(ΣΥΛΛΗΒΔΗΝ) Ένα ΑΛΤ, υπόκωφο άκουσα
να με σημαδεύει. Ουδέν πρόβλημα. Έτσι κι αλλιώς μες στην ακινησία προ πολλού με
είχε η αίσθησή μου μεταφέρει.
Ωστόσο νιώθοντας ωσάν ακόμα ν’
αναδεύεται το μέσα μου κατάτι,
υπάκουσα στο άκουσμα του ΑΛΤ
περιμένοντας να εκπυρσοκροτήσει η φοβέρα!..
Τίποτα, σιγή απόλυτη, μα δεν
ξεθάρρεψα, τα ξέρω εγώ τα κόλπα, ξέρω ότι με σιγαστήρα σε καθαρίζει το
ανεξήγητο κι άντε να το συλλάβεις…
Τηρώ, Χρέος, το κατά δύναμιν τις
εντολές σου, τα δύσκολα ΠΡΕΠΕΙ σου.
Υπάκουες δείχνουν οι σκέψεις αλλά
όρκο δεν παίρνω μια και έχουν την άνεση να παραβαίνουν εν κρυπτώ.
Αλλά τις πράξεις μου πώς να τις
δαμάσω;
Βγαίνουν έξω, κόσμο συναντούν
γείτονες πειρασμούς, να μην κοντοσταθούν;
Μα φταίνε οι εντολές σου ούτε πλήρεις
ούτε ξεκάθαρες είναι.
Για παράδειγμα: Πρέπει να είναι πιστή
η Αγάπη;
Κι αν δεν είναι, εμείς τι πρέπει; Με
σταυρωμένα τα χέρια ν’ αγαπάμε;
[ΔΕΝ ΑΣΤΟΧΕΙ και ΠΡΕΠΕΙ κι άλλες επιλογές
από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 2016 –
Γιατί όμως Άνω Τελεία; Δεν τον
επέλεξα εγώ αυτόν τον τίτλο δηλώνει η ποιήτρια, μου επεβλήθη. Ίσως τον
ενθάρρυνε ότι στο ποίημα με τίτλο ΤΟ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟ επαινώ τη σημασία των τόνων και
της στίξης. Αν τώρα με ρωτήσετε γιατί άνω τελεία και όχι τελεία θα πω ότι την
απέφυγα γιατί θα ήταν σαν να κατέθετα μια ληξιαρχική πράξη. Μελόδραμα δηλαδή.
Το πιθανότερο όμως είναι ότι με μαγνήτιζε η λέξη: Άνω. Με τραβούσε κατά πάνω
σαν για να με απομακρύνει από το αρπακτικό: Κάτω. Διαβάστε κι άλλα ποιήματα απ’
αυτή τη συλλογή με ενδιάμεσα σχόλια από τους κριτικούς]
ΤΟ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟ (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΑΝΩ
ΤΕΛΕΙΑ, Ίκαρος 2016)
Ποτέ δεν κακολόγησα το πολυτονικό.
Αντίθετα με γοήτευε η γραφικότητά του
να βλέπω πώς φυτρώνει ο τόνος πάνω στις λέξεις
σαν έξαφνο ανθάκι που φύτεψε η ανάγκη
ναι, η ανάγκη γιατί θέλουν οι λέξεις
τη βαρεία τους αξία
ο χρόνος την αμετακίνητη οξεία
διάρκειά του και μόνον ο έρωτας
έχει το ελεύθερο να τονίζεται
στην παραλήγουσα
-τι αγράμματη που είναι η συντομία.
Εκτιμώ το βαρύ έργο των τόνων
σαν καρφί καθηλώνουν τη συλλαβή
στην ισόβια έντασή τους.
Νοσταλγώ την περισπωμένη.
Θυμάμαι πόσο την νοιάζονταν
η παιδικότητά μου
πώς τη σκέπαζε με το χεράκι της
ώστε ο σφοδρός αέρας που σήκωνε
το ταχύ πέρασμα του χρόνου
να μη χαλάει τα σκαλωτά της
κατάμαυρα μαλλιά
-θα ’χουν ασπρίσει τώρα κι αυτά.
Οι τόνοι. Και τα πνεύματα;
Ψιλή ή δασεία;
Απόφυγέ τα.
Αν προσέξεις θα δεις
ότι το ένα πνεύμα
γυρίζει περιφρονητικά
την πλάτη του στο άλλο.
Εγώ σε αντιπαλότητες δε συμμετέχω.
Αρκούμαι να είμαι ίση με τα μικρότερα.
ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΕ
ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ
Μια
τρυφερότητα για καταργημένους σταθμούς ή για «ασεβή ταχύτητα» με την οποία
διασχίζονται οι εκτάσεις. Η νοσταλγία της επιστροφής σ’ ένα αρχικό τόπο που δεν
ονομάζεται. Έχει άραγε την επιλογή ο σύγχρονος άνθρωπος να μην επιβιβασθεί στο
τρένο μεγάλης ταχύτητας; Έχει σημασία από πού έρχεται και πού πάει αυτό το
τρένο; Ίσως πρόθεση της ποιήτριας, όπως κρυφά ομολογεί, είναι να τονίσει ότι το
παρελθόν ταξιδεύει συνεχώς, με το μέσον της κατάργησης του και με μόνους
τολμηρούς επιβάτες το παρόν και το μέλλον:
ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ
Επιστρέφω.
Όλες οι θέσεις στην επιστροφή
άδειες σχεδόν –σαν πόσα επιστρέφουν-
υπερπλήρης πάντα η αναχώρηση
φεύγουν πολλά, περίπου όλα.
Μεγάλη ταχύτητα αναπτύσσει το τρένο
μου διαμελίζει όσα μου έδωσε αυτό το ταξίδι
πρόσωπα μόλις προ ολίγου αγαπημένα
έκπληκτα αισθήματα, τοπία
φοβάται η διπλανή μου μελαγχολία
μην εκτροχιαστεί.
Γενικά δε μου αρέσει να προσπερνώ
με ασεβή ταχύτητα
τους αγρούς, τα σπαρμένα, ιδίως τα χέρσα
στεναχωριέμαι όταν δεν προφταίνω
ν’ ανάψω ένα βλέμμα
στην ιερή στωικότητα που θυμιατίζει
με ομίχλη κάτι μακρινά ερημοκλήσια.
Ν’ ανάψω κι ένα βλέμμα
στα φαγωμένα από την τρωκτική
εγκατάλειψη σπιτάκια και να προσκυνήσω
τις ξεθωριασμένες από τη βροχή
και τους κλαμένους καιρούς
πινακίδες σταθμών καταργημένων
όπως και να προλάβω ν’ ασπαστώ
τη μακρινή ηχώ σφυρίχτρας
απόηχου σταθμάρχη.
Σταθμοί καταργημένοι.
Κι όμως το τρένο σα να κόβει λίγο ταχύτητα
θέλεις από συνήθεια θες από σεβασμό
προς τους σκιώδεις επιβάτες
μήπως προλάβουν.
Αλλά όχι.
Δεν σπεύδουν.
Αδιαφορούν
οι σκιές
δεν καταδέχονται.
Επιβίβαση στην κατάργηση;
ΕΞΑΚΡΙΒΩΜΕΝΑ
Όσο μπορείς, Νεότητα, απόφευγε
την πείρα.
Είναι μια γριά ζηλότυπη, ανέραστη,
Μόνον ο χρόνος ο πολύς
τη γλυκοκοιτάζει.
Εκ πείρας σας μιλώ.
Μην την εμπιστεύεστε.
Ειλικρινής δεν είναι. Σας φανερώνει μόνο
όσα έχασε και σας τρομοκρατεί
όμως, τα μεγάλα κέρδη που της έφεραν
τα ηδονικά της λάθη τ’ αποσιωπά.
Επιμελώς στη μνήμη της τα κρύβει
κι αναπολώντας τα ξαναζεί.
Εκ πείρας σας μιλώ.
Τις προσφορές της πείρας μη δεχθείτε.
Δόλιες είναι αποβλέπουν
στην κερδοφόρα ανταλλαγή:
ξερόχορτα σας δίνει και τον
ολάνθιστο αγρό σας αφαιρεί.
Κι όχι μόνο. Μες την αναμπουμπούλα
που προκαλεί η κλέφτρα πάντα δοσοληψία
η πείρα κάθε τόσο αποσπά
όλο και μια φέτα χορταστική
απ’ την πανσέληνό σας
στην έκλειψή της ρίχνοντας τα βάρη.
Εκ πείρας σας μιλώ.
Σοφή δεν είναι η πείρα
απλώς έχασε τη δύναμη να σφάλλει.
ΜΗΝ
ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΤΕ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑ ΣΑΣ!!! Εύλογο το ερώτημα μετά από αυτή την ανορθόδοξη
συμβουλή προς τους νέους: «Μιλάτε
υπονομευτικά για την πείρα, δηλώνοντας ότι δεν πρέπει κανείς να την
εμπιστεύεται, αλλά και για την παντογνωσία που πάντα θα εξευτελίζεται από το
Άγνωστο και θα πρέπει να «σκίζει τη φήμη της. Ποια είναι η θέση που έχει για
σας στη ζωή η γνώση, αλλά και η νεανική ορμή»;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Προσπαθώ να είμαι ο ειρηνοποιός στον ασίγαστο πόλεμο μεταξύ γνώσης και νεανικής
ορμής. Δεν τα καταφέρνω όμως. Και με βρίσκω πάντα στο στρατόπεδο της νεανικής
ορμής, ως εθελόντρια ανακούφισης των τραυμάτων της.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΝΙΚΗΘΕΙ Η ΜΝΗΜΗ;
Πάλι
μνήμη, πάλι λήθη. Έχει μια ιδιάζουσα εμμονή σ’ αυτές τις λέξεις η Κική Δημουλά.
Και στο πολύ ωραίο ποίημά «ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ»,
για τις ανεπούλωτες πληγές μιλώντας, γράφει «επιφανειακά ξεχνάς». Υπάρχει
τρόπος να νικηθεί η τραυματική μνήμη; Νομίζω, απαντάει η ίδια, ένας τρόπος και
άκρως εξευτελιστικός υπάρχει. Η άνοια. Αλλά και που ξέρω αν η άνοια δεν είναι
απλώς μια μυστικοπαθής μνήμη κι ότι στη μόνη που εμπιστεύεται τη φύλαξη των
βιωμάτων της είναι η λήθη!..
ΤΟ… ΑΛΛΟΘΙ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
Τι ατυχία, δάκρυα.
Άψογη ήταν η μελέτη σας για τη νόσο
της θλίψης
χωρίς να λέτε από ποια πηγή
αντλήσατε στοιχεία
αν ήτανε τρεχούμενα ή στάσιμα
πολυκαιρινά
αποσιωπώντας από σεβασμό
τις αναρίθμητες αμαρτωλές και αναμάρτητες
αιτίες της.
Λιτά όπως έπρεπε περιγράψατε
τη μορφή της
χωρίς της υποκρισίας τα φτιασίδια
απεριποίητη όπως γεννήθηκε.
Ένα το λάθος σας δάκρυα.
Να προεξοφλείτε ως αστείρευτο
το ανάβλυσμά σας.
Γι’ αυτό και σας μηδένιση η παρηγορία.
ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ
Πληκτικό.
Πάλι μνήμη πάλι λήθη.
Διαρκώς τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιώ.
Κι ο βίος ο πολυλογάς
σ’ αυτές τις δύο λέξεις αρκείται
εντέλει, μνήμη και λήθη.
Άραγε να έχουν εκεί μέσα καταφύγει
και όλα όσα έδυσαν
δίχως να ανατείλουν;
Εννοώ εκείνα που αποζητάς
τα νοσταλγείς χωρίς να τα έχεις ζήσει.
Κι όμως αιμάσσει ακόμα το «γιατί»
ακόμα διατηρεί το στόμα του
μιαν αμίλητη γεύση.
ΤΟ ΓΝΗΣΙΟ
Το γνήσιο της πληγής
αναγνωρίζεται
από το χρώμα που έχει
της υπογραφής το αίμα.
Αν είναι ρέον άφθονο κόκκινο
έχει καλώς.
Αν όμως είναι στάσιμο ξεθωριασμένο
τότε κάποια παλιά ανάμνηση
θα πλαστογράφησε πληγή που έχει
πλέον θρέεψει.
Το περίεργο είναι πως άμα ζουλήξεις
το θεραπευμένο τραύμα
πονάει τρισχειρότερα απ’ όσο όταν
ήταν ενεργό, ουρλιάζεις, ακούγεσαι
στο πέρατα του χρόνου.
Καθόλου περίεργο. Επιφανειακά ξεχνάς.
ΕΙΝΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΘΛΙΨΗ;
Φράσεις
και λέξεις που συχνά επανέρχονται στα ποιήματα της Κικής Δημουλα:
«νόσος
της θλίψης», «μελαγχολία», «κλαμένοι καιροί».
Ταυτόχρονα
όμως πανταχού παρούσα είναι και μια υποδόρια επιθυμία για ζωή κόντρα σ’ όλα
αυτά που την τραυματίζουν.
Είναι ο
φόβος του θανάτου πιο δυνατός από κάθε θλίψη;
Και
μήπως όμως δεν είναι πιο δυνατός από κάθε χαρά;
Οπότε
είναι αυτή η εξήγηση της θυσίας;
Κατά τη
γνώμη μου, λέει η ποιήτρια σε μια συνέντευξη της, ή μάλλον κατά τη δική μου φοβιτσιάρα
ψυχολογία, ο κύριος υπεύθυνος για κάθε θλίψη αλλά και για την αναίτια
―συχνότατα― μελαγχολία είναι ο έμφυτος φόβος του θανάτου. Είναι δε τόσο
επιθετικός, ώστε να υποπτεύομαι ότι η δημιουργία και η δημιουργικότητα έχουν ως
κίνητρό τους την αποφυγή ή την απομάκρυνση του θανάτου. Θα προσθέσω ότι
τουλάχιστον εγώ δεν γνώρισα καμιά μεγάλη χαρά που να μην τρέμει ευθύς εξαρχής
τον θάνατο της. Υποπτεύομαι μάλιστα ότι τα ίδια τα ωραία και τόσο ενθουσιώδη
αισθήματα γνωρίζουν το όριο της ζωής τους, ίσως και γι αυτό είναι τόσο
σπασμωδικά και ασταθή. Και αν αυτό ισχύει, τότε είναι μεγάλη γενναιότητα από
μέρους τους ότι δέχονται να γεννηθούν και πρόθυμα θυσιάζονται προκειμένου να
σκληραγωγηθεί ο χαϊδεμένος ψυχισμός μας.
ΔΩΡΟ ΠΑΝΑΚΡΙΒΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ
Πέτρα ήταν ωραία, γεννημένη
πορώδης και ανέπνεε
κανονικά η σκέψη.
Καιρό την πίεζε ο γλύπτης
να του επιτρέψει τη μεταμόρφωσή της
σε κάτι πιο ευαίσθητο αγαπητό.
Απ’ τα πολλά του αφέθηκε σκεφτόμενη
«καλύτερα αφηρημένη τέχνη παρά
πέτρα πάλι να με δέσει στο λαιμό της
κι άλλη αυτοκτονία».
Κι όλο σμίλευε συνεπαρμένος
την έμπνευσή του ο γλύπτης.
Κάποια στιγμή αγρίεψε η πέτρα
ως εδώ φώναξε – φτερά δε θέλω
όχι φτερά
φοβότανε πολύ την πτώση από τα ύψη
τον ίλιγγο που νιώθεις κοιτάζοντας
την ήττα κάτω ξάπλα…
αντίθετα εγώ που στ’ απίστευτα
φανατικά πιστεύω
ευχαρίστως ανταλλάσσω
το σκληρό έδαφος που μου αναλογεί
για ένα δυο πόντους αφράτο ουρανό
ικέτευσα της φαντασίας
την πέρα για πέρα του κεφαλιού της τέχνη:
Δώσε σε μένα τα φτερά
αρκεί να είναι ίδια με τα δικά σου
κι όπως εσύ κατέστησες πετώντας
όλα τα αδύνατα δυνατά
κι εγώ να το μπορέσω.
Μα η φαντασία μου το ξέκοψε
Σε πόσα και σε ποια χαρίζομαι
η φύση επιλέγει.
Γραμμένα ένα-ένα μου τα δίνει
μα ο δικός σου άνεμος
δεν ήτανε στη λίστα.
ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Θα ήθελα
κάπως αλλιώς ν’ αγαπιούνται τα πράγματα
στριμωγμένα
σ’ ένα μικρό δωμάτιο που να είναι
μπάνιο κουζίνα μαζί κι υπνοδωμάτιο
εντός και το καθιστικό
η μία χρήση να νίβει την άλλη
χώρισμα να μην υπάρχει
ούτε χώρος – σπιθαμή
για το χωρισμό.
Θα ήθελα;
Και πού θα κοιμάται η προσποίηση;
αγκαλιά με την αγάπη;
ΜΙΚΡΕΣ ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ
Ν’ αγκαλιάσω θέλω.
Όχι, δεν εννοώ αυτό που υπαινίσσεται
το θέλω.
Αντίθετα, δε θέλω
να έχει αυτή η κίνηση
κανένα περιεχόμενο
ελεύθερη να είναι αδέσμευτη
σε κανένα αίσθημα να μην έχει
καμιάν υποχρέωση
κι αν ο απωθημένος πόθος
υποτροπιάσει ας εκφραστεί
μ’ ένα πιο ασφαλές αλλιώς
όπως θα έπραττε
κάθε νουνεχής υπερήφανος
αναστεναγμός.
Ν’ αγκαλιάσω –εννοώ μια χαλαρή
περίφραξη όλο κι όλο να βάλω
σ’ αυτό το ξέφραγο κενό
μη μπει κανείς.
Συνιδιοκτήτη δε θέλω
εξ αδιαιρέτου δεν ξαναγίνομαι.
Χαλαρά ν’ αγκαλιάζω
κι όχι να σφίγγω όπως παλιά
με πάθος
το ίδιο λάθος
ΛΕΞΕΙΣ Ταραξίες ΛΕΞΕΙΣ
Αποστάσεις, ΛΕΞΕΙΣ Έρωτας ΛΕΞΕΙΣ Όνειρα, μνήμη ή λήθη, πάνε κι έρχονται στα
ποιήματα της Κικής Δημουλά και δημιουργούν ένα παρθένο έδαφος όπου θάλλουν
καινούργια ποιητικά άνθη:
Είναι οι
λέξεις, λοιπόν, είτε ως «διεφθαρμένοι κανταδόροι είτε ως ζηλότυπες λέξεις
κρυμμένες στην εκδίκηση, που φταίνε για πράγματα που αρχίζουν να συμβαίνουν»… Από
το εμβληματικό ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (στη συλλογή ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ εκδόσεις Ίκαρος
1998), έως το τελευταίο ποίημα που έδωσε τον τίτλο στην πρόσφατη συλλογή ΑΝΩ
ΤΕΛΕΙΑ: «κι όσο οι λέξεις θα μ’ αφήνουν να μιλώ, θα το υπενθυμίζω φωναχτά ότι
οι λέξεις φταίνε, αν όχι για όλα πάντως για τα αξεπέραστα». Δυο λέξεις και η όμορφη πλευρά της ζωής: όνειρα και έρωτας (με αυτή τη
σειρά). Μήπως λοιπόν ο έρωτας είναι υποκατηγορία του ονείρου; Και η μόνη άρα
πραγματικότητα είναι αυτή που δεν ζούμε; Όχι ακριβώς έτσι, αποφαίνεται η Κική
Δημουλά. Γιατί, μάλλον το όνειρο είναι υποκατηγορία του έρωτα. Και ναι, η μόνη
μαγευτική, γενναιόδωρη, ποθητή πραγματικότητα είναι αυτή που δεν ζούμε. Δες
όμως αχαριστία αμφίδρομη συλλογίζεται στο ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ της (άλλο ένα ποίημα στην
ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ), «τι μεγάλα όνειρα έκανες για τα όνειρα, πόση πραγματικότητα
θυσίασες για να ζήσουν εκείνα, τι ποίηση επιστράτευσες για να αθωώσεις τη
συκοφαντημένη υπόστασή τους… Τους αφοσιώθηκες ασχέτως αν εκείνα δεν τήρησαν
απέναντί σου ούτε μια φορά το σώμα τους». Και η ποιητική αναζήτησή στην πλατιά
θάλασσα των λέξεων πάει κι έρχεται γύρω από δύο ακλόνητες σημαδούρες, τη μνήμη
και τη λήθη: «Πληκτικό. Πάλι μνήμη πάλι λήθη. Διαρκώς τις ίδιες λέξεις
χρησιμοποιώ. Κι ο βίος ο πολυλογάς σ’ αυτές τις δύο λέξεις αρκείται, εντέλει,
μνήμη και λήθη. Άραγε να έχουν εκεί μέσα καταφύγει και όλα όσα έδυσαν δίχως ν’
ανατείλουν; Εννοώ εκείνα που αποζητάς, τα νοσταλγείς χωρίς να τα έχεις ζήσει…»
(ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ). Ανατροπή του εύλογου: καθώς λέξεις αποσπώνται από τις συμβάσεις
της καθημερινότητας και δημιουργούν ένα παρθένο έδαφος όπου θάλλουν καινούργια
ποιητικά άνθη. Δηλαδή, η Δημουλά ξεκινώντας από το ότι
τίποτα δεν είναι δεδομένο στην κατάσταση των πραγμάτων, αποκαλύπτει το θαύμα
της ανατροπής τους που συντελείται λεπτό προς λεπτό… Μ’ ένα πλατύ δισταγμό των
λέξεων εισχωρεί στην ασίδηρο ειρκτή της ανθρώπινης ύπαρξης, διώχνει την ομίχλη
απ’ την ψυχή και προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα. Η ποιήτρια, εν τέλει, αλιεύει
λέξεις με τη σαγήνη και τις παραδίδει στο χρόνο ολοκαίνουργιες και ανοξείδωτες
– κτήμα ες αεί…
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τις λέξεις να συνομιλήσουν μεταξύ τους από το
μετερίζι των ποιημάτων της:
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (από τη συλλογή ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ)
Τότε που η γλώσσα με δασύτριχες
άναρθρες κραυγές χτυπούσε
την πήλινη καμπάνα του ουρανίσκου
κι εύληπτη ωστόσο αντιλαλούσε
ή ταν ή επι τας
χαράματα ξεκίναγε η πείνα
για το κυνήγι του αβέβαιου
κι είθε να γύριζε νικήτρια
αιμάσσοντας η πλάτη της αγρίμι
στου βέλους το φαρμάκι κρεμασμένο
κι ωσότου να χορέψει άγρια η πρόγευση
γύρω απ’ τη γδαρμένη προστασία της προβιάς
σουρούπωνε αθώα η ωμότης
κι ορεκτικό σιγοψηνότανε το βράδυ
στων αστεριών τη θράκα
τόσο λιτά χανότανε η μέρα.
Αλλεπάλληλοι τότε οι σεισμοί καθώς
η ογκώδης στρογγυλότητα της γης
ταπεινωμένη αντιστεκόταν
να ισορροπήσει επάνω στο λεπτότατο
νεοφερμένο της υπάρξεώς μας νήμα.
Σεισμός λογίζονταν κι ο έρωτας
με ανόητο επίκεντρο το σώμα
μα που γινόταν έκθαβα αισθητός
και στις θαμμένες περιοχές της ευτυχίας
και στης απώτερης σποράς μας τους αγρούς.
Σβηστό ακόμα το ηφαίστειο της άμιλλας.
Καλύτερος μονάχα ο επιζών
κι απαρατήρητος τρελός εκείνος που
χάραζε σε βράχους το σχήμα της τροφής του
-ζώα και φόβο μη χαθούν.
Γαλήνιο πολίτευμα η αφάνεια.
Ώσπου ροβόλησαν από το αναπάντεχο
οι ταραξίες λέξεις διεφθαρμένοι κανταδόροι
παίζοντας ύμνο δόλιο.
Πρώτη χαιρέτησε η μουσικότης
ύστερα μίλησε η αγάπη αναπτύσσοντας
δια μακρών τις φυλακές της
με τους ελάχιστους κρατούμενους
κάπου στα μισά της λειτουργίας
έβγαλε δίσκο η ισότης
και τελευταία καταπέλτης
η φτιαξιά του καθενός μας προστάζοντας
τους ζυγούς λύσατε.
Οι λέξεις φταίνε. Αυτές
ενθάρρυναν τα πράγματα
σιγά
σιγά ν’ αρχίσουν να
συμβαίνουν.
Πρωτύτερα ο θάνατος τι
ήταν;
Μια στάθμευση πολύωρη
μαυρίλας
πάνω στις ράγες του φωτός.
Μαλάκιο αηδές η ματαιότης.
Μιλώντας μεγαλοπιάστηκε
κι έλαβε σάρκα και οστά
που
τα αφαιρεί βεβαίως από μας
κάθε φορά για να
ορθοποδήσει.
Αθώα δόρατα και βέλη
βιοπαλαιστικά
μιλώντας έγιναν Ζαΐρ
Σαράγιεβο Νταχάου
-φύσει εκδορεύς η ιστορία.
Πως ήσουνα εχθρός μου δεν
το ήξερες.
Οι λέξεις σου το είπαν.
Σ’ εκείνες πούλησε ο έρως
το σεισμό του
κι ήρθε στην επιφάνεια
ότι δεν μ’ αγαπούσες.
Λέξεις ζηλότυπες κρυμμένες
στην εκδίκηση
της Μήδειας κατασφάξανε
Χρυσόμαλλο
το μητρικό της φίλτρο
με λέξεις τύφλωσε ο
Οιδίποδας
τη μάνα ενοχή του
-λες και δεν είναι εκ
γενετής
τυφλός ο πόθος
λέξεις θεάρεστες θάψανε
κρυφά
νύκτωρ τον αδελφό τους,
έκθετον
στα όρνια της ατίμωσης
-λες και θαμμένος παύει
να είναι ατίμωση ο θάνατος
ναι ναι, με λέξεις
διαιωνίστηκε
θέατρο παγκοσμίου
ακουστικής η τραγωδία μας
Κι όταν κλαίμε μην ακούς
τι ψεύδονται οι αδένες
τάχα πως νίπτουν δάκρυα
τας χείρας των.
Δεν είναι δάκρυα.
Λέξεις ξαναχτυπούν
καιρό επιφυλαγμένες στο
αλάτι τους
αυτές οι λέξεις άθλιες δε
λένε να φυσήξουν
και τη θυσία μας εμφυσούν
στην άπνοιά τους
Δεν είναι λέξη ο καιρός.
Είναι
ο κακοήθης όγκος της
στιγμής.
ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ (τελευταίο ποίημα της ομότιτλης
συλλογής)
Ναι, το έχω ξαναπεί
κι όσο οι λέξεις θα με αφήνουν
ακόμα να μιλώ, θα το υπενθυμίζω
φωναχτά ότι οι λέξεις φταίνε
αν όχι για όλα
πάντως για τα αξεπέραστα
σκέψου τη λέξη «φεύγω»
πόσα «θα μείνω» γκρέμισε
και πόσα άλλα στοίχειωσαν
από τις λέξεις ξεχασμένα.
Ένοχες λέξεις δεν το συζητώ
ας μην επαναφέρω
τι αδικοχαμένα πήγανε εξαιτίας τους
χιλιάδες «σ’ αγαπώ»
τι λίγα που σωθήκανε σε μια φωτογραφία
κι αυτά δεν είναι τίποτα
σε σχέση με το αίφνης θα πάψω να μιλώ
όταν διαμιάς θα φύγουν όλες
οι λέξεις από μέσα μου με πρώτη
πρώτη πρώτη απ’ όλες τη λέξη Υπάρχω.
Κι εσύ γιατί ταράζεσαι δεν ήξερες
ότι μια λέξη είναι σαν τις άλλες
η τόσο ύπαρξή μας;
Απλώς προφέρεται αργά πολύ αργά
σα να ’ναι οι συλλαβές της ατέλειωτες
κι εγώ
όντας φανατική της ύπαρξης
με άρθρωση επίμονη παθιασμένη
θα εξακολουθήσω όταν
να την ξεναμιλώ έστω συλλαβιστά
κι ας μη μου έχει μείνει τότε
καμία συλλαβή της
ΤΙ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ ΕΚΑΝΕΣ ΓΙΑ
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΠΟΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΘΥΣΙΑΣΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ ΕΚΕΙΝΑ;
(ρητορικό ή
όχι το ερώτημα της Κικής Δημουλά βρίσκει τις εμπνευσμένες του προεκτάσεις στα
ποιήματά της για ΟΝΕΙΡΑ, γιατί ισχύει η ρήση της από το ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΟΠΟΙΟΣ ΟΝΕΙΡΕΥΤΑΙ ΔΟΝΕΙΤΑΙ, ΑΛΛΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ
ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΠΕΤΑΝΕ ΚΑΤΩ:
ΣΥΝΔΡΟΜΟ: κοιτάζοντας τον
πίνακα του Πικάσο «Το Όνειρο»
Πενήντα
περίπου χρόνια χωρίζουν τον πίνακα του Πικάσο «Το Όνειρο» από τη συλλογή «Το
τελευταίο Σώμα μου» της Κικής Δημουλά, όπου υπάρχει το ποίημα «Σύνδρομο» (με
υποτίτλο «κοιτάζοντας τον πίνακα του Πικάσο). Το «Όνειρο» του Πικάσο είναι ένας
πίνακας του 1932, σωματοποίηση μιας προσδοκίας και, εκ των υστέρων, μνημείο
μιας απώλειας. Ο ζωγράφος παραδομένος στη φροϋδική τάση της εποχής, διαρρηγνύει
το κοιμώμενο πρόσωπο της Βάλτερ, σε δύο αλληλοσυμπληρούμενες «καστανιέτες» που
υποβάλουν την αίσθηση ενός κινούμενου προσώπου εν εκστάσει. Το ποίημα της
Δημουλά είναι διπλό, δηλαδή που εγκιβωτίζει ένα άλλο έργο, που επιχειρεί τάχα
να το ονειρευτεί, το ίδιο το έργο ή τον τρόπο ονείρου που ο πίνακας διδάσκει.
Για να το αναιρέσει μελαγχολικά στο τέλος, με την παραδοχή μιας ακόμη ήττας,
που οφείλεται σε σύνδρομο απώλειας του ονειρεύεσθαι. Όλη η ποιητική τέχνη της
Δημουλά βασίζεται σ’ ένα νοητικό ντόμινο, το οποίο ξεκινά από ένα «δάχτυλο» που
ρίχνει το πρώτο κομμάτι. Το δάχτυλο αυτό, στην προκείμενη περίπτωση, είναι ένα
έργο τέχνης, ο πίνακας του Πικάσο. (Βασίλης Αμανατίδης, ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ 57)
Έχω κρεμάσει αυτόν τον
πίνακα σαν δόλωμα
στη συμπαγή επιπεδότητά
μου
μήπως τσιμπήσει τανυσμός
γκρεμιστής,
τον έχω σαν φουρνέλο
μη και την ανατίναζε
συθέμελα
τη συμπαγή επιπεδότητά
μου.
Καθιστό κοιμάται το
κορίτσι.
Καθιστός
απαγκιάζεις καλύτερα στο
σώμα σου,
είσαι πιο έτοιμος να
γίνεις πιο δικός σου:
να ονειρευτείς.
Του υπερβατικού η ανατομία
επέτρεψε στο σώμα
αυθαιρεσίες σάρκινες.
Κοιμάται το κορίτσι
ενώ πίσω απ’ το χαλαρό
φουστάνι της
ο ένας μαστός ανατέλλει
για να θηλάσει η λαίμαργη
αφαίρεση.
Σπασμένη του λαιμού η
αντίσταση
και το κεφάλι, απελεύθερο,
σαν γελαστό αυτί ακούμπησε
στον ώμο
που, περιγελαστής της
συμμετρίας,
είναι πιο υψωμένος απ’ τον
άλλο,
στοιβάδα τόλμης.
Την ύπαρξή του
αφουγκράζεται το κορίτσι:
παράνομες κλεφτές
μετακινήσεις,
μια μετατόπιση του Είναι
λίγο πιο δω λίγο πιο κει,
θέσεις που ανεφοδιάζονται
με θέσεις.
Η μύτη, πράσινη χαρακωτή
γραμμή
που προσπερνάει αδιάφορη
το τέλος της,
χύνεται ανάμεσα στα μάτια
και το μέτωπο,
χάνεται μέσα στα μαλλιά,
αγγείο αιμοφόρο του
ενδόμυχου.
Μισό χαμόγελο στη θέση του
τ’ άλλο μισό ψηλότερα,
ασυμμετρίας μειδίαμα
σαν ένα στραβοπόδαρο
σκαμνάκι,
εκεί για να πατήσουν και
να βγουν
από τις τουλπανένιες
άμαξες
οι τουλπανένιοι επιβάτες:
τα όνειρα του κοριτσιού.
Της πολυθρόνας τα μπράτσα
υποσυνειδίζονται:
λυγίζουνε σαν χαλαρό
αγκάλιασμα στου κοριτσιού
τη μέση,
γιατί το ξέρουνε ακόμα και
οι πολυθρόνες
πως όποιος ονειρεύεται
δονείται
κι υπάρχουνε και όνειρα
που σε πετάνε χάμω.
Εμένα η μύτη μου
τελειώνει ακριβώς στο
τέλος της.
Δεν πάει αίμα στο
ενδόμυχο.
Κι οι ώμοι μου
συμμετρικά πεσμένοι και οι
δύο.
Καιρό έχω να μιλήσω για όνειρα
καιρό δεν έχω
όνειρα δεν έχω,
συμμετρική ανέχεια.
Οι ώμοι μου
συμμετρικά πεσμένοι και οι
δύο.
Κι ότι αντέχω τέτοια
ανέχεια
λέω μην είναι όνειρο.
Μην είναι όνειρο
πως όνειρα δεν έχω.
Όνειρο να ’ναι
κι ας μην γυμνώνει από
όνειρα.
Όνειρο να ’ναι,
σπόρος να περιφέρεται στον
ύπνο μου
κι έχει ο Θεός για μήτρα.
Το πίνω κι ας μην είναι
πόσιμο,
έστω τη λέξη να
ονειρεύομαι
και δεν ρωτάω καμιά
Εξακρίβωση
αν είναι όνειρο πως όνειρα
δεν έχω.
Για να μιλήσει η κάθε
Εξακρίβωση
θέλει να πληρωθεί με
όνειρα.
Κι όνειρα να πληρώνω
μια ακόμα Εξακρίβωση
δεν έχω.
Η μητέρα μου Ώθηση πέθανε
νέα
κι ο πηλός που είμαι, ο
πηλός που είμαι,
με πιέζει να σπάσω.
Ως πότε, λέει, θα
θυσιάζεται ο θάνατος
για να ζεις εσύ.
Κι όνειρα δεν έχω να πλάσω
πήλινη περιφρούρηση της
ύλης μου.
Και τι σημαίνει όνειρο;
Τι δηλαδή δεν έχω;
Θα ’ναι αυτό
που θέλει να ’χει μέσα του
ο πηλός για να μη σπάζει,
θα ’ναι οι τουλπανένιοι
επιβάτες
στις τουλπανένιες άμαξες.
Όνειρο σημαίνει
φτερούγα ύπνου από κερί
που ήλιο ερωτεύεται και
λιώνει,
φύλλα που θαυμαστά
ισορροπούν
σαν να πατάνε σε κλαδιά
ενώ το βλέπεις καθαρά
πως δεν υπάρχει δένδρο,
ν’ ακούς να τραγουδάνε
χίλια ναι απ’ το λαρύγγι του όχι.
Όνειρο σημαίνει
να μην υπάρχουν σύνορα
κι οι βλοσυροί καχύποπτοι
φρουροί τους.
Ελεύθερα να μπαίνεις σ’
άνθρωπο
κι ούτε τις ει, ούτε τις
οιδε.
Δεν ήρθε κι ένα απόγευμα
που να μη γίνει βράδυ,
να έρθει κι ένα όνειρο
που να μην γίνει άνθρωπος,
να έρθει κι ένας άνθρωπος
που να μη γίνει όνειρο,
τις οιδε, τις ει.
Ξανοίχτηκα πολύ σε
ορισμούς
κι είν’ επικίνδυνο να κλαις
χωρίς πυξίδα.
Φύλαγέ μου, Θε μου,
τουλάχιστον
όσα έχουν πεθάνει.
και το ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ της (από τη συλλογή ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ)
Ανέθεσα σε κάποιο
γνωστό μας
όνειρο να σου μεταφέρει
εν συντομία
πως είναι ανάγκη να
μιλήσουμε.
Δυσφόρησε λέγοντάς μου
«άδικος κόπος
την ξέρω καλά τη
φευγάτη
άπαξ κι έταξε στη σιωπή
να την τηρήσει, πάει
τελείωσε, θα σιωπά…»
Δες αχαριστία –
συλλογίστηκα
τι μεγάλα όνειρα έκανες
για τα όνειρα
πόση πραγματικότητα
θυσίασες
για να ζήσουν εκείνα
τι ομιλίες –ποίηση
επιστράτευσες
για να αθωώσεις τη
συκοφαντημένη
υπόστασή τους
τους αφοσιώθηκες
ασχέτως αν εκείνα
δεν τήρησαν απέναντί
σου
ούτε μια φορά το σώμα
τους.
Τι παλιοχαρακτήρες
Μη μόνον όσα βλέπετε
πιστεύετε
Των ποιητών το βλέμμα είναι
οξύτερο (Κ.Π. Καβάφης)
Οι στίχοι που
παραθέτω σαν μότο από τον Καβαφικό επίλογο στη μετάφραση του σονέτου του
Μπωντλαίρ «Αλληλουχίες», που όπως γράφει ο Γ.Π. Σαββίδης «είναι εγκιβωτισμένο
σε δικό του πρόλογο και επίλογο, εν είδει αισθητικού μανιφέστου» και νομίζω πως
συνάδουν με την υπερβατική αντίληψη της Κικής Δημουλά για τα πράγματα, καθώς
και με την προσπάθειά της να αποκαλύψει τις πολυδιάστατες και πολυδύναμες
αντανακλάσεις των «ου βλεπομένων πραγμάτων», μέσα από τις οποίες ορίζεται η
ίδια και ορίζει την ποίησή της.
Η Δημουλά έχει βαθιά συνειδητοποιήσει ότι η
πραγματικότητα είναι απείρως πλουσιότερη απ’ ό,τι φαίνεται.
Ξεκινώντας από το ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο παραμερίζει τις κρατούσε
αντιλήψεις για την κατάσταση των πραγμάτων και αποκαλύπτει το θαύμα. Η ανατροπή
αυτή συντελείται λεπτό προς λεπτό. Ανεπαισθήτως αφαιρεί τα προσωπεία για να
φανερωθεί το καινούργιο πάνω στο οποίο θα οικοδομήσει την προσωπική της
μυθολογία. Μέσα από μια πολυφωνική θεματολογία, η οποία ανανεώνεται διαρκώς,
ονοματίζει απ’ την αρχή τις σχέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου με τα
πράγματα για να τις ερμηνεύσει ακολουθώντας «την δια της ονομασίας ερμηνεία»
σύμφωνα με την Ποιητική του Αριστοτέλη. Διαχέει και ενσταλάζει στα πράγματα
κυμαινόμενα αισθήματα και με διαρκείς αντιστίξεις και διαδοχικά ξαφνιάσματα τα
αναγκάζει σε καινούργιες ομολογίες που θα οδηγήσουν στην αποκρυπτογράφηση των
χρησμών τους.
Άλλοτε συστέλλει και
άλλοτε διαστέλλει την ανθρώπινη ύπαρξη προκαλώντας κραδασμούς που καταλήγουν
στις λέξεις και ανατρέπουν τις καθιερωμένες τους έννοιες. Παραληρεί από την
ανάποδη. Στο εγχείρημά της αυτό προχωρεί με κομμένη την ανάσα, μια ανάσα που
τελικά γίνεται ωκεανός ποίησης. Με μια κατ’ επίφαση αμεριμνησία ρουφά λαίμαργα
την καθημερινότητα και εκπέμπει μακροθυμία. Μεγαλύνοντας το φαινομενικά
ασήμαντο δημιουργεί μια μυστική ποιητική θεολογία με οικουμενικές προεκτάσεις.
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ 1931-2020: Χαίρε Ποτέ! Η Μεγάλη Κυρία της
Ποίησης πλάγιασε να κοιμηθεί… ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΛΥΠΗΜΕΝΗ…
Η Κική Δημουλά,
ανήκοντας στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, δεν ξεστρατίζει τον βηματισμό της από
τον κυρίαρχο προβληματισμό αλλά και το ύφος αυτής της γενιάς, που οπωσδήποτε τη
συγκλονίζουν θέματα υπαρξιακού προβληματισμού, ιδωμένα όμως υπό το πρίσμα μιας
ανεπιτήδευτης και κάποτε ειρωνικής ματιάς.
Εκείνο, ωστόσο, που διαφοροποιεί τη γραφή της είναι, απ’ τη μια, οι ιδιάζουσες γλωσσικές ακροβασίες, οι οποίες μάλιστα στοιχειοθετούνται σ’ ένα κλίμα διαρκούς πειραματισμού που αιφνιδιάζει, και, απ’ την άλλη, η εξόχως διεισδυτική εισβολή που επιχειρεί σε καταστάσεις τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού χώρου. Θαρρείς και η ιδιότροπη και ανατρεπτική ονοματοδοσία που αποπειράται δεν είναι παρά η παιγνιώδης μα και βαθιά σαρκαστική στάση που επιλέγει να τηρήσει απέναντι στη φαινομενικά δίπολη ζωή. Όχι, τέτοιες ψευδαισθήσεις μακριά από εμάς. Και βέβαια μακριά και από εκείνη.
Αγαπάει τις λέξεις η Δημουλά, τις αγαπάει τόσο, που τις μεταχειρίζεται σαν πρόσωπα, σαν χαρακτήρες που έχουν τη δική τους προσωπικότητα, όντα που αποφασίζει να τα ανασύρει απ’ την αδράνειά τους, να παίξουν ρόλο σοβαρό στη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοιχτεί μες στις σελίδες της για θέματα που αφορούν στη μνήμη, στη λήθη, στον χρόνο, στη φθορά. Αν δεν υπήρχε στη γραμματική το οξύμωρο ως σχήμα, είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι εκείνη θα το επινοούσε.
Το ποιητικό της ιδίωμα άλλωστε συνίσταται στην παιγνιώδη και ανατρεπτική σύνταξη, στους τολμηρούς συνδυασμούς έμψυχων και αφηρημένων, συγκεκριμένων και μεταφορικών, «ο έρωτας είναι αυτόχειρας» διαπιστώνει. Συνίσταται όμως και στις πολλαπλές αμφισημίες των λέξεων, στις μετωνυμίες, την υποκειμενοποίηση των εννοιών, στις συνεχείς επαναλήψεις, στον ελλειπτικό λόγο.
Συνήθως ουσιαστικοποιεί το επίθετο ή επιθετοποιεί το ουσιαστικό: «μεσίστιο μέλλον», «ισόγεια μνήμη», «πριονωτό ανεπίστρεπτο», «νοσταλγία δισύλλαβη», λέει αναφερόμενη στον σύζυγό της Άθω, και συνεχίζει «τοκογλύφος πλευρά του Αδάμ», «φορτηγό κλάμα», «ιστιοφόρα φωνή», ενώ αλλού, συνδυάζοντας ρήματα με ουσιαστικά, θα την ακούσουμε να λέει: «εκφωνείς γραμματόσημα».
Κι αναρωτιέται ίσως κανείς, προς τι όλη αυτή η υποστασιοποίηση των εννοιών, η αιρετική αποδόμηση της γλώσσας, «ο υπερρεαλισμός της γραμματικής και του συντακτικού», όπως σημείωνε ο Τάσος Ρούσσος. Μα είναι προφανές. Δεν την αντέχει η Δημουλά την οριστικότητα των απωλειών, δεν συμβιβάζεται με τα κοινώς αποδεκτά περί του αμετάκλητου, όπως άλλωστε και κάθε ποιητής. Διατηρεί όμως μέσα της βαθιά κι εκείνη την παιδική αθωότητα, που τη γεμίζει έστω με την ψευδαίσθηση κάποιας ελπίδας. Τι κάνει λοιπόν; Αναποδογυρίζει τα πράγματα, μήπως και βρει κρυμμένο μέσα τους κάτι που της διέφυγε, κάτι που ίσως αναιρεί το προδιαγεγραμμένο, έναν κρυμμένο κωδικό αριθμό που θα ξεκλειδώσει τη σφραγισμένη μοίρα μας. Τι καταλάβαμε τόσους αιώνες, άλλωστε, με την ορθόδοξη διατύπωση και καταγραφή της διαμαρτυρίας μας; Ακολουθώντας το πρωτόκολλο της σύνταξης, μήπως μπορέσαμε έστω και ελάχιστα να αποδράσουμε απ’ τη συντεταγμένη πορεία όλων των αβοήθητων, που οδεύει προς τον θάνατο; Αστείο και να το συζητάμε. Ας ειρωνευτούμε και ας παίξουμε λοιπόν και, προπαντός, ας μην την παίρνουμε και τόσο σοβαρά την ειλημμένη απόφαση περί του μέλλοντός μας. Προς τι να παραδίδεται η φευγαλέα μας ύπαρξη στη νευρικότητα και στην αμηχανία. Σοφό λοιπόν να καλυφθεί η προδιαγεγραμμένη απόσταση μέχρι το αμετάκλητο με κάποιους – έστω προσποιητά – αγέρωχους βηματισμούς. Τουλάχιστον, με τη Δημουλά να γράφει, μοιάζει σαν να διαμαρτύρεται εγγράφως η υλικότητά μας για εκείνη τη διαβεβαίωση που αργοπορεί, να καταγγέλλεται – μ’ άλλα λόγια – αυτή η βραδυπορία. Αυτός είναι και ο λόγος που η αφηγηματική γραφή της αφορίζει και γνωματεύει, μιλώντας εξ ονόματος όλων μας. Γιατί η απόγνωση είναι υπόθεση του καθενός, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Το σημειώνω αυτό, γιατί κατά κόρον αναφέρθηκε ότι η ποίηση της Δημουλά απευθύνεται κυρίως στις γυναίκες. Το «λίγο» όμως αφορά όλους μας, το ανολοκλήρωτο και το ημιτελές αποδεικνύεται εντέλει η μοναδική ισότητα σε τούτη τη ζωή. Ένα παράπονο λοιπόν κι ένας θυμός διατρέχει τους στίχους της Δημουλά για Το λίγο του κόσμου, και όλες οι επαναλήψεις που της χρεώνονται δεν είναι παρά περίτεχνες μεταμφιέσεις της ίδιας απαράλλακτης ανάγκης της να ακούσει μια απόκριση, ένα ψέλλισμα έστω κάποιας υποτυπώδους δικαιολογίας απ’ την πλευρά του Θεού για την ακατανόητη άλυτη αφασία του που τράβηξε σε μάκρος. Του παραπονιέται λοιπόν και του δηλώνει την παραίτησή της απ’ τον μάταιο και μονομερή αγώνα προσέγγισής του.
Εκείνο, ωστόσο, που διαφοροποιεί τη γραφή της είναι, απ’ τη μια, οι ιδιάζουσες γλωσσικές ακροβασίες, οι οποίες μάλιστα στοιχειοθετούνται σ’ ένα κλίμα διαρκούς πειραματισμού που αιφνιδιάζει, και, απ’ την άλλη, η εξόχως διεισδυτική εισβολή που επιχειρεί σε καταστάσεις τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού χώρου. Θαρρείς και η ιδιότροπη και ανατρεπτική ονοματοδοσία που αποπειράται δεν είναι παρά η παιγνιώδης μα και βαθιά σαρκαστική στάση που επιλέγει να τηρήσει απέναντι στη φαινομενικά δίπολη ζωή. Όχι, τέτοιες ψευδαισθήσεις μακριά από εμάς. Και βέβαια μακριά και από εκείνη.
Αγαπάει τις λέξεις η Δημουλά, τις αγαπάει τόσο, που τις μεταχειρίζεται σαν πρόσωπα, σαν χαρακτήρες που έχουν τη δική τους προσωπικότητα, όντα που αποφασίζει να τα ανασύρει απ’ την αδράνειά τους, να παίξουν ρόλο σοβαρό στη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοιχτεί μες στις σελίδες της για θέματα που αφορούν στη μνήμη, στη λήθη, στον χρόνο, στη φθορά. Αν δεν υπήρχε στη γραμματική το οξύμωρο ως σχήμα, είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι εκείνη θα το επινοούσε.
Το ποιητικό της ιδίωμα άλλωστε συνίσταται στην παιγνιώδη και ανατρεπτική σύνταξη, στους τολμηρούς συνδυασμούς έμψυχων και αφηρημένων, συγκεκριμένων και μεταφορικών, «ο έρωτας είναι αυτόχειρας» διαπιστώνει. Συνίσταται όμως και στις πολλαπλές αμφισημίες των λέξεων, στις μετωνυμίες, την υποκειμενοποίηση των εννοιών, στις συνεχείς επαναλήψεις, στον ελλειπτικό λόγο.
Συνήθως ουσιαστικοποιεί το επίθετο ή επιθετοποιεί το ουσιαστικό: «μεσίστιο μέλλον», «ισόγεια μνήμη», «πριονωτό ανεπίστρεπτο», «νοσταλγία δισύλλαβη», λέει αναφερόμενη στον σύζυγό της Άθω, και συνεχίζει «τοκογλύφος πλευρά του Αδάμ», «φορτηγό κλάμα», «ιστιοφόρα φωνή», ενώ αλλού, συνδυάζοντας ρήματα με ουσιαστικά, θα την ακούσουμε να λέει: «εκφωνείς γραμματόσημα».
Κι αναρωτιέται ίσως κανείς, προς τι όλη αυτή η υποστασιοποίηση των εννοιών, η αιρετική αποδόμηση της γλώσσας, «ο υπερρεαλισμός της γραμματικής και του συντακτικού», όπως σημείωνε ο Τάσος Ρούσσος. Μα είναι προφανές. Δεν την αντέχει η Δημουλά την οριστικότητα των απωλειών, δεν συμβιβάζεται με τα κοινώς αποδεκτά περί του αμετάκλητου, όπως άλλωστε και κάθε ποιητής. Διατηρεί όμως μέσα της βαθιά κι εκείνη την παιδική αθωότητα, που τη γεμίζει έστω με την ψευδαίσθηση κάποιας ελπίδας. Τι κάνει λοιπόν; Αναποδογυρίζει τα πράγματα, μήπως και βρει κρυμμένο μέσα τους κάτι που της διέφυγε, κάτι που ίσως αναιρεί το προδιαγεγραμμένο, έναν κρυμμένο κωδικό αριθμό που θα ξεκλειδώσει τη σφραγισμένη μοίρα μας. Τι καταλάβαμε τόσους αιώνες, άλλωστε, με την ορθόδοξη διατύπωση και καταγραφή της διαμαρτυρίας μας; Ακολουθώντας το πρωτόκολλο της σύνταξης, μήπως μπορέσαμε έστω και ελάχιστα να αποδράσουμε απ’ τη συντεταγμένη πορεία όλων των αβοήθητων, που οδεύει προς τον θάνατο; Αστείο και να το συζητάμε. Ας ειρωνευτούμε και ας παίξουμε λοιπόν και, προπαντός, ας μην την παίρνουμε και τόσο σοβαρά την ειλημμένη απόφαση περί του μέλλοντός μας. Προς τι να παραδίδεται η φευγαλέα μας ύπαρξη στη νευρικότητα και στην αμηχανία. Σοφό λοιπόν να καλυφθεί η προδιαγεγραμμένη απόσταση μέχρι το αμετάκλητο με κάποιους – έστω προσποιητά – αγέρωχους βηματισμούς. Τουλάχιστον, με τη Δημουλά να γράφει, μοιάζει σαν να διαμαρτύρεται εγγράφως η υλικότητά μας για εκείνη τη διαβεβαίωση που αργοπορεί, να καταγγέλλεται – μ’ άλλα λόγια – αυτή η βραδυπορία. Αυτός είναι και ο λόγος που η αφηγηματική γραφή της αφορίζει και γνωματεύει, μιλώντας εξ ονόματος όλων μας. Γιατί η απόγνωση είναι υπόθεση του καθενός, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Το σημειώνω αυτό, γιατί κατά κόρον αναφέρθηκε ότι η ποίηση της Δημουλά απευθύνεται κυρίως στις γυναίκες. Το «λίγο» όμως αφορά όλους μας, το ανολοκλήρωτο και το ημιτελές αποδεικνύεται εντέλει η μοναδική ισότητα σε τούτη τη ζωή. Ένα παράπονο λοιπόν κι ένας θυμός διατρέχει τους στίχους της Δημουλά για Το λίγο του κόσμου, και όλες οι επαναλήψεις που της χρεώνονται δεν είναι παρά περίτεχνες μεταμφιέσεις της ίδιας απαράλλακτης ανάγκης της να ακούσει μια απόκριση, ένα ψέλλισμα έστω κάποιας υποτυπώδους δικαιολογίας απ’ την πλευρά του Θεού για την ακατανόητη άλυτη αφασία του που τράβηξε σε μάκρος. Του παραπονιέται λοιπόν και του δηλώνει την παραίτησή της απ’ τον μάταιο και μονομερή αγώνα προσέγγισής του.
[...] αχ, πανάλαφρος απέμεινε / ο θάνατος του πόθου μου
για σένα / φυσικό / έχει κλαπεί από μέσα του το σώμα…
κι έμεινα μόνη μες στο άδειο γεγονός / ανασηκώνοντας το καπάκι που σκεπάζει / αυτά εδώ τα πτώματα που γράφω..
(«Η λύτρωση της Μαγδαληνής», Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, 2007)
κι έμεινα μόνη μες στο άδειο γεγονός / ανασηκώνοντας το καπάκι που σκεπάζει / αυτά εδώ τα πτώματα που γράφω..
(«Η λύτρωση της Μαγδαληνής», Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, 2007)
Δήμιος και
ιεροεξεταστής του εαυτού της, με ειλικρίνεια αφοπλιστική βάζει το δάχτυλο «επί
τον τύπον των ήλων», εκθέτει και εκτίθεται επιδεικνύοντας ωμότητα και τόλμη,
που όμως στο βάθος της είναι απείρως σπλαχνική. Δεν μπορώ σαφώς να διαπιστώσω
πόσος Κάλβος και πόσος Καρυωτάκης, πόσος Καβάφης και πόσος Παπατσώνης
κυκλοφορούν στις φλέβες της γραφής της. Εκείνο όμως που εμφανώς τη διατρέχει
είναι η ίδια απόγνωση απέναντι στην απουσία του έρωτα, η απόγνωση από την
απουσία των αγαπημένων ακόμα και η απόγνωση όταν η έμπνευση ή και η
ευρηματικότητα τής γυρίζουν επιδεικτικά την πλάτη… [αποσπάσματα από την κριτική
της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου στο βιβλίο της ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Κέδρος 2015]
ΑΓΡΑΦΩΝ ΣΤΙΧΩΝ ΒΡΙΣΚΩ ΜΙΣΑΝΟΙΧΤΗ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ
Σπρώχνω ελαφρά το τρίξιμο να μπω / κι από το βάθος βάθος μου απαντά / μια αγριοφωνάρα / πως έχουνε γραφτεί…
«Η αγριοφωνάρα», Χλόη θερμοκηπίου, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου