Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ, ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΛΑΣΗΣ, ΤΗΣ ΑΛΜΥΡΑΣ και των ΠΤΗΣΕΩΝ (Οι πέντε Εποχές του Κόκκινου της Ελευθερίας Θάνογλου)

Το χρώμα, βεβαίως, είναι ένα, το ΚΟΚΚΙΝΟ, ο κύκλος των εποχών όμως είναι διευρυμένος και τα ονόματά τους δεν υποδηλώνουν άμεσα κάποια σχέση με τις τέσσερις εποχές και τα γυρίσματα του χρόνου. Ανοίγει ο κύκλος με την Εποχή της Απουσίας, που λάμπει με την παρουσία νοσταλγίας για ό,τι με πόθους ζήσαμε  γιατί «μόνο τότε είναι αργά όταν η σιωπή σωπαίνει…»! Ακολουθεί η Εποχή της Μετάνοιας, μάλλον διότι πάντα βρέχει στην ψυχή όπως στο Λονδίνο - επεξηγεί η ποιήτρια στο μότο που προλογίζει αυτή την εποχή. Τρίτη εποχή του Κόκκινου η Εποχή της Παράθλασης: το όνομά της και ο υπότιτλος υπονοεί συγγενικούς δεσμούς με την αρχή και το τέλος αυτού του κύκλου: «σε προλόγισα τόσο πολύ ζωή ώστε έχασα το κυρίως θέμα και έφτασα κατευθείαν στον επίλογο». Είναι όμως παραπλανητική η διάχυση των στίχων σε δήθεν άσχετα θέματα αφού στο τέλος «η βελόνα του διαβήτη βρίσκει κέντρο και δείχνει δυο φορές τη μοναξιά της».  Προτελευταία η Εποχή της Αλμύρας παραπέμπει στη θερινή έκλαμψη χρωμάτων θάλασσας κι ουρανού: «τίποτα περισσότερο δεν ζήτησα από τη ζωή μου παρά μονάχα ένα βράχο να ατενίζω τη θάλασσα…» απ’ όπου όμως ακούμε και τη μοιραία κραυγή: «Υγρά μου όνειρα μέχρι πότε θα πνίγεστε;». Με την Εποχή των Πτήσεων ολοκληρώνεται ο κύκλος αλλά από τους στίχους που ακολουθούν κι απ’ τα συμφραζόμενά τους καταλαβαίνουμε ότι εδώ απλώς κλείνει ένας κύκλος που νομοτελειακά θα αντικατασταθεί από έναν άλλο με την ίδια ή άλλη σειρά: «από μικρή ακόμα δεν μου άρεσε η Γεωγραφία ώσπου ανακάλυψα τις Κυκλάδες στο κορμί σου…».   Πέντε εποχές, λοιπόν, πέντε λεκτικά σύμβολα, ένα πεντάγραμμο δηλαδή με νότες εκλάμψεις ζωής: Έρωτας, Απουσία, Μοναξιά, Σώμα, Ψυχή, «πέντε παράθυρα προς τον κόσμο, ανοιγμένα στον κατακόκκινο τοίχο της σιωπής...».  Ένας κύκλος όπου περιδινούνται όνειρα ερωτευμένου κοριτσιού. Και επειδή ένας τέτοιος κύκλος και η αέναη ανακύκλωση των θεμάτων του είναι ψυχοφθόρα (δηλώνει η ποιήτρια) δημιουργείται μια πέμπτη εποχή στην οποία εναποθέτει το δικό της τρόπο διαφυγής…. Όπως κάθε ποιητής, που έχει συνείδηση του χρέους του, γράφοντας ανοίγει έναν διάλογο με τον εαυτό του και την τέχνη του κι ανάλογα με το πώς αντιλαμβάνεται αυτή την αποστολή προδιαγράφει, μέσα από το ίδιο το έργο του, τους λόγους της ποιητικής δημιουργίας, έτσι και η Ελευθερία Θάνογλου με διαφορετικές παραλλαγές στίχων υποβάλει τους λόγους της αυτής της συγγραφής –παρόλο που ξέρει καλά ότι: «κάποτε κι οι συνδυασμοί των λέξεων» με τους οποίους ανιστορεί των ερώτων τα πάθη «θα λάβουν κάποιο τέλος…».  Όπως για παράδειγμα, παρακολουθούμε τον Καβάφη να αντιλαμβάνεται την Ποίηση ως αντίδοτο κατά της φθοράς και να προστρέχει σ’ αυτήν ικετεύοντας: «τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως που κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή» απ’ το φρικτό μαχαίρι του Χρόνου. Όπως βλέπουμε τον Σαχτούρη να αίρεται πάνω απ’ την πραγματικότητα, να σφίγγει λουριά, να ελέγχει αστέρια και ως κληρονόμος πουλιών να πετά, έστω και με σπασμένα φτερά, διότι η ευθύνη του συνίσταται στο να καθιστά δυνατή την επικοινωνία με τον ουρανό –«ας μην το κρύβουμε διψάμε για ουρανό». Και όπως η Πολυδούρη, υπηρετώντας  συνειδητά έναν πρωτογενή λυρισμό, γράφει ποιήματα μόνο γιατί υπάρχει η αγάπη, «μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν με την ψυχή στο βλέμμα». Έτσι και  η Ελευθερία Θάνογλου ομολογεί ευθέως: «ο δικός σου έρωτας μου χαράζει το δέρμα κι εγώ για επούλωση χαράζω μια λευκή κόλλα χαρτί»  [ακολουθεί παρουσίαση των πέντε εποχών με σχόλια και  αντιπροσωπευτικές επιλογές που δίνουν ένα στίγμα από αυτή την πρώτη απόπειρα της Ελευθερίας Θάνογλου, ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ, Εκδόσεις Πικραμένος 2017 – ART by Alicia Armstrong 1η εικόνα και 2η για την εποχή της παράθλασης VERNAGLIONE Trinity ]



ΚΙ ΕΓΩ ΜΕ ΤΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΑΖΕΥΑ ΤΙΣ ΑΠΟΥΣΙΕΣ ΣΟΥ… ΑΛΛΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ: ΠΟΣΟ ΜΠΟΡΩ Ν’ ΑΝΤΕΞΩ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΜΕ ΔΙΧΩΣ ΕΡΩΤΑ (σχόλια και δείγματα Κόκκινου  από την ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ)
Και η απουσία λάμπει ωσεί παρούσα. Σχήμα οξύμωρο αλλά αποδίδει καίρια το νόημα και την ουσία αυτής της εποχής του κόκκινου: είναι μια εποχή που σηματοδοτείται από τις «ανεκτίμητες παρουσίες» που ανακαλεί στη μνήμη της η ποιήτρια στην προσπάθεια απολογισμού στιγμών που ξοδεύτηκαν άδοξα. Το διαπιστώνουμε ευθύς εξαρχής όταν, από την πρώτη κιόλας στροφή, την βλέπουμε να αποφασίζει επιτέλους να σπάσει τον κουμπαρά των απουσιών. Οι αναρίθμητες απουσίες, «αποταμιεύσεις» μιας ζωής, ξεχύνονται στο πάτωμα κι εμείς αμέσως μαθαίνουμε την προέλευση και τη σημασία τους: Χώρα προέλευσης «τα ερείπια κάποιου έρωτα». Η λέξη «ερείπια»  και τα μηδενικά που σχηματίζει η ποιήτρια ανακαλώντας το παρελθόν αυτού του έρωτα δίνουν σαφώς αρνητικό πρόσημο αλλά η αναπόληση και η καταγραφή που ακολουθεί καθορίζουν διαφορετικά τη συνέχεια. Πανταχού παρούσες αυτές οι απουσίες, στριφογυρίζουν στη μνήμη ως ξένα χέρια, λαιμός, δέρμα: «Κοιτάζω τα χέρια σου, / ξένα χέρια,  άλλου σώματος, / ξένα. Αυτά που γνώρισαν το σώμα μου / καλύτερα κι απ’ τα δικά μου…», «θα μπορούσα να χορεύω όλο το βράδυ / πάνω στο λαιμό σου», «ο δικός σου έρωτας /μου χαράζει το δέρμα» (σελ. 12) Η σκέψη κατακλύζεται από το ελλείπον αντικείμενο του έρωτα που, όπως είναι φυσικό, έχει ως κέντρο το άλλο σώμα.  Η εστίαση της νοσταλγίας σ’ αυτό είναι η γενεσιουργός αιτία του ποιήματος και δηλώνεται κατηγορηματικά:    «Το σώμα σου / αχ το σώμα σου / κι απόψε το νοστάλγησα / το έκανα ένα ποίημα» (σελ. 13) Είναι εξόχως αποκαλυπτική αυτή η ομολογία για τη δημιουργία του ποιήματος και, τηρουμένων των αναλογιών, μας φέρνει στο νου το αυτό-αναφορικό ποίημα του Καβάφη «Καισαρίων». Σ’ αυτό ο αλεξανδρινός αναπαριστά με το δικό του μοναδικό τρόπο όλη τη διαδικασία ανάδυσης του ποιήματος. Μας δίνει, δηλαδή, μέσα στο ίδιο το ποίημα, τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν την τεχνική της έμπνευσής του: ο ποιητής οραματίζεται κι η ποίησή του πηγάζει από τους οραματισμούς του. Έτσι φτάνει στην ιδιότυπη υποβολή του, που δεν είναι καμωμένη από αφαίρεση ή ασάφεια, αλλά από ένα πλήθος πολύ συγκεκριμένων λεπτομερειών: «Α, να ήρθες συ με την αόριστη γοητεία σου… Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά. Και τόσο πλήρως σε φαντάστηκα… που εθάρεψα πως μπήκες μες την κάμαρά μου… χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου».

Έτσι και η Ελευθερία Θάνογλου γράφει ένα ποίημα νοσταλγώντας τις στιγμές που «εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα»: «Αφού έκαναν έρωτα, αυτή φόρεσε τη λευκή φανέλα του. Της ερχόταν σχεδόν ως τα γόνατα. Με αυτήν κοιμήθηκε όλο το βράδυ δίπλα του. Το πρωί πήρα το πρώτο τρένο και επέστρεψε στη δική της πόλη. Αυτός, αργά το απόγευμα, την βρήκε πρόχειρα κρεμασμένη σε μια καρέκλα όπως την είχε αφήσει εκείνη. Την φόρεσε. Μύριζε το άρωμά της. Την πήγε στο θέατρο. Την πήρε στην όπερα. Την πήγε σινεμά. Την πήγε βόλτα μέχρι την προκυμαία. Κάθε βράδυ την κουβαλούσε πάνω του. Μέχρι που εξατμίστηκε τελείως το άρωμά της. Όταν σταμάτησε να αναδίδει η λευκή φανέλα το άρωμά της, έγραψε ένα ποίημα για κείνο το βράδυ που έκαναν έρωτα» (σελ. 18) Στην περίπτωση της Θάνογλου οι οραματισμοί που γεννούν το ποίημα, που την κάνουν να χαράζει σε μια κόλα χαρτί τις πληγές του,  είναι η νοσταλγία στιγμών που δεν έζησε όπως ίσως θα ήθελε να τις ζήσει:    «Ποτέ σου δεν με ξεκλείδωσες / αν το είχες κάνει / θα μπορούσα να χορεύω όλο το βράδυ… Φαινομενικά ακίνητο το δικό μου ποτάμι / για τους άλλους / χρόνια κυλάει εντός μου… Κι εκείνοι οι μικροί καταρράκτες που σου έστησα / ίδιοι με σκάλες / όχι για ν’ ανέβεις / όπως θα πίστευαν οι πολλοί / στην επιφάνεια μου / αλλά για να κατέβεις να γνωρίσεις το υπόστρωμα μου / σου φάνηκαν επικίνδυνοι. / Τα αναδυόμενα λάθη μου σε φόβισαν λιγότερο… Τι κι αν έριξα όλες τις ελπίδες μου σε γέφυρες / που έφτιαξα για να σε βρω. / Μετακινούμενη η δική σου όχθη / Τι κι αν έστησα αναχώματα σηκώνοντας λευκή σημαία / επάνω τους / εσύ πάντα ζητούσες την ευθυγράμμισή μου. / Μα το ρου της ζωής μέσα από τις στροφές το ανακαλύπτεις. / Πώς μπορείς λοιπόν να ευθυγραμμίσεις ένα ποτάμι; / Και για πόσο μπορείς να το κρατήσεις έτσι; / Πώς μπορείς ν’ αλλάξεις κατεύθυνση σ’ ένα ποτάμι / και να το κάνεις να γυρίσει πίσω; / Πώς μπορείς να μου ζητάς ν’ αλλάξω; / Δεν βλέπεις; Χύθηκα μέσα στη θάλασσα πια».

Λόγια, πράγματι, αληθινά και όπως εύστοχα επισημαίνει σ’ ένα σχόλιο του ο Γιώργος Ρούσκας «κατακτημένα μέσα από τόσο πόνο… Τίποτε δεν μπορεί να αναστρέψει τα πράγματα, ούτε η εκούσια θυσία του ενός στο βωμό της λογικής ούτε ο νοητικός εγκλωβισμός του μέσα σε τεχνητά καλούπια. Μάταιο: «Τετραγώνισέ με» της είπε / «Δεν μπορώ» του απάντησε «ξέρεις πως στις γωνίες σκοτώνουν / κι ότι για μένα υπήρξες ο κύκλος μου» (σελ. 22)

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΜΕΤΑΝΟΙΕΣ ΠΟΥ ΧΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΜΠΛΟΥΖΑ ΜΟΥ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ (σχόλια και δείγματα Κόκκινου  από την ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ)
Πάντα βρέχει την εποχή της Μετανοίας όπως και στην ψυχή της ηρωίδας. Γι’ αυτό ίσως δεν είναι τυχαίο που η εισαγωγή σ’ αυτή την υγρή εποχή γίνεται με ένα ποίημα που έχει τίτλο Λερναίες Ύδρες.  Αν τώρα, λάβουμε υπόψη μας ότι όλη η προηγούμενη ενότητα, Εποχή της Απουσίας,  ήταν μια ενιαία ποιητική σύνθεση χωρίς επιμέρους τίτλους, αποκτά ιδιαίτερη σημασία που η μετάβαση στη νέα εποχή γίνεται με αναφορά και υπαινιγμούς σχετικούς με τον αρχαίο μύθο.  Οι στιγμές, δηλαδή, κάποιου παρελθόντος, που στοιχειώνει το παρόν ως απουσία, οι μέρες εκείνες «θύελλας και φωτός / δυστυχισμένες / μέρες φθινοπώρου / που άφησαν τα κλαριά των δένδρων γυμνά, / ντυμένα αμαρτίες», είναι, μαθαίνουμε τώρα, σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας:  κάθε προσπάθεια για την αφαίρεσή τους είναι των… «συφοριασμένων», αφού όσα σκουλήκια κι αν αφαιρεί με το μαχαίρι «λίγο από ψυχή / λίγο από σάρκα / κατάφερα να βγάλω ένα σκουλήκι. // Τα υπόλοιπα που μείνανε εντός μου / βγάλανε κι άλλα κεφάλια» (σελ. 25)

Το κλειδί για την εποχή της Μετάνοιας είναι οι «Κρυμμένες Έννοιες», που μαζί με το «Κόκκινο Παλτό» που ακολουθεί είναι τα ονόματα που δίνει η ποιήτρια στα τρία μέρη αυτής της ενότητας. Μπορεί, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, να υποδηλώνεται παραίτηση από την προσπάθεια αναζήτησής τους («έπαψες από καιρό να προσπαθείς / να βρεις τις έννοιες που κρύβονται / πίσω από τις λέξεις στα μηνύματά μου), είναι εποχή όμως, που από άλλη οπτική γωνία θα φανερωθούν κλιμακωτά: Πρώτη-πρώτη είναι ίσως το… Μαύρο χρώμα του Έρωτα που  ως μια Λερναία Ύδρα, προοιωνίζει τη συνέχεια της Μετάνοιας: «Ο έρωτας σου μαύρο χρώμα / Γι’ αυτό τον φορώ πάντοτε. / Γιατί είναι all time classic» (σελ. 277) Η ουσία βρίσκεται στην αντίστιξη: Μαύρο το χρώμα του Έρωτα σε μια ακόμη εποχή του Κόκκινου. Οι αντιθέσεις που συνοδεύουν αυτή την επισήμανση υποστηρίζουν την παράξενη σχέση: «Κι εγώ απορούσα πώς / μπορούσαν να γράφουν με τόσο αίμα / το φως / και να σβήνουν με τόσες ζωές / τη νύχτα…. Τι περίεργο / χωρίς θάλασσα / τότε είναι που πνίγομαι» (σελ. 26-27) Από τη μια, λοιπόν, έχουμε ΑΙΜΑ, ΦΩΣ, ΕΡΩΤΑ, ΚΟΚΚΙΝΟ και από την άλλη ζει και βασιλεύει ΝΥΧΤΑ, ΠΝΙΓΜΟΣ, ΜΑΥΡΟ. Επανέρχεται μ’ αυτό τον τρόπο η ρητορική/ ποιητική απορία από την Εποχή της Απουσίας: «το ζήτημα είναι πάντα ένα: πόσο μπορώ ν’ αντέξω τον έρωτα με δίχως έρωτα» χωρίς να παρατείνεται η δίσεχτη εποχή της Μετάνοιας; Κι αν η όλη ιστορία διαδραματίζεται σε μια σκηνή που είναι πλέον άδεια; Για ένα είδωλο, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια γυμνή κρεμάστρα; Τα ερωτήματα γίνονται αμείλικτα και η περιπέτεια της Μετάνοιας αδιέξοδη: «Φόρεσε το σακάκι / κοιτώντας το είδωλό του στον καθρέφτη. /Πίστεψε πως μπορούσε να / κατακτήσει τον κόσμο μ’ ένα σακάκι. / Και η γυμνή κρεμάστρα; / Έμεινε γυμνή / κατακτώντας το κενό / της καλά κλειστής ντουλάπας… // Δες, γίναμε ένα με τους ίσκιους μας / σερνόμαστε σαν τα ερπετά / κουλουριαζόμαστε γύρω από το εγώ μας / και βγάζουμε τη διχαλωτή μας γλώσσα / πάνω στο νόημα της ζωής…».

Είναι η σειρά του να ’ρθει στην επιφάνεια το «Κόκκινο Παλτό», να αποκαλυφθεί η  «κρυμμένη έννοια» του και ως «σκουλήκι» ν’ αφαιρεθεί από σάρκα και ψυχή. Έτσι κι αλλιώς οι άμυνες της μνήμης το έχουν ίσως απωθήσει σε υποσυνείδητες περιοχές: «πάει και το «κόκκινο παλτό» / το ξέγραψε η μνήμη σου. / Κι έτσι έμεινε μετέωρο το μέλλον / που ντύθηκε τελικά το παλτό». Είναι, όμως, τόσο απλά τα πράγματα; Πόσο συνειδητή μπορεί να είναι η προσπάθεια ν’ ακρωτηριάσεις το σώμα από ένα ζωτικό μέλος του; Πόσο εύκολη η προσπάθεια «λύτρωσης» από κάτι που θα εξακολουθεί να ξαναγεννιέται από την τέφρα του; Είναι μάλλον μοιραίο να σκοντάφτει  η ψυχή, να βάζεις τρικλοποδιές στον εαυτό σου «μ’ εκείνα τα ξημερώματα που γύρισες με τα μάτια χαμηλά» και να επανέρχεσαι μ’ άλλες προστακτικές: «μην ξεχάσεις τίποτα απ’ όσα ζήσαμε μαζί».

Υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ; Χρυσή τομή; ‘Όταν «άχυρα στις ψυχές μας απλωμένα / και μέσα τους να ψάχνουμε την χρυσή βελόνα του παραμυθιού» Το κλειδί της κάθαρσης ίσως είναι στην επόμενη «κρυμμένη έννοια», την ομιλούσα Σιωπή: «δε λες τίποτα / κλείνεις μόνο την πόρτα και φεύγεις. / Κι όμως αυτή η σιωπή που άφησες πίσω σου / ήταν σαν να τα είπε όλα»

Και όλα είναι ότι «λείπεις μαζί με τις υποσχέσεις σου», ότι «φοράω το κόκκινο παλτό στη ραχοκοκαλιά της απουσίας», ότι «τις παρουσίες θα μετράει ένας πολύχρωμος κλόουν», ότι «τα χέρια μας παίζουνε με τις σκιές στον τοίχο», ότι το κορμί «παίζει συνέχεια με τη φωτιά αμελώντας πως από κάτω η ψυχή ένα πευκόδασος είναι που μια σπίθα αρκεί για να την εξαφανίσει…».  

Πάροδος με το Κόκκινο Παλτό αυτούσιο από τις σελ. 34-36
Το κρύο μου παγώνει το σώμα
μια σιωπή εκκωφαντική στο σπίτι.
Ρίχνω επάνω το κόκκινο παλτό να με ζεστάνει.
Μεγαλώνει το δράμα μέσα μου μ’ αυτό το παλτό.
Βουλιάζω πάλι σιγά-σιγά σε περασμένα λόγια
Λείπεις μαζί με τις υποσχέσεις σου.

Όταν θα έρθεις
θα πατάς πάνω σε κόκκινους λεκέδες.
Θα δεις να φοράω το κόκκινο παλτό
στη ραχοκοκαλιά της απουσίας.

Όταν θα έρθεις θα βγάλω απ’ τις τσέπες
σκισμένους σαρκασμούς
χρωματιστές κορδέλες για να δέσω τα μαλλιά μου.
Όταν θα έρθεις τις παρουσίες σου
θα μετράει ένας πολύχρωμος κλόουν

Τα χέρια μας παίζουνε με τις σκιές στον τοίχο.
Εσύ ο λύκος.
Εγώ το φίδι.
Εγώ έχω το δηλητήριο
μα εσύ στάζεις φαρμάκι.

Το κορμί κρυώνει εύκολα
ίσως γι’ αυτό παίζει με τις φωτιές
του αρέσει η θερμότητα που απ’ αυτές πηγάζει
κι ας ξέρει πόσο εύκολα
αρπάζει το πετσί φωτιά
αν παίζει με το χρόνο
Μα είναι απλά ένα κορμί
που εύκολα κρυώνει.

Έτσι παίζει συνέχεια με τη φωτιά
αμελώντας πως από κάτω η ψυχή
ένα πευκοδάσος είναι
που μια σπίθα αρκεί να την εξαφανίσει.

Κι ύστερα πια χέρια θα βρεθούν
να την αναδασώσουν.

ΩΡΑ ΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΧΘΕΣ ΕΣΤΕΚΕ ΣΑΝ ΑΥΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ (σχόλια και δείγματα Κόκκινου  από την ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΘΛΑΣΗΣ)


Στην εποχή της Παράθλασης, αν δεχθούμε τη φυσική ερμηνεία του όρου, το Κόκκινο ως δέσμη φωτός, δεν έχει τη γραμμική πορεία που θα περιμέναμε, αφού, περνώντας από το φακό της ποιητικής έμπνευσης, διαχέεται ετερόκλητα σε διάφορες κατευθύνσεις. Είναι όμως πραγματική αυτή η διάχυση ή απ’ άλλες μεριές στοχεύει πάλι στο κυρίως θέμα;  Η ποιήτρια μας δίνει άλλα δυο  αντικλείδια που ανοίγουν την πόρτα της Παράθλασης. Προηγείται το μότο που μας εισάγει στην ενότητα: «Σε προλόγισα τόσο πολύ ζωή ώστε έχασα το κυρίως θέμα και έφτασα κατευθείαν στον επίλογο» (σελ. 37) Και αμέσως μετά μια ιδιότυπη αναφορά στα κοινά θέματα των ποιητών: «Οι ποιητές για καθρέφτες όνειρα βυθούς και κενά μιλάνε» (σελ. 39) Και η απορία που προκύπτει αβίαστα μας οδηγεί κατευθείαν στην αναζήτηση της ταυτότητας του  θέματος που  «χάνεται» μέσα στις πολλές κοινοτυπίες περί καθρεπτών, ονείρων και βυθών. Ας προσπαθήσουμε να το εντοπίσουμε στις λεπτομέρειες ανάπτυξης αυτής της εποχής.

Οι ποιητές, λοιπόν, μιλούν και γράφουν διαρκώς για «καθρέφτες» που όμως,  επειδή «είχαν θαμπώσει» (ή έχοντας την παραμορφωτική ιδιότητα των φακών;), δεν καθρεφτίζουν γυμνή την αλήθεια. Την αλήθεια «μια παράθλαση την διαπερνά σχηματίζοντας κύκλους πάνω στα θέλω»!. (σελ. 41). Έτσι, μπορεί να περνούν μέρες και νύχτες «ταυτοπρόσωπες η μία με την άλλη», μπορεί ν’ αλλάζουν οι εποχές και τα χρόνια «άλλοτε μ’ έναν κουρασμένο ήλιο, άλλοτε με περαστικά σύννεφα ή με μια βροχή δραπέτη…» (σελ. 40), όμως μ’ όλες τις συνθήκες κοινό σημείο αναφοράς θα παραμένει «η μοναξιά που έγινε επαίτης για ένα άγγιγμά σου, την μοναξιά που πέθανε μέσα στα δάχτυλά σου» (σελ. 40). Η Μοναξιά, επομένως είναι το ζητούμενο κυρίως θέμα. Σ’ αυτήν θα καταλήγει μέσα απ’ όλους τους επιμέρους «καθρέφτες». Μ’ όποιον φακό όπου κι αν εστιάσει, το κέντρο του κύκλου θα είναι Μοναξιά: «ζωγραφίζει κύκλους με τον διαβήτη. / Η σκληρή βελόνα του βρίσκει το κέντρο / τρυπάει το χαρτί / τρυπάει το κενό / τρυπάει την αλλαγή της ώρας / και περιστρέφεται / γύρω-γύρω απ’ την ώρα που το ρολόι έδειξε / τρεις τα ημερώματα δύο φορές την μοναξιά της (σελ. 43).

Καθρέφτες, Όνειρα, Βυθοί, Κενά: αυτός είναι ο Κύκλος.
Η Μοναξιά, κέντρο του Κύκλου, ικανή κι αναγκαία συνθήκη για την ανάδυση και ανακύκλωση  Ονείρων
Τα Όνειρα για την Απουσία, τη Μετάνοια, τον Έρωτα πέφτουν σε Καθρέφτες Θαμπούς και γεμίζουν τα Κενά
Τα Κενά που είναι μέσα μας που είμαστε πνιγμένοι στο Βυθό τους  
Κόκκινη, πάντως, κι αυτή η εποχή της Παράθλασης, κόκκινη από Έρωτα. Του Έρωτα που, ως πανταχού παρών, ξεχειλίζει και από τα Όνειρα. Όνειρα που πληθαίνουν από εποχή σε εποχή καθώς μεγαλώνει το κενό της Μοναξιάς.

Τελικά, σ’ αυτό τον αέναο κύκλο που αναδύεται από τους Βυθούς των Στίχων απογυμνώνει την αλήθεια των θησαυρών της Ποίησής της:      
«Έρχεσαι, ξανάρχεσαι και φεύγεις / όπως το κύμα που χτυπάει πάνω στα βράχια / άλλες φορές με πάταγο κι άλλες μ’ αγάπη. / Σαν να θέλεις κι εσύ /όπως κι αυτό / να εξευμενίσεις του άγριου πόθου σου τα συντρίμμια (σελ. 44)
  «Είμαι πυροτέχνημα. / Ήρθα κι έσκασα μπροστά σου / Κι εσύ μόνο το θόρυβο άκουσες / χωρίς να δεις τα χρώματα… (σελ. 45)
«Όλοι οι έρωτες του χειμώνα ματαιώθηκαν / μπροστά στην προσδοκία της θάλασσας. / Στους κήπους καθώς ανθίζουν τα λουλούδια / που είναι ένα αθέατο φεγγάρι. / Το φεγγάρι που αφήσανε οι πρώτοι πνιγμένοι / κι ανθίζουνε τώρα αρμυρά τα πρώτα λευκά τριαντάφυλλα (σελ. 46),
«Την φίλησε / εκεί που έπεφτε η μπλούζα της / αφήνοντας τον έναν ώμο ακάλυπτο // Κι αυτή σήκωσε την μπλούζα / να μην κρυώσει το χνώτο του / που ’ταν ζεστό σαν ποίημα (σελ. 47)
 «Σα να μην ζήσαμε ποτέ / κι όμως οι μνήμες ζωντανές / μας συνοδεύουν σε κάθε μας… (σελ. 48)
«Τι ήταν αυτό που μας ανεβοκατέβαζε κάθε τόσο / στα ίδια βάθη, στα ίδια ύψη. / Ίσως να ήταν εκείνα τα κομμάτια φεγγαριού / που δεν προλάβαμε ποτέ να δούμε (σελ. 48) 
       
«Η ποίηση, δηλώνει απερίφραστα η Ελευθερία Θάνογλου, λειτουργεί ατομικά ως απεγκλωβισμός από την πραγματικότητα που πολλές φορές μας έχει εγκλωβίσει μέσα στα στενά της όρια. Ίσως όταν πετυχαίνει να ενωθεί σε συλλογικό επίπεδο μπορεί να απεγκλωβίσει και να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα ή στους προβληματισμούς της κάθε εποχής, που σχεδόν πάντα είναι οι ίδιοι. Νομίζω δεν αλλάζουν αλλά εξελίσσονται. Ίσως λοιπόν και η εξέλιξη που δέχεται η ποίηση σε κάθε εποχή να μπορεί να δώσει απάντηση σε κάθε ερώτηση, αρκεί να την ακούσουμε.

ΤΙΠΟΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΕΝ ΖΗΤΗΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΠΑΡΑ ΜΟΝΑΧΑ ΕΝΑ ΒΡΑΧΟ Ν’ ΑΤΕΝΙΖΩ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (σχόλια και δείγματα Κόκκινου  από την ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΛΜΥΡΑΣ)
Η εισαγωγή στην ξεχωριστή αυτή εποχή  που είναι συνυφασμένη με την αλμύρα της θάλασσας και το καλοκαίρι γίνεται με την ειδυλλιακή εικόνα των πρώτων στίχων «η μόνη μου αλήθεια μια ψαρόβαρκα που βγαίνει απ’ το λιμάνι» (σελ. 53). Η μοναδική αυτή αλήθεια ανοίγει σαν βεντάλια στη συνέχεια και μια  ριπή  θαλασσινών εικόνων δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσα: όστρακα κι αρμυρίκια στολίζουν αμμουδιές (54), ρίγανη και θυμάρι στις ξερολιθιές (54),  αλμύρα πάνω στο δέρμα (54), πρωινά όνειρα στην άμμο (58), φέτα καρπούζι η αυγουστιάτικη ανατολή (58), δάχτυλα που γίνονται κλεψύδρες βάρκα που λικνίζεται σε όνειρα κύματα, γαλαζοπράσινα νησιά (61), πεταλίδες άμυνες στους βράχους (62), παφλασμός κυμάτων, σπίτια που αντιφεγγίζουν, τ’ ασπρογάλιασμα τ’ ουρανού και της θάλασσας (63) και άλλα πολλά.

Όμως και σ’ αυτό το θαλασσινό πλαίσιο, με όλη την πανίδα και τη χλωρίδα να είναι στην καλύτερή τους ώρα, τις εντυπώσεις κλέβει η δραματοποίηση καταστάσεων που έχουν να κάνουν με τα θέματα που κυριαρχούσαν και στις προηγούμενες εποχές του Κόκκινου. Έτσι, η ποιήτρια, από την αρχή ξεκαθαρίζει τη θέση της απέναντι στο θερινό τοπίο: «θάλασσα το καλοκαίρι γυμνό χωρίς εσένα / ίσως κι αγέννητο κι η μνήμη του κενή / δεν θα ’χει πού να πλεύσει…» και η δραματοποίηση φτάνει στο αποκορύφωμά της με την κραυγή: «Υγρά μου όνειρα μέχρι πότε θα πνίγεστε;» (σελ. 53).

Απ’ τη μια μεριά, αλήθεια είναι το καλοκαίρι με τη θάλασσα και την αλμύρα πάνω στο δέρμα αλλά στις ραβδώσεις της άμμου η μνήμη γράφει για τη «δική του ζωή που δεν ήταν πάνω σε αστερίες γραμμένη… που δεν είχε συκιές να γλυκαίνουν τον ίσκιο του… που δεν είχε βασιλικούς να ευωδιάζουν τους εσπερινούς ούτε ιτιές ν’ αγκαλιάζουν τους πόθους του…» (σελ. 54).

Η μόνη αλήθεια του καλοκαιριού είναι τα κύματα και τα λόγια του ανέμου αλλά στολίζουν κι αυτά μαζί με «ένα πεύκο που έγερνε πάνω από την θάλασσα την Μοναξιά μου» (σελ. 55). «Μονάχη. / Ρούχο καλοκαιρινό / κρεμασμένο στα σύρματα / να χώνεται ο αέρας μέσα μου / να με ξεραίνει ο ήλιος… (σελ. 66).

Αλήθεια στην εποχή της Αλμύρας και η Βάρκα «που έφερες για να λικνίζομαι πάνω σε όνειρα κύματα» και «τα δάχτυλα σου που έγιναν κλεψύδρες κι εγώ η άμμος που ξεγλιστράει ανάμεσά τους» (σελ. 60) αλλά «σου είπα πως θέλω να φτάσω σε μακρινούς προορισμούς μέσα σ’ αυτή τη θάλασσα που έφτιαξες για μένα κι εσύ μου πέταξες κουπί χωρίς να υπάρχει βάρκα» (σελ. 61)
«Η θάλασσα κι εσύ / εσύ κι η θάλασσα», μια πλήρης κι αδιάσπαστη ενότητα από τη μια, αλλά κι «η σκέψη μου να πνίγεται πάντα ανάμεσά σας» (σελ. 64)

Και η διελκυστίνδα των δραματοποιημένων αντιφάσεων καλά κρατεί σ’ όλη την ενότητα, γιατί είναι ίσως, όπως ομολογεί η ίδια στο τέλος, ο μοναδικός τρόπος να καταφέρει να καταλάβει τον λόγο της ύπαρξης: «γιατί μου αρέσει να ακούω ίσως τους ήχους του θεάτρου μας» (σελ. 67) 
   
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΕΓΙΝΕ: ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΕΝΔΟΧΩΡΑ… Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΟΛΥΧΡΩΜΗ ΣΤΙΣ ΑΚΡΙΕΣ ΤΟΥ ΓΙΑΣΕΜΙΟΥ ΠΑΙΖΕΙ ΜΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ  (σχόλια και δείγματα Κόκκινου  από την ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΤΗΣΕΩΝ)
 «Οι εποχές του κόκκινου», ένας κύκλος όπως οι εποχές του χρόνου,  εναλλάσσονται και ανακυκλώνουν με νοσταλγία όνειρα ερωτευμένου κοριτσιού. Και επειδή ένας τέτοιος κύκλος και η αέναη ανακίνηση  των θεμάτων του είναι ψυχοφθόρα (δηλώνει η ποιήτρια) δημιουργείται αυτή η πέμπτη εποχή, όπου οι πτήσεις προς το φως και τα όνειρα του έρωτα μοιάζουν να είναι μονόδρομος:  «Με πήρες μαύρη βαλίτσα / αποσκευή βαριά… με άνοιξες διάπλατα / σκοτάδι στο φως / καράβι βρήκες μέσα μου δεμένο στο λιμάνι / τους κάβους έλυσες και τ’ άφησες ελεύθερο / στο πέλαγος. / Στο πρώτο Ναι ταξίδεψες κι εσύ μαζί του / στο δεύτερο Ναι βάλθηκες να βρεις κι άλλες πατρίδες / στο τρίτο Ναι πήρες αγίασμα να ρίξεις στα νερά του // Και τώρα τα ταξίδια μου σε σκαμπανεβάζουν…» (σελ. 72)

 Δηλαδή, οι πέντε εποχές του ΚΟΚΚΙΝΟΥ συναιρούνται σε μια άχρονη εποχή ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ του Άλλου, Αυτού «που πάντα ψάρευε με δόλωμα την ψυχή του, στ’ αγκίστρι του καθότανε πάντα ένα φεγγάρι και με τους καπνούς απ’ τα τσιγάρα του φυσούσε γαλαξίες. Τώρα τ’ αστέρια θα ’χει δόλωμα και πετονιά τα ρούχα, θα κάθεται σε σύννεφο που γράφει το όνομά του και ατενίζοντας τη θάλασσα που τόσο αγαπούσε γυμνός απ’ όλα, θα βλέπει τα φτερά που έβγαλε στους ώμους με ένστολη σιωπή κάποια Δευτέρα βράδυ…» (σελ. 75)

Η εποχή των Πτήσεων, έρχεται να σε πάρει μακριά από όλα αυτά που σε κρατούσαν δεμένο στις συμβάσεις της καθημερινότητας, και με όχημα την Ποίηση, έστω και «με σπασμένα φτερά», ως «κληρονόμος πουλιών» να πετάξεις σε μιαν άλλη πραγματικότητα, «στο μαγικό εκείνο χώρο, δηλαδή, στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό»   (όπως οραματίζεται ο Μίλτος Σαχτούρης στον Ελεγκτή του) «Κάνοντας την αρχή, ξεκινάς τις πτήσεις σου με όμορφες αναμνήσεις που σε σημάδεψαν:. Ονειρεύεσαι τον Έρωτα και συγκλονίζεσαι. Αφήνεσαι στη ζωή. Σε μια από τις πτήσεις σου συναντάς εκείνον που βγάζει από μέσα σου ό,τι ομορφότερο έχεις… Τολμάς. Πετάς σταθερότερα τώρα προς το μέλλον, έχοντας την εμπειρία των τεσσάρων σταδίων που προηγήθηκαν… Πετάς, ξανά, λεύτερη. Πέρασες την εποχή της απουσίας ακούγοντας τη σιωπή της, την εποχή της μετάνοιας μυρίζοντας το άρωμά της, είδες για μια ολόκληρη περίοδο την παράθλαση, γεύτηκες την αλμύρα. Ήρθε η ώρα της χαράς, της απογείωσης των σωμάτων με την αφή, ήρθε επιτέλους η εποχή των πτήσεων…» (απόσπασμα από το σχόλιο του Γιώργου Ρούσκα στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal, Η Γεωμετρία των Ιδεών)

Με κάποιον τρόπο «έπεα πτερόεντα» ξεπετάγονται από κάθε στίχο αυτής της ενότητας!. Αφηρημένες έννοιες και ετερόκλητα αντικείμενα, στοχασμοί με ή χωρίς λυρικές εξάρσεις, εικόνες και μεταφορές, στροβιλίζονται στο στερέωμα του ποιήματος και μπλέκοντας σαν τις φυλλωσιές του πόθου τα μέλη τους επιδίδονται σ’ έναν ατέλειωτο χορό:

§  «κύματα που παίρνουν την ψυχή μου κι ανάμεσα στα στήθη μου μπλε βάρκα με πανί» (σελ. 73)
§  «πουλί πετούμενο… πάει και κάθεται στην κορυφή της πέτρας ν’ ατενίζει το κορμί το μέσα μου γαλάζιο» (σελ. 73)
§  «κάρφωσε επάνω αστερίες τις νύχτες να φωτίζουν καθώς θα ταξιδεύει…» (σελ. 77)
§  «Άφησε ελεύθερα και τα δυο καναρίνια… κι αυτά όρμησαν μεμιάς… άρχισαν να τσιμπολογούν, να δίνουν πάλι σχήμα στο ξεφτισμένο χαμόγελο που έρπονταν για χρόνια» (σελ. 77)
§  «Άτια από σύννεφα κάλπαζαν απόψε σ’ έναν ουρανό που επιδόθηκε να μας δείξει πως και τα όνειρα καλπάζουν μακριά σαν αφήσουμε για λίγο τα γκέμια από τα χέρια μας…» (σελ. 90)
§  «Στην πρώτη βάρκα που φάνηκε στο δάσος ανέβηκα να με πάρει μαζί της κάπου βαθιά στη θάλασσα που κελαηδούν τα πουλιά στων δένδρων τα κλαδιά» (σελ. 91).

Από την πρώτη κιόλας ενότητα, την εποχή της Απουσίας, είχε διαφανεί μια, άλλοτε συγκαλυμμένα άλλοτε ευθέως ομολογημένη, αυτό-αναφορική διάθεση:  να μετουσιωθούν τα βιώματα και η νοσταλγία τους σε στίχους που θα μείνουν στο χαρτί ως το αποτύπωμα τους «ο δικός σου έρωτας μου χαράζει το δέρμα / κι εγώ για επούλωση χαράζω μια λευκή κόλλα χαρτί» (σελ. 14). Έχουμε, επομένως κι εδώ, μια αντίληψη για το ρόλο της ποίησης που μπορεί να παραλληλιστεί με τις χιλιάδες των απαντήσεων που έχουν δώσει έως τώρα οι ποιητές στον διάλογο που ανοίγουν με την ίδια την τέχνη της ποίησης.  Έτσι, για παράδειγμα ο Νίκος Καρούζος στη «Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος» στην προσπάθεια του να βρει κάποια ικανοποιητική απάντηση στο εναγώνιο ερώτημα «τι είναι τα ποιήματα» αποφαίνεται με κατηγορηματικό τρόπο:  Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης («είναι πληγώματα, είναι ομοιώματα, φενάκη, φρεναπάτη; Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα»…) Και όπως για τη Μαρία Πολυδούρη η Ποίηση αποκτά νόημα και λόγο ύπαρξης μόνο όταν απευθύνεται σ’ ένα εσύ και ζωή και τέχνη αναζητούν και βρίσκουν τη δικαίωση στη αγάπη, έτσι και για την   Ελευθερία Θάνογλου  οι συνδυασμοί λέξεων ή παραλλαγές στίχων  με τους οποίους αποτυπώνει σε χαρτί εμπειρίες, πόθους κι έρωτες έχουν την υπεραξία τους χάρη σ’ αυτό το Εσύ:  «Αιγαίο εγώ / μελάνι εσύ / σ’ εξάντλησα με τόσο μπλε // σε ερωτεύτηκα με τόσο μαύρο // Κάποτε και οι συνδυασμοί των λέξεων / θα λάβουν κάποιο τέλος. / Και πώς αλλιώς να πεις τη θάλασσα;  // Χρώμα κιτρινισμένο παλιού χαρτιού το σεντόνι στο κρεβάτι μας / Όλο το βράδυ μας ξαγρύπνησε / να γράφουμε πάνω του τα πρώτα ποιήματα…» (σελ. 88)

Και άλλες τρεις παραλλαγές από τη σελ. 74:
Τα χέρια σου
τα πόδια σου
τέσσερις γραμμές ευθείες.
Όταν ξεμείνω από χαρτί
επάνω τους θα γράψω.

Τα φρύδια σου
τα μάτια σου
δάση γεμάτα καστανιές
στο κέντρο του καλοκαιριού κι αυτά είν’ ανθισμένα.
Όταν θα θέλω κάστανα
θα λέω καλοκαίρι.

Τα χείλη σου
η γλώσσα σου
θαλασσιές ανεμώνες.
Όταν με βρέχουν, αγάπη μου,
φωτίζουν οι ακτές μου…

ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΧΡΗΣΜΟΣ:
Όλοι στη ζωή περνάμε Συμπληγάδες Πέτρες. Όλοι προσπαθούμε να βρούμε έναν δικό μας τρόπο να τις περάσουμε με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Δοκιμάζουμε τις αντοχές και τα όρια μας. Το ζήτημα με τις συμπληγάδες πέτρες του έρωτα το συνοψίζει η Ελευθερία με αποφθεγματικό τρόπο  στο πλάγιο ερώτημά της: «πόσο μπορώ ν’ αντέξω τον έρωτα / με δίχως έρωτα (σελ. 14). Και καθώς η ερώτηση δεν είναι ρητορική ούτε αυτονόητη κι αναμενόμενη η απάντηση, η αναζήτηση (δι)Εξόδου είναι διαρκής και στις πέντε Εποχές του Κόκκινου. Αναζητείται λύση και κάθαρση με όλα τα μέσα και σ’ όλα τα θέματα που διαχέονται μες τους στίχους, από τη Μοναξιά και τα Όνειρα έως τους Βυθούς της άφατης Σιωπής. Είναι μια άγονη γραμμή η Έμπνευση; Ή ζωγραφίζει στο βάθος της σπηλιάς το Φως; Θα είναι, τελικά, ο Έρωτας «το πλοίο που φάνηκε μετά από τόσα χρόνια»; Θα αλωθούν τα ξύλινα τείχη του; Θα έρθει απ’ το Μαντείο των Δελφών ο πολυπόθητος χρησμός – έστω με την αμφισημία του; Ιδού κάποια απ’ τα σιβυλλικά του λόγια: «Κισσός ανέβηκε τον παλιό μαντρότοιχο / το κόκκινο του έρωτα ξεγλίστρησε σαν κλέφτης… Ο ίσκιος σου τι ίσκιο μου προσφέρει / είναι του πλάτανου η σκιά μικρή και δεν το ξέρει» (σελ. 82) Και δυο σελίδες πιο πέρα η έκπληξη αλλάζει χέρια μέχρι να βρει το στόχο: «Για τον ουρανό έκπληξη η γη / για τη γη έκπληξη η θάλασσα / για τη θάλασσα έκπληξη το χέρι σου / που έπιασε τον αστερία κάτω / απ’ τη σκιά της φούστας μου (σελ. 84). Κι όταν αυτός τη ρωτά: «ποιο φρούτο της αρέσει; Αυτή του απαντά: οι άκρες των δαχτύλων σου» (σελ. 86).

Και ως Κατακλείδα όλων των Εποχών του Κόκκινου και Επιμύθιο Απουσίας, Μετάνοιας, Παράθλασης, Αλμύρας και Πτήσεων, οι στίχοι στις δύο τελευταίες σελίδες της συλλογής 92-93: 
Είμαι ο μήνας
ανάμεσα στον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο
σου δίνω την πιο ζεστή θάλασσα
να κολυμπήσεις
έζησα ένα καυτό καλοκαίρι, τα χείλη μου ξερά.
Δρόσισέ τα.

Είμαι η εποχή
ανάμεσα στο Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο
σου δίνω την πιο βαθιά σκιά
να ξαποστάσεις
περπάτησα σε άμμο σκληρή
τα πέλματα σκισμένα.
Γιάτρεψέ τα.

Είμαι ένα αειθαλές δένδρο
ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εμένα.
Όταν θα πέσουν τα φύλλα
μάζεψέ τα.
Την Άνοιξη θα σου στολίσω ξανά.

Τώρα όλα ησύχασαν
δεν είχε παρά να πάει να κοιμηθεί.
Το παρελθόν σε μια σειρά σιαγμένη
το ίδιο και το μέλλον της.

Δεν είχε παρά να πάει να κοιμηθεί.

Μα δεν την άφηνε
ο κούκος στο ρολόι
που σήμαινε πάντα τη σιωπή της.

ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΕΝΤΕ στη συλλογή της Ελευθερίας Θάναγλου που φέρει αυτό τον τίτλο, το ζήτημα, όμως, είναι πάντα ένα: ΠΟΣΟ ΜΠΟΡΩ Ν’ ΑΝΤΕΞΩ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΜΕ ΔΙΧΩΣ ΕΡΩΤΑ!.. Το εναγώνιο ερώτημα της ποιήτριας δεν είναι καθόλου ρητορικό. Απόδειξη η κατάθεση ψυχής, η μεταποίηση δηλαδή της Απουσίας, της Μετανοίας, της Παράθλασης, της Αλμύρας και των Πτήσεων σε λέξεις που έκαναν εφικτό το ταξίδι στις παραπάνω παραλλαγές της ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΕΠΟΧΗΣ. Διαβάζοντας τα ποιήματα παρακολουθούμε την Ελευθερία να ταξιδεύει με το φαινόμενο της πλημμυρίδας. Η ομολογία της σε τρίτο πρόσωπο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου είναι αποκαλυπτική: «από τότε που γεννήθηκε ταξιδεύει μέσα στις ρωγμές του χρόνου… σε κάθε παλίρροια αλλάζει ρωγμή και σε κάθε άμπωτη ψάχνει τη θάλασσα μέσα της… Και κείνο το κοριτσάκι ποτάμι, που έπαιζε στις όχθες σου, μεγάλωσε. Δεν έχει μπούκλες στα μαλλιά του πια να σου αφιερώσει. Μόνο να σου ψιθυρίσει μπορεί τα γερασμένα όνειρα, τους λοξοδρομημένους πόθους του… γιατί προτίμησε να παίξει κρυφτό με τον ήλιο που κρυβόταν στα πεύκα γύρω σου, γιατί έφτιαξε σπιτάκια με τις εξοστρακισμένες πέτρες των ρευμάτων σου, αμελώντας ότι πάντα κυλάει ένα ποτάμι σ’ ένα κενό που δεν είχαμε λογαριάσει πως υπάρχει, χωρίς να προσέξει ότι ένα μαυροτσιρώνι την κρυφοκοιτούσε μέσα από το σπασμένο θαμπό καθρεφτάκι της ιστορίας που κρατούσε στα χέρια της κάποτε μια Νύμφη…» [από το οπισθόφυλλο του βιβλίου της Ελευθερίας Θάνογλου ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ, εκδ. Πικραμένος 2017  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου