(…τα πλοία πάντα φεύγουν ποτέ δεν έρχονται
κι ο χρόνος ένα μαχαίρι καρφωμένο
στο
Τετελεσμένο - Εύα Μοδινού, Ηλικία της Πέτρας 2017)
Στο βυθό του αίματος λουφάζει μια λαγνεία
θανάσιμη – το Έρεβος
-Καλύτερα να μην είχα γνωρίσει ποιος
είμαι
Να μην είχα γίνει αυτό που μ’ έκανε η
Πράξη,
είπε ο Μάκβεθ
Αιώνες τώρα το κεφάλι της Γοργώς
στάζει αίμα
μα τα θηρία της αβύσσου είναι πάντα
διψασμένα
Έπειτα το πεπρωμένο το υφαίνει κανείς
τυφλός
ολισθαίνοντας από πράξη σε πράξη
σ’ έναν ορίζοντα που πλησιάζει όσο
πέφτεις
νομίζοντας πως θα φτάσεις εκεί όπου
η βαρύτητά σου θα εκτονωθεί ακαριαία
Ε κ ε ί ν ο που σε παρακολουθεί
το γνωρίζει ∙
η πτώση είναι ατέρμονη
Η καρδιά του σκότους στραγγίζει το
φως
Είναι μια μαύρη τρύπα –
έλξη πανίσχυρη αδιαπέραστου πυρήνα
πολλαπλασιάζει ασταμάτητα το βάρος
Α υ τ ό που εσύ ονομάζεις
υπόσταση
-Μην παίρνεις τόσο σοβαρά τον εαυτό
σου,
σου λένε οι θεατές που σε
παρακολουθούν
από απόσταση ασφαλείας
Δεν γνωρίζουν τί είναι αυτή η έλξη
της βαρύτητας
Τί είναι αυτή η ριζωμένη δίψα γι’
αγάπη για εξουσία
γι’ αυτονομία από τον Θεό από τους
ανθρώπους
για μια ελευθερία χωρίς όρια – το
απόλυτο πάθος
η οίηση της ύπαρξης η αρρώστια της
ψυχής
(απόσπασμα από το ποίημα Η ΕΛΞΗ ΤΗΣ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ
στη
συλλογή της Εύας Μοδινού Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ
ΠΕΤΡΑΣ 2017 με κατακλείδα το παρακάτω δίστιχο):
Α υ τ ό που υπάρχει μέσα σου
μπορεί
να σε κατασπαράξει ξαφνικά να γίνει
Ε σ ύ (συνημμένη εικόνα, γιατί…):
«Η πιο δυνατή στιγμή της ποίησης
είναι
όταν είναι αποκαλυπτική,
όταν στηρίζεται στην ενόραση.
Όταν μπορεί ν’ ακινητοποιήσει τη
στιγμή
και να διαστείλει τον χρόνο.
Τότε η μνήμη μπορεί να συνδέσει το
αίτιο
με το αποτέλεσμα αναδρομικά,
να «ξαναχτίσει» κατά κάποιο τρόπο το
παρελθόν,
τη ζωή την ίδια…»
«Την Άβυσσο
δεν τη διασχίζεις οπλισμένος
με Γνώση Δύναμη Εξουσία μονάχα
με του
ταπεινού τη γνώμη πλυμένος
μέσα στο Αίμα σου» (Εύα Μοδινού)
(λεζάντα) ΑΣΕ
ΜΕ ΝΑ ΦΥΓΩ ΜΕΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
(… έξω από το χρόνο στην απεραντοσύνη του αιώνιου…)
-Ι-
Ο πυροστρόβιλος του κόσμου λησμονιέται
στην ακίνητη ώρα
στων αηδονιών τ’ ανάλαφρα λιγνά φτερούδια
στις ύστατες μαρμάρινες χειρονομίες αυτών που φεύγουν
γιατί ο θερισμός ήρθε γοργά
αναπάντεχα ήρθε
βρήκε τα μολυβένια πύραυνα της νύχτας
να βουλιάζουν στ’ ανοιχτό μου στέρνο
του έρωτα τις ταυροκεφαλές να λαμπυρίζουν
ολόχρυσες στις σπείρες των ονείρων βαθιά
στον πέτρινό μου ύπνο έσφιγγα ακόμη
στις γροθιές το νήμα της Αριάδνης
για την αγάπη το ’χα κάποτε τυλίξει
και τώρα ξετυλιγμένο χάνεται χωρίς την άκρη
μα δεν θυμάμαι πια…
-ΙΙ-
Άφησέ με μέσα σε μια βαθιά καλντέρα
να κοιμάμαι
με τ’ ακριβό το χτένι της αγάπης
μέσα στα όνειρά μου που σαν πανιά
μαρμαρωμένα
σταθήκανε μετέωρα χωρίς ανέμους
Δεν ταξιδεύει ο ουρανός χωρίς τ’
αστέρια
μόνο οι νύχτες ατσάλινες ντύνουν
τις ώρες
στις ρίζες του γκρεμού μονάχα οι
νύχτες
σταλάζουν το μαύρο ίζημα του
χωρισμού
Μη με ξυπνάς!
Δεν είναι η Άβυσσος που με τρομάζει
είναι οι βουερές ωκεάνιες ορμές στο
στέρνο
η αιφνίδια Ορογένεση μες στην
καρδιά μου
καθώς τινάζεται με βία τρομερή ν’
ανοίξει δρόμο
το μάγμα του ρευστού μου πόθου να
κυλήσει
να πάρει σχήμα και μορφή στα ρόδινα
ιδανικά
νερά του Χρόνου
Μη με ξυπνάς!
Δε θέλω να επιστρέψω στο τριβείο
της ζωής
τόσους νεκρούς να συναντώ στην
άλικη καμπή
της μέρας
φοβάμαι την επώδυνη Κοσμογονία, την
Ψυχή μου
που πρέπει να διαβεί τον Άδη
με τη γδαρμένη μου ζωή στους ώμους
φοβάμαι το αίμα
μην τύχει και βαρύνει αιφνίδια και
ρουφηχτεί
μέσα σε κάποια σκοτεινή απύθμενη
Ρωγμή.
-ΙΙΙ-
Άσε με να βυθιστώ στον
κεχριμπαρένιο μου ύπνο
το φεγγάρι γεμίζει τόσο γρήγορα
στον πορφυρό μου ύπνο να βυθιστώ
στον ασημένιο άνεμο που πνέει μέσα
στα μαλλιά μου
σαν μέσα σε πυκνό φοινικόδασος
στον ίσκιο το βαθύ στις πικροδάφνες
με τα σπουργίτια να φτεροκοπούν στα
μάγουλά μου
Άσε με στους κήπους τ’ ουρανού να
ταξιδέψω
δεν λαχταρώ τον πόθο του Πελάγους
μονάχα αυτή την ταπεινή γωνιά
της αιώνιας γαλήνης λαχταρώ που ανθίζει
Έζησα στην πιο βαθιά μου ερημιά
χωρίς αγάπη
κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πόσο
διψούσα
πόσο κρύωνα
πόσο φοβόμουν μες στο σκοτάδι του
κόσμου
Άσε με σ’ αυτήν τη μαύρη Πέτρα
να γείρω στο χείλος του γκρεμού
είναι αργά πια έχω χάσει όλες τις
ηλικίες της νιότης
χρόνια παγώνω μέσα στ’ άλιωτο χιόνι
στην προσμονή
δεν μπορείς να μου φέρεις πίσω τις
δροσερές ελπίδες μου
νυχτώνει
τ’ αστέρια θα ’ρθουν να λύσουν τα
παλαμάρια του ύπνου
ελεύθερη θα γλιστρήσω στη σιωπή του
απείρου
χωρίς Αρχή και Τέλος
έξω από το Χρόνο
στην απεραντοσύνη του αιώνιου
δεν θα κομματιάζεται η σκέψη μου
πια
πάνω στα βράχια της τρέλας
κι η Απουσία δεν θα ’ναι μια
θάλασσα μαρμαρωμένη
ο Τρόμος με τις υλακές τις
σκοτεινές φωνές του δεν θα ’ναι
παρά αδιόρατοι μινυρισμοί των ξωτικών
πριν ξημερώσει
Άσε με να φύγω μες στο όνειρό μου
νυχτώνει
κανείς δεν έμεινε σ’ αυτό το
ερειπωμένο Κοίλο
οι θεατές πήραν τους ίσκιους τους
και φύγαν
τελείωσε η παράσταση από χρόνια
ο κύκλος κλείνει
μείναμε μόνοι εγώ κι εσύ ν’
αναζητούμε
έναν προορισμό χαμένο
Άσε με να φύγω
νυχτώνει…
[Εύα Μοδινού ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗΣ σε τρία μέρη ]
ΠΟΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΣ ΞΕΒΡΑΣΕ ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΑΚΤΗ;
(… ποια φωτιά μας σκέπασε με τη στάχτη της;…)
Χωρίς πατρίδα χωρίς υπάρχοντα χωρίς
ελπίδα
σ’ εκείνη τη φυγή βαστούσαμε έναν
χρυσοκέντητο αέρα
τη μνήμη ενός Παράδεισου που χάθηκε
για πάντα
Δεν έχουμε πια ούτε σμύρνα ούτε
λιβάνι
Μονάχα η ψυχή μάς έμεινε προς
μυρισμόν των νεκρών…
(στίχοι από το ποίημα
ΠΡΟΣ ΜΥΡΙΣΜΟΝ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ, ενότητα
ΣΜΥΡΝΗ 1922 σελίδα 73 στη συλλογή της Εύας Μοδινού ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, Ο Κύκλος των
Ωρών, εκδόσεις Γκοβόστης 2022): «ένα εξαίσιο ποιητικό διαμάντι, που αν και
αναφέρεται στην Mικρασιατική Kαταστροφή συνδέεται άρρηκτα με το σήμερα…» (Λάμπρος Μητρόπουλος)
«Αυτή η ποιητική σύνθεση επιχειρεί να φωτίσει
ένα κομμάτι της Ιστορίας του ανθρώπου και μέσα απ’ αυτό το μυστήριο της καρδιάς
του. Όπως μόνο η Ποίηση μπορεί να
φωτίσει το μυστήριο, χωρίς να παραβιάζει τον άβατο πυρήνα του. Γιατί εκεί μόνο
η σιωπή…» (Εύα Μοδινού)
ΕΞΟΡΙΑ
(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή Εύας Μοδινού ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ
ΩΡΩΝ, 2022)
Η θάλασσα των παιδικών μας χρόνων
άφησε έναν άηχο ορίζοντα κάτω από
το δόντι του καιρού την αληθινή μας
ώρα
Άφησε έναν έρωτα στιλβωμένο από μια
παράφορη Σελήνη σαν ένα χρυσόνειρο
καρφωμένο στο καμάκι του ψαρά
Όμως ο θάνατος συμβαίνει μόνο την
πρώτη φορά
τότε που σπαταλάς σε μια νύχτα όλη
την ελπίδα
όλη την αγάπη
Έπειτα μαθαίνεις να ζεις μ’ αγκυλωμένα
χέρια
εξόριστος στο ναυπηγείο του χρόνου
μαθαίνεις να ταξιδεύεις στην άβυσσο
ν’ αγναντεύεις τον χαμένο σου
Παράδεισο
να διασχίζεις το μέλλον χωρίς
ελπίδα
στην κόψη των ονείρων μελλοθάνατος
Ζήσαμε άραγε ποτέ;
Η θάλασσα των παιδικών μας χρόνων
εκείνη η χαρά που ‘μοιαζε αιώνια
τώρα
σ’ αυτόν τον κονιορτό των ημερών
δεν είναι παρά η θρυαλλίδα μιας
στιγμής
ΓΕΡΜΑ
Νυχτώνει∙
οι
χάρτες τ’ ουρανού στα φτερά της αλκυόνας
η
Ιθάκη χαρτογραφημένη στη ράχη της
κι
ο σκούρος ψίθυρος της θάλασσας
η
ποντισμένη μνήμη των παρθένων νησιών
Αθόρυβα
προχώρησε ο όγκος της νύχτας
στην
καρδιά μου μια χαμένη ήπειρος
ο
νόστος…
Τι
έρμα να ρίξω τώρα στον Ωκεανό
για
να συνεχίσω το ταξίδι;
Στις
αποβάθρες ατσάλινοι γερανοί
φορτώνουν
τους αποχωρισμούς
μα
κανείς δεν βρίσκει το νυστέρι του καιρού
Μονάχα
αυτή η μικρή αλκυόνα ξαφνικά
γεφυρώνει
τη σιωπή ─ τον βυθό του χρόνου
σαν
να ήταν όλη η ζωή μου αυτή η αστραπιαία
φεγγοβολή
στο βλέμμα της∙
αυτό
το ματωμένο κι ασήμαντο χνάρι
από
μυστικές αποδημίες
ΕΛΕΝΗ Ι (η
εξουσία της ομορφιάς)
η εξουσία της ομορφιάς
Είπαν
πως ήμουν μια αιχμηρή σιωπή
στον
ρόχθο του μεγάλου ποταμού
μες
στη ρωγμή του ονείρου
μια
φλογισμένη ανεμική
ή
η θαλπωρή της λησμονιάς
η
μορφή του ανέμου
μες
στην καρδιά της παγωνιάς
Είπαν
πως ήμουν
κόκκινη
έρημος γεμάτη
από
τα λεπίδια της φωτιάς
το
ανάγλυφο μιας καταιγίδας
φάσμα
άπιαστο χρυσό
φιλί
που τέντωνε το τόξο της καρδιάς
έως
το σεληνιακό νερό
ένα
είδωλο σπάνιο
της
εξουσίας της ομορφιάς
Είπαν
πως ήμουν
το
πέτρινο πηγάδι των ωρών
των
μελλοθάνατων που διψούν
ο
κούφιος θρίαμβος των ηδονών
σ’
ένα πεδίο περιώνυμων μαχών
Ποιά
ήμουν ποιά είμαι;
Νίκησα
έχασα; Ποιός ξέρει;
Αιχμάλωτη
στα πάθη των άλλων έζησα
ή
μέσα στο δικό μου απατηλό αστέρι;
Ακόμη
ψάχνω το σχήμα της ψυχής
στου
έρωτα τον δριμύ κυματισμό
σαν
σπάνιο μίσχο μιας βαθιάς σιγής
Ποιός
μπορεί να φτάσει στο φως
απλά
αγαπώντας;
ΕΛΕΝΗ VΙ (ένα χρυσό φτερούγισμα)
Είχε
μάτια σαν από θάλασσα νυχτερινή
μαλλιά
από φύκια μαγεμένα
Ζώνη
πλατιά γύρω από τη μέση με ρόμβους
από
σπάνια πετράδια εκθαμβωτικά
Σκορπούσε
το φίλντισι του γέλιου ξαφνικά
η
ηχώ το επέστρεφε και πάλι αστραφτερό
Όταν
ύψωνε τ’ όμορφο χέρι της νομίζαμε πως
έλυνε
μι’ αστραπή που τυραννιόταν στον αέρα
Κοντά
της δεν έκλεινε ποτέ η αυλαία του έρωτα
ξοδεμένη
Ένιωθες
το φιλί κλειδωμένο στα χείλη της
Αν
το ελευθέρωνε θ’ αχολογούσε το στερέωμα
Στα
χέρια της βάστηξε τον καιρό μας
με
τη μορφή της μόνο χωρίς μιλιά
Τώρα
δεν είναι παρά το αντιφέγγισμα
κάποιας
θολής εικόνας∙
ένα
χρυσό φτερούγισμα
στην
ταΐστρα της μνήμης μας
Ο
κύκλος των ωρών
Το αγκάθι που μοσχοβολά
Αυτή η ψηφιδωτή νεροσυρμή
από αστοχίες κι ανεκπλήρωτα
που ρυμουλκεί ένα ανεμόδαρτο
πέλαγος
αυτό το φιλί από σμαράγδι αδώρητο
που λάμπει στο στόμα μα δεν γίνεται
λόγος
ούτε γέφυρα να διασχίσεις
τη ματαιότητα των ημερών
είναι οι τρόποι της αγωνίας
κι οι τρόποι της αγάπης
Μα οι νεκροί δεν ξυπνούν
από το παραμιλητό του νόστου μας∙
μακραίνουν ταξιδεύοντας
το ακυρωμένο τους παρόν
τ’ όραμά τους που δεν έγινε
σηματωρός
στα κοφτερά λιθάρια του καιρού
Τη νύχτα πετρώνουν στους ύπνους μας
με το αγκάθι τους μπηγμένο βαθιά
στη μνήμη να μοσχοβολά ακόμη
Πώς θα επιστρέψουμε στην Ιθάκη
μ’ αυτά τα πέτρινα φτερά
μ’ αυτό το χωματένιο σώμα;
ΕΥΑ ΜΟΔΙΝΟΥ, ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ – ΠΟΙΗΣΗ ΣΕ 7 ΠΡΑΞΕΙΣ
(…ίσως να μην έζησα πραγματικά ποτέ μου τη νιότη…)
… που άδραξε την
ψυχή μου και την πήγε σε θρόνους ζηλευτούς
θεσπέσια ύψη∙ ...ωστόσο πια γοργά
ξεφτίζει κάτω απ’ αυτό το φίνο πάλλευκο
μετάξι - το σάβανό μου το ακριβό- που ήδη σαπίζει» Θα μπορούσε να είναι και «Το Τραγούδι της
Νεκρής Αδελφής» αν δεν είναι κάτι πολύ περισσότερο∙ ο Θρήνος του Ανθρώπου.
Ποιητικός κύκλος που εκτυλίσσεται ως θεατρικό δρώμενο «σε επτά πράξεις» και
παραπέμπει σε αρχαία τραγωδία, με όλο το δράμα της ανθρώπινης θνητότητας και
την κάθαρση∙ κι εκείνη την ποιητική υπόνοια ότι ναι, ό,τι υπήρξε μπορεί τελικά
«για πάντα» και να υπάρχει. Με
προμετωπίδα τους εξαίσιους στίχους του Γιώργου Χειμωνά από την μετάφραση ή
μάλλον την ελεύθερη απόδοση του «Ορέστη» του Ευριπίδη: «γίνεται γοερή η απελπισία πριν γίνει σιωπή», και πάμπολλες διακειμενικές αναφορές, η Εύα
Μοδινού ψηλαφίζει το αόρατο και το άδηλο ξεκινώντας απ’ αυτό που μας δίδεται∙
απ’ τον ανθρώπινο πόνο και το Πρόσωπο, από τη σιωπή του αγαπημένου ή της
αγαπημένης μας και από την άλλη, εκείνη τη σιωπή του Θεού: «Κρατάς τα σπασμένα ηνία της ζωής σου και περιμένεις μιαν απόκριση· τίποτα
Ίσως δεν έφτασε η ερώτησή σου
στον προορισμό της Ή ετούτη η σιωπή σαν
Μέγα Χάσμα
εστήρικται ανάμεσα Θεού κι ανθρώπων Ο
θάνατος όμως ποτέ δεν ψεύδεται Η νεκρή
κείτεται μόνη στο σκοτεινό δωμάτιό της πάνω
στα παγωμένα μάρμαρα του Χρόνου Και η
ζωή όπως πάντα παλεύει να την σκεπάσει
με τις προφάσεις της τις
φαντασίες της τα ψέματά της». «Ο μύθος του ανθρώπου» στην Πρώτη Πράξη, με
τον άνθρωπο όμως ως Σίσυφο - από «τον Αποθέτη της Νιότης» με την «Περσεφόνη»,
τον «Από Μηχανής Θεό», τα «Είδωλα» ως τον «Απογυμνωμένο» - φτάνει στην Δεύτερη
Πράξη, και υπό το κράτος του θανάτου στην «Εξουσία του Σκότους». Για να
(ανα)βιώσει «Στους θαλάμους ενός Ψυχιατρείου», την «Καρφωμένη» της στη
«Γεθσημανή», τον «Δεσμώτη» και την ιώβεια υπομονή στον «Ιώβ». Η τραγική Τρίτη Πράξη με την «Αποκαθήλωση»
και «Το Δωμάτιο της Νεκρής», μάς παραπέμπει στο «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα,
όπου νύφη του σκότους, η νεκρή: «Έλυσες τα δεσμά σου κι ανέβηκες στ’ άλογο
το πυρρό το Χάρο ν’ ανταμώσεις Άραγε κείνη τη νύχτα ανοίγαν οι
ουρανοί;» και πιο κάτω: «με τα ψηφιά ενός μύθου στολισμένη
πανάρχαιου σαν μοίρα σκοτεινή τρέχεις ελεύθερη σαν πάντα μοναχή σου» Εξάλλου, σε όλες τις μεγάλες στιγμές μας,
έτσι δεν γίνεται; Στη γέννηση, στον έρωτα και στον θάνατο έτσι βαδίζει ο καθένας∙
μόνος. Στην Τέταρτη Πράξη όλα γίνονται
«Θρήνος»∙ «Στο Κοιμητήρι», «απουσία» και «ξόδι» και «σιωπή» προτού γίνουν
«Αγάπη», τελικά, στην Πέμπτη Πράξη, οπότε μπαίνει σε ορθή πορεία επιτέλους η
ψυχή. Αυτή η πράξη της «Αγάπης», όπως φαίνεται από το μότο1 και τη δεύτερη
προμετωπίδα του βιβλίου, μάς εισάγει κατά κάποιο τρόπο στο δεύτερο μέρος του
έργου. Η ποιήτρια – αφηγητής ως «Θεατής
της Οδύνης» θα αξιωθεί να μας αφηγηθεί «Τ’ Όνειρο της Πεντάμορφης». Κι έτσι θα
φθάσει μέσα από όλα τα στάδια της αγάπης επιστρέφοντας πια ως την Έκτη Πράξη
και τη Νέμεση που διατρέχει τους αιώνες, πανίσχυρη κι ωστόσο λεπταίσθητη όπως
δηλώνεται: «Αυτή η Νέμεση πούχει
ριζώσει στη ζωή μας σαν τον Τροχό
αρχαίας Τραγωδίας στο ίδιο αλώνι μας
γυρνά σαν ένας κύκλος από γενιά σ’ άλλη
γενιά σημαδεμένος μ’ αίμα νεκρών Μα ποιος μπορεί για λίγο έξω από την τροχιά
του να σταθεί να σταματήσει τη φρενιασμένη δρασκελιά της Μοίρας;» Η ίδια αυτή Νέμεση που σφραγίζει τη ζωή μας και
την πορεία τόσων γενιών, οδηγεί μοιραία
στην «Αρχαία Σκηνή»: «Το ίδιο
δράμα αιώνες τώρα στη σκηνή μονάχα τα
πρόσωπα που αλλάζουν ρόλους Κι εμείς το
χέρι υψώνουμε σ’ ένα χαιρετισμό καθώς
μακραίνουν οι νεκροί βαστώντας τη
λιγοστή πραμάτεια τους…» Ακολουθεί «Το
Τέλος του Μεταξοσκώληκα» με την υπόσχεση της αιώνιας μεταμόρφωσης αλλά και τον
κίνδυνο που ελλοχεύει μέσα στα κουκούλια των πεποιθήσεών μας, καθώς μπορεί να
εγκλωβιστούμε μέσα σ’ αυτά χωρίς να το νιώσουμε και όπως οι μεταξοσκώληκες που «...ετοιμάζονται ν’ αποκτήσουν φτερά
Τότε για να μη τρυπήσουν τα πολύτιμα
μεταξένια κουκούλια οι σηροτρόφοι
πνίγουν τις χρυσαλλίδες» Κι έτσι στην
Έβδομη Πράξη και «Στα Δώματα του Αιώνιου» επώδυνα αλλά και δοξαστικά η «Έξοδος»
έχει επιτευχθεί. Λυδία λίθος, το «Γράμμα ενός Αυτόχειρα»: «... Γιατί αγάπησα με μιαν αγάπη όλο
ρωγμές το βήμα μου στεριώνοντας στις
παγωμένες σάρες του ουρανού». και «Η Προσευχή του Τυφλού», που θα μπορούσε
να είναι η προσευχή του καθενός μας
: «Χλωρή ψυχή ήμουν κάποτε όμως τώρα
με πνίξανε τα χρέη της αγάπης...» Όπως
και «Τ’ Όνειρο της Πεντάμορφης» ακριβώς στο όριο ορατών τε και αοράτων∙
άλλωστε απ’ εκείνη ξεκίνησαν όλα. Κι εδώ αξίζει ν’ αναφερθεί πως «Τ’ Όνειρο
της Πεντάμορφης» όπως φαίνεται από τη δεύτερη προμετωπίδα του βιβλίου και τον
υπότιτλο2 που τη συνοδεύει, είναι εμπνευσμένο από «Το Παραμύθι της
Πεντάμορφης» του Γιαννούλη Χαλεπά και παραπέμπει στην «Ωραία Κοιμωμένη»
(υπάρχει αναφορά και στις σημειώσεις). Το έργο αυτό, γύψινο πρόπλασμα του 1918,
το έφτιαξε ο Γ. Χαλεπάς μετά από τον μακροχρόνιο εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο
της Κέρκυρας (δεκατέσσερα χρόνια), γεγονός που αποδεικνύει τον οριακό αγώνα και
την αντοχή ενός γνήσιου δημιουργού και συγχρόνως την λυτρωτική δύναμη της
Τέχνης του. Από αυτό το όριο του «Ονείρου» και της Αγάπης ξεκινούν λοιπόν
όλα, μαζί και ο ποιητικός
Γολγοθάς: «... Μη με ξυπνάς! Δεν είναι η Άβυσσος που με τρομάζει είναι οι βουερές ωκεάνειες ορμές στο
στέρνο η αιφνίδια Ορογένεση μες στην
καρδιά μου καθώς τινάζεται με βία
τρομερή ν’ ανοίξει δρόμο το μάγμα του
ρευστού μου πόθου να κυλήσει να πάρει
σχήμα και μορφή στα ρόδινα ιδανικά νερά
του Χρόνου Μη με ξυπνάς! Δεν θέλω να επιστρέψω στο τριβείο της ζωής
τόσους νεκρούς να συναντώ στην άλικη καμπή
της μέρας φοβάμαι την επώδυνη Κοσμογονία - την Ψυχή
μου που πρέπει να διαβεί τον Άδη με τη γδαρμένη μου ζωή στους ώμους φοβάμαι
το αίμα μην τύχει και βαρύνει αιφνίδια
και ρουφηχτεί μέσα σε κάποια σκοτεινή
απύθμενη Ρωγμή...» Ακόμα και η ποιητική
έξοδος απ’ τον χώρο και το χρόνο, η μεγάλη έξοδος του Καθενός στο Φως, η κοινή
έξοδος που κάνει οικουμενικό τον προσωπικό θρήνο, αιώνιο το προσωρινό αίνιγμα
του καθενός. Γιατρεύει, εν τέλει, το τραύμα:
«...έξω από το Χρόνο στην
απεραντοσύνη του αιώνιου δεν θα κομματιάζεται
η σκέψη μου πια πάνω στα βράχια της
τρέλας κι η Απουσία δεν θάναι μια
θάλασσα μαρμαρωμένη ο Τρόμος με τις
υλακές τις σκοτεινές φωνές του δεν θάναι
παρά αδιόρατοι μινυρισμοί των ξωτικών πριν ξημερώσει Άσε με να φύγω μες στ’ όνειρό μου νυχτώνει
κανείς δεν έμεινε σ’ αυτό το ερειπωμένο Κοίλο οι θεατές πήραν τους ίσκιους τους και φύγαν
τελείωσε η παράσταση από χρόνια ο
κύκλος κλείνει μείναμε μόνοι εγώ κι εσύ ν’ αναζητούμε έναν προορισμό χαμένο Άσε με να φύγω
νυχτώνει...» Η Εύα Μοδινού που
πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 2001 με την ποιητική συλλογή ΣΤΙΧΟΜΥΘΙΑ
από τις εκδόσεις Ιδεόγραμμα - Εριφύλη
και τα έργα της που ακολούθησαν από τον ίδιο εκδοτικό οίκο είναι: ΤΟ ΚΟΙΛΟ ΤΗΣ
ΣΙΩΠΗΣ 2003 και ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ… Πρώτο
Τετράδιο & Δεύτερο Τετράδιο 2005, στο καινούργιο της ποιητικό κύκλο ΓΙΑ
ΠΑΝΤΑ Εκδόσεις των Φίλων, 2012, κάτι
έχει να μας πει με τρόπο σημαντικό, κάτι πολύ σημαντικό: ότι τίποτε δεν
τελειώνει και το άρρητο και το άφατο, αν το αξίζει το βλέμμα σου και το αντέχει
η ψυχή, είναι «για πάντα». Από τους πιο
ολοκληρωμένους ποιητικούς κύκλους που έχουμε διαβάσει. Η τραγωδία του σύγχρονου
ανθρώπου γραμμένη με όλα τα συστατικά και τα μέτρα της αρχαίας τραγωδίας∙ καθώς
και η αιώνια προοπτική. Η κάθαρση της
Ποίησης και της Τέχνης. (κριτική παρουσίαση
από την Ελένη Γκίκα, που δημοσιεύτηκε
στο Περιοδικό «Νέα Ευθύνη», τεύχος 20, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2013.
Παρασκευή,
1 Αυγούστου 2025