(… τάδε έφη Θωμάς Γκόρπας στις ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ του από
ΦΙΛΝΤΙΣΙ - ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ 1979 -
αλλά σ’ άλλο του Ποίημα μας συστήνεται):
(… τάδε έφη Θωμάς Γκόρπας στις ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ του από
ΦΙΛΝΤΙΣΙ - ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ 1979 -
αλλά σ’ άλλο του Ποίημα μας συστήνεται):
«Δεν είμαι
ο Θωμάς που λέτε ότι ξέρετε,
δεν είμαι ο
Ποιητής που λέτε ότι θαυμάζετε,
δεν είμαι
καταπληκτικός δεν είμαι ανεπανάληπτος,
ούτε θηρίο
της ερήμου ούτε σκύλος που δαγκώνει…
Μέσα μου
ένα άνθος απολέμητης μοναξιάς
και τα
πικρά φύλλα της καρδιάς γεμάτα δροσερές πηγές λυγμών.
Σώζομαι, αν
σώζομαι τελικά, χάρη σε κάποιες τέχνες
ταπεινές που ξέρω:
του
τσιγάρου, του ξενυχτιού της νοσταλγίας και της
αθανασίας
τόσων
ωραίων πραγμάτων που περνάνε απαρατήρητα…
Ψάχνω για
νέες αγάπες πυρετωδώς
και όταν
δεν τις βρίσκω τις φαντάζομαι ώσπου να τις βρω!..
Γράφω πού
και πού ποιήματα μερικά απ’ τα πολλά
που ονειρεύομαι
και βάζω
μέσα σ’ αυτά δικά μου και δικά
σας όνειρα
για τα
οποία εσείς και ντρέπεστε και υποφέρετε
και σιγά - σιγά
πεθαίνετε!..»
Ο Θωμάς
Γκόρπας,
γράφει
στην εισαγωγή των κειμένων παρουσίασης του Ποιητή, στο δεύτερο κύκλο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ
ΣΚΙΑ, ο Γιώργος Μπλάνας,
«διέσχισε
το βίο του σαν αγρίμι που χτυπιέται στο κλουβί του και δεν
απαίτησε ποτέ τίποτα περισσότερο από μια νυχτερινή γωνιά
για να
καπνίζει και να γράφει ποιήματα με καθημερινά υλικά, καθημερινές μεθόδους και καθημερινούς
ρυθμούς.
Η ποίησή
του, αν και αποτέλεσμα βαθύτατης σκέψης και εκφραστικής αρτιότητας, έχει την
επιθετικότητα με την οποία η πραγματικότητα χώνει τα χέρια της στις φτωχικές
τσέπες της ψυχής.
Τι βρίσκει
να πάρει; …»
Μια
απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι οι στίχοι στο ποίημα ΠΟΙΗΣΗ στη
συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ όπου και οι
ορισμοί
της:
ΠΟΙΗΣΗ ανάμνηση από φίλντισι…
ΠΟΙΗΣΗ χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού
ΚΛΑΜΑ παιδιού στη μέση πανηγυριού
ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ τα ξημερώματα
ΑΝΑΜΜΑ τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
ΦΙΛίΑ ανάμεσα σε δυο προδοσίες
ΚΛΩΝΑΡΙ που ταξιδεύει
ΕΝΑ
ΒΙΟΛΙ που παίζει μοναχό του
ΑΡΙΘΜΟΣ 7
ΤΗΣ
ΚΑΡΔΙΑΣ τα μέσα φυλλώματα
ΧΑΛΚΟΣ χαλκοματένια χαλκοματάς – όλα τα παλιά
γυαλίζω
ΧΡΥΣΑΦΙ για όλους ή για κανένα
ΠΟΛΗ που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία
ΠΑΛΙΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ και μακρυμπάνι της μνήμης
ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ που γλιτώνει απ’ τη φωτιά
ΦΩΤΙΑ που
γλιτώνει απ’ τα νερά
ΧΑΡΑ που γλιτώνει απ’ τα γεράματα
ΒΙΟΛΕΤΕΣ σ’ άσπρο λαιμό
ΑΣΠΡΟ
ΑΛΟΓΟ που τρέχει σε μαύρο ουρανό
ΜΑΥΡΟΣ
ΗΛΙΟΣ καλοκαιρινός
ΑΣΠΡΟΣ
ΗΛΙΟΣ χειμωνιάτικος
ΛΕΜΟΝΙ κάρβουνο
γλυκό του κουταλιού
ΝΥΧΤΑ στρωμένη τσιγάρα
ΛΕΞΕΙΣ…
«Βρίσκει
λοιπόν, συμπεραίνει ο Γιώργος Μπλάνας,
τα
απομεινάρια μιας απώλειας και τα κλέβει κι
αυτά!..
Μένεις με
το σπαραγμό που βιώνεις, όταν τα
πλάσματα των χεριών σου μαθαίνουν να πετούν – στα χέρια σου – και ύστερα σου
ξεφεύγουν.
Είναι
σπουδαία η ποιητική τακτική του Γκόρπα.
Δούλεψε με
υλικά παραγνωρισμένα.
Αξιοποίησε
συναισθήματα που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ποιητές στην πλαδαρότητα του
μικροαστισμού.
Τα
καθάρισε, τους έδωσε πλαστικότητα.
Το τι
πέτυχε το δείχνουν τα ποιήματά του
αλλά και η διείσδυσή τους στην
αισθητική συνείδηση των σημερινών ποιητών»
Θωμάς
Γκόρπας, υπερρεαλιστής ποιητής ή μετα-υπερρεαλιστής;
μπητ; νεορομαντικός; πολιτικός; ερωτικός μήπως;
Είναι
ελάσσων ή μείζων.
Μοιάζει
του Ελύτη ή του Εμπειρίκου;
Όλα αυτά
και τίποτα απ’ όλα αυτά.
Η ποίησή
του είναι μια ποίηση που
«οι πόρτες
της δεν θα ανοίξουν ποτέ από μέσα»,
γιατί
είναι μια ποίηση έξω καρδιά και έξω γλώσσα.
Είναι μια
ποίηση που αφοπλίζει τους κριτικούς,
είναι μια
ποίηση που δεν της αρμόζει η φιλολογική μαστροπεία… Για του λόγου το αληθές…
[κι άλλα αποσπάσματα
από την κριτική του Παναγιώτη Αρβανίτη
«ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ, ΕΝΑΣ ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ από το βιβλίο ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ
δεύτερος κύκλος σε επιμέλεια Γιώργου Μπλάνα, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013 και
μια μικρή ανθολογία ποιημάτων από τις συλλογές
του ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ, εκδόσεις Πορεία 1979 και ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ εκδόσεις Έξοδος
1983]
ΕΚ ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ ΠΑΙΔΙΑ ΣΙΩΠΗΛΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ:
«Εγώ
που ανδραγάθησα στη μάχη για το ομαδικό γούστο, δεν αγωνιώ για τίποτα άλλο τώρα
παρά για την προμήθεια ενός μεταχειρισμένου ντεφιού…
Θέλω
να πάμε σ’ ένα πανηγύρι και ν’ αγοράσουμε τα πάντα με τα μάτια»
Το φυσικό περιβάλλον της ποίησης του Γκόρπα, σημειώνει ο Παναγιώτης
Αρβανίτης (Θωμάς Γκόρπας: Ένας ρακοσυλλέκτης του πνεύματος, Δεύτερος Κύκλος στη
συλλογή ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, Γαβριηλίδης 2013),
βρίσκεται στην αντι-ανθολογία των δρόμων της νύχτας… Η ποίηση του είναι
το σοκ της μεγαλούπολης όπως αυτό πάλλεται στην καρδιά ενός επαρχιώτη, ενός
εσωτερικού μετανάστη. Είναι μαζί με το Μιχάλη Κατσαρό (Κυπαρισσία) και το Νίκο
Καρούζο (Ναύπλιο) οι τρεις επαρχιώτες ποιητές – έποικοι των Αθηνών - που βίωσαν
ως αυθεντικοί περιπλανώμενοι ποιητές σκορπώντας την πλανόδια ποίησή τους στη
σύγχρονη ερημιά της μεγαλούπολης. Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι οι ποιητές που
τελικά ύμνησαν τη μεγαλούπολη, την Αθήνα στη δική μας περίπτωση, δεν ήταν
Αθηναίοι αλλά επαρχιώτες - εσωτερικοί μετανάστες. Είναι αυτοί που με καθαρότερο
βλέμμα και με την απόκοσμη παρατηρητικότητα του ξένου είδαν στη μεγαλούπολη μια
«αποκάλυψη» του μοντέρνου, βρήκαν στη μεγαλούπολη μια ποίηση «ζητιάνα των ρυθμών που δεν υπάρχουν», μια
ποίηση με μελωδία το θόρυβο της ασφάλτου, γιατί εκεί που δεν υπάρχει μελωδία θα
πρέπει να φορέσεις το κενό της:
Ο
ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ
(από
τη συλλογή του Θωμά Γκόρπα ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ 1983)
Η ώρα ήταν πέντε και μισή εχάραζε
περήφανος ο Απρίλιος τίναζε
απ’ τα ξανθά μαλλιά του την ψιλή βροχή.
Πολλοί περνούσαν από κει επαναφέροντας
την κίνηση και τη βουή στο δρόμο
αλλά κανένας δεν τον πρόσεχε κανένας
δε είχε έλλειψη από ακεφιά και τρόμο.
Κάποιος ρωτούσε τι ώρα είναι
άλλος βλαστήμαγε που πέρασε η ώρα
άλλος ρωτούσε αν θα κάνει ζέστη
άλλος ρωτούσε αν θα ξαναβρέξει
άλλος ζητούσε μιαν αφετηρία λεωφορείων
άλλος ζητούσε μιαν αφετηρία της μέρας
άλλος – ο πιο επικίνδυνος για το σιγουρεμένο
καθεστώς
ζητούσε μιαν αφετηρία πουλιών…
Πάντα παράξενος ο Απρίλιος πάντα
να μας χωρίζει δίχως δισταγμό στα δύο
Άνοιξη ή
καλοκαίρι είναι τώρα;
Για τον ρακοσυλλέκτη όμως συνεχίζονταν ο
χειμώνας.
Κοιμόταν σαν παιδί σαν αγγελούδι σαν αρνί
μες στα κουρέλια του και μέσα στα χαρτιά του
χαμογελούσε ονειρεύονταν φαίνεται ότι πετούσε
επάνω από λιβάδια σύγνεφα βουνά και θάλασσες
επάνω από εποχές χαρές και λύπες
Χαμογελούσε ονειρεύονταν φαίνεται ότι έπεφτε
από ψηλά μπαλκόνια έπεφτε απαλά στην άσφαλτο
σαν το φτερό πουλιού σαν λέξη κοριτσιού
και τίποτε δεν πάθαινε. Κοιμόταν χαμογελούσε
ονειρευότανε και δεν ξυπνούσε δεν ξυπνούσε…
ΣΤΑΣΕΙΣ στο μέλλον
στους Σπασμένους καιρούς που έρχονται, στο ΜΕΓΑΛΟ ΔΡΟΜΟ που μας οδηγεί το
Γιουσουρούμ της ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ:
Ο Θωμάς Γκόρπας, σημειώνει ο Κώστας Μπαλαχούτης, με την ζωή και το έργο του
αμφισβήτησε θεσμούς, δογματισμούς κάθε μορφή κατεστημένης εξουσίας, ακόμα
και τον θάνατο… Υπήρξε από τους πρωτοπόρους της «μπιτ» σκηνής στην
Ελλάδα και το 1979 εκπροσώπησε την χώρα μας στο πρώτο διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης
Μπιτ της Ρώμης. Από το 1975 έως το 1980 έζησε στο Παρίσι όπου και έργα του
μεταφράστηκαν στην γαλλική γλώσσα. Ήταν ένθερμος υποστηρικτής και γνώστης
του λαϊκού τραγουδιού και των εκπροσώπων του γράφοντας διεισδυτικά
κείμενα με αφορμή την προσωπικότητα και τα έργα τους. Λάτρευε τον Καζαντζίδη αλλά
είχε ξεχωριστή αδυναμία και στους «ελάσσονες» και τους «άγνωστους»
Χρυσίνη, Καραπατάκη, Λαύκα, Κυριαζή,
Καρανικόλα κ.ά. που τους είχε γνωρίσει από κοντά. Όλα αυτά γίνονται ποιήματα,
ασουλούπωτα, όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος. Οι φιγούρες μάλιστα που
αποτυπώνονται στα ποιήματά του βρίσκονται συχνά στο περιθώριο και ο τόπος που
τις πλαισιώνει τα στέκια τους. Πόρνες, ρακοσυλλέκτες και εργάτες διαδέχονται ο
ένας τον άλλον σε παζάρια, καφενέδες και ουζερί, με το λαϊκό τραγούδι να είναι
παρόν αλλά παρών και ο ίδιος και η προσπάθεια του να τα κάνει όλα αυτά ποίηση.
Η αυτοαναφορική αυτή περιγραφή της δημιουργίας ενός ποιήματος από την
καθημερινότητά του, που περνάει από διάφορα στάδια ώσπου από ένα «πολύ κακό
ποίημα» να έχουμε το μαύρο αποτέλεσμα της ποίησης και της ζωής και της πρώτης
αγάπης και… Ας παρακολουθήσουμε τα βήματα στο ποίημα:
ΤΗΝ
ΕΒΑΨΑ ΜΑΥΡΗ
(από
τη συλλογή του Θωμά Γκόρπα ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ 1983):
Ελαφριά ας πέσουμε κι ας κοιμηθούμε κι ας είναι
τα όνειρά μας γλυκά κι ευχάριστα
ας λιγοστέψουμε τους «φίλους» μας ας
λιγοστέψουμε
τα εισαγωγικά από τη ζωή μας…
Δεν αγαπώ κανένανε δεν θέλω να μ’ αγαπάνε
δεν θέλω πια παρά την ησυχία μου
που όσο γίνεται άπιαστο πουλί
τόσο τη λαχταρώ και χάνομαι…
Έως εδώ είναι ένα κακό πολύ κακό ποίημα… Οι
Ποιηταί!
Όπως «Μπα; Αλήθεια; Μη μου το λες! Θα τρελαθώ.
Μη μου το λες…»
Ήξερα έναν ποιητή που έγινε χασάπης
άλλον που την παράτησε την ποίηση
για να ’χει τον καιρό να παρακολουθεί τη σύζυγό
του
άλλον που έβγαζε δόντια όλα τα κέρδη του από τα
δόντια…
Εγώ ακόμα γράφω ποιήματα ασουλούπωτα που
αρέσουν σε καμπόσους
μ’ όλο το πάθος των παλιών ξωμάχων που έβγαζαν
νερό
απ’ το πηγάδι το κατακαλόκαιρο να δροσιστούν
και να δροσίσουν και τα ζωντανά τους…
-Υπάρχει καμιά «καλή» ταινία αυτή την εβδομάδα;
Αυτό είναι όλο; Αυτό είναι όλο, μάλιστα!
Το ποίημα πάει απ’ το κακό στο χειρότερο!..
Όπως όλα εκείνα που καιγόμαστε να πάν μπροστά
κι ωραία!
Τύφλα στο ποίημα που καιγόμουνα να γράψω!..
Τώρα τυραννικά γλυκά θανατερά φρέσκα και
αισιόδοξα
έρχονται και ξανάρχονται απ’ τα λησμονημένα
δροσερά λαγούμια των παιδικών
που λέμε και δεν είναι αναμνήσεων Μεγάλες
Παρασκευές
φωτιές
χαλκούνια βαρελότα Επιτάφιοι και Έρρανον τον ταφον
ωραίες γυναίκες που θ’ αποδείχνονταν άσχημες αν
τις είχα πάρει
ωραίοι αετοί απαγχονισμένοι στα ηλεκτροφόρα
σύρματα
πρόβα
τόσων ωραίων ιδεών σκοπών παραμυθιών
που θα απαγχονίζονταν αργότερα πάνω σε φιλίες
και παρατάξεις τάχατες πιστές κι αθάνατες…
Έρχονται και ξανάρχονται από τα δροσερά
λαγούμια:
άνθη της γειτονιάς μου μπλεγμένα με
ηλιοβασιλέματα
σούρουπα μπλεγμένα με της μάνας τα φάρμακα
με την κούραση του πατέρα
κορίτσια γριές και γριές καλοστεκούμενες
χαμάληδες
κουρείς, γκαρσόνια μπογιατζήδες πόνοι χαρές
τραγούδια
ψωμιά μα λάδι και ζάχαρη στουπέτσι και μπριγιόλ
τσατσάρες στην κωλότσεπη τσιγάρα στούκας
γαζίες γαρυφαλιές γεράνια βασιλικός και δυόσμος
φυλλόδενδρα αγιοκλήματα κληματαριές βασιλικός
και δυόσμος και ω!
παχύ φύσημα των ευκαλύπτων που έρχεται
κι εσύ σαν μάνας σαν πατέρας σαν ζωή σαν
θάνατος
και μου λες τότε και τώρα:
Αγάπη για όλους ή για κανέναν
χασίσι για όλους ή για κανέναν
ο παραμυθατζής για όλους ή για κανέναν.
Την έβαψα μαύρη διάβασα μαζί Καβάφη και
Μαλακάση στο Μεσολόγγι.
Στο Μεσολόγγι
επρωτοδιάβασα καινούργιους ποιητές και Παλαμά
ακόμα
και την Αθήνα όπως και τόσα άλλα την είχα
ονειρευτεί προτού τη ζήσω
όλο με καταπληκτικά μοιραία απίθανα μοναδικά
τρελά κι ανεπανόρθωτα γέμιζα τη ζωή μου
και την έβαψα μαύρη
την ποίηση και τη ζωή μου και την πρώτη αγάπη
και…
Ο ΓΚΟΡΠΑΣ ΚΑΤΑΤΡΥΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ
(μια πρωτοπορίας όμως πιο υπόγειας σε
σχέση με τη μεγαλεπήβολη πρωτοπορία του μοντερνισμού):
Για παράδειγμα, σαγηνεύεται από παραγνωρισμένες πολιτιστικές μορφές του
παρελθόντος, όπως ο Μακρυγιάννης ή ο Θεόφιλος, και τις ανασύρει από τη λήθη, το
κάνει όμως στα δικά τους μέτρα κι όχι στα δικά του. Η Ελλάδα του Γκόρπα δεν
είναι μόνον η Ακρόπολη και η Αρχαία κληρονομιά. Είναι περισσότερο η Ελλάδα του
Αλή Πασά και του Κοσμά του Αιτωλού, περισσότερο του Κάλβου παρά του Σολωμού,
περισσότερο του Καρυωτάκη παρά του Σικελιανού. Η Ελλάδα του Γκόρπα είναι οι
εργάτες της, τα ουζερί, ο Καραγκιόζης, τα λαϊκά τραγούδια και πάνω απ’ όλα το
ρεμπέτικο. Κι όλα αυτά τα θέλει άθικτα από τον αδέκαστο νόμο του
εκσυγχρονισμού. Εφευρίσκει λοιπόν μιαν αθέατη πλευρά της ελληνικής παράδοσης,
αυτή που καταχωρείται στον κάλαθο των αχρήστων από την επίσημη ιστορία. Ο
Γκόρπας, σαν ακούραστος πνευματικός ρακοσυλλέκτης λοιπόν, ανασύρει αυτή την
παράδοση για να την φέρει στην επιφάνεια. Γράφει ο ίδιος στις ΕΠΟΧΕΣ του:
«Ο Πόρφυρας και τόσοι άλλοι ήταν λυρικοί μεγάλοι στον
καιρός τους. Εμείς ούτε λυρικοί είμαστε ούτε μεγάλοι κι ο καιρός μας είναι
απέραντος. Δεν είμαστε το πουλί που πάει αλλά εκεί που το πουλί πάει… Δεν
είμαστε το παιδί που κλαίει αλλά αυτά για τα οποία κλαίει και θα τα μάθει
αργότερα… Δεν είμαστε η γυναίκα η όμορφη αλλά αυτό που η γυναίκα η όμορφη
παθαίνει και δεν το λέει και κλαίει μόνη…» (από τη συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.
εκδόσεις Πορεία 1979)
Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ Ο ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ
ΙΛΙΓΓΟΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥΣ
(«Θέλω να
πάμε σ’ ένα πανηγύρι και να τα αγοράσουμε όλα με τα μάτια;»)
Το χαοτικό, το
τυχαίο, η ταχύτητα της καθημερινότητας, η μοναξιά του πλήθους, ο λαβύρινθος της
μεγαλούπολης, όλα αυτά έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα βιώματα ενός
επαρχιώτη, γι’ αυτό και βλέπει σ’ αυτά μια σαγηνευτική ποίηση αλλά και μια τραγική αποξένωση… Ο Θωμάς
Γκόρπας είναι, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, 500 ετών Μεσολογγίτης και 50 ετών
ποιητής. Η Αθήνα είναι η προέκταση του Μεσολογγίου, όπως ακριβώς η ποίησή του είναι
προέκταση μιας σειρά ποιητών του Μεσολογγίου (Κοσμάς ο Αιτωλός, Μαλακάσης,
Παλαμάς κ.α.). Η ποίηση του είναι θα λέγαμε, σχολιάζει ο Παναγιώτης Αρβανίτης,
η γλυκιά νοσταλγία μιας χαμένης αύρας, της αύρας των παιδικών χρόνων:
ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
(από
τη συλλογή του Θωμά Γκορπα ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ 1979)
Πατρίδα μου
καπρίτσιο και νταλκά ηλιοβασίλεμα στα
βυσινιά
δάκρυα αργοκύλητα και ψεύτικα φιλιά και
του ντουνιά
πορτρέτα στα πακέτα των τσιγάρων μου και
μες στα πρώτα
αγαπημένα μου τραγούδια να μικραίνεις
μες τα χνώτα
να μου μικραίνεις αχ να σκίζομαι να μη σε
πιάνω
μέσα στα ξένα τα αθηναϊκά χνώτα κι απάνω
που σ’ εύρισκα δια μέσου νέας αγάπης
πάλι να σε χάνω…
Πατρίδα μου
πρώτη μεγάλη αγάπη μου και πρώτη γλύκα
της ζωής
χρυσάφι στα σκοτάδια μάτια μου και λάδι
της ψυχής
σκαμμένος τώρα από ποταπότητες εχθρούς και
φίλους
ξαναθυμάμαι αετούς στεφάνια σάλτσινα και
μύλους
χασίσια που με ξεγελάν και λέω που σε
φτάνω
μες στα τραγούδια μου που όλο σε βρίσκω
και σε χάνω
πόλη μου που με πας από τον Κάτω Κόσμο
στον Απάνω…
Ο ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ του Γκόρπα απέναντι στην
κυριαρχία της κατανάλωσης θυμίζει το Νικόλα Άσιμο:
«τι θέλετε
φεγγάρι ή σουβλάκι;
καλσόν από
ακρογιάλι ή από σούπερ μάρκετ,
φύκια ή νάιλον; Διαλέξετε!»
Ο Γκόρπας έχει,
σύμφωνα με την εύστοχη διαπίστωση του Παναγιώτη Αρβανίτη, το σύνδρομο της
πρωτοπορίας. Αυτό το στοιχείο τον πολιτογραφεί στην αθέατη επικράτεια των
αιρετικών. Ανένταχτος, ασυμβίβαστος σε όλα, δεν αφήνει τίποτα απείραχτο. Είναι
από τους λίγους και από τους πρώτους έλληνες ποιητές που το φετιχισμό του
εμπορεύματος τον κάνει ποιητικό σαρκασμό. Πιο απλά, αν διατρέξει κανείς τα
ποιήματά του, θα δει πολλές αναφορές στη βίαιη εμπορευματοποίηση των
πάντων… Στο ποίημα ΓΛΑΔΙΟΛΟΙ φτάνει στο
απόγειο του σαρκασμού του απέναντι στην εμπορευματοποίηση ακόμα και όντων που
υπάρχουν ελεύθερα στη φύση, όπως τα λουλούδια:
ΓΛΑΔΙΟΛΟΙ
(από
τη συλλογή του Θωμά Γκόρπα ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ 1979):
Τα λουλούδια αγοράζονται συνήθως το πρωί. Και οι
περισσότεροι αγορασταί είναι άσχημοι γέροι και τα τρία κακά της μοίρας. και
προτιμούν γλαδίολους – ει δυνατόν κλειστούς…
Χριστέ μου τι
ποίηση υπάρχει σ’ όλα αυτά!..
Βγήκαν στον πόλεμο οι γλαδίολοι και πολεμούν
φλεβίτιδες κιρσούς καμπούρες μαραμένα δέρματα λιωμένα μαλλιά σάπια δόντια σάπια
μάτια σάπια όνειρα…
Χριστέ!.. Καλά δεν τους βλέπεις αυτούς τους τετραπέρατους
κτηνώδεις ανθοπώλας;
Δεν πουλάνε άνθη δεν πουλάνε γλαδίολους καλημέρες
πουλάνε στολισμένες με ρεβεράντζες θαυμαστικά επιφωνήματα και σάλια.
Όλους τους βρίσκουν καλά οι αθεόφοβοι μια χαρά στις γυναίκες μάλιστα προσφέρουν κι έναν
γλαδίολον εκτός μετρήματος…
Ιησού Χριστέ!.. Κάνε κι εσύ μια καλή πράξη δεν πρόκειται
να σου ξινίσει το γάλα στείλε σ’ αυτούς τους πλάνους ανθοπώλας κανένα τυχερό
λαχείο κανένα πρώτο δεκατριάρι να
παρατήσουν το επάγγελμα κι αν δεν γίνεται να επέμβεις σε θέματα του
κράτους στείλε τους μιαν αρρώστια να τους ρίξει στο κρεβάτι καμιά φάουσα να
δούμε θα τους αρέσει ακόμα το πωλείν άνθη;
Και μάλιστα γλαδίολους…
«ΔΕΝ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΥΜΕ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΜΕΙΣ, ΑΥΤΑ
ΜΑΣ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΥΝ»
(είχε πει ο
Γκόρπας σε μια συνέντευξη του αναφερόμενος στην ποίηση)
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της προσωπικότητας του ποιητή ήταν η πλήρης αποστροφή
του προς τα υλικά αγαθά, το χρήμα και τον πλούτο. Ζούσε και δούλευε για να δει
το επόμενο πρωινό. Όταν κατάφερνε να βγάλει τα απαραίτητα χρήματα, έκλεινε το
βιβλιοπωλείο και πήγαινε να φάει. Η ποίησή του όμως περιέχει, όπως εύστοχα
σημειώνει ο Ηλίας Σεφερλής, την ουσία των πραγμάτων, και μάλιστα τόσο λιτά, που
πολλές φορές μοιάζει γυμνή, αποσκελετωμένη. Το γνωρίζει και ο ίδιος και μάλιστα
έχει συναίσθηση καθώς το μαρτυράει μ’ ένα αυτοσαρκαστικό στίχο: «τώρα πρέπει να
είμαι κάτι μεταξύ σοφού και άγριας παρθένας»!.. Η σοφία του αυτή συνδυασμένη με την αγνότητα
αποτυπώνεται σε μια γλώσσα καθημερινή, τολμηρή, ως και χυδαία για πολλούς, αλλά
εντέλει ανθρώπινη. Τα ποιήματά του, ακόμα, μοιάζουν με ατομικά χρονογραφήματα
από τα οποία ξεδιπλώνονται μορφές σε φάσεις και εκφάνσεις ζωής. Σβησμένες
αναμνήσεις με στιγμιότυπα καθημερνότητας, κατά τη ρήση του Ηλία Σεφερλή. Αλλά ο Γκόρπας καταφέρνει να τους δίνει
βούληση και μέσω της αποκρυστάλλωσης της ψυχής να παρέχει την απαραίτητη
ελευθερία να μη γίνονται έρμαια του χρόνου αλλά τελικά ο χρόνος να προσαρμόζεται
σ’ αυτές τις αναμνήσεις.
ΜΑΓΙΚΗ
ΕΙΚΟΝΑ
(από
τη συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ 1979)
Αύγουστος Κυριακή η Ελλάδα πλάι στη θάλασσα:
ήλιος δροσιά πεύκα φαϊ κρασί κι αγάπη.
Στο πικάπ
έπαιζε ασταμάτητα
του Τσιτσάνη η «Συννεφιασμένη Κυριακή»
Και κανείς δεν είπε ν’ αλλάξει ο δίσκος…
Αν είχε αποφασίσει τι μέρα θα
καταργήσει τον ουρανό και τη γη, θα ήταν σίγουρα Κυριακή, που «ολόκληρη είναι
το καλωσόρισμα της αγάπης, ο πιο αρμόδιος τίτλος της Κυριακής:
ΔΟΞΑ
ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
(από
τη συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ 1979)
Η κοπέλα απέναντι στο άλσος
συνομιλεί μ’ επιθυμίες κι ατσάκιστα
μυστικά.
Τα χέρια της δείχνουν τους δρόμους
τα πόδια της προσανάβουν το τραγούδι της
χλόης
τα μάτια της καλημερίζουν το δροσερό
φως.
Ο ήλιος λάμπει στο μέτωπό της
το μέτωπό της λάμπει πιο καλά από τον
ήλιο.
Τα ανεξάντλητα μαλλιά της μουσική
που θέλει να τρελαθεί.
Ολόκληρη είναι το καλωσόρισμα της αγάπης
ο πιο αρμόδιος τίτλος της Κυριακής
κι ο ΑΠΟΗΧΟΣ:
«εγώ ακόμα γράφω ποιήματα ασουλούπωτα που αρέσουν σε καμπόσους»:
Έχοντας διαβάσει πολλές φορές τη
συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ και ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ αν ήθελα να αφήσω απ’ έξω τα «Παροράματα Συναισθήματος» που συνειρμικά
αποτυπώθηκαν σε όλο το προηγούμενο κείμενο καθώς περιπλανιόμουν ελεύθερα στο δάσος
των λέξεων του ποιήματος, αφήνοντας με αυτό τον τρόπο τα δαχτυλικά αποτυπώματά
μου, τώρα που έχω πλέον κλείσει οριστικά το βιβλίο για να πάρει σειρά το
επόμενο, αφουγκράζομαι την πνοή και την
αλήθεια τους να επιστρέφει ως απόηχος παντοτινά δικός μου! Το βιβλίο
πάει έφυγε, οι λέξεις του ποιήματος μένουν:
Φύσημα
των δένδρων σβήσιμο του κύματος, άναμμα
των φώτων σε πόλεις παραλιακές, ωραία
πράγματα στον τοίχο, ωραία κι ανώνυμα, παρηκμασμένα
μαγαζιά, έρημοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, τυχαία ταξίδια μαγικά σ’ αγνοημένα μέρη επαρχιακά
(ΑΓΑΠΕΣ)… Στο πρώτο πλάνο υπάρχει μια
ερημιά γεμάτη χρώματα στολίδια, ραντεβού και μίση, στο δεύτερο η αγάπη, στο τρίτο πάλι μια ερημιά και βουτηγμένη τώρα
στο πηχτό σκοτάδι, στο τέταρτο πάλι η
αγάπη τώρα τυφλή και μεθυσμένη, στο
πέμπτο πάλι μια ερημιά μαύρη και στάζει αίμα, στο έκτο ούτε ερημιά ούτε αγάπη με ή χωρίς
φως ή σκοτάδι, στο έκτο μεταμεσονύκτιος
δρόμος καλοκαιρινός και ένας άνδρας βιαστικός καπνίζοντας τον διασχίζει, η νύχτα λάμπει σαν ημέρα και μονάχα το γλυκό
αεράκι δροσίζει κα καμμένα φύλλα της καρδιάς… (ΠΛΑΝΑ)… κορμιά, κορμιά, κορμιά απόηχοι εγκατέλειψες
φωτιά και δροσιά, φτερά κλεμμένα φιλιά, κλεμμένα
λόγια, λεφτά κλεμμένα, δώρα κλεμμένα, μοναξιασμένα απαυδισμένα πουλημένα,
πουλημένα, αγορασμένα, αγορασμένα και μια λατέρνα γλυκιά κι
αδίστακτη στην ερημιά της Κυριακής μου… Πληγή από σίδερο πληγή από κάψιμο πληγή από χάδι, πληγή απ’ το φιλί τρελής ξανθιάς πληγή από
σφύριγμα το βράδι, πληγή από της ερημιάς το μελαγχολικό τραγούδι,
πληγή απ’ αγκάθι ρόδου, πληγή απ’ την καλημέρα ξένου, πληγή της γειτονιάς σαν παίρνει να βραδιάζει,
πληγή από ανυπόφορη αγάπη, λυσσασμένη
γάτα λυσσασμένη αγαπημένη λυσσασμένο εργοδότη, πληγή απ’ το αδυσώπητο εργαλείο της δουλειάς, πληγή
απ’ την καλοσύνη ανυποψίαστης αγκαλιάς, πληγή απ’ το μεγαλείο της φτωχιάς, πληγή από ανάμνηση και από βαριά κουβέντα απ’
το μαχαίρι του ριγμένου φίλου, πληγή
από φωτιά, φωτιά κι από φωτιά ονείρου, πληγή απ’ του αποτυχημένου την ντροπή κι απ’
τη σιωπή του ντροπιασμένου, πληγή απ’ τα
νύχια τρομοκρατημένου, πληγή απ’ τα
νύχια απ’ τα δόντια απ’ τα αχ απ’ τα φιλιά της προδομένης που γαντζώθηκε πριν
φύγει πάνω σου και μένει εκεί για πάντα να σου γδέρνει την καρδιά, πληγή της εξορίας της φυλακής και της
ελευθερίας, πληγή απ’ τη μάχη κι απ’ τη
μάχη σου στο σπίτι, πληγή απ’ αυτόν που
σ’ έριξε στο παζάρι, πληγή απ’ το πικρό
παράπονο του αλήτη, πληγή απ’ το στόμα
της που βασανίζεται στην ξενιτιά κι ακόμα η πληγή για την πληγή που δεν ομολογεί
ποτέ κανένα στόμα… (ΠΛΗΓΕΣ)!.. Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη και
θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό κι εσύ να
περνάς απ’ έξω (ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ)
Ο ΣΑΡΚΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΓΚΟΡΠΑ ΤΙΝΑΖΕΙ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ…
(με τον ίδιο τρόπο που
ένα παιδί θέλει να διαλύσει τα πάντα γύρω του
όταν του φεύγει ο Χαρταετός του…)
Εν πάση
περιπτώσει, ο κόσμος μας είναι ήδη από καιρό τόσο χαλασμένος, ώστε κάθε
άνθρωπος –και ο ποιητής- θα μπορούσε να
κερδίσει αρκετά αν εκχωρούσε στον εαυτό του ένα απλό πιάτο πατάτες,
αφήνοντας τα όνειρα να φυτρώσουν μέσα του. Όσο πιο δύσκολη γίνεται η ζωή γύρω
μας, τόσο καλύτερα μπορούμε να εκτιμήσουμε τον ποιητή Θωμά Γκόρπα. Είναι ένα
είδος επαναστατικής δράσης, όχι πααρηγοριάς, οι στίχοι του [αποσπάσματα από την
παρουσίαση του ποιητή στο βιβλίο ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, δεύτερος κύκλος, επιμέλεια
Γιώργος Μπλάνας, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου