Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

ΜΗΤΕΡΑ ΘΕΑ ΜΑΓΙΣΣΑ ΚΟΥΚΛΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

(Εύα,  Ελένη,  Πηνελόπη,  Κίρκη,  Σειρήνα, Αντιγόνη,  Ιφιγένεια,  Κοκκινοσκουφίτσα,  Αλίκη και άλλες πολλές κόρες της Χίμαιρας…): 

«Φοράει πάντοτε μια μάσκα.

Το πρόσωπο αδιάκοπα αλλάζει

μισό φως   μισό σκοτάδι   μισή γέννα   μισή θάνατος

άλλοτε νυχτερίδα    

άλλοτε νερό των αστεριών

χύνεται βουρκωμένη  

αέναα γλιστράει,

στην αδιάκοπη ροή   κρύβεται η αλήθεια της,  

στους ύπερους  στους στήμονες   στην γύρη στα κοχύλια

στις εσοχές που φωλιάζουνε τα φίδια  

η φύση είναι η δύναμή της   

το ίδιο το κορμί της.

 

Μιλάει γλώσσες ακατάληπτες

στον αριστερό λοβό της στριφογυρίζουνε πλανήτες

από τα στήθη της ρέουν άγρια ποτάμια.

Μητέρα   Θεά.   Μάγισσα.   Γυναίκα»

 

Αυτή είναι Η ΓΥΝΑΙΚΑ, το ποίημα μ’ αυτό τον τίτλο από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ και ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ 2009.

Έναυσμα πρώτο για μια αναζήτηση θεματική σε στίχους και ποιήματα της Χλόης.

Δύσκολο και επίπονο εγχείρημα, γιατί όποιο ποίημα και αν διαβάσεις, όποιον στίχο κι αν σηκώσεις, από τις ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΙΩΠΗΣ το 1984 έως ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ της Οδού ΝΤΕΣΠΕΡΕ το 2018,

η ΓΥΝΑΙΚΑ, με όποια μάσκα, είναι πανταχού παρούσα:

 

«Είμαι μόνο μια γυναίκα γυμνή   

πάνω σ’ ένα σαλιγκάρι…

Πριν από χρόνια ήμουν γοργόνα,

ύστερα λάσπη,  πουλί,  μέδουσα,  αμοιβάδα,  νυχτερίδα,

τώρα γυναίκα πια  

διαπερνώ τα όστρακα των ματιών σου»

(ΕΜΕΙΣ από τη συλλογή Η ΑΛΕΠΟΥ και ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ)

 

Η ποιήτρια παίζει στα δάχτυλα Αλήθειες και Μυστήρια από τον «Αρχαίο Κόσμο» και τις πολυσχιδείς ηρωίδες του και ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά όλα τα καμώματα γυναικών  - ηρωίδων της παράδοσης και των λογοτεχνικών έργων!..

Αξιοποιώντας, λοιπόν,  Μύθους, Σύμβολα και Ιδέες σε όλες τις δυνατές παραλλαγές τους, ρίχνει τα «δίχτυα της  έμπνευσης» και αλιεύει «κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς»   αφήνοντας κάθε αναγνώστη της ποίησης να παλεύει μέσα από εικόνες λέξεων και ευρήματα στίχων να λύσει το μυστήριο, να βρει τον κωδικό για την άβυσσο της γυναικείας ψυχοσύνθεσης:

 

είναι τελικά οι γυναίκες

«κόρες της Χίμαιρας με ένα καράβι να πλέει στα μακρινά τους μάτια

ή της Έχιδνας που κουλουριάζεται για να επιτεθεί».

 

 «Το ποιητικό υποκείμενο, ως Αλίκη, Πηνελόπη, Βαλεντίνη, κάτοικος της οδού Ντεσπερέ, και σε πολλούς άλλους ρόλους, ψαύει τραύματα, πληγές, απώλειες, διαψεύσεις.

Με την καταπληκτική γλώσσα της Χλόης Κουτσουμπέλη, με τις εκρηκτικές εικόνες που σου υποβάλλουν, καθοριστικά όμως, το κλίμα που αυτές ορίζουν.

Τα ποιήματα σε μια διαρκή ενδοεπικοινωνία.

Όλα σε μια υψηλή ποιητική ποιότητα.

Εκείνο που εντέλει δείχνει καθαρά το ποιητικό υποκείμενο, όποιον ρόλο και αν υποδύεται,

είναι ότι, με όποιο τίμημα, αγάπησε πολύ.

Ποίηση υψηλής θερμοκρασίας…» (Κούλα Αδαλόγλου)

 

Σταχυολογώ μερικά ακόμα ονόματα που εμφανίζονται στους τίτλους και πρωταγωνιστούν στα ποιήματα (με  χρονολογική σειρά):

Μαμά από Ζυμάρι, Γυναίκα από Σύννεφο, Γυναίκα - Ψάρι, Περσεφόνη, Ιφιγένεια, Στιγμή - Σταχτοπούτα, η  Φιλόζωη Λαίδη Ήταν, Η μικρή Γκρέις, Αντιγόνη και Πηνελόπη (σε ποικίλες εκδοχές – βλέπε στο τέλος αποδελτίωση όλων των ποιημάτων μ’ αυτό τον τίτλο), Παλιές Συμμαθήτριες, Θλίψη, Εύα, Frida Kahlo, Άννα Ο., Η Γυναίκα - Κλεψύδρα, Η Σφίγγα, η ποιήτρια Ίγκεμποργκ Μπάχμαν, Λίλιθ, Η Αξιοζήλευτη δεσποινίς Εντελβάις Φλέτσερ, Η κυρία Τόμσον που ζει στον βάλτο, Οι καθαρές δεσποινίδες Μπερντ, μια καθιστή Γυναίκα στο σπίτι της κυρίας Σμιθ, Η μητέρα κυρία Άλισον, Οι γυναίκες της Οδού Ρόουντ, Η εύθυμη δεσποινίς Ιόλη, Ταυτοπροσωπία της Άννας Ο. και της Άννας Κ., Η λυπητερή ιστορία της Γουινόνα Ρέιτσελ, ποιήτριας με κακό τέλος, Η  Γυναίκα Λάζαρος, Μύριαμ η Θαλασσινή – Γυναίκα του Λοτ, Οι τρεις αδελφές Μέντοουζ, Η κυρία Γουότερμπριτζ διασχίζει την άβυσσο, Το σώμα της γυναίκας Ύψιλον, Άλκηστις κλπ, κλπ, κλπ

 

«Ο χρησμός δεν ήταν ευκρινής ή εγώ δεν τον κατάλαβα.

Ήλπισα τότε, ήλπισα και πάλι.

Χωρίς μάτια ξεκίνησα με πρησμένα πόδια,

η Σφίγγα ήταν στο σταθμό και με περίμενε.

Απεγνωσμένα έκανα την ίδια ερώτηση.

Ενώ ρωτούσα αυτή πέτρωνε.

Στο τέλος διαλύθηκε σε σκόνη.

Ούτε κι αυτή άντεξε πάλι να μ’ αρνηθεί…»

[από τη συλλογή ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ 2012]

 

Ανθολογούνται με χρονολογική σειρά τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα με τίτλο ή θέμα τη γυναίκα από τις παρακάτω συλλογές της Χλόης Κουτσουμπέλη:

1.    Η ΛΙΜΝΗ Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ (2006),  Μαμά από ζυμάρι, Γυναίκα από Σύννεφο, Γυναίκα – Ψάρι, Περσεφόνη, Ιφιγένεια, Οι Αναμνήσεις και Ιστορία Αγάπη

2.    Η ΑΛΕΠΟΥ κι ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ (2009), Το φιλί, η Εύα, Η φιλόζωη λαίδη Ήταν ταΐζει τους σκίουρους στον Κήπο, Στη Frida Kahlo, Άννα Ο., και Το Αίνιγμα   

3.    ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ (2012), Από τα 10 άνθη πορτοκαλιάς μόνο ένα καταλήγει πορτοκάλι (Ποίηση είναι οι εννέα αυτοί θάνατοι) και άλλα

4.    ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ 2014, Προς Εαυτόν, Αγαπώ Νεκρά Γιατρέ, Το Κενό, Συμπτώσεις κ.α.

5.    ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ 2016, Η Γυναίκα Μεγαλώνει τα Ποιήματα μικραίνουν, Τα Κοριτσάκια, Το παλιό καράβι του καινούργιου κόσμου, Η αξιοζήλευτη Δεσποινίς Εντελβάις Φλέτσερ, Η κυρία Τόμσον που ζει στο βάλτο και άλλα

6.     ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ της ΟΔΟΥ ΝΤΕΣΠΕΡΕ 2018, Άλκηστις, Όλη η αλήθεια σχετικά με την προδοσία, Η Αλίκη Ανακάμπτει, Γυναίκα Λάζαρος, Μύρια η Θαλασσινή η Γυναίκα του Λοτ το Σώμα της Γυναίκας Ύψιλον και άλλα

7.    και ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ με θέμα την ΠΗΝΕΛΟΠΗ που λέγαμε (από όλες τις παραπάνω συλλογές)

Κατακλείδα ένα συνονθύλευμα στίχων-αφορισμών όπου πρωταγωνιστούν είδωλα κι επιθυμίες γυναικών και εικόνες λέξεων από επιλεγμένα ποιήματα. 






Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ ΦΟΡΟΥΣΕ ΟΜΟΡΦΑ ΚΑΠΕΛΑ ΜΕ ΖΩΝΤΑΝΑ ΑΚΕΦΑΛΑ ΠΑΓΟΝΙΑ ΝΑ ΜΑΛΩΝΟΥΝ (ποιήματα με θέμα τη γυναίκα από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια, Νέα Πορεία 2006):

1.    ΜΑΜΑ ΑΠΟ ΖΥΜΑΡΙ
Η μαμά μου ήταν μαλακή.
Βούλιαζα μέσα και χανόμουν.
Με χάιδευε στο μέτωπο.
Μύριζε γάλα και μαλακή βροχή.
Όταν κοιμάμαι μέσα σου,
αλλάζεις και φουσκώνεις
κι εγώ πάλι παιδί,
βάζω το δάχτυλο στο στόμα
και σφίγγω ο πάνινο αρκουδάκι

2.    ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΣΥΝΝΕΦΟ
Μια φορά
συννεφένια ήταν η γυναίκα,
κι έναν καιρό,
βρόχινη ήταν, θαμπή,
δεν έκλαιγε, βούλιαζε
κι όταν τρόμαζε
έλιωνε όπως η ζάχαρη στο τσάι.
Όταν χόρευε,
φορούσε εκκωφαντικά κόκκινα παπούτσια,
σκαρφάλωνε στις παπαρούνες,
εγκυμονούσε μέλι.
Ύστερα δεν έζησε καλά.
Ούτε καλύτερα.
Δεν έζησε.
Γυναίκα ήταν τάχα ή σύννεφο,
ή άδεια βάρκα σε τυφλό ποτάμι;
Γυναίκα ήταν.
Παλιά.
Ώσπου ένα βράδυ:
-Μαμά, γιατί χτυπάει η βροχή στο τζάμι;

3.    ΓΥΝΑΙΚΑ-ΨΑΡΙ    
Στιλπνή είμαι, ασημένια,
ψάρι είμαι, ξεγλιστρώ,
χάνομαι, χύνομαι
ρέω, διαφεύγω.
Μόνο γυναίκα αν ήμουν,
αρχέγονη, μυστική,
πήλινη,
διονυσιακή,
κογχύλι
γονιμότητα,
αγγείο και ηχείο,
αν ήμουν.
Όμως ούτε γυναίκα είμαι, ούτε ψάρι
μα και τα δυο μαζί.
Και δεν είναι μόνο δική μου αυτή η ιστορία.
Είναι και η ιστορία της γυναίκας-σταγόνα και της γυναίκας-χιόνι
της γυναίκας-σαύρα και της γυναίκας αετός
μα και της Μαίρης, της Άννας,
της Ελένη, της Φρίντας,
της Σύλβιας, της Ιωάννας
και όλων των άλλων γυναικών
αθόρυβα αφήνουν πίσω τους τα χνάρια
από μικρά παπούτσια,
που γρήγορα εξαερώνονται στο χρόνο.
Είμαι γυναίκα – ψάρι.
Όταν πεθάνω, θα γίνω μόνο ψάρι.
Θα κολυμπώ στ’ αστέρια.

4.    ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ 
Έξι μήνες σε νυμφεύομαι
κορμί από πορτοκάλι,
τσακάλια βδέλλες
κολλούν στη σάρκα μου,
σε τρώω κι ύστερα με τρως,
στολίζομαι με λάσπη
και το νυφικό
ξεσκίζουν δέκα τυφλοπόντικες.
Ύστερα επιστρέφω,
παρθενική και μόνη
να μυηθώ στην ποίηση.

Έτσι από τον πηλό
πλάστηκε η ζωή

5.    ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ 
Σωπαίνεις.
Σε λευκό μανδύα τυλιγμένος
μου διδάσκεις πόνο και ηδονή.
Τεράστιος ορθώνεται, πατέρα,
ο ίσκιος σου επάνω απ’ το βωμό.
Εραστής και ξένος
ο αγαπημένος δήμιος.
Βλέπεις, οι σκοπιμότητες.
Το διαζύγιο, ο ούριος άνεμος,
τα πλοία που δεν έφυγαν ποτέ
για την χαμένη Τροία,
ο χρόνος που σταμάτησε,
ο θάνατος που με νυμφεύεται
αντί του Αχιλλέα.
Κόκκινος ο μανδύας σου από αίμα.
Κι’ εσύ φοράς το μαύρο σου καπέλο
στρίβεις ατάραχος το πόμολο της πόρτας.

Το μόνο που χρειαζότανε ήτανε μία θυσία.


6.    ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
ΑΝΔΡΑΣ:
‘Όταν σε κοιτώ, θυμάμαι τη Γη,
Τότε στον Κήπο.
Τότε που,
καθρεφτάκια κρέμονταν στα δένδρα
μικρές λάμψεις η απουσία σου,
το μεγάλο μήλο, το μικρό φίδι,
ήμασταν άραγε ποτέ τόσο αθώοι
τόσο επιμελημένα ένοχοι;
Θυμάσαι;
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Δεν θυμάμαι τίποτε.
Όταν μιλάς δεν καταλαβαίνω.
Μια ρωγμή χωρίζει το φύλλο μου
στη μέση.
Όσον αφορά εμένα,
ουδέποτε υπήρξε Κήπος ή Θεός.
Μονάχη πορευόμουνα τότε
και τώρα μόνη.
ΑΝΔΡΑΣ:
Κι όμως,
υπήρξαμε εραστές.
Αυτό που οι πολλοί λεν
«αγγίζω».
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Θυμάμαι μόνο μια λίμνη,
στην άκρη ενός τίποτα,
στην πλάτη ενός βατράχου που τρέχει.
Θυμάμαι την ομίχλη
και στη μέση μια βάρκα με κουπιά.
Έφευγα μόνη
και μόνο μια μέλισσα
βόμβιζε στο κενό.
ΑΝΔΡΑΣ:
Κι όμως υπήρξαμε εραστές
Στην άγνωστη γλώσσα των χαμένων πουλιών,
«σ’ αγαπώ» σημαίνει «επιστρέφω».
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Άκου-
Μια κουκουβάγια μαχαιρώνει τη σιωπή.
Για μένα «σ’ αγαπώ» σημαίνει
άγριο δάσος,
ουρλιαχτό,
φεγγάρι από αίμα.
ΑΝΔΡΑΣ:
Μ’ αγάπησες ποτέ στ’ αλήθεια;
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Λίγο τσάι ακόμα;
Τα απογεύματα στην εξοχή
είναι φέτες λεμονιού,
ξινά και ανεπαίσθητα ανούσια.
Αλήθεια, πώς μπερδεύεται η αλήθεια
μες το παλιό σαμοβάρι, με το ψέμα.
Λίγη ζάχαρη ή γάλα;

7.    ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ  
Τον συνάντησε στο δάσος.
Γυμνός ήταν, κυνηγός.
Κυνηγούσε λέξεις.
Τις αιχμαλώτιζε με απόχη,
τις βαλσάμωνε δικές του.
Δεν του μιλούσε.
Καθόταν δίπλα του αθόρυβα.
Φορούσε μενεξεδένια κι άσπρα
φορέματα και κρινολίνα
από άχνη και κανέλα.
Αυτός την κοίταζε κρυφά,
ενώ συγχρόνως κυνηγούσε
τη λέξη «απέχω» ή τη λέξη «νοσταλγώ».
Αυτή είχε μικρούς καθρέφτες νάρκισσους
πάνω της κεντημένους,
παγίδευαν το βλέμμα προς τα έξω
ή ίσως δεν τολμούσε να κοιτάξει
την άλλη γυναίκα
που δίπλα της πνιγόταν σε πηγάδι.
Ύστερα αγαπήθηκαν.
Ο κυνηγός αγάπησε τη λέξη «αγάπη»
κι αυτή τον κυνηγό μες στους καθρέφτες της.

ΝΤΥΝΕΤΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΡΑΓΙΟΝ. ΕΞΩ Η ΝΥΧΤΑ ΒΑΦΕΙ ΜΕ ΠΙΝΕΛΟ ΜΑΥΡΟ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ (ποιήματα με θέμα τη γυναίκα από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η Αλεπού και ο κόκκινος Χορός, Γαβριηλίδης 2009):

1.    ΤΟ ΦΙΛΙ
Αν μ’ αφήσεις
ν’ αγγίξω τον πυρήνα σου,
καυτό δαμάσκηνο με φλέβες
(πούπουλα χιονιού οι στεναγμοί σου)
τότε κι εγώ θα σου χαρίσω
κάτι μικρό και εύθραυστο
σαν σπασμένη φτερούγα πουλιού
σαν ένα «αν» που δεν ξέρει να πετάξει
κάτι αθώο και παλιό
που εκατό χρόνια κοιμάται στα χείλη μου
μέχρι εσύ να το ξυπνήσεις




1.    ΕΥΑ
Με παρέσυρε.
Πυκνά φυλλώματα υγρά.
Δεν φορούσε πρόσωπο.
Άγγιξα τότε ένα φίδι, την καρδιά του.
Κι ευθύς κατρακύλησα στο χώμα.
Ούτε Θεός ούτε διάβολος.
Στον κήπο τον αποκαλούσαν «άντρα»
Στο στόμα άφηνε γεύση μήλου σε αποσύνθεση.

2.    Η ΦΙΛΟΖΩΗ ΛΑΙΔΗ ΗΤΑΝ ΤΑΪΖΕΙ ΤΟΥΣ ΣΚΙΟΥΡΟΥΣ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ 
Πόσο λατρεύει τους σκίουρους η Λαίδη Ήταν.
Κάθε πρωί βυθίζει την ανία της
μες στο πυκνό τους τρίχωμα μετάξι
και κάθε σούρουπο
αφήνει να την δαγκώνουνε γλυκά
με τα εξαίσια τρυφερά τους δόντια.

3.    ΣΤΗΝ FRIDA KAHLO
Γεια σου Φρίντα
Βλέπω την κόκκινη καρδιά
να κείτεται στα πόδια σου,
έξω από σένα
κι από το άσπρο νυφικό,
τον αιματοβαμμένο γάμο
την έκτρωση
και το μικρό φάντασμα μωρό
που  πετάει στο ταβάνι.
Ναι, πολλές φορές μάλιστα
ερωτεύτηκα τον άντρα σου
ζωγράφο, ποιητή, ασφαλιστή
πλασιέ, κηπουρό
τον ίδιο πάντα άντρα
γιατί ζωγράφιζε συνέχεια
το μαύρο μου στόμα
μια τρύπα στο σκοτάδι,
όλοι οι άντρες μου λέγονταν Ριβέρα
γιατί ήξεραν θαυμάσια
να προκαλούν τον πόνο.
Φρίντα, κόκκινη λυπημένη
Φρίντα ελάφι και Φρίντα φωτιά
αυτή η κόκκινη καρδιά
παλλόμενη, ολοζώντανη μπροστά σου
δεν είναι πια δική σου, είναι δική μας

4.    ΑΝΝΑ Ο.
Ήταν το ψευδώνυμο.
Κλινική περίπτωση
σε σύγγραμμα ψυχών.
Βιέννη, αρχές του προηγούμενου αιώνα
ένας εραστής – γιατρός.
Με αποστειρωμένα γάντια
χωρίς ποτέ να βγάλει τα γυαλιά του.
Το πάθος αρχειοθετήθηκε με τάξη
ώστε να ωφεληθούν οι επόμενες γενεές.
Άννα Ο. βάφτισαν το σώμα σου
τις άγριες επιθυμίες σου κοράκια
το βάραθρο στο ίδιο το κορμί σου
τον φόβο να πεθάνεις μόνη.

Μικρή Άννα Ο.
αρρώστια μου
ποίησή μου

5.    ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ
Μια γυναίκα κι ένας άνδρας
στη σκοτεινή σπηλιά
με τα κόκκαλα των νεκρών αδελφών
και τις χαραγμένες με πέτρα κοφτερή
σκηνές  από κυνήγι άγριων ζώων
Η νύχτα βαθαίνει ολοένα
τα ουρλιαχτά απ’ έξω δυναμώνουν
η σπηλιά-στόμα μεγαλώνει
η γυναίκα παγώνει στους χειμώνες
τότε ο άνδρας απλώνει το χέρι
ένα άγγιγμα στο μάγουλο,
χάδι από μικρές νεφέλες.
Ύστερα σκοτάδι.
Σε έναν ουρανοξύστη, σε μια πόλη ξένη,
Σάββατο, ώρα δώδεκα το δράδυ,
μια γυναίκα, ένας άνδρας,
αυτός άπλωσε το χέρι,
ένα άγγιγμα στο μάγουλο
τόσο απλό τόσο πολύπλοκο
τόσο ανεπανάληπτα παλιό.

Το χέρι σου στο πρόσωπό μου

ΕΥΜΕΛΙΣ, ΕΛΑ ΟΣΟ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΓΙΝΕΤΑΙ…
ΑΡΚΕΣΙΜΕ, ΕΛΑ ΕΣΥ!.. ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΔΕΝ ΗΡΘΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΙΜΗ ΣΤΙΓΜΓ ΜΑ ΤΩΡΑ ΚΑΝΕΙ ΚΡΥΟ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ (ποιήματα με θέμα τη γυναίκα από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Στον Αρχαίο Κόσμο βραδιάζει πια νωρίς, Γαβριηλίδης 2012):

1.    ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΚΑ ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑΣ ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΚΑΤΑΛΗΓΕΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ (Ποίηση είναι αυτοί οι εννέα θάνατοι)
Κάποιος να δέσει αυτή την άγρια νύχτα
γύρω από τον ασημένιο πάσσαλο του φεγγαριού
Γαβγίζει δαιμονισμένα και ζητάει
να καταβροχθίσει μία λίμπρα σάρκα απ’ την καρδιά μου
Σάυλωκ, τι άλλο πια θέλεις από μένα;
Ως πότε θα ισχύει το ματωμένο συμβόλαιο της γραφής;





1.    Η ΓΥΝΑΙΚΑ-ΚΛΕΨΥΔΡΑ  
Τότε παλιά ήταν γυναίκα
Όμως κάποιος μπήκε στην κάμαρα ένα βράδυ
Κρατούσε σφυρί και μεθοδικά
την έσπασε σε κομμάτια
Τώρα στο σώμα της κυλάει ο χρόνος
συχνά διαστέλλονται οι στιγμές
και την πονούν
κάποιες φορές πνίγεται από την άμμο
που χύνεται μέσα ολοένα
Στο πρόσωπό της κυλούν οι εποχές
τα μέλη της θρυμματίζονται συνέχεια
ζει σ’ ένα σύμπαν διαμπερές
από κόκκους που διαλύονται αέναα
Το μόνο που έχει σταθερό
ένα μωρό από φίλντισι
ακουμπισμένο απαλά
ανάμεσα στα στήθη
όταν αυτό θηλάζει
το κορμί της
γίνεται φουσκωτό ψωμί
και ευωδιάζει

2.    Η ΘΥΣΙΑ 
Στο βωμό τυφλός ιερέας θυσίαζε ελάφι
τα τύμπανα χτυπούσαν ρυθμικά
οι καλεσμένοι ετοιμάζονταν να φάνε
ανθρώπινα κόκκαλα και σάρκα
καλυμμένα περίτεχνα από ρίζες
ένα φίδι ξεπήδησε από παλιά βιβλία
η γυναίκα φοβισμένη σκέπασε το φύλο της
ένα ξύλινο φέρετρο με ζώα και πουλιά
διασχίζει τη βροχή
ο άνδρας τρέχει σ’ ένα βάλτο
η γυναίκα πονάει, γεννάει ένοχα παιδιά
μια μέρα ανακαλύπτουν ένα μισοσβησμένο αστέρι
ψήνουν πάνω του κρέας και το τρώνε
στέκονται οι δυο τους μπροστά σ’ ένα βωμό
ξέρουν πως αυτοί είναι το ελάφι
πως ο ιερέας ποτέ του δεν λαθεύει
πως τη δική τους σάρκα
θα φαν οι καλεσμένοι στο τραπέζι
Και τότε ο άνδρας προφέρει σιγανά μια λέξη
και είναι το όνομα του Κυρίου
του Άρχοντα του Χορού και των Κυμάτων
και ξεπροβάλλει ατόφιος, ακέραιος, τρομερός
ο Έρωτας των πάντων
με τη σελήνη αγκαλιά
και πλάθεται ξανά ο Κόσμος.

3.    Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ ΙΓΚΕΜΠΟΡΓΚ ΜΠΑΧΜΑΝ 
Τα κεφάλια τους στα παχουλά περιστέρια των μαξιλαριών
«Γνωρίζεις το κενό;» ρωτάει αυτός
Αυτή γυμνή μπαίνει στο μπάνιο
Πίσω στο δωμάτιο
μία σκιά βγαίνει από τον καθρέφτη
κάθεται σταυροπόδι στο κρεβάτι
και καπνίζει ένα ανύπαρκτο τσιγάρο

4.    ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΣ
Δεν το έκανα από πρόθεση, ορκίζομαι
Μα σαν την είδα ξωτικό
να τρέχει με γυμνά πόδια
προς εμένα
νόμισα θα διαπεράσει την καρδιά μου
Γι’ αυτό έριξα το βέλος
Άλλωστε εμείς οι κυνηγοί του Βασιλιά
στο θέλημα Του υπακούμε
Η πινακίδα το έγραφε ολοκάθαρα:
«Εξοντώστε κάθε εύθραυστη στιγμή»

5.    Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Αφού τον έβγαλε από το Λαβύρινθο
μόνη εγκατέλειψε σε ένα νησί
την Αριάδνη ο Θησέας
«Μου έδωσες χαρά κι ελπίδα
γι’ αυτό αιώνια θα σ’ ευγνωμονώ»
της φώναξε απ’ το καράβι
κουνώντας το μαντίλι του
«Ήταν μόνο μια στιγμή υπέρβασης»
απολογήθηκε στη φωνή ο Αδάμ
«άλλωστε Εδέμ σημαίνει ασφάλεια
ισορροπία και τάξη
κι εγώ ήμουν ανέκαθεν νομοταγής
αυτή να διώξετε, τη μάγισσα»
και έφτυσε το μήλο του
«Σ’ εσένα πάντα θα γυρνάω» είπε στην Πηνελόπη ο Κλώνος
Παρίστανε τον Οδυσσέα
ενώ ήταν ένας ακόμα απρόσωπος μνηστήρας

Πες μου λοιπόν εσύ
που ήσουν κοινωνός του Μυστηρίου
εκείνη την Παρασκευή στο Όρος των Ελαιών
στο αεροδρόμιο πριν από την τελευταία πτώση
πόσα αργύρια εισέπραξες
για κείνο το φιλί που μου ’δωσες στο στόμα;

6.    Η ΑΛΙΚΗ ΚΕΡΔΙΖΕΙ 
Αφού έχασε το Α η αλίκη
για μέρες ένιωθε λειψή
έχασε τις χώρες και τα θαύματα
τους πλουμιστούς λαγούς με τα ρολόγια
τα μανιτάρια που άλλοτε γίνονταν ομπρέλες
κι άλλοτε μικρές λακκούβες στην βροχή
Τώρα ποιος άντρας θα την προσφωνήσει
ποιος θα την χρησιμοποιήσει ηρωίδα
σε ιστορίες με κουνέλια
και τραπουλόχαρτα στρατιώτες
αθόρυβα ανύπαρκτη θα μείνει η ζωή της
αυτά σκεφτόταν η αλίκη
με το μικρό ανυπεράσπιστό της α
ώσπου έξαφνα μια άγρια λυτρωτική χαρά
φούσκωσε μες στο λάμδα της
και για πρώτη φορά
κυλίστηκε στη γνώση της ελευθερίας της

7.    ΑΓΑΠΑ    
Τη Λίλιθ
που κυλιέται στο σκοτάδι
γυμνή και ανασαίνει
με βράγχια αμφίβιου
Άρπυα και δαίμονας και Γάτα
ξεσκίζει, καταστρέφει, καίει, διαλύει,
όχι τη μαλακή πειθήνια Εύα
με το κορμί ροδάκινο
αλλά την αλλοπαρμένη, μόνη Λίλιθ
που ’χει δυο πανσέληνους στο στήθος
που κατακόκκινη γίνεται μήλο
που από καταπακτή πέφτει στην Άβυσσο
Τη Λίλιθ του Κάτω Κόσμου
που γερνά

ΠΡΟΠΑΝΤΩΝ ΝΑ ΦΟΡΑΤΕ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΡΑΓΙΟΝ (ποιήματα με θέμα τη γυναίκα από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Κλινικά Απών, Γαβριηλίδης 2014):

1.    ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ
Προπάντων να φοράτε κόκκινο κραγιόν.
Ιδίως την ώρα της εγκατάλειψης.
Χρειαζόμαστε ένα στόμα
για να καταβροχθίσει τις λεπτομέρειες.
Τώρα που πια δεν λέει σ’ αγαπώ




1.    ΑΓΑΠΩ ΝΕΚΡΑ ΓΙΑΤΡΕ 
Φορώ ένα σκονισμένο νυφικό
με μακριά ουρά που σέρνεται στο δρόμο.
Η αρρώστα καλπάζει
κόκκινο άλογο μέσα στην καρδιά

-Αγαπώ νεκρά γιατρέ.

-Εδώ είναι αποστακτήριο
Όχι κλινική
Με γυμνά πόδια πατάμε τον πόνο
κι αυτός στάζει λέξεις

-Γδύνομαι συνέχεια
μπροστά σε άνδρες που φορούν
ψηλό καπέλο και κουστούμι
και την τελευταία στιγμή
γλιστρούν απ’ την εικόνα.

-Κάντε τατουάζ
τρυπήστε το ένα αυτί
και πάψτε να εκτρέφετε νυφίτσες.

-Θα βοηθήσει; Θα γίνω φυσιολογική;

-Λέγομαι Τζόκερ.
Διαβάζω παλιές συνταγές μαγειρικής
παίζω αυλό
ανακατεύω τα χαρτιά.
Μα εσείς χρειάζεστε ένα ξυλουργό
να λειάνει τις καμπύλες
ή έναν ωτορινολαρυγγολόγο
να πνίξει τα ουρλιαχτά

Φυσιολογική.
Φυσικά.
Στον κόσμο των σκιών
παίζετε επιδέξια τις μαριονέτες.
Άλλωστε σας σφράγισαν μικρή
Μ’ εκείνο το μισό πέταλο στον ώμο.
Που σημαίνει πως τίποτε
ποτέ δεν θα ’ναι ολόκληρο.
Εκτός από ένα μελανοδοχείο
που αδειάζει.

2.    ΤΟ ΚΕΝΟ 
Διαλέγεις έναν άνδρα κατά προτίμηση
σε κάποια ουρά
με μία επιταγή χωρίς αντίκρισμα στο χέρι
ή ενώ ψωνίζει κιμά
αν και το αίμα στην λευκή ποδιά
ενός χασάπη συνήθως απωθεί.
Προσωπικά επιλέγω τα ταχυδρομεία.
Οι άνθρωποι κρατούν νούμερα στο χέρι
και παραλαμβάνουν ή στέλνουν
χωρίς επίγνωση της ματαιότητας.
(Διαλέγω πάντα άνδρες που το νούμερό τους τελειώνει σε μηδέν)
Τυλίγεις το ανδρικό κορμί
σε μια κόλλα χαρτί
αφού το φιμώσεις με μελάνι
κοιμάσαι μαζί του μία δύο τρεις φορές
σε ένα φτηνό ξενοδοχείο
το κρεβάτι τρίζει αφόρητα
η βρύση στάζει
η μούχλα τρώει τους τοίχους.
Κι εκεί γύρω στις πέντε το πρωί
μες στο αμνιακό υγρό της ποίησης
όλα θα ζωντανέψουν ξαφνικά
ο πόνος της αποκοπής
ο ομφάλιος λώρος σκουλήκι
η μητέρα χωρίς φύλο
ο πατέρας με τα πλαστικά γάντια
η μυρωδιά του αιθέρα
το διπλό άλμα του ακροβάτη.
Τότε και μόνο τότε
μπορείς να γράψεις για το τίποτα.

3.    ΣΥΜΤΩΣΕΙΣ
Σύμπτωση πρώτη ότι βρεθήκαμε
στην ίδια φέτα του τόπου και του χρόνου
είχαμε χάσει και οι δυο Γενέθλια Γη
ο καθένας είχε κάνει ένα ταξίδι
οι πρόγονοί μας σκυφτοί και μαλλιαροί
έτρεχαν μες το χρόνο.
Σύμπτωση δεύτερη
Σώματα που επιπλέουν στο ποτάμι
μία γυναίκα με μαύρο κότσο
ζωγραφίζει έναν άντρα που προδίδει,
ταυτόχρονα κάποιος κόβει το αυτί
και το στέλνει δώρο σε μια πόρνη
μία ποιήτρια γράφει σ’ ένα Κώστα
ένας Κώστας σε μία Μαρία που βήχει
σύμπτωση Τρίτη ασύμπτωτες ιστορίες
ανθρώπων που αγάπησαν μέσα σ’ έναν καμβά
γιατί οι λέξεις ήταν πιο αναπαυτικές από τις πράξεις
γιατί πάντα μέσα από ένα παράθυρο
το δάσος μοιάζει πιο γοητευτικό
καθώς βυθίζεται στη θάλασσα.

4.    ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Κι αφού τόσο φοβάσαι
να με χαρείς ολόκληρη
-ποτέ όλη μαζί-
ποτέ τρομακτική
μες στην ολότητά μου,
(και στήθος και μυαλό
και αλάτι και νερό)
από μένα πάρε τα πόδια
τα ολισθηρά μου πέλματα
που αφήνουν τα ίχνη τους
στο βούτυρο,
τους μηρούς και τους γλουτούς
κι εκείνη την εγκοπή στο γόνατο
από το φερμουάρ γοργόνας.
Διπλό το όφελος εξάλλου.
Χωρίς τα πόδια μου
πώς θα μπορώ να διαφεύγω στα ποιήματα;

ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΠΩΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ, ΙΣΩΣ ΓΙΑΤΙ ΠΟΤΕ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ (ποιήματα με θέμα τη γυναίκα από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Οι Ομοτράπεζοι της άλλης Γης, Γαβριηλίδης 2016):

1.    Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΙΚΡΑΙΝΟΥΝ (θα πρέπει να παραγγείλει άλλο μέγεθος πόνου)
Πού και που χτυπάει την πόρτα ένα κοριτσάκι.
Έχει ένα καλαθάκι με φράουλες
δεν είναι η Κοκκινοσκουφίτσα.
Φάε, μου λέει, είναι ματωμένες
και πασαλείβεται με αίμα
(αποσπάσματα από το ομότιτλο ποίημα της συλλογής ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ)





1.    ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ
Ήταν αξιολάτρευτα τα κοριτσάκια.
Φορούσαν λευκά και τα πρόσωπά τους πελιδνά.
Βούλιαζαν, όλο βούλιαζαν
Ζευγάρια άδεια παπούτσια στην επιφάνεια
με τα κορδόνια να επιμένουν σε χαμόγελο
Θα σε χάιδευα, είπε το ένα όπως τότε στο στρατόπεδο
Θα σε χαστούκιζα είπε το άλλο όπως τότε στους βομβαρδισμούς
Θα σε αγκάλιαζα είπε το τρίτο όπως τότε στα αέρια
Δείξτε μου τις παλάμες σας, διέταξε
ένας κορδωμένος άνδρας με στολή
πάνω σ’ ένα φουσκωτό.
Τα κοριτσάκια φουρφούρισαν χαρούμενα
ανασηκώνοντας με νάζι το ποδόγυρο.
Κοιτάξτε, κύριε, φώναξαν,
Πόσο όμορφα κολυμπάμε δίχως χέρια.

2.    ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Είχαμε παγιδευτεί σ’ εκείνο το παλιό καράβι, που όλο έπλεε προς τα πίσω κι όταν τελικά φτάσαμε στην καινούρια γη, ανάλαφρος αέρας ανασήκωσε τα κολλαριστά μας φορέματα, τι είναι εδώ ρώτησε η Αδελαΐδα, χωρίς μνήμη φορφούρισε η Ελισάβετ, μήπως χρειάζεστε μια ομπρέλα, ψιθύρισε η Μαίρη Σμιθ και ύστερα όλα τελείωσαν, γιατί κάποιος έκλεψε τον μικρό Χανς, ξέρετε αυτόν που ο φούρναρης έπλασε από ζυμάρι κι όλοι ξέρουμε πως ήταν η αθωότητά μας, όπως τα φτερά πεταλούδας ή ένα αλογάκι της θάλασσας κι ένας ναύτης είπε είναι η αγάπη κι ένα άλλος είπε όχι, μπαίνουμε απλώς σ’ άλλο αιώνα.

3.    Η ΑΞΙΟΖΗΛΕΥΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΕΝΤΕΛΒΑΪΣ ΦΛΕΤΣΕΡ
Μέσα στο δωμάτιο έβραζε καρούλια
και τύλιγε τις μπούκλες η Εντελβάις,
έβαφε το πρόσωπο με ασβέστη
χάραζε τα χείλη που δεν είχε,
μ’ ένα πινέλο ζωγράφιζε τα δάκρυα.
Β πόσο λυπημένη ήταν η Εντελβάις.
Ύστερα πάλι τα έσβηνε
και χρωμάτιζε χαμόγελα.
Ω πόσο χαρούμενη ήταν η Εντελβάις.
Άλλωστε σε λίγο θα έρχονταν οι κύριοι
θα τους κερνούσε σοκολατάκι με λικέρ
η μητέρα με δάχτυλα γύπα
παραμορφωμένα από δαχτυλίδια στις αρθρώσεις
θα άναβε τα κεριά στα κηροπήγια
κι ένα γραμμόφωνο θα έπαιζε γλυκά.
Ω πόσο όμορφη θα ήταν η ζωή της Εντελβάις
αν είχε μόνο ένα πιάνο
κι ένα νυφικό με ουρά
που να σέρνεται φολιδωτό πάνω στα πλακάκια
κι αν ο κύριος Στήβενς με την περούκα του
φωλιά γι’ αυγά ψύλλων
δεν την πονούσε τόσο
όταν της ζητούσε να διαλέξουνε κρασί
απ’ το κελάρι του
κι ο κύριος Τζέφερσον
που δεν έβγαζε ποτέ τα γάντια
δεν είχε την παράξενη συνήθεια
να την γυρνάει μπρούμυτα
(ψιθύριζαν ότι το ίδιο έκανε και με τον σοφέρ).
Ω πόσο ευτυχισμένη ήταν η Εντελβάις
όταν έμπαινε στη σάλα με τους φραμπαλάδες της
κι όλοι οι άνδρες και μερικές γυναίκες την ποθούσαν
κι αυτή ήταν ατσαλάκωτη
χωρίς τα γεροντικά δάχτυλα να αυλακώνουν το κορμί της
και όταν όλοι έφευγαν
και μέσα από το παντζούρι
ξεχύνονταν το χλωμό φως του φεγγαριού
αυτή κουλουριαζόταν στην μικρή του κούνια.
Ήταν αξιοζήλευτη η Εντελβάις.
Όπως οι πεταλούδες που καίγονταν γύρω από το κερί
και με τις στάχτες τους πασάλειβε το πρόσωπό της.

4.    Η ΚΥΡΙΑ ΤΟΜΣΟΝ ΠΟΥ ΖΕΙ ΣΤΟΝ ΒΑΛΤΟ 
Στη διάρκεια κάθε ποιήματος
η κυρία Τόμσον γερνάει περισσότερο,
το πρωί τα σεντόνια έχουν ρυτίδες.
Φταίνε και τα ονόματα
που μπαίνουν απ’ τια χαραμάδες
κολλούν στο δέρμα
και της ρουφούν το αίμα,
τα βαλσαμώνει και τα καρφιτσώνει στο χαρτί,
ξέρει ότι πρέπει να αποξηράνει τον βάλτο,
γιατί είναι εστία αναμνήσεων
μα όσο μεγαλώνει κανείς
χρειάζεται κάπου να βυθίζεται,
άλλωστε σύντομα θα ’ρθει ο Κυνηγός
πάντα είχε προτίμηση στους άνδρες με στολή
της αρέσουν οι λασπωμένες μπότες τους
καθώς λερώνουν το άσπιλο χαλί της,
ύστερα ο κυνηγός θα αποθέσει στα πόδια της
το θήραμα,
ένα ψόφιο κουφάρι από στίχους,
θα περιμένει απ’ αυτήν να βάλει κατσαρόλα.

Έξω λυσσομανά ένα λύκος θύελλα
βρέχει σάλια από τα τεράστια του σαγόνια
τα δόντια του αστραπές φωτίζουν το σκοτάδι.
Και τότε ανοίγει η πόρτα
εμφανίζεται βρεγμένος στο κατώφλι.
Σ’ αποθύμησα μου λες.
Μα τι λέω
μέσα στη νύχτα πώς μονολογώ.

Αυτό είναι από άλλο παραμύθι.

5.    ΟΙ ΚΑΘΑΡΕΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΕΣ ΜΠΕΡΝΤ
Στην οικογένεια μου ήμασταν όλοι ανέγγιχτοι
γίνονταν όλα υπόκωφα και τελετουργικά.
Ο πατέρας πίστευε πολύ στη Βίβλο
τα βράδια πίσω από την ξύλινη πόρτα
φίμωνε το στόμα της μαμάς.
Ακούγαμε πνιχτούς ήχους
όπως το χιόνι όταν.
Η μαμά είχε πάντα μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια
για πρωινό τρώγαμε ξερό ψωμί και γάλα.
Εγώ και η αδελφή μου
μόλις κλείσαμε τα δέκα
αποκτήσαμε φτερά.
Όταν ο πατέρας ερχότανε στην κάμαρα
για τη διαδικασία της εξέτασης
να διαπιστώσει την καθαριότητα
βγάζαμε τα εσώρουχα,
ανεβαίναμε σ’ ένα σκαμνί
και σηκώναμε τα φορέματα.
Ύστερα πετούσαμε σ’ ένα μαύρο ουρανό
που έβρεχε βράχους.
Μία μέρα του δανείσαμε φτερά.
Αργότερα θα τον βάλουν σε ξύλινο κουτί.
Λίγο στενό.
Εμείς από τότε πετάμε συχνά.
Όταν.

6.    ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΜΙΑΣ ΚΑΘΙΣΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΣΜΙΘ
Γιατί καθιστή;
Ποια πράξη σου έμενε μισή
πριν σε αιχμαλωτίσει το πινέλο;
Και γιατί ημιτελής, θαμπή
ατελής σχεδόν
στο κουκούλι του μυαλού του;
Άραγε ο άνδρας που σε δημιούργησε
σ’ αγάπησε ποτέ;
Την βραχνή κραυγή του φόβου
Την σπειροειδή λαχτάρα;
Πόσο εύκολα άραγε ο ζωγράφος
σε παράτησε,
για να ολοκληρώσει το επόμενο πορτρέτο
που με πιο ζωηρά χρώματα
διεκδίκησε την τότε προσοχή του;

7.    ΟΙ ΟΚΤΩ ΓΑΜΟΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ και της ΚΥΡΙΑΣ ΦΕΡΓΚ 
Νομίζω πως ήταν η όγδοη φορά.
Πίσω από το αυτοκίνητο,
οι φίλοι είχαν δέσει μερικές φώκιες
έκαναν θόρυβο καθώς κατρακυλούσαν.
Βέβαια από την επανάληψη,
το νυφικό μου είχε ξεθωριάσει
και το γαμπριάτικο κουστούμι είχε λιώσει,
όμως τα παπούτσια σου έτριζαν
στο δάπεδο της εκκλησίας.
Τρέχαμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα
ήταν το 1904
και θέλαμε να προλάβουμε το 2014
η εσάρπα μου ανέμιζε στην πλάτη.
Φορούσα αθλητικά παπούτσια
αλλά εσύ φοβόσουν τα κορδόνια,
πολλές νύφες την πρώτη νύχτα
τα τύλιγαν γύρω απ’ το λαιμό τους,
μεμονωμένες περιπτώσεις θανάτου από ασφυξία.
Για να σε καθησυχάσω
έβγαλα τα κορδόνια
και τα πέταξα μακριά.
Να, είπα θριαμβευτικά, είμαστε τώρα ασφαλείς.
Μακριά από μας, είπες τότε,
εμείς είμαστε ταιριαστό ζευγάρι
άρχισες μετά να τραγουδάς για έναν Τζιμ
που έπινε πολύ
μήπως όμως εσύ ήσουν ο Τζιμ Φεργκ
αυτός που έπινε πολύ;
Τη στιγμή της σύγκρουσης,
η εσάρπα τυλίχθηκε γύρω απ’ το λαιμό
κι έπαψα ν’ αναπνέω.
Τελικά κάποιοι γάμοι όσο κι να επαναλαμβάνονται,
απλώς δεν είναι προορισμένοι να πετύχουν.

8.    Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΚΟΟΥΤΣ
Θα σε κάνω ηρωίδα
σ’ ένα μου διήγημα
υπόσχεται αυτός.
Στη μέση ενός σαλονιού
με γυάλινους καθρέφτες.

Θα είμαι ολόγυμνη
διακόπτει πειρακτικά αυτή
και κάθεται στην αγκαλιά του.

Όχι, διορθώνει ενοχλημένα αυτός,
σηκώνεται επάνω
και βηματίζει
μπροστά στο τζάκι
που έχει ήδη εγκαταστήσει
μες στο διήγημα.

Θα φοράς ένα ταγιέρ
σε χρώμα υπαινιγμού
που είναι πιο ερωτικός ακόμα
κι απ’ την πράξη.

Κι εσύ θα είσαι εκεί μαζί μου,
χαίρεται αυτή,
όμως αυτός έχει ήδη βουτήξει
στο μελάνι για να γράψει.

Θα είναι ένας αντίζηλος
μονολογεί αυτός.
Θα σου φιλάει το χέρι.
Μπορώ να τον μυρίσω,
τα χείλη του βυθίζονται
στο κουκούτσι της πληγής σου.

Η δεσποινίς Κόουτς πήγε να διαμαρτυρηθεί,
αλλά ήταν σφηνωμένη εκεί
που την είχε αυτός τοποθετήσει,
ένας άνδρας την πλησίαζε
και αυτή ήθελε,
πόσο πολύ αλήθεια ήθελε
κάποιος,
ο ξένος αυτός,
να την φιλήσει.

9.    Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΠΡΑΟΥΝ ΚΑΙ Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΦΛΟ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΜΑΖΙ 
Έλα να ταξιδέψουμε μαζί.
Μαχαίρι το τρένο
κόβει στα δύο
το μαλακό τυρί σκοτάδι.
Η κλινάμαξα δεν είναι για νεόνυμφους.
Στην τραπεζαρία
κάποιος Σαμ ξέμεινε μ’ ένα τρομπόνι
ενώ ο σερβιτόρος περπατά
μα μία ψητή χήνα στο κεφάλι.
Σ’ ένα βαγόνι η Αγκάθα ροχαλίζει ηττημένα,
στην πορεία ο δολοφόνος ερωτεύτηκε το θύμα.
Ένα μικρό σκυλί που κάποτε θάψαμε
γαβγίζει λυπημένα
η γιαγιά με γκρίζα νυχτικιά
ζητάει ένα τελευταίο ποτήρι
ο πατέρας γυαλίζει τα κουμπιά
απ’ τη στολή του με μανία.

Θα είμαστε μόνοι στο βαγόνι.
Θα βγάλω την μακριά μου φούστα
τα ψηλοτάκουνα μποτάκια
τον κορσέ το μισοφόρι
θα πετάξεις το παντελόνι, την γραβάτα, το πουκάμισο.
Θα μοιραστούμε ένα τσιγάρο
Θα ανταλλάξουμε ένα ποίημα
Θα μου πεις ότι σου έλειψα
Θα πω κι εσύ το ίδιο
Μετά θα σωπάσουμε
γιατί υπάρχει μια οικειότητα
που σέβεται το τέλος.

Ξέρω, η πρόσκλησή μου δεν είναι
καμιά σπουδαία ευκαιρία.
Αυτό είναι το νυχτερινό τρένο.
Κανείς δεν είδε ποτέ τον οδηγό του.

Όμως εδώ και χρόνια μάτια μου
δεν υπάρχει άλλο όχημα για μας.

10.                       Η ΜΗΤΕΡΑ ΚΥΡΙΑ ΑΛΙΣΟΝ 
Κάποτε είχα δυο παιδιά.
Δεν βγήκαν απ’ τη μήτρα μου.
Ξύπνησα μία μέρα
και τα είδα στο σαλόνι.
Αθώα πρόσωπα, νύχια καθαρά.
Έπιναν γάλα σε γυάλινα ποτήρια,
ύστερα ένα άσπρο στεφάνι
τους κύκλωνε το στόμα.
Στο χαμόγελο έλειπαν δυο δόντια μπροστινά.
Το αγόρι ήταν πάντα λυπημένο.
Το κοριτσάκι έλπιζε.
Έψαχνε για γονείς.
Τη νύχτα έμπαινε σε άγνωστα αυτοκίνητα
και γυρνούσε το πρωί
Στην αρχή δεν τα ήθελα.
Ήταν συνέχεια πεινασμένα.
Τι θα φάμε τώρα μαμά,
συνέχεια με ρωτούσαν.
Το πρωί έβλεπα σημάδια
απ’ τα δόντια τους στα μπράτσα.
Όσο αυτά γίνονταν ροδαλά,
τόσο μου λιγόστευε το αίμα.
Δεν μεγάλωσαν ποτέ.
Ζουν ακόμα στο καθιστικό.
Το κοριτσάκι πίνει βότκα και γελάει.
Το αγοράκι καταπιάνεται με κατασκευές,
παιδικά τρενάκια με βαγόνια
που γράφουν επάνω πότε,
τότε και γιατί.
Με έχουν κλειδωμένη στην αποθήκη.
Εγώ γράφω και κάτω από την πόρτα
τους γλιστράω τα χειρόγραφα.
Το αγόρι τα δένει με δέρμα και αριθμεί.
Είναι τα ημερολόγια της ζωής που δεν έζησα.

ΦΟΡΩ ΤΟ ΦΟΡΕΜΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΙΣΤΙΛΙΕΣ, ΕΠΑΝΩ ΤΟΥ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΕΣ (ποιήματα με θέμα τη γυναίκα από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Το Σημείωμα της Οδού Ντεσπερέ, Πόλις 2018):

1.    ΑΛΚΗΣΤΙΣ 
Είπε αυτός μπορεί να το ρυθμίσει.
Να διασωθεί ο Άδμητος.
Μια μικρή μίζα στο βαρκάρη,
ένα ασημένιο νόμισμα στο στόμα.
Ο Κέρβερος θα αναισθητοποιηθεί με βαρβιτουρικά.
Η απόδραση θα γίνει τη νύχτα στο σκοτάδι.
Αρνήθηκα.

Οι νεκροί έρωτες δεν ανασταίνονται ποτέ.


1.    ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ 
Σπάνια έχει αντικείμενο και σχεδόν ποτέ της υποκείμενο.
Αφού η ίδια ύπαρξή μας εμπεριέχει την παγίδα.
Κάποιος ρίχνει εμάς τους ίδιους
ζάρια στο τραπέζι.
Η ζωή μάς προετοιμάζει για πουτίγκα
και μας σερβίρει χελωνόσουπα.
Είστε αγριόχηνες, μας λεν,
εσείς ορίζετε τη μοίρα,
για καλό και για κακό όμως
μην πετάτε τις νύχτες γύρω απ’ το φεγγάρι.
Πολλοί μετεωρίτες έχουν πυρακτωθεί από ανυπακοή.
Μια μέρα πάνω σε μαξιλάρι από βελούδο
κάποιος μας απονέμει ένα κλαδί.
Νομίζουμε μεγάλη πύλη,
αλλά το μόνο που ανοίγει
είναι δοχείο από σανδαλόξυλο
στα μέτρα του κορμιού μας.
Γι’ αυτό σου λέω, Μαρία,
σήμερα που έχει ήλιο
άπλωσε τα δάκρυα σου
μπουγάδα να στεγνώσουν.
Κανείς θνητός
δεν πέθανε ποτέ
από θνησιγενές φιλί.

2.    Η ΑΛΙΚΗ ΑΝΑΚΑΜΠΤΕΙ 
Με λένε Αλίκη και είμαι καλά.
Κάθε πρωί ξυπνώ με χαρά,
παίρνω μια ασπιρίνη
για το αφόρητο ράγισμα
που χωρίζει σε ημισφαίρια το κρανίο.
[Το άλλο όνομά μου είναι Χάμπτι Ντάμπτι
και όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά
παλεύουν να με συναρμολογήσουν ξανά,
μετά από κείνο το φοβερό πέσιμο απ’ το φράχτη]
Έχω ερωτευτεί τον Καπελά.
Κάθε μέρα μου χαρίζει ένα καπέλο,
το σημερινό είναι μαύρο και ψηλό,
χασμουριέται συνέχεια
από μια τρύπα στον πάτο.
Τι είναι αυτό που γυαλίζει τα πόμολα, ρωτάει,
που στραγγίζει τα φακελάκια του τσαγιού,
που σφίγγει τη γραβάτα του συζύγου κόμπο.
Τι κάνει τικ τακ μέσα στο στόμα του κροκόδειλου
πόσες καρδιές έχει μια Ντάμα Κούπα όταν κλαίει.
Τι είναι αυτό που σε κρατάει ζωντανή;
Η Κάμπια τινάζει τα στρώματα στο απέναντι μπαλκόνι.
Τα λουλούδια μπλα μπλα.
Η Άνοιξη σφαιρική
Η γη επίπεδη
Βαρέθηκα τις εποχές, λέει η Αλίκη.

3.    ΓΥΝΑΙΚΑ ΛΑΖΑΡΟΣ 
Ανάστησέ με, του φωνάζει.
Τυφλό μάτι το φεγγάρι,
μαύρο τηγάνι η νύχτα καίγεται.
Έλα και ανάστησέ με, του φωνάζει.
Αυτός κάτω από το χώμα ακούει ήρεμα,
με τα χέρια στο στήθος σταυρωμένα.
Τόσο εξοικειωμένοι πια
οι νεκροί με το παράλογο,
καθόλου δεν απόρησε
που αν και ζωντανή
απεγνωσμένα του ζητά
συμβόλαιο αναστήσλωσης
για ένα κορμί
που έχασε το σώμα του.

4.    ΜΥΡΙΑΜ Η ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ – ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΤ 
Όταν ο άγγελος μήνυσε στον Λοτ να φύγουν,
αυτή φόρεσε το ’να πάνω στ’ άλλο τα φορέματα,
δεν ήξερα τι να πρωτοσώσει,
άφησε ανοιχτή την πόρτα,
ο μεσημεριανός χυλός άχνιζε στο τραπέζι.
Έναν μπρούτζινο καθρέφτη άρπαξε μόνο,
χάρτη στις ίδιες τις ρυτίδες της.
Όμως οι μηροί, το υπογάστριο, οι αστράγαλοι
όλα γη προγονική.
Από άμμο πλασμένο το κορμί.
Πώς ν’ αρνηθεί καταγωγή;
Πέταξε τα φορέματα.
Ολόγυμνη στη μέση της ερήμου.
Τ’ όνομά της ανάβλυσε νερό,
στήλη από δάκρυα,
μόνη, πιο μόνη κι από ξένο,
νοστάλγησε.
Αργότερα οι μελετητές θα διαλέξουν πτώση γενική.
Ή μήπως κτητική.
Γυναίκα του Λοτ
Νεκρή θάλασσα οι αναμνήσεις

5.    Η ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΟΤΕΡΜΠΡΙΤΖ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ 
Η κυρία Γουότερμπριτζ ήτο αριστοκρατικής καταγωγής.
Απόδειξη τα πορτρέτα των προγόνων στο σαλόνι,
που ίδρωναν κάτω από τις περούκες,
κανένα όμως δεν διανοήθηκε
να ξύσει δημόσια το κεφάλι.
Η κυρία Γουότερμπριτζ είχε πάντα καλούς τρόπους
και έδινε μεγάλο φιλοδώρημα στον ταχυδρόμο.
Όταν διάβασε το τηλεγράφημα,
έσπασε όλα τα βάζα στο σαλόνι.
Οι πρόγονοι άνοιξαν όλοι μαζί
σε όμικρον το στόμα τους,
ενώ η γαμψή τους μύτη γύπας
ετοιμάστηκε να επιτεθεί.
Σσσς, ούτε λέξη! τους φώναξε αυστηρά.
Σοκαρισμένοι απ’ την αυθάδεια άρχισαν
να πέφτουν ένας-ένας με το κάδρο του.
Καρφιά εκσφενδονίζονταν,
έχασκαν τρύπες
τυφλά μάτια στο ντουβάρι.
Όταν έμεινε μόνο ο υπαινιγμός στους τοίχους,
η κυρία Γουότερμπριτζ
διέσχισε την άβυσσό του δωματίου
και μόνη σέρβιρε τσάι για έναν στο μπαλκόνι

6.    ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΥΨΙΛΟΝ 
Το σώμα της είχε πολλά μάτια
-ένα μισόκλειστο κάτω απ’ την μασχάλη
και δυο ορθάνοιχτα χωρίς βλεφαρίδες στις πατούσες –
κι ελάχιστα χείλη,
που σημαίνει ότι κατασκόπευε συνέχεια
και φιλούσε με το σταγονόμετρο.
Παρ΄όλα αυτά, θα ήταν φυσιολογικό,
αν δεν είχε μνήμη προβοσκίδα.
[Ως γνωστό κάθε σώμα έχει μνήμη.]
Το δικό της θυμόταν το ανέγγιχτο.
Τις ημερομηνίες θανάτου, ενώ ξεχνούσε τα γενέθλια.
Τους φίλους που έχασε,
και όχι τους εραστές που κέρδισε.
Αναμφίβολα είχε ύπουλο σώμα.
Κρυβόταν τις νύχτες
κάτω απ’ τα χρυσάνθεμα,
κυνηγούσε βατράχους με κορώνα στη λιμνούλα,
γρύλιζε μες τα νούφαρα.
Το κλείδωνε συνέχεια στην ντουλάπα
τόσο που ξεθώριασε απελπιστικά.
Στο τέλος το φορούσε μόνο Κυριακές.
Μια μέρα το είδε να γεμίζει στόματα.
Έτρωγαν με βουλιμία τον χρόνο.
Ασύμφορο, γιατί θα τον κατάπιναν ολόκληρο.
Όταν έγινε πενήντα εφτά το αντάλλαξε.
Μ’ ένα ζευγάρι κόκκινες γαλότσες.
Για να γράφει ζεστά ποιήματα.


Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΥΦΑΙΝΕΙ ΟΣΟ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ή Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΟΣΟ ΕΚΕΙΝΗ ΥΦΑΙΝΕΙ;
Πριν από χρόνια ζούσε στην Ελλάδα κάποιος ονόματι Οδυσσέας (ο οποίος αν και αρκούντως σοφός ήταν και ιδιαίτερα πολυμήχανος), παντρεμένος με την Πηνελόπη, χαρισματική γυναίκα μοναδικής ομορφιάς που το μόνο της ελάττωμα ήταν η υπερβολική της εμμονή με την υφαντική, συνήθεια χάρη στην οποία μπορούσε να περνάει μονάχη μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο θρύλος λέει ότι κάθε φορά που ο Οδυσσέας με την ευστροφία του παρατηρούσε ότι, παρά τις απαγορεύσεις του, αυτή ήταν έτοιμη να αρχίσει ξανά ένα από τα ατέλειωτα υφαντά της, θα μπορούσες να τον δεις τις νύχτες να ετοιμάζει στα κρυφά τις αρβύλες του κι ένα καλό σκάφος, μέχρι που χωρίς να της πει τίποτε ανοίχτηκε να γυρίσει τον κόσμο και να ψάχνει να βρει τον εαυτό του. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να τον κρατάει μακριά της ενώ φλέρταρε με τους μνηστήρες, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι υφαίνει όσο ταξιδεύει ο Οδυσσέας κι όχι ότι ο Οδυσσέας ταξιδεύει όσο εκείνη υφαίνει, όπως θα μπορούσε να είχε φανταστεί ο Όμηρος, που, ως γνωστόν, πότε-πότε κοιμόταν και δεν έπαιρνε είδηση τίποτα. [Agusto Monterrozo] – Η ομηρική ιστορία της Πηνελόπης και των μνηστήρων με την αειφόρο γοητεία της και ο μύθος των προσχημάτων, είτε για τα ατέλειωτα ταξίδια του ανήσυχου άνδρα που καθυστερεί το γυρισμό για να χορτάσει περιπέτεια κι εμπειρίες, είτε για τις μάσκες της παντοτινής πίστης σε μία και μοναδική αγάπη, ήταν και θα είναι ερέθισμα ισχυρό για ποιητές και μυθιστοριογράφους. Για παράδειγμα η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει εμπνευστεί έξι τουλάχιστον ποιήματα από αυτή την ιστορία οπότε, όσο κι αν είναι σίγουρη ότι στα θέματα αυτά όλα είναι διφορούμενα γιατί «το φεγγάρι έχει πάντα ένα πρόσωπο κρυμμένο σ’ ένα πηγάδι χωρίς βυθό» κι ότι ο Πόθος για το άγνωστο (;) άλλο σώμα,  (δεν) είναι ανόητος μνηστήρας με το όνομα «Κανένας»,   σ’ ένα από αυτά τα ποιήματα  για την Πηνελόπη,  το συμπέρασμά της είναι ασφαλές: «Της έλειπε όχι γιατί ήλπιζε ή φοβόταν αλλά γιατί κάποια βράδια το ίδιο το νησί ξεκολλούσε από το σώμα της και χανόταν στη μαύρη θάλασσα που άχνιζε»…  Ας την απολαύσουμε όμως σ’ όλη τη διαδρομή των εμπνεύσεων της από τον παραπάνω μύθο:

1.    ΠΗΝΕΛΟΠΗ 
Περίμενα, περίμενα
xωρίς κορμί, μόνο ψυχή-καπνός για την εστία.
Είχα βέβαια και το κέντημα για παρηγοριά.
Ύστερα ήταν κι οι μνηστήρες
όμως έπληττα θανάσιμα με τα χοντρά αστεία.
Κάποια ανακούφιση ο Τηλέμαχος,
όμως κι αυτός έψαχνε τον πατέρα.
Ένα βράδυ έκανα έρωτα με έναν υπηρέτη.
Το σώμα του ζεστό ψωμί
έσταζε μέλι και κρασί.
Δεν με πείραξε που έγινε.

Μόνο ότι πεισματικά η Ιστορία το αγνόησε.

2.    ΠΗΝΕΛΟΠΗ  (από τη συλλογή Η Λίμνη ο Κήπος και η Απώλεια  2006)  
Όλοι οι μνηστήρες φορούν την ίδια μάσκα,
τραγόμορφοι σκύβουν πάνω μου
και με χαϊδεύουν
με δάχτυλα γεμάτα δαχτυλίδια.
Πού να’ ναι τώρα ο Οδυσσέας,
πόσοι μικροί σταλακτίτες
παγώνουν σ’ ένα δάκρυ,
γιατί ο ουρανός κοιμάται πάντα
με τα μάτια ανοιχτά,
γιατί ο Οδυσσέας είναι ξένος
και το όνομά μου Πηνελόπη
και δεν έχω δική μου ούτε στεριά, ούτε νησί,
ούτε πόλεμο να πολεμήσω,
ούτε Δούρειο Ίππο να κρυφτώ
γιατί το φεγγάρι έχει πάντα ένα πρόσωπο κρυμμένο
σ’ ένα πηγάδι χωρίς βυθό;
Γιατί τέλος ό,τι ποίημα και να υφάνω
έχει για κλωστές βελούδινες γυναίκες
που λάμπουν για λίγο στο σκοτάδι
πριν σβήσουν για πάντα στην σιωπή;

3.    ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΙΙΙ  (από τη συλλογή Στον Αρχαίο Κόσμο Βραδιάζει πια Νωρίς 2012)  
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
πως δεν είναι οι υπερφίαλες Σειρήνες
που τον καθυστερούν
ούτε η γερασμένη Κίρκη
με τον καταχωνιασμένο πόθο
ούτε καμιά κακομαθημένη Ναυσικά
εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία
με άσπρες κάλτσες και φουστάνια παιδικά
Δεν είναι οι Λαιστρυγόνες και οι λωτοί
που τον κρατούν μακριά της
ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.

Είναι που στον αρχαίο κόσμο
βραδιάζει πια νωρίς
η γη δεν είναι επίπεδη
και οι άνθρωποι κάποτε χάνονται

4.    ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ (από τη συλλογή Στον Αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς) 
Βρήκε βεβηλωμένους τους ναούς
Μικρές μαϊμούδες πηδούσαν στα ερείπια
Μέσα στα καπηλειά οι σύντροφοι
με καπέλο Ναπολέοντα
μάλωναν μπροστά σε χάρτες εκστρατείας
Στους δρόμους τρέκλιζαν μεθυσμένοι οι μνηστήρες
είχαν ήδη ξεπουλήσει όλα τα άνθη λεμονιάς
Η Πηνελόπη στολιζόταν κάθε βράδυ
κάπνιζε βαριά τσιγάρα
και κυκλοφορούσε με ακριβά αυτοκίνητα
μερικές φορές έγραφε στίχους
Η Ευρύκλεια τον ανεγνώρισε βαργεστημένα
και βγήκε να ζητιανέψει φαγητό
Ένα σκυλί γάβγισε παράταιρα
Έφυγε αθόρυβα πατώντας στην πρωινή ομίχλη
«Είμαι ο Κανένας» φώναξε πίσω του
κι ακούστηκε μόνο η ηχώ απ’ τη φωνή του

5.    ΠΗΝΕΛΟΠΗ IV  (από τη συλλογή Στον Αρχαίο Κόσμο βραδιάζει πια νωρίς 2012)  
Της έλειπε πολύ
Όχι γιατί ήλπιζε ή φοβόταν
Αλλά γιατί κάποια βράδια το ίδιο το νησί
ξεκολλούσε από το σώμα της
και χανόταν στη μαύρη θάλασσα που άχνιζε

6.    Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ  ΓΕΡΝΑ  (από τη συλλογή Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ 2018)  
Η Πηνελόπη έχει αϋπνίες.
Πάλι θα πάρει υπνωτικό
Ίνες από σάλιο στο μαξιλάρι.
Έξω από την πόρτα σε στοίβες
μανικετόκουμπα, γραβάτες,
γυαλιστερά σκαρπίνια
που άφηναν πίσω οι μνηστήρες,
όταν σκόρπισαν τα χρόνια.
Ποιον θα ξεβγάλει απόψε στην ακτή το όνειρο;
Ποιος θα ξεπροβάλει μες απ’ την ομίχλη
για να την αγκαλιάσει σε χωνευτό κρεβάτι;
Ποιος θα περάσει το βέλος απ’ τους δώδεκα πασσάλους;
Κανέναν δεν περιμένει πια η Πηνελόπη.

Στο μεταξύ, στο αεροδρόμιο,
ο ξένος με το παρατσούκλι Ούτις
έχει κιόλας περάσει τον έλεγχο αποσκευών




ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΙ ΞΕΧΝΑΕΙ Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΕΙ (μόνο κάτι νύχτες αρχίζει κάτι να θυμάται… θαμμένη στη σπηλιά της): 
«Τα παραισθητικά ταξίδια των ποιημάτων της Χλόης  αιχμαλωτίζουν το χρόνο καθώς το κάθε ποίημα/σημείωμα επικοινωνεί με το άλλο με ένα είδος ποιητικής μεσοτοιχίας. Ένα ποιητικό ταξίδι μέσα όμως από μια σειρά φράσεων «ηρακλειτικής υφής»  που έντεχνα αντιδιαστέλλει την λογική στη φαντασία.  Συγκλονίζουν οι γκροτέσκες φιγούρες της Αντιγόνης ή της γυναίκας του Λοτ πλάι στις καρτερικές μορφές της Άλκηστις ή της Πηνελόπης να βαδίζουν την ίδια κοινή τους πορεία, αλλά ο προορισμός να είναι πια άγνωστος. Οι ηρωίδες της ποιήτριας εμφανίζονται ως αντικατοπτρισμοί σε σπασμένους υαλοπίνακες πιασμένοι  στην αχλή του χρόνου» (Γρηγόρης Δανιήλ). Ανθολογούνται επτά ποιήματα με θέμα την Αντιγόνη από τις συλλογές της Χλόης Κουτσουμπέλη

1.    ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ι (από τη συλλογή Η Αλεπού κι ο Κόκκινος Χορός 2009)  
Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη όταν φεύγει.
Ένα δαντελένιο γάντι στα σεντόνια
μια σταγόνα λεμόνι να αχνίζει στο μάγουλο του φίλου
ένα φευγαλέο άγγιγμα στο μπράτσο του εραστή
ένα αποτύπωμα χειλιών στο πορσελάνινο φλιτζάνι
του τσαγιού που μισοπίνει  βιαστικά.
Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,
το αραχνοΰφαντο μαντίλι μουσκεμένο
από τα ξαφνικά δάκρυα της στιγμής,
το ομπρελίνο της βαμμένο στα χρώματα
της εύθραυστης βροχής.
Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,
το φόρεμά της θροΐζει καθώς τρέχει,
η βεντάλια της αλλάζει εποχές.
Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη.
Γι’ αυτό και πάντα φεύγει.
Μόνο κάποιες νύχτες αρχίζει κάτι να θυμάται,
τότε φοράει την νεκρική της μάσκα
ρίχνει στάχτη στα μαλλιά της,
θαμμένη στη σπηλιά της
θρηνεί τους άταφους νεκρούς της.

2.    ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙΙ (από τη συλλογή Η Αλεπού κι ο Κόκκινος Χορός 2009)  
Γάζες από χαμόγελα στο στόμα
έθαψες πια τους νεκρούς,
τον Κρέοντα τον κουβαλάς μαζί σου,
τον ψάχνεις στους άνδρες που αγαπάς.
Γνώρισες τους κανόνες της απώλειας
την πνιγερή υγρασία της σπηλιάς.
Τώρα πια γυαλίζεις τα ασημένια σου σερβίτσια
ενώ οι γύπες κάθε μέρα αφαιρούν
παράθυρα, σκεπή, αύριο την πόρτα
κι εσύ κάτι πρέπει να θυμηθείς
που όμως συνέχεια διαφεύγει.
κι έτσι ολότελα γλιστράς
το αλλού γίνεται άλλοθι
κι όλα τα ποιήματα νερό

3.    ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙΙΙ (από τη συλλογή Η Αλεπού κι ο Κόκκινος Χορός 2009)  
Μη σε φοβίζει η σιωπή.
Οι ήχοι πάντα αγροικούν
η νύχτα είναι μεγάλη
τα κυνηγόσκυλα του χρόνου
τρέχουν πιο γρήγορα από μας.
Ευπρόσδεκτος ο τάφος Αντιγόνη

4.     ΑΝΤΙΓΟΝΗ IV  (από τη συλλογή Στον Αρχαίο Κόσμο βραδιάζει πια νωρίς 2012)  
Τώρα γνωρίζει
Ήρεμη γνώση, πάγος
Δεν ήταν ο Κρέοντας ο εχθρός
Ήταν εκείνο το ελάφι μέσα της
που λαχταρούσε υποταγή
Μ’ αυτό αναμετρήθηκε στη σκοτεινή σπηλιά

5.     Η ΔΙΚΗ  (από τη συλλογή Στον Αρχαίο Κόσμο βραδιάζει πια νωρίς)
«Είναι μια παράνομη γυναίκα»
«Και πρώτα-πρώτα δεν φοράει βέρα»
«Δεν έχει τίτλο ιδιοκτησίας»
«Ούτε σφραγίδα στον μηρό»
«Διαθέτει το κορμί όπως και την ψυχή ελεύθερα»
«Και το χειρότερο: ποιήτρια»
«ξέρετε από κείνες που προφητεύουν τα μελλοντικά δεινά
ή χώνουν το κεφάλι μες στον φούρνο
ή ταξιδεύουν με το Όριεντ Εξπρές
πίνοντας τσάι σε ανύπαρκτα φλιτζάνια»
Αυτή τους άκουγε διαβάζοντας τα χείλη
γιατί η συχνότητα των λόγων τους δεν έφτανε στ’ αυτιά της
Ύστερα έκοψε ήρεμα με το μαχαίρι το ένα στήθος
και πορτοκάλι το πρόσφερε στους δικαστές
«Το όνομά μου είναι Αντιγόνη»
φώναξε θαρραλέα
«κι αυτός είναι ο δικός μου τρόπος ν’ αγαπώ»

6.     ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ (από τη συλλογή Οι Ομοτράπεζοι της άλλης Γης)
-Ι-
Την λένε Αντιγόνη και ήρθε να θάψει τον αδελφό της.
Και από πού και ως πού ακούει σ’ αυτό το όνομα;
Έβαλε το σώμα της ασπίδα απέναντι στα βέλη και στα ακόντια του εχθρού;
Έγινε η μάνα κι πατέρας του, όταν αυτοί τον εγκατέλειψαν;
Ή έφυγε από το σπίτι στα δεκαοκτώ και τον άφησε κι αυτή;
Καλύτερα να την ονομάσετε Άννα ή Μαρία.
Και ετοιμάστε τις πρέπουσες τιμές για τον νεκρό.
-ΙΙ-
Άρχοντα είναι πολύ νέος
-Ναι, με αγαπούσε από καιρό.
Έπαιζε σκάκι μαζί μου εδώ και χρόνια.
-Άρχοντα, του έδινες πάντα τα μαύρα.
-Ναι, αλλά την άφηνα να παίζει πρώτος.
-Άρχοντα, ήταν στημένη η παρτίδα.
-Και λοιπόν, πότε δεν είναι;
Δεν είναι πάντα στημένη η παρτίδα των θνητών;
Κέρδισε κανείς ποτέ με ρουά ματ και δεν το ξέρω  
-Όμως αυτός μικρός έχασε τη βασίλισσα
ο βασιλιάς έπαιρνε αντικαταθλιπτικά
οι αξιωματικοί δεν ήταν θαρραλέοι
τα άλογα πάλι έτρωγαν πολύ σανό
κι έγιναν νωθρά και κακομαθημένα.
-Ναι αλλά ένα πιόνι –αδελφή – έγινε υποκατάστατο Βασίλισσας.
-Αφού το ξέρεις ήταν άχρηστο με πολλές τάσεις φυγής
δυο-δυο δρασκέλιζε συνέχεια τα τετράγωνα
και εγκατέλειψε γρήγορα τη σκακιέρα.
-Και τι φταίω εγώ για όλα αυτά;
Δεν κατανέμω εγώ τους συγγενείς.
Απευθυνθείτε στον Ανύπαρκτο Αρμόδιο.
-Άρχοντα είναι πολύ νέος.
-Ναι, θα ζήσουν να τον θυμούνται πολλά χρόνια.

7.     Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΓΕΡΝΑ  (από τη συλλογή Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ 2018)  
Ι.
Κάθε μέρα η Αντιγόνη ποτίζει λάχανα
μήπως κι από μέσα ξεπηδήσουν
τα έμβρυα που δεν κυοφόρησε ποτέ.
Το αποκαλεί γραφή.
Στήνει παγίδες  σε ασβούς
που μένουν πάντα άδειες.
Το ονομάζει μνήμη.
Τα πρωινά τρώει αβγά χήνας
και περιμένει το εκτελεστικό απόσπασμα
χωρίς να γνωρίζει ότι ο Κρέων
πεθαίνει από άνοια στο γηροκομείο.
Το χαρακτηρίζει υγιεινή διατροφή.
Τις νύχτες θάβει κτερίσματα στο χώμα,
που δεν θυμάται πια σε ποιον ανήκουν.
Το λέει ενοχή.
ΙΙ.
Η ιερομαντεία σωστά το είχε προβλέψει.
Τα σπλάχνα των ζώων δεν λαθεύουν.
Ίσκιοι παραμένουμε ως το τέλος.
Ενωνόμαστε, χωρίζουμε, για πόσο;
Ποια πραγματικά είναι η θυσία;
Υπάρχει, άραγε, μετάνοια γι’ αυτούς που μετανιώνουν;
ΙΙΙ.
Ήρθε στον κόσμο για να πάρει μέρος στην αγάπη,
αγάπησε όμως, άραγε, ποτέ της αρκετά;
ΙV.
Και η οικογένεια;
Συμβαίνει και στις καλύτερες.
Εδώ όμως ήταν στημένη η παρτίδα.
Αναντίρρητα, οι Λαβδακίδες έτυχαν βαλέ.
Από πότε όμως αυτό αποτελεί δικαιολογία;
V.
Μήπως όμως η Αντιγόνη απέκτησε καινούργια μάτια;
Μήπως υπάρχουν πυγολαμπίδες στη σκιά;
Μήπως οι άνθρωποι γερνούνε μόνο μέσα
και ό,τι χάνεται στην επιφάνεια
κερδίζεται στο χώμα που γεννοβολά;
VΙ.
Ήρθαμε άραγε ταγμένοι
Ή είμαστε μονάχα
νυχτόβια τυφλά όντα
που τρυπάνε μάταια το σκοτάδι,
απέλπιδες ανθρακωρύχοι,
ανόσιοι τυμβωρύχοι,
σκαπανείς;
VΙΙ.
Τελευταία η Αντιγόνη κυκλοφορεί στο πάρκο.
Μεσάνυχτα την ώρα που σπαν στα δύο οι σκιές.
Αν την δείτε,
λευκή χλαμύδα, ύλη αραιή από αέρα και φωτιά
και δυο μάτια αναμμένα,
αφήστε ένα χτενάκι στο παγκάκι.
VΙΙΙ.
Μου αρέσει τις νύχτες να χτενίζω τα μαλλιά μου.
Όμως δεν έχω πια μαλλιά, δεν έχω νύχτες.
ΙΧ.
Η μεγάλη Πολική νύχτα απλώνεται στον κόσμο.
Το χιόνι λευκή αρκούδα θα καταπιεί τη γη.
Όλα γύρω μας γερνούν.
Παγόβουνα ρυτίδες στην επιφάνεια του προσώπου.
Χ.
Το μίσος είναι κόσμος άκοσμος.
Μισός.
Η αγάπη όμως.
Δεν γερνά ποτέ

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ΧΛΟΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ:
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ: το 1984, σε ηλικία 22 ετών, εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή στις εκδόσεις Εγνατία  με τίτλο «Σχέσεις Σιωπής και το 2018 εκδόθηκε  «Το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ», 9η ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Πόλις. Ενδιάμεσα είχαν κυκλοφορήσει οι συλλογές: «Η Νύχτα είναι μια φάλαινα» (1990), «Η Αποχώρηση της λαίδης Κάπα» (2004), «Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια» (2006), «Η Αλεπού και ο Κόκκινος Χορός» (2009), «Στον Αρχαίο Κόσμο βραδιάζει πια νωρίς» (2012), «Κλινικά Απών» (2014) και «Οι Ομοτράπεζοι της άλλης Γης» (2016).
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά στην ελλειπτική ποιητική γραφή της Χλόης με τις συνεχείς αντιστροφές και τα υπερβατά σχήματα, είναι και οι διαρκείς αναφορές σε γυναικεία πρόσωπα απ’ όλες σχεδόν τις περιόδους στην ιστορία της λογοτεχνίας. Έτσι, η ποιήτρια με το δικό της διακριτό και ξεχωριστό τρόπο περιγράφοντας πτυχές της γυναικείας ψυχοσύνθεσης τοποθετεί απέναντι στον αναγνώστη ποιήματα με τις μορφές εκείνες που, δυνητικά, μπορεί να είναι ο καθρέφτης σ’ ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών, όπου τα είδωλα που παρελαύνουν διαδοχικά αποκαλύπτουν την αλήθεια της ματαιότητάς τους. Επαλήθευση το συνονθύλευμα στροφών ή στίχων -αφορισμών που υπογράμμισα στις έξι τελευταίες συλλογές (από τις οποίες είναι κι η ανθολογία των ποιημάτων που προηγήθηκε). Μοναδικό κριτήριο της επιλογής η άμεση ή έμμεση αναφορά στη Γυναίκα με όποια «μάσκα» επιλέγει κάθε φορά η ποιήτρια για να φανερώσει γυμνή στα μάτια μας την αλήθεια και το ψέμα της. Όλες σχεδόν οι αναφορές με όνομα ή και χωρίς, μπορεί να φαίνονται «απρόσωπες» και μακρινές όμως η αναγωγή είναι αυτονόητη και μονόδρομη, γιατί όλες οι ιστορίες γυναικών στα ποιήματα της Χλόης Κουτσουμπέλη δεν είναι μόνο μια δική της ιστορία κρυμμένη πίσω από πρόσωπα και προσωπεία, είναι τελικά, όπως γράφει η ίδια στο ποίημα ΓΥΝΑΙΚΑ–ΨΑΡΙ «η ιστορία της γυναίκας-σταγόνα και της γυναίκας-χιόνι / και της γυναίκας–αετός / μα και της Μαίρης, της Άννας, / της Ελένης, της Φρίντας, / της Σύλβιας της Ιωάννας, / και όλων των άλλων γυναικών / αθόρυβα αφήνουν πίσω τους τα χνάρια / από μικρά παπούτσια, / που γρήγορα εξαερώνονται στον χρόνο».
«ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ»
Εν αρχή ην Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ (Νέα Πορεία 2006): υπογραμμίσεις απ’ αυτή τη συλλογή (σε παρένθεση ο τίτλος του ποιήματος και η σελίδα)  
«Η μαμά μου φορούσε όμορφα καπέλα / με ζωντανά ακέφαλα παγώνια να μαλώνουν… Κι εγώ ήμουν αξιολάτρευτη / στα άσπρα ντυμένη / έτρωγα κέικ από μοναξιά / σ’ ένα ετοιμόρροπο, καθόμουνα μπαλκόνι. / Ύστερα η μαμά χάθηκε μες τον καθρέφτη / ο μπαμπάς αγάπησε ένα πουλί και πέταξε, / ο αδελφός μου παντρεύτηκε τη Νύχτα και το μπαλκόνι μου κατέρρευσε στη θάλασσα» (Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ, σελ. 7)
«Όταν μπαίνεις μέσα μου, / το πάπλωμα γεμίζει ρύζι και γαλάζια αυγά. / Μα την ίδια στιγμή, / μια πόρτα με θόρυβο ανοίγει, σε κρύο διάδρομο, / σε άδειο σπίτι. / Στην οδό Αγίου Δημητρίου ένα κοριτσάκι μου γνέφει λυπημένα» (ΟΤΑΝ ΜΠΑΙΝΕΙΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ σελ. 10)
 «Ροτόντα. /Μεσημέρι προς βράδυ. / Ψιχαλίζει μικρά πουλιά. / Δεν μ’ αγγίζεις. / Είσαι ολόκληρος μέσα μου» (ΡΟΤΟΝΤΑ σελ. 15)
«Στην αρχή συνέβαινε μονάχα στα όνειρα. / Κάποιος άνοιγε την πόρτα του κορμιού της / και γλιστρούσε μέσα του. / Ποτέ δεν του παραχωρούσε από μόνη της το κλειδί της μυστικής κρύπτης. / Όμως αυτός το ανακάλυπτε, μια ελιά στον αριστερό της ώμο / ή ένα μικρό δελφίνι κάτω απ’ τον ομφαλό… (ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ σελ. 17)
«Γυναίκα ήταν τάχα ή σύννεφο, / ή άδεια βάρκα στο τυφλό ποτάμι; Γυναίκα ήταν. / Παλιά. /  Ώσπου ένα βράδυ: / Μαμά, γιατί χτυπάει η βροχή στο τζάμι; (ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΣΥΝΝΕΦΟ σελ. 20)
«Μόνο γυναίκα αν ήμουν, / αρχέγονη, μυστική, / πήλινη / διονυσιακή / κογχύλι, / γονιμότητα / αγγείο και ηχείο, / αν ήμουν. / Όμως ούτε γυναίκα είμαι, ούτε ψάρι μα και τα δύο μαζί» (ΓΥΝΑΙΚΑ-ΨΑΡΙ σελ. 23)
«Όλοι οι μνηστήρες φορούν την ίδια μάσκα / τραγόμορφοι σκύβουν πάνω μου και με χαϊδεύουν / με δάχτυλα γεμάτα δαχτυλίδια… και το όνομά μου Πηνελόπη / και δεν έχω δική μου ούτε στεριά, ούτε νησί, ούτε πόλεμο να πολεμήσω, / ούτε Δούρειο Ίππο να κρυφτώ…» (ΠΗΝΕΛΟΠΗ σελ. 25)
«Μεσάνυχτα. / Δώδεκα φαλακροί καλόγεροι σε ψάχνουν μες στη νύχτα. / Φορά το γυάλινο γοβάκι σου και πήδα στο κενό. (ΣΤΙΓΜΗ-ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ σελ. 28)
 «Για πάντα όπως ποτέ. Ποτέ σου δεν μ’ αγάπησες. / Ή ήταν οι μεταξωτές κλωστές αράχνης / που μας μπέρδεψαν και πάλι; (ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ σελ. 41)

Στη συνέχεια επιλογές αφορισμών από ιστορίες γυναικών στη συλλογή Η ΑΛΕΠΟΥ και ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ (Γαβριηλίδης 2009): (σε παρένθεση ο τίτλος του ποιήματος και η σελίδα):  
«Πρώτα βγάζει το πουκάμισο / μετά το αστραφτερό χαμόγελο έχει σειρά η φούστα / ύστερα το μεσοφόρι από δαντέλα. / Ντύνεται ολόκληρη το κόκκινο κραγιόν / Έξω η νύχτα βάφει με πινέλο μαύρο το σκοτάδι της (ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ Ι σελ. 15)
«Γυναίκα σε καθρέφτη. / Φοράει μαύρες κάλτσες / νυχτερίδες στο χιόνι του κορμιού της. / Ένας άνδρας στέκεται κοντά της… / Δεν μπορεί να δει το τρίγωνο του φόβου της / τα ελάφια των ματιών της / τα σπαρταριστά περιστέρια των δαχτύλων της. / Όπως κάθε βράδυ / τελευταία αποχωρούν τα χέρια του» (ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ ΙΙ σελ. 16)
«Η Γυναίκα ξαναγύρισε. / Κόκκοι σκόνης αιωρούνται στο τραπέζι… / Όλα είναι ίδια όπως παλιά. / Κανείς δεν παρατηρεί / τη γαλάζια λουρίδα ουρανού πάνω στα μαύρα της μαλλιά (ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ σελ. 17)
 «Είμαι μόνο μια γυμνή γυναίκα / γυμνή πάνω σ’ ένα σαλιγκάρι…/ Βαδίζω στα σκοτάδια κι ανιχνεύω / πολύτιμα αυγά χελώνας / που αστράφτουνε λευκά.…» (ΕΜΕΙΣ σελ. 33)
«Φοράει πάντοτε μια μάσκα. / Το πρόσωπο αδιάκοπα αλλάζει / μισό φως μισό σκοτάδι / μισή γέννα μισή θάνατος / άλλοτε νυχτερίδα άλλοτε νερό των αστεριών / χύνεται βουρκωμένη / αέναα γλιστράει στην αδιάκοπη ροή κρύβεται η αλήθεια της… (Η ΓΥΝΑΙΚΑ σελ. 34)
«Φρίντα, κόκκινη λυπημένη / Φρίντα ελάφι και Φρίντα φωτιά / αυτή η κόκκινη καρδιά / παλλόμενη, ολοζώντανη μπροστά  σου / δεν είναι πια δική σου, είναι δική μας» (ΣΤΗΝ FRIDA KAHLO σελ. 35)
«Άννα Ο. βάφτισαν το σώμα σου / τις άγριες επιθυμίες σου κοράκια / το βάραθρο στο ίδιο το κορμί σου / το φόβο να πεθάνεις μόνη…» (ΑΝΝΑ Ο. σελ. 36)
«Με χαϊδεύεις / Ύστερα έρχεσαι. / Όπως ποτέ. / Όπως ξανά. / Στο πιο κρυφό δωμάτιο του κορμιού μου» (ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ σελ. 40)
«Αστραπή / ύστερα κεραυνός. / Στα ακροδάχτυλα του πόθου μαλακή βροχή» (Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ σελ. 41)
«… μια γυναίκα, ένας άνδρας / αυτός άπλωσε το χέρι, / ένα άγγιγμα στο μάγουλο, / τόσο απλό τόσο πολύπλοκο / τόσο ανεπανάληπτα παλιό. / Το χέρι σου στο πρόσωπό μου» (ΤΑ ΑΓΓΙΓΜΑ σελ. 43)

Κι άλλες επιλογές αφορισμών από ιστορίες γυναικών στη συλλογή ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ (Γαβριηλίδης 2012): (σε παρένθεση ο τίτλος του ποιήματος και η σελίδα): 
 «… ένα φίδι ξεπήδησε από παλιά βιβλία / η γυναίκα φοβισμένη σκέπασε το φύλλο της / ένα ξύλινο φέρετρο με ζώα και πουλιά / διασχίζει τη βροχή / ο άνδρας τρέχει σ’ έναν βάλτο / η γυναίκα πονάει, γεννάει ένοχα παιδιά / μια μέρα ανακαλύπτουν ένα μισοσβησμένο αστέρι και το τρώνε…» (Η ΘΥΣΙΑ σελ. 20)
«Στα σκηνικά υπήρχε πάντα μία λάμπα που τρεμόσβηνε / κι ένα γραμμόφωνο που έπαιζε / ένα φθαρμένο τραγούδι εγκατάλειψης / Αυτή ήταν πρωταγωνίστρια / μόνο που πάντα έπαιζε ρόλους δεύτερους / συνήθως ενός δένδρου που στο τέλος καίγεται…» (Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ σελ. 23)
«Η στάση είναι έρημη / μια γριούλα Κλωθώ πλέκει ασταμάτητα / κι έχει ένα σκύλο με τρία κεφάλια κατάμαυρο στα πόδια / Ξάφνου την ομίχλη σκίζει ένας ποδηλάτης / μήπως είσαι εσύ; Ταυτόχρονα σχεδόν μία γυναίκα με άσπρο νυφικό / ετοιμάζεται να πέσει απ’ το μπαλκόνι / μήπως είμαι εγώ;» (ΣΤΗ ΣΤΑΣΗ σελ. 26)
«Έτσι ακέφαλη η γυναίκα κυκλοφορεί από κρεβάτι σε κρεβάτι / Σχεδιάζει χάρτες, συλλέγει μύθους / «η πιο σύντομη θλίψη είμαστε εμείς» λέει ένας σκορπιός που περπατάει αιώνια / στα χαλάσματα» (ΘΛΙΨΗ σελ. 31)
«Αυτή χαμογελούσε τρυφερά / όπως νανουρίζουμε τον πόνο / «Αχ, εσείς οι ποιητές» αναστέναξε βαθιά «με τα μαυσωλεία ποιήματα κοροϊδεύετε τον χρόνο» / Έβγαλε το μαύρο της φουστάνι / κι όλο το τώρα κύλησε μεταξωτό στο πάτωμα / Κι ύστερα τον οδήγησε στην πιο αρχαία κιβωτό / Το ολόγυμνό της σώμα» (Η ΚΙΒΩΤΟΣ σελ. 49)
«Πάνω στα τσιγκέλια / κρεμασμένες / ωμές και ψόφιες / οι μέρες της ζωής μας / Ο κρεοπώλης χρόνος τρίβει τα χέρια με χαρά» (ΟΙ ΑΔΕΙΕΣ ΜΕΡΕΣ σελ. 52)

Κι άλλες επιλογές αφορισμών από ιστορίες γυναικών στη συλλογή ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ (Γαβριηλίδης 2014): (σε παρένθεση ο τίτλος του ποιήματος και η σελίδα): 
«Το να συντηρεί κανείς κατεψυγμένους έρωτες / είναι κι αυτό μια τέχνη όπως το καλλιγράφου… Έτσι κι αλλιώς τίποτα ποτέ δεν αποτρέπει / εκείνο το θανάσιμο άλμα στο κενό» (Η ΚΟΝΣΕΡΒΑ σελ. 13)
«Κι εκεί γύρω στις πέντε το πρωί / μες στο αμνιακό υγρό της ποίησης / όλα θα ζωντανέψουν ξαφνικά / ο πόνος της αποκοπής / ο ομφάλιος λώρος σκουλήκι / η μητέρα χωρίς φύλο / ο πατέρας με τα πλαστικά γάντια / η μυρωδιά του αιθέρα / το διπλό άλμα του ακροβάτη / Τότε και μόνο τότε / μπορείς να γράψεις για το τίποτα» (ΤΟ ΚΕΝΟ σελ. 18)
 «… μία γυναίκα με μαύρο κότσο / ζωγραφίζει έναν άνδρα που προδίδει, / ταυτόχρονα κάποιος κόβει το αυτί σε μια πόρνη / μια ποιήτρια γράφει σ’ έναν Κώστα / ένας Κώστας σε μια Μαρία που βήχει… / γιατί πάντα μέσα από ένα παράθυρο / το δάσος μοιάζει πιο γοητευτικό / καθώς βυθίζεται στη θάλασσα» (ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ σελ. 30)
 «Υπήρξε λάθος του κατασκευαστή απ’ την αρχή / Ο Κήπος ήταν ναρκοθετημένος με μήλα / που εύκολα αναφλέγονταν / Η κιβωτός είχε ρωγμές και βούλιαζε / Η ποσότητα ελπίδας που διοχετεύτηκε στην αγορά ήταν ελαττωματική… (Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΒΕΒΑΙΗΣ ΗΤΤΑΣ σελ. 34)
«Αν τελικά σας καταπιεί η νύχτα / κι αυτό που λέμε αγάπη / είναι μόνο ένας σπασμός μέσα στο σύμπαν / Δεν πειράζει. / Έτσι κι αλλιώς πάντα με τη σκιά μας / πλαγιάζουμε τις νύχτες» (ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ σελ. 43)

Κι άλλες επιλογές αφορισμών από ιστορίες γυναικών στη συλλογή ΟΙ ΟΜΟΤΡΑΠΕΖΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΓΗΣ (Γαβριηλίδης 2016): (σε παρένθεση ο τίτλος του ποιήματος και η σελίδα): 
«Θέλω να μάθω, την ρωτάει / πώς οι γυναίκες απορροφούν / πώς αγαπιούνται σε χάλκινο καθρέφτη / κι ύστερα αποσύρονται κοχύλια… Θέλω να μάθω πώς ο αγαπημένος μπορεί να είναι γιος και εραστής / πατέρας, βασιλιάς, / τυφλός χρησμός, πρησμένη θηλιά / βήματα με μπαστούνι / ξένος που ξέχασε το αίνιγμα…» (ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ σελ. 23)
«Την λένε Αντιγόνη και ήρθε να θάψει τον αδελφό της. / Και από πού κι ως πού ακούει σ’ αυτό το όνομα; / Έβαλε το σώμα της ασπίδα απέναντι στα βέλη και στ’ ακόντια του εχθρού; / Έγινε η μάνα και ο πατέρας του, όταν αυτοί τον εγκατέλειψαν; / Ή έφυγε από το σπίτι στα δεκαοκτώ και τον άφησε κι αυτή; Καλύτερα να την ονομάσετε Άννα ή Μαρία. / Και ετοιμάστε τις πρέπουσες τιμές για τον νεκρό (ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ σελ. 34)
«Οι αδελφές μου είναι στοργικές. / Κάθονται πάντα δεξιά και αριστερά μου. / έχουν τα μαλλιά τους σε κότσο σφιχτό / απαγορεύουν την αιμομιξία… Μα μια στιγμή δεν είχα ποτέ αδελφές / Αφού από πάντα μου υπήρξα / μοναχοκόρη των δακρύων» (Η ΜΟΝΑΧΟΚΟΡΗ ΚΟΝΣΤΑΝΣ σελ. 46)
«Στη διάρκεια κάθε ποιήματος / η κυρία Τόμσον γερνάει περισσότερο / το πρωί τα σεντόνια έχουν ρυτίδες… Έξω λυσσομανά ένας λύκος θύελλα / βρέχει σάλια από τα τεράστια του σαγόνια / τα δόντια του αστραπές φωτίζουν το σκοτάδι… Μα τι λέω, μέσα στη νύχτα πώς μονολογώ / Αυτό είναι απ’ άλλο παραμύθι» (Η ΚΥΡΙΑ ΤΟΜΣΟΝ ΠΟΥ ΖΕΙ ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ σελ. 47)
«Γίνομαι κολλαριστή για να μ’ αγαπήσεις. / Ένας αιώνας πέρασε και ακόμα δεν με κοιτάς / όταν γδύνομαι μπροστά σου» (ΤΑ ΚΟΜΟΔΙΝΑ του κυρίου και της κυρίας ΝΙΚΟΛΣΟΝ σελ. 49)
«Μα τι περιμένουν οι γυναίκες με τα λευκά σκουφάκια / τα μαύρα φουστάνια, τις άσπρες ποδιές, / ποια άφιξη, ποια επιστροφή; / Μόνο το θρόισμα θα μείνει από τον ποδόγυρό τους ίσως κι ένα όνειρο βαμβακερό / που να σκαλώσει πρόλαβε στο ράμφος πελαργού (ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΡΟΟΥΝΤ σελ. 68)

Και τέλος κάποια αποσπάσματα  από ιστορίες γυναικών στη συλλογή ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΝΤΕΣΠΕΡΕ (Πόλις 2018): (σε παρένθεση ο τίτλος του ποιήματος και η σελίδα): 
«Γι’ αυτό σου λέω, Μαρία, σήμερα που έχει ήλιο / άπλωσε τα δάκρυά σου μπουγάδα να στεγνώσουν / Κανείς θνητός δεν πέθανε ποτέ / από θνησιγενές φιλί» (ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ σελ. 14)
«Μου έλεγε πως είμαι η Μοίρα του, / Κλωθώ με αποκαλούσε, Γυναίκα-Λάζαρος του έλεγα είναι το όνομά μου / δεν μπορώ, μου είπε τότε, δεν το βλέπεις / δεν μπορώ να σ’ αναστήσω / όταν ένα κομμάτι μου λαχταράει τόσο να πεθάνει» (ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΛΑΖΑΡΟΙ σελ. 20)
«Φορούσε ολόσωμες σκιές μέχρι το γόνατο. / Μου υποσχέθηκε γάμο δι’ αντιπροσώπου. / Μου έγραφε κιτρινισμένα γράμματα. / Αγαπημένη Μιλένα, με προσφωνούσε. / Ειλικρινά δικός σου, ο μικρός σου Φραντς…» (ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΡΑΣΤΕΣ ΙΙΙ Φραντς Κάφκα σελ. 24)
«… ενώ την ίδια ώρα σ’ άλλη πόλη / μια ποιήτρια ετοίμαζε την τελευταία της πτήση… Και κάποιος είπε / έναν μόνο στίχο προλάβαμε ν’ αρθρώσουμε / πριν μας καταπιεί το σκοτάδι» (ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ σελ. 32)
«Όταν έμεινε μόνο ο υπαινιγμός στους τοίχους / η κυρία Γουότερμπριτζ / διέσχισε την άβυσσο του δωματίου / και μόνη σέρβιρε τσάι για έναν στο σαλόνι» (Η ΚΥΡΙΑ ΓΟΥΟΤΕΡΜΠΡΙΤΖ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ σελ. 37)
«Μου αρέσει να χτενίζω τα μαλλιά μου. / Όμως δεν έχω πια μαλλιά, δεν έχω νύχτες» (Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΓΕΡΝΑ σελ. 45)
«Στη φωτογραφία υπήρχαν τα κορμιά / με μια τρύπα μηδενικό στη θέση των προσώπων. / Μου απέμεινε η μητέρα. / Απέκτησε μάλιστα οδηγό μαγειρικής. / Μαγειρεύει πια θεσπέσια δείπνα για έναν στην κουζίνα (ΟΔΗΓΟΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ σελ. 51)
«Συναντούσα γυναίκες που προσπαθούσαν / ν’ ανεβάσουν το φεγγάρι / απ’ το πηγάδι με σκοινιά, / άλλες που για να φορέσουν το φουστάνι / πηδούσαν μέσα στην ντουλάπα, / και κάποιες που έκλαιγαν προκαταβολικά / για τη βαλσαμωμένη τίγρη-χρόνο / που θα τις καταβρόχθιζε» (ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ σελ. 52)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου