Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

ΠΩΣ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΙΑ Η ΠΟΙΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ;

Όπως ο Καβάφης έτσι και η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ προστρέχει στην «Τέχνη της Ποιήσεως, που κάπως ξέρει από φάρμακα· νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω».Αλλά εμπιστεύεται περισσότερο το Λόγο από τη Φαντασία, καθώς η τελευταία, όπως και η Μνήμη της προηγούμενης ζωής, ολοένα ελαττώνονται.
Έτσι, λοιπόν, τα είκοσι ποιήματα του βιβλίου της ΜΕ ΑΛΛΟ ΒΛΕΜΜΑ, είναι ένας άλλοτε δραματικός  και άλλοτε στωικός διαλογισμός εις εαυτόν για το τι τελικά απομένει στη ζωή, όταν η κλεψύδρα της μέρα με τη μέρα αδειάζει κι όταν, συνεπώς, κι η Ποίηση αναμετριέται με την έλλειψη, την προϊούσα αφαίρεση, της εμπειρίας, των αισθήσεων, της μνήμης.
Η επιβίωση, για την ποιήτρια, δεν σημαίνει παρά τη ζωή στην απόλυτη παροντικότητά της, χωρίς μέλλον και χωρίς παρελθόν (η μνήμη είχε νόημα όσο νοηματοδοτούσε το παρόν στην προβολή του προς το μέλλον).Τι απομένει τελικά; Η Ποίηση, ως η γυμνή κατάθεση της επιβιώσασας ψυχής μέσα σ’ ένα σώμα που αδειάζει από το υπόλειμμα της ζωής που του έχει απομείνει…
[απόσπασμα από το σχόλιο του Ευριπίδη Γαραντούδη για τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΕ ΑΛΛΟ ΒΛΕΜΜΑ που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών 8-9 Δεκεμβρίου 2018 με τίτλο:
ΜΙΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ – παρακάτω κι άλλα αποσπάσματα από την κριτική για τα είκοσι ποιήματα αυτής της συλλογής και ως κατακλείδα ένα σχόλιο της Ασημίνας Ξηρογιάννη για το βιβλίο της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ «ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΔΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ, εκδόσεις Καστανιώτη 2016 – κατευόδιο σε μια σημαντική ποιητική φωνή που έσβησε σήμερα 21/1/2020



ΕΙΚΟΣΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ «ΜΕ ΑΛΛΟ ΒΛΕΜΜΑ» (μια δραματικά εξομολογητική μελέτη θανάτου)

Μετά τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της, ΠΟΙΗΣΗ 1963-2011, έναν τόμο 505 σελίδων όπου συσσωματώνονται τα 15 βιβλία της επί μισό σχεδόν αιώνα ποιητικής διαδρομής της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, η ποιήτρια εξέδωσε δυο ακόμα ποιητικά βιβλία: «Της Μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι», εκδόσεις Καστανιώτη 2016 και «Των Αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο» (Καστανιώτης 2018), με το χρόνο που όσο προχωράει η ζωή, τόσο πιο ανεξέλεγκτη γίνεται η εξάρτηση από αυτόν. «Τις σπάνιες στιγμές που τον ξεχνάω, γράφει η Κατερίνα Αγγελάκη, πάλι μ’ αυτόν μετράω τη χαρά μου. Η απόλυτη εξουσία του με οδήγησε σε μια πιο πεζή προσέγγιση της ζωής. Ο διάλογος των αντιθέτων βοηθάει να ανοίξει ο ορίζοντας και να αντικρίσω ίσως διαφορετικά την πραγματικότητα, που την έχουμε ακινητοποιήσει με μια κατασκευασμένη οπτική. Και τότε ξαφνικά γεννιούνται ποιήματα. Ο δυνάστης χρόνος εμπνέει, πάντα όμως με τον πεζό του λόγο, ποιήματα ουσίας που κάνουν να πλησιάζουμε τα αρνητικά, τα δύσκολα στοιχεία της ζωής μας: τη θλίψη, τη σιωπή, την επιβίωση, το χωρισμό από την έννοια του μέλλοντος, και βέβαια το θάνατο…  Αλλά υπάρχει και ένα φως που αναδύεται από το σκοτάδι. Είναι η ανάσα μου, που βγαίνει σταθερή και μου χαρίζει ακόμη τη ζωή. Με την ανάσα μου νικώ το χρόνο, έστω και για μια στιγμή»
Γεννημένη το 1939, κοντεύοντας πια τα 80 της χρόνια προσθέτει στο πλούσιο έργο της μία ακόμη ψηφίδα που μπορεί να χαρακτηριστεί μελέτη θανάτου μέσα από την εξουθενωτική εμπειρία του γήρατος: «Με άλλο βλέμμα», εκδόσεις Καστανιώτη 2018-12-08.

Στα ποιήματα της συλλογής ΜΕ ΑΛΛΟ ΒΛΕΜΜΑ ο λόγος της Αγγελάκη-Ρουκ απογυμνώνεται από κάθε ψιμύθιο, διυλίζεται τόσο ώστε να αποβάλει κάθε τι περιττό, λειτουργεί ως παράθεση εξομολογητικών στοχασμών που, όμως, εσωτερικά δονούνται από τη δραματική ειλικρίνεια και στηρίζονται στο βάρος της αλήθειας, αυτής που οι θνητοί αντιμετωπίζουμε, αν μας χαριστεί ο χρόνος να γεράσουμεθα αντικρίζουμε την εναπομείνασα ζωή ως προαναγγελία του θανάτου, από το έσχατο όριο του παρηκμασμένου, φθαρμένου σώματος – αυτού που ο Καβάφης ονόμασε «πληγή από φριχτό μαχαίρι» στο ποίημά του «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.»…

Τα ποιήματα της Αγγελάκη-Ρουκ είναι τόσο απογυμνωμένα στην ειλικρίνειά τους, που μπορώ να τα χαρακτηρίσω σπουδαία: δεν ψεύδονται ούτε μια στιγμή, καμία λέξη τους δεν τα προδίδει, γιατί μας μεταφέρουν την παγκόσμια αλήθεια της θνητότητας. Η δριμύτητα της ειλικρίνειας της Αγγελάκη-Ρουκ και η απογύμνωση του ποιητικού λόγου της μπροστά στη ζωή-μη ζωή ανακαλούν τη συγκλονιστική συλλογή του Βαγγέλη Αθανασόπουλου, Προετοιμασία ταφής (2012), γραμμένης κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του, ενόσω υπέφερε από ανίατο καρκίνο. Ή θυμίζουν τους περίφημους στίχους, γραμμένους στα λατινικά, του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού (76-138 μ.Χ.), στίχους που μεταφρασμένοι στα ιταλικά αποτέλεσαν το τελευταίο ποίημα του Ιταλού ποιητή Σάντρο Πένα (τους παραθέτω εδώ σε μετάφρασή μου): «Ψυχούλα γυριστρούλα, καημενούλα / φιλοξενούμενη και σύντροφε του σώματος / που η ώρα σου ήρθε για να πας τώρα σε τόπους / τόσο χλωμούς, τόσο ψυχρούς, τόσο γυμνούς / πια δεν θα δίνεις όπως κάποτε παιχνίδια…». Και με τον τρόπο της Αγγελάκη-Ρουκ από το ποίημά της «Θάνατος, ο ανύπαρκτος»: «Εγώ τώρα το θάνατο κατάματα κοιτώ / κι αδιάφορη μ’ αφήνει· / με αγωνία δεν τον ρωτάω, να μαντέψω δεν προσπαθώ / πόση ζωή μου μένει. / Ενας είναι μόνος ο σκοπός μου: / η επιβίωση» (σ. 15).

Έτσι και η Αγγελάκη-Ρουκ αναμετρά, δίχως ποιητικές περιστροφές, τις σκέψεις, τα αισθήματα, τον απολογισμό της προηγούμενης ζωής, που βγαίνει σχεδόν μηδενικός, του ανθρώπου που πλέον ζει για να επιβιώνει. Άλλοι ποιητές και ποιήτριες, παλαιότεροι και νεότεροι, στην ηλικιακή φάση του γήρατος, κατέφυγαν και καταφεύγουν σε ποιητικούς τρόπους που λειτουργούν ως εξορκισμός του θανάτου με όχημα και ασπίδα προστασίας την ποίηση. Διαλεγόμενη λανθανόντως με αυτούς τους ποιητές και τις ποιήτριες, η Αγγελάκη-Ρουκ είναι σαν να τους ανταπαντά με τα ποιήματά της ότι δεν υπάρχει κανένα μαγικό ή ποιητικό ξόρκι που μπορεί όχι βέβαια να αποτρέψει τον βιολογικό θάνατο αλλά έστω να λυτρώσει από αυτόν, μέσα από την αναγωγή της εμπειρίας της εγγύτητας προς τον θάνατο, στη σφαίρα της πνευματικής επιβίωσης διά μέσου της ποίησης. Το βιβλίο Με άλλο βλέμμα είναι μια δραματική και σε ορισμένα σημεία μια ελεγειακή ομολογία του τέλους της ζωής και της ποίησης.

Και ως ομολογία του τέλους, το βιβλίο Με άλλο βλέμμα είναι μια έσχατη συνομιλία ή μια χειρονομία αποχαιρετισμού της προηγούμενης ποιητικής διαδρομής που διήνυσε η Αγγελάκη-Ρουκ. Θεματικό κέντρο της ποίησής της είναι το σώμα, έτσι όπως βιώνεται στην υλική και πνευματική υπόστασή του μέσα από τον έρωτα. Συνεκτικός ιστός της έκφρασής της έγινε η φωνή ενός γυναικείου ποιητικού υποκειμένου που επιστρέφει στο παρελθόν και ανατέμνει το παρόν για να εξομολογηθεί βιώματα, επικεντρωμένα στο σώμα, και να συλλάβει τη βαθύτερη ουσία τους.
Πώς, λοιπόν, να υπάρξει πια η ποίηση χωρίς το σώμα και χωρίς τον έρωτα;

[ΠΗΓΗ: Ευρι πίδης Γαραντούδης, καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών]

«ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΔΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ»  (ένα σχόλιο για τη συλλογή αυτή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ από τη Ασημίνα Ξηρογιάννη)

Η Ρουκ θέτει ερωτήματα υπαρξιακής φύσης στον εαυτό της και προσπαθεί να τα απαντήσει κατανοώντας ταυτόχρονα ποιο μέρος της ύπαρξής της αιμορραγεί ακόμα – αν κάτι τέτοιο συμβαίνει και σε ποιο βαθμό.

Το τελευταίο βιβλίο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Τρεις πράξεις. Μετά ένα ιντερμέδιο. Και μετά η τέταρτη πράξη. Και πάλι ιντερμέδιο. Η πέμπτη πράξη, ιντερμέδιο, η έκτη πράξη. Μονόλογοι, αλλά διάλογοι με τον εαυτό. Διάλογοι με τον πόνο, με το χρόνο, με τη θλίψη, με τη μοναξιά, την υποκρισία, με τον καθρέφτη. Δεν μπορούμε παρά να το δούμε ως ένα ενιαίο σύνολο που διαθέτει θεατρικότητα και το χαρακτηρίζει έντονη φιλοσοφική χροιά.

Η ποιήτρια συνηθίζει να φιλοσοφεί στα ποιήματά της, είναι αυτό ένα στοιχείο που αποτελεί ίδιον της ποιητικής της. Χρειάζεται σίγουρα μεγάλη καταβύθιση στο «Εγώ» του δημιουργού αλλά και του ανθρώπου για να συνθέσεις ένα έργο που αγαπά και καταδεικνύει το βάθος. Σκάβοντας κανείς μέσα του έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια των πραγμάτων, κάτι που είναι εξαιρετικά επίπονο αλλά ουσιαστικό και απολύτως αναγκαίο. Η Ρουκ κάνει έναν απολογισμό, θα έλεγε κανείς, με τη γενναιότητα και την αυθεντικότητα που τη χαρακτηρίζει.

Το άδειο περιγράφεται άραγε; «Άδειο είναι η απουσία κάθε επιθυμίας να ξαναβρείς, να ξαναζήσεις, να ξαναδοκιμάσεις κάτι απ’ αυτά που έζησες» (Α΄ Πράξη, «Το άναρθρο άδειο»). H περιπέτεια και η εξερεύνηση είναι γοητευτικές πάντα. Στην πρώτη πράξη μάς δίνει την υφή και την ελαστικότητα του φόβου. Φόβος για να μην πάθεις κάτι ο ίδιος, φόβος για να μην πάθει κάτι κάποιος που αγαπάς, φόβος για το μέλλον του πλανήτη, της φυλής σου, του κόσμου. Τον τελευταίο φόβο τον βιώνουν συνήθως οι άνθρωποι με πλατύ νου και διευρυμένους πνευματικούς ορίζοντες, που έχουν κάνει την υπέρβαση σε ό,τι αφορά τον ατομικό τους μικρόκοσμο. Υφάσματα που θυμίζουν οθόνες, όνειρα, φαντασιώσεις ερωτικές και θαύματα μπλέκονται με μαεστρία εδώ και αριστοτεχνικά παραπέμπουν σ’ αυτό που δεν ερμηνεύεται, αλλά όταν έχει το ένστικτο το αναγνωρίζει κανείς, και ονομάζεται ευτυχία. H Ρουκ «χορεύει» διανοητικά ως το τέλος του πόνου, της αγάπης, της μοναξιάς. Η αφοσίωση στις λέξεις και στους στίχους όλα τα χρόνια αλλά και η τεράστια εμπειρία ζωής την οδηγούν στη μεγάλη ουσία, στο μεδούλι των πραγμάτων. Είναι τόσο ξεκάθαρα πια όλα μέσα της, η ζωή της απαλλαγμένη από κάθε πολυπλοκότητα και αίσθηση του περιττού δείχνει το φως στις γενιές που έρχονται σε επαφή με την ποίησή της. Η θεατρικότητα του κειμένου δεν διαταράσσει αρνητικά τις ισορροπίες. Αυτοί οι διάλογοι με τον εαυτό αναδεικνύουν μια θαρραλέα σύγχρονη διαλεκτική πάνω στο βάρος των εννοιών και στην αξία της διάσωσης της αλήθειας, χωρίς να πέφτει κανείς θύμα ενός άκριτου και ματαιόδοξου υποκειμενισμού. Πέρα από τη λογοτεχνικότητα του βιβλίου, λοιπόν, βγαίνει στην επιφάνεια και μια αγία διανοητικότητα που λειτουργεί λυτρωτικά για την ψυχή του αναγνώστη.

Στη δεύτερη πράξη, ο πόνος βγαίνει νικητής, έχει και την τιμητική του γενικά. Αφού η ποιήτρια τον προτιμά και τον επιλέγει για τη ζωή της επειδή κρίνει ότι είναι περισσότερο ανεκτός από το άγχος, που της δίνει την «αίσθηση μιας απειλητικής αβεβαιότητας» η οποία έχει γίνει επιθετική και συνεπώς επικίνδυνη. Της δημιουργεί απίστευτη σύγχυση, της δηλητηριάζει τη ζωή, της θολώνει τα νερά της καθημερινότητας, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει τους εχθρούς από τους φίλους.

Το χθες στο μυαλό της δεν είναι ανολοκλήρωτο. Έχει συνθέσει τα κομμάτια του παζλ, η ίδια λειτουργεί σαν ήρεμη δύναμη, έχει αποδεχτεί το πένθος ως μέρος της φυσικής μας ζωής. Έχει αποδεχτεί τη θλίψη ως σύντροφο ζωής και την αποκαλεί «άγγελο της μοναξιάς» («Αθώα Θλίψη», Γ' πράξη). Η Ρουκ θέτει ερωτήματα υπαρξιακής φύσης στον εαυτό της και προσπαθεί να τα απαντήσει κατανοώντας ταυτόχρονα ποιο μέρος της ύπαρξής της αιμορραγεί ακόμα – αν κάτι τέτοιο συμβαίνει και σε ποιο βαθμό. Έχει τα μάτια στραμμένα στο μέλλον, αλλά αυτό δεν δίνει καθαρές απαντήσεις, γνωρίζει όμως την τέχνη του σαρκασμού. Έχει τη γνώση πια ότι το μέλλον προέρχεται από το παρελθόν και έτσι πορεύεται. Διευθετεί τους λογαριασμούς της με το χρόνο με σύνεση, συνδιαλέγεται μαζί του και παραδέχεται πως, αν δεν υπήρχε εκείνος, δεν θα είχε τη συνείδηση πως ζει. To δωμάτιο επανέρχεται ως μοτίβο μέσα στο έργο της και εκείνη του αποδίδει, ποιητικώ τω τρόπω, την κατάλληλη σημειολογία. Το δωμάτιο της μοναξιάς και της ποίησης. Και οι δύο σε διδάσκουν πολλά. Η πρώτη σού δείχνει πως το χειρότερο πράγμα στον κόσμο είναι να μην υποφέρει κανείς από την απουσία κάποιου. Αλλά είναι η δύναμη που έχουμε κρυμμένη μέσα μας που μας κάνει να αισθανόμαστε καμιά φορά ότι και τα αδιέξοδα μπορούμε να τα χειριστούμε. Ακόμα και την ίδια την υποκρισία, αν και αποδεικνύεται πολύ χειριστική. Έχουμε τη δύναμη να κοιτάζουμε στα μάτια τον ίδιο μας τον καθρέφτη και να πραγματευόμαστε το νόημα του χρόνου και της ζωής.

Η Ρουκ συνομιλεί γόνιμα και με το Ποίημα και έτσι με την ποιητική τέχνη στο σύνολό της. Όταν τα δεσμά της ύπαρξης γίνονται ανυπόφορα, εκείνη μπορεί, έστω για μια στιγμή, να κάνει τον δημιουργό να καλπάζει στο άπειρο. Η λύπη που η απώλεια του έρωτα γεννάει μπορεί να είναι δημιουργική. Μπορεί να γεννήσει ποιήματα, αλλά η ποιήτρια αμφιβάλλει κάποιες φορές αν αυτά έχουν θέση στον κόσμο. Οπότε τα κρατά μέσα στα συρτάρια της, για τα οποία το Ποίημα προσωποποιημένο υποστηρίζει: «Γιατί τα συρτάρια είναι καλύτερα από την ανυπαρξία. Να ζεις. Αρκεί να ζεις» («Εξομολόγηση στον Καθρέφτη»

Το βαθύ νόημα των ονείρων είναι το σκοτάδι, οι ιδέες τους εκφράζονται με άλλα όνειρα. Η περιγραφή του ερώμενου είναι κι αυτή μια ερωτική πράξη. Σκέφτομαι= ζω μια άλλη ζωή παράλληλη. Ο Έζρα Πάουντ κλείνει τα μάτια σφιχτά σα να τον σουβλίζουν. Μες στη σιωπή του τα ποιήματά του ξαναρχίζουν τη ζωή τους ανανεωμένα. Ο κόσμος που χάσκει ανοιχτός κάτω απ’ τα πόδια σου περιμένει να του πεις, ναι, ότι τον αγαπάς, πριν σε καταβροχθίσει. Φτιάχνεις έναν έρωτα τότε για να προστατευτείς απ’ το φαρδύ τοπίο. Ο Μενέλαος έχει ζήσει κι αυτός το δράμα της εμορφιάς ως χαμένος. Μες στα άγαρμπα, πορφυρά του παντελόνια πλέει το πέος του σαν ψάρι σε μολυσμένα ύδατα. Όχι, όχι καλύτερα να την είχε φτιάξει αυτός την Ελένη κι ας ήταν ένα ποίημα μόνο. [Η ΕΛΕΝΗ από τη συλλογή ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ]

ΑΓΓΕΛΑΚΗ- ΡΟΥΚ ΚΑΤΕΡΙΝΑ Στον Κόσμο που γεννήθηκα τα χάνει κανείς όλα:
τις λέξεις τρώει ο καιρός και μέσα από τις λέξεις φαγώνονται τα μάτια, τα φιλιά: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ποιημάτων απ’ όλες τις συλλογές της ποιήτριας: https://ai2avatongar.blogspot.com/2018/06/blog-post_25.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου