Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΑ ΔΕΝΔΡΑ ΟΙ ΤΟΠΟΙ ΑΠΛΩΣΑΝ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΡΙΖΕΣ ΚΟΜΜΕΝΕΣ

(ο σπόρος μας θα κατακλύσει το σύμπαν και θα γεννήσει χιλιάδες ουράνια σώματα):

«Αν ερωτεύτηκες σε ρέμα     ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ
Αν έθαλλες σ' αγκάθια        ΘΗΛΙΑ
Στης λίμνης τη γαλήνη αν βυθίστηκες   ΘΛΙΨΗ
Αν σ' αναχώματα περπάτησες    ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ
Αν χύθηκες σε θάλασσα    ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ


Κοχύλια εξορίσουν    κοιτάσματα φωτός

σ' υποθαλάσσια ρεύματα»

Είναι τα ΚΟΧΥΛΙΑ, πρώτο ποίημα στη συλλογή της Δέσποινας Καϊτζτζή-Χουλιούμη  ΛΙΓΟΣΤΕΥΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ, εκδόσεις Μελάνι 2017.

Πέντε συνοπτικές «υποθετικές»  ιστορίες ξεριζωμένων τόπων αποδίδουν χαρακτηριστικά γονέων προσφύγων, «εσωτερικών μεταναστών μετά»:

ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ,  ΘΗΛΙΑ,  ΘΛΙΨΗ,  ΠΟΣΦΥΓΙΑ,  ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ.

Κι οι λέξεις «μουδιασμένες» «λιγοστεύουν», γίνονται «κόμπος στο λαιμό», «μουρμουρητά και κραυγές», που θρηνούν μια «ΦΡΙΚΗ που δεν τη φτάνουν οι λέξεις», σ’ όλα σχεδόν τα ποιήματα της συλλογής.   

Προεξαγγελτικό απόσταγμα οι μετέωρες αναφορικές προτάσεις στο 2ο  ποίημα της συλλογής Ο,ΤΙ ΒΑΘΙΑ ΚΟΙΤΑΞΑΜΕ (σελ. 12) που συνεχίζονται και συμπληρώνουν το παζλ της προσφυγιάς στο τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας Ο,ΤΙ ΠΟΛΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ (σελ. 47) και να οι ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΛΙΓΟΣΤΕΥΟΥΝ:   

ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ   ΜΑΧΑΙΡΙ   ΕΛΠΙΔΑ    ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ   ΠΑΤΡΙΔΑ   ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ   ΖΩΗ και ΘΑΝΑΤΟΣ… 

Πανταχού παρούσα η καταλυτική επίδραση του ξεριζωμού, της βίαιης αλλαγής πατρίδας, αλλά, είναι ΖΩΗ και ΘΑΝΑΤΟΣ όλες οι «ενδιάμεσες» λέξεις που στοιχειοθετούν τις ιστορίες του ΞΕΡΙΖΩΜΟΥ (που ως λέξη επαναλαμβάνεται στην αρχή και στο τέλος της καταγραφής). 

Αρκούν, όμως,  οι λέξεις να εκφράσουν την οδύνη του ψυχισμού και της ανθρώπινης μοίρας, της προσφυγιάς, της ανατροπής και της ασυνέχειας;
Αντέχουν οι λέξεις ή λιώνουν χάπι πικρό και σιγούν μπρος στη βαρβαρότητα που κατακλύζει και απειλεί τον κόσμο μας;
Μπορούμε να επανακτήσουμε το αρχαίο νόημα των λέξεων να κατά-βυθίσουμε το βλέμμα μέσα μας και γύρω μας, απαντώντας στην πρό-κληση για συμφιλίωση και αγάπη προκειμένου να ξανακερδίσουμε την ομορφιά και τη χαρά της ζωής;

 Ή όλα αυτά είναι χαμένη υπόθεση ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΛΕΞΕΙΣ; (σελ. 33):

«Βρέφος της Άρνισσας κόρη αντάρτη / Χαμένο νήπιο σε οικοτροφείο της Πράγας

Μαθήτρια στο χωριό του Μπελογιάννη / Έφηβη φυγάς στην Ιταλία

Παράνομη πρόσφυγας σε στρατόπεδο στη Ρώμη / Άπατρις δίχως ιθαγένεια στο Μάλμε

Πολίτης του κόσμου πλέον στη Στοκχόλμη

Ζωή επτά φορές κομματιασμένη / θρυμματισμοί θαμπού καθρέφτη

Εφτά θρυμματισμένα προσωπεία / με τόσα θρύψαλα θαμπά γυαλιά καρφιά…

Καθρέφτες καθρεφτίσματα / λάμψεις φωταγωγίες 

Χαμένη υπόθεση άγνωστες λέξεις»

Όχι δεν είναι χαμένη υπόθεση, δεν είναι άγνωστες λέξεις οι ψίθυροι των δέντρων, τα γκρεμισμένα σπίτια, οι άνθρωποι της γης που κοινωνούν την αγωνία και την οδύνη αλλά και την ελπίδα μέσα από τη συμφιλίωση και την αγάπη.

Όχι δεν είναι χαμένη υπόθεση η αδιάλειπτη εναλλαγή της πραγματικότητας δύο τόπων, εδώ «λειψή η άνοιξη σαν δεν τη χαίρονται πολλοί» κι εκεί «με πόθο ουρανό και προσμονή μια θάλασσα»:   η ιστορία της μετέωρης Περσεφόνης, που «πλάνης μετανάστρια ξεριζωμένη μέτοικος»  «λάβα χυμένη στο δέρμα» παλινδρομεί ανάμεσα στο εκεί μακριά «από τιτιβίσματα… μη με λησμόνει» και στο εδώ «γυναίκα ώριμη στη δίνη οδυνηρών αποδημιών… πειθήνιος αχθοφόρος επιταγών κι επιθυμιών δυνάμεων κυρίαρχων»!..

«Μ’ άλογο φτερωτό σε άλλο αστέρι να στραφώ υπέρλαμπρο

Άλλη ύπαρξη αέναα ολόκληρη στο φως τον Πρώτο ουρανό να ονειρεύομαι» (ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ… σελ. 44)

Όχι δεν είναι χαμένη υπόθεση, γιατί στα ποιήματα αυτής της συλλογής, όπως εύστοχα επισημαίνει η Διώνη Δημητριάδου, τα πρόσωπα-ήρωες

«πατούν σ’ έναν τόπο όλο ξενιτιά»

 και εξωτερικεύουν  μέσα από τους εμπνευσμένους στίχους

«την αγωνία τους να στηρίξουν το είναι τους σε έδαφος απροσδιόριστο και συνεχώς μετακινούμενο, όπως οι ίδιοι…»

Καθόλου τυχαίο και το γεγονός ότι  το ποίημα που έδωσε τον τίτλο σ’ όλη τη συλλογή αυτών των 58 ποιημάτων έχει μεταφραστεί ήδη σε τέσσερις γλώσσες, ιταλικά, γερμανικά, σουηδικά και αγγλικά και έχει επιλεγεί ως ένα από τα καλύτερα ποιήματα της χρονιάς για την Ανθολογία που εκδίδεται τακτικά από τα (δε)κατά: ΛΙΓΟΣΤΕΥΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ (σελ. 39):

Μια πρώτη αποτίμηση μας οδηγεί σε μια διαπίστωση ουσιαστική:

Λιγοστεύουν οι Λέξεις γιατί η Ποίηση εδώ, με συλλογισμούς και συμπεράσματα αφηγείται τη μοίρα ανθρώπων ενός έθνους που η περιπέτεια τους ξεπερνά τα όρια τους και ανάγει τις ξεχωριστές ατομικές ιστορίες σε διδάγματα καίρια και διαχρονικά, όπου πραγματικά οι λέξεις, τα λόγια τα πολλά,  περιττεύουν.

«Κλάδεψαν τις φτερούγες μας / τις φύτρες μας τις ξερίζωσαν / επανειλημμένα αποτρόπαια

Πορευόμαστε / κρατάμε σταθερά το μέσα νήμα / νέο ξερίζωμα απειλεί

Και με κομμένες τις ρίζες / θα σταθούμε όρθιοι / και με σπασμένα κλαδιά θ’ ανθίσουμε

Γιατί ό,τι έχουμε το κουβαλάμε μέσα μας…

Ο σπόρος μας θα κατακλύσει το σύμπαν / και θα γεννήσει χιλιάδες ουράνια σώματα (ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ σελ. 43)

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα έλεγε ο Σεφέρης…

«Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα… τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς».

Αλλά είναι ευτυχισμένος όποιος κάνει «το ταξίδι του Οδυσσέα»

Και η ευτυχία του αυτή πηγάζει από την γερή «αρματωσιά μιας αγάπης, απλωμένης μέσα στο κορμί, σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα». ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ Η ΑΓΑΠΗ (σελ. 74):

«πατρίδα μου η αγάπη / το χώμα των δακρύων μας

αρχαίες λέξεις οι λέξεις μου / λέξεις που μου φανέρωσαν τον κόσμο

ψίθυροι ακατάληπτοι στο μοιρολόι μάνας / τόποι που μ’ έδεσαν στις κόγχες τους

εδραιωμένοι μέσα μου μ’ ορίζουν / πατρίδα μου ο ήλιος

η βροχή τα δένδρα τα βουνά / ρίζες βαθιές αρχέγονες

το χώμα που πατάω στέρεα / το χώμα που θα με χωνέψει

πατρίδα μου ο κόσμος / πατρίδα μου η αγάπη»

Ακολουθεί μια επιλογή ποιημάτων από την πρώτη ενότητα της συλλογής με άξονα και κριτήριο την παραπάνω αποτίμηση.

Στη δεύτερη ενότητα της παρουσίασης ανθολογούνται κάποια ποιήματα από τη δεύτερη ενότητα της συλλογής που φέρει τον τίτλο: ΓΙΝΟΜΑΙ ΓΙΑΛΟΣ και αντιγράφονται ενδεικτικές παράγραφοι από τις παρακάτω κριτικές:

α] «Η Τελευταία σταγόνα της κλεψύδρας», απόσπασμα από την κριτική της Λίλιας Τσούβα στο fractal  

β] «Ιχνηλατώντας τους άδειους τόπους – οι κώδικες και οι άνθρωποι», απόσπασμα από την κριτική της Διώνης Δημητριάδου στο fractal και

γ] «Λιγοστεύουν οι λέξεις μπροστά στις δυσκολίες του Ξένου», αποσπάσματα από την κριτική του Δήμου Χλωπτσιούδη  [Art by ALLTELLRINGER work on the sea]




ΑΚΟΡΝΤΕΟΝΙΣΤΑΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

(κι άλλα ποιήματα από την πρώτη ενότητα στη  συλλογή της Δέπσοινας Καϊτατζή – Χουλιούμη ΛΙΓΟΣΤΕΥΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ 2017)

Στο δρόμο κάθομαι μονάχος

με την Καλίνκα στ’ ακορντεόν

κόσμος με προσπερνά

γάτος αδέσποτος στο φράχτη

Κρεμασμένος

Ποιος άνεμος μ’ έριξε εδώ

-άι, ξαπλώστε με στο πευκόδασο

ύπνο σμαραγδένιο να κοιμηθώ -

Δελφίνια αγέλη κυνηγημένα στοίβα

στεγνά φιλιά απορημένα

σ’ ακτή του πουθενά

Αναριγώ

Ρείκι σε πεζοδρόμιο ριγμένο

δελφίνια πεθαμένα στ’ ακρογιάλι

-Καλίνκα, ζωή μου ζωή ξένη

έι, βατόμουρο και ρόιδο ζωή μου τρελή-

 

ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ (πρώτη ενότητα συλλογής σελ. 24)

Εξέρχεται    από το αεροδρόμιο

Έκπληξη

ψάχνεις της γραμμής λεωφορείο

Παρατηρείς αντίδραση καμία σαν να μην έφυγες ποτέ

Μούδιασμα   έδαφος στέρεα πατάς οικείο

Σιωπή   εκκωφαντική γνώριμο ερημικό τοπίο

Αφουγκράζεσαι

απέραντη ησυχία υφέρπουσα ανησυχία

το πλακόστρωτο εμποτίζει

Απουσία

στο σούπερ μάρκετ σύμφυρμα οσμών σε κατακλύζουν

Εφορμούν   άρωμα lakrits Kanelbullar kardremomma

Εισβάλλουν   ανελέητα λιώνουν τη χειμέρια νάρκη

πληγή υποδόρια νοτίζουν

Χύνονται

χείμαρροι άηχοι γόοι εικόνες καταυγάζουν ξεθωριασμένες

Σπαν   μπουκαπόρτες κύματα αναβλύζουν

Επέστρεφε

 

ΠΛΑΝΗΣ (πρώτη ενότητα συλλογής σελ. 26)

Γεννήθηκε σε χαλεπούς καιρούς για άρχοντες

για εραστές της Περιπατητικής Σχολής

για στοχαστές συνδαιτυμόνες συμποσίων

Ναρκοσυλλέκτης είχε χάσει δυο δάχτυλα

πράος μελισσοκόμος θήτευσε μετά

Ώσπου βρέθηκε μέτοικος βόρειων χωρών

πλάνης ρίζα δεν άπλωσε

ξεριζωμένος μια ζωή ανέστιος

Κάποτε σαν άσωτος επέστρεψε

στύλωσε σπίτι όχι για να ζήσει

για να πεθάνει είπε

Κάτι τον βάραινε κάτι τον τρόμαζε

την όποια ευτέλεια στον κόσμο αυτόν

την όποια πρόσκαιρη περιδιάβαση

του ήταν δύσκολο ν’ αποχωριστεί

Ρόγχος επιθανάτιος σ’ απόγνωση

ο λόγος ακατάληπτος βλάσφημος

Χειρονομώντας κραύγαζε

πάλευε μάταια ν’ αντισταθεί

τούμπα να φέρει τη χθόνια βάρκα

Ασ.. χθσφ… φγε… ασ… χισλπ… εεεεεεεσχτρ…

Τώρα η σορός γενναίου ναρκοσυλλέκτη

του εραστή της Περιπατητικής Σχολής

του πράου μελισσοκόμου του άρχοντα

του πλάνη μετανάστη του ανέστιου

κρύο κουφάρι στο σπίτι κείτεται

Απομεινάρι της πλάνης τους έτοιμο

για την νεκρώσιμη ακολουθία

 

ΡΑΓΙΣΜΑΤΙΑ ΙΣΩΣ (πρώτη ενότητα συλλογής σελ. 32)

Πριν ξεκολλήσει πέτρα πριν ξανακυλήσει
σε τρύπια κιβωτό καταχωνιάζει ρύπους
Ρέλια θηλιές ρούχα χαρταετοί σχισμένα
ξέφτια ραμμένα με φυγόδικες βελόνες
Την παιδική κουβέρτα την καρό διστάζει
σε λήθης θύλακα βαθύ πριν παραχώσει
Με τα καρό ερμητικά αραδιασμένα
κατέγραφε καλά κουτάκια σφραγισμένα
Κύκλοι τετράγωνοι επάλληλες γωνίες
χάσματα σύνορα χαραγματιές κομμάτια
Χρήσιμη αν κάποτε πάτσγουορκ ραβόταν
τουλάχιστον αυτήν να έπαιρνε μαζί του
Τετράγωνων διαδρομών γεωγραφία δίχως συγκλίσεις συρραφές   δίχως συνάψεις
Ποτέ καμπύλες εναγκαλισμοί πλεξούδες
επιστροφές ποτέ σ’ ειδυλλιακά τοπία
Φυγή κι επιστροφή πάντα στον ίδιο τόπο
ραγισματιά ίσως στο χείλος χθόνιου ρείθρου.

 

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ - ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ (πρώτη ενότητα συλλογής σελ. 40)

Κοιτώ το ρυάκι να ρέει αμέριμνο

το νερό να κυλά λαμπυρίζοντας

Αντανακλάσεις φωτός διαγράφουν

γιρλάντες στη ράχη του

Τα βότσαλα λάμπουν ατάραχα στο βυθό

Χρυσοκίτρινα φύλλα πέφτουν και χάνονται βιαστικά

Η σκιά τους διαγράφεται σκοτεινή

περνούν γρήγορα και χάνονται

Βαθιά πηγή αναβλύζει μέσα μου λόγια ακατάληπτα

Ψιθυριστά νανουρίσματα

συγχωνεύονται με του νερού το κελάρυσμα

για παιδιά που ’χασαν τον ύπνο τους

για παιδιά που κείτονται στου βυθού την αταραξία

Μέσα σε τόση ομορφιά

κάτι με πνίγει κι εγείρεται μέσα μου

Μου έρχονται λέξεις και ήχοι στο νου

και ψελλίζω κάπως να λυτρωθώ

νανούρισμα από καιρό ξεχασμένο

«Κι αυτό το αγοράκι   δεν έχει κρεβατάκι»

Μου έρχονται λέξεις και ήχοι στο νου

και ψελλίζω κάπως να λυτρωθώ

νανούρισμα από καιρό ξεχασμένο

 

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΤΗΣ ΚΛΕΨΥΔΡΑΣ

(ένα απόσπασμα από την κριτική της Λίλιας Τσούβα στο Fractal):

Ένα ποδήλατο στη Gamla Stan, ένα ρεστοράν στην Ουψάλα. Τσουρεκάκια κανέλας και κεφτεδάκια λαχανικών. Ένα όμορφο ζευγάρι μεταναστών κι ένα Σεβιλλιάνικο νανούρισμα. Ελλάδα, Πόντος, Ιδωμένη. Ένα κονιάκ αποχαιρετισμού. Μια τσάντα σπίτι και πατρίδα. Και στη θάλασσα να κολυμπούν φάλαινες πληγωμένες. Να τις ξεβράζουν βίαια κύματα. Σε έρημες ακτές.

Τι κι αν οι αιώνες περνούν; Τι κι αν μπήκαμε στην εποχή του internet of thinks; Ο ακορντεονίστας του δρόμου είναι πάντα εκεί, στην άκρη της γέφυρας. Παίζει την «Καλίνκα», ένα τραγούδι του βορρά. Είναι πλάνης, ανέστιος. Το πρόσωπό του μελαψό. Είναι Σύριος. Είναι Έλληνας. Ο δικαστικός κλητήρας κρατά την απόφαση έξωσης. Το φορτηγό του δήμου περιμένει.

Πόλεμος, προσφυγιά, εξαθλίωση. Το ίδιο αιωνόβιο δέντρο. Ατέρμονες κύκλοι. Κι ο κόσμος ένα θέατρο, με σκηνικά άψογα και υπέροχη ακουστική. «Λιγοστεύουν οι λέξεις» για τη Δέσποινα Καϊτατζή – Χουλιούμη. Και πλάθει το δικό της μελωδικό τραγούδι για την ξενιτιά με ποιήματα στη μνήμη του πατέρα, πρόσφυγα από τον Πόντο… Ζωή μοιρασμένη ανάμεσα στη λαχτάρα της επιστροφής και στον πόνο του νέου ξεριζωμού… Άλγος και νόστος. Ένα προσκλητήριο από την πατρίδα κι ένας Έλληνας της διασποράς, ο Καβάφης, που της γράφει: «Επέστρεφε».

 

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΑΔΕΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ – ΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

(απόσπασμα από την κριτική της Διώνης Δημητριάδου στο Fractal)

Πώς αποκόπτεται κάποιος από τα ριζιμιά του, τα βαθύρριζα που τον δένουν με τον τόπο του; Από τα πρόσωπα και τα πράγματα, τις παιδικές μνήμες, τις λέξεις που τον μεγάλωσαν και του ’μαθαν τον κόσμο; Δύσκολη η δική του απόφαση, καμιά φορά αναπόφευκτη. Αν όμως αντίξοες δυνάμεις μηχανευτούν την αποκοπή του από τα πάτρια, τότε έχει από κάπου να πιαστεί να μην κατακρημνιστεί; Ή μήπως άφευκτη είναι η ενσωμάτωσή του στον νέο τόπο, εκεί που νέες ρίζες είναι γραφτό να ρίξει και νέες μνήμες να χωρέσει μέσα του; Διαβάζω τα νέα ποιήματα της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη και νιώθω να μην έχω αβίαστη απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα. Μα, ίσως και να μην είναι εύκολο να απαντηθούν. Όσα ανατρέπουν τα δεδομένα μας, όσα απειλούν να μας μεταβάλουν σε αιωρούμενα σώματα, που δεν αγγίζουν γη, δεν προσεγγίζονται ψυχρά και λογικά. Κι αν κανείς θεωρήσει πως μια τέτοια απώλεια μεγεθών αφορά μόνον τους άλλους, σαν μια ζοφερή εικόνα μακρινή πολύ, δεν έχει μετρήσει σωστά τη δυναμική της ρευστής πραγματικότητας, που γράφει αδυσώπητα και απειλητικά πάνω σε όλους.

 

ΟΛΟΙ ΒΟΥΛΙΑΖΟΥΜΕ ΕΝΤΡΟΜΟΙ

( από τη 2η ενότητα της συλλογής σελ. 57)

Ένα ποτάμι έρεε παλιά εδώ

τώρα δυνατός λυσσομανάει αγέρας

κι η άμμος μανιασμένη ρέει ποτάμι

Κολλά πάνω μας στα ρούχα στο πετσί

μπαίνει στα μάτια μας

Προχωράμε με μάτια κλειστά

σκοτάδι η άμμος μας σκεπάζει

Βουλιάζει όποιος πάει αντίκρυ της

όλοι βουλιάζουμε έντρομοι

μπρος στην αδυσώπητη ροή της

Σαρώνει τα πάντα ανελέητα

όταν λυσσομανάει ο αγέρας

Μόνο οι νεκροί κείτονται ατάραχοι

η μανιασμένη άμμος δεν τους νοιάζει

τι είχαν και τι έχασαν τάχα οι νεκροί

Βουλιάζει όποιος πάει αντίκρυ της

όλοι βουλιάζουμε έντρομοι

 

ΘΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

(«μόνο οι νεκροί έχουν δει το τέλος του πολέμου» -  από τη 2η ενότητα της συλλογής σελ. 64)

Θα παίξουμε τον πόλεμο είπαν

Παιδιά που από νωρίς την αθωότητα είχαν επεκδυθεί

Εσείς πολεμιστές και πόλεμος

Εμείς υποκινητές της ήττας ερωδιών και κολεοπτέρων

Εσείς δορκάδες διαμελισμένες το τέλος του πολέμου θα ’χατε δει

Εμείς ολέθριοι εξολοθρευτές δορκάδων

Δεινοί εκδοροσφαγείς καταπατητές καθημαγμένων τόπων

Τη φρίκη του πολέμου θα πουλάμε με κροκοδείλια δάκρυα

Θα τη διανέμουμε σε ακριβά παράθυρα

 

ΛΙΓΟΣΤΕΥΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ (Δήμος Χλωπτιούδης)

Ένα ποίημα αποσπασματικά εξεταζόμενο, μολονότι αφήνει να φανούν η σκέψη και οι αγωνίες του δημιουργού, αδυνατεί να δώσει μία ολοκληρωμένη εικόνα για τις ανησυχίες του. Μία συλλογή όμως αποκαλύπτει όλο το φάσμα των αγωνιών -σε μία συγκεκριμένη τουλάχιστον εποχή- και συχνότατα ιχνογραφεί την ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη. Έτσι ακόμα και αν δεν αποτελεί μία ενιαία ποιητική σύνθεση, η κριτική προσεγγίζει την συλλογή ως τέτοια.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανωτέρω σκέψης είναι η τελευταία ποιητική συλλογή της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη, ΛΙΓΟΣΤΕΥΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ, εκδόσεις Μελάνι 2017,  που ενώ απαρτίζεται από ξεχωριστά ποιήματα, όλα μαζί συναποτελούν μία θεματική και στιχουργική ενότητα. Έτσι κάθε σύνθεση διατηρώντας την αυτοτέλειά της αποτελεί δεσμό θεματικό του όλου ποιητικού εγχειρήματος.

Στη συλλογή η ποιήτρια διαπραγματεύεται το πολύπτυχο θέμα του ξεριζωμού… Η δημιουργός συνδέει την υπαρξιακή διάσταση της μνήμης του «ιδιώματος του μετανάστη» με την κοινωνική αγωνία για τον Άλλο, τον άπατρι, τον ανέστιο. Έτσι, το θέμα του ξεριζωμού ξεκινώντας από το προσωπικό βίωμα μετατρέπεται σε οδυρμό και ανησυχία για το μέλλον των προσφύγων και των αστέγων…

Μα η ποιητική της Καϊτατζή-Χουλιούμη ξεπερνά το επίκαιρο και μεταφέρεται σε ένα διαχρονικό επίπεδο με κεντρικό θέμα τον ξεριζωμό και την ένδεια…

Αξίζει να σημειώσουμε πως μέσα στη συλλογή -αν τη δούμε ως ενιαία ποιητική σύνθεση- ο χρόνος αποτελεί μία ρευστή ιδιότητα του ανθρώπινου βίου. Ο ατομικός χρόνος (ως αναμνήσεις) και ο συλλογικός συμπλέουν με επίκεντρο τον ανθρώπινο πόνο του ξεριζωμού. Το βίωμα από προσωπικό γίνεται συλλογικό με πανανθρώπινη έκταση αγκαλιάζοντας το πέλαγος των αναζητητών νέας πατρίδας και ειρηνικής ζωής…

Η ποιητική της Καϊτατζή-Χουλιούμη κινείται σε μία ήπια αλληγορική γραφή συνδέοντας υπαρξιακές αγωνίες (αγάπη, μοναξιά, μνήμη, θάνατο, το απρόβλεπτο του βίου και ανατροπή) με τα συλλογικά βιώματα συχνά μέσα από την πρωτοενική οπτική της εξωτερικής εστίασης. Και τούτο ακριβώς υποδηλοί μία πρισματική ποιητικότητα με πολυεπίπεδη έκφραση άλλοτε λυρική και άλλοτε αφηγηματική…

Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη με ευαισθησία στους νέους και τους αδύναμους συνθέτει μία συλλογή φέρνοντας τον ακροατή/αναγνώστη στη θέση του πρόσφυγα, όπως τοποθετεί μέσω της εμπειρίας και τον εαυτό της. Η αφήγηση της ατομικής εμπειρίας ως μνήμη συνδέεται με την κοινωνική παρατήρηση του άπατρι σε ένα χωροχρονικό ταξίδι από τη Σουηδία έως την Ειδομένη και τις εστίες πολέμου.

ΓΙΝΟΜΑΙ ΓΙΑΛΟΣ ΓΙΡΛΑΝΤΕΣ ΓΕΜΑΤΟΣ ΓΙΑΣΕΜΙΑ ΓΟΝΟΣ…

Σπασμένη γέφυρα κι ανάμεσα μετέωρη εγώ μακριά από τιτιβίσματα απ’ τα μη με λησμόνει μακριά νεφέλη σε μόνιμη φυγή ανοίκεια κι εδώ κι εκεί κάτω ξεριζωμένη μέτοικος μετεωρίζομαι αδιάλειπτα Μια πλάνης μετανάστρια φυγαδεμένη πρόσφυγας μοιραία μορφή περιθωρίου Ποια πού τι πώς marginal man εγώ Κόρη της μάνας μνηστή άνδρα χθόνιου Γυναίκα ώριμη δεν ένιωσα ποτέ στη μήτρα μου καρπό δεν έθρεψα Στη δίνη οδυνηρών αποδημιών χαλάσματα χελιδονοφωλιάς σωρεύτηκαν στο στήθος Λάβα χυμένη στο δέρμα κι εισχωρεί βαθιά Πειθήνιος αχθοφόρος εγώ επιταγών κι επιθυμιών δυνάμεων κυρίαρχων Καιρός να λιώσω τη λάβα με λυγμό τη φλόγα που με καίει στη φλόγα μου να καταπιώ Να ξαναγεννηθώ αυθύπαρκτη μια χελιδόνα μονάχα ν’ αγαπώ Έτσι κι αλλιώς λειψή η Άνοιξη σαν δεν τη χαίρονται οι πολλοί Ας την κομίζω με πόθο ουρανό με προσμονή μια θάλασσα Καιρός να κάνω αποχή Μ’ άλογο φτερωτό σε άλλο αστέρι να στραφώ υπέρλαμπρο Άλλη ύπαρξη αέναα ολόκληρη στο φως τον Πρώτο ουρανό να ονειρεύομαι [Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Περσεφόνη – Marginal man από τη σελ. 44 της συλλογής Λιγοστεύουν οι Λέξεις, εκδόσεις Μελάνι 2017]

ΓΑΜΕΤΗΣ ΓΑΛΗΝΗΣ ΓΑΖΙΑ ΓΙΝΟΜΑΙ ΓΕΝΕΘΛΙΑΣ ΓΗΣ… (κι άλλες επιλογές ποιημάτων από την εν λόγω συλλογή με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο):

https://ai2avatongar.blogspot.com/2020/06/blog-post_16.html


1 σχόλιο:

  1. Αγαπητέ μου Τάσο μένω άναυδη... δεν έχω λόγια... για το μοίρασμα... για τη δημιουργική ανάγνωση της φωνής μου που γεννά νέες φωνές συν-κίνησης και αγγίγματος ... σ' ευχαριστώ απ' την καρδιά μου!!❤️🥀

    ΑπάντησηΔιαγραφή