα,
εσύ η Ντόνα με το μαγνάδι
Και θα κλειδοκρατείς στ’ άσπρα σου
χέρια την Εδέμ,
και θα ’σαι μέσα της το πιο ατίμητο
πετράδι».
Η γυναίκα είναι αυτή
που έρχεται και φεύγει, και από μιαν άποψη είναι πάντα η δυνατότερη·
είναι το μέγα δέντρο εν μέσω της ερήμου, είναι η Μαριάννα που του ζητάει
ένα σονέτο, είναι η ουράνια εταίρα που αγάπησε ο φτωχός Φωκάς, είναι
η Μαρία που γίνεται το πάθος του Αλέξη, είναι το Φονικώ, είναι η
Δηώ-Δήμητρα, η ίδια η Γη δηλαδή, είναι το Ποίημα μού Λείπεις, η Γυναικογυναίκα,
η Καταγάτα, η Γατογυναίκα και η Γυναικόγατα, αυτή που αιλουροτρέχει
στη νύχτα, η Γαταφέντρα και η Καταθήλυκια, η Γατογάτα, είναι όλες
αυτές οι υπέροχες σύνθετες λέξεις που φτιάχνει ο Ποιητής στην προσπάθειά
του να αρθρώσει κάτι από την ουσία της και που όλες αποτελούν ευρηματικούς
και εξαίρετους τρόπους του υπερθετικού…
Βέβαια ο Έρωτας,
όπως κι αν τον θεωρήσουμε, θεός ή όχι, έχει ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό
– την ευθραυστότητα. Ένα σπάνιο άνθος που δύσκολα ευδοκιμεί και που,
πολύ συχνά, εξαιρετικά γρήγορα μαραίνεται· «η Έρωτας», καθώς μας λέει
ο Λάγιος, και ο πανταχού παρών εχθρός της, ο Θάνατος· που ρίχνει πάνω
της τη βαριά σκιά του και παίρνει χίλιες δυο μορφές όταν προσβάλλει
την Αγάπη και που καταφέρνει πάντα πλήγματα καίρια, λες και φωλιάζει
εξαρχής στην ίδια της την καρδιά. «Η αγάπη κακοφόρμισε και ζέχνει», διαβάζουμε
στη Λαίδη Οθέλος.
«Φεύγει η Μαρία, φεύγει, η Μαρία
φεύγει, φεύγει, φεύγει».
Και τότε; Τότε ξανά
η ερημία και το απόλυτο σκοτάδι του κόσμου, κι ο άνθρωπος ξανά παραδομένος
στη φρίκη της Ιστορίας. Μένει στα χέρια, σαν σώμα νεκρό, ένας θρήνος
σπαραξικάρδιος, γιατί το τέλος της Αγάπης είναι πάντα ένας ζωντανός
θάνατος.
«Ο ζωντανός
ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει», λέει το δημοτικό
τραγούδι· και ο Λάγιος,
«όλα όσα γνώρισα για μένα έχουν
πια χαθεί…
και να είμαι εγώ, πλέον, κάτι από
λίγο τίποτε…
και μήτε κάποιας το κορμί και μήτε
κάποιας τ’ όνομα…
Τώρα τι μένει πια να δούμε;
Αγάπες, έρωτες και πάθη…
Αυτό είν’ το μόνο που ’χω μάθει,
πως θα πεθάνει ό,τι αγαπούμε…»
ΟΝΕΙΡΑΙΤΗΣΙΑ
(από τη συλλογή του Ηλία Λάγιου ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ,
Ίκαρος 1993)
Ποια περιπατεί γυμνή και
ξυπόλυτη
μ’ όλο τ’ ανάστημα της καρυδιάς;
Εξαφνικά γεμίζει το δωμάτιο
με τον πελώριο πλάνητα του
ονόματός της.
Ποιαν υποπτεύεσαι πίσω απ’ όλα
τα πρόσωπα
στα μόλις και, νυσταγμένα
σοκάκια;
Να ’την η ιδιωτική προφητεία,
να ’τος χρηστός ρυθμός
και τα ταξίδια, σκονισμένα
μάτια της.
Σιωπή!.. κι ακούστε την που
εξαγγέλλει πίκρες στα διάστιχα
στο δέλτα το δειλό του ποταμού
των επιθέτων.
Έτσι να υφαίνεται, φυτό που ηλιοβολά,
κι αχ!.. η αλογάριαστη
περιουσία της μορφής της
Ο ποιητής ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ πέθανε σε ηλικία 47
χρονώ παίρνοντας το μυστικό της
μνημοτεχνικής του στον τάφο… ήταν ικανός να απαγγέλλει από στήθους σχεδόν οτιδήποτε
έφερε τη σφραγίδα του ίαμβου στη νεοελληνική γλώσσα.
Ετσι, ο Λάγιος, αφού έμαθε να εξαπατά τον θάνατο
παριστάνοντας τον νεκρό, ώστε ο θάνατος να μην τον αρπάξει, αισθανόταν ξαφνικά
ασφαλής και ξαναπετούσε στα μούτρα του θανάτου το γάντι. Τώρα βρίσκεται εκεί
ακριβώς απ' όπου έρχονταν πάντοτε οι φωνές που τον δαιμόνιζαν, οι φωνές που του
υπαγόρευαν την ποίησή του, εν ολίγοις οι φωνές των πεθαμένων συγγραφέων.
Βρίσκεται στο σημείο σύγκλισης όλων των λυρικών τίτλων, κατοικεί - πώς να το
πω; - σ' έναν τόπο σαν τα Ακασικά Αρχεία, όπου όλα τα ποιήματα, αυτά που έχουν
ήδη γραφτεί κι εκείνα που δεν έχουν γραφτεί ακόμη, όλο αυτό το απόθεμα της
αιθερικής διακειμενικότητας που τον συγκινούσε μέχρι παροξυσμού - λοιπόν σ'
αυτόν τον ομφαλό είναι τώρα εγκατεστημένος για να υπαγορεύει τα δικά του
σκιρτήματα στους ανθρώπους που πρόκειται να επηρεάσει με τη σειρά του. Μπορεί,
ποιος ξέρει, να ζήσουμε μια μικρή άνθηση των υποκοριστικών, μέσα από τα
κρύσταλλα των οποίων εκείνος διέκρινε περιστασιακά λίγο απ' το φως ενός
χρυσαφένιου απογεύματος σε κάποιον κήπο, το κυμάτισμα των βρύων γύρω απ' το
πηγάδι. Σε μια εποχή αχαλίνωτης γιγάντωσης, αυτός επέμεινε στο φυλλαράκι, στο
νεράκι, στις λεπτομέρειες των γάμων της μοναχής, όπου παρίσταντο σαν παράνυμφοι
οι φωνές των λουλουδιών και των καρπών του ευκαλύπτου. Λίγοι έδειξαν τέτοια
τρυφερότητα προς τα σιγανά ιντερλούδια του μικρόκοσμου… Οπότε, ο Λάγιος πέθανε μη αντέχοντας το
πήγαιν'-έλα μεταξύ ζωντανών και νεκρών, και τώρα πρωταγωνιστεί στην τελευταία
από τις παρεξηγήσεις που ο ίδιος σκηνοθέτησε, δηλαδή ως προς το γεγονός ότι ενώ
νομίζουμε ότι τον σκεφτόμαστε εμείς, είναι εκείνος που μας σκέφτεται. Το
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε δεν ισχύει εδώ. Αναμφίβολα, οι νεκροί μας,
τέτοιοι νεκροί, μας σκέφτονται διαρκώς, ως επί το πλείστον με τις σκέψεις που
κάνουμε εμείς, καθημερινά, δίχως πρόθεση και δίχως συνειδητή υποκειμενικότητα,
όταν η τέχνη μας, φτωχή έστω, δρα σαν αναστολέας της επαναπρόσληψης της
σεροτονίνης και μας απογειώνει. Διότι οι καλύτερες απ' τις σκέψεις μας, απ' τις
εμπνεύσεις μας, είναι σκέψεις και εμπνεύσεις των νεκρών που φιλοξενούμε κάπου
στο ηλιακό μας πλέγμα. Ακόμη και αν σήμερα αυτή η νεκρομαντική οδηγείται στον
εκφυλισμό, αφού οι φωνές των νεκρών χάνουν την πρωτοτυπία τους μέσα στον ωκεανό
των τηλεπαθητικών εκπομπών της τεχνολογίας, πάντως κάτι από την άβυσσο της
αλήθειας που διαιωνίζει η γνώση του θανάτου εξακολουθεί να αντηχεί μέσα από τα
σύμβολα της γλώσσας που εκείνοι μεταχειρίστηκαν. Ο Λάγιος ήταν τολμηρά
παραστατικός χειριστής τους και δεν πρέπει να εκπλαγεί κανείς αν τον ακούσει να
επιστρέφει από τον θάνατο και να αρχίσει να περιγράφει τι αντίκρισε εκεί πέρα…
(αποσπάσματα από κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση, στο ένθετο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ 11 Νοεμβρίου 2005]
Τετάρτη, 21 Απριλίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου