Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ, ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΛΑΣΗΣ, ΤΗΣ ΑΛΜΥΡΑΣ και των ΠΤΗΣΕΩΝ (Οι πέντε Εποχές του Κόκκινου της Ελευθερίας Θάνογλου)

Το χρώμα, βεβαίως, είναι ένα, το ΚΟΚΚΙΝΟ, ο κύκλος των εποχών όμως είναι διευρυμένος και τα ονόματά τους δεν υποδηλώνουν άμεσα κάποια σχέση με τις τέσσερις εποχές και τα γυρίσματα του χρόνου. Ανοίγει ο κύκλος με την Εποχή της Απουσίας, που λάμπει με την παρουσία νοσταλγίας για ό,τι με πόθους ζήσαμε  γιατί «μόνο τότε είναι αργά όταν η σιωπή σωπαίνει…»! Ακολουθεί η Εποχή της Μετάνοιας, μάλλον διότι πάντα βρέχει στην ψυχή όπως στο Λονδίνο - επεξηγεί η ποιήτρια στο μότο που προλογίζει αυτή την εποχή. Τρίτη εποχή του Κόκκινου η Εποχή της Παράθλασης: το όνομά της και ο υπότιτλος υπονοεί συγγενικούς δεσμούς με την αρχή και το τέλος αυτού του κύκλου: «σε προλόγισα τόσο πολύ ζωή ώστε έχασα το κυρίως θέμα και έφτασα κατευθείαν στον επίλογο». Είναι όμως παραπλανητική η διάχυση των στίχων σε δήθεν άσχετα θέματα αφού στο τέλος «η βελόνα του διαβήτη βρίσκει κέντρο και δείχνει δυο φορές τη μοναξιά της».  Προτελευταία η Εποχή της Αλμύρας παραπέμπει στη θερινή έκλαμψη χρωμάτων θάλασσας κι ουρανού: «τίποτα περισσότερο δεν ζήτησα από τη ζωή μου παρά μονάχα ένα βράχο να ατενίζω τη θάλασσα…» απ’ όπου όμως ακούμε και τη μοιραία κραυγή: «Υγρά μου όνειρα μέχρι πότε θα πνίγεστε;». Με την Εποχή των Πτήσεων ολοκληρώνεται ο κύκλος αλλά από τους στίχους που ακολουθούν κι απ’ τα συμφραζόμενά τους καταλαβαίνουμε ότι εδώ απλώς κλείνει ένας κύκλος που νομοτελειακά θα αντικατασταθεί από έναν άλλο με την ίδια ή άλλη σειρά: «από μικρή ακόμα δεν μου άρεσε η Γεωγραφία ώσπου ανακάλυψα τις Κυκλάδες στο κορμί σου…».   Πέντε εποχές, λοιπόν, πέντε λεκτικά σύμβολα, ένα πεντάγραμμο δηλαδή με νότες εκλάμψεις ζωής: Έρωτας, Απουσία, Μοναξιά, Σώμα, Ψυχή, «πέντε παράθυρα προς τον κόσμο, ανοιγμένα στον κατακόκκινο τοίχο της σιωπής...».  Ένας κύκλος όπου περιδινούνται όνειρα ερωτευμένου κοριτσιού. Και επειδή ένας τέτοιος κύκλος και η αέναη ανακύκλωση των θεμάτων του είναι ψυχοφθόρα (δηλώνει η ποιήτρια) δημιουργείται μια πέμπτη εποχή στην οποία εναποθέτει το δικό της τρόπο διαφυγής…. Όπως κάθε ποιητής, που έχει συνείδηση του χρέους του, γράφοντας ανοίγει έναν διάλογο με τον εαυτό του και την τέχνη του κι ανάλογα με το πώς αντιλαμβάνεται αυτή την αποστολή προδιαγράφει, μέσα από το ίδιο το έργο του, τους λόγους της ποιητικής δημιουργίας, έτσι και η Ελευθερία Θάνογλου με διαφορετικές παραλλαγές στίχων υποβάλει τους λόγους της αυτής της συγγραφής –παρόλο που ξέρει καλά ότι: «κάποτε κι οι συνδυασμοί των λέξεων» με τους οποίους ανιστορεί των ερώτων τα πάθη «θα λάβουν κάποιο τέλος…».  Όπως για παράδειγμα, παρακολουθούμε τον Καβάφη να αντιλαμβάνεται την Ποίηση ως αντίδοτο κατά της φθοράς και να προστρέχει σ’ αυτήν ικετεύοντας: «τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως που κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή» απ’ το φρικτό μαχαίρι του Χρόνου. Όπως βλέπουμε τον Σαχτούρη να αίρεται πάνω απ’ την πραγματικότητα, να σφίγγει λουριά, να ελέγχει αστέρια και ως κληρονόμος πουλιών να πετά, έστω και με σπασμένα φτερά, διότι η ευθύνη του συνίσταται στο να καθιστά δυνατή την επικοινωνία με τον ουρανό –«ας μην το κρύβουμε διψάμε για ουρανό». Και όπως η Πολυδούρη, υπηρετώντας  συνειδητά έναν πρωτογενή λυρισμό, γράφει ποιήματα μόνο γιατί υπάρχει η αγάπη, «μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν με την ψυχή στο βλέμμα». Έτσι και  η Ελευθερία Θάνογλου ομολογεί ευθέως: «ο δικός σου έρωτας μου χαράζει το δέρμα κι εγώ για επούλωση χαράζω μια λευκή κόλλα χαρτί»  [ακολουθεί παρουσίαση των πέντε εποχών με σχόλια και  αντιπροσωπευτικές επιλογές που δίνουν ένα στίγμα από αυτή την πρώτη απόπειρα της Ελευθερίας Θάνογλου, ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ, Εκδόσεις Πικραμένος 2017 – ART by Alicia Armstrong 1η εικόνα και 2η για την εποχή της παράθλασης VERNAGLIONE Trinity ]



ΚΙ ΕΓΩ ΜΕ ΤΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΑΖΕΥΑ ΤΙΣ ΑΠΟΥΣΙΕΣ ΣΟΥ… ΑΛΛΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ: ΠΟΣΟ ΜΠΟΡΩ Ν’ ΑΝΤΕΞΩ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΜΕ ΔΙΧΩΣ ΕΡΩΤΑ (σχόλια και δείγματα Κόκκινου  από την ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ)
Και η απουσία λάμπει ωσεί παρούσα. Σχήμα οξύμωρο αλλά αποδίδει καίρια το νόημα και την ουσία αυτής της εποχής του κόκκινου: είναι μια εποχή που σηματοδοτείται από τις «ανεκτίμητες παρουσίες» που ανακαλεί στη μνήμη της η ποιήτρια στην προσπάθεια απολογισμού στιγμών που ξοδεύτηκαν άδοξα. Το διαπιστώνουμε ευθύς εξαρχής όταν, από την πρώτη κιόλας στροφή, την βλέπουμε να αποφασίζει επιτέλους να σπάσει τον κουμπαρά των απουσιών. Οι αναρίθμητες απουσίες, «αποταμιεύσεις» μιας ζωής, ξεχύνονται στο πάτωμα κι εμείς αμέσως μαθαίνουμε την προέλευση και τη σημασία τους: Χώρα προέλευσης «τα ερείπια κάποιου έρωτα». Η λέξη «ερείπια»  και τα μηδενικά που σχηματίζει η ποιήτρια ανακαλώντας το παρελθόν αυτού του έρωτα δίνουν σαφώς αρνητικό πρόσημο αλλά η αναπόληση και η καταγραφή που ακολουθεί καθορίζουν διαφορετικά τη συνέχεια. Πανταχού παρούσες αυτές οι απουσίες, στριφογυρίζουν στη μνήμη ως ξένα χέρια, λαιμός, δέρμα: «Κοιτάζω τα χέρια σου, / ξένα χέρια,  άλλου σώματος, / ξένα. Αυτά που γνώρισαν το σώμα μου / καλύτερα κι απ’ τα δικά μου…», «θα μπορούσα να χορεύω όλο το βράδυ / πάνω στο λαιμό σου», «ο δικός σου έρωτας /μου χαράζει το δέρμα» (σελ. 12) Η σκέψη κατακλύζεται από το ελλείπον αντικείμενο του έρωτα που, όπως είναι φυσικό, έχει ως κέντρο το άλλο σώμα.  Η εστίαση της νοσταλγίας σ’ αυτό είναι η γενεσιουργός αιτία του ποιήματος και δηλώνεται κατηγορηματικά:    «Το σώμα σου / αχ το σώμα σου / κι απόψε το νοστάλγησα / το έκανα ένα ποίημα» (σελ. 13) Είναι εξόχως αποκαλυπτική αυτή η ομολογία για τη δημιουργία του ποιήματος και, τηρουμένων των αναλογιών, μας φέρνει στο νου το αυτό-αναφορικό ποίημα του Καβάφη «Καισαρίων». Σ’ αυτό ο αλεξανδρινός αναπαριστά με το δικό του μοναδικό τρόπο όλη τη διαδικασία ανάδυσης του ποιήματος. Μας δίνει, δηλαδή, μέσα στο ίδιο το ποίημα, τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν την τεχνική της έμπνευσής του: ο ποιητής οραματίζεται κι η ποίησή του πηγάζει από τους οραματισμούς του. Έτσι φτάνει στην ιδιότυπη υποβολή του, που δεν είναι καμωμένη από αφαίρεση ή ασάφεια, αλλά από ένα πλήθος πολύ συγκεκριμένων λεπτομερειών: «Α, να ήρθες συ με την αόριστη γοητεία σου… Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά. Και τόσο πλήρως σε φαντάστηκα… που εθάρεψα πως μπήκες μες την κάμαρά μου… χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου».

Έτσι και η Ελευθερία Θάνογλου γράφει ένα ποίημα νοσταλγώντας τις στιγμές που «εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα»: «Αφού έκαναν έρωτα, αυτή φόρεσε τη λευκή φανέλα του. Της ερχόταν σχεδόν ως τα γόνατα. Με αυτήν κοιμήθηκε όλο το βράδυ δίπλα του. Το πρωί πήρα το πρώτο τρένο και επέστρεψε στη δική της πόλη. Αυτός, αργά το απόγευμα, την βρήκε πρόχειρα κρεμασμένη σε μια καρέκλα όπως την είχε αφήσει εκείνη. Την φόρεσε. Μύριζε το άρωμά της. Την πήγε στο θέατρο. Την πήρε στην όπερα. Την πήγε σινεμά. Την πήγε βόλτα μέχρι την προκυμαία. Κάθε βράδυ την κουβαλούσε πάνω του. Μέχρι που εξατμίστηκε τελείως το άρωμά της. Όταν σταμάτησε να αναδίδει η λευκή φανέλα το άρωμά της, έγραψε ένα ποίημα για κείνο το βράδυ που έκαναν έρωτα» (σελ. 18) Στην περίπτωση της Θάνογλου οι οραματισμοί που γεννούν το ποίημα, που την κάνουν να χαράζει σε μια κόλα χαρτί τις πληγές του,  είναι η νοσταλγία στιγμών που δεν έζησε όπως ίσως θα ήθελε να τις ζήσει:    «Ποτέ σου δεν με ξεκλείδωσες / αν το είχες κάνει / θα μπορούσα να χορεύω όλο το βράδυ… Φαινομενικά ακίνητο το δικό μου ποτάμι / για τους άλλους / χρόνια κυλάει εντός μου… Κι εκείνοι οι μικροί καταρράκτες που σου έστησα / ίδιοι με σκάλες / όχι για ν’ ανέβεις / όπως θα πίστευαν οι πολλοί / στην επιφάνεια μου / αλλά για να κατέβεις να γνωρίσεις το υπόστρωμα μου / σου φάνηκαν επικίνδυνοι. / Τα αναδυόμενα λάθη μου σε φόβισαν λιγότερο… Τι κι αν έριξα όλες τις ελπίδες μου σε γέφυρες / που έφτιαξα για να σε βρω. / Μετακινούμενη η δική σου όχθη / Τι κι αν έστησα αναχώματα σηκώνοντας λευκή σημαία / επάνω τους / εσύ πάντα ζητούσες την ευθυγράμμισή μου. / Μα το ρου της ζωής μέσα από τις στροφές το ανακαλύπτεις. / Πώς μπορείς λοιπόν να ευθυγραμμίσεις ένα ποτάμι; / Και για πόσο μπορείς να το κρατήσεις έτσι; / Πώς μπορείς ν’ αλλάξεις κατεύθυνση σ’ ένα ποτάμι / και να το κάνεις να γυρίσει πίσω; / Πώς μπορείς να μου ζητάς ν’ αλλάξω; / Δεν βλέπεις; Χύθηκα μέσα στη θάλασσα πια».

Λόγια, πράγματι, αληθινά και όπως εύστοχα επισημαίνει σ’ ένα σχόλιο του ο Γιώργος Ρούσκας «κατακτημένα μέσα από τόσο πόνο… Τίποτε δεν μπορεί να αναστρέψει τα πράγματα, ούτε η εκούσια θυσία του ενός στο βωμό της λογικής ούτε ο νοητικός εγκλωβισμός του μέσα σε τεχνητά καλούπια. Μάταιο: «Τετραγώνισέ με» της είπε / «Δεν μπορώ» του απάντησε «ξέρεις πως στις γωνίες σκοτώνουν / κι ότι για μένα υπήρξες ο κύκλος μου» (σελ. 22)

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΜΕΤΑΝΟΙΕΣ ΠΟΥ ΧΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΜΠΛΟΥΖΑ ΜΟΥ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ (σχόλια και δείγματα Κόκκινου  από την ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ)
Πάντα βρέχει την εποχή της Μετανοίας όπως και στην ψυχή της ηρωίδας. Γι’ αυτό ίσως δεν είναι τυχαίο που η εισαγωγή σ’ αυτή την υγρή εποχή γίνεται με ένα ποίημα που έχει τίτλο Λερναίες Ύδρες.  Αν τώρα, λάβουμε υπόψη μας ότι όλη η προηγούμενη ενότητα, Εποχή της Απουσίας,  ήταν μια ενιαία ποιητική σύνθεση χωρίς επιμέρους τίτλους, αποκτά ιδιαίτερη σημασία που η μετάβαση στη νέα εποχή γίνεται με αναφορά και υπαινιγμούς σχετικούς με τον αρχαίο μύθο.  Οι στιγμές, δηλαδή, κάποιου παρελθόντος, που στοιχειώνει το παρόν ως απουσία, οι μέρες εκείνες «θύελλας και φωτός / δυστυχισμένες / μέρες φθινοπώρου / που άφησαν τα κλαριά των δένδρων γυμνά, / ντυμένα αμαρτίες», είναι, μαθαίνουμε τώρα, σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας:  κάθε προσπάθεια για την αφαίρεσή τους είναι των… «συφοριασμένων», αφού όσα σκουλήκια κι αν αφαιρεί με το μαχαίρι «λίγο από ψυχή / λίγο από σάρκα / κατάφερα να βγάλω ένα σκουλήκι. // Τα υπόλοιπα που μείνανε εντός μου / βγάλανε κι άλλα κεφάλια» (σελ. 25)

Το κλειδί για την εποχή της Μετάνοιας είναι οι «Κρυμμένες Έννοιες», που μαζί με το «Κόκκινο Παλτό» που ακολουθεί είναι τα ονόματα που δίνει η ποιήτρια στα τρία μέρη αυτής της ενότητας. Μπορεί, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, να υποδηλώνεται παραίτηση από την προσπάθεια αναζήτησής τους («έπαψες από καιρό να προσπαθείς / να βρεις τις έννοιες που κρύβονται / πίσω από τις λέξεις στα μηνύματά μου), είναι εποχή όμως, που από άλλη οπτική γωνία θα φανερωθούν κλιμακωτά: Πρώτη-πρώτη είναι ίσως το… Μαύρο χρώμα του Έρωτα που  ως μια Λερναία Ύδρα, προοιωνίζει τη συνέχεια της Μετάνοιας: «Ο έρωτας σου μαύρο χρώμα / Γι’ αυτό τον φορώ πάντοτε. / Γιατί είναι all time classic» (σελ. 277) Η ουσία βρίσκεται στην αντίστιξη: Μαύρο το χρώμα του Έρωτα σε μια ακόμη εποχή του Κόκκινου. Οι αντιθέσεις που συνοδεύουν αυτή την επισήμανση υποστηρίζουν την παράξενη σχέση: «Κι εγώ απορούσα πώς / μπορούσαν να γράφουν με τόσο αίμα / το φως / και να σβήνουν με τόσες ζωές / τη νύχτα…. Τι περίεργο / χωρίς θάλασσα / τότε είναι που πνίγομαι» (σελ. 26-27) Από τη μια, λοιπόν, έχουμε ΑΙΜΑ, ΦΩΣ, ΕΡΩΤΑ, ΚΟΚΚΙΝΟ και από την άλλη ζει και βασιλεύει ΝΥΧΤΑ, ΠΝΙΓΜΟΣ, ΜΑΥΡΟ. Επανέρχεται μ’ αυτό τον τρόπο η ρητορική/ ποιητική απορία από την Εποχή της Απουσίας: «το ζήτημα είναι πάντα ένα: πόσο μπορώ ν’ αντέξω τον έρωτα με δίχως έρωτα» χωρίς να παρατείνεται η δίσεχτη εποχή της Μετάνοιας; Κι αν η όλη ιστορία διαδραματίζεται σε μια σκηνή που είναι πλέον άδεια; Για ένα είδωλο, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια γυμνή κρεμάστρα; Τα ερωτήματα γίνονται αμείλικτα και η περιπέτεια της Μετάνοιας αδιέξοδη: «Φόρεσε το σακάκι / κοιτώντας το είδωλό του στον καθρέφτη. /Πίστεψε πως μπορούσε να / κατακτήσει τον κόσμο μ’ ένα σακάκι. / Και η γυμνή κρεμάστρα; / Έμεινε γυμνή / κατακτώντας το κενό / της καλά κλειστής ντουλάπας… // Δες, γίναμε ένα με τους ίσκιους μας / σερνόμαστε σαν τα ερπετά / κουλουριαζόμαστε γύρω από το εγώ μας / και βγάζουμε τη διχαλωτή μας γλώσσα / πάνω στο νόημα της ζωής…».

Είναι η σειρά του να ’ρθει στην επιφάνεια το «Κόκκινο Παλτό», να αποκαλυφθεί η  «κρυμμένη έννοια» του και ως «σκουλήκι» ν’ αφαιρεθεί από σάρκα και ψυχή. Έτσι κι αλλιώς οι άμυνες της μνήμης το έχουν ίσως απωθήσει σε υποσυνείδητες περιοχές: «πάει και το «κόκκινο παλτό» / το ξέγραψε η μνήμη σου. / Κι έτσι έμεινε μετέωρο το μέλλον / που ντύθηκε τελικά το παλτό». Είναι, όμως, τόσο απλά τα πράγματα; Πόσο συνειδητή μπορεί να είναι η προσπάθεια ν’ ακρωτηριάσεις το σώμα από ένα ζωτικό μέλος του; Πόσο εύκολη η προσπάθεια «λύτρωσης» από κάτι που θα εξακολουθεί να ξαναγεννιέται από την τέφρα του; Είναι μάλλον μοιραίο να σκοντάφτει  η ψυχή, να βάζεις τρικλοποδιές στον εαυτό σου «μ’ εκείνα τα ξημερώματα που γύρισες με τα μάτια χαμηλά» και να επανέρχεσαι μ’ άλλες προστακτικές: «μην ξεχάσεις τίποτα απ’ όσα ζήσαμε μαζί».

Υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ; Χρυσή τομή; ‘Όταν «άχυρα στις ψυχές μας απλωμένα / και μέσα τους να ψάχνουμε την χρυσή βελόνα του παραμυθιού» Το κλειδί της κάθαρσης ίσως είναι στην επόμενη «κρυμμένη έννοια», την ομιλούσα Σιωπή: «δε λες τίποτα / κλείνεις μόνο την πόρτα και φεύγεις. / Κι όμως αυτή η σιωπή που άφησες πίσω σου / ήταν σαν να τα είπε όλα»

Και όλα είναι ότι «λείπεις μαζί με τις υποσχέσεις σου», ότι «φοράω το κόκκινο παλτό στη ραχοκοκαλιά της απουσίας», ότι «τις παρουσίες θα μετράει ένας πολύχρωμος κλόουν», ότι «τα χέρια μας παίζουνε με τις σκιές στον τοίχο», ότι το κορμί «παίζει συνέχεια με τη φωτιά αμελώντας πως από κάτω η ψυχή ένα πευκόδασος είναι που μια σπίθα αρκεί για να την εξαφανίσει…».  

Πάροδος με το Κόκκινο Παλτό αυτούσιο από τις σελ. 34-36
Το κρύο μου παγώνει το σώμα
μια σιωπή εκκωφαντική στο σπίτι.
Ρίχνω επάνω το κόκκινο παλτό να με ζεστάνει.
Μεγαλώνει το δράμα μέσα μου μ’ αυτό το παλτό.
Βουλιάζω πάλι σιγά-σιγά σε περασμένα λόγια
Λείπεις μαζί με τις υποσχέσεις σου.

Όταν θα έρθεις
θα πατάς πάνω σε κόκκινους λεκέδες.
Θα δεις να φοράω το κόκκινο παλτό
στη ραχοκοκαλιά της απουσίας.

Όταν θα έρθεις θα βγάλω απ’ τις τσέπες
σκισμένους σαρκασμούς
χρωματιστές κορδέλες για να δέσω τα μαλλιά μου.
Όταν θα έρθεις τις παρουσίες σου
θα μετράει ένας πολύχρωμος κλόουν

Τα χέρια μας παίζουνε με τις σκιές στον τοίχο.
Εσύ ο λύκος.
Εγώ το φίδι.
Εγώ έχω το δηλητήριο
μα εσύ στάζεις φαρμάκι.

Το κορμί κρυώνει εύκολα
ίσως γι’ αυτό παίζει με τις φωτιές
του αρέσει η θερμότητα που απ’ αυτές πηγάζει
κι ας ξέρει πόσο εύκολα
αρπάζει το πετσί φωτιά
αν παίζει με το χρόνο
Μα είναι απλά ένα κορμί
που εύκολα κρυώνει.

Έτσι παίζει συνέχεια με τη φωτιά
αμελώντας πως από κάτω η ψυχή
ένα πευκοδάσος είναι
που μια σπίθα αρκεί να την εξαφανίσει.

Κι ύστερα πια χέρια θα βρεθούν
να την αναδασώσουν.

ΩΡΑ ΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΧΘΕΣ ΕΣΤΕΚΕ ΣΑΝ ΑΥΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ (σχόλια και δείγματα Κόκκινου  από την ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΛΑΣΗΣ)


Στην εποχή της Παράθλασης, αν δεχθούμε τη φυσική ερμηνεία του όρου, το Κόκκινο ως δέσμη φωτός, δεν έχει τη γραμμική πορεία που θα περιμέναμε, αφού, περνώντας από το φακό της ποιητικής έμπνευσης, διαχέεται ετερόκλητα σε διάφορες κατευθύνσεις. Είναι όμως πραγματική αυτή η διάχυση ή απ’ άλλες μεριές στοχεύει πάλι στο κυρίως θέμα;  Η ποιήτρια μας δίνει άλλα δυο  αντικλείδια που ανοίγουν την πόρτα της Παράθλασης. Προηγείται το μότο που μας εισάγει στην ενότητα: «Σε προλόγισα τόσο πολύ ζωή ώστε έχασα το κυρίως θέμα και έφτασα κατευθείαν στον επίλογο» (σελ. 37) Και αμέσως μετά μια ιδιότυπη αναφορά στα κοινά θέματα των ποιητών: «Οι ποιητές για καθρέφτες όνειρα βυθούς και κενά μιλάνε» (σελ. 39) Και η απορία που προκύπτει αβίαστα μας οδηγεί κατευθείαν στην αναζήτηση της ταυτότητας του  θέματος που  «χάνεται» μέσα στις πολλές κοινοτυπίες περί καθρεπτών, ονείρων και βυθών. Ας προσπαθήσουμε να το εντοπίσουμε στις λεπτομέρειες ανάπτυξης αυτής της εποχής.

Οι ποιητές, λοιπόν, μιλούν και γράφουν διαρκώς για «καθρέφτες» που όμως,  επειδή «είχαν θαμπώσει» (ή έχοντας την παραμορφωτική ιδιότητα των φακών;), δεν καθρεφτίζουν γυμνή την αλήθεια. Την αλήθεια «μια παράθλαση την διαπερνά σχηματίζοντας κύκλους πάνω στα θέλω»!. (σελ. 41). Έτσι, μπορεί να περνούν μέρες και νύχτες «ταυτοπρόσωπες η μία με την άλλη», μπορεί ν’ αλλάζουν οι εποχές και τα χρόνια «άλλοτε μ’ έναν κουρασμένο ήλιο, άλλοτε με περαστικά σύννεφα ή με μια βροχή δραπέτη…» (σελ. 40), όμως μ’ όλες τις συνθήκες κοινό σημείο αναφοράς θα παραμένει «η μοναξιά που έγινε επαίτης για ένα άγγιγμά σου, την μοναξιά που πέθανε μέσα στα δάχτυλά σου» (σελ. 40). Η Μοναξιά, επομένως είναι το ζητούμενο κυρίως θέμα. Σ’ αυτήν θα καταλήγει μέσα απ’ όλους τους επιμέρους «καθρέφτες». Μ’ όποιον φακό όπου κι αν εστιάσει, το κέντρο του κύκλου θα είναι Μοναξιά: «ζωγραφίζει κύκλους με τον διαβήτη. / Η σκληρή βελόνα του βρίσκει το κέντρο / τρυπάει το χαρτί / τρυπάει το κενό / τρυπάει την αλλαγή της ώρας / και περιστρέφεται / γύρω-γύρω απ’ την ώρα που το ρολόι έδειξε / τρεις τα ημερώματα δύο φορές την μοναξιά της (σελ. 43).

Καθρέφτες, Όνειρα, Βυθοί, Κενά: αυτός είναι ο Κύκλος.
Η Μοναξιά, κέντρο του Κύκλου, ικανή κι αναγκαία συνθήκη για την ανάδυση και ανακύκλωση  Ονείρων
Τα Όνειρα για την Απουσία, τη Μετάνοια, τον Έρωτα πέφτουν σε Καθρέφτες Θαμπούς και γεμίζουν τα Κενά
Τα Κενά που είναι μέσα μας που είμαστε πνιγμένοι στο Βυθό τους  
Κόκκινη, πάντως, κι αυτή η εποχή της Παράθλασης, κόκκινη από Έρωτα. Του Έρωτα που, ως πανταχού παρών, ξεχειλίζει και από τα Όνειρα. Όνειρα που πληθαίνουν από εποχή σε εποχή καθώς μεγαλώνει το κενό της Μοναξιάς.

Τελικά, σ’ αυτό τον αέναο κύκλο που αναδύεται από τους Βυθούς των Στίχων απογυμνώνει την αλήθεια των θησαυρών της Ποίησής της:      
«Έρχεσαι, ξανάρχεσαι και φεύγεις / όπως το κύμα που χτυπάει πάνω στα βράχια / άλλες φορές με πάταγο κι άλλες μ’ αγάπη. / Σαν να θέλεις κι εσύ /όπως κι αυτό / να εξευμενίσεις του άγριου πόθου σου τα συντρίμμια (σελ. 44)
  «Είμαι πυροτέχνημα. / Ήρθα κι έσκασα μπροστά σου / Κι εσύ μόνο το θόρυβο άκουσες / χωρίς να δεις τα χρώματα… (σελ. 45)
«Όλοι οι έρωτες του χειμώνα ματαιώθηκαν / μπροστά στην προσδοκία της θάλασσας. / Στους κήπους καθώς ανθίζουν τα λουλούδια / που είναι ένα αθέατο φεγγάρι. / Το φεγγάρι που αφήσανε οι πρώτοι πνιγμένοι / κι ανθίζουνε τώρα αρμυρά τα πρώτα λευκά τριαντάφυλλα (σελ. 46),
«Την φίλησε / εκεί που έπεφτε η μπλούζα της / αφήνοντας τον έναν ώμο ακάλυπτο // Κι αυτή σήκωσε την μπλούζα / να μην κρυώσει το χνώτο του / που ’ταν ζεστό σαν ποίημα (σελ. 47)
 «Σα να μην ζήσαμε ποτέ / κι όμως οι μνήμες ζωντανές / μας συνοδεύουν σε κάθε μας… (σελ. 48)
«Τι ήταν αυτό που μας ανεβοκατέβαζε κάθε τόσο / στα ίδια βάθη, στα ίδια ύψη. / Ίσως να ήταν εκείνα τα κομμάτια φεγγαριού / που δεν προλάβαμε ποτέ να δούμε (σελ. 48) 
       
«Η ποίηση, δηλώνει απερίφραστα η Ελευθερία Θάνογλου, λειτουργεί ατομικά ως απεγκλωβισμός από την πραγματικότητα που πολλές φορές μας έχει εγκλωβίσει μέσα στα στενά της όρια. Ίσως όταν πετυχαίνει να ενωθεί σε συλλογικό επίπεδο μπορεί να απεγκλωβίσει και να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα ή στους προβληματισμούς της κάθε εποχής, που σχεδόν πάντα είναι οι ίδιοι. Νομίζω δεν αλλάζουν αλλά εξελίσσονται. Ίσως λοιπόν και η εξέλιξη που δέχεται η ποίηση σε κάθε εποχή να μπορεί να δώσει απάντηση σε κάθε ερώτηση, αρκεί να την ακούσουμε.

ΤΙΠΟΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΕΝ ΖΗΤΗΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΠΑΡΑ ΜΟΝΑΧΑ ΕΝΑ ΒΡΑΧΟ Ν’ ΑΤΕΝΙΖΩ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (σχόλια και δείγματα Κόκκινου  από την ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΛΜΥΡΑΣ)
Η εισαγωγή στην ξεχωριστή αυτή εποχή  που είναι συνυφασμένη με την αλμύρα της θάλασσας και το καλοκαίρι γίνεται με την ειδυλλιακή εικόνα των πρώτων στίχων «η μόνη μου αλήθεια μια ψαρόβαρκα που βγαίνει απ’ το λιμάνι» (σελ. 53). Η μοναδική αυτή αλήθεια ανοίγει σαν βεντάλια στη συνέχεια και μια  ριπή  θαλασσινών εικόνων δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσα: όστρακα κι αρμυρίκια στολίζουν αμμουδιές (54), ρίγανη και θυμάρι στις ξερολιθιές (54),  αλμύρα πάνω στο δέρμα (54), πρωινά όνειρα στην άμμο (58), φέτα καρπούζι η αυγουστιάτικη ανατολή (58), δάχτυλα που γίνονται κλεψύδρες βάρκα που λικνίζεται σε όνειρα κύματα, γαλαζοπράσινα νησιά (61), πεταλίδες άμυνες στους βράχους (62), παφλασμός κυμάτων, σπίτια που αντιφεγγίζουν, τ’ ασπρογάλιασμα τ’ ουρανού και της θάλασσας (63) και άλλα πολλά.

Όμως και σ’ αυτό το θαλασσινό πλαίσιο, με όλη την πανίδα και τη χλωρίδα να είναι στην καλύτερή τους ώρα, τις εντυπώσεις κλέβει η δραματοποίηση καταστάσεων που έχουν να κάνουν με τα θέματα που κυριαρχούσαν και στις προηγούμενες εποχές του Κόκκινου. Έτσι, η ποιήτρια, από την αρχή ξεκαθαρίζει τη θέση της απέναντι στο θερινό τοπίο: «θάλασσα το καλοκαίρι γυμνό χωρίς εσένα / ίσως κι αγέννητο κι η μνήμη του κενή / δεν θα ’χει πού να πλεύσει…» και η δραματοποίηση φτάνει στο αποκορύφωμά της με την κραυγή: «Υγρά μου όνειρα μέχρι πότε θα πνίγεστε;» (σελ. 53).

Απ’ τη μια μεριά, αλήθεια είναι το καλοκαίρι με τη θάλασσα και την αλμύρα πάνω στο δέρμα αλλά στις ραβδώσεις της άμμου η μνήμη γράφει για τη «δική του ζωή που δεν ήταν πάνω σε αστερίες γραμμένη… που δεν είχε συκιές να γλυκαίνουν τον ίσκιο του… που δεν είχε βασιλικούς να ευωδιάζουν τους εσπερινούς ούτε ιτιές ν’ αγκαλιάζουν τους πόθους του…» (σελ. 54).

Η μόνη αλήθεια του καλοκαιριού είναι τα κύματα και τα λόγια του ανέμου αλλά στολίζουν κι αυτά μαζί με «ένα πεύκο που έγερνε πάνω από την θάλασσα την Μοναξιά μου» (σελ. 55). «Μονάχη. / Ρούχο καλοκαιρινό / κρεμασμένο στα σύρματα / να χώνεται ο αέρας μέσα μου / να με ξεραίνει ο ήλιος… (σελ. 66).

Αλήθεια στην εποχή της Αλμύρας και η Βάρκα «που έφερες για να λικνίζομαι πάνω σε όνειρα κύματα» και «τα δάχτυλα σου που έγιναν κλεψύδρες κι εγώ η άμμος που ξεγλιστράει ανάμεσά τους» (σελ. 60) αλλά «σου είπα πως θέλω να φτάσω σε μακρινούς προορισμούς μέσα σ’ αυτή τη θάλασσα που έφτιαξες για μένα κι εσύ μου πέταξες κουπί χωρίς να υπάρχει βάρκα» (σελ. 61)
«Η θάλασσα κι εσύ / εσύ κι η θάλασσα», μια πλήρης κι αδιάσπαστη ενότητα από τη μια, αλλά κι «η σκέψη μου να πνίγεται πάντα ανάμεσά σας» (σελ. 64)

Και η διελκυστίνδα των δραματοποιημένων αντιφάσεων καλά κρατεί σ’ όλη την ενότητα, γιατί είναι ίσως, όπως ομολογεί η ίδια στο τέλος, ο μοναδικός τρόπος να καταφέρει να καταλάβει τον λόγο της ύπαρξης: «γιατί μου αρέσει να ακούω ίσως τους ήχους του θεάτρου μας» (σελ. 67) 
   
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΕΓΙΝΕ: ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΕΝΔΟΧΩΡΑ… Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΟΛΥΧΡΩΜΗ ΣΤΙΣ ΑΚΡΙΕΣ ΤΟΥ ΓΙΑΣΕΜΙΟΥ ΠΑΙΖΕΙ ΜΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ  (σχόλια και δείγματα Κόκκινου  από την ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΤΗΣΕΩΝ)
 «Οι εποχές του κόκκινου», ένας κύκλος όπως οι εποχές του χρόνου,  εναλλάσσονται και ανακυκλώνουν με νοσταλγία όνειρα ερωτευμένου κοριτσιού. Και επειδή ένας τέτοιος κύκλος και η αέναη ανακίνηση  των θεμάτων του είναι ψυχοφθόρα (δηλώνει η ποιήτρια) δημιουργείται αυτή η πέμπτη εποχή, όπου οι πτήσεις προς το φως και τα όνειρα του έρωτα μοιάζουν να είναι μονόδρομος:  «Με πήρες μαύρη βαλίτσα / αποσκευή βαριά… με άνοιξες διάπλατα / σκοτάδι στο φως / καράβι βρήκες μέσα μου δεμένο στο λιμάνι / τους κάβους έλυσες και τ’ άφησες ελεύθερο / στο πέλαγος. / Στο πρώτο Ναι ταξίδεψες κι εσύ μαζί του / στο δεύτερο Ναι βάλθηκες να βρεις κι άλλες πατρίδες / στο τρίτο Ναι πήρες αγίασμα να ρίξεις στα νερά του // Και τώρα τα ταξίδια μου σε σκαμπανεβάζουν…» (σελ. 72)

 Δηλαδή, οι πέντε εποχές του ΚΟΚΚΙΝΟΥ συναιρούνται σε μια άχρονη εποχή ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ του Άλλου, Αυτού «που πάντα ψάρευε με δόλωμα την ψυχή του, στ’ αγκίστρι του καθότανε πάντα ένα φεγγάρι και με τους καπνούς απ’ τα τσιγάρα του φυσούσε γαλαξίες. Τώρα τ’ αστέρια θα ’χει δόλωμα και πετονιά τα ρούχα, θα κάθεται σε σύννεφο που γράφει το όνομά του και ατενίζοντας τη θάλασσα που τόσο αγαπούσε γυμνός απ’ όλα, θα βλέπει τα φτερά που έβγαλε στους ώμους με ένστολη σιωπή κάποια Δευτέρα βράδυ…» (σελ. 75)

Η εποχή των Πτήσεων, έρχεται να σε πάρει μακριά από όλα αυτά που σε κρατούσαν δεμένο στις συμβάσεις της καθημερινότητας, και με όχημα την Ποίηση, έστω και «με σπασμένα φτερά», ως «κληρονόμος πουλιών» να πετάξεις σε μιαν άλλη πραγματικότητα, «στο μαγικό εκείνο χώρο, δηλαδή, στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό»   (όπως οραματίζεται ο Μίλτος Σαχτούρης στον Ελεγκτή του) «Κάνοντας την αρχή, ξεκινάς τις πτήσεις σου με όμορφες αναμνήσεις που σε σημάδεψαν:. Ονειρεύεσαι τον Έρωτα και συγκλονίζεσαι. Αφήνεσαι στη ζωή. Σε μια από τις πτήσεις σου συναντάς εκείνον που βγάζει από μέσα σου ό,τι ομορφότερο έχεις… Τολμάς. Πετάς σταθερότερα τώρα προς το μέλλον, έχοντας την εμπειρία των τεσσάρων σταδίων που προηγήθηκαν… Πετάς, ξανά, λεύτερη. Πέρασες την εποχή της απουσίας ακούγοντας τη σιωπή της, την εποχή της μετάνοιας μυρίζοντας το άρωμά της, είδες για μια ολόκληρη περίοδο την παράθλαση, γεύτηκες την αλμύρα. Ήρθε η ώρα της χαράς, της απογείωσης των σωμάτων με την αφή, ήρθε επιτέλους η εποχή των πτήσεων…» (απόσπασμα από το σχόλιο του Γιώργου Ρούσκα στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal, Η Γεωμετρία των Ιδεών)

Με κάποιον τρόπο «έπεα πτερόεντα» ξεπετάγονται από κάθε στίχο αυτής της ενότητας!. Αφηρημένες έννοιες και ετερόκλητα αντικείμενα, στοχασμοί με ή χωρίς λυρικές εξάρσεις, εικόνες και μεταφορές, στροβιλίζονται στο στερέωμα του ποιήματος και μπλέκοντας σαν τις φυλλωσιές του πόθου τα μέλη τους επιδίδονται σ’ έναν ατέλειωτο χορό:

§  «κύματα που παίρνουν την ψυχή μου κι ανάμεσα στα στήθη μου μπλε βάρκα με πανί» (σελ. 73)
§  «πουλί πετούμενο… πάει και κάθεται στην κορυφή της πέτρας ν’ ατενίζει το κορμί το μέσα μου γαλάζιο» (σελ. 73)
§  «κάρφωσε επάνω αστερίες τις νύχτες να φωτίζουν καθώς θα ταξιδεύει…» (σελ. 77)
§  «Άφησε ελεύθερα και τα δυο καναρίνια… κι αυτά όρμησαν μεμιάς… άρχισαν να τσιμπολογούν, να δίνουν πάλι σχήμα στο ξεφτισμένο χαμόγελο που έρπονταν για χρόνια» (σελ. 77)
§  «Άτια από σύννεφα κάλπαζαν απόψε σ’ έναν ουρανό που επιδόθηκε να μας δείξει πως και τα όνειρα καλπάζουν μακριά σαν αφήσουμε για λίγο τα γκέμια από τα χέρια μας…» (σελ. 90)
§  «Στην πρώτη βάρκα που φάνηκε στο δάσος ανέβηκα να με πάρει μαζί της κάπου βαθιά στη θάλασσα που κελαηδούν τα πουλιά στων δένδρων τα κλαδιά» (σελ. 91).

Από την πρώτη κιόλας ενότητα, την εποχή της Απουσίας, είχε διαφανεί μια, άλλοτε συγκαλυμμένα άλλοτε ευθέως ομολογημένη, αυτό-αναφορική διάθεση:  να μετουσιωθούν τα βιώματα και η νοσταλγία τους σε στίχους που θα μείνουν στο χαρτί ως το αποτύπωμα τους «ο δικός σου έρωτας μου χαράζει το δέρμα / κι εγώ για επούλωση χαράζω μια λευκή κόλλα χαρτί» (σελ. 14). Έχουμε, επομένως κι εδώ, μια αντίληψη για το ρόλο της ποίησης που μπορεί να παραλληλιστεί με τις χιλιάδες των απαντήσεων που έχουν δώσει έως τώρα οι ποιητές στον διάλογο που ανοίγουν με την ίδια την τέχνη της ποίησης.  Έτσι, για παράδειγμα ο Νίκος Καρούζος στη «Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος» στην προσπάθεια του να βρει κάποια ικανοποιητική απάντηση στο εναγώνιο ερώτημα «τι είναι τα ποιήματα» αποφαίνεται με κατηγορηματικό τρόπο:  Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης («είναι πληγώματα, είναι ομοιώματα, φενάκη, φρεναπάτη; Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα»…) Και όπως για τη Μαρία Πολυδούρη η Ποίηση αποκτά νόημα και λόγο ύπαρξης μόνο όταν απευθύνεται σ’ ένα εσύ και ζωή και τέχνη αναζητούν και βρίσκουν τη δικαίωση στη αγάπη, έτσι και για την   Ελευθερία Θάνογλου  οι συνδυασμοί λέξεων ή παραλλαγές στίχων  με τους οποίους αποτυπώνει σε χαρτί εμπειρίες, πόθους κι έρωτες έχουν την υπεραξία τους χάρη σ’ αυτό το Εσύ:  «Αιγαίο εγώ / μελάνι εσύ / σ’ εξάντλησα με τόσο μπλε // σε ερωτεύτηκα με τόσο μαύρο // Κάποτε και οι συνδυασμοί των λέξεων / θα λάβουν κάποιο τέλος. / Και πώς αλλιώς να πεις τη θάλασσα;  // Χρώμα κιτρινισμένο παλιού χαρτιού το σεντόνι στο κρεβάτι μας / Όλο το βράδυ μας ξαγρύπνησε / να γράφουμε πάνω του τα πρώτα ποιήματα…» (σελ. 88)

Και άλλες τρεις παραλλαγές από τη σελ. 74:
Τα χέρια σου
τα πόδια σου
τέσσερις γραμμές ευθείες.
Όταν ξεμείνω από χαρτί
επάνω τους θα γράψω.

Τα φρύδια σου
τα μάτια σου
δάση γεμάτα καστανιές
στο κέντρο του καλοκαιριού κι αυτά είν’ ανθισμένα.
Όταν θα θέλω κάστανα
θα λέω καλοκαίρι.

Τα χείλη σου
η γλώσσα σου
θαλασσιές ανεμώνες.
Όταν με βρέχουν, αγάπη μου,
φωτίζουν οι ακτές μου…

ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΧΡΗΣΜΟΣ:
Όλοι στη ζωή περνάμε Συμπληγάδες Πέτρες. Όλοι προσπαθούμε να βρούμε έναν δικό μας τρόπο να τις περάσουμε με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Δοκιμάζουμε τις αντοχές και τα όρια μας. Το ζήτημα με τις συμπληγάδες πέτρες του έρωτα το συνοψίζει η Ελευθερία με αποφθεγματικό τρόπο  στο πλάγιο ερώτημά της: «πόσο μπορώ ν’ αντέξω τον έρωτα / με δίχως έρωτα (σελ. 14). Και καθώς η ερώτηση δεν είναι ρητορική ούτε αυτονόητη κι αναμενόμενη η απάντηση, η αναζήτηση (δι)Εξόδου είναι διαρκής και στις πέντε Εποχές του Κόκκινου. Αναζητείται λύση και κάθαρση με όλα τα μέσα και σ’ όλα τα θέματα που διαχέονται μες τους στίχους, από τη Μοναξιά και τα Όνειρα έως τους Βυθούς της άφατης Σιωπής. Είναι μια άγονη γραμμή η Έμπνευση; Ή ζωγραφίζει στο βάθος της σπηλιάς το Φως; Θα είναι, τελικά, ο Έρωτας «το πλοίο που φάνηκε μετά από τόσα χρόνια»; Θα αλωθούν τα ξύλινα τείχη του; Θα έρθει απ’ το Μαντείο των Δελφών ο πολυπόθητος χρησμός – έστω με την αμφισημία του; Ιδού κάποια απ’ τα σιβυλλικά του λόγια: «Κισσός ανέβηκε τον παλιό μαντρότοιχο / το κόκκινο του έρωτα ξεγλίστρησε σαν κλέφτης… Ο ίσκιος σου τι ίσκιο μου προσφέρει / είναι του πλάτανου η σκιά μικρή και δεν το ξέρει» (σελ. 82) Και δυο σελίδες πιο πέρα η έκπληξη αλλάζει χέρια μέχρι να βρει το στόχο: «Για τον ουρανό έκπληξη η γη / για τη γη έκπληξη η θάλασσα / για τη θάλασσα έκπληξη το χέρι σου / που έπιασε τον αστερία κάτω / απ’ τη σκιά της φούστας μου (σελ. 84). Κι όταν αυτός τη ρωτά: «ποιο φρούτο της αρέσει; Αυτή του απαντά: οι άκρες των δαχτύλων σου» (σελ. 86).

Και ως Κατακλείδα όλων των Εποχών του Κόκκινου και Επιμύθιο Απουσίας, Μετάνοιας, Παράθλασης, Αλμύρας και Πτήσεων, οι στίχοι στις δύο τελευταίες σελίδες της συλλογής 92-93: 
Είμαι ο μήνας
ανάμεσα στον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο
σου δίνω την πιο ζεστή θάλασσα
να κολυμπήσεις
έζησα ένα καυτό καλοκαίρι, τα χείλη μου ξερά.
Δρόσισέ τα.

Είμαι η εποχή
ανάμεσα στο Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο
σου δίνω την πιο βαθιά σκιά
να ξαποστάσεις
περπάτησα σε άμμο σκληρή
τα πέλματα σκισμένα.
Γιάτρεψέ τα.

Είμαι ένα αειθαλές δένδρο
ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εμένα.
Όταν θα πέσουν τα φύλλα
μάζεψέ τα.
Την Άνοιξη θα σου στολίσω ξανά.

Τώρα όλα ησύχασαν
δεν είχε παρά να πάει να κοιμηθεί.
Το παρελθόν σε μια σειρά σιαγμένη
το ίδιο και το μέλλον της.

Δεν είχε παρά να πάει να κοιμηθεί.

Μα δεν την άφηνε
ο κούκος στο ρολόι
που σήμαινε πάντα τη σιωπή της.

ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΕΝΤΕ στη συλλογή της Ελευθερίας Θάναγλου που φέρει αυτό τον τίτλο, το ζήτημα, όμως, είναι πάντα ένα: ΠΟΣΟ ΜΠΟΡΩ Ν’ ΑΝΤΕΞΩ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΜΕ ΔΙΧΩΣ ΕΡΩΤΑ!.. Το εναγώνιο ερώτημα της ποιήτριας δεν είναι καθόλου ρητορικό. Απόδειξη η κατάθεση ψυχής, η μεταποίηση δηλαδή της Απουσίας, της Μετανοίας, της Παράθλασης, της Αλμύρας και των Πτήσεων σε λέξεις που έκαναν εφικτό το ταξίδι στις παραπάνω παραλλαγές της ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΕΠΟΧΗΣ. Διαβάζοντας τα ποιήματα παρακολουθούμε την Ελευθερία να ταξιδεύει με το φαινόμενο της πλημμυρίδας. Η ομολογία της σε τρίτο πρόσωπο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου είναι αποκαλυπτική: «από τότε που γεννήθηκε ταξιδεύει μέσα στις ρωγμές του χρόνου… σε κάθε παλίρροια αλλάζει ρωγμή και σε κάθε άμπωτη ψάχνει τη θάλασσα μέσα της… Και κείνο το κοριτσάκι ποτάμι, που έπαιζε στις όχθες σου, μεγάλωσε. Δεν έχει μπούκλες στα μαλλιά του πια να σου αφιερώσει. Μόνο να σου ψιθυρίσει μπορεί τα γερασμένα όνειρα, τους λοξοδρομημένους πόθους του… γιατί προτίμησε να παίξει κρυφτό με τον ήλιο που κρυβόταν στα πεύκα γύρω σου, γιατί έφτιαξε σπιτάκια με τις εξοστρακισμένες πέτρες των ρευμάτων σου, αμελώντας ότι πάντα κυλάει ένα ποτάμι σ’ ένα κενό που δεν είχαμε λογαριάσει πως υπάρχει, χωρίς να προσέξει ότι ένα μαυροτσιρώνι την κρυφοκοιτούσε μέσα από το σπασμένο θαμπό καθρεφτάκι της ιστορίας που κρατούσε στα χέρια της κάποτε μια Νύμφη…» [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου της Ελευθερίας Θάνογλου ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ, εκδ. Πικραμένος 2017  

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

ΕΛΕΝΗ ή ο ΚΑΝΕΝΑΣ: ΤΕΤΟΙΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΑΝ ΑΓΟΡΙ ΜΟΙΑΖΕΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙ:

Το βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη Ελένη, ή ο Κανένας βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Ελένης Μπούκουρα Αλταμούρα, η οποία ήταν ζωγράφος. Ηρωίδα του βιβλίου η Σπετσιώτισσα Eλένη που στα νιάτα της ντύθηκε άντρας για να μπορέσει να σπουδάσει ζωγραφική στην Iταλία.

Έζησε και σπούδασε στην Ιταλία ξεγελώντας με την ανδρική της μορφή και αλλάζοντας το όνομα σε Κανένας, όπως ακριβώς ο Οδυσσέας το χρησιμοποίησε για να ξεγελάσει τον Πολύφημο.

Παντρεύτηκε τον ζωγράφο Σαβέριο Aλταμούρα, γέννησε τα παιδιά της (ανάμεσά τους και τον θαλασσογράφο Iωάννη Aλταμούρα), επέστρεψε εγκαταλειμμένη από τον άντρα της στην Aθήνα και εργάστηκε ως ζωγράφος.

Στα γεράματά της έζησε δυο δεκαετίες μόνη και έγκλειστη στο παραθαλάσσιο σπίτι των Σπετσών, παροπλισμένη πια ζωγράφος και χαροκαμένη μάνα, τριγυρισμένη από ψιθύρους για άσκηση μαγείας και για τρέλα και «κυνηγημένη» από αναμνήσεις που  την στοιχειώνουν «ζώντας τη μετά τη ζωή ζωή» όπως αναφέρει επανειλημμένα.

Η Ρέα Γαλανάκη, συνδυάζει το ιστορικό και βιογραφικό υλικό με καθαρά μυθοπλαστικά στοιχεία, στην απόπειρά της να εκφράσει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα όνειρα μιας καλλιτεχνικής προσωπικότητας που αντιμετωπίζει θαρραλέα τις κοινωνικές προκαταλήψεις, αλλά νικιέται από την τραγική μοίρα της.  

Το βιβλίο χωρίζεται σε 24 ενότητες απ’ το Α έως το Ω, ακόμη ένα στοιχείο που θυμίζει Ομηρικές ραψωδίες. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική καθώς έχουμε πολλές εναλλαγές παρόντος-παρελθόντος. Σε κάποια κεφάλαια παραθέτει με πλάγια γράμματα, και μ’ ένα σχεδόν ποιητικό-λυρικό τρόπο, τους εσωτερικούς μονολόγους της ζωγράφου. Είναι τα παραληρήματα των αναμνήσεών της:

«Εκείνο το ανόητο κορίτσι, που ντύθηκε άνδρας για να πάει στην Ιταλία να παντρευτεί. Πιο μακριά από τα γεράματα δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Από το ατελείωτο παρόν τους, που άλλο δεν κάνει από το ανασυντάσσει όλες τις γυναίκες κι όλους τους άνδρες μιας ζωής, ό,τι υπήρξε και ό,τι δίπλα του έμοιαζε να υπάρχει, για να τραβήξει στο άδηλο τότε μέλλον του. Ένα κορίτσι που έπαιζε τον άνδρα, αλλά μόλις ντύθηκε στα φράγκικα έκοψε το χέρι, καθώς μάζευε τα κομματάκια του καθρέπτη από το χώμα. Γρουσουζιά και αίμα. Γιατί αμέσως δεν σταμάτησα; Γιατί δεν ξαναφόρεσα τα μακριά φορέματα για να ξαναγυρίσω στ’ αρβανίτικα και στα ελληνικά μου;..

Αλλά μήπως και ξέρω πόση είναι η αλήθεια, που κάθε φορά φουσκώνει το προζύμι των παραμυθιών;…

Αναρωτιόμουν πόσες Ελληνίδες είχανε γεννηθεί κι είχαν πεθάνει έως τότε μέσα μου, πόσες ακόμη Ελένες μου ήτανε γραφτό να γίνω, θύτης και θύμα μιας εποχής πιο ευαίσθητης κι από τη βελόνα της πυξίδας». 

[Ρέα Γαλανάκη, Ελένη ή Κανένας, εκδόσεις Άγρα 1998 και το 2004 επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη – με ΚΛΙΚ στην εικόνα με το εξώφυλλο του βιβλίου αποσπάσματα από το ΣΤ και Ι κεφάλαιο του βιβλίου. Στο τέλος της ανάρτησης η συγγραφέας σε μια συνέντευξή της εξηγεί πώς «συναντήθηκε με την Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα]  



ΤΟΤΕ ΦΥΣΗΞΕ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΥ, ΑΥΡΑ ΠΟΥ ΤΥΛΙΞΕ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΔΩΣΕ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΥ:  
Ένα παντζούρι χτύπησε στον τοίχο. Ένα κύμα έσκασε στο γιαλό κάτω απ’ το σπίτι. Είπα στη Λασκαρίνα να σύρει και να κλείσει το παντζούρι. Απάνω θα ’ταν. Έπειτα να φέρει κι άλλα ξύλα. Άνεμος δυνατός. Κύματα το ένα μετά το άλλο.
Άνεμος ήτανε και πριν από τα σαρανταεννέα χρόνια. Έριξε κάτω το μικρό καθρέφτη και τον έσπασε. Μα έπρεπε κι εκείνο το κορίτσι να τον είχε στερεώσει πιο καλά πάνω στο δένδρο. Ήτανε συκιά; Σίγουρα ένα δένδρο από τη Νάπολη.

Τότε φύσηξε πρώτη φορά ο άνεμος του. Αύρα που τύλιξε την κόρη και την έδωσε στον έρωτα του. Γύρισε στρόβιλος αργότερα και άνοιξε δυο μνήματα στης γης τον πάτο. Αλλά τίποτε δεν εμάντεψε η κόρη πρωτοβλέποντάς τον, γιατί ποια νεαρή γυναίκα μαντεύει στο πρόσωπο ενός ωραίου άνδρα του ανεμοστρόβιλου το μέλλον; Να είχα τουλάχιστον φορέσει ενωρίτερα τα άρματα των αντρίκειων ρούχων και να τον έβλεπα έτσι οπλισμένη.

Όμως όχι, πήγαινα με την αφέλεια της ηλικίας. Πόση να ήμουν άραγες, δεκαπέντε, δεκαεφτά χρονών ντυμένη με σούρες και με ζακετάκια, όταν του πήγα τη συστατική επιστολή στη Νάπολη και τον αντίκρισα πρώτη φορά; Πρέπει να ήμουν πολύ πιο μεγάλη, διότι εξηγούσε η επιστολή πως εγώ, η κομίζουσα, ήξερα να ζωγραφίζω άριστα. Υπέγραφε ο Ραφαέλο Τσέκολι, ο δάσκαλός μου στην Αθήνα. Ο άνεμος άνοιξε το γράμμα και το διάβασε. Εγώ άνοιξα το μεγάλο χαρτοφύλακα, που έφερα μαζί μου από την Ελλάδα στη Νάπολη, κι άρχισα να δείχνω στους κυρίους ζωγράφους τα έργα μου. Μου συμπαραστέκονταν στη δύσκολη ώρα εκείνος που με εμπιστευότανε σε ξένα χέρια – πες μου, λοιπόν, πατέρα, αν αντιλήφθηκες κι εσύ, ο γεννημένος ναύτης, το άγγιγμα εκείνου του παράξενου ανέμου, την ανατριχίλα μου στη θέα του άνδρα, στον οποίο χωρίς να το καταλαβαίνεις με παρέδιδες γυναίκα, του πατέρα των παιδιών μου. Αν τον ένιωσες, θα έβαλες ίσως σαν θαλασσινός στο νου σου όλο εκείνο το ταξίδι που επρόκειτο να κάνω. Αλλά δεν μίλησες, γιατί ήταν πια πολύ αργά. Και δεν μπορούσες να με αρπάξεις, να με σπρώξεις στο πρώτο πλοίο και να γυρίσουμε αμέσως πίσω, σαν δειλοί. Εσύ περίμενες ούριο τον άνεμο μου, αν ποτέ του επέτρεπα να μ’ αγγίξει, κατανοούσες όμως και την εξουσία της μοίρας, που έρχεται ώρα και δαμάζει σε έρωτα ή σε θάνατο ακόμη και τους πιο ανυπόταχτους, τους πιο γενναίους. Βέβαια αρνήθηκες, ενόσω ζούσες, να τον ξαναδείς. Μόνο στο πρόσωπο του πρώτου γιου μου, του Ιωάννη, αόριστα θα τον ανακαλούσες κάπου-κάπου – καλωσόρισες κι εσύ απόψε αγαπημένε μου Ιωάννη.

Άνεμος ήταν και διασκόρπισε το φύτρο του. Μα και από αέρινους, από αθώρητους γεννήτορες ερχόταν, που εγώ, η έστω και για τόσο λίγο νύφη τους στη Φλωρεντία, ποτέ δεν αξιώθηκα να δω. Πώς άλλωστε να γίνει κάτι τέτοιο, αφού εκείνος δεν μπορούσε να επιστρέψει στο Βασίλειο των δύο Σικελιών. Και οι γονείς του έμειναν για πάντα στην πόλη Φότζια, όπου είχε γεννηθεί ο άνεμος Φραντζέσκο Σαβέριο Αλταμούρα και τ’ αδέλφια, τα ξαδέλφια του και όλοι οι πρόγονοι της αστικής του οικογένειας. Οι γονείς τους, όπου κι αν έστρεψαν το βλέμμα γύρω-τριγύρω από την πολιτεία της Φότζια, έβλεπαν παντού τη γη τους ολόισια, καρπερή, έναν απέραντο σιτοβολώνα. Πάχνη την άνοιξη και το φθινόπωρο, η αντηλιά το καλοκαίρι και πυκνά πέπλα βροχής κατά τη διάρκεια του χειμώνα τους τύλιγαν μέσα σε όλες τις μεταμορφώσεις των νερών. Έτσι έμειναν αδιάκοπα φυλακισμένοι στον ανοιχτό σιτοβολώνα του ορίζοντός τους, κλεισμένοι μέσα  τα ουράνια νερά ο πατέρας του, ο ανώτερος υπάλληλος Ραφαέλο ντ’ Αλταμούρα, και η μάνα του, η ελληνικής καταγωγής Σοφία Περηφάνου.

Η καταγωγή της μητέρας του Σοφίας, που το όνομα της θα έπαιρνε αργότερα η θυγατέρα μας, ήταν ο λόγος που σταμάτησε ο άνεμος κι έπιασε κουβέντα με μια συνομήλικη ζωγράφο, που ερχόταν από το μύθο μιας Ανατολής. Διότι ερχόμουνα από πολύ παλιά, από την άγνωστη σ’ αυτόν, και στη μητέρα του ακόμη, γη του πανάρχαιου μητρικού του νήματος. Άλλωστε ήταν τέτοιοι οι καιροί, που όλοι τους τότε στην Εσπερία συλλογίζονταν πώς άραγε να έμοιαζε αυτή η επαναστατημένη και απελευθερωμένη γη των αιώνιων συμβόλων. Είδε λοιπόν τα έργα μου. Είδε ακόμη ότι μ’ αγαπούσε ο κύρης μου και κατάλαβε πως ήμουνα ταγμένη στη ζωγραφική, γιατί αυτή η επιλογή έχει ανάγκη την αγάπη ενός άνδρα. Είπε μετά πως ήταν καλή η ζωγραφική μου: ερειπιώνες, όμορφα τοπία, αρχαιότητες, Έλληνες οπλισμένοι με ασημένια λάφυρα, με χρυσά γιλέκα και με φέσια βαθυκόκκινα. Όλα ωραία και εξωτικά, πρόσθεσε, ενώ μέσα του θα σκεφτόταν πως έτσι πρέπει να είναι ο κόσμος από την πλευρά της μάνας του. Ανάμεσα σε τούτες τις εικόνες θα μπορούσε να είχε σταθεί κι εκείνη, αν γεννιόταν στη σημερινή Ελλάδα. Άνεμος και ζωγράφος ήταν, γι’ αυτό μπορούσε να γλιστρά δεκαετίες, αιώνες πίσω απ’ της μάνας του το σώμα. Και να το ξαναφέρνει εμπρός του, έχοντας αντικρίσει ακριβώς εκείνο που ήθελε να δει.

Είπα στη Λασκαρίνα ν’ αφήσει κοντά στο τζάκι το δεμάτι με τα ξύλα και να μου κάνει ένα ζεστό, πριν πάω να κοιμηθώ. Ας κάνει ένα και για πάρτη της. Έφυγε τραβώντας το ποδάρι. Γριά και κουτσή, μα Λασκαρίνα το όνομά της. Λέω καμιά φορά μην είναι η ίδια η Κυρά. Έτσι που γύρισαν ανάποδα τα πράγματα, λέω μήπως κατέβηκε από τις ζωγραφιές της για να μου κάνει συντροφιά και να γερνά μαζί μου. μες στην ασάφεια του δικού της και δικού μου χρόνου. Μήπως κατέβηκε να με υπηρετεί, εμένα την ασήμαντη μπροστά της, με τη μεγαθυμία των παλιών ηρώων. Διότι πάντοτε κάναμε καλή παρέα, εκείνη και όλες οι Ελένες που υπήρξα εγώ.
Είπε ακόμη ο άνεμός μου ότι αρκετά καλά απέδωσα το σώμα των μαρμάρινων ανθρώπων, το τυλιγμένο σε πτυχώσεις ιματίων και χιτώνων. Σούρες και ζακετάκια και αφέλεια – του εξήγησα ότι ο δάσκαλός μου Τσέκολι είχε αρχίσει να σπουδάζει την ιατρική, πριν αφοσιωθεί στην τέχνη των εικόνων, κι έτσι γνώριζε την ανατομία καλά. Ένα χαμόγελο ζυγίστηκε στα χείλη του Σαβέριο, φως από δυο ανοιχτά φτερά σε νήνεμη ώρα. Συνέχισε λέγοντάς μου πως κι αυτόν η ίδια ανεμική τον σήκωσε από το ανατομικό τραπέζι και τον έστησε μπροστά στο καβαλέτο. Γιατρό τον προόριζαν οι δικοί του, στέλνοντάς τον πριν από χρόνια στην πρωτεύουσα του βασιλείου, τη Νάπολη. Να μη φοβάμαι, με συμβούλεψε, όταν πρωτόφθασε κι αυτός στη Νάπολη, θαμπώθηκε από το κάλλος της παράκτιας πόλης. Άρχισε τότε να μου εξιστορεί ότι κάπως άργησε να εθιστεί στην ομορφιά της πόλης και στην καινούργια του ζωή. Ότι του έλειπε η μητέρα του τον πρώτο καιρό που έμεινε μαζί με έναν ιερωμένο, γνώριμο της οικογένειάς του. Ότι παρασυρμένος από τα σύγχρονά του γαλλικά μυθιστορήματα, άρχισε να τριγυρνά και ν’ αναζητεί γοτθικά στοιχεία στις εκκλησίες της Νάπολης, και βαθύτερα ένα άλλο νόημα στη ζωή. Χάρηκε, μπορώ να πω ότι ξαφνιάστηκε, σαν έμαθε ότι κι εγώ, από τα βάθη της Ανατολής μου, γνώριζα τη γαλλική, την ιταλική και την αγγλική λογοτεχνία. Κάτι ψιθύρισε για τη σοφία των αρχαίων Ελλήνων, ή μήπως είπε Ελληνίδων, μα εγώ, ασυνήθιστη ακόμα στην καινούργια γλώσσα, δεν το διέκρινα. Οι ομιλίες των άλλων ζωγράφων, καθώς πλησίαζαν, σκέπασαν τα λόγια που και ο άνεμος ίσως δεν ήθελε να αντιληφθώ. Κι ενώ απορούσα για ποιόν λόγο μου εκμυστηρευόταν όλα τούτα ένας άγνωστος και ξένος, αυτός συνέχιζε να λέει ότι διάβαζε μ’ ευχαρίστηση τα θεωρητικά ιατρικά μαθήματα, αλλά τον εβασάνιζε το ανατομείο, ώσπου μια μέρα μπήκε στο Ινστιτούτο των Καλών Τεχνών. Αυτό ήταν. Από τότε άρχισε να ζωγραφίζει ασταμάτητα, συνδέθηκε με νεαρούς ζωγράφους, ιδιαίτερα με τον Ντομένικο Μορρέλι, με τον οποίον είχαν πάρει πρόσφατα και μια υποτροφία για ένα εργαστήριο της Ρώμης.

Τον άκουγα δίχως να τον προσέχω πια. Αμφέβαλα αν στεκότανε μπροστά μου άνθρωπος με θέρμη και ψυχή ή ένα από τα ελληνικά μου αγάλματα έλαβε ξαφνικά ζωή. Δένοντας τις ζωγραφιές μου στον μεγάλο χαρτοφύλακα, φρόντισα να αγγίξω την άκρη της μακριάς του άσπρης πουκαμίσας, που φορούν όταν δουλεύουν οι ζωγράφοι. Το ύφασμά της ήταν υπαρκτό, μπαμπακερό, άρα κι αυτός ο ωραίος άνδρας ζούσε. Του ζήτησα συγγνώμη, ενώ χαμογελώντας μου ξανά ο Σαβέριο με αποχαιρετούσε.

Αν είχα κρατήσει την επιστολή του Τσέκολι, θα μπορούσα εκ των υστέρων να αποδείξω το πίσω από τις καλλιγραφημένες αράδες κρυφό μήνυμα, που ο δάσκαλος έστελνε στον παραλήπτη της: Να επιστρέψει με το πρώτο πλοίο η κομίστρια. Δεν πείραζε αν στο μεταξύ την είχε καταλάβει έρωτας, αφού το αίσθημα είναι η περιουσία του καλλιτέχνη. Όμως να επιστρέψει αμέσως, προτού θυσιάσει τα μακριά μαλλιά, προτού φορέσει παντελόνια, προτού μπει να μάθει τη ζωγραφική ως σπουδαστής στο μοναστήρι των Ναζαρηνών στη Ρώμη. Πιστεύω ότι ο Σαβέριο μπόρεσε να διαβάσει πίσω από τις λέξεις το κρυφό μήνυμα του συμπατριώτη του πρώην γιατρού και μετέπειτα ζωγράφου, αφού εκείνος ήτανε ο παραλήπτης. Τίποτα όμως δεν μου είπε από τούτα. Από τη μεριά μου πάλι δεν κατάλαβα, απονήρευτη όπως στάθηκα μπροστά του, τι έκρυβαν τα πολλά χαμόγελά του. Έτσι κι αλλιώς θα τον κολάκευε η προοπτική ότι, βαδίζοντας κατά τη μεριά της Ρώμης, μια Ελένη, μια γνήσια Ελληνίδα θα είχε αφοσιωθεί στη σκέψη του, μολονότι κωμική μέσα στα ανδρίκεια ρούχα.

Αλλά μήπως και ξέρω πόση είναι η αλήθεια, που κάθε φορά φουσκώνει το προζύμι των παραμυθιών;  (αποσπάσματα από το Η κεφάλαιο του μυθιστορήματος Ελένη ή ο Κανένας της Ρέας Γαλανάκη)
Έφυγε για την άκρη της κουτσαίνοντας η Λασκαρίνα. Ποτές μου δεν κατάλαβα αν κουτσαίνει από γεννησιμιού της ή αν κάποιο παλιό τραύμα την ταλανίζει ως τώρα. Λίγο μικρότερη από μένα, μα νυστάζει γρήγορα. Ίσως να τη ναρκώνει τέτοιες νύχτες η μανία των κυμάτων, ίσως δεν έχει τι να συζητήσει με τους επισκέπτες μου. Σάμπως τους βλέπει, για να θέλει και συζήτηση;

Παρακαλώ σας όμως, μείνετε ακόμη λίγο, εσείς οι δύο Γιάννηδες. Ο καπετάνιος κύρης μου, κι ο Ιωάννης, ο αγαπημένος γιος. Ο πιο συλλοϊσμένος καπετάνιος και ναυμάχος, ο νιούτσικος κι ανήσυχος ζωγράφος. Πώς με τα χρόνια μοιάζετε ολόιδιοι, αφού ναι μεν είστε δύο, μα ένας ο κόσμος της θαλάσσης που εξακολουθεί να σας τυλίγει πότε στο πιο λαμπρό, πότε στο ζοφερό γαλάζιο. Ανάμεσά σας στέκομαι ένα γεφύρι εγώ. Από κόρη μάνα. Κι όταν φυσά πολύ, όπως απόψε, νιώθω πως το γεφύρι μου είναι στοιχειωμένο. Κι ας είναι ένα γεφύρι του αλμυρού νερού.
Πώς ξάφνου μίκρυνες έτσι, Ιωάννη, και μου έγινες δέκα χρονών αγόρι; Φοβάσαι ακόμη τούτον εδώ τον άγριο άνεμο; Σκέψου ότι, σαν μεγαλώσεις, θα τον βάλεις πίσω από τις ωραίες σου ζωγραφιές να φυσά και να φουσκώνει κύματα βουνά, να μαστιγώνει άλογα συννέφων. Μπλάβη η φουρτούνα κάτω, κι από πάνω καθρέφτης ο ουράνιος θυμός. Άσπρο κουρέλι ένα πανί, το καραβάκι επιστρέφει στο λιμάνι. Ο παππούς σου, ο Γιάννης Μπούμπουρας στέκεται στο τιμόνι. Το καραβάκι θα σωθεί. Μα ποτέ δεν θέλησε ο καπετάνιος να εικονιστεί η μορφή του σε καράβι, αφού δια βίου κράτησε το δέος ενός αγράμματου ανθρώπου μπροστά στη σπουδαγμένη τέχνη της ζωγραφικής. Μάνα κι αγαπημένος γιος, ωστόσο, γνωρίζουμε τα πνεύματα που ενοικούν στους πίνακές μας. Αόρατος ο Γιάννης Μπούκουρας σώζει τα ζωγραφιστά σου πλοία από τη συντριβή. Και κάπου-κάπου, όταν στρώνει ο καιρός, ο Γιάννης Μπούκουρας βγαίνει από τα πλοία κι έρχεται δίπλα στο χεράκι σου, Ιωάννη, που συνέχεια ζωγραφίζει. Τότε ο παππούς σου εξηγεί και σ’ ερμηνεύει πώς έπεφτε άλλοτε το φως πάνω σ’ αυτή τη θάλασσα, πώς να ζωγραφίσεις τις ναυμαχίες όπου έλαβε κι εκείνος μέρος, πώς ήτανε του Γιβραλτάρ οι βράχοι κλείνοντας τη μια θάλασσα κι ανοίγοντας την άλλη, πώς έσμιγε ομορφιά και θάνατος σε κάθε γάμο της θαλάσσης με τους ναύτες της. Σου λέει ακόμη πως της θάλασσας το σώμα έχει το δικό του μετρημένο χρόνο και την αμέτρητη δική του αθανασία. Πνίγει τον αγαπητικό, ναύτη ή ζωγράφο, που δεν το εννοεί. Αυτά τα δυο ανέκαθεν της θάλασσας, αθανασία και μετρημένος χρόνος, έπρεπε να μπουν στις ζωγραφιές σου, όχι μονάχα όπως τα έζησε εκείνος, μα και όπως τα είχε παραλάβει από τους γεροντότερους. Αλλιώς οι ζωγραφιές σου δεν θα γίνονταν καλές.
Παιδιά ακούσαμε τα ίδια παραμύθια από τον καπετάνιο, γιε μου, παρόλο που κυλίσανε δεκαετίες από όταν τα ’λεγε σε μένα και μετά σε σένα. Τούτο δεν στάθηκε αρκετό να διώξει το κακό από το διάβα και των δυο μας. Άραγες να φταίει που εγώ ποτές μου δεν υπήρξα παλικάρι αληθινό; Αλλά και μήπως ξέρω πόση είναι η αλήθεια, που κάθε φορά φουσκώνει το προζύμι των παραμυθιών; Πάντως θυμάμαι, απορροφημένη κάποτε από την εικόνα σου καθώς στεκόσουν και ζωγράφιζες θάλασσες και πλοία –τότε, όμως, θα ήσουν μεγάλος πια και θα είχες επιστρέψει σ’ αυτό το μικρό νησί από τις σπουδές σου στην Καλλιτεχνική Ακαδημία της Κοπεγχάγης – σκέφτηκα μήπως ο γιος μου, εσύ, ήσουνα το ακέραιο σύμπαν της λειψής εκείνης μίμησης, που είχα αποτολμήσει όντας νεαρή. Σε ζήλεψα. Και δεν το λέω μόνον επειδή εγώ, όποια και να φορούσα ρούχα, ίσως ποτέ δεν είχα το ταλέντο και την ομορφιά σου, όσο γιατί άθελά σου, με την πληρότητα που απέπνεες, μου έδειξες ένα δύσκολο κομμάτι της ζωής μου μισό, ιερόσυλο, αν όχι και γελοίο. Την ίδια ώρα όμως σε καμάρωνα, σαν από μόνη μου να σ’ είχα γεννήσει, αφού είχα ζήσει και ως γυναίκα και ως άνδρας. Αντιστεκόμουν, φαίνεται, με αυτό το σόφισμα στην ιδέα του ανέμου που με τυραννούσε.

Μα και τι γνώριζαν οι παιδικές σου ζωγραφιές απ’ του Σαβέριο τον άνεμο; Τίποτε. Αφού ούτε κι εσύ, ο γιος του δεν τον γνώριζες, δεν τον θυμόσουν καν. Κι ίσως γι’ αυτό φοβόσουν ως παιδί πολύ τους άγριους ανέμους.
Ο φόβος του παιδιού είναι κλειδί για παραμύθι. Εκείνο που σου άρεσε θα ξαναπώ απόψε, για να σε παρηγορήσω. Για μια κοπέλα –Ελληνίδα ήταν- όπου ντύθηκε σαν παλικάρι για να περιπλανηθεί στον κίνδυνο και να γνωρίσει την αλήθεια. Το πρώτο αληθινό ήταν που έμαθε καλά μια τέχνη. Το δεύτερο ήταν που αγάπησε έναν άνδρα, έναν ζωγράφο, αλλά δεν κάτεχε ούτε πώς να του το πει ούτε πώς να τον κάνει να την αγαπήσει. Φρόντισε λοιπόν και γίναν φίλοι, αυτή πάντοτε ντυμένη σαν παλικαράκι. Μαζί τριγύρναγαν σε λόφους στρογγυλούς με ελιές και κυπαρίσσια στην Τοσκάνη, μαζί μπαίναν στις εκκλησιές της Ιταλίας για να προσκυνήσουν και να σχεδιάσουν τους αγίους, μαζί ζωγράφιζαν τα ίδια γυμνά μοντέλα στο εργαστήριο του ζωγράφου, μαζί ξεκίναγαν από νωρίς τις συζητήσεις με άλλους καλλιτέχνες σε ωραία καφενεία για να τις τελειώσουν κάτω απ’ το φεγγάρι στα παλιά γεφύρια του Άρνου, μαζί διαβάζανε μυθιστορήματα και στίχους και καθημερινές εφημερίδες. Ώσπου μια μέρα έγινε γιορτή μεγάλη. Πήγανε στη γιορτή οι δυο τους, πήγανε και πολλοί άλλοι για την αγάπη Ελλάδας κι Ιταλίας, γιατί είχανε κοινά σημεία οι δυο χώρες τότε. Φάγανε, ήπιανε κι ήρθε η ώρα για να τραγουδήσουν. Μια άγνωστη κοπέλα σηκώθηκε και είπε ένα ελληνικό τραγούδι. Τότε η Ελληνίδα, η ντυμένη παλικάρι, έχασε τα λογικά της, γιατί αυτό ακριβώς ήταν το αγαπημένο της τραγούδι, και για χρόνια δεν το είχε ακούσει. Έλεγε εκείνο το τραγούδι «Σαν τη σπίθα κρυμμένη στη στάχτη, εκρυβόταν για μας λευτεριά. Ήρθε η μέρα, πετιέται, ανάφτει, εξανοίχτη σε κάθε μεριά». Ο κόσμος γύρισε τ’ επάνω κάτω, καθώς η Ελληνίδα η ντυμένη παλικάρι, σπάραζε για τη μακρινή πατρίδα της. Και για όσα, βάζοντας τα αντρίκεια ρούχα, είχε από την καρδιά της ξεριζώσει., για να πετύχει το σκοπό της, να βρει την αλήθεια. Όρμησε, αγκάλιασε και φίλησε την άγνωστη κοπέλα, που είχε τραγουδήσει το αγαπημένο της τραγούδι.

Κόντεψε τότε να γενεί καβγάς. Πώς ένας ξένος άντρας τόλμησε, λέγανε στην παρέα της άλλης κοπέλας, πώς έλαβε δικαίωμα να φιλήσει την άγνωστή του κόρη; Χρηστήκανε στα δυο τα έθνη και οι φίλοι, δώθε Ρωμιοί, κείθε Ιταλιάνοι. Και η Ελληνίδα, η ντυμένη παλικάρι, κατάλαβε πως τώρα είχε φτάσει πια η ώρα της τρίτης αλήθειας, εκείνης που στα παραμύθια είναι πάντα η αποφασιστική. Αυτή ορίζει πλέον, είτε χτίζοντας το βίο είτε ρίχνοντάς τον. Καμιά φορά ορίζει να συμπορεύονται σ’ άγνωστο δρόμο και τα δυο μαζί, γιατί –μπορεί να είσαι μικρός, μάθε το όμως από τώρα Ιωάννη – τίποτα στη ζωή δεν είναι πάντα μόνο ένα. Ως και σ’ αυτό το κεφάλι που χαϊδεύω, το χέρι μου αγγίζει του Σαβέριο το χέρι, κι ας μην τον έχω ξαναδεί για τόσα χρόνια.

Η τρίτη, η αποφασιστική αλήθεια ήταν του ανέμου. Η Ελληνίδα, η ντυμένη παλικάρι, ανέβηκε σε μια καρέκλα –στην αρχή φοβήθηκε, πρέπει να σου πω – και ζήτησε να γίνει ησυχία. Σοβαρή, συγκινημένη είπε δυνατά για να την ακούσουν όλοι οι άνθρωποι της γης, ω και οι κάτω από τη γη ακόμη, ότι ο άνδρας που έβλεπαν μπροστά τους, που μερικοί τον γνώριζαν από καιρό, δεν ήταν άνδρας μα γυναίκα. Ότι βρέθηκε αναγκασμένη να ντυθεί με τέτοια ρούχα για να μπορεί να τριγυρίσει και να αναζητήσει την αλήθεια. Είχε πιστέψει σ’ άλλα παραμύθια, που έλεγαν πως όταν ένα παλικάρι βγει σ’ αυτό το φιλοκίνδυνο ταξίδι, στο τέλος βρίσκει την αλήθεια: παντρεύεται με την καλή του, γίνεται βασιλιάς, κάνει παιδιά και ζει ευτυχισμένο. Ήτανε όμως απαγορευμένο στις γυναίκες να βγουν σ’ αυτή την περιπλάνηση. Ποιος ξέρει αν, με το αλλιώτικο μυαλό τους, δεν ανακάλυπταν στο τέλος πως η ποθητή αλήθεια δεν έχει μόνο μία όψη μα πολλές; Μαγεία, αμαρτία, τρέλα, ανατροπή αντί του γάμου, της εξουσίας, της συνέχειας, της ευτυχίας – ιδού το αποτέλεσμα, που θα μπορούσε να ’χει η περιπλάνηση γυναίκας. Η Ελληνίδα όμως εκείνη, σαν Αρβανίτισσα ήταν πεισματάρα, είχε τον τρόπο και πολλά πνευματικά εφόδια, ντύθηκε άνδρας και ξεκίνησε να μάθει. Είπε τελειώνοντας την αποκάλυψή της ότι ακόμη μάθαινε, αφού το ταξίδι της δεν είχε ακόμη τελειώσει. Μπορεί να τέλειωνε σε τούτο το σημείο. Και τώρα, που όλοι γνώριζαν, μπορούσαν να την τιμωρήσουν ή να την αγαπήσουν.
Ελένη ήταν το όνομά της.

Αμέσως την αγάπησε ο ζωγράφος, που κι εκείνη αγαπούσε. Η αγάπη του στάθηκε μαζί και τιμωρία, όπως είναι καμιά φορά η αγάπη των ανδρών. Αυτό δεν εφαινόταν από την αρχή, όταν ο άνεμός του την εσήκωσε σε δυνατή και τρυφερή αγκάλη, και την ταξίδεψε για λίγο στους εφτά ουρανούς. Εκεί γεννήθηκαν και οι δυο μου άγγελοι – εσύ, Ιωάννη, που αποκοιμήθηκες πάνω στο παραμύθι και η αδελφή σου η Σοφία. Κι έπειτα ο τρίτος, ο Αλέξανδρος, που κάπου σε μια ξένη γη θα ζει ακόμη. Αν ζει, γιατί έχει χρόνια να μου στείλει γράμμα.

Χτύπησε πάλι πάνω το παντζούρι – ίσως λάβω γράμμα. Είναι αργά. Πάρε, πατέρα, εσύ στην αγκαλιά σου τον κοιμισμένο Ιωάννη, για να τοβ βάλεις να πλαγιάσει. Έτσι έκανες κάθε βράδυ και στο σπίτι μας στην Πλάκα, όταν μεγάλωναν εκεί ο Ιωάννης και η Σοφία. Σε βλέπω, εσύ θέλεις να πιστεύεις πιο πολύ και από μικρό παιδί στα παραμύθια μου. Τα διηγιέμαι και για σένα, για να γαλουχήσω τα γεράματά σου. Μα και για μένα. Ας επιτρέπουμε σε τέτοια παραμύθια να μας παρηγορούνε και να μας διαπλάθουν.
Αύριο, μην ξεχάσεις, στερέωσε, αν μπορείς, εκείνο το παντζούρι. Ρήμαξε αυτό το σπίτι, που έχτισες σαν αποθήκη κι όπου χρόνια και χρόνια ζω κλεισμένη. Η Λασκαρίνα δεν τα καταφέρνει πια.
Αύριο, μόλις ξημερώσει ένα άλλο χθες.

Άνεμε που από τα ψες φυσάς κι ανατριχιάζω στο άγγιγμα σου, τόσα χρόνια έμαθα πια να ορμηνεύω τις πνοές σου, έμαθα να μιλώ στα πνεύματά σου 


Η ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ ΕΞΗΓΕΙ ΠΩΣ «ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΕ» ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΥΚΟΥΡΑ-ΑΛΤΑΜΟΥΡΑ
Η ίδια η συγγραφέας, Ρέα Γαλανάκη, μιλώντας για το έργο της σε ένα τμήμα μαθητών της Γ΄ τάξης στο Πειραματικό Γυμνάσιο Ηρακλείου, στις 30 Μαρτίου 2009, εξήγησε πώς συναντήθηκε με την Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα. 

ΕΡΩΤΗΣΗ:  Ειδικά για το μυθιστόρημα ΕΛΕΝΗ... υπάρχουν κοινά σημεία της ζωής, αλλά και της πνευματικής πορείας της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, της Ελένης Μπούκουρα με σας τη συγγραφέα του; Συγκεκριμένα έχετε κάνει τη δική σας επανάσταση στα νεανικά σας χρόνια;
Ρέα Γαλανάκη: Αν δεν υπάρχει κάτι μέσα μας που να κάνει ένα κλικ δεν μας ενδιαφέρει. Στη ζωή αυτής της γυναίκας είδα κάποια στοιχεία. Δεν ήταν η εποχή της ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη. Η γυναίκα που θέλει να κάνει τέχνη και τότε και τώρα έχει να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Η Ελένη αποτελεί ένα συγκινητικό παράδειγμα. Ήθελε να σπουδάσει και στα μέσα του 19ου αιώνα δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες να σπουδάζουν στην Ελλάδα. Το πάθος της για ζωγραφική, το τι μηχανεύτηκε για να μπορέσει να σπουδάσει ήταν μια εντυπωσιακή υπόθεση. 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ο τίτλος λοιπόν από μόνος του παραπέμπει και στη χρήση μυθοπλαστικών στοιχείων; Θα θέλαμε να μας εξηγήσετε κατά πόσον κάνατε χρήση πέραν των καθ’ αυτό ιστορικών μαρτυριών για τη ζωή της ζωγράφου, αν αξιοποιήσατε και τα παραπάνω μοτίβα από τη μυθολογία;
Ρέα Γαλανάκη: Πολύ σωστή επισήμανση. Κάποιες πινελιές από την Οδύσσεια. Στην εφημερίδα Καθημερινή, ένα άρθρο με τίτλο «Η δική μου Ελένη» αναφέρω ότι ο Δούρειος Ίππος ήταν ένα τέχνασμα· η Ελένη μπήκε στα ανδρικά ρούχα όπως οι Έλληνες στο Δούρειο Ίππο για να εκπορθήσουν την Τροία. Η Ελένη παύει να είναι η Ελένη Μπούκουρα. Είναι το φοβερό ΚΑΝΕΝΑΣ. Είναι η Οδύσσεια μιας γυναίκας (πολύ χονδροειδώς βέβαια).

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ανταποκρίνεται και στη σύγχρονη πραγματικότητα για τη θέση της γυναίκας, ο συμβολισμός του τίτλου που επιλέξατε: ΕΛΕΝΗ ή ο ΚΑΝΕΝΑΣ; Λειτουργεί η Ελένη Μπούκουρα ως σύμβολο και για τις γυναίκες που αγωνίζονται προκειμένου να κατακτήσουν «την ισοζυγία δυνάμεων» σε όλους τους τομείς της οικογενειακής και επαγγελματικής της ζωής (σταδιοδρομία);
Ρέα ΓαλανάκηΤα πράγματα για τις γυναίκες είναι πολύ καλύτερα σήμερα. Η Μπούκουρα αποτελεί ένα συγκινητικό παράδειγμα ανθρώπου που μπόρεσε να καταφέρει αυτό που ήθελε αν και του ανατράπηκε η ζωή αργότερα. Να έχει τη στιγμή που πρέπει τη δυνατότητα να κάνει αυτό που θέλει να πετύχει τον στόχο της. Ακόμη επικρατούσε ο απόηχος της ελληνικής επανάστασης. Ένα από τα μηνύματα του Διαφωτισμού ήταν η ισότιμη σχέση της γυναίκας και του άνδρα. Ο πατέρας της είχε υπόψη του ό,τι έλεγε ο Ρήγας Φεραίος. Τη βοήθησε ο πατέρας της. Τα στερεότυπα είναι λίγο πιο ελαστικά εκείνη την εποχή.

Έτσι ταράχθηκα από μιαν άγνωστη γυναίκα, που κατέφθασε μια μέρα από τη Αθήνα στο νησί ζητώντας να συναντήσει τη ζωγράφο Ελένη Αλταμούρα… Αναρωτιόμουν ποιαν από όλες τις Ελένες που υπήρξα εννοούσε ακριβώς, και τι άραγε θα της ζητούσε… Εγώ της απάντησα μόνο σε ό,τι αφορούσε τη ζωγράφο Ελένη, εκείνη που επέμενε πως ήρθε για να συναντήσει, λες και επρόκειτο για κάτι τόσο απλό… Ναι, ήταν αλήθεια ότι ντύθηκα άνδρας για να αποκτήσω ένα πτυχίο, μα και για να μελετήσω με γυμνό μοντέλο. Υπήρξε άλλωστε μια φωτογραφία μου ως μιας Ελένης άντρα και ζωγράφου. Δεν είχα άλλο τρόπο να παραβιάσω το απαγορευμένο. Παλιότερα καμάρωνα πιο πολύ γι’ αυτό. Ακόμη, ότι κρατούσα φυλαχτό κάτω απ’ τα ανδρικά μου ρούχα του πατέρα μου τα λόγια, ωσότου τα απορρόφησε το δέρμα μου και πια δεν ήξερα αν ήταν ευχή ή κατάρα το να μην ξεχνώ πως είμαι Ελληνίδα. Ήμουν η πρώτη γυναίκα στο νεαρό ελληνικό κράτος που είχε σπουδάσει και μετά ασκήσει τη ζωγραφική… (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου ΕΛΕΝΗ ή Ο ΚΑΝΕΝΑΣ, Εκδόσεις Άγρα)


Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΔΙ ΓΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ  (αλλά μήπως και ξέρω πόση είναι η αλήθεια που κάθε φορά φουσκώνει το προζύμι των παραμυθιών; - κι άλλα αποσπάσματα από το Η κεφάλαιο του μυθιστορήματος της Ρέας Γαλανάκη ΕΛΕΝΗ ή ο ΚΑΝΕΝΑΣ, εκδόσεις Άγρα 1998 με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο)

https://ai2avatongar.blogspot.com/2019/09/blog-post_26.html