Η ΜΝΗΜΗ ΕΙΝΑΙ
ΜΑΧΑΙΡΙ ΠΟΥ ΠΟΝΑ: Πώς γέμισαν οι χώροι με εκατοντάδες προτομές σου; Πώς
χαράχτηκες ξαφνικά σε κάθε τοίχο, σε κάθε επιγραφή, σε κάθε υλικό; Αντικατοπτρίζεσαι σε όλες τις βιτρίνες
που περνάω, ανασυντίθεσαι από τα σχήματα των πιδάκων. Είσαι σε όλες τις
διαφημίσεις των δρόμων, καταναλώνοντας αναψυκτικά, δοκιμάζοντας ρούχα. Είσαι
στις φωτεινές επιγραφές, επιστρέφοντας τη λάμψη στη διαρκή σκοτεινότητα.
Ενσωματώνεσαι στο φωσφόριζαν ένδυμα νυκτόβιων τροχονόμων. Σε περιέχουν όλοι οι καθρέφτες, σε κρατούν όλοι οι
αντικατοπτρισμοί, σε ξαναπλάθει ο ατμός που βγαίνει από τις σχάρες των δρόμων,
τα ξημερώματα… Απόσπασμα από τα ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ, το βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη. με 32 σύντομα πεζά, που
ερωτοτροπούν με την επιστολική λογοτεχνία και αποτελούν «ασκήσεις μνημονικής
για αγαπημένους απόντες». Ο συγγραφέας με τα 32 ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ ( 77
σελίδες-λεπίδες τις ονομάζει η Ελένη Γκίκα), ως πατέρας αποχαιρετά το γιο του με όλες τις
αισθήσεις και με
όλους τους τρόπους, προσδοκώντας να τον κρατήσει κοντά του για πάντα. Έτσι, ανασκάπτει στα βαθύτερα και πλέον σύνθετα στρώματα του εσωτερικού
ανθρώπου, εφαρμόζοντας μια διαδικασία που έχει ήδη αποκαλύψει κατά τη σημασιολογική
οργάνωση προγενέστερων κειμένων του. Ο συγγραφέας, και με το βιβλίο αυτό, αντιμετωπίζει
μείζονα και γενικά θέματα, όπως είναι η βούληση σε σχέση με τη μνήμη και με τη
λήθη, η διαλεκτική σχέση ζωής και θανάτου, , η παραβίαση της αντικειμενικής
πραγματικότητας, οι ανθρώπινες σχέσεις σε ποικίλες μορφές και σε ποικίλους
συσχετισμούς. [Ακολουθούν αποσπάσματα και σχόλια για το ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ του Γιάννη
Ευσταθιάδη – ART by Slawek Gruca]
«ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ» ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ ΓΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥΣ ΑΠΟΝΤΕΣ:
«Γραμμένα φιλιά», με
αυτή την έννοια ή όχι, πολλοί ποιητές και συγγραφείς έχουν στείλει. Η Ελένη
Γκίκα αποδελτιώνει: Ο Νάνος Βαλαωρίτης
και ο Κωστής Παλαμάς στα παιδιά τους. Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στη μάνα της, ο
Κωστής Γκιμοσούλης στον πατέρα. Η Φρανσουάζ Ξενάκη στον Ιάνη, τον άντρα της. Ο
Αντρέα Καρράρο στη... χαμένη ζωή του και φυσικά στον εκλιπόντα πατέρα... Η
Αλιέντε στην «Πάουλά» της. Για το χατίρι της επινόησε τη ζωή της εκ νέου. «Για
την αγάπη της Ολγας» ο Θοδωρής Καλλιφατίδης έκανε υπαρξιακή αναδρομή, δεν είναι
μικρό πράγμα ο χαμός μιας επιστήθιας φίλης. Ο Βασίλης Βασιλικός στη μνήμη της
πρώτης γυναίκας του υπέγραφε τη «Φλόγα της αγάπης». Η Μάρω Βαμβουνάκη, θρήνησε
δις, αποχαιρετώντας αγαπημένους. Στην «Κραταιά αγάπη» και στο μυθιστόρημα «Τα
πράγματα που ζουν απ τον χαμό». «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα» έγραψε ολόκληρο
μυθιστόρημα ο Βασίλης Αλεξάκης, αφιερωμένο στη μάνα του που τη θυμάται κάθε
μέρα. Κι η Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ αποχαιρέτησε με μια ποιητική συλλογή τον
αγαπημένο σύντροφο: «Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα». Όσο για τη Μαρία
Λαμπαδαρίδου-Πόθου ακόμα αποχαιρετάει την Ειρήνη της. Ενα κοριτσάκι που
αφουγκράζεται να μεγαλώνει σε παράλληλο σύμπαν. Διότι «τα πράγματα που ζουν απ
τον χαμό» είναι εκείνα που άξιζαν και είναι κι η μνήμη. Η μνήμη και «φιλιά
χάρτινα». Για τα οποία οι αποστολείς όλο ελπίζουν ότι θα φτάσουν, εν τέλει,
στον προορισμό, δεν θα χαθούν στον δρόμο...
Με μότο «Τα γραμμένα
φιλιά δεν φτάνουν στον προορισμό τους. Τα ρουφούν στο δρόμο τα φαντάσματα» και
με λαχτάρα τελικά να φτάνουν, ο ποιητής Γιάννης Ευσταθιάδης «υπογράφει τελικά
ένα αριστούργημα» Την παραπάνω αξιολόγηση κάνει στην κριτική της η Ελένη Γκίκα
που, στη συνέχεια, σχολιάζει το στόχο και το αποτέλεσμα:
«Ο στόχος του βιβλίου
σαφής, από την δεύτερη κιόλας σελίδα: «Νικόλας Ευσταθιάδης 26.9.72 - 25.12.99».
Και στις 77 σελίδες-λεπίδες, διότι «η μνήμη είναι μαχαίρι και πονά», ένας
πατέρας αποχαιρετά με όλους τους τρόπους και όλες τις αισθήσεις τον γιο του.
Επιθυμώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να μην τον ξεχάσει ποτέ. Προσδοκώντας να τον
κρατήσει κοντά του, κοντά μας, για πάντα. Ο μέγιστος τρόμος, η λήθη πάντοτε.
Προτιμότερος αναμφισβήτητα ο πόνος, ακόμα και ο οξύς πόνος:
«Κι αν
πάθω αλτσχάιμερ και σε ξεχάσω;
Αν η
γεροντική άνοια μου πάρει τα λογικά και δεν σ' αναγνωρίζω;
Αν,
παραπληγικός, δεν μπορώ να κρατώ στα δάχτυλα τις φωτογραφίες σου;
Αν χάσω
για πάντα τον ύπνο μου και δεν μπορώ να σε ξαναβρίσκω στα εφήμερα ενύπνια;
Αν χάσω
την ακοή και δεν μπορώ να σε συναντώ στις κοινόχρηστές μας μουσικές;
Αν
τυφλωθώ και δεν σε βλέπω απέναντί μου;
Αν
ακρωτηριαστώ και δεν μπορώ να σε χαϊδεύω;
Αν χάσω
τα πόδια μου και δεν μπορώ να βαδίζω χιλιόμετρα μες στο δωμάτιό σου;
Και πιο
πολύ αν τίποτα απ όλα αυτά δεν συμβεί, αν συνηθίσω την απουσία σου, αν
λησμονήσω, αν ζω και ψευτοζώ χωρίς εσένα, αν κάποια μέρα σ' αρνηθώ;»
Για «να μην τον
αρνηθεί», τελικά, στα 32 σύντομα ποιητικά πεζά, χρησιμοποιεί όλους τους
τρόπους, όλους τους χρόνους, όλες τις αισθήσεις, όλα τα μέσα: διαλόγους,
επιστολές, συνειρμικά κείμενα, περιγραφές, στίχους άλλων, δικούς του, μουσικά
είδη...
Αρχίζοντας απ εκείνη
την πρώτη, πρόβα φυγής:
« - Να
σας ζήσει! Αγόρι!
- Είναι
καλά;»
Η απεγνωσμένη του
τέλους ερώτηση, προϊδεάζει για ό,τι θα επακολουθήσει:
«Δεν
μπορώ να το δω;»
Έτσι ακριβώς όπως
τότε, μωρό, έτσι και τώρα κραυγάζει «δεν μπορώ να τον δω;» περνώντας όλα τα
στάδια του πένθους: Εκείνο το «δεν το πιστεύω» της αρχής που όλο καλείς ένα
τηλέφωνο νεκρό προσδοκώντας εις μάτην «είκοσι μέρες νεκρός, κι ακόμα δεν έχω
νέα σου», τα παρακάλια κατόπιν και τον θυμό
«Τι
προσπερνάς μέσα στα σύννεφα;
Φρενάρισε
στο κόκκινο φωτάκι της αγάπης».
Μέχρι να φτάσει εν
τέλει στα σημάδια:
«ακινητοποίησε
όλα τα κινούμενα - θα καταλάβω.
Κίνησε
όλα τα ακίνητα - θα το νιώσω...
Στο
πρωινό μπρίκι,
άλλαξε το
σημείο βρασμού στο ραδιόφωνο,
γίνε
παράσιτο στην οθόνη,
error-
θα σε γνωρίσω».
Τριάντα δύο «Γραμμένα
φιλιά» σε όλες τις αισθήσεις, σε όλους τους μουσικούς και λογοτεχνικούς τόνους,
σε όλους τους χρόνους, θα μείνουν. Με ένα τεράστιο πανταχού παρόν παρελθόν που
εισχωρεί στο παρόν και το καθορίζει. Που μεγαλώνει ή αντιστέκεται στον μέλλοντα
χρόνο διότι «απούσα η μορφή σου διαστέλλεται και πλημμυρίζει το σύμπαν» όπως
έχει ήδη επισημάνει η Γιουρσενάρ. Μια φούγκα θανάτου που δεν είναι άλλο παρά
«ασκήσεις μνημονικής για αγαπημένους απόντες». Και έτσι, εκείνο που χάσαμε θα
μείνει δικό μας για πάντα. Ένα βιβλίο-διάλογος που δεν σταματά πουθενά στον
χωροχρόνο» (Ελένη Γκίκα)
ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ
ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ:
α] Η ένταση της οδύνης, ένα
διττό ευ ζην:
Τα «Γραμμένα φιλιά»
απομακρύνονται εκ πρώτης όψεως τα μάλα από τη μέχρι πρότινος παραγωγή τού
Ευσταθιάδη, μια και το περιεχόμενό τους είναι ένα χαμηλόφωνο ελεγείο για τον
θάνατο του γιου τού ενός και μοναδικού αφηγητή τους σε ηλικία 25 ετών. Λίγα
μαθαίνουμε για τα περιστατικά τα οποία οδήγησαν σε αυτό τον θάνατο, που ακόμη
κι αν είχε προειδοποιήσει για τον ερχομό του, δεν θα κατάφερνε εξ αυτού να
γίνει αποδεκτός με μικρότερη οδύνη. Εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία εν
προκειμένω είναι η ίδια η απώλεια. Η μορφή του χαμένου γιου καλύπτει για τον
αφηγητή τα πάντα: τους χώρους στους οποίους έζησε το παιδί, τους δρόμους στους
οποίους ο ίδιος τώρα κινείται και βαδίζει, αλλά και οτιδήποτε συνέδεσε τους δυο
τους, πατέρα και γιο, στα είκοσι πέντε χρόνια της συμβίωσής τους.
Η οδύνη για τον
θάνατο είναι πάντα, όσο κι αν κατεβάσει ή μειώσει την έντασή του ο θρήνος,
ανείπωτη. Πώς να συνηθίσει κανείς την ιδέα του οριστικού αποχωρισμού; Πώς να
βολευτεί με την παραδοχή πως ο νεκρός δεν θα παρουσιαστεί ποτέ ξανά μπροστά
του, καθώς και με το ότι δεν θα μπορέσει εφεξής να παραβρεθεί παρά μόνο στη
μνήμη του, με τον κίνδυνο να θολώσει κάποτε η εικόνα του και εκεί και να
αρχίσει σιγά-σιγά να εξατμίζεται από παντού; Κι ακόμη, πόση δύναμη χρειάζεται
για να αντέξουμε την αποτύπωση της αγαπημένης φιγούρας σε ό,τι μας συνοδεύει
και μας περιβάλλει καθημερινά;
Ο,τι μας περιβάλλει
και μας συνοδεύει καθημερινά. Νομίζω πως σε αυτό ακριβώς το πεδίο, στον τρόπο,
δηλαδή, με τον οποίο ο αφηγητής συνδέει τον λατρεμένο νεκρό του με την
καθημερινή πραγματικότητα, συναντιέται το πνεύμα του βιβλίου τού Ευσταθιάδη με
τις κατευθύνσεις και τις προδιαγραφές του παλαιότερου έργου του. Η απουσία του
νεκρού αποκτά, και στα 32 κομμάτια της συλλογής, μιαν εντελώς σωματική
υπόσταση, σημαδεμένη από τα πιο απτά χαρακτηριστικά: οι μυρωδιές και οι
γνώριμοι ήχοι στο δωμάτιο στο οποίο κοιμόταν και ξυπνούσε το παιδί, το σκοτάδι
στον κήπο όπου αναπαυόταν και περπατούσε, οι ποικιλώνυμες επιστολές που
εξακολουθούν να φτάνουν με το όνομά του στο σπίτι ερήμην τής ανεπίστροφης φυγής
του, το πρόσωπο και το βλέμμα του στις φυλαγμένες φωτογραφίες, το τελευταίο
δείπνο πριν από τον θάνατό του (ένα πιάτο πάπια με πορτοκάλι), η γραβάτα την
οποία έδενε πάντοτε με τη βοήθεια του μπαμπά, το πουλόβερ που παραμελούσε ενδεχομένως
να βάλει όποτε σκόπευε να βγει, η οσμή της σάρκας του σ’ ένα ξεχασμένο μπουφάν,
αλλά και ο συναγερμός του αυτοκινήτου, η οθόνη του υπολογιστή ή η μηχανή του
καφέ -όλα εκείνα που άγγιξε και λειτούργησε με το χέρι του, αφήνοντας εσαεί
στην επιφάνειά τους το σχήμα του.
Την ώρα που ο
αφηγητής δυσκολεύεται να συγκρατήσει τα δάκρυά του για τον σωματικό και τον
πνευματικό θάνατο του παιδιού του, για τη διάλυση της ύλης του οργανισμού του
εις τα εξ ων συνετέθη, η υλικότητα της ζωής ορμά γύρω από το αφανισμένο κορμί,
για να το περιζώσει με την ορμή των χυμών και των χρωμάτων της και να το
αποθεώσει με μια μεταφυσική φωτιά. Όπως στον σπουδαίο εκείνο παλαμικό στίχο από
τον «Τάφο»:
«Μέσα
σου κι απέξω σου
κι όπου
να κάμης γύρω
τ’
αδειανού χρυσογυαλιού
μυρίζεσαι
το μύρο».
Να, λοιπόν, μέσα από
ποιον δρόμο διαλέγει ο Ευσταθιάδης να στραφεί στα προγενέστερα πεπραγμένα του:
ο θάνατος ως μια υψηλής θερμοκρασίας απότιση φόρου τιμής στην έστω υπερβατική
χαρά των αισθήσεων (της προνομιακής έδρας όλων των εκδηλώσεών μας), αλλά και ως
ένας τόπος με τον οποίο πασχίζει με κάθε της απόθεμα να εξοικειωθεί η
συνείδηση. Ο θάνατος ως ένα διττό ευ ζην -ως επιμέλεια της οργανικής και της
διανοητικής μας ύπαρξης.
Αλλά πώς φαντάζει η
αξία ενός τέτοιου εγχειρήματος στο καθαρώς λογοτεχνικό επίπεδο; Θέλω και πάλι
να θυμίσω τον Παλαμά όταν προλογίζει τον «Τάφο», εν έτει 1929, στα εβδομήντα
του:
«Το
παιδί πέθανε. Το ωραίο παιδάκι. Το βλέπω ακόμα, και κάθε φορά που το βλέπω, μου
ανοίγεται μέσα μου μια συγκίνηση δακρυοστάλαχτη· η στοργή του πατέρα; η
προσήλωση του ποιητή; Νομίζω και τα δυο· το ένα ύπαρξη δεν έχει δίχως το άλλο».
Έτσι αξεχώριστες
καταγράφονται και στα κείμενα των «Γραμμένων φιλιών» οι δύο ιδιότητες του
αφηγητή, του πατέρα και του γραφιά, με τη σύμπραξη των οποίων ο Ευσταθιάδης
κερδίζει την έντονη συγκίνηση και συμμετοχή του αναγνώστη χωρίς τον παραμικρό
συναισθηματικό εκβιασμό -δίχως ούτε μία αισθηματική έκπτωση (ΒΑΓΓΕΛΗΣ
ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ - 09/02/2007)
β] ΜΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΜΝΗΜΗΣ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ, ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ, ΕΙΚΟΝΕΣ,
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ που πλάθει στοργικά ο πατέρας χαϊδεύοντας την κάθε μέρα της απουσίας
του γιού του με καθαρότατες λάμψεις πόνου, στοργής, νοσταλγίας πάνω στον καμβά
της σύντομης ζωής:
Ο χρόνος φαίνεται να
είναι ο κύριος συγκινησιακός και συναισθηματικός άξονας, καθώς, ενώ κατορθώνει
να διασώζει όσα έχει αφήσει πίσω του, συγχρόνως τα παραχαράσσει για να είναι
κοντινή σε εμάς η μορφή του νεκρού. Είναι σαν να νοσταλγεί απεγνωσμένα βλέμματα
που δεν είναι διαθέσιμα. Ο χρόνος έχει γίνει μια βαλίτσα όπου χωράει το άδειο
δωμάτιο του απόντος και η καθημερινότητά του με όλα όσα άφησε πίσω της η μνήμη,
προσποιούμενη την ανάμνηση: οι στιγμές, τα ρούχα, οι μυρωδιές, τα ακούσματα, τα
φαγητά, οι μουσικές, οι ήχοι, ο υπολογιστής, τα έπιπλα, οι έξοδοι, το
μαρσάρισμα του αυτοκινήτου, τα τριξίματα της πόρτας, τα γράμματα που
εξακολουθούν να φτάνουν για έναν παραλήπτη που έχει φύγει διά παντός. Και μέσα
από όλα αυτά η οδύνη όχι ως μελό, αλλά ως συγκροτημένος και βιωμένος πόνος,
πλάθει την απώλεια και την απουσία, ταξινομώντας σκηνές ζωής μέσα από τα
συντρίμμια όσων άλλαξαν για πάντα.
Η αύρα της απόστασης
που χωρίζει το νεκρό παιδί από τον πατέρα αναδεικνύεται από μια γνήσια
λογοτεχνική φλέβα. Τα 32 σύντομα άτιτλα μέρη του βιβλίου είναι ένα πρελούδιο
που αναπτύσσει τις νότες του σε όσα άφησε πίσω του το παλικάρι που έφυγε, στο
δυσαναπλήρωτο κενό της απουσίας και σε όσα έχουν αλλάξει από τον θάνατό του και
μετά: εικόνες, καταστάσεις και μέρη τα οποία ο πατέρας-αφηγητής έχει ταυτίσει
με τον απόντα γιο, αναπαλαιώνοντας ό,τι έμεινε. Και είναι ακόμη ένα χάραγμα
νοσταλγίας πάνω στη μνήμη που δεν ησυχάζει, αλλά όσο περνάει ο καιρός αποζητά
σημάδια να επιχειρήσει μια ολική επαναφορά για να εγκαθιδρύσει ένα παρελθόν που
διαλέγεται με το σήμερα. Στην ουσία τα Γραμμένα φιλιά είναι ένα βιβλίο που
συνδιαλέγεται με τον χρόνο, αλλά και με τις ασύμμετρες «μεταξοτυπίες μνήμης»
που ακούγονται σαν ψίθυροι, καθρεφτίζοντας απόηχους, όπως «Κελαηδίσματα πουλιών
και τηλεφώνων, μυρωδιές βενζίνης που ανακατώνονται με το καμένο λάδι από
τηγανητές πατάτες, πρωινό ζεστό γάλα με γνώριμες άριες ιταλικές, φωτογραφίες σε
μεταξοτυπίες μνήμης, μέσα από υγρά, οικεία δάκρυα». Τέλος τα Γραμμένα φιλιά,
εκτός από δείγμα υψηλής λογοτεχνίας, είναι και μια συναισθηματική υπέρβαση του
κενού αλλά και μια περιδιάβαση στα τοπία που φώτισε η σύντομη ζωή [Ντίνος
Σιώτης στο ΒΗΜΑ 15/04/2007]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου