Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Δραπέτη παρελθόντος χρόνου νομίζεις ότι ταξιδεύεις; Είσαι ακόμη στο λιμάνι, τίναξε τη σκόνη απ’ τα φτερά σου

Χάρτης Ναυαγίων είναι ο τίτλος της 5ης ποιητικής συλλογής της Έφης Καλογεροπούλου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος – Σειρά Ποιείν. Η περιπέτεια ξεκίνησε με τα Σκεύη Ταξιδίου από τις εκδόσεις Ενδυμίων το 2008. Μεσολάβησαν οι συλλογές Ήχος από Νερό 2010, Άμμος 2013 και Έρημος όπως Έρωτας. Δεμένη από λέξεις, με λέξεις στο κατάρτι της μοίρας η ποιήτρια, άνοιξε τα πανιά της σε θάλασσα άγρια από λέξεις και ταξιδεύει… «Μετράω αποτσίγαρα ερώτων εφήμερων, Σφραγίζω με μελάνι όλα τα νυχτερινά τυπογραφεία της ψυχής… Επιβάτης και μηχανοδηγός ενός τρένου που το βαγόνι του διασχίζει τους συρμούς του εικονικού σας κόσμου, στρέφω στο τζάμι το κεφάλι μου, δεν με βλέπετε, σας βλέπω… Δεν ζω Διανυκτερεύω» (από την κατακλείδα στο ποίημα ΜΙΑ ΠΡΑΞΗ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ)  Τι είναι, λοιπόν, εκεί στο βάθος του πνιγμού, όπως θα ρωτούσε ο Ρίτσος. Στη δική του σκηνή ναυαγίου, στη Σονάτα Σεληνόφωτος, έκπληκτος ανακαλύπτει: «κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, απρόοπτες συναντήσεις και χθεσινά και μελλούμενα, μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας…». Με τη σειρά του ο Χάρτης Ναυαγίων της Καλογεροπούλου έχει στο δικό του Βυθό, ανάμεσα σε τόσα άλλα,  απρόοπτες μεταμορφώσεις σιωπών!.. «Η Σιωπή είναι άβυσσος, έρημος και φωτιά… Σιωπή το πριν και το μετά, η λύπη η κραυγή η αφωνία μαζί και χωριστά…» μας λέει στο ποίημα Βυθός (σελ. 39). Και συνεχίζοντας τους προσδιορισμούς της πολυδαίδαλης σιωπής γράφει στο ίδιο ποίημα: «το καλό και το κακό σιωπή και το νερό το τρεχούμενο στο μονοπάτι της λήθης, σιωπή το κύμα το παλιρροϊκό της ασίγαστης ελπίδας, η τρυφερότητα που καίει και κλαίει, το Είναι και το Μηδέν σιωπή, τα γράμματα και οι αριθμοί οι λίμνες και της ζωής μας τα αποσιωπητικά…». Στην Αγωνία με τις 4 Γωνίες (σελ. 23) ξεπετάγονται χέρια σιωπής: «χέρι της φωνής της σιωπής της κραυγής της μνήμης  χέρι της ζωής της φυγής της γραφής, χέρια δάκτυλα δίχτυα». Σ’ άλλο ποίημα «σιωπές στρώνει τώρα το ανεξάντλητο, απαντήσεις σε ερωτήσεις βουβές» (Με Νερό και σκοτάδι σελ. 15) ενώ, λίγο πριν την κορύφωση των Μεταμορφώσεων, στη Φάρσα (σελ. 47) μας πληροφορεί πως, τελικά, πρόκειται για «ένα χαρτόκουτο δεμένο με μια κορδελίτσα που η βαρύτητα το λύνει». Αυτές οι διακυμάνσεις της σιωπής είναι ένα σημείο στο Χάρτη των Ναυαγίων, «διακυμάνσεις του αόριστου και του τετελεσμένου μέλλοντα στην άμπωτη και την παλίρροια των νερών εκεί που ρήματα καταρρέουν αβοήθητα σε αβυσσικά πεδία και κραυγές βυθίζονται σε εκκωφαντική σιωπή, του γυροσκόπου γίνονται  απελπισμένο μάτι… κύμα φλεγόμενο και απόκοσμη αλήθεια, σμήνος φωνών και αυθάδης στοχασμός όπου εκπνέει αργά πολύ αργά η ανάσα του δαιμονισμένου χρόνου» (Μεταμορφώσεις σελ. 57). Μέλλοντας κι Αόριστος είναι οι χρόνοι της Σιωπής με εύφλεκτα υλικά που «αφέθηκαν σε μια αιώνια στοχαστικότητα παγιδεύοντας στην ανάσα τους κάθε σφιγμό ζωής…» (Χρόνος Αόριστος σελ. 37).  Σημείο αμφιλεγόμενο και οι ψυχικές διακυμάνσεις των ταξιδιωτών στο Χάρτη Ναυαγίων. Άγγελοι Ναυαγίων και Ληστές αθωότητας αποκαλούνται από την ποιήτρια που μας τους παρουσιάζει λέγοντας: «Κοιτάξτε τους! Πόσο στοργικά χαρίζουν ετούτα τα φτερά της σιωπής που φύτρωσαν στα βράγχια τους στους τωρινούς αγαπημένους τους. Και δώστε τους πίσω λίγη απ’ την αθανασία σας» (Άγγελοι Ναυαγίων σελ. 49). Η «Ιθάκη» σ’ αυτό το ταξίδι είναι το Ποίημα, καλό τέλος στην αναζήτηση ναυαγίων σιωπών!..   «Ναι θα μπορούσε είναι ενδεχόμενο… όλα να σαρωθούν στο χρόνο… να υποκλιθούν στον παροξυσμό των έντιμων σωμάτων, το ανεπίδοτο αιχμάλωτο να μείνει… η απειρότητα της φύσης να κερδίσει…» (Έγινες Ποίημα σελ. 81). «Αιωνιότητα» είναι ο τίτλος του τελευταίου ποιήματος της συλλογής, στο οποίο η ποιήτρια αναρωτιέται: «Ποιο κέρδος, ποια ζημιά; Το νόημα είναι η απουσία νοήματος, οι σταγόνες νερού σημαίνουν ξηρασία, ο καρπός που ανθίζει τρέφεται με αίμα…» (Αιωνιότητα σελ. 83).  Στη συνέχεια, ανάμεσα στα ποιήματα που ανθολογούνται,  εντοπίζονται στο Χάρτη και άλλα σημεία/ θησαυροί Ναυαγίων και αποδελτιώνονται στίχοι που δίνουν το στίγμα τους και την αξία τους [ART by    Duy Huynh Dreamer surreal art]


ΣΦΑΛΜΑ ΤΥΧΑΙΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ (σελ. 29)
Είμαστε η χαμένη δυνατότητα
οι λέξεις που δε γίναμε
τα παιδιά που πέφτουν απ’ τα όνειρά μας
ξημερώματα
οι δρόμοι τα αδιέξοδα και οι ατέλειωτες
χειρονομίες τους
οι άδειες θέσεις δίπλα στου τρένου
το παράθυρο

Είμαστε το λίγο
του χρόνου το ελάχιστο

Το ολομόναχο του κόσμου
είμαστε
η σκόνη του σκοτωμένου χρόνου

ΧΡΟΝΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ (από τη σελ. 37)
Κανένα νόημα
θα μπορούσε
αλλά δεν
ό,τι δεν
δεν θα

Έμεινε μόνο ένα μούδιασμα στα πέλματα
μια μισοτελειωμένη κίνηση που άδειασε από αίμα
και λέξεις αμήχανες να αιωρούνται
πάνω από διάφανο κενό
που το παρέσυρε παράξενος αέρας.
Ύστερα έγιναν λάβα
παγωμένη
τα εύφλεκτα υλικά τους ξεχάστηκαν
αφέθηκαν σε μια αιώνια στοχαστικότητα
παγιδεύοντας στην ανάσα τους κάθε σφυγμό ζωής
η μικρή πολυτέλεια της ακινησίας
έθρεψε κάθε τους κίνηση

Η θερμοκρασία έπεσε. Το ξέρω.

Ο αόριστος χρόνος αιμορραγεί
και διαλύεται στο υγρό χειρόγραφο της μέρας
ό,τι δίνει ζωή στο άγραφο επιστρέφει
από τον κόσμο της σιωπής και μας χρεώνει

Μοιάζει τότε επιστροφή η αναχώρηση
και αρχή ξανά το τέλος.

ΒΥΘΟΣ (σελ. 39)
Η σιωπή είναι άβυσσος
έρημος και φωτιά
σιωπή το πριν και το μετά
η λύπη η κραυγή η αφωνία
μαζί και χωριστά
το Καλό και το Κακό σιωπή
και το νερό το τρεχούμενο
στο μονοπάτι της λήθης
σιωπή το κύμα το παλιρροϊκό
της ασίγαστης ελπίδας
η τρυφερότητα που καίει και κλαίει
το Είναι και το Μηδέν σιωπή
τα γράμματα οι αριθμοί οι λίμνες
και της ζωής μας τα αποσιωπητικά
`
Κι ακόμη τα χέρια μου μες στα δικά σου
κι ο τρόμος του πυροβολισμού που βρίσκει στόχο
σιωπή κι άλλη σιωπή ο αιφνιδιασμός
κι ακόμη πιο πολύ
εκείνη η ησυχία των μέσα μας σελίδων

ΜΙΚΡΕΣ ΟΔΥΣΣΕΙΕΣ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ  ΣΕ ΤΥΧΑΙΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΑΠΟΝΤΩΝ: «Κατοίκησε απόψε της λέξης μου το αόρατο κλουβί, δέξου με, άφησέ με να σε αιχμαλωτίσω» (Επίκληση Β σελ. 69)
Βασικό στοιχείο στο Χάρτη Ναυαγίων είναι οι διαδρομές λέξεων.  Με τις λέξεις ανοίγουν τα πανιά του καραβιού στην άγρια θάλασσα, με τις λέξεις αρχίζει και τελειώνει η δοκιμασία των διαδρομών για τη συνάντηση με τον άλλον. Λέξεις εκμηδενίζουν τις αποστάσεις… «Για να συναντηθούμε πρέπει να διακινδυνεύσουμε την απόσταση του άλλου… ντυμένοι μυθιστόρημα… έρποντας ή ακόμα και στα τέσσερα, δοσμένοι σ’ ένα ανομολόγητο παιχνίδι πένθους αφής σφαγής…» (Δοκιμασία σελ. 21). Η Οδύσσεια των διαδρομών έχει Λαιστρυγόνες  Κύκλωπες, συμπληγάδες και αδιέξοδα… «Καθένας προχωρά πεζός δίπλα στο ά-λογό του κι έχει γεμίσει πεζούς η πόλη  ά-λογα και χαλινάρια» (Δαίμονες σελ. 25). Οι ταξιδιώτες αφήνουν πίσω τους σκόνη, «σκόνη του σκοτωμένου χρόνου». Έχουν επίγνωση των λαθών και της προσωπικής ήττας:  «είμαστε η χαμένη δυνατότητα, οι λέξεις που δεν γίναμε, τα παιδιά που πέφτουν από τα όνειρά μας ξημερώματα, οι δρόμοι, τα αδιέξοδα και οι ατέλειωτες χειρονομίες τους, οι άδειες θέσεις δίπλα στου τρένου το παράθυρο» (Σφάλμα τυχαίας Διαδρομής σελ. 29). Η πινακίδα στις διαδρομές… «αστραπές εκτροπές παρεκτροπές στον ακάλυπτο» γράφει: «Δρόμος Απόντων»: «Ό,τι ήθελε να ζήσει είχε ένα ξεχασμένο όνομα πριν το τέλος, κάθε ομορφιά του φαινόταν περιττή κι ο έρωτας μια πρόβα θανάτου με προπληρωμένο τέλος» (σελ. 33). Λέξεις αμήχανες αιωρούνται πάνω από διάφανο κενό Χρόνου Αόριστου: «Ο αόριστος χρόνος αιμορραγεί και διαλύεται στο υγρό χειρόγραφο της μέρας ό,τι δίνει ζωή στο άγραφο επιστρέφει από τον κόσμο της σιωπής και μας χρεώνει. Μοιάζει τότε επιστροφή η αναχώρηση και αρχή ξανά το τέλος» (σελ. 37). Η αναζήτηση είναι αδιάκοπή και χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Το δαιμονικό χτύπημα των πλήκτρων ως τα ξημερώματα ξεκλειδώνει τελικά το θρήνο των λέξεων και «κάθε επιθυμία καταρρέει υπό το βάρος της συνείδησής της…» (Νυχτερινό Α σελ. 41). Τότε ακούς μόνο τον ήχο που κάνει η «ταμειακή μηχανή συναισθημάτων» που κόβει αποδείξεις λέξεων σιωπής που εγείρουν ερωτήματα «Ποιος έφυγε; Ποιος μένει πίσω; Τίποτα δεν ξέρω. Βλέπω δρόμο μόνο δρόμο και μια γη επίπεδη που έγινε σκοτάδι από πέτρες και… γκρεμισμένες λέξεις» (Μικρές Οδύσσειες σελ. 45). «Υγρασία της μνήμης» είναι οι λέξεις, «ίχνη πελμάτων, ανεμοδαρμένες τρυφερές σκιές», «φλοίσβος φωνών στις φλόγες», «οι λέξεις με τα χαμηλωμένα μάτια» που υποκλίνονται «στον παροξυσμό των σωμάτων»: «να μη θέλεις να θυμηθείς και να θυμάσαι, θάλασσες να έρχονται να φεύγουν να θυμάσαι… νερά ν’ ανοίγουν να κλείνουν την αυλαία, να αποσύρονται δίχως να στερεύουν, να επιστρέφουν ξανά και ξανα και ξανά…» (Υγρασία της Μνήμης σελ. 65). Όλα τελικά είναι λέξεις και αποσιωπητικά: το πολύ, το λίγο, τόσες μέρες τόσα χρόνια,  ορφανές υποσχέσεις, η φωτιά και το νερό, άβυσσος, περιπλάνηση, ένας διαρκής επιτάφιος θρήνος, στάχτες και ερείπια,  η θάλασσα κι ο Ωκεανός, το Ποίημα και η Αιωνιότητα «Οι λέξεις βάρυναν και πέφτουν χωρίς ιδιοτροπία, η μνήμη τους δεν τις ενώνει… Με στάχτες θα τραφεί η περιπλάνηση και η ελπίδα απ’ το μηδέν θ’ αρχίσει» (Αιωνιότητα σελ. 83)      

ΩΚΕΑΝΟΣ (από τη σελ. 51)
Κι άξαφνα μια ανησυχία μην πάθεις κάτι
μη λείψεις μη φύγεις ξαφνικά γιατί είσαι
όλα τα γράμματα λέξεις κι αποσιωπητικά το λίγο
το πολύ και ό,τι περισσεύει η φωτιά και το νερό
που τη σβήνει ναι είσαι όλα ακτή και θάλασσα
η ίδια η ελπίδα που χαρτοπαίζει ανακατώνοντας
αδέξια τα τραπουλόχαρτα της κάθε μέρας τόσες
μέρες τόσα χρόνια  το ίδιο το σάστισμα όταν
νυχτώνει κι αργείς και δεν ξέρω που είσαι
και ποια αιχμαλωσία ετοιμόρροπη κατεδαφίζεις
και πόσο αδιάφορα και τρύπια είναι τα σκοτάδια μου
χωρίς εσένα και ορφανές οι υποσχέσεις στάχτες
και ερείπια
Κι άξαφνα μια αγωνία μην πάθεις κάτι μην λείψεις
ξαφνικά μην φύγεις με σκοτεινιάζει και γαβγίζει
μέσα μου σαν λυσσασμένος σκύλος που τρελαίνεται
και τότε τρέχω τρέχω να ξεφύγω και φτάνω
σε κάτι παιδικά χαλάσματα και κρύβομαι
ανάμεσα στις κουκουβάγιες –να τη μία αλλάζει
θέσεις εδώ κι εκεί πάνω στη μάντρα –κι εγώ
πάνω σε φύλλα κίτρινα που γίνονται γρανάζια
σκόνης και σιωπής
Κι όταν σε βλέπω να σου χαρίσω θέλω πάντα
αυτή τη μικρή γέφυρα  ένα κόκκινο χειροποίητο
λουλούδι από το αίμα μου να ρίχνεις πάνω
απ’ τα δύσκολα και να περνάς άγγελος καλός
να γίνομαι μόνο για σένα γιατί ο ουρανός σου
είναι το σπίτι μου και το κατώφλι του εκεί που
η κάθε πράξη μου ξεπλένει απ’ τα πόδια της τη λάσπη

ΜΙΑ ΠΡΑΞΗ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ (στον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου – σελ. 53)
Διανυκτερεύω. Άδειες πλατείες. δρόμοι έρημοι,
γήπεδα, οξειδωμένοι από βροχή σταθμοί, λιμάνια
χαμένα στην αχλή του αποχαιρετισμού.
Πού πάω, τι γυρεύω, έτσι βαδίζοντας ανάμεσα
στην πυκνή καταραμένη βλάστηση των μπλουζ,
σ’ ένα ανορθόδοξο σαφάρι, κι ύστερα σπαραχτικά
βουλιάζοντας σ’ αυτή την πανάρχαια πολυθρόνα
που λικνίζει τους νεκρούς της, νεκρός κι εγώ,
περαστικός, αζήτητος, λευκός.

Για μιαν ελευθερία ένα σώμα, κορμί ζεστό
την ώρα που γέρνει σ’ άλλο σώμα, την ώρα που
στραγγίζει απελπισία και λιγοστεύει η μοναξιά
του ανθρώπου, εκεί που παραμονεύει ο κίνδυνος,
που κλείνει πονηρά το μάτι και χαμογελά η απώλεια.
Μια πράξη απόγνωσης τίποτα περισσότερο,
πείνα όχι έρωτας, μούδιασμα όχι χάδι, ουρλιαχτό
ανάγκη, δίχτυ σχισμένο, τρυφερότητα, κάτι άγριο
να ψάχνω να με ψάχνεις. Απόκληροι. Παράφοροι.
Ρημαγμένοι. Ετοιμόρροποι. Ανέφικτοι κι οι δύο.

Όχι, δεν έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Πράξη
απόγνωσης είπα, τίποτα περισσότερο, κι έφυγα.
Το γνώριζα το ανέφικτο. Το μύριζα. Λυγμός είναι,
συνεχιζόμενος πνιγμός. Νύχτα που ξερνάει
όσα βαστούμε και καίει τα ξημερώματα
ό,τι απόμεινε. Ασάλευτη. Αδυσώπητη. Σκληρή

Μετράω αποτσίγαρα ερώτων εφήμερων.
Σφραγίζω με μελάνι όλα τα νυχτερινά
τυπογραφεία της ψυχής. Παιδιά πλημμυρισμένος
ταξιδεύω. Επιβάτης και μηχανοδηγός ενός τρένου
που το βαγόνι του διασχίζει τους συρμούς
του εικονικού σας κόσμου, στρέφω στο τζάμι
το κεφάλι μου, δε με βλέπετε, σας βλέπω.
Αιχμάλωτος της δικής μου ενδοχώρας,
εραστής της αθωότητας, αφοπλισμένος,
σκόρπιος, αταξινόμητος, διασκορπισμένος.
Δε ζω. ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΩ.

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ (σελ. 57)
Στις διακυμάνσεις
του αόριστου και του τετελεσμένου μέλλοντα
στην άμπωτη και την παλίρροια των νερών
εκεί που ρήματα καταρρέουν αβοήθητα
σε αβυσσικά πεδία
και κραυγές βυθίζονται σε εκκωφαντική σιωπή
του γυροσκόπου γίνομαι απελπισμένο μάτι
αντηχείο συνείδησης ζωής σε απουσία
κύμα φλεγόμενο και απόκοσμη αλήθεια
σμήνος φωνών και αυθάδης στοχασμός
όπου εκπνέει αργά πολύ αργά
η ανάσα του δαιμονισμένου χρόνου

ΥΓΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ (σελ. 61)
Αυτό είπαν οι λέξεις
αυτό που δεν είχε τέλος
διάρκεια
να μη θέλεις να θυμηθείς και να θυμάσαι
να ξεχνάς και να θυμάσαι
θάλασσες να έρχονται να φεύγουν να θυμάσαι
ευλογία της επιστροφής
νερά ν’ ανοίγουν να κλείνουν την αυλαία
να αποσύρονται δίχως να στερεύουν
να επιστρέφουν ξανά και ξανά και ξανά
ίχνη πελμάτων είπαν οι λέξεις
κάμψεις κορμών να θυμάσαι
και αθωότητες διάχυτες χαμένες
ανεμοδαρμένες τρυφερές σκιές

Φλοίσβος φωνών
στις φλόγες

Θυμάμαι νερά.
    
ΕΠΙΚΛΗΣΗ Β΄ (σελ. 69)
Της Αθανασίας μαγικό πουλί
που από ένστικτο αφήνεις το ξερό κλαδί
και  φτερουγίζεις στα πελώρια ύψη
εσύ που γενναία την πτώση μιμείσαι
του ώριμου καρπού
και σαρκάζεις το σκοτάδι
πουλί του δένδρου της ζωής
του σκοτεινού λαβύρινθου σωτήριο νήμα
που τη βαρύτητα αψηφάς
και την αυθάδη σφαίρα του κυνηγού
σε χρυσή σταγόνα βροχής μεταμορφώνεις

Κατοίκησε απόψε της λέξης μου το αόρατο κλουβί
δέξου με άφησέ με
να σε αιχμαλωτίσω

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ (σελ. 73)
Απόψε μοιάζουμε
με κουρασμένα αποδημητικά πουλιά
που έπαψαν να πετούν
κι ανοιγοκλείνουν από συνήθεια
τα φτερά στο χώμα

ΕΓΙΝΕΣ ΠΟΙΗΜΑ (σελ. 81)
Σε ψάχνω σήμερα
στις όχθες μιας ερώτησης
αύριο
στην αύρα μια απάντησης

Ναι θα μπορούσε είναι ενδεχόμενο
η δική μας εξορία να είναι το ταξίδι
το τέχνασμα της προδοσίας
η έξαψη της πτώσης η ηχώ της
όλα να σαρωθούν στο χρόνο
οι λέξεις με τα χαμηλωμένα μάτια
να υποκλιθούν στον παροξυσμό
των έντιμων σωμάτων
το ανεπίδοτο αιχμάλωτο να μείνει
της δική του προδοσίας
η απειρότητα της φύσης
να κερδίσει

Αυτή ξέρει
να φιλοξενεί όλες τις εκδοχές
ενίοτε
και Παραδείσους.

ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ (σελ. 83)
Ποια άμμος; Ποιος θάνατος; Ποιο σώμα;
Το κερδισμένο της αφής βυθίζεται στη γλώσσα
οι λέξεις βάρυναν και πέφτουν χωρίς ιδιοτροπία
η μνήμη τους δεν τις ενώνει
Είμαστε άβυσσος περιπλάνηση
ένας διαρκής επιτάφιος θρήνος
Ποιο κέρδος; Ποια ζημιά;
Το νόημα είναι η απουσία νοήματος
οι σταγόνες νερού σημαίνουν ξηρασία
ο καρπός που ανθίζει τρέφεται με αίμα
Είπε η φωνή μέσα μου
Γεννήθηκα στον αστερισμό του ανέμου
έχω καταφύγιο μόνο τον ουρανό
το κορμί μου σκορπίζω μες στη σκόνη
πενθώ για κείνο που δε χάνω
πενθώ
για κείνο που απ’ τον εαυτό του δεν εξορίστηκε
γιατί μόνο ό,τι εξορίστηκε απ’ τον εαυτό του θα χαθεί |
πενθώ
της επιθυμίας την αρχή γιατί εκεί είναι το τέλος
απομακρύνομαι απ’ των χεριών την αγριότητα
τελειώνω για να μπορώ να ξαναρχίσω
Με στάχτες
θα τραφεί η περιπλάνηση
κι η ελπίδα
απ’ το μηδέν θα ανθίσει


Η Έφη Καλογεροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963. Είναι πτυχιούχος του Φυσικού τμήματος του Παν/μίου Αθηνών και του Τμήματος Θεατρικών σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθήνας. Συνεργάτης θεατρολόγος και βοηθός σκηνοθέτη στις παραστάσεις:  Huis Clos - Κεκλεισμένων των Θυρών (2002-2003), Leonce und Lena (2004-2006) και Tο σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα (2008-2010) στο θέατρο-εργαστήριο Μαύρη σφαίρα της Τότας Σακελλαρίου. Ποίησή της καθώς και θεατρική κριτική έχει δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, ισπανικά και ιταλικά. Εργάζεται στην εκπαίδευση και ζει στην Αθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου