Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

ΜΑΥΡΗ ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

 (…τα πλοία πάντα φεύγουν   ποτέ δεν έρχονται 

κι  ο χρόνος ένα μαχαίρι καρφωμένο

στο Τετελεσμένο  -  Εύα Μοδινού, Ηλικία της Πέτρας 2017)

 Στο βυθό του αίματος λουφάζει μια λαγνεία

θανάσιμη – το Έρεβος

 

-Καλύτερα να μην είχα γνωρίσει ποιος είμαι

Να μην είχα γίνει αυτό που μ’ έκανε η Πράξη,

είπε ο Μάκβεθ

 

Αιώνες τώρα το κεφάλι της Γοργώς στάζει αίμα

μα τα θηρία της αβύσσου είναι πάντα διψασμένα

 

Έπειτα το πεπρωμένο το υφαίνει κανείς τυφλός

ολισθαίνοντας από πράξη σε πράξη

σ’ έναν ορίζοντα που πλησιάζει όσο πέφτεις

νομίζοντας πως θα φτάσεις εκεί όπου

η βαρύτητά σου θα εκτονωθεί ακαριαία

 

Ε κ ε ί ν ο  που σε παρακολουθεί το γνωρίζει ∙

η πτώση είναι ατέρμονη

 

Η καρδιά του σκότους στραγγίζει το φως

Είναι μια μαύρη τρύπα –

έλξη πανίσχυρη αδιαπέραστου πυρήνα

πολλαπλασιάζει ασταμάτητα το βάρος

Α υ τ ό  που εσύ ονομάζεις υπόσταση

 

-Μην παίρνεις τόσο σοβαρά τον εαυτό σου,

σου λένε οι θεατές που σε παρακολουθούν

από απόσταση ασφαλείας

 

Δεν γνωρίζουν τί είναι αυτή η έλξη της βαρύτητας

 

Τί είναι αυτή η ριζωμένη δίψα γι’ αγάπη για εξουσία

γι’ αυτονομία από τον Θεό από τους ανθρώπους

για μια ελευθερία χωρίς όρια – το απόλυτο πάθος

η οίηση της ύπαρξης η αρρώστια της ψυχής

 

 (απόσπασμα από το ποίημα Η ΕΛΞΗ ΤΗΣ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ

στη συλλογή της  Εύας Μοδινού Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 2017 με κατακλείδα το παρακάτω δίστιχο):

 

Α υ τ ό  που υπάρχει μέσα σου μπορεί

να σε κατασπαράξει ξαφνικά να γίνει

Ε σ ύ      (συνημμένη εικόνα,  γιατί…):

 

 

«Η πιο δυνατή στιγμή της ποίησης είναι   

όταν είναι αποκαλυπτική,    

όταν στηρίζεται στην ενόραση.

Όταν μπορεί ν’ ακινητοποιήσει τη στιγμή

και να διαστείλει τον χρόνο.

Τότε η μνήμη μπορεί να συνδέσει το αίτιο

με το αποτέλεσμα αναδρομικά,   

να «ξαναχτίσει» κατά κάποιο τρόπο το παρελθόν,

τη ζωή την ίδια…»

 

«Την Άβυσσο δεν τη διασχίζεις οπλισμένος 

με Γνώση  Δύναμη   Εξουσία  μονάχα

με του ταπεινού τη γνώμη πλυμένος μέσα στο Αίμα σου»  (Εύα Μοδινού)




 

(λεζάντα)    ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΦΥΓΩ ΜΕΣ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ

(… έξω από το χρόνο στην απεραντοσύνη του αιώνιου…)

-Ι-

Ο πυροστρόβιλος του κόσμου λησμονιέται

στην ακίνητη ώρα

στων αηδονιών τ’ ανάλαφρα λιγνά φτερούδια

στις ύστατες μαρμάρινες χειρονομίες αυτών που φεύγουν

γιατί ο θερισμός ήρθε γοργά

αναπάντεχα ήρθε

βρήκε τα μολυβένια πύραυνα της νύχτας

να βουλιάζουν στ’ ανοιχτό μου στέρνο

του έρωτα τις ταυροκεφαλές να λαμπυρίζουν

ολόχρυσες στις σπείρες των ονείρων βαθιά

στον πέτρινό μου ύπνο έσφιγγα ακόμη

στις γροθιές το νήμα της Αριάδνης

για την αγάπη το ’χα κάποτε τυλίξει

και τώρα ξετυλιγμένο χάνεται χωρίς την άκρη

μα δεν θυμάμαι πια…

-ΙΙ-

Άφησέ με μέσα σε μια βαθιά καλντέρα να κοιμάμαι

με τ’ ακριβό το χτένι της αγάπης

μέσα στα όνειρά μου που σαν πανιά μαρμαρωμένα

σταθήκανε μετέωρα χωρίς ανέμους

 

Δεν ταξιδεύει ο ουρανός χωρίς τ’ αστέρια

μόνο οι νύχτες ατσάλινες ντύνουν τις ώρες

στις ρίζες του γκρεμού μονάχα οι νύχτες

σταλάζουν το μαύρο ίζημα του χωρισμού

 

Μη με ξυπνάς!

 

Δεν είναι η Άβυσσος που με τρομάζει

είναι οι βουερές ωκεάνιες ορμές στο στέρνο

 

η αιφνίδια Ορογένεση μες στην καρδιά μου

καθώς τινάζεται με βία τρομερή ν’ ανοίξει δρόμο

το μάγμα του ρευστού μου πόθου να κυλήσει

να πάρει σχήμα και μορφή στα ρόδινα ιδανικά

νερά του Χρόνου

 

Μη με ξυπνάς!

 

Δε θέλω να επιστρέψω στο τριβείο της ζωής

τόσους νεκρούς να συναντώ στην άλικη καμπή

της μέρας

 

φοβάμαι την επώδυνη Κοσμογονία, την Ψυχή μου

που πρέπει να διαβεί τον Άδη

με τη γδαρμένη μου ζωή στους ώμους

 

φοβάμαι το αίμα

μην τύχει και βαρύνει αιφνίδια και ρουφηχτεί

μέσα σε κάποια σκοτεινή απύθμενη Ρωγμή.

-ΙΙΙ-

Άσε με να βυθιστώ στον κεχριμπαρένιο μου ύπνο

το φεγγάρι γεμίζει τόσο γρήγορα

στον πορφυρό μου ύπνο να βυθιστώ

στον ασημένιο άνεμο που πνέει μέσα στα μαλλιά μου

σαν μέσα σε πυκνό φοινικόδασος

 

στον ίσκιο το βαθύ στις πικροδάφνες

με τα σπουργίτια να φτεροκοπούν στα μάγουλά μου

 

Άσε με στους κήπους τ’ ουρανού να ταξιδέψω

δεν λαχταρώ τον πόθο του Πελάγους

μονάχα αυτή την ταπεινή γωνιά

της αιώνιας γαλήνης λαχταρώ που ανθίζει

 

Έζησα στην πιο βαθιά μου ερημιά χωρίς αγάπη

κανείς δεν κατάλαβε ποτέ πόσο διψούσα

πόσο κρύωνα

 

πόσο φοβόμουν μες στο σκοτάδι του κόσμου

 

Άσε με σ’ αυτήν τη μαύρη Πέτρα

να γείρω στο χείλος του γκρεμού

 

είναι αργά πια έχω χάσει όλες τις ηλικίες της νιότης

χρόνια παγώνω μέσα στ’ άλιωτο χιόνι

στην προσμονή

 

δεν μπορείς να μου φέρεις πίσω τις δροσερές ελπίδες μου

 

νυχτώνει

 

τ’ αστέρια θα ’ρθουν να λύσουν τα παλαμάρια του ύπνου

ελεύθερη θα γλιστρήσω στη σιωπή του απείρου

χωρίς Αρχή και Τέλος

 

έξω από το Χρόνο

στην απεραντοσύνη του αιώνιου

 

δεν θα κομματιάζεται η σκέψη μου πια

πάνω στα βράχια της τρέλας

 

κι η Απουσία δεν θα ’ναι μια θάλασσα μαρμαρωμένη

 

ο Τρόμος με τις υλακές τις σκοτεινές φωνές του δεν θα ’ναι

παρά αδιόρατοι μινυρισμοί των ξωτικών πριν ξημερώσει

 

Άσε με να φύγω μες στο όνειρό μου

 

νυχτώνει

 

κανείς δεν έμεινε σ’ αυτό το ερειπωμένο Κοίλο

οι θεατές πήραν τους ίσκιους τους και φύγαν

τελείωσε η παράσταση από χρόνια

 

ο κύκλος κλείνει

 

μείναμε μόνοι εγώ κι εσύ ν’ αναζητούμε

έναν προορισμό χαμένο

 

Άσε με να φύγω

νυχτώνει…

[Εύα Μοδινού ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗΣ σε τρία μέρη ]

 

ΠΟΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΣ ΞΕΒΡΑΣΕ ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΑΚΤΗ;

(… ποια φωτιά μας σκέπασε με τη στάχτη της;…)

Χωρίς πατρίδα χωρίς υπάρχοντα χωρίς ελπίδα

σ’ εκείνη τη φυγή βαστούσαμε έναν χρυσοκέντητο αέρα

τη μνήμη ενός Παράδεισου που χάθηκε για πάντα

 

Δεν έχουμε πια ούτε σμύρνα ούτε λιβάνι

Μονάχα η ψυχή μάς έμεινε προς μυρισμόν των νεκρών…

(στίχοι από το  ποίημα   ΠΡΟΣ ΜΥΡΙΣΜΟΝ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ,  ενότητα ΣΜΥΡΝΗ 1922 σελίδα 73 στη συλλογή της Εύας Μοδινού ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, Ο Κύκλος των Ωρών, εκδόσεις Γκοβόστης 2022):      «ένα εξαίσιο ποιητικό διαμάντι, που αν και αναφέρεται στην Mικρασιατική Kαταστροφή συνδέεται άρρηκτα με το σήμερα…»    (Λάμπρος Μητρόπουλος)

 «Αυτή η ποιητική σύνθεση επιχειρεί να φωτίσει ένα κομμάτι της Ιστορίας του ανθρώπου και μέσα απ’ αυτό το μυστήριο της καρδιάς του.  Όπως μόνο η Ποίηση μπορεί να φωτίσει το μυστήριο, χωρίς να παραβιάζει τον άβατο πυρήνα του. Γιατί εκεί μόνο η σιωπή…»  (Εύα Μοδινού)

 

ΕΞΟΡΙΑ 

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή Εύας Μοδινού ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΩΡΩΝ, 2022)

Η θάλασσα των παιδικών μας χρόνων

άφησε έναν άηχο ορίζοντα κάτω από

το δόντι του καιρού την αληθινή μας ώρα

 

Άφησε έναν έρωτα στιλβωμένο από μια

παράφορη Σελήνη σαν ένα χρυσόνειρο

καρφωμένο στο καμάκι του ψαρά

 

Όμως ο θάνατος συμβαίνει μόνο την πρώτη φορά

τότε που σπαταλάς σε μια νύχτα όλη την ελπίδα

όλη την αγάπη

 

Έπειτα μαθαίνεις να ζεις μ’ αγκυλωμένα χέρια

εξόριστος στο ναυπηγείο του χρόνου

μαθαίνεις να ταξιδεύεις στην άβυσσο

ν’ αγναντεύεις τον χαμένο σου Παράδεισο

να διασχίζεις το μέλλον χωρίς ελπίδα
στην κόψη των ονείρων μελλοθάνατος

 

Ζήσαμε άραγε ποτέ;

Η θάλασσα των παιδικών μας χρόνων

εκείνη η χαρά που ‘μοιαζε αιώνια τώρα

σ’ αυτόν τον κονιορτό των ημερών

δεν είναι παρά η θρυαλλίδα μιας στιγμής

 

ΓΕΡΜΑ 

Νυχτώνει∙

οι χάρτες τ’ ουρανού στα φτερά της αλκυόνας

η Ιθάκη χαρτογραφημένη στη ράχη της

κι ο σκούρος ψίθυρος της θάλασσας

η ποντισμένη μνήμη των παρθένων νησιών

 

Αθόρυβα προχώρησε ο όγκος της νύχτας

στην καρδιά μου μια χαμένη ήπειρος

ο νόστος…

 

Τι έρμα να ρίξω τώρα στον Ωκεανό

για να συνεχίσω το ταξίδι;

Στις αποβάθρες ατσάλινοι γερανοί

φορτώνουν τους αποχωρισμούς

μα κανείς δεν βρίσκει το νυστέρι του καιρού

 

Μονάχα αυτή η μικρή αλκυόνα ξαφνικά

γεφυρώνει τη σιωπή ─ τον βυθό του χρόνου

σαν να ήταν όλη η ζωή μου αυτή η αστραπιαία

φεγγοβολή στο βλέμμα της∙

αυτό το ματωμένο κι ασήμαντο χνάρι

από μυστικές αποδημίες

 

ΕΛΕΝΗ   Ι   (η εξουσία της ομορφιάς)

η εξουσία της ομορφιάς

Είπαν πως ήμουν μια αιχμηρή σιωπή

στον ρόχθο του μεγάλου ποταμού

μες στη ρωγμή του ονείρου

μια φλογισμένη ανεμική

ή η θαλπωρή της λησμονιάς

η μορφή του ανέμου

μες στην καρδιά της παγωνιάς

 

Είπαν πως ήμουν

κόκκινη έρημος γεμάτη

από τα λεπίδια της φωτιάς

το ανάγλυφο μιας καταιγίδας

φάσμα άπιαστο χρυσό

φιλί που τέντωνε το τόξο της καρδιάς

έως το σεληνιακό νερό

ένα είδωλο σπάνιο

της εξουσίας της ομορφιάς

 

Είπαν πως ήμουν

το πέτρινο πηγάδι των ωρών

των μελλοθάνατων που διψούν

ο κούφιος θρίαμβος των ηδονών

σ’ ένα πεδίο περιώνυμων μαχών

 

Ποιά ήμουν ποιά είμαι;

Νίκησα έχασα; Ποιός ξέρει;

Αιχμάλωτη στα πάθη των άλλων έζησα

ή μέσα στο δικό μου απατηλό αστέρι;

 

Ακόμη ψάχνω το σχήμα της ψυχής

στου έρωτα τον δριμύ κυματισμό

σαν σπάνιο μίσχο μιας βαθιάς σιγής

Ποιός μπορεί να φτάσει στο φως

απλά αγαπώντας;

 

ΕΛΕΝΗ     (ένα χρυσό φτερούγισμα)

Είχε μάτια σαν από θάλασσα νυχτερινή

μαλλιά από φύκια μαγεμένα

Ζώνη πλατιά γύρω από τη μέση με ρόμβους

από σπάνια πετράδια εκθαμβωτικά

 

Σκορπούσε το φίλντισι του γέλιου ξαφνικά

η ηχώ το επέστρεφε και πάλι αστραφτερό

Όταν ύψωνε τ’ όμορφο χέρι της νομίζαμε πως

έλυνε μι’ αστραπή που τυραννιόταν στον αέρα

Κοντά της δεν έκλεινε ποτέ η αυλαία του έρωτα

ξοδεμένη

 

Ένιωθες το φιλί κλειδωμένο στα χείλη της

Αν το ελευθέρωνε θ’ αχολογούσε το στερέωμα

Στα χέρια της βάστηξε τον καιρό μας

με τη μορφή της μόνο χωρίς μιλιά

Τώρα δεν είναι παρά το αντιφέγγισμα

κάποιας θολής εικόνας∙

ένα χρυσό φτερούγισμα

στην ταΐστρα της μνήμης μας

Ο κύκλος των ωρών

 

Το αγκάθι που μοσχοβολά

Αυτή η ψηφιδωτή νεροσυρμή

από αστοχίες κι ανεκπλήρωτα

που ρυμουλκεί ένα ανεμόδαρτο πέλαγος

αυτό το φιλί από σμαράγδι αδώρητο

που λάμπει στο στόμα μα δεν γίνεται λόγος

ούτε γέφυρα να διασχίσεις

τη ματαιότητα των ημερών

είναι οι τρόποι της αγωνίας

κι οι τρόποι της αγάπης

 

Μα οι νεκροί δεν ξυπνούν

από το παραμιλητό του νόστου μας∙

μακραίνουν ταξιδεύοντας

το ακυρωμένο τους παρόν

τ’ όραμά τους που δεν έγινε σηματωρός

στα κοφτερά λιθάρια του καιρού

 

Τη νύχτα πετρώνουν στους ύπνους μας

με το αγκάθι τους μπηγμένο βαθιά

στη μνήμη να μοσχοβολά ακόμη

Πώς θα επιστρέψουμε στην Ιθάκη

μ’ αυτά τα πέτρινα φτερά

μ’ αυτό το χωματένιο σώμα;

 

ΕΥΑ ΜΟΔΙΝΟΥ,  ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ  – ΠΟΙΗΣΗ ΣΕ 7 ΠΡΑΞΕΙΣ

(…ίσως να μην έζησα πραγματικά ποτέ μου τη νιότη…)



   που άδραξε την ψυχή μου   και την πήγε σε θρόνους ζηλευτούς
θεσπέσια ύψη∙   ...ωστόσο πια γοργά ξεφτίζει   κάτω απ’ αυτό το φίνο πάλλευκο μετάξι   - το σάβανό μου το ακριβό-   που ήδη σαπίζει»   Θα μπορούσε να είναι και «Το Τραγούδι της Νεκρής Αδελφής» αν δεν είναι κάτι πολύ περισσότερο∙ ο Θρήνος του Ανθρώπου. Ποιητικός κύκλος που εκτυλίσσεται ως θεατρικό δρώμενο «σε επτά πράξεις» και παραπέμπει σε αρχαία τραγωδία, με όλο το δράμα της ανθρώπινης θνητότητας και την κάθαρση∙ κι εκείνη την ποιητική υπόνοια ότι ναι, ό,τι υπήρξε μπορεί τελικά «για πάντα» και να υπάρχει.   Με προμετωπίδα τους εξαίσιους στίχους του Γιώργου Χειμωνά από την μετάφραση ή μάλλον την ελεύθερη απόδοση του «Ορέστη» του Ευριπίδη:   «γίνεται γοερή η απελπισία πριν γίνει σιωπή»,   και πάμπολλες διακειμενικές αναφορές, η Εύα Μοδινού ψηλαφίζει το αόρατο και το άδηλο ξεκινώντας απ’ αυτό που μας δίδεται∙ απ’ τον ανθρώπινο πόνο και το Πρόσωπο, από τη σιωπή του αγαπημένου ή της αγαπημένης μας και από την άλλη, εκείνη τη σιωπή του Θεού:   «Κρατάς τα σπασμένα ηνία της ζωής σου   και περιμένεις μιαν απόκριση·   τίποτα   Ίσως δεν έφτασε η ερώτησή σου
στον προορισμό της   Ή ετούτη η σιωπή σαν Μέγα Χάσμα
εστήρικται ανάμεσα Θεού κι ανθρώπων    Ο θάνατος όμως ποτέ δεν ψεύδεται   Η νεκρή κείτεται μόνη στο σκοτεινό δωμάτιό της   πάνω στα παγωμένα μάρμαρα του Χρόνου  Και η ζωή όπως πάντα παλεύει να την σκεπάσει   με τις προφάσεις της   τις φαντασίες της   τα ψέματά της».   «Ο μύθος του ανθρώπου» στην Πρώτη Πράξη, με τον άνθρωπο όμως ως Σίσυφο - από «τον Αποθέτη της Νιότης» με την «Περσεφόνη», τον «Από Μηχανής Θεό», τα «Είδωλα» ως τον «Απογυμνωμένο» - φτάνει στην Δεύτερη Πράξη, και υπό το κράτος του θανάτου στην «Εξουσία του Σκότους». Για να (ανα)βιώσει «Στους θαλάμους ενός Ψυχιατρείου», την «Καρφωμένη» της στη «Γεθσημανή», τον «Δεσμώτη» και την ιώβεια υπομονή στον «Ιώβ».   Η τραγική Τρίτη Πράξη με την «Αποκαθήλωση» και «Το Δωμάτιο της Νεκρής», μάς παραπέμπει στο «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα, όπου   νύφη του σκότους, η νεκρή:   «Έλυσες τα δεσμά σου κι ανέβηκες στ’ άλογο το πυρρό   το Χάρο ν’ ανταμώσεις   Άραγε κείνη τη νύχτα ανοίγαν οι ουρανοί;»   και πιο κάτω:   «με τα ψηφιά ενός μύθου στολισμένη πανάρχαιου   σαν μοίρα σκοτεινή   τρέχεις ελεύθερη σαν πάντα μοναχή σου»   Εξάλλου, σε όλες τις μεγάλες στιγμές μας, έτσι δεν γίνεται;  Στη γέννηση,   στον έρωτα  και  στον θάνατο έτσι βαδίζει ο καθένας∙ μόνος.   Στην Τέταρτη Πράξη όλα γίνονται «Θρήνος»∙ «Στο Κοιμητήρι», «απουσία» και «ξόδι» και «σιωπή» προτού γίνουν «Αγάπη», τελικά, στην Πέμπτη Πράξη, οπότε μπαίνει σε ορθή πορεία επιτέλους η ψυχή. Αυτή η πράξη της «Αγάπης», όπως φαίνεται από το μότο1 και τη δεύτερη προμετωπίδα του βιβλίου, μάς εισάγει κατά κάποιο τρόπο στο δεύτερο μέρος του έργου.   Η ποιήτρια – αφηγητής ως «Θεατής της Οδύνης» θα αξιωθεί να μας αφηγηθεί «Τ’ Όνειρο της Πεντάμορφης». Κι έτσι θα φθάσει μέσα από όλα τα στάδια της αγάπης επιστρέφοντας πια ως την Έκτη Πράξη και τη Νέμεση που διατρέχει τους αιώνες, πανίσχυρη κι ωστόσο λεπταίσθητη όπως δηλώνεται:   «Αυτή η Νέμεση πούχει ριζώσει στη ζωή μας   σαν τον Τροχό αρχαίας Τραγωδίας   στο ίδιο αλώνι μας γυρνά σαν ένας κύκλος   από γενιά σ’ άλλη γενιά σημαδεμένος   μ’ αίμα νεκρών   Μα ποιος μπορεί για λίγο έξω από την τροχιά του   να σταθεί να σταματήσει   τη φρενιασμένη δρασκελιά της Μοίρας;»   Η ίδια αυτή Νέμεση που σφραγίζει τη ζωή μας και την πορεία τόσων γενιών, οδηγεί μοιραία   στην «Αρχαία Σκηνή»:   «Το ίδιο δράμα αιώνες τώρα στη σκηνή   μονάχα τα πρόσωπα που αλλάζουν ρόλους   Κι εμείς το χέρι υψώνουμε σ’ ένα χαιρετισμό   καθώς μακραίνουν οι νεκροί   βαστώντας τη λιγοστή πραμάτεια τους…»   Ακολουθεί «Το Τέλος του Μεταξοσκώληκα» με την υπόσχεση της αιώνιας μεταμόρφωσης αλλά και τον κίνδυνο που ελλοχεύει μέσα στα κουκούλια των πεποιθήσεών μας, καθώς μπορεί να εγκλωβιστούμε μέσα σ’ αυτά χωρίς να το νιώσουμε και όπως οι μεταξοσκώληκες που  «...ετοιμάζονται ν’ αποκτήσουν φτερά Τότε   για να μη τρυπήσουν τα πολύτιμα μεταξένια κουκούλια  οι σηροτρόφοι πνίγουν τις χρυσαλλίδες»   Κι έτσι στην Έβδομη Πράξη και «Στα Δώματα του Αιώνιου» επώδυνα αλλά και δοξαστικά η «Έξοδος» έχει επιτευχθεί. Λυδία λίθος, το «Γράμμα ενός Αυτόχειρα»:   «... Γιατί αγάπησα με μιαν αγάπη όλο ρωγμές   το βήμα μου στεριώνοντας στις παγωμένες σάρες   του ουρανού».   και «Η Προσευχή του Τυφλού», που θα μπορούσε να είναι η προσευχή του  καθενός μας :   «Χλωρή ψυχή ήμουν κάποτε όμως τώρα
με πνίξανε τα χρέη της αγάπης...»   Όπως και «Τ’ Όνειρο της Πεντάμορφης» ακριβώς στο όριο ορατών τε και αοράτων∙ άλλωστε   απ’ εκείνη ξεκίνησαν όλα.   Κι εδώ αξίζει ν’ αναφερθεί πως «Τ’ Όνειρο της Πεντάμορφης» όπως φαίνεται από τη δεύτερη προμετωπίδα του βιβλίου και τον υπότιτλο2 που τη συνοδεύει, είναι εμπνευσμένο από «Το Παραμύθι της Πεντάμορφης» του Γιαννούλη Χαλεπά και παραπέμπει στην «Ωραία Κοιμωμένη» (υπάρχει αναφορά και στις σημειώσεις). Το έργο αυτό, γύψινο πρόπλασμα του 1918, το έφτιαξε ο Γ. Χαλεπάς μετά από τον μακροχρόνιο εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας (δεκατέσσερα χρόνια), γεγονός που αποδεικνύει τον οριακό αγώνα και την αντοχή ενός γνήσιου δημιουργού και συγχρόνως την λυτρωτική δύναμη της Τέχνης του.   Από αυτό το όριο   του «Ονείρου» και της Αγάπης ξεκινούν λοιπόν όλα, μαζί και ο   ποιητικός Γολγοθάς:   «... Μη με ξυπνάς!   Δεν είναι η Άβυσσος που με τρομάζει   είναι οι βουερές ωκεάνειες ορμές στο στέρνο   η αιφνίδια Ορογένεση μες στην καρδιά μου   καθώς τινάζεται με βία τρομερή ν’ ανοίξει δρόμο   το μάγμα του ρευστού μου πόθου να κυλήσει   να πάρει σχήμα και μορφή στα ρόδινα ιδανικά   νερά του Χρόνου   Μη με ξυπνάς!    Δεν θέλω να επιστρέψω στο τριβείο της ζωής
τόσους νεκρούς να συναντώ στην άλικη καμπή
της μέρας   φοβάμαι την επώδυνη Κοσμογονία - την Ψυχή μου   που πρέπει να διαβεί τον Άδη   με τη γδαρμένη μου ζωή στους ώμους φοβάμαι το αίμα   μην τύχει και βαρύνει αιφνίδια και ρουφηχτεί   μέσα σε κάποια σκοτεινή απύθμενη Ρωγμή...»   Ακόμα και η ποιητική έξοδος απ’ τον χώρο και το χρόνο, η μεγάλη έξοδος του Καθενός στο Φως, η κοινή έξοδος που κάνει οικουμενικό τον προσωπικό θρήνο, αιώνιο το προσωρινό αίνιγμα του καθενός. Γιατρεύει, εν τέλει, το τραύμα:   «...έξω από το Χρόνο   στην απεραντοσύνη του αιώνιου  δεν θα κομματιάζεται η σκέψη μου πια   πάνω στα βράχια της τρέλας   κι η Απουσία δεν θάναι μια θάλασσα μαρμαρωμένη   ο Τρόμος με τις υλακές τις σκοτεινές φωνές του δεν θάναι
παρά αδιόρατοι μινυρισμοί των ξωτικών πριν ξημερώσει   Άσε με να φύγω μες στ’ όνειρό μου   νυχτώνει   κανείς δεν έμεινε σ’ αυτό το ερειπωμένο Κοίλο   οι θεατές πήραν τους ίσκιους τους και φύγαν
τελείωσε η παράσταση από χρόνια   ο κύκλος κλείνει   μείναμε μόνοι   εγώ κι εσύ ν’ αναζητούμε   έναν προορισμό χαμένο   Άσε με να φύγω
νυχτώνει...»   Η Εύα Μοδινού που πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 2001 με την ποιητική συλλογή ΣΤΙΧΟΜΥΘΙΑ  από τις εκδόσεις Ιδεόγραμμα - Εριφύλη και τα έργα της που ακολούθησαν από τον ίδιο εκδοτικό οίκο είναι: ΤΟ ΚΟΙΛΟ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ  2003  και ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ…   Πρώτο Τετράδιο & Δεύτερο Τετράδιο 2005, στο καινούργιο της ποιητικό κύκλο ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ  Εκδόσεις των Φίλων, 2012, κάτι έχει να μας πει με τρόπο σημαντικό, κάτι πολύ σημαντικό: ότι τίποτε δεν τελειώνει και το άρρητο και το άφατο, αν το αξίζει το βλέμμα σου και το αντέχει η ψυχή, είναι «για πάντα».   Από τους πιο ολοκληρωμένους ποιητικούς κύκλους που έχουμε διαβάσει. Η τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου γραμμένη με όλα τα συστατικά και τα μέτρα της αρχαίας τραγωδίας∙ καθώς και η αιώνια προοπτική.   Η κάθαρση της Ποίησης και της Τέχνης.  (κριτική παρουσίαση από την Ελένη Γκίκα,  που δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό «Νέα Ευθύνη», τεύχος 20, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2013.

Παρασκευή, 1 Αυγούστου 2025

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

ΙΣΟΒΙΑ ΘΛΙΨΗ ΟΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ

 (…τα δένδρα στο παραθύρι συλλογισμένα 

τα βουνά γερμένα στον ώμο τ’ ουρανού…)   


Νερά  ορμητικά τα  τα ποιήματα του Τάσου Πορφύρη  

κι απλός «κουνεντιαστός ο λόγος του. 

Σε παρασέρνει σε λαγκάδια,  αναμνήσεις,  δροσιές και λάβαρα.

Φωνές παλιές,  αντηχήσεις,  απόηχους και χώματα.

Ριζώματα της μνήμης,  του αγώνα,  της λήθης,

της αξιοπρέπειας,  τους ήθους που γέννησαν τα βουνά!..

 

Που σε τραβάνε προς τα αγνά ιδεώδη του ανθρώπου… 

 

Κι ως τα γάργαρα νερά πλάι σε γκρεμνά της αλησμονιάς

και της  ΙΣΟΒΙΑΣ ΘΛΙΨΗΣ!..

Πιο πέρα οι γιδόστρατες   και  τα φωτεινά μονοπάτια.

Ακόμα πιο ψηλά  η  Ποίηση,  η αγωνία αυτή, 

τα βάθη της συνείδησης, η πτώση…

 

«Τις καταδύσεις σε άγνωστους βυθούς με ναυάγια

Και κυρίως τις κατακόρυφες πτώσεις

Στα άδυτα μιας παραπαίουσας συνείδησης…  (σελ. 32)

 

Η εμμονή της μνήμης στη γενέθλια γη,

ο νόστος για τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας,

η επιστροφή στην πρώτη αθωότητα… 

 

Εκεί στη λευκή σελίδα του έσω κόσμου που καταγράφονται σαν μικρά θαύματα

οι εικόνες του καθημερινού βίου, ο αγώνας της επιβίωσης,

οι απορίες και οι ενθουσιασμοί της τρυφερής νιότης…

Για να ανασυρθούν αργότερα ως ιαματική ανάμνηση

σε αντιστάθμισμα  των τραυματικών εμπειριών

Η ανασύσταση του ήθους που γεννά η συνύπαρξη

με την απεραντοσύνη του φυσικού κόσμου.

Τα ποτάμια,  τα νερά,  οι πέτρες,  το δωρικό ηπειρωτικό ύφος, 

το λιγοστό φαγητό  και  τα λιτά ρούχα,   ακόμη και  η στέρηση

φορές συντείνουν   προς έναν άλλο ηρωισμό και πάθος…

 

«Τα μάτια κι οι φωνές μας καρφωμένα στο σώμα της μνήμης 

Για να μην τα πάρει ο αγέρας της λησμονιάς όπως τα

Λάβαρα τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα  ήταν πολύ όμορφα

Για να κρατήσει συννέφιασε χάθηκε ο ήλιος

κόπηκε η ζητωκραυγή στη μέση

και σφαδάζει ακόμη σε επετειακές διαδηλώσεις…»  (σελ. 20)

 

Μεγάλη ανάσα, ρωμαλέα, εφηβική θα έλεγα.

Στίχοι άμεσοι χωρίς στίξη…

Μνήμη διαυγής,  λόγος κρυστάλλινος…

Παρόλο που ακουμπάει στον δεκαπεντασύλλαβο, ο στίχος είναι  «ελέυθερος»

Υπάρχει μία συμφιλίωση του παραδοσιακού με το σύγχρονο,  ρέουν κυριολεκτικά το ένα μέσα στο άλλο…

 

«Κλαδέψτε τα ποιήματα  μην τα αφήσετε

Να πνίξουν τον κήπο τα σπίτια τα

Χθεσινά όνειρα με τις προεκτάσεις σε

Λαβωμένα πρωινά και τα νυσταγμένα

Μεσημέρια  αφαιρέστε άρθρα προθέσεις

Συνδέσμους  στην ανάγκη και συλλογισμένα 

Φρούτα  για να πετούν οι στίχοι ανάμεσα

Σε μισοκρυμμένες φωλιές με νεοσσούς

Και τον άναμο να παίρνει μίαν ανάσα

Καθώς ξαπλώνει στα στιβαρά κλωνάρια

Των δεκαπεντασύλλαβων…   (σελ. 33)

 

Λαλιά κοφτερή  μα πάντα τρυφερή και ανθρώπινη στο βάθος…

Ο πόνος της ύπαρξης,  βιωμένος ως τα βαθύτερα μύχια

εκφράζεται λιτά με αφοπλιστική ειλικρίνεια…

Η άμεση έκφραση του συναισθήματος σπαραχτική…

Μια ποίηση αυθεντική,  προσωπική και ταυτόχρονα

κοινοτική, κοινωνική με νύξεις σύγχρονες, με αξίες διαχρονικές…

 (σχολίαζε  ο Θάνος Κανδύλας  στο ΠΟΙΕΙΝ

για τη συλλογή του Τάσου Πορφύρη  ΙΣΟΒΙΑ ΘΛΙΨΗ, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλιά 2019)

 


ΜΥΡΤΩ

- Έλα μέσα θα βραχείς

Ψιλόβροχο στον ανθισμένο

Κήπο στην κοιμισμένη λίμνη

Των ματιών σου στο δάσος

Της ανυπότακτης κόμης σου

Στην κουρασμένη καρδιά μου

- Όχι θα περιμένω τη Μυρτώ

Συνήθως κρύβεται στα σύννεφα.

[κι άλλα ποιήματα  από τη συγκεντρωτική έκδοση:  

Τάσος Πορφύρης ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ Ποιήματα 1961 – 2011, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ:

Πέντε ποιήματα από τη συλλογή ΟΙ  ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ 2015

Τέσσερα ΕΡΩΤΙΚΑ ποιήματα από την ίδια συλλογή   και

Νεμέρτσκα… Σχόλιο για τα ποιητικά άπαντα του Τάσου Πορφύρη  από το Μιχάλη Μακρόπουλο)

 

photography:  dragan todorovic

 

 

 

 

 

ΣΩΣΙΒΙΟ 

(και άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Τάσου Πορφύρη ΟΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ 2015)

Όταν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε το υπόγειο όπου

Αναπαύονταν σε ράφια τα παλιά σκονισμένα βιβλία

Έπρεπε να το απαλλάξουμε από τα χιλιάδες ανείπωτα

Λόγια που κάλυπταν σ’ ένα σεβαστό ύψος το πάτωμα

Αυτά που στήριζαν τα γραμμένα στα βιβλία και τα

Καμάρωναν γιατί κατόρθωσαν να γίνουν κάτι έστω

Συντροφιά για κάποιον που δεν έχει από κάπου να

Κρατηθεί και γραπώνεται απ’ τα φωνήεντα των

Λέξεων καθώς τον ταξιδεύουν στους αντίλαλους των

Κορυφογραμμών και στα ξυπνήματα των εύφορων κοιλάδων.

 

ΙΙ. ΕΔΠΙΣΤΡΟΦΗ

Όταν ξαναφάνηκε το άγαλμα που ’χε εξαφανίσει η ομίχλη

Δεν ήταν το ίδιο το αγέρωχο ύφος μια ανάμνηση πες

Το τεντωμένο σε ευθεία χέρι γερμένο σ’ αποχαιρετισμό

Από τη ρευματική αρθρίτιδα που τον ταλαιπωρούσε με την

Υγρασία γέρασε και τ’ άλογό του δεν φουρμάζει δεν αδημονεί

Χτυπώντας τις οπλές του κανένας κίνδυνος να τον ρίξει κάτω

Οπότε η θέση των χελιδονιών στο πηλήκιο εξασφαλισμένη

Όταν γυρίζουν από τα θερμά κλίματα και ψάχνουν για

Τις περσινές φωλιές κάτω από τις σκεπές των ολίγων

Εναπομεινάντων ετοιμόρροπων προκλασσικών ποιημάτων.

 

ΙΙΙ. ΣΥΡΡΑΞΗ

Κανονιοβολισμοί στο στερέωμα από αντιμαχόμενες στρατιές

Μαύρων σύννεφων αστραπές στα μήκη και τα πλάτη του

Κι αργότερα οι εφεδρείες για την οριστική διεκδίκηση

Του χώρου: το άγριο ποδοβολητό του ιππικού στους τσίγκους

Της σκεπής των σπιτιών κι ανάμεσα οξείς ήχοι από τα

Διασταυρούμενα ξίφη των αντιπάλων κι όσο κρατούσε

Η σύρραξη άφωνη άγρια χαρά στα στήθια κι όλα να

Χάνονται στη στέρνα κι όλα να μεταλλάσσονται σε δροσερό

Πόσιμο νερό για τους κοπιώντες και πεφορτισμένους.

 

IV. ΚΙΒΩΤΟΣ

Το δάσος πλησιάζει το σπίτι χρόνο με το χρόνο

Δειλά-δειλά κάλυψε τον κήπο με τα οπωροφόρα

Αγρίεψαν κι αυτά οι καρποί τους σκληροί

Κατάλληλοι για τα δόντια του βοριά και το ράμφος

Της κίσσας η περγουλιά αγκάλιασε την καμινάδα

Απ’ όπου τα σταφύλια γνέφουν απελπισμένα για να

Σωθούν από τα κύματα της πράσινης θάλασσας

Για όσο παίρνει το μάτι το δάσος κατοικημένο

Από τους υπηκόους του κρυμμένους σε μυστικές σπηλιές

Στις εμπατές φρουροί πυκνές συστάδες δέντρων

Ελέγχουν τα πάντα μην ξαναρχίσει το παλιό

Παιχνίδι είναι της φαντασίας μου τα χτυπήματα στους

Ταρσανάδες ή βρίσκεται στα σκαριά η νέα κιβωτός;

 

V. «ΣΧΕΔΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ»

Βαδίζει σκεφτικός ψιλοβαριέται

-το πεζοδρόμιο από βήματα υποφέρει –

Ψάχνει μια φράση “motto” να φοριέται

Στο ποίημα που τη λύτρωση θα φέρει

 

Βράδυ και βρέχει στη μικρή πλατεία

Σταγόνες – φωτοστέφανα - στα γύρω φώτα

Ένας περαστικός μια φιγούρα αστεία

-κι η μουσική καημός του Nino Rotta-

 

Τρέχει κρατώντας μια μικρή ομπρέλα

Το στήθος του σπαράζει από λυγμούς

Θα μπορούσε να κάνει κάποια τρέλα

Όμως τον κρατάει όμηρο μια εποχή

-σε δυσανάγνωστες ανάκατες σελίδες-

Και βρέχει «βρέχει μια παλιά κίτρινη βροχή»

[Από τη συλλογή του Τάσου Πορφύρη ΟΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ , Ύψιλον, Αθήνα 2015.]

 

ΕΡΩΤΙΚΑ

(από τη συλλογή  του Τάσου Πορφύρη ΟΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ, ύψιλον βιβλία 2015)

Ι

Γράμμα σε χαρτί ανοιχτό γαλάζιο -εκείνο που λέγαμε ουρανί-

Με μελάνι μπλε και πενάκι ιριντινόιντ γραμμένο καυτές

Σταγόνες δακρύων ν’ απλώνονται απειλητικά με την επέμβαση

Του στυπόχαρτου να μην προλάβουν κι εξαφανιστούν τα

Φωνήεντα των εξομολογήσεων χαθούν οι μαρτυρίες

Και μείνει ξεκρέμαστος κι άδειος ο ουρανός.

 

ΙΙ

Οι άκρες των δακτύλων αυτές οι υφέρπουσες φλογίτσες

Που πλησιάζουν αθόρυβα και παίζουν δήθεν με τα κουμπιά

Του αμπέχωνου ή της φούστας ενώ διαλέγουν ό,τι παίρνει

Εύκολα φωτιά από τα χθεσινά συμβάντα ως τις μελλο-

-ντικές μεταμορφώσεις έχοντας κατά νου να μην αφήσουν

Τίποτα ανέπαφο καμιά φόδρα ανεξερεύνητη εκεί

Που κρύβονται συνήθως ξεχασμένες ημερομηνίες

Κρυφών συναντήσεων · στον συνήθη τόπο εκτελέσεων.

 

ΙΙΙ

Πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια από τη μέρα

Που σ’ αποχαιρέτησα κι ήταν σαν χθες

Έκλαιγα γιατί θα σ’ έβλεπα το άλλο

Καλοκαίρι ήταν πολύς ο καιρός άναβε

ζάκια άνοιγε πληγές ωρίμαζε φρούτα

Αισθήματα άνοιγε βάραθρα ανάμεσά μας γι’ αυτό

Τα δάκρυα πικρά και το μαντήλι μαύρο.

 

ΙV

Μέρες του ’39

Κόκκινα καλαμπόκια κρεμασμένα στις γρέντες

Του μαγειρειού ένα ταβάνι πολυέλαιος να φέγγει

Αχνά τις νύχτες κυνόροδα κράνια βατόμουρα

Σε σινιά απλωμένα ευωδιάζοντας τα όνειρά μας

Απλωμένος τραχανάς και πέτρα από γιδίσιο γάλα έργα

Των χειρών ευλογημένα απλωμένα στην επικράτεια

Του σπιτιού και από κοντά η λαχτάρα για το αύριο

Για τη συμμαθήτρια που μετακόμισε απ’ τα

Γιάννενα να μείνει μόνιμα στο χωριό με τους

Γονείς της και λέν’ - όσοι την είδαν - πως λάμπει

Σαν άστρο της αυγής χαμογελά σα νιο φεγγάρι.

[Από τη συλλογή του Τάσου Πορφύρη ΟΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΠΛΗΓΕΣ, Ύψιλον, Αθήνα 2015. Η πέτρα του τελευταίου ποιήματος είναι τα φύλλα για χυλοπίτες.

 

Νεμέρτσκα…

(Τα ποιητικά άπαντα του Τάσου Πορφύρη  1961-2011 από τις Εκδόσεις των Φίλων)

Ανάμεσα στην ελευθερία του μοντέρνου και στον έμμετρο λυρισμό του παλαιότερου, ανάμεσα στον ελεύθερο στίχο και την κλασική φόρμα, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, και σε τούτον τον κόσμο ζει κι αναπνέει η ποίηση του Τάσου Πορφύρη. Ίσως γιατί, αν και «ελεύθερη» στη φόρμα της, εμπνέεται απ’ το Πωγώνι στην Ήπειρο, έναν τόπο που κοιτά πίσω, γερά δεμένος ακόμα με το παρελθόν, κι ίσως γιατί σε τούτον τον τόπο ερημιά κι ομορφιά πάνε χέρι - χέρι, έτσι εδώ δίνεται ο πλατύς χώρος κι ο βαθύς χρόνος που ’ναι αναγκαίοι στον άνθρωπο για να σταθεί και να αναθυμηθεί, ν’ αφουγκραστεί ό,τι έχει υπάρξει, να ψηλαφήσει πολύτιμες μνήμες και ψίθυρους απ’ τα πωγωνήσια δημοτικά τραγούδια που όλα, ως και του γάμου, σαν να ’ναι μοιρολόγια, και ν’ αγναντέψει τη ζωή του από μια ψηλή βουνοκορφή. Όχι οποιουδήποτε βουνού, μα της Νεμέρτσικας, που χαρίζει στα ποιητικά άπαντα του Πορφύρη το όνομά της. Γυμνή κι επιβλητική, δεσπόζει με τα πέτρινα κύματά της πάνω απ’ το Πωγώνι, χαράζοντας ανεξίτηλη την παρουσία της στην ψυχή του ποιητή, ακόμα κι όταν ο ίδιος, σώματι, δε βρίσκεται πλέον εκεί, μα στην Αθήνα.   Το ποιητικό ξάφνιασμα παρόν παντού σε τούτα τα άπαντα, χάρις σ’ ένα αναπάντεχο συνταίριασμα λέξεων που σηκώνει τη φλοίδα του κόσμου και φανερώνει: Υπάρχει στην τσέπη των αισθημάτων ένας μικρός πετεινός / που φωνάζει τρεις φορές / την ώρα που παζαρεύουν οι φίλοι στο φέρετρο / την τιμή της διατήρησης της μνήμης• κι αλλού: Έτσι μπορώ να φανταστώ το κοροϊδευτικό γέλιο του ποτηριού / πάνω στο δίσκο• κι αλλού πάλι: είναι ένα άδειο πηγάδι ακούγεται / ο γδούπος του ήλιου στον πυθμένα / σαν κάλπικο νόμισμα• και: Πώς να χωρέσουν / Το δάσος στον ακάλυπτο ο βοϊδομάτης στην πισίνα / Η σαρκοβόρα Άνοιξη στο γιασεμί της γλάστρας.   Και, σαν κατακλείδα τούτης της σύντομης παρουσίασης, ένα απόσπασμα από το «Εδώ θα ζήσουμε» και δυο παραινέσεις, αντίστοιχα από τα ποιήματα «Τρίπτυχο» και «Υποθήκη»:   Ζήσε σαν χθεσινός μελλοθάνατος   Που την τελευταία στιγμή ο αποσπαματάρχης   Αντί του «επί σκοπόν» κραύγασε: «τους ζυγούς λύσατε»   Ξεμπερδεύοντας με την εποχή των μαρτύρων   Ανοίγοντας την πόρτα σε μια καινούργια έκταση   Με τους ανεμοδείχτες να γυρίζουν τρελά   Με τα όνειρα θερισμένα κι έναν κατακόρυφο ήλιο   Να τους βάζει φωτιά   Ώσπου μια βιβλική βροχή να τα εξαφανίσει όλα   Χωρίς καινούργια κιβωτό χωρίς ελπίδα πια   Τίποτα δεν είναι για πέταμα   Ακόμα κι ένα σταματημένο ρολόι   Δείχνει τη σωστή ώρα δυο
Φορές το μερόνυχτο.  Αφήστε όλα τα φώτα αναμμένα   Κάποτε θα χορτάσετε σκοτάδι.  (Μιχάλης Μακρόπουλος)

Τετάρτη, 5 Μαρτίου 2025