«Ό,τι άγγιξα κι ό,τι θυμάμαι», είναι
ο τίτλος της συγκεντρωτικής συλλογής του Γιάννη Τόλια, που κυκλοφόρησε το 2011,
από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ. Είναι ποιήματα που γράφτηκαν, από το 1981 έως και
το 2011. Τριάντα χρόνια ο ποιητής γράφει, γράφει, … Έτσι μπορούμε να δούμε την
εξέλιξη της γραφής του. Γιατί όπως ο ίδιος εύστοχα παρατηρεί: «Η ποίηση δεν
είναι άσκηση επί χάρτου. Είναι πόλεμος». Πολεμάει ο ποιητής. Είναι, σύμφωνα με
το Σοφία Στρέζου, ο μαχητής που
ταμπουρώνεται στις ακρώρειες του χρόνου, προσπαθώντας να διαφυλάξει ερείπια
μνήμης, στην ατέρμονη σύρραξη με την απουσία, στα μελαγχολικά πεδία της
μοναχικής μάχης του. Πολύ χαρακτηριστικό και το παράθεμα που επιλέγει ο Τόλιας
για την αυτοπαρουσίασή του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Εσύ θα επιλέξεις το
χρόνο και το χώρο που θα συναντηθείς με το ποίημα. Σε κανέναν μην αποκαλύψεις
τη μυστική σας συνομιλία, ούτε τους ασπασμούς και τις θεωρίες που
ανταλλάχθηκαν. Μόνο μέσα από μια συνουσία ανάγνωση ερμηνεύονται οι χρησμοί του
ποιήματος» [ακολουθεί παρουσίαση όλων των ποιητικών συλλογών. Τα σχόλια και η
κριτική είναι παρμένα από την ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ που έχει κάνει για τον ποιητή η
Σοφία Στρέζου - ART by YORO eternals sleep]
ΕΣΥ Η ΛΕΞΗ ΤΟ ΧΑΡΤΙ. ΥΣΤΕΡΑ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ. ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ (τίτλοι από τη ΜΩΒ ΣΗΜΑΙΑ 1981)
Μελέτη ποίησης θα μπορούσα να ονομάσω,, γράφει η Σοφία Στρέζου, τούτη την ποιητική συλλογή του Γιάννη Τόλια, «Ο,ΤΙ ΑΓΓΙΞΑ ΚΙ Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ». Τα ποιήματά του είναι μικρά ή μεγάλα θλιμμένα χαμόγελα, που πέφτουν στη γη. Είναι αποστάγματα αισθητικής συγκίνησης, στα ιδεατά οικοδομήματα της ποίησης, που τράφηκαν με αισθήσεις. Για τούτο και ο ποιητής συχνά ερωτοτροπεί με τους στίχους. Η ποίηση είναι η μεγάλη αγαπημένη του. Τι κι αν κάποιες φορές την ξεχνά, εκείνη περιμένει υπομονετικά τον δημιουργό, για να την αναστήσει άλλη μια φορά, με την καυτή του ανάσα και «ν’ ανάψει το καντήλι της ενθύμησης στο αμετάκλητο».
«Αλιεύς αναστεναγμών και βλεμμάτων, μαζεύει στις χούφτες προσεκτικά την κόκκινη αλμύρα από αιματοβαμμένα καλοκαίρια», είναι η ετυμηγορία της Σοφίας Στρέζου. Σημάδια άμμου που σβήνουν στην ανατολή του Άδη, με αυτοκτονικές προσκρούσεις σε κύματα λύπης, πλημμυρίζοντας οδύνη. Η άμπωτη της γραφής θα φέρει γαλήνη στη σκέψη, ανεμίζοντας το μαντήλι που χορεύει με νόστους αισθήσεων, μεταλλάσσοντας χρώματα αποχωρισμού…. Ιδού τρία μικρά δείγματα από την πρώτη του συλλογή τη ΜΩΒ ΣΗΜΑΙΑ 1981
ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Μην προσπαθείς να με πολεμήσεις
δεν υπάρχει πια μάχη
Ερείπια μόνο
σκορπισμένα
στη σκέψη μου
Άφησέ με
πίσω να κοιτάξω
μην κλέβεις
λέξεις που μου ανήκουν
Πρέπει να απαντήσω.
ΛΑΛΕΝΙΑ
Να φανείς
πίσω από τα ανοιχτά
παράθυρα του καλοκαιριού
με μια χούφτα αλμύρα
κι ένα κοχύλι στο αυτί
Μ’ ένα χαμόγελο
περασμένο στο λαιμό σου
να αγγίξεις την πληγή μας
με τα κοραλλένια δάχτυλά σου
Έτσι να έρθεις
με μια χούφτα
κόκκινη αλμύρα
που μάζευες τα βράδια
στάλα στάλα
το αίμα του καλοκαιριού
ΜΙΑ αΜΑΡτΙΑ
Τώρα που ο κόσμος μίκρυνε
κι έγινε δάκρυ μέσα στα μάτια σου
Τώρα που η άνοιξη μαδώντας
την τελευταία της μαργαρίτα
ρωτάει να μάθει αν την πληγώσαμε
Απόψε που το χαμογελαστό καλοκαίρι
μας γνέφει από την απέναντι αυλή
το μυστικό σου καλά φύλαξε Μαρία
και μη κλαις
Πάλεψε με τον πόνο
Μη τον αφήσεις να σου σφαλίσει τα βλέφαρα
Μίσησε εκείνον που θα πει
πως οι στιγμές μας ήταν ψεύτικες
Εκείνον που θα σβήσει τα σημάδια μου στον τοίχο
και μη λύπηθείς
φώναξέ με καινούρια να γράψω
Το ξέρεις πως αύριο στις στέγες του καλοκαιριού
αμίλητα θα κρυφοσμίγουν τα όνειρά μας
κι εμείς ορφανοί από αγάπη
μ’ ένα ξένο χέρι μπλεγμένο στα δάχτυλα
θα βαδίζουμε το δικό μας πικρό χειμώνα
Πάντα όμως θα περιμένω μιαν άνοιξη
Χωρίς τύψεις
Χωρίς ενοχή
Μιαν άνοιξη χωρίς φόβο μαζί σου να ζήσω
Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ.
Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΑΥΤΗ Η ΚΥΗΣΗ, Η ΣΙΩΠΗ, Η ΣΗΨΗ, Η ΑΠΡΑΞΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ, ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ Η ΣΥΝΑΓΩΓΗ, ΤΩΝ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΜΟΥ ΠΟΘΩΝ Η ΠΕΡΙΠΟΛΙΑ. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΠΑΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ (Σιωπηρός Γόνος από το Ονειρόδραμα 1984)
Στα ποιήματα του Γιάννη Τόλια, σύμφωνα με την αισθητική ανάλυση της Σοφίας Στρέζου διακρίνουμε μια λύπη, που λιώνει από μελαγχολικό πόνο, τα διαμάντια της γραφής του. Από μακρινές εκστάσεις γεννιούνται συναισθήματα, φέρνοντας αρώματα ακριβά, που ευωδιάζουν συγκίνηση. Γίνεται συλλέκτης μυσταγωγικών θανάτων στα ανθοκήπια της θλίψης.
Μέρες και νύχτες αρθρώνει συλλαβιστά, της νοσταλγίας θαύματα. Ανεξόφλητα έρπονται σε σελίδες λευκές, ξαγρυπνώντας φόβους, σε πολύχρωμα ονειροδρόμια. Ο οραματισμός γίνεται έμπνευση κι η έμπνευση γίνεται έναρθρη κραυγή, απλώνοντας τις κυοφορημένες αισθήσεις στο χαρτί. Βραδείς αναφλέξεις στα ηφαιστειογενή πετρώματα της ποίησης, δυναμιτίζουν τις κατάλληλες λέξεις, για να πραγματοποιηθεί η έκρηξη των συναισθημάτων. Η λάβα κυλά στα περιστύλια της λύπης, οικοδομώντας έντεχνα την Ακρόπολη, από τα συντρίμμια βιωμάτων και περιστατικών, που συγκλόνισαν τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού… Να κάποια σκόρπια αποσπάσματα από το ΟΝΕΙΡΟΔΡΑΜΑ 1984:
Οι μέρες είναι λίγες
φεύγουν γρήγορα
κι οι νύχτες χωρίς όνειρα
Γι’ αυτό σου λέω
κάποτε να πάψεις
εξοντωτικά να με διασχίζεις…
Τίποτα δεν περιβάλλει στοργικά
τις καλοκαιρινές μέρες
Μια λύπη
τρυφερή και διακριτική
χρωματίζει
το φωτεινό τοπίο των ματιών σου
Ξέρω ότι δύεις
πίσω από ορίζοντες
αγνώστων λοιπών στοιχείων
Ότι βυθίζεσαι
σιωπηλά κι αυτάρεσκα
Το βαθύτερο ρήγμα σου ονομάζεται Ιωάννης….
Κι εγώ
όλη τη νύχτα
τίναζα τη σκόνη
από τα σεντόνια
της νοσταλγίας μου
Κι αυτή
το πρωί τηλεφώνησε
Τα γραφτά σου
στις σκάλες
που οδηγούν στο υπόγειο
στο λέβητα του καλοριφέρ…
Ελάτε λοιπόν παρθένες
των πορφυρών δωματίων
Κοιτάξτε με
είμαι το βασικό
το τέλειο πρότυπο
Νυχτερινός εραστής
υπνοδότης
της πάναγνης σκέψης σας
Αναδύομαι από τ’ ανέραστα κρεβάτια
εκεί που το αρσενικό
δεν άφησε ποτέ τα σημάδια του
Στις τσέπες μου
κουβαλάω το δώρο σας
τυλιγμένο σ’ ασημόχαρτα
Σε σκοτεινά δωμάτια
εκεί συναντιόμαστε
Εμείς
Και τα υγρά δάχτυλα του Μορφέα.
Τη θυμάμαι μικροκαμωμένη
με κοντά μαλλιά και μακριές βλεφαρίδες
Συναντιόμασταν συνήθως τις ημέρες της βροχής
Άφηνε ένα σημείωμα στην πόρτα:
Θα βαδίζω στην Ακτή Δυμαίων
έλα – ας έρθεις
Ανέβαινα στη μηχανή και γινόμουνα μούσκεμα
μέχρι να τη βρω
Την έπαιρνα και τράβαγα νότια
της άρεσε η αλμύρα και η εγκατάλειψη
των θερινών προαστίων
Της έδινα τσιγάρο
το έσβηνε πάντα στη μέση
ύστερα άπλωνε το χέρι της
δείχνοντας τις βάρκες και το θάμπωμα
Το απόβραδο γυρίζαμε σπίτι
άπλωνε τις κάλτσες της στη σόμπα
καθάριζε ένα πορτοκάλι
και ξάπλωνε δίπλα μου
Μ’ αγαπάς όπως εγώ;
Όχι όσο
Όπως εγώ
Τότε δεν καταλάβαινα
πως μπορείς ν’ αγαπάς τόσους άνδρες;
Εγώ αγαπάω όπως τα χρώματα
εσύ το μωβ
οι άλλοι το μπλε ή το κόκκινο
Φόραγε πρώτα τις κάλτσες της
κι ύστερα το αιώνιο παντελόνι
Φεύγω τώρα
να χαίρεσαι με τις χαρές μου
και να θυμάσαι ότι αγαπάω όπως τα χρώματα
Την άκουγα που έκλεινε την πόρτα
Μετά από μια ώρα χτύπαγε το κουδούνι
στεκόταν στην πόρτα κι έσταζε ολόκληρη
Αφού το ξέρεις
Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μωβ
Τώρα δεν ξέρω πού είναι
δεν τηλεφωνεί ούτε γράφει
Από τότε μισώ τις μέρες τις βροχής
στο άνοιγμα της πόρτας μου
Ο συλλέκτης των νεκρών δύσεων
κατοικεί στα παραπήγματα της λήθης
Τις ώρες του γέλιου σου
μη μνημονεύεις τ’ όνομά του
Έχει παραδοθεί άνευ όρων στη θλίψη.
ΚΡΥΩΝΩ ΟΤΑΝ ΣΒΗΝΕΙΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ (από τη συλλογή ΕΞΙΤΗΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ 1999)
Σιωπηλά δειλινά κι αναίμακτα ηλιοβασιλέματα συλλέγουν θρυμματισμούς χρωμάτων. Ξεθάβουν άγνωστες λύπες. Τις περιφέρουν στα αδιάτρητα πικρά εκμαγεία του χρόνου, μετρώντας απώλειες. Σε ανύποπτη στιγμή, η απουσία υγραίνει πικρούς καημούς, εκπλήσσοντας τα χέρια που γράφουν τα δώρα του μαρτυρίου… Ο άνεμος θα καίει ένθεους χρησμούς, αποκρυπτογραφώντας κώδικες μυστικούς, που βασανίζουν την ενδοχώρα της ψυχής. Κι είναι τα ποιήματα χαρές ναυαγισμένες που σώθηκαν, από τα κατακλυσμιαία απρόσιτα πάθη του. Αρματωμένα καράβια οι πόθοι στεγνώνουν δάκρυα, διασώζοντας την ακριβή αλμύρα από την λήθη. Με χέρια βαμμένα, βουτηγμένα στο πουθενά της θλίψης, επαναφέρει ασύλληπτα χρώματα από την αχρωμία γεγονότων που έληξαν, γονιμοποιώντας την ανάμνηση:
Μαζεύω αργά και σχολαστικά τα κομμάτια μου
πορσελάνες και κακότεχνα εκμαγεία
Αδειάζω στα σκουπίδια
το τασάκι με τις λέξεις
Πρέπει να πλύνω και να στεγνώσω το γέλιο μου
δεν έχω άλλο άσπρο πουκάμισο να φορέσω
Πάλι νέκρωσες τις γραμμές
και παραπλάνησες την άρκτο
για να δείξει ψεύτικη πορεία
στο σαπιοκάραβο της απαντοχής μου…
Ανάλωσα την όραση
για να τη διασχίσω
Ήταν η γυναίκα
της διφορούμενης ευεργεσίας
Μιας κατάφορης διάθεσης
για σιωπή ή θάνατο
Τράφηκε με τη λύπη μου
κι αφού την εξάντλησε
εκδόθηκε αδιάντροπα
στη Λήθη…
Μόνο εσύ που ήξερες
να με συμφιλιώνεις
εξοργιστικά απουσίαζες
Δεν άντεξα
το απόβραδο
παρέδωσα τα όπλα μου
το χαρτί
ένα μολύβι
και την διάτρητη ασπίδα της λύπης μου
ΑΝ Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΗ ΓΝΩΣΗ, Η ΠΕΙΡΑ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΜΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΠΙΟ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΛΑΥΣΗ,ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ Η ΜΝΗΜΗ ΠΑΝΤΑ ΥΠΟΚΥΠΤΕΙ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ;
Αυτό το λυρικό (;) ερώτημα προτάσσει στην τέταρτη ποιητική συλλογή του ο Γιάννης Τόλιας, από τον οποίο δανείζεται και τον τίτλο: Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ, 2002. Η νοσταλγία περιμαζεύει τον οίστρο σε δίχτυα ελπίδας. «Πεινασμένα σκυλιά οι λέξεις», όπως ο ίδιος λέει, τον καταδιώκουν. Στης μοναξιάς του την κλίνη ριζώνει, τινάζοντας τα σεντόνια της θλίψης. Χαράζει νόστους, ματώνοντας από την θελκτική απουσία. Ψίθυροι, ενοχές, πόνοι κλάματα, συντριβές, γίνονται το περιστέρι που με πληγωμένα φτερά οδηγείται με ακρίβεια στην κατακόρυφη πτώση, προς το νέο άγνωστο.
Ένα άγγιγμα ζεστό στην μαύρη ησυχία, αδημονεί να έλθει, λίγο πριν κοιμηθούν οι αισθήσεις. στα ξέφωτα της μνήμης. Ακούγεται η ηχώ επώδυνων πράξεων που πυρπολούν τη σκέψη. Δεν ξεχνιέται ο χρόνος στις φωτιές των βλεμμάτων που άσκησαν την όραση στα πολύπλοκα του νου. Εξακολουθεί να υποθάλπει την μελαγχολία ωρών που πέρασαν. Ραγισμένη επιθυμία, μαρμαροσκαλισμένη στην ερωτογεννημένη αγαλματένια, απρόσμενη παρουσία. Στέκει ψυχρή λαξεύοντας με την σμίλη τα αποτυπώματα ανάσας καυτής που έπαψε ν’ ανασαίνει:
ΕΣΚΙΣΕΣ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΟΥ
Έσκισες το γράμμα μου
σε μικρά κομμάτια
που έτρεχαν πίσω σου
πεινασμένα σκυλιά
όπως τις φύσαγε ο αέρας
οι λέξεις.
ΤΟ ΣΕΣΗΜΑΣΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
Στάζει η σελήνη
από τα κεραμίδια
Το αγιόκλημα της αυλής
υποθάλπει
μια αδιόρατη μελαγχολία
Μουσική μακρινή
επώδυνη
πυρπολεί του κορμιού σου το θέρος
Όσες λέξεις
απόμειναν
τις κλέβει
το σεσημασμένο ποίημα.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟΥ ΘΑΛΑΜΟΥ
Αχνίζουν οι ψίθυροι
πάνω στα τζάμια
Τα ρουμπίνια των χειλιών σου
χαράζουν την επώαση μιας ενοχής
Ο κυματισμός των χεριών
δύει σε καπνούς τσιγάρου
εγκαταλελειμμένου εραστή των δαχτύλων σου
που συντρίβεται
μέσα σε δάκρυα στάχτης
Σκορπίζεις θραύσματα θαλπωρής
δωρίζοντας την αφή σου
στον επόμενο ανώνυμο
Ελεείς τα θύματα της παρατήρησης
προσφέροντας για ανάμνηση
το ελάχιστο μιας μελλοθάνατης διάρκειας
Αμετάκλητα
κατεβάζεις το ακουστικό
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Το τέλος της νύχτας
ζητάει την πληρωμή του
κι όταν ψάχνω τις τσέπες μου
βρίσκω μόνο τα κέρματα
της απουσίας σου.
Η ΜΟΝΗ ΕΥΣΤΟΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΕΝΟΣ ΚΟΚΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΝΟΤΙΖΕΙ ΜΕ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΤΙΣ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΜΑΣ (από τη συλλογή ΑΜΑΡΤΟΛΟΓΙΟ 2007)
Ο ποιητής κρύβει τις στιγμές του σε σπαράγματα, επιχειρώντας αναδύσεις με φυσαλίδες χρυσές να τρέχουν πάνω του, συνεχίζει την ανάλυσή της η Σοφία Στρέζου. Τσακίζονται στην ακτή της λύπης για να χορέψουν τον τελευταίο χορό της θλίψης. Μαγεύουν, αγγίζοντας «όνειρα υψηλής τάσης» σα γεννούν κάθετες λάμψεις. Είναι οι κεραυνοί που συνόδεψαν ταξίδια αφής με τα ακροδάχτυλα των θαυμάτων. Εύθραυστες λεπτομέρειες, μετασχηματίζονται σε κρυμμένα άστρα που επιτακτικά επιθυμούν να φωτίσουν σκιές, δραπετεύοντας από σκουριασμένους καθρέφτες. Θέλουν να κατοικηθούν στη γη, είδωλα μιας άλλης εποχής, φερμένα από κόσμους απόγνωσης.
Σπασμένα τα κάδρα, φιλοξενούν επιστροφές υλικών που γκρεμίστηκαν στις ακροβασίες αιμοδιψών δακρύων. Πάλι συνομιλούσαν με νύχτες ασέληνες θηρεύοντας όνειρα. Δεν αρκεί να έρθουν, πρέπει και να γραφτούν με το μελάνι του ανεξίτηλου λυγμού, μνημονεύοντας επετείους μαχαιρωμένης πληγής, που δεν λέει να κλείσει. Άσωτη σιωπή περιρρέει τον αθάνατο Άμλετ στα θνητά ενθύμια της νοσταλγίας, κατατρώγοντας σάρκα από την σάρκα του. Τελευταία επιθυμία! Να συλλεχθούν όλα τα σκόρπια λόγια που τ’ άρπαξε ξαφνικά ο άνεμος, αμείβοντας με εξαίσιες λέξεις την τροχιά του ποιήματος. Θα αθωωθούν οι λύπες στα αιμάτινα πληκτρολόγια της πιο βαθιάς νύχτας, ματώνοντας δάχτυλα απόκληρων ποιητών, σε διανυκτερεύοντες καταυλισμούς γραμμάτων ανομοιοκατάληκτης μνήμης.
Ένας ψίθυρος στη μοναξιά, η αύρα όλων εκείνων που έφυγαν, με την ψευδαίσθηση πως είναι πάντα εδώ. Στα τριμμένα σεντόνια αμνήμονων στιγμών, καρτερούν την αθανασία των ποιημάτων. Ελάχιστα σπαράγματα από το ΑΜΑΡΤΟΛΟΓΙΟ:
Είναι ποιήματα
που σε πιάνουν απ’ το χέρι
και σε οδηγούν
σε μια σκοτεινή γωνιά
πάνω στον ώμο τους
γέρνεις και κλαις…
Έχει σημεία ορίζοντα η μελαγχολία;
Στις αίθουσες αναμονής της λύπης
γράφονται ποιήματα…
Καθόταν παράμερα
και κοιτούσε το ρολόι των στιγμών
περιμένοντας το ξυπνητήρι
να χτυπήσει τη δική της
απόχρωση…
Αυτή κι αν είναι προδοσία
Να πέφτουν οι σταγόνες της βροχής
και να σπάζουν
σε χιλιάδες κομμάτια αιθρίας
Και αυτός είπε:
Θα σε πληγώνω
κάθε μέρα θα σε σκοτώνω
Στην αγκαλιά μου πεθαίνοντας
θα γράφεις τα πιο ωραία ποιήματα
Κι αυτή είπε:
Καμία λέξη σου δε συγχωρώ
Πάλι και σήμερα
με ποίημα
έβαψες τα χέρια σου…
Με συναρπάζεις
γιατί κατέχεις
την τέχνη της απουσίας
Πέφτουν κοπαδιαστά οι σταγόνες
σαν σμάρι βρόχινων πουλιών
Τουφεκισμένων
Στα ρυάκια τους πλέουν ατελέσφοροι
οι κατακλυσμοί
Τι ικανότητα κι αυτή
Να βυθίζεις τις καταβολάδες του ποιήματος
και να το πολλαπλασιάζεις…
Πεισματικά αρνείσαι
να πεις το όνομά σου
για να μην ξέρω τι να περιγράψω το πρωί
στο «Ημερολόγιο των Ονείρων»
Ανταγωνισμός κι αυτός των στίχων
Ποιος πρώτος να αποικίσει μέσα σου;
Ω γένος θηλυκό
από πάντα μας έχεις κλέψει
τις πιο συναρπαστικές λέξεις:
την Αγάπη, τη Νοσταλγία τη Λύπη!..
Μας έμειναν μόνο ως αντίπαλο αρσενικό δέος
ο Έρωτας, ο Πόνος και ο Θάνατος!
Σου καταλογίζω
ότι οδηγείς τις λέξεις
πάνω στο τεντωμένο σχοινί του ποιήματος
μ’ εκείνον το μαγικό τρόπο
που να αγγίζουν μέχρι θανάτου
Χωρίς την αφή…
Σκαρφαλώνεις στο φεγγίτη του ποιήματος
κι ανασαίνεις
την πιο σκοτεινή επιθυμία
ΚΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΑΓΓΙΓΜΑ ΝΑ ΜΕ ΔΙΑΣΩΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΣΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΛΕΜΒΟ ΤΗΣ ΑΦΗΣ ΣΟΥ (από τη συλλογή ΛΥΣΙΠΟΝΟΝ 2008)
Μεσίστια κυματίζουν οι λέξεις του Γιάννη Τόλια στα αγεωγράφητα τοπία της ποίησης. Είναι ο δημιουργός, που ξέρει πολύ καλά να αφηγείται και να χειρίζεται ερωτικούς σπασμούς, από το «ακριβό των αισθήσεων». Χαμένο ουράνιο τόξο, που συνέλεξε προσεκτικά τα χρώματά του, για να νανουρίσει αποχρώσεις κρύων σωμάτων πριν το ξημέρωμα, μη τύχει κι αποδράσουν οι λέξεις για το μοναδικό θηλυκό φωνήεν του πάθους. Πάντα κρυφή κι ατέλειωτη δίψα, περιπλανάται στους ουρανίσκους αρσενικών φωνηέντων του πόθου. Στιγμές-στιγμές σκύβει και πίνει, ξεδιψώντας ουρανό ξέσκεπο, με τα σύννεφα να βρέχουν βροχή, στα ρυάκια της αποκάλυψης, παγιδεύοντας την αφή στα υγρά άκρα της μνήμης…
ΑΚΡΙΒΟ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ
Το ποίημα
δεν έχει προορισμό
Στοιχειωμένο τρένο
ακατάπαυστα
πάνω στις ράγες του χρόνου
Περνάει από παντού
και κάνει στάσεις παντού
Άλλοι το βλέπουν
ενώ για άλλους είναι αόρατο
Διαλέγει αυτό τους επιβάτες του
Απαιτείται κόμιστρο ακριβό των αισθήσεων.
Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ
Απ’ όλους τους θρήνους
στη ζωή
ο πιο σπαραχτικός
είναι της επιθυμίας
Αν ο χρόνος
δεν έσβηνε τη δίψα του
με τα δάκρυα των επιθυμιών
Το σύμπαν θα είχε πλημμυρίσει οδύνη.
ΜΕ ΤΟ ΚΟΠΙΔΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Όλη τη νύχτα
σε χάραζα
με λέξεις δίκοπες
Δεν άφησα αγεωγράφητο
κανένα σημείο
του κορμιού σου. [από τη συλλογή ΛΥΣΙΠΟΝΟΝ 2008]
ΚΑΠΟΙΟΙ ΤΟ ΧΩΡΟ ΑΥΤΟΝ ΤΗΣ ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ ΤΟΝ ΟΝΟΜΑΖΟΥΝ ΜΝΗΜΗ (από τη συλλογή ΕΥΛΥΠΗ 2010)
Με τον χρόνο σύμμαχο κι ανταγωνιστή θα ξεδιπλώσει ταριχευμένες μνήμες και κονιορτοποιημένα όνειρα, διασχίζοντας υποσχέσεις ποίησης που μεταλλάχθηκαν σε ακριβή ποίηση. Προσκυνητής του άλογου που γίνεται έλλογο, χτενίζει και ξαναχτενίζει τα άλυτα μαλλιά της ποιητικής κόμης, εκεί που τα όνειρα ανατέλλουν. Υψιπετούν λίγο πριν δύσουν οι αναλαμπές της μνήμης και ξεχαστούν. Δρομολογούν θαύματα που επιμένουν να αναγνωσθούν, διασώζοντας την ανάμνηση σε μοναχικές ώρες. Υγρές αυπνίες που γίνονται σύννεφο και τρέχουν στα μάτια αμετανόητων ταξιδευτών της νοσταλγίας:
ΝΗΠΙΟΣ ΤΗΣ ΑΦΗΣ
Από το κορμί σου
ξεκινάει ο χρόνος μου
Νήπιος της αφής
διδάσκομαι των αγγιγμάτων
προσανατολισμό.
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ
Όσες φορές
έχω στείλει
ποιήματα με τα μάτια
ο ταχυδρόμος
της μελαγχολίας
τα επιστρέφει ανεπίδοτα.
Ο,ΤΙ ΑΓΓΙΞΑ ΚΙ Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ
Αύριο που θα είμαι
τόσο μακριά
τα μάτια σου άλλες εικόνες
θα τα διασχίσουν
Κι οι υποσχέσεις
σε ώρες παράφορης
του μέλλοντος σκηνοθεσίας
με λύσσα θα κομματιάζουν
τη σάρκα
του αποχωρισμού μας
Να θυμάσαι
πως άφησα πάνω στην κόμη σου
όλα τα προνόμια της αφής μου
Τώρα θρυμματισμένος
όπως το τζάμι
των εγκαταλελειμμένων
Φωνάζω ανήμερα
ό,τι άγγιξα
κι ό,τι θυμάμαι [από τη συλλογή ΕΥΛΥΠΗ 2010]
Με την τελευταία ποιητική του συλλογή «Ασκήσεις Συναισθήματος» ο Γιάννης Τόλιας αποδεικνύει στους αναγνώστες του για άλλη μια φορά πως η γλυπτική μέσω της ποίησης υπάρχει αλλά ταυτόχρονα είναι μια τέχνη για λίγους. Με το κοπίδι των λέξεων δημιουργεί ονειρικά και συγχρόνως τραγικά ‘τοπία’ συναισθημάτων. Τα περισσότερα ποιήματα του αναδύουν ένα μοναδικό χιμαιρικό άρωμα και πολλές φορές μια συγκλονιστική απώλεια η οποία οδηγεί τον αναγνώστη σε δικά του ‘τοπία’ και εμπειρίες. Ο ερωτισμός, υποβολέας σε όλο το έργο του τραβάει σιγά-σιγά το πέπλο από τα ‘γλυπτά’ των ποιημάτων του αποκαλύπτοντας τον αισθησιασμό και την έντονη επιθυμία. Άψογη τεχνική διέπει όλο το έργο καθώς επίσης και ένα πρωτότυπο και πλούσιο λεξιλόγιο. Η ποίηση του Γιάννη Τόλια δεν αφήνει κανέναν να παραμείνει ‘θεατής’ παρά τον προσκαλεί να ‘δράσει’ και να ‘αντιδράσει’ στην αιώνια και ασίγαστη μάχη του έρωτα.
Ο ποιητής δεν θα εγκαταλείψει εύκολα την ποίηση. Ή θα επιζήσει μ’ αυτήν ή θα χαθεί για πάντα μαζί της
ΕΠΙΓΕΥΣΗΣ ΜΕΛΑΘΡΟΝ Ή θα γίνεις ποίημα εδώ ή θα πεθάνουμε κι οι δυο.
Ο,ΤΙ ΑΓΓΙΞΑ και Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ: Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ
ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ:
Μόνο μέσα από μια συνουσία ανάγνωση ερμηνεύονται οι χρησμοί του
ποιήματος (με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ απ’ όλες τις
συλλογές του Γιάννη Τόλια):
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου