Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

«ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΤΕ ΤΙΠΟΤΑ…

 

(… είδα τα πράγματα όταν ζητάνε πλησμονή να βρίσκουν το κενό τους…»  - ΛΟΡΚΑ)

 

Στους φίλους αφιερωμένη η Μετάlipsi,  ποιητική συλλογή της Ιφιγένειας Σιαφάκα, με τίτλο ενδεικτικό έναν ήχο ελληνικό σε γραφή λατινική lipsi στη θέση των λήψη  ΚΑΙ  λείψει.

 (…) Φίλοι αδικοχαμένοι από την ασφυξία που προκάλεσε ένα μικρό κομμάτι μήλου που το δαγκώσανε να ρίξουν άρωμα στη γλώσσα»,   lάβετε φάgετε κραυγάζαν να μεταλάβουμε μετάlipsi (…)

 Μετάlipsi   (λαμβάνω και λείπω ταυτόχρονα)  και  ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ μετάληψη, εξ ου και η διττή σήμανση του τίτλου με λατινικούς χαρακτήρες που συμπορεύεται άλλωστε και με το ανάλογο απόσπασμα από τον «Ποιητή στη Νέα Υόρκη» του Federico Garcia Lorca, μότο καταγραμμένο στη γλώσσα του Ποιητή και  σε μετάφραση από τον Β. Λαλιώτη:

 «Μη με ρωτάτε τίποτα. Είδα τα πράγματα όταν ζητάνε πλησμονή να βρίσκουν το κενό τους».

 Εναγώνιος λεκτικός μετεωρισμός ανάμεσα πληρότητας και κενού, με το  στίχο, υποκλινόμενο στον τρόμο, να κλείνει τον κύκλο του υπέρ των απωθημένων στο ασυνείδητο ωμοφάγων και αρπακτικών

φά-gετε   (φόβος, φοβία, φεύγω)  και  lάβ-ετε   (αρπάζετε μάλλον παρά αγαπάτε ή αγαπάτε αρπάζοντας ή αρπάζετε αγαπώντας,

δεν είναι τυχαία στη συνέχεια η λέξη «λαβίδα» που χρησιμoποιείται)·   αέναες καταβυθίσεις στο ασυνείδητο που ισορροπούν ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο –

 επί παραδείγματι, οι λεκτικές αμφισημίες  

(βλeμμα, (αίμα),  σ-οmata (όμματα),  ψ-άllω (άλλο)

που καταλήγουν σ’ έναν ιδιότυπο, σαρκαστικό λυρισμό της ίδιας της πράξης της γραφής :

(…) Χθες βράδυ μάλιστα σημάδευα τριχιές μ’ ένα περίστροφο σε μια πλατεία που τη λέγαν της «Ιδέας»

Στη γλώσσα γάζωνα και μία γκιλοτίνα για επείγουσα ανάγκη μήπως και ξεμυτούσε από το τρίστρατο καμιά πατροκτονία (…).

Το ποιητικό σώμα μοιάζει να αναπτύσσεται άλλοτε ως αντικατοπτρισμός ενός σπαρασσόμενου ποιητικού εγώ κι άλλοτε μεσ’ από πολλαπλά, αλληλοαναιρούμενα προσωπεία.

Ποίηση σε μορφή πρόζας;   Μετάlipsi,

Ως βούλιαγμα σε «κενό κοινό και συλλογικό»: 

Οι παφλασμοί σπίθες τσιτσίριζαν αλμύρας   Τσούζανε πυρακτωμένοι από τη λάμα οι βυθοί μας   Κι αλέγκρο το αίμα το ραγούσαν στα χρυσόψαρα /Α πλοθ Α γκλοθ Βουλιάζαμε Βουλιάζαμε (…) 

«Ως «πολιτισμικό κενό»: (…)

Και σε κομμάτια πάγων τσιγαρίζαν καυτές πευκοβελόνες από λέξεις για να τις σβήσουν με μπαλτάδες από ήχους   Κλέος μοσχοβολώντας γι’ άρωμα επινίκιο στους καταρράχτες των λυγμών μας  Βουλιάζαμε   Βουλιάζαμε Βουλιάζαμε(…)

 Ως άθυρμα ψυχικών και σωματικών ερειπίων, Lipsi  ερωτική»:  (…)

Ορθώνομαι από τρόμο όραμα κοιμισμένο ανάσκελα σε πάπλωμα Χωρίς ν’ ακούω παρά μόνο έναν απόηχο από σένα (…) 

αναρροφήσεις έρωτα   Άσφακτου ακόμα από τον ηδονικό νικέλινο σπασμό ενός φιλιού 

Που μ’ αραβουργήματα η Μνήμη τη γλώσσα κεντημένη πλημμυρίζει

Όρθια σε Στύση Εκμαυλισμένη μες στην κόπωση(…).

Απροσδόκητοι λεκτικοί συνδυασμοί: (…) Γνωρίζουμε κι αν ερωτήθηκε ποτέ πώς ερωτοτροπούν σωματικά υγρά με τις σκιές τις Ιστορίας (…),

Ένταση και ενόραση: (…) Κι εμείς χορτάτοι απ’ την αγάπη για το γάλα που κερνούσε το σκοτάδι (…),

Πλαστικότητα και σπουδή σε νέες αφηγηματικές δομές: (…) 

Τότε άλλαξαν σώμα οι φίλοι χρώμα άδειο αρπάξανε πυκνό που τιναζόταν τραμπολίνο στο σκοτάδι

Κι έφευγαν ένας-  ένας έφευγαν φεύγανε οι φίλοι φεύγαν (…)

Εσωτερικά τοπία που παρεκκλίνουν της νόρμας δράττοντας ηδονές από τα παράδοξα και τα τερτίπια της γλώσσας: (…) 

Στέλναμε χαιρετίσματα με οιδήματα στ’ αστέρια το κενό μας(…)

 νύχια κοφτερά στις άκρες των μαλλιών μας /  Άhυρα στους αnεμοδείκτες των σκιών σας! (…)

Ποίηση, που με τανυσμένες στα άκρα τις γλωσσικές της ανατροπές και τις ποικίλες ασύνορες λεκτικές μεταβάσεις, ενώνει μαγευτικά το τετριμμένο με το απροσδόκητο, το πραγματικό με το φαντασιακό, τον έσω κόσμο με την περιρρέουσα, εξωτερική ατμόσφαιρα, φέρνοντας αδιάκοπα –όχι μόνο σε αντιπαράθεση αλλά συνομιλία και συναλλαγή– το τραγικό με το γκροτέσκο…

 [ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΗΝ ΚΕΝΟΤΗΤΑ αποσπάσματα από την κριτική  της Χρύσας Φάντη στο FRACTAL για τη Μετάlipsi  της Ιφιγένειας Σιαφάκα, εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ  2015 - surrealism is a state of perception)

 


Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ 

(ένα ποίημα της Ιφιγένειας Σιαφάκα από το ΧΑΡΤΗ 33)

Γερμένοι ώμοι στα μπράτσα του χιονιού

Παίρνουν το σχήμα σαξόφωνου μητέρας

Ο κύριος Κλιφτ ψελλίζει με μοβ φράσεις την προπαίδεια

Ένας γυπαετός τσιμπολογά μεταξωτά φιλιά

Κι ο κύριος Κλιφτ νομίζει πως είναι Προμηθέας –

Βλέπετε, όλοι τον εγκατέλειψαν γυμνοί

Χωρίς αποσκευές και με λιωμένα διαβατήρια

Για να ψαρέψουν βελούδινες γλαδιόλες στο λυκόφως

 

Σε παραμορφωτικό καθρέφτη

Ανοίγει τρύπα στον πάγο η απώλεια

Με μούρη χοίρου γλείφει τα σκέλια τ’ ουρανού

Πιο κει ερωτιδείς με σκούφια Εσκιμώου

Γρυλίζουνε με φύση μεγαλείου φθισική

Αυτή αντιστέκεται καλώς σε όλο το τοπίο

Αλλά ο κύριος Κλιφτ δεν εξεγέρθηκε ποτέ –

Κράτησε τη σκυτάλη του πολέμου

Σαν γουδοχέρι της γιαγιάς

Σήμερα λιώνει κρυστάλλους νανουρίσματος στο στήθος

Δίχως όμως παρεμβολές από γιγαντομαχίες και νεράιδες

[ Λησμόνησα, βέβαια, να πω ότι χαράματα πέθανε ο πατέρας ]


ΑΡΑΙΩΣΗ  

(κι άλλα ποιήματα  της Ιφιγένειας Σιαφάκα από το ΧΑΡΤΗ 64  και το ΠΟΙΡΙΝ)

Στην αποβάθρα περπατούν δυο αχινοί

Υγροί επιτάφιοι με αρμούς και ρίγος άλμης

Ίχνη μιας ανταρσίας τρυφηλής

Όταν πλευρό η θάλασσα γυρνά

Και πλαταγίζει γαλακτώδες κυανό

Μαύρα αγκάθια μιας παλέτας του Μιρό –

 

Φλούδια απ’ το ήπαρ των βυθών

Με την τσουγκράνα του ήλιου που γρυλίζει

Βουλιάζω ως τ’ άκρα μου θολός

Με χρώμα όμως γεμάτος ως τα σπλάχνα

Λες και ρουφιέμαι από γάλα μητρικό

Όταν μπλε μέδουσες τρυγάνε τη θηλή

Κι ο θάνατος πινέλο κυανό

Με αραιώνει ως τα μύχια στις αβύσσους

 


ΣΤΙΛΕΤΟ 

Η αμ­μο­θύ­ελ­λα στη θέ­ση ενός κα­τό­πτρου

Ανα­ση­κώ­νει σώ­μα­τα ατά­κτως ερ­ριμ­μέ­να στο το­πίο

Όσα πά­ρει ο άνε­μος, κι όσα δεν πά­ρει

Ας τα συ­ναρ­μο­λο­γή­σει, εν τέ­λει, ο νους

Κύτ­τα­ρα και φρού­δες συ­γκολ­λή­σεις

Σε χόν­δρους δί­χως κολ­λα­γό­νο

 

Τό­σο απλά δυο λό­για καρ­φώ­νο­νται σφυ­ριά

Σ’ έναν πη­λό εντυ­πώ­σε­ων που ξα­μο­λιέ­ται

Δε­κά­ξι πό­ντους όνει­ρο σ’ ερ­μεία σφυ­ρά

Ελ­πί­ζο­ντας πως δεν θα κα­ταρ­ρεύ­σει

 

Αό­ρα­τοι εί­ναι οι θε­οί κι αρ­σε­νι­κοί

Αγ­γε­λια­φό­ροι, δη­λα­δή, απτοί της απου­σί­ας

Δεν το εν­νο­ή­σα­με αυ­τό, αλώ­βη­τοι, πο­τέ

 

ΤΑΞΙΔΙ

Το τραύ­μα ξα­πλώ­νε­ται μι­κρός σκαν­τζό­χοι­ρος

Στη χνου­δω­τή κου­βέρ­τα την ηδο­νή γρυ­λί­ζει

Το φα­νε­λά­κι ενώ κου­μπώ­νει της οδύ­νης

 

Το πλοίο με να­νού­ρι­σμα σκυ­λιού

Με­σά­νυ­χτα μάς ρί­χνει στ’ ανοι­χτά

Κερ­νά την τσέ­πη μας αγκά­θια για πυ­ξί­δα

 

Α! συ εξω­τι­κό τα­ξί­δι σ’ απέ­ρα­ντο ρευ­στο

Που το βα­φτί­σα­νε ουί­σκι με ιώ­διο και νε­ρό

Ήσουν, αλή­θεια, αγκυ­ρο­βό­λι από σώ­μα σκου­ρια­σμέ­νο

 

Τρις

Πέτρινους βρέχει πετεινούς

με τα λειριά τους πνίγονται

αίνιγμα πορφυρό στα χείλη

ναυαγισμένων ποιητών

κι ούτε κανείς γνωρίζει

 

πότε τρις θα λαλήσουν πλέον

 

Η ΝΥΧΤΑ ΚΡΗΜΝΙΖΕΤΑ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ…

(αποσπάσματα από τη  Μετάlipsi  της Ιφιγένειας Σιαφάκα, εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ  2015  και σύντομο βιογραφικό της Ποιήτριας)

   με τον ήχο από εθελούσιες ψιχάλες νʼ αλυχτούν σε δρώμενα σκουριάς   πάνω στα κάγκελα του μικρού μου φτωχικού Αιώnα   στο μπαλκόνι Ορθώνομαι από τρόμο όραμα κοιμισμένο ανάσκελα σε πάπλωμα   Χωρίς νʼ ακούω παρά μόνον έναν απόηχο από σένα   Που συνορεύεις εκρηκτικά ενύπνια σε πράγματα,  πράξεις,   εξαγγελίες,    ραμφίσματα αρχαγγέλων,   συλλήψεις ηρωικές,   αναρροφήσεις έρωτα Άσφαχτου ακόμη από τον ηδονικό νικέλινο σπασμό ενός φιλιού   Που μʼ αραβουργήματα η Μνήμη τη γλώσσα κεντημένη πλημμυρίζει   Όρθια σε Στύση Εκμαυλισμένη μες στην κόπωση    Από τους μώλωπες μιας θείας κοινωνίας:   Πάνω σε κείνο ακριβώς το   lάβετε φάgετε  εντοπίστηκε η ατυχής   εκπυρσοκρότηση σarκίων   Και στο επʼ ώμου ντραπήκαμε οικτρά   για τα ωμά τα ερωτικά τα κρεμασμένα απʼ τη λαβίδα του ιερέως   Κι εκείνος μας λυπήθηκε   Κι απελπισμένος κραύγαζε:   Θεοί και Δαίμονες προσέλθετε εις τον Οίκον του Κυρίου με απλότητα   Και με τις μαυροφορεμένες χήρες σας παρέα και τους κουτσουρεμένους σας πατέρες στα δεκανίκια της απόλαυσης   μιας άπνοιας ερώτων   Και με τα ψόφια αρσενικά ή θηλυκά ή κι ερμαφρόδιτα   Που τρίβουν της οιμωγής τους το δοξάρι   Κεντρίζοντας τη μέλισσα   Που δεν περνά η μέλισσα   έτσι όπως τρέχουνε τα αιχμάλωτα μελλούμενα στο χαλασμένο σπόρι του καυλού σας   Ή… (βροnτοφώναξε τόσο που ευνουχίστηκε η χορδή τσιρίζοντας εξέγερση)   Εάν δεν σας βαραίνει ο δρόμος σας Σύρτε με χαλινό οικόσιτο ως εδώ τους νιόβγαλτους βλαστούς σας:   τα όσα Lιμασμένα  από θηlή βλeμμα  κι από τη hειραγώγηση ενός χαdιού  σπαργανωμένου με φωnήεν  σε αρχέgονα ερυθiματα  Θα ψάllω εγώ για την ανάπαυση  Κι εμείς γυρίσαμε το βλeμμα ένα γύρω έτσι  αποκολλημένοι απʼ τα δικά μας σοmατa και στρεβλωμένοι εκτός των   Όπως ανάλαφρες μεμβράνες ο ένας μες στον άλλον Kι αναμασούσαμε εκστατικά μια χρυσοπράσινη παράνοια στην άκρη της λαβίδας   Έτσι ρέαμε φως ανάμεσά μας   Γιατί κανείς μας δεν μιλούσε καμιά γλώσσα γνωστή στην Οικουμένη   Μόνον βουβοί στέργαμε να φλυαρούμε για τα παλιά μας χρόνια   Που σʼ έρημους πλέον μαχαλάδες διαλαλούσαν αλαλαγμούς παράφορους για μιαν ασβεστωμένη ήττα πάνω σε πατίνια   Πρόθυμη να εκτιναχθεί σε λίγο από σμπαραλιασμένα γόνατα Θρυψαλιασμένους αστραγάλους   Στο εύθραυστο να γράψει σε πλάκα ιωδίου   διά το φiloνικείν εις τα οστά των   Που σε ελεύθερη μετάφραση εμβρυακών ασμάτων σημαίνει πως τούτη η εύτολμη αθωότητα των παιδικών κραυγών   Που κλαυθμηρίζανε τις μοίρες στα πλακόστρωτα   Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η άτεγκτη υπενθύμιση του ήλιου πως η φαιά ουσία αρμέγεται νωπή στον τοκετό των οδυνών μέσα στην κούφια σύριγγα του ανθρώpου   ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Η Ιφιγένεια Σιαφάκα-Lempereur γεννήθηκε  στην Αθήνα το 1967. Αποφοίτησε από το τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και έκτοτε έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κειμενογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής και έχει ασχοληθεί με το θέατρο, το χορό και τη γραφιστική.  Εκπαιδευτικά βιβλία της απευθυνόμενα σε σπουδαστές και καθηγητές κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Γρηγόρη. Άρθρα, κριτικές και αποσπάσματα δημιουργικής γραφής (ποίηση, στίχος, διήγημα, μυθιστόρημα) έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και συνεχίζουν να δημοσιεύονται έως σήμερα.

Τετάρτη, 3 Απριλίου 2024

Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

ΚΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΞΕΡΟΥΜΕ ΚΑΛΑ ΠΡΟΤΟΥ ΝΑ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ…

 (…θα ξαναγεννηθούν οι αναμονές   οι ελπίδες θα πληθαίνουν…)


Μια φωνή σβήνει στη γωνιά του δρόμου   μια φωνή

Ανάβει στα ψηλά πατώματα   θα κατέβει αργά

Σιγά τα σκαλοπάτια  θα ψαύσει τη γη  θα τρυπώσει

Μέσα στη γη  θα βυθίζεται ολοένα  και  πιο βαθιά

Θα την καταπατούν άγρια θηρία   λοστοί ρόδες

Αυτοκινήτων  σίδερα και τσιμέντα ο ήχος της

Θα ’χει κραδασμούς φωτιάς  θα μοιάζει με παράπονο

Ερωτικό  θα ρυτιδώνει τη σιωπή απλωμένο λάδι

 

Ο Ποιητής θα γονατίσει τρυφερός 

Θα σκαλίσει το χώμα

Θα την πάρει την παλάμη του

Να τη φυτέψει στη γλάστρα

 

Την άνοιξη θ’ ανθίσουν πολλές μικρές φωνές

[Η ΦΩΝΗ  και  ο ΠΟΙΗΤΗΣ από τη συλλογή ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΙ 1963 -  Συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Κλείτου Κύρου ΕΝ ΟΛΩ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ 1943 -1997, εκδόσεις ΑΓΡΑ 2007

 




«ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ,  ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ  ΜΙΑΣ ΑΜΦΙΒΟΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ»   1949 

(Η Λένα Σαμαρά σχολιάζει την ποίηση του  Κλείτου Κύρου, αποσπάσματα από την κριτική της στο δεύτερο κύκλο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013)

Η Ελλάδα έχει συγκλονιστεί από τη γερμανική Κατοχή,  τα Δεκεμβριανά,  τη συνθήκη της Βάρκιζας,  τον Εμφύλιο.

Π ποιητής μιλά με λυρική φωνή, εκφράζει με ευαισθησία και ευγένεια το ποιητικό του όραμα, μέσα από τις δύσκολες καταστάσεις που βίωσε, κρατώντας ακόμα το όνειρο ζωντανό.

Η ζωή παρούσα με τον έρωτα  και  τη γυναίκα να διεκδικούν τη δική τους θέση στους ταραγμένους εκείνους καιρούς.

«Αναζήτηση»,  «Μόνωση»,  «Προσμονή»,  «Μέρες δυσκίνητες»,  Αλλοίωση»,  «Ένα όνειρο με στοιχεία ποιήματος»,  «Εισβολή»,  «Θύμηση»,  «Πίστη»

 

ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ  1957

«Κι εσύ πώς ν’ ανατρέξεις μια ζωή

Ανάμεσα σε ξένους  που σε τριγυρίζουν τώρα»

 

Ακολουθώ τα σημάδια:

Η φωνή μετακινείται συνεχώς,  η λίμνη χάνεται.  Ακούω το βηματισμό του ποιητή κοντά στη θάλασσα της Θεσσαλονίκης.  Ο Θερμαϊκός κόλπος ανοίγεται στο Αιγαίο.  Εκεί ακούγεται τώρα η φωνή του.

 

ΚΡΑΥΓΗ ΠΡΩΤΗ  1960. 

Απρόβλεπτα δυνατή φωνή,  διαυγής, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, βαθιά εξομολογητική, εμπνευσμένη από την ιστορική και την προσωπική αλήθεια. Τιμητική  και  αποκαλυπτική για τους χθεσινούς συντρόφους του:

«Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίνουν στα νοσοκομεία,  κραυγάζουν έξαλλοι στα εκτελεστικά αποσπάσματα»

 

Απρόσμενα καυστική  για τους σημερινούς και τους αυριανούς βολεμένους που προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες,  ξεπουλώντας τη σκέψη τους:

«Ο ιστορικός σας ρόλος φοβάμαι πως τελείωσε

τώρα προσχωρείτε ολοένα στον κατευνασμό…»

Οι «ευέλικτοι επίγονοι» αλλάζουν και  «τους λυγμούς της καρδιάς τους»  προκειμένου να ενταχθούν στη νέα πραγματικότητα.  Ο Κλείτος Κύρου διαχωρίζει τη στάση του απ’ αυτούς,  τους κρίνει με δριμύτητα.  Προφητική φωνή για τα μελλούμενα.  Η ιστορία και η πορεία της Ελλάδας θα σημαδευτεί από τους επιγόνους των οραμάτων και των θυσιών:

«Σας κατηγορώ δίχως τύψη καμιά σεις οι ίδιοι

Επισπεύσατε την μελλούμενη αναπόφευκτη πτώση σας»

 

Ο Κλείτος Κύρου επέλεξε τη λιγότερο αναγνωρίσιμη στάση στο γύρισμα των καιρών.  Να μείνει πιστός στην πίστη του και στον εαυτό του.  Να μη δεχθεί συναλλαγές με τους κώδικες που πολεμούσε.  Να μείνει αξιοπρεπής στην ήττα του, τόσο που να είναι ο ίδιος νικητής,  επιβεβαιώνοντας την αλήθεια ότι η μοίρα των ανθρώπων είναι να γεννιούνται στο φως.  Η πορεία του στο φως τον οδήγησε στις ΚΡΑΥΓΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ:

«Όπου και αν στάθηκαν οι σκιές τους ρίζωσαν

Άδικα προσπαθείτε  δε θα ξεριζωθούν ποτέ»

 

Είναι βαθιά η πίστη του ότι οι θυσίες των ανθρώπων της γενιάς του θα καρπίσουν στις γενιές που θα ακολουθήσουν,  ότι το όραμα δε χάνεται, εκφυλίζονται μόνο οι τρόποι των ανθρώπων που κάποτε το εκπροσωπούσαν.

 

Η ΠΟΙΗΣΗ   ΚΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Η ΜΟΝΗ ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΥΘΟΡΜΗΤΗ ΓΝΗΣΙΑ ΦΩΝΗ

Ένας πυρετός στο αίμα μια θηλιά στο λαιμό μηνίγγια που βροντοχτυπούν

φωνές που σε προστάζουν κρύψου σ’ ακούν θηλυκά φωνήεντα

να στριγκλίζουν στο σκοτάδι διάττοντες ν’ αργοπεθαίνουν χρώματα  να στροβιλίζουν 

και η διάγνωση κατηγορηματική ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ λέξεις διάφανες  να συνωθούνται μέσα σου

συνταιριάζονται πλέον σε μια θάλασσα φωτός φωτιάς ποτισμένες στο αίμα της καρδιάς σου

καταγράφουν περιγράφουν κι ο Ποιητής η μόνο αληθινή αυθόρμητη γνήσια φωνή.

Σ’ έναν κόσμο συναλλαγών η Ποίηση δεν συναλλάσσεται.

Σ’ έναν κόσμο φθοράς η Ποίηση παραμένει άφθαρτη.

Είναι μια αρρώστια που σε σιγοκαίει όπως ο έρωτας και η θέρμη.

Συμπτώματα: συμπεριφορά παιδιού καθαρό μυαλό και μάτι που τρυπάει σκοτάδια και καπνούς.

Όπου Ποίηση και αλήθεια.

Φάρμακο για τη μοναξιά και τους πόνους της καρδιάς.

Δε χρειάζεται φίλτρο  Χρήση εσωτερική 

Και προπαντός υπόθεση προσωπική.

Μέσα σε πλήθη τυμβωρύχων φαρισαίων κι επιτήδειων

κάτω απ’ τους όγκους μολυσμένου περιβάλλοντος πίσω και πέρα και πάνω απ’ τον ηλιοβόρο χρόνο

πάντοτε θα ξεπροβάλλει η Ποίηση για την πιο μεγάλη αναμέτρηση του ανθρώπου.

[Η ΠΟΙΗΣΗ, ποίημα του Κλείτου Κύρου, αντιγραφή και επικόλληση από την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ των Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχου ΠΟΙΗΣΗ για την ΠΟΙΗΣΗ, εκδόσεις Καστανιώτη 2006]

 

ΚΡΑΥΓΗ ΠΡΩΤΗ 

(αποσπάσματα από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΚΡΑΥΓΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 1960)

Η νύχτα έχει δικές της κραυγές έχει κραυγές πολλές

Τα πουλιά που ξεχύνονται από το στόμα σου είναι κι αυτά

Κραυγές της διασχίζουν όλες τις σκάλες των ήχων

Αρχινούν απ’ την καρδιά σου  και  καταλήγουν πάλι

Στην καρδιά σου μπλέκονται με το ταπεινό τριζόνι

Με το σφυγμό σου με τις πατημασιές του νυχτοφύλακα

Με το τρίξιμο της σκάλας με το τι πρέπει

Με το τι δεν πρέπει λουφάζουν και ξαναρχινούν

Φτάνουν ψηλά σ’ ένα άστρο εκεί που τρεμοσβήνει η ελπίδα σου

Βαθιά σ’ ένα πηγάδι που στο νερό του καθρεφτίζεται

Το ίδιο πάλι άστρο  κι  ύστερα μάχονται μεταξύ τους

Βραχνιάζουν σιγοσβήνουν άλλες κραυγές φυτρώνουν

Βροντοκυλάνε μες στα αίμα σου ακροβατούν

Σε τεντωμένα νεύρα στο τυφλό σκοτάδι παραπατούν

Και τέλος πνίγονται στο κύμα της αυγής

 

Η νύχτα έχει πολλές κραυγές  έχει κραυγές δικές της

Αναρίθμητες κραυγές ο έρωτας έρχεται πιο συχνά

Τη νύχτα έρχονται τα διάφορα όνειρα σε φυγαδεύουνε

Τη νύχτα το μαχαίρι του φονιά η σάλπιγγα

Της επανάστασης ακούγονται μόνο τη νύχτα

 

Σε πνίγουν οι κραυγές της νύχτας σε τρελαίνουν

Οι κραυγές της νύχτας φέρνουν χαρά οι κραυγές

Της νύχτας φέρνουν οδύνη σε φέρνουν  και  σε απομακρύνουν

Ανοίγουν τρύπες στο κορμί σου χύνονται στ’ αυτιά σου

Σα λάδι καυτό φανερώνουν κόσμους ξεχασμένους

Ένα δωμάτιο σκοτεινό πάνω στη βουή του δρόμου

Ένα φεγγάρι με κλωστή στα πόδια στο δεμένο

Το χώμα που πάνω του πλάγιασες στην καρδιά του καλοκαιριού

Προσκαλώντας τα χέρια σου προσκαλώντας το πόδια σου

Να χωθούνε μέσα του  να γίνουνε ρίζες

 

Η νύχτα έχει κραυγές δικές της δεν μπορείς

Να ξεφύγεις τις κραυγές της μια μέρα θα σε μαρτυρήσουν

Η νύχτα δεν ξεχνάει ποτέ είναι το άλφα

Και το ωμέγα το φιλί  κι ο στεναγμός.

 

Η  νύχτα είναι μια γυναίκα αγαπημένη

 

ΚΑΠΟΤΕ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ ΜΕ ΜΑΚΡΙΑ ΜΑΛΛΙΑ…

(… μουσκεμένα από την οργή της θάλασσας με φωνή βροντερή    που θα πάλλει στο διάστημα

για να κατοικήσω και πάλι σ’ αυτή τη γη όχι σαν ποιητής…)

Κάποτε θα ξανάρθω  δε θα νιώθω πως είμαι παρείσακτος  και  κατάσαρκα θα φορώ σχισμένα σύννεφα  κι  οσμές πυρωμένης βροχής  για να επιζήσω από τ’ άγρια θηρία  τους μαστροπούς  και  τα νήπια όνειρα

Και θα κάνω πέρα τους δισταγμούς  και  τις ικεσίες  και  τις λάγνες συσπάσεις  που θα φράζουν τυχόν το δρόμο μου  και  θα χορεύω στο σκοπό των νέων παλικαριών  κι  όταν θα φτάνω σε σύναξη ανθρώπων

Νάτος θα λεν αυτός που θα εκπορθήσει τα τείχη της ντροπής   αυτός που έζησε στην εποχή των παθών  και  του λυρικού του λόγου  αυτός που έρχεται τώρα να κηρύξει τη λατρεία του ήλιου

Και θα αναπνέουμε φως σ’ ένα κόσμο φωτεινό  κι  οι κύκλοι του έρωτα θα γυρίζουν αδιάκοπα μες στους ιριδισμούς τους  και  θα εξαργυρώνω το τίμημα της μοναξιάς  που τόσο ακριβά την αγόραζα μέσα στο αλόγιστο πλήθος

Και θα ζήσω μια γήινη ζωή χαρισάμενη  γλιστρώντας σε αγκαλιές γυναικών  πότε στο χόρτο  και  πότε στην άμμο  τραγουδώντας μεσ’ από τα στόματα των παιδιών μου  ίδιο πτηνό σε σκιερά φυλλώματα κατά το δειλινό

Και θα ζω μέσα στον άνεμο  και  θα βάζω το αυτί μου στη γη  για ν’ ακούω τους σφυγμούς της  και  θ’ ακούω μέσα της βαθιά ξεχασμένους νεκρούς να μιλούν μεταξύ τους

Και θα τρέχω στα ποτάμια  και  στα δάση  και  στο αίμα σας  κι ελεύθερος θα βλέπω στα μεγάλα σας μάτια τον ουρανό  κι  όχι σαν ισόβιος αιχμάλωτος μέσα στα στεγανά της Ποίησης!..

Που έκανε τη ζωή μας τόσο εύθραυστη   Και σύντομη  Κι όμως μοναδική!...  [ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ,  ΕΝ ΟΛΩ  ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ από τις συλλογές του Κλείτου Κύρου]

 

ΠΟΙΗΤΕΣ ΔΙΧΩΣ ΗΤΤΕΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ…

(… πραγματικά περίεργη φυσιογνωμία ο Κλείτος Κύρου, συμπεραίνει ο Γιώργος Μπλάνας, στο δεύτερο κύκλο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, Γαβριηλίδης 2013)

Ένας άνθρωπος που ζει τόσο αντι-ηρωικά, τόσο στατικά, επιθυμεί μετά θάνατον να σκορπιστεί η στάχτη του στο βουνό των θεών και των ηρώων. Αλλά αυτό μας δείχνει πόσο βαθιά ήταν η ποιητική του φλέβα.  Προσέχθηκε ετούτη η φλέβα  -  αν και δεν απόλαυσε ποτέ φήμη   Σημαντικοί ποιητές και κριτικοί είπαν πως ήταν καλός  γνώσης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και τωων θεωριών που δικαιώνουν τους μοντερνισμούς του 20ου αιώνα,  πως κράτησε απόσταση από τα βιώματά του, δεν ξέπεσε στη συνθηματολογία, στα πάθη, στις προκαταλήψεις,  πως έγραψε καλά λυρικά ποιήματα  και  πως… διάφορα άλλα από εκείνα τα ανιαρά, συγκεκριμένα, αντιφατικά, στα οποία μας έχει συνηθίσει ο σύγχρονος κριτικός λόγος.  Η σπουδαιότερη αρετή της ποίησης του Κύρου είναι πως ήξερε τι έγραφε  και  το έγραφε με τις σωστές λέξεις  και το χέρι στην καρδιά!..   Ποιητές δίχως ήττες δεν υάρχουν!..  Ο Κλείτος Κύρου είναι ο πλέον ορθόδοξος Έλληνας εικονιστής ποιητής.  Και ο εικονισμός του συνδέεται άμεσα με τον Έλιοτ  και  τον Πάουντ,  όχι με το Σεφέρη ή το συμβολιστή Καβάφη.  Ο Κλείτος Κύρου δούλευε έχοντας υπόψη του:  Να αποφεύγει τις γενικότητες,  όσο γοητευτικές  και ηχηρές κι αν είναι.  Να παράγει Ποίηση πραγματική  και διαυγή,  ποτέ θολή,  ποτέ απροσδιόριστη.  Και, τέλος, να μην υποχωρεί ποτέ από τη θέση, σύμφωνα με την οποία ο αυτοέλεγχος είναι θεμελιακό στοιχείο της Ποίησης   ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ:  Αναζήτηση – Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής,  1949,  Σε πρώτο πρόσωπο  1957,  Κραυγές της Νύχτας  1960,  Κλειδάριθμοι  1963,  Απολογία  1966,  Οι Κατασκευές 1949 – 1974,  Τα Πουλιά και η Αφύπνιση 1987,  Περίοδος χάριτος κι άλλα ποιήματα,  1992,   Ο Πρωθύστερος Λόγος,  1996,  Εν όλω – Συγκομιδή 1943 – 1997 (συγκεντρωτική έκδοση εκδ. ΑΓΡΑ 1997)     

Κυριακή, 31 Μαρτίου 2024

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

ΚΙ ΑΣ ΛΕΡΩΝΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ, ΕΜΕΙΣ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ…

 (…λέξεις ελάχιστες για την ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη, του μεγάλου αλήτη του Ουρανού…)


Ουρανός,  θάνατος,  έρωτας,  μοναξιά,  πόνος,  ελπίδα!..

Η ποίηση του Σαραντάρη υπήρξε πάντα καθαρή  και  ερμητική με χρήση απλών λέξεων  αλλά  γεμάτων ουσία!..

Γι αυτό επιλέγω,  γράφει ο Νίκος Ερηνάκης στην παρουσίασή του,  να μιλήσω για το όραμα και τις ιδέες πίσω από τις λέξεις αλλά μέσα στο Ποίημα: 

 

«Η ομίχλη    βρίθει   Από ανεμώνες!..

Κοίτα το κλαρί  

Τι λίμνη   Τι ανυπόμονη καρδιά!...

Βλέπε μέσα   Στη σωστή σταγόνα

Ποια φόρα   Παίρνει το παιδί

Ποια νάρκη   Η γυναίκα…»

 

 Η ποίηση του Σαραντάρη δεν ασκεί κριτική,  δεν ειρωνεύεται… 

Παρουσιάζει το όραμά της,  κι αυτό ακριβώς είναι που η εποχή μας χρειάζεται  και  πάλι από την Ποίηση. 

Δηλαδή, πέρα από την προσωπική έκφραση, που πάντα θα υπάρχει,  και  πέρα από την αναφορά σε μια εξατομικευμένη καθημερινότητα,  προβάλλει ξεκάθαρη η ανάγκη για έκφραση του συλλογικού,  χωρίς όμως να περιορίζεται μόνο σε κοινωνικές  ή  πολιτικές  ή  μεταφυσικές διαστάσεις,  αλλά που, αντιθέτως, θα πρέπει να τις εμπλέκει όλες μαζί, συλλέγοντας κάθε έκφανση ανθρώπινης ομορφιάς,  τρέλας  και  πόνου σε μια απόπειρα ανασύνθεσης του Όλου!..

Τέτοια ποίηση βιώνει ο Γιώργος Σαραντάρης  τέτοια ποίηση γράφει.   Αναζητά το απόλυτο· δεν θα μπορούσε άλλωστε να αναζητά τίποτα λιγότερο. 

Διαβλέπει την απουσία του ιερού στις δυτικές κοινωνίες  και  έχοντας το έμφυτο μέσα του προσπαθεί να το επαναφέρει σε αυτές… 

Αν η σύγχρονη ελληνική, κι όχι μόνο, Ποίηση, ψάχνει διέξοδο από τα ευρηματικά μεν αλλά απλοϊκά παιχνιδίσματα αμηχανίας ενώ προσπαθεί να βρει το σκοπό της, τότε η ποίηση του Σαραντάρη μπορεί ν’ αποτελέσει μια από τις κύριες αφετηρίες επαναπροσδιορισμού της!..  

Κι αυτό γιατί ίσως είναι ο μόνος από τους αφανείς της γενιάς του 30 που αποδεικνύεται τόσο ιδιαίτερος  και  ταλαντούχος.  Αυτό άλλωστε είναι το μεγάλο πλεονέκτημα όσων ποιητών παραμένουν στη σκιά:  η σκέψη και γλώσσα τους διατηρούνται αυθεντικές,  φρέσκιες μέχρι τη στιγμή που θα χρειαστούν πραγματικά  και  η εποχή θα τις αναζητήσει ως ρίζες και μήτρες…  

Εκείνο όμως που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον  και πιο πολύ απ’ όλα  γοητεύει στη γραφή του Σαραντάρη, είναι, σύμφωνα με την άποψη του Νίκου Ερηνάκη,   ο γάμος της Ποίησης με η Φιλοσοφία!..  Το πάντρεμα ποιητικού οράματος και  φιλοσοφικής σκέψης δημιουργείται αβίαστα, σαν να είναι αυτός ο μόνος τρόπος που μπορεί να εκφραστεί πηγαία και καθολικά!..

Ο Γιώργος Μαρινάκης, ο πρώτος βιογράφος του έργου του Σαρανταρη, γράφει:

« Ο Γιώργος Σαραντάρης δεν ήταν μονάχα φιλόσοφος  ή  μονάχα ποιητής  ή  μονάχα κριτικός,  ήταν κάτι περισσότερο από όλα αυτά,  ήταν ένας άγιος του πνεύματος…»

Ξεχωριστοί γι’ αυτόν συγγραφείς υπήρξαν οι 

Σαίξπηρ,  Μπωντλαιρ,  Βερλέν,  Ντοστογιέφσκι,  Τολστόι  και  Γκόρκι!..  Κάτι που διαφαίνεται στα γραπτά του όπως και η στενή συγγένεια  και  επιρροή από τον Ουνγκαρέτι.  Σε ένα από τα τετράδια του παραδέχεται πως οι αντιλήψεις του ταυτίζονται με αυτές των Γάλλων συμβολιστών…  

Αξίζει να επισημανθεί και η έντονη συγγένεια του Σαραντάρη με τον Γκέοργκ Τρακλ!..  Αμφότεροι πλέκουν καθηλωτικές εικόνες της φύσης:  στατικά σκοτεινά ομιχλώδη τοπία…  Κλαριά,  λίμνη,  παιδί,  γυναίκα·  όλα βυθισμένα στην ομίχλη… Υπάρχουν ποιήματα του Τρακλ και του Σαραντάρη  που μετά την τελευταία τους λέξη, ενώ νομίζεις πως περιγράφηκε απλώς μια εικόνα φυσικού τοπίου, νιώθεις να μην μπορείς να ανασάνεις από τον πόνο στο στήθος και στο στομάχι.  Κι αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω ανάλυση  ή  επεξήγηση·  τα  έχεις ήδη κατανοήσει με τον τρόπο που θέλησαν οι ίδιοι.

Πέρα όμως από την εκλεκτική συγγένεια που είχε μ’ όλους αυτούς, το σπουδαίο είναι, πως καταφέρνει να βρει την αυθεντικά προσωπική του φωνή από πολύ νωρίς  και  να μιλήσει εντελώς ξεχωριστά από κάθε άλλον της εποχής του: 

«μακριά απ’ την κοσμογονία   με παρατήσατε μοναχό

σαν πτώμα  ή  κτήνος 

 

Και περάσανε οι μέρες πάνω μου

στάχτη φέρνοντας  και καπνό 

 

Περνούσανε,  κι από τον ύπνο   όταν επνιγόμουνα

έβλεπα τα θολά τραγούδια  

τα δάκρυα που είχαν γίνει ουρανός

και τη σιωπή του χρόνου…»

 (αποσπάσματα από το κείμενο του Νίκου Ερηνάκη για την Ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη στο δεύτερο κύκλο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013)

 


ΕΧΩ ΔΕΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ 

(… με τα μάτια μου άνοιξα τα μάτια του!..

Με τη γλώσσα μου μίλησε…

Γίναμε αδελφοί  και  κουβεντιάσαμε  

Σαν να ήταν ο καιρός όλος μπροστά μας 

Και θυμάμαι τον ήλιο που γελούσε  που γελούσε και δάκρυζε θυμάμαι…)

Ουρανός  και θάνατος λοιπόν.  Σωτηρία και τέλος!..  Ακόμα κι αν έννοιες  ή θεματικές σαν κι αυτές μοιάζουν από παλιά εξαντλημένες… 

Όταν λοιπόν κανείς καταπιάνεται  μαζί τους και καταφέρνει να μιλήσει αλλιώτικα γι’ αυτές, να τις χορέψει στο χαρτί όπως δεν τις χόρεψε κανείς άλλος πριν, τότε μπορεί να λέγεται Ποιητής.  Άλλωστε για ποια ιδέα  και  ποιο πάθος αξίζει να μιλήσεις, αν δεν μιλήσεις για κάθε είδους έρωτα,   για κάθε είδους θάνατο,    για κάθε είδους επανάσταση.  Ο Σαρανταρης  δε φοβήθηκε να αναμετρηθεί σε αυτό το ύψος,  κι ας ελλόχευε ο κίνδυνος της επανάληψης,  της μετριότητας.  Έριξε τα ζάρια του ψηλά στον αέρα,  όχι κάτω στο χώμα  και τα άρπαξε ο ουρανός  και τα κράτησε να ’χουν να παίζουν μόλις συναντηθούν!.. 

Το ρομαντικό στοιχείο κολυμπάει διαρκώς ανάμεσα στους στίχους του, άλλοτε έντονα, λες και είναι χειμώνας  και τα νερά παγωμένα,  και  άλλοτε απαλά, σαν να ’ναι  Αύγουστος και τα νερά απλώς δροσίζουν.  Μερικές φορές σαν από την ίδια θάλασσα να μπλέκονται κι οι δυο εποχές μαζί:

«Μιλώ γιατί υπάρχει ένας ουρανός που με ακούει

Μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου

Και δεν υπάρχει θάλασσα  δεν υπάρχει χώρα

Όταν τα μάτια σου δεν μιλούν

 

Τα μάτια σου μιλούνε  και  εγώ χορεύω

Λίγη δροσιά μιλούν  κι  εγώ χορεύω…»

 

και 

 

«Σαν άσπρο σύννεφο η σκιά σου σκεπάζει τον ύπνο,

Που σ’ ένα δυσεύρετο παράδεισο κοιμάμαι,

Ακούω πως τραγουδάς κάτω από τον ήλιο

Μα μες στη φωνή σου λιγώνω  και δεν βλέπω τον ουρανό…»


ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ…

(… «Ολούθε μας μαζεύει ο Θεός  

Έχουμε χέρια καθαρά και πάμε…»)

Ο Σαραντάρης, γράφει στο κριτικό σημείωμα του ο Ανέστης Μελιδώνης, καταπιάνονταν με ιδέες  που πάει να πει πως ήταν κάτι ακόμα εκτός από ποιητής,  ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε και φιλοσοφούσε, μάλιστα με τρόπο καθαρά πρωτοποριακό για την εποχή του, καθώς πήγαινε κόντρα στη γνώση και έδινε προτεραιότητα στην υπόσταση, προσεγγίζοντας σ’ ένα ρεύμα που έμελλε να δώσει πολλά στον υπαρξισμό… 

«Είναι  αδύνατο να ξεχωρίσουμε τον ποιητή Σαραντάρη από το φιλόσοφο Σαραντάρη.  Ο ένας εισχωρούσε στον άλλο»  (Παναγιώτης Κανελλόπουλος).  Αν και διαβάζοντας τον κανείς βλέπει πόσο αφαιρετικός είναι στην ποίησή του  και  πόσο γλαφυρός στη φιλοσοφία του, ξεχωρίζοντας άρα κατά πολύ τη μια γραφή από την άλλη.

Ο Ανδρέας Καραντώνης χρόνια μετά ομολογούσε:  «Νιώθω μια τύψη που υπάρχει ένας ποιητής σαν τον Σαραντάρη και δεν ανατρέχουμε στο έργο του.  Θα μπορούσε να μας προφυλάξει από πολλά φτηνά, ψεύτικα πράγματα τα οποία προσέχουμε περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει  και  τα διατυμπανίζουμε, όπως το άγχος  και η άρνηση που τροφοδοτούν τη σύγχρονη ποίηση…»

Ο Λορεντζάτος, αναλύοντας τη φιλοσοφική πλευρά του έργου του μας λέει:  «Από τη στιγμή που τον βασάνιζε ο έρωτας είχε συνείδηση πως ο μέσα άνθρωπος  (ο έσωθεν ημών άνθρωπος) ζητούσε να γίνει «ελεύθερος από τον έρωτα»  και το στάδιο της αβεβαιότητας, αυτό που οι άλλοι το θεωρούν ως το θαύμα της ζωής τους – τα νιάτα μας είναι ένα φυσικό θαύμα – εκείνος από τον καιρό που υποτασσόταν στο νόμο της νόησης το χαρακτήριζε  «οι πιο σκόρπιες στιγμές του βίου μου»!..

Ή ακόμα και από τη σκοπιά ενός φιλολόγου:  «Συνθέτοντας ποιήματα ήθελε πρώτα απ’ όλα να διαρρήξει τα όρια του εαυτού του:  οι φράσεις «για το διπλανό μου»,  «για όλα τα άτομα της γης»  αρχίζουν από ένα σημείο και πέρα να κυριαρχούν στις σελίδες του»  (Σοφία Σκοπετέα)

Ο άνθρωπος για τον Σαραντάρη είναι κατεξοχήν θρησκευτικό ον, που νιώθει, δηλαδή,  ότι τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την πίστη στην αιωνιότητα της ζωής!..  «Πολιτισμένος είναι μονάχα όποιος πιστεύει στην αιωνιότητα του ανθρώπου…»,  την πίστη σ’ ένα χρόνο που διαρκεί και δεν είναι αυτός εδώ… 

Όμως  «ο ποιητής είναι ένα ανήμερο πουλί που δεν ακούει τα της πείρας και τα της λογικής εκείνης που ακολουθεί την καθημερινή εμπειρία των θνητών».  Για εκείνον πρώτα έρχεται το χρέος που σημαίνει ύπαρξη, το να υπάρχεις για έναν σκοπό που είναι έξω από το καθημερινό πάρε δώσε της κοινωνίας…  Και η επιτομή του χρέους του είναι η εξής πρόταση:  «ονομάζω ηδονή την ακέραια ζωή του ανθρώπου»!..

Μέσα απ’ αυτή την πίστη που πλάθεται κάθε μέρα, ο Σαραντάρης ήταν ένας χριστιανός που κάθε μέρα έπρεπε να παλεύει με την πίστη του για την οποία δεν μπορούσε να μην αμφιβάλλει, στοχεύοντας σ’ εκείνο το βίο που δεν βρίσκεις ποτέ έτοιμο αλλά χρειάζεται εσύ ο ίδιος να τον επεξεργαστείς  και  να τον θεμελιώσεις…

«Όπου κι αν πηγαίνουμε μας υποδέχεται η μουσική·

αλλά δεν είμαστε, δε γινήκαμε ακόμα όνειρα·

και συνεπώς απορούμε…

 

Αόρατοι κατοικούσε σε μια μουσική…

 

Κοιμούνται τ’ άστρα;   Κοιμάται η μουσική ποτέ της;

 

Με τους ανθρώπους να με δένει το τραγούδι

Με τα ζώα η σιωπή

Μπορεί να πει κανείς πως όχι όλος ο εαυτός μας κοιμάται·

η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ…»

 

«Οι άνθρωποι κελαηδούν πάνω στα δένδρα

Και μάρμαρα στο φως   κυμαίνεται   η γλώσσα

Η γλώσσα με τα πράματα καβάλα

 

Τα ωραία λουλούδια  τα ωραία ζώα  περίπατο πηγαίνουν

Οι μαύρες έγνοιες πνίγηκαν στο νερό…»

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΠΟΤΕ  (Γιώργος Σαραντάρης)

Ο Γιώργος Σαραντάρης πίστευε πως ο Ποιητής είναι ανώτερος από τον πολιτικό, καθόσον μιλάει για πράγματα που είναι αιώνια, ενώ ο πολιτικός για τα πρόσκαιρα!..  Το να παραμένεις Ποιητής  είναι για εκείνον ο μόνος τίμιος αγώνας μέσα στη συνθήκη της ύπαρξης:   «Δεν είμαστε Ποιητές σημαίνει φεύγουμε   ΣΗΜΑΙΝΕΙ    εγκαταλείπουμε τον αγώνα   Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους   Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου  και  στη σκόνη του καιρού   ΣΗΜΑΙΝΕΙ   πως φοβόμαστε  και η ζωή μας έγινε ξένη   Ο θάνατος βραχνάς!..»!..   Αν αφήσουμε το αυθεντικό κομμάτι,  που κρύβεται στο συνονθύλευμα που κουβαλάμε μέσα μας κι ονομάζουμε εαυτό,  να κοιμηθεί,  τότε η Ποίηση έχει χαθεί.  Όπως κι αν αφήσουμε την Ποίηση να κοιμηθεί,  θα έχουμε ήδη χάσει το πολυτιμότερο κομμάτι του εαυτού μας.   «Έφυγε η ζωή μας  ή  έφυγαν  πουλιά απ’ την παλάμη του Θεού;»  ρώτησε ο Ποιητής.   Έφυγαν πουλιά, αλλά δεν πειράζει,  θα επιστρέψουν!..  Κι αν δεν επιστρέψουν, τουλάχιστον θα είναι πια ελεύθερα.  Ελεύθερα από τη ζωή,  από την ύλη,  από καθετί που μας κρύβει τον ουρανό.   Μα μέχρι να σε συναντήσουμε σ’ αυτόν τον ουρανό,  περιφρονητή της ύλης  και  σεμνέ αλήτη των ιδεών, δε θα φύγουμε,  δε θα εγκαταλείψουμε τον αγώνα,  δε θα παρατήσουμε τη χαρά στους ανίδεους  και  τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου  και  στη σκόνη του καιρού!..  Γιατί  «η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει στην ακρογιαλιά…  Και αθόρυβα σκαλίζει το ανάγλυφο ενός  που δεν ξέρει απογοήτευση  και  αγνοεί την ησυχία»  (ΕΜΕΙΣ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ,  λέξεις ελάχιστες για την ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη από τον Νίκο Ερηνάκη – Δεύτερος κύκλος συλλογής:  ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013)

Τετάρτη, 27 Μαρτίου 2024