Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

ΘΕΛΩ ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΕΤΡΑΜΥΓΔΑΛΟ ΝΑ ΣΠΑΣΩ ΤΗ ΛΕΞΗ, ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΑΠΛΑ

(…ψάχνοντας τις λέξεις,  παρόλο που ξέρω πως δεν γράφονται μ’ αυτές τα ποιήματα…)  

Κερδίζει η λογοτεχνία όταν εικαστικοί καλλιτέχνες αποφασίζουν να εκφραστούν με το Λόγο και κατορθώνουν να μεταφέρουν στο κείμενο τη συγκίνηση τόσο έντονα όσο και με το χρωστήρα,

αποφαίνεται ο Γιώργος Θεοχάρης σχολιάζοντας την πρώτη εμφάνιση στην ποίηση του   χαράκτη Γιάννη  Στεφανάκι. 

Με τη συλλογή ποιημάτων ΤΟ ΚΑΡΦΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

(με ένα χαρακτικό και τέσσερα σχέδια του ίδιου, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2010),

αποδεικνύει στην πράξη πόσο πλεονεκτική είναι η ματιά του εικαστικού όταν θελήσει να εκφραστεί  με  δομικά υλικά της ποίησης  για τα κοινά  πάντως  θέματα των καλλιτεχνών: 

Χρόνος – Μνήμη – Έρωτας – Φθορά – Θάνατος…

Ο Γιάννης Στεφανάκις με την πρώτη αυτή συλλογή του  κεφαλαιοποιεί την πολύχρονη γόνιμη ενασχόλησή του με τη σύζευξη λογοτεχνίας και ζωγραφικής-χαρακτικής-γραφικών τεχνών…

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες: η πρώτη δίχως τίτλο, «Εικόνες περιπλάνησης» η δεύτερη.

Το εισαγωγικό ποίημα, με τίτλο ΘΥΜΑΜΑΙ  έχει να κάνει με το ριζιμιό λιθάρι της μνήμης και αναφέρεται στον πατέρα του ποιητή, ο οποίος συγκινιόταν με το τραγούδι και σκιρτούσε για το όμορφο αλλά βιάστηκε να φύγει από τις ομορφιές του κόσμου: 

«Βιαζόσουν

σαν σκιά που έφευγε  

και εσύ ακολουθούσες…»

γράφει ο Στεφανάκις και οι λέξεις του εικονογραφούν

αυτή τη βιαστική πορεία  του  άνθρωπου,

που  ως υλικό σώμα πορεύεται προς την ανυπαρξία…

Το ίχνος της πορείας του όμως παραμένει ως σκιά μνήμης.

Ο Στεφανάκις αναπτύσσει την προβληματική του σχετικά με τα σκορπισμένα σαν τα σπυριά του ροδιού χρόνια της χαμοζωής, όταν το άτομο μένει χωρίς απόθεμα άλλου χρόνου, χωρίς άλλη δυνατότητα ύπαρξης, πνιγμένος στον ωκεανό χρόνου των άλλων που συνεχίζουν να υπάρχουν.

Αναφέρεται στη μνήμη της παιδικής ηλικίας που αποθηκεύει την ανάμνηση των δυσκολιών της ζωής τυλιγμένη στο ασημόχαρτο της λαχτάρας για ζωή.

Δείχνει ότι ο μόνος σίγουρος χρόνος μας είναι το παρελθόν μας, και συχνά πυκνά προσφεύγει στη Φύση.

Ζητάει έλεος από τη Φύση κι ελπίζει να μαρτυρήσουν τα δέντρα, κάτω απ’ τη σκιά των οποίων μεγάλωσε,

να μαρτυρήσουν με τη σιωπή τους   ότι κάποτε υπήρξε!..

 Γιατί φτάνοντας προς το αναπότρεπτο τέλος

συνειδητοποιούμε και αναπολούμε τη σοφία της σιωπής των αψύχων.

Και στο ποίημα   ΚΙ ΟΜΩΣ Σ’ ΑΓΚΑΛΙΑΣΑ,

 (ποίημα  αφιερωμένο στη σύντροφό του  ζωγράφο  Μαργαρίτα  Βασιολάκου),

καταλαβαίνουμε ότι η τυραννία του χρόνου αντέχεται

επειδή μας χαρίστηκε το δώρημα του έρωτα,

που είναι η εικονοποίηση της δίψας του ανθρώπου για ζωή,

 η θέλησή του ν’ αντιπαλέψει τη φθορά.

Το ομότιτλο με τη συλλογή ποίημα (με αντιμετάθεση των άρθρων) είναι το ακόλουθο:

ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΟ ΚΑΡΦΙ

Αυτή η λάμπα που χάμω πεσμένη

μετράει τα γυαλιά της

και το πετρέλαιο παλιό λερώνει

το φθαρτό τσιμεντένιο πάτωμα

άντεξε – άκουσε πολλά

και είδε περισσότερα

Αυτή η λάμπα που στο φως της

μεγάλωναν οι σκιές κι εγώ φοβόμουν

που ζέσταινα τα χέρια μου

πριν το μολύβι πιάσω

πόνου κραυγή έβγαλε όταν   άφησε

του χρόνου το καρφί!..

 

Εδώ το καρφί του χρόνου με διπλή σημασία:

ως στερεωτικό της ύπαρξης, με τις επισφάλειες που δημιουργεί η ποιότητα του κονιάματος της ζωής,

 αλλά και ως τυραννικό εργαλείο, καρφωμένο στην ψυχή των όντων.

Όταν κλείνει ο κύκλος της χρηστικότητας, πα’ να πει

όταν μειώνεται η αξία της ύπαρξής μας,

όταν η ζωή εξηλεκτρίζεται,

τότε ο ταπεινός τρόπος ζωής,

 η λάμπα του πετρελαίου,

γίνεται, στην καλύτερη περίπτωση, διακοσμητικό αντικείμενο

ή πετιέται στα σκουπίδια με το λαμπόγιαλο θρυμματισμένο.

 

Αλλά ο χρόνος, λέει ο Στεφανάκις, μπορεί ν’ ακινητοποιηθεί

 κάθε φορά που μπορούμε να κοιτάζουμε με μάτι που διακρίνει την αέναη ζωγραφική του σύμπαντός μας.

Ο χρόνος, που σαρώνει την ύπαρξή μας κι αφήνει 

Μαύρο σαν μαύρο το πυκνό σκοτάδι της ανυπαρξίας.

Μονάχα ένας ζωγράφος μπορεί να φτάσει, ως ποιητής,

σε μια τέτοιας έντασης παρομοίωση και μεταφορά.

Από την άλλη όμως οι μικροχαρές της ζωής είναι φάρμακο αισιοδοξίας,

αφού, ακόμη και κοντά στη δύση του βίου,

αρκεί να πιεις με τη ψυχή σου ένα κρασί

«για να νιώσεις μικρός θεός / και νικητής του χρόνου…»

Η νοσταλγία του Στεφανάκι για το αρχέγονο, το ριζιμιό,

το παλιό, το απλό, το απέριττο,

δεν έχει φολκλορικό χαρακτήρα ούτε εκπηγάζει από κανενός είδους πριμιτιβισμό,

αντίθετα εκφράζει την αγωνία του για την αλλαγή του τρόπου ζωής, των ηθών, και για την εκποίηση των αξιών στις μέρες μας.

Στο ποίημα ΤΡΑΓΟΥΔΙ  ο Στεφανάκις αναφέρεται στην νομοτελειακή αλληλοεπιχώρηση που επισυμβαίνει στη ζωή και στη φύση και εκφράζεται πολλαπλασιαστικά και λυτρωτικά μόνο ως ποίηση και, κυρίως, ως ομογενο-ποίηση της πίκρας του καθενός μας.

Στην  πρώτη ενότητα της συλλογής  εντάσσεται και το ποίημα ΣΑΝ ΠΕΤΡΑΜΥΓΔΑΛΟ:

 «Θέλω όπως το πετραμύγδαλο

να σπάσω τη λέξη     να μιλήσω απλά…»

Οι στίχοι αυτοί,  εκτός από το Σεφερικό βάθος τους, μας εισάγουν στην επόμενη ενότητα του βιβλίου,

στην οποία κυριαρχεί η προβληματική για τη λειτουργία του Λόγου στην ανθρώπινη δημιουργία.

Κοίλο καινό χαρακτηρίζει τη Λέξη ο ποιητής και ο παιδεμός του με τα υλικά της γλώσσας και της γραφής αποτυπώνεται ανάγλυφα στο ακόλουθο ποίημα:

ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΛΕΞΗ

«Τα ποιήματα δεν γράφονται με λέξεις

κι αν γράφονται

πού στ’ αλήθεια νά ‘βρεις   εκείνη τη γαμημένη

τη λέξη    μαχαιριά    τη λέξη    χάδι

στο τέλος της γραφής

Εδώ καλά-   καλά δεν είμαι σίγουρος
αν οι ζωγραφιές γίνονται με χρώματα..»

 

Ακόμη, στη δεύτερη ενότητα, διαβάζουμε ποιήματα για τη μοναξιά του δημιουργού αλλά και για τη μοναξιά του ευαίσθητου ανθρώπου μέσα στη μιζέρια και την απανθρωπία της μεγαλούπολης.

Μια οικολογική διάθεση είναι προφανής σε ποιήματα όπως το ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ  και  ΕΛΛΑΔΑ,

ενώ στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου

η μέρα - ζωή  σαν  εραστής - χρόνος

χάνεται μέσα στη νύχτα - θάνατο

κι η λάμψη της ύπαρξης σβήνει μες στο σκοτάδι της ανυπαρξίας:

ΕΝΑ

Η μέρα πολύβουος ποταμός   σαν εραστής

χάθηκε μες στη νύκτα

και καθετί χρώμα και φως

στο μαύρο γίναν ένα

 

Κλείνοντας την παρουσίαση της συλλογής  ο Γιώργος Θεοχάρης συμπεραίνει:

«…εξαιρώντας την περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου η καλλιτεχνική υπόσταση του οποίου συνίσταται ισοδύναμα στη ζωγραφική και στην ποίηση,

η εμφάνιση του Γιάννη Δ. Στεφανάκι στη λογοτεχνία,

με την πρώτη του ποιητική συλλογή, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, περισσότερο κι από του Γιάννη Τσαρούχη ή του Γιώργου Μαυροΐδη, και μου δημιούργησε ίδιας έντασης συγκίνηση μ’ εκείνη που ένιωσα διαβάζοντας τα πρώτα ποιήματα του Νίκου Χουλιαρά…»




Η ΜΕΡΑ ΠΟΛΥΒΟΥΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΣΑΝ ΕΡΑΣΤΗΣ ΧΑΘΗΚΕ ΜΕΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

(και καθετί χρώμα και φως στο μαύρο γίναν ένα):

Ο παραπάνω τίτλος είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα της συλλογής του Γιάννη Σταφανάκι ΤΟ ΚΑΡΦΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. Αντιπροσωπευτικό για τη μοναξιά του δημιουργού αλλά και για τη μοναξιά του ευαίσθητου ανθρώπου μέσα στη μιζέρια και την απανθρωπιά της μεγαλούπολης. Κάποτε ήμουνα κι εγώ ΕΝΑ.

«Δεν κοιμάμαι, είπες. Μόνο καμνώ τα μάτια μου.

Mάτια κουμπότρυπες που θέλουνε γκρίζες γραμμές να γίνουν.

Δυο υποσημειώσεις σε μια ζωή που έφυγε»!..

Παις παίζων πεσσεύων;

Ο Γιάννης Στεφανάκις, λιτός και καίριος, ανοίγοντας τον κυρίως ναό της τέχνης του, κινείται ποιητικά και την αποφλοιώνει απ’ ό,τι περιττό, στοχεύοντας στον πυρήνα της κάθε φορά θεματικής του. Αυτό δίνει μπόι στο πλάσιμο των εικόνων του παρά την υφολογική λιτότητα της ζωγραφικής του. Είναι φορές που ο τρόπος αφήγησης κερδίζει περισσότερο έδαφος από το αφηγούμενο. Εδώ και η συγκινητική ποιητική του που έρχεται να μας «οξυγονώσει» μ’ έναν παραδειγματικό σαρκασμό αλλά και τρυφερότητα στη σύγχρονη αναπνευστική δυσφορία. «Παίζει» κατεβάζοντας με σχοινί ένα σύννεφο, εν είδει χαρταετού, να το καταστήσει κατοικίδιο στην αδηφάγο αρχιτεκτονική των παγερών όγκων των μεγαλουπόλεων που δύσκολα μπορεί να ’δει κανείς ουρανό. Εικόνες που παράγει εκ των έσω ανιχνεύοντας, με άλλη ματιά, την όψη της πραγματικότητας σε μια ανθρωπο-γεωγραφία σιωπής και μοναξιάς. Δοκιμάζει φαντασιακές χειρονομίες να μας λυτρώσει από την αιχμαλωσία του δήθεν ακαδημαïσμού και της σοβαροφάνειας με αφοπλιστική αθωότητα….

Με εμφανή τη διάθεση ενός αφαιρετικού λυρισμού, στα όρια της ελεγείας, διαγράφει μια τροχιά ενός αθώου ενήλικα που σεμνύνεται, κρύβοντας επιμελώς την αγωνία του καλλιτέχνη με ήθος και ύφος δυσεύρετο

 

ΧΩΜΑ ΣΤΟ ΧΩΜΑ

Θυμάται πως έβρεχε κείνη τη μέρα

κι εγώ το θυμάμαι

και καθώς χώμα πάνω και χάμω κάτω

το σπίτι μύριζε υγρασία

και οι σταγόνες μουσική στις εμαγιέ λεκάνες

ήταν δύσκολο μου είπε

ήταν όμορφα θυμάμαι εγώ

 

μέσα στα κουρασμένα μάτια της

πετούσαν χελιδόνια

 

Και το ομότιτλο ποίημα

(με αντιμετάθεση των άρθρων)

ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΟ ΚΑΡΦΙ:

Αυτή η λάμπα που χάμω πεσμένη

μετράει τα γυαλιά της

και το πετρέλαιο παλιό λερώνει

το φθαρτό τσιμεντένιο πάτωμα

άντεξε – άκουσε πολλά

και είδε περισσότερα.

Αυτή η λάμπα που στο φως της

μεγάλωναν οι σκιές κι εγώ φοβόμουν

που ζέσταινα τα χέρια μου

πριν το μολύβι πιάσω

πόνου κραυγή έβγαλε όταν

άφησε

του χρόνου το καρφί»!..

 

Εδώ το καρφί με διπλή σημασία: ως στερεωτικό της ύπαρξης, με τις επισφάλειες που δημιουργεί η ποιότητα του κονιάματος της ζωής αλλά και ως τυραννικό εργαλείο, καρφωμένο στην ψυχή των όντων. Όταν κλείνει ο κύκλος της χρησιμότητας, που πάει να πει μειώνεται η αξία της ύπαρξής μας, όταν η ζωή εξηλεκτρίζεται, τότε ο ταπεινός τρόπος ζωής, η λάμπα του πετρελαίου, γίνεται στην καλύτερη περίπτωση, διακοσμητικό αντικείμενο ή πετιέται στα σκουπίδια με το λαμπόγυαλο θρυμματισμένο.

 

ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ

Μια φιγούρα ένα δένδρο

πολλά δένδρα κι ένας άνδρας

μοναχικός

στο απέραντο

άσπρο μαύρο

φως του νερού που ορίζει τον χρόνο

κι ένα φως του κενού

δάκρυ να χαϊδεύει απλωμένα τα βουνά

 

«ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΜΕ ΒΛΕΠΕΙ, Ν’ ΑΛΛΑΖΩ…

(… αλλά ποιος με βλέπει; Είμαι, η κρυψώνα μου…» -  Ζ. Bousquet

Η διαρκής κίνηση, μέσα από τις αντιθέσεις, η διαλεκτική του «μέσα» και του «έξω», είναι στο μυθικό «κουτί της Πανδώρας» τόσο έντονη, όσο και σ’ όλη την αρχαία ελληνική μυθολογία. Το «κουτί της Πανδώρας», ήταν ένα πιθάρι εφτασφράγιστο, που έκλεινε μέσα του μια παγίδα… Θυμωμένος και ανήσυχος ο Δίας, μια και ο Προμηθέας έκλεψε την Φωτιά (τη Γνώση…) από τους Θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους, θέλοντας να τιμωρήσει, όχι μόνον τον Προμηθέα αλλά και ολάκερο το ανθρώπινο γένος, δώρισε στη μυθική Πανδώρα, ένα κιβώτιο, ένα πιθάρι, γεμάτο, δήθεν, γαμήλια δώρα…

Η όμορφη Πανδώρα δεν θα μπορέσει να πιάσει στα δίχτυα της τον Προμηθέα, αλλά τον αφελέστερο αδελφό του… Σαγηνευμένος εκείνος από τα κάλλη της, αλλά και περίεργος να δει τα γαμήλια δώρα, ανοίγει το κουτί και έτσι ξεχύνονται όλα τα «δεινά» στην ανθρωπότητα. Ο σοφός Επιμενίδης θα μπορέσει τελικά, να κλείσει, το πιθάρι και να διασώσει στον πάτο του, την ελπίδα…

Έτσι το παραμύθι της ζωής αρχίζει, και πάλι, από την αρχή. Σύμφωνα τώρα με τη Βίβλο, οι άνθρωποι έχουν, εκνευρίσει με τη συμπεριφορά τους, τον ένα και μοναδικό θεό, ο οποίος, στην οργή του, τιμωρεί σκληρά την ανθρωπότητα μ’ ένα τρομακτικό κατακλυσμό. Προνοητικός και μεθοδικός ο καλός, αλλά εγωιστής, Νώε, θα διασώσει τον εαυτό του και την οικογένεια του, μέσα στην καλοχτισμένη του κιβωτό, η οποία περιέχει πολλά ζωάκια σε ζευγάρια, τροφές νερό και σπόρους… Ο Νώε δεν διασώζει την ελπίδα, ταυτίζεται με την ελπίδα. Μ’ αυτό τον τρόπο ρίχνεται ο «σπόρος» της μικρής σημερινής οικογένειας…

Στο δικό μας αιώνα, σ’ αυτή την εκπληκτική δεκαετία του ’20, ο σουρρεαλισμός και η ψυχανάλυση, δίνουν άλλες προεκτάσεις στις παγίδες, που στήνουν όχι πια οι θεοί, αλλά εμείς οι ίδιοι στους εαυτούς μας, μέσα σε «κρυψώνες», «κουτιά» και «συρτάρια» του μυαλού μας.

Θρυμματισμένες σκέψεις, όνειρα σφιχτοδεμένα, αναποδογυρισμένοι, μικροί προσωπικοί κόσμοι, πόση περιέργεια, αλλά και πόσος φόβος στη διάθεση να ξανανοίξουμε τα μικρά μαγικά «κουτιά» για να ξεχυθεί προς τα έξω η ενέργεια… Θεατρικοί συγγραφείς και ποιητές, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι και ψυχαναλυτές έχουν εμπνευστεί από τη διφορούμενη μαγεία, αλλά και απειλή της κρυψώνας.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ο Γιάννης Στεφανάκις που με συνέπεια από την προηγούμενη δουλειά του, «κουτιά – παιχνίδια», των τελευταίων ετών, στα οποία παρατηρούσε από «απέναντι» ή επέτρεπε ένα βλέμμα «μέσα από το παράθυρο» στον κόσμο του, ταυτίζεται τώρα με τη συντριβή ενός κόσμου και την ταυτόχρονη διάσωση του μέσα από τις μνήμες…

Μακάβρια, μαύρα κουτιά απ’ όπου προεξέχουν χαλασμένοι υδραυλικοί σωλήνες, μια «μοναχική» κατσαρίδα κινείται ακόμα επάνω τους… Η Φθορά της καθημερινότητας, η Φθορά ενός καταπράσινου μήλου, φέρνει έντονα στο νου, στίχους του Μπωντλέρ, μ’ ένα τόνο αισιόδοξο. Το κουκούτσι που μένει, απ’ όπου θα φυτρώσει μία καινούργια μηλιά… ένας καινούργιος κόσμος.

Ανθρώπινες φιγούρες, στη «μοναξιά» του ενός ή των δύο, «έγκλειστοι» σε «κουτιά» σύγχρονων σπιτιών, μη «επικοινωνούντων» μεταξύ τους. Μνήμες από παλιά εργαλεία, «στημόνια» αργαλειών, τότε που η δουλειά των ανθρώπων ήταν συλλογική, «σίτες» που κοσκίνιζαν αλεύρι με σκοπό να γίνει ψωμί ζεστό… Υπάρχουν τώρα μνήμες από «μοναχικές κινήσεις» χωρίς νόημα που επικαλούνται – ή έτσι το νομίζω; – την επικοινωνία μέσα από τη μη επικοινωνία. [ΛΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΗ Ιστορικός Τέχνης]

 

ΤΟ ΜΕΡΜΗΓΚΑΚΙ

(από τη συλλογή του Γιάννη Σταφανάκι ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ ΘΕΟΣ  κι άλλα ποιήματα, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014]

Είδα στον ύπνο μου

μικρό πως ήμουνα μερμηγκάκι

κι ότι στους ώμους μου

βαρύ φορτίο κουβαλούσα

είχα χαθεί σε δρόμους υπαρκτούς

και σε ανύπαρκτα

γλιστρούσα μονοπάτια

ν’ αφήσω το φορτίο μου

την λεία του χειμώνα

 

Μαύρο πως ήμουν είδα

μερμηγκάκι

μικρό και πιο μικρό

από έναν κόκκο άμμου

περιπλανώμενο, ενοχικό

την άγρα της τροφής αν

σταματούσα

 

Είδα παράξενο πως ήμουν

μερμηγκάκι

και πως ψηλά

τη μύτη μου κρατούσα

φοβόμουν είδα

μέσα στην τρέλα της ζωής τον πυρετό

μήπως το πόδι

σε άλλο μερμηγκάκι θα δαγκώσω

 

κι όχι εκείνο το βαρύ που με πονά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου