Οργή κι επιμονή, γνώση
κι αγανάκτηση χρειάζεται.
Χρειάζεται όμως και γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά, ψυχρή
υπομονή κι ατέλειωτη καρτερία. Κατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του
συνόλου… Έχεις; Αντέχεις;
«Άντεξα να περιμένω έναν ολόκληρο χρόνο, δεν μπορώ όμως να
περιμένω αυτή τη μέρα μια στιγμή…»
είπε ο κ. Κόυνερ που περίμενε κάτι μια μέρα
μετά μια βδομάδα και
μετά άλλον ένα μήνα!...
Είναι μια μπρεχτική εκδοχή της ΑΝΑΜΟΝΗΣ από τις «Ιστορίες του κ. Κόυνερ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Τα μικρά αυτά κείμενα (87 συνολικά) γράφτηκαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου περίπου 30
χρόνων.. Ο συγγραφέας τους προσπάθησε ν’ αναπτύξει ένα σύντομο μοντέλο πεζού
λόγου, με τη βοήθεια του οποίου μπορούν να πραγματευτούν ζητήματα που αφορούν
στη συμπεριφορά ενταγμένη μέσα σ’ ένα πολιτικο - κοινωνικό πλαίσιο καθώς και
προβλήματα γνωσιοθεωρίας.
Όλες οι Ιστορίες έχουν ένα κοινό άξονα:
δείχνουν τη συμπεριφορά του ατόμου, του κ. Κ. απέναντι σε
φαινόμενα της καθημερινής ζωής και τις αντιδράσεις του απέναντι σε καθιερωμένες
αντιλήψεις και καταστάσεις.
Καθώς μάλιστα ο κ. Κ. τοποθετείται, από τη μια ιστορία στην
άλλη σε μια διαφορετική κατάσταση, όλες
μαζί οι ιστορίες συνθέτουν έναν κόσμο «εν κινήσει»!...
Τον ρώτησαν κάποτε: «Τι φτιάχνετε τώρα»;
Ο κ. Κ. αποκρίθηκε:
«Κουράζομαι πάρα πολύ, ετοιμάζω το επόμενο λάθος μου»!..
Χαρακτηριστική και
η απάντησή του στο ερώτημα:
«Χρειάζονται πολλά τον κόσμο για ν’ αλλάξεις;» (η
απάντησή του αξιοποιήθηκε στον τίτλο αυτής της ανάρτησης).
Η άποψή του όμως για την πολυπόθητη αλλαγή συνοψίζεται σ’ ένα άλλο αφορισμό:
«Μόνο η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς την
πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε»!..
Ακολουθούν κάποιες από τις πιο αντιπροσωπευτικές ΙΣΤΟΡΙΕΣ του κ.
ΚΟΫΝΕΡ: Η Διαλεκτική σαν τρόπος ζωής, Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ 1981
ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ
αποσπάσματα από την ΕΙΣΑΓΩΓΗ στο έργο του Μπέρτολτ Μπεχτ του Πέτρου Μάρκαρη:
«Κάνουμε πολλούς να τρομάζουν από τη θεωρία, επειδή βρίσκουμε σε κάθε ερώτημα
μιαν απάντηση»!..
Προσοχή: Οι «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» δεν
πρέπει να διαβαστούν ως μικρά αφηγήματα, αλλά σύμφωνα με την πρόθεση του
Μπρεχτ, ως φιλοσοφικά κείμενα. Στο επίκεντρό τους βρίσκονται οι έννοιες της
«αλλαγής», της «ενεργητικής παρέμβασης» και της ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ:
«Ο κ. Κ. είπε κάποτε: Αυτός που σκέφτεται δεν ξοδεύει ούτε μια σταλιά
φως παραπάνω, ούτε ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω, ούτε μια σκέψη»
ΣΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΣΟΦΟΥΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΤΑΣΗ:
Κάποτε επισκέφτηκε τον κ. Κ. ένας καθηγητής της φιλοσοφίας κι άρχισε να του
μιλάει για τη σοφία του. Μετά από λίγη ώρα ο κ. Κ. είπε στον καθηγητή: Κάθεσαι
ενοχλητικά, μιλάς ενοχλητικά, σκέφτεσαι ενοχλητικά. Σαν τ΄ άκουσε αυτό ο
καθηγητής θύμωσε και του είπε: Δε μ΄ ενδιαφέρει τι σκέφτεσαι για το
άτομό μου, μ΄ ενδιαφέρει να μάθω τη γνώμη σου γι΄ αυτά που λέω. Αυτά που λες
δεν έχουν περιεχόμενο, αποκρίθηκε ο κ. Κ. Σε βλέπω να βαδίζεις
αδέξια, και το βάδισμά σου δεν έχει προορισμό. Μιλάς σκοτεινά και η ομιλία σου
δε φωτίζει τίποτα. Βλέποντας τη στάση σου παύει να μ΄ ενδιαφέρει ο στόχος σου.
Όταν ο κ. Κ. ο στοχαστής έτυχε να
μιλήσει κάποτε σε μιαν αίθουσα μπροστά σε πολύ κόσμο ενάντια στη βία, είδε τους
ανθρώπους γύρω του να οπισθοχωρούν και να φεύγουν. Γύρισε τότε κι αντίκρισε τη
βία. Τι έλεγες, τον ρώτησε η βία. Εγώ; αποκρίθηκε ο κ. Κ. υποστήριζα τη βία.
Σαν έφυγε η βία οι μαθητές του κ. Κ. τον ρώτησαν γιατί έσκυψε το κεφάλι. Γιατί
δεν έχω κεφάλι για σπάσιμο, αποκρίθηκε ο κ. Κ. Εξάλλου εγώ πρέπει να ζήσω
περισσότερο από τη βία.
Και ο κ. Κ. αφηγήθηκε την
παρακάτω ιστορία:
Στο σπίτι του κ. Έγκε, που είχε
μάθει να λέει ΟΧΙ, ήρθε μια μέρα τον καιρό της παρανομίας ένας πράκτορας και
του παρουσίασε ένα χαρτί, που το είχαν εκδώσει αυτοί που εξουσίαζαν την πόλη.
Το χαρτί έλεγε ότι στον πράκτορα αυτόν θ’ ανήκε κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το
πόδι του, όπως και κάθε φαγητό που θα ζητούσε. Θα ’πρεπε ακόμα να τον υπηρετεί
και κάθε άνθρωπος που θ’ αντάμωνε.
Ο πράκτορας κάθισε σε μια
καρέκλα, ζήτησε φαγητό, πλύθηκε, πλάγιασε και προτού κοιμηθεί ρώτησε ον κ. Έγκε
με το πρόσωπο στον τοίχο: Θα με υπηρετείς;
Ο κ. Έγκε τον σκέπασε με την
κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, κάθισε δίπλα στο προσκεφάλι του, κι όπως εκείνη την
ημέρα τον υπάκουσε άλλα επτά χρόνια.
Ό,τι κι αν έκανε όμως για δαύτον, ένα πράγμα απόφυγε να κάνει: δεν του ’πε
ποτέ μια λέξη. Σαν πέρασαν τα εφτά χρόνια κι ο πράκτορας χόντρυνε από το πολύ
φαγί, τον ύπνο και τις διαταγές – πέθανε! Ο κ. Έγκε τον τύλιξε τότε στη
ξεφτισμένη κουβέρτα, τον έσυρε έξω από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, άσπρισε τους
τοίχους, ανάσανε βαθιά κι αποκρίθηκε: ΟΧΙ
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΤΟ ΣΚΟΠΟ
ΤΟΥ
Ο κ. Κ. έβαλε τα παρακάτω ερωτήματα:
Κάθε πρωί ο γείτονάς μου ακούει μουσική απ’ ένα
γραμμόφωνο. Γιατί ακούει μουσική; Γιατί γυμνάζεται, καθώς μαθαίνω. Και γιατί
γυμνάζεται; Γιατί χρειάζεται δύναμη καθώς μου λένε. Καλά, και γιατί του
χρειάζεται η δύναμη; Γιατί πρέπει να νικήσει τους εχθρούς του στην πόλη, καθώς
λέει. Γιατί πρέπει να νικάει τους
εχθρούς του; Γιατί θέλε να φάει, καθώς μαθαίνω.
Όταν ο κι. Κ. τ’ άκουσε όλα αυτά, ότι δηλαδή ο
γείτονάς του άκουγε μουσική για να γυμνάζεται, γυμναζόταν για να είναι δυνατός,
ήθελε να ’ναι δυνατός για να νικάει τους εχθρούς του, νικούσε τους εχθρούς του
για να τρώει, έβαλε τούτο το ερώτημα: Καλά, γιατί τρώει;
Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΕΞΑΓΟΡΑΖΕΙΣ
Ο κ. Κ. σύστησε σ’ έναν έμπορα κάποιον άνθρωπο και τον βεβαίωσε ότι ο
άνθρωπος αυτός δεν εξαγοράζεται. Μετά από δυο εβδομάδες ο έμπορας ξαναπήγε στον
κ. Κ. και τον ρώτησε: Τι εννοείς όταν λες ότι ο άνθρωπος αυτός δεν
εξαγοράζεται; Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: Όταν λέω πως ο άνθρωπος που πήρες στη δούλεψή
σου δεν εξαγοράζεται, θέλω να πω ότι είναι αδύνατο να τον εξαγοράσεις. Έτσι
λοιπόν, είπε ο έμπορας πικραμένος, εγώ όμως έχω λόγους να φοβάμαι ότι ο
άνθρωπός σου εξαγοράζεται ακόμα και από τους εχθρούς μου. Αυτό δεν το ξέρω,
είπε ο κ. Κ. αδιάφορα. Ναι, μα αυτός καμώνεται πως συμφωνεί πάντα μαζί μου,
φώναξε ο έμπορας φουρκισμένος, που σημαίνει ότι μπορεί να εξαγοραστεί ακόμα κι
από μένα! Ο κ. Κ. γέλασε με αυταρέσκεια: Από μένα δεν εξαγοράζεται, είπε.
ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΡΑΓΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΤΗΝΟ
Καθώς έκανε διάφορες σκέψεις γύρω απ’ την ανθρωπότητα ο κ. Κ. κατέληξε σε
ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με την κατανομή της φτώχειας. Κάποια μέρα κοίταξε
γύρω του στο σπίτι και βρήκε πως ήθελε άλλα έπιπλα, πιο καλής ποιότητας, πιο
φτηνά, πιο φτωχικά. Πήγε παρευθύς σ’ έναν μαραγκό και του παρήγγειλε να ξύσει
το βερνίκι από τα έπιπλά του. Χωρίς βερνίκι όμως τα έπιπλα δεν έδειχναν φτωχικά
μα καταστραμμένα. Κι όμως ο λογαριασμός του μαραγκού έπρεπε να πληρωθεί κι ο κ.
Κ. αναγκάστηκε ακόμα να πετάξει τα έπιπλά του και ν’ αγοράσει καινούργια, πιο
φτηνά, πιο φτωχικά πιο κακής ποιότητας, μια και τα ’θελε έτσι. Κάποιοι που το
’μαθαν γέλασαν σε βάρος του κ.Κ. γιατί τα φτωχικά έπιπλα του κόστισαν πιο
ακριβά από τα βερνικωμένα. Ο κ. Κ. όμως είπε: Χαρακτηριστικό της φτώχιας δεν
είναι η οικονομία μα το έξοδο. Σας ξέρω του λόγου σας: η φτώχια σας δεν
ταιριάζει στις ιδέες σας. Μα στις δικές μου ιδέες δεν ταιριάζει ο πλούτος.
Σε μια ερώτηση σχετικά με την πατρίδα ο κ. Κ. έδωσε τούτη την απάντηση:
Παντού μπορώ να πεινάσω. Ένας προσεκτικός ακροατής ρώτησε τότε τον κ. Κ. πώς
γίνεται να λέει ότι πεινάει όταν στην πραγματικότητα έχει να φάει. Ο κ. Κ.
δικαιολογήθηκε λέγοντας: προφανώς ήθελα να πω ότι μπορώ να ζήσω παντού υπάρχει
πείνα, φτάνει να θέλω να ζήσω. Ομολογώ πως υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο
να πεινάω εγώ ο ίδιος και στο να ζω σε τόπο όπου υπάρχει ο κόσμος πεινάει. Ας
μου επιτραπεί ωστόσο να αναφέρω σαν ελαφρυντικό μου το γεγονός ότι το να ζω σε
τόπο όπου υπάρχει πείνα είναι για μένα αν ίσως όχι τόσο κακό όσο να πεινάω ο
ίδιος, τουλάχιστο όμως πολύ κακό. Στο κάτω-κάτω για τους άλλους δεν έχει τόση
σημασία αν εγώ πεινάω, έχει όμως μεγάλη σημασία αν εγώ πεινάω, έχει όμως μεγάλη
σημασία ότι είμαι εναντίον της πείνας.
Σήμερα, παραπονέθηκε ο κ. Κ., είν΄ αμέτρητοι αυτοί που παινεύονται δημόσια
ότι μπορούν να γράψουν μόνοι τους τόμους ολάκερους βιβλία. Κι αυτό το βλογάει
όλος ο κόσμος. Ο Κινέζος φιλόσοφος Τσουάνγκ Τσι έγραψε, φτασμένος άντρας, ένα
βιβλίο μ΄ εκατό χιλιάδες λέξεις που τα εννιά δέκατά του, ήταν αποφθέγματα.
Τέτοια βιβλία δεν μπορούν πια να γραφτούν στην εποχή μας γιατί λείπει το
πνεύμα. Έτσι οι σκέψεις κατασκευάζονται στο ιδιωτικό εργαστήρι του καθενός, και
θεωρείται ακαμάτης εκείνος που δεν μπορεί να βγάλει αρκετές. Βέβαια έτσι δεν
υπάρχει ούτε μια σκέψη που να μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις μα ούτε και
διατύπωση της σκέψης που να μπορείς να την αναφέρεις. Πόσο λίγο υλικό
χρειάζονται αυτοί για τη δουλειά τους! Μια πένα και μερικές κόλλες χαρτί είναι
το μόνο που μπορούν να παρουσιάσουν. Και δίχως καθόλου βοήθεια, μονάχα με το
λιγοστό υλικό που ο καθένας μπορεί να κουβαλήσει με τα χέρια του, φτιάχνουν τις
καλύβες τους! Τα μόνα κτίρια που γνωρίζουν είναι εκείνα που μπορεί να χτίσει
ένας άνθρωπος μόνος του.
Ο κ. Κ. διάβαινε από μια κοιλάδα
όταν ξαφνικά παρατήρησε ότι τα πόδια του βούλιαζαν στο νερό. Πρόσεξε τότε ότι η κοιλάδα δεν ήταν παρά μια
προέκταση της θάλασσας κι ότι σίμωνε η ώρα της παλίρροιας. Στάθηκε παρευθύς κι
άρχισε να ψάχνει για καμιά βάρκα κι όσο έλπιζε ότι θα την έβρισκε δεν το
κουνούσε από τη θέση του. Σαν είδε όμως ότι βάρκα δεν υπήρχε πουθενά
παραιτήθηκε από τούτη την ελπίδα κι άρχισε να ελπίζει ότι η στάθμη του νερού δε
θ’ ανέβαινε άλλο. Μονάχα όταν το νερό έφτασε ίσαμε το σαγόνι του έπαψε να
ελπίζει κι άρχισε να κολυμπάει. Είχε καταλάβει πως βάρκα ήταν ο ίδιος!..
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Ο κ. Κ. ήταν με το μικρό γιο του
στην εξοχή. Ένα πρωί τον βρήκε να κλαίει στην άκρη του κήπου. Τον ρώτησε τι
ήταν αυτό που τον στεναχωρούσε, το ’μαθε και συνέχισε το δρόμο του. Όταν όμως
στο γυρισμό είδε ότι ο μικρός εξακολουθούσε να κλαίει τον φώναξε κοντά του και
του είπε: Τι νόημα έχει να κλαις με τέτοιο δυνατό αγέρα όπου είναι αδύνατο να
σ’ ακούσουν; Ο μικρός κοντοστάθηκε, κατάλαβε το λογικό επιχείρημα και
ξαναγύρισε στο παιχνίδι του δίχως να δείξει κανένα άλλο συναίσθημα.
Ο κ. Κ. μιλούσε για την κακή συνήθεια των ανθρώπων να καταπίνουν σιωπηρά
την αδικία που τους κάνουν κι αφηγήθηκε τούτη την ιστορία: Κάποιος
περαστικός είδε ένα παιδί να κλαίει και το ρώτησε τι το βασάνιζε. Να, είχα δυο
γρόσια για να πάω στον κινηματογράφο μα ήρθε ένα αγόρι κι άρπαξε το ένα απ΄ το
χέρι μου, αποκρίθηκε το παιδί κι έδειξε ένα άλλο αγόρι που στεκόταν λίγο πιο
πέρα. Καλά, και δε φώναξες βοήθεια; ρώτησε ο άνθρωπος. Πως, φώναξα, είπε το
παιδί κι άρχισε τώρα να κλαίει λίγο πιο δυνατά. Και δε σ’ άκουσε κανένας;
ξαναρώτησε τώρα ο άνθρωπος και χάιδεψε στοργικά το παιδί. Όχι, αποκρίθηκε εκείνο
κλαίγοντας μ’ αναφιλητά. Δεν μπορείς να φωνάξεις πιο δυνατά; ρώτησε ο άνθρωπος.
Όχι, αποκρίθηκε το παιδί που βλέποντας τον άνθρωπο να χαμογελάει είχε αρχίσει
πάλι να ελπίζει. Τότε δώσε μου και τ’ άλλο, είπε ο άνθρωπος˙ πήρε και το
τελευταίο γρόσι από το χέρι του παιδιού και συνέχισε ξένοιαστος το δρόμο του.
Ο κ. Κ. ρώτησε δυο γυναίκες για
τον άνδρα τους.
Η μια του είπε:
Έζησα μαζί του είκοσι χρόνια.
Κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο και στο ίδιο κρεβάτι. Τρώγαμε πάντα μαζί. Μου
μιλούσε για όλες τις δουλειές του. Γνώρισα τους γονείς του κι έκανα παρέα μ’
όλους τους φίλους του. Ήξερα όσες αρρώστιες του ήξερε και κάτι άλλες ακόμα που
δεν τις ήξερε. Τον γνωρίζω όσο κανένας άλλος.
Τον γνωρίζεις λοιπόν; ρώτησε ο κ.
Κ.
Ναι, τον γνωρίζω.
Ο κ. Κ. ρώτησε μιαν άλλη γυναίκα
για τον άνδρα της. Αυτή του είπε:
Συχνά χάνονταν για πολύ καιρό και
ποτέ δεν ήξερα αν θα ξανάρθει. Έχει να φανεί εδώ κι ένα χρόνο. Δεν ξέρω αν θα
ξανάρθει. Δεν ξέρω αν είναι από καλό σπίτι ή από τα σοκάκια του λιμανιού. Το
σπίτι που ζω είναι καλό. Θαρχόταν όμως αν ζούσα σ’ ένα κακό σπίτι –ποιος ξέρει;
Ποτέ δεν μου λέει τίποτα, μιλάει μαζί μου μόνο για τις δικές του υποθέσεις.
Αυτές τις ξέρει πολύ καλά. Ξέρω τι λέει, το ξέρω αλήθεια; Κάποτε μου ’ρχεται
πεινασμένος. Άλλοτε πάλι χορτάτος. Δεν τρώει όμως πάντα όταν πεινάει, ούτε κι
όταν είναι χορτάτος αρνιέται το φαγητό. Κάποτε γύρισε με μια πληγή. Του την
έδεσα. Άλλοτε μου τον έφεραν σηκωτό. Μιαν άλλη φορά έδιωξε όλον τον κόσμο από
το σπίτι μου. ‘Όταν τον φωνάζω «σκοτεινό υποκείμενο» γελάει και μου λέει: Ό,τι
είναι μακριά είναι σκοτεινό, ό,τι όμως βρίσκεται εδώ είναι φωτεινό. Κάποτε όμως
κατσουφιάζει όταν τον φωνάζω έτσι. Δεν ξέρω αν τον αγαπώ. Εγώ…
Φτάνει, μην πεις τίποτα άλλο,
είπε γρήγορα ο κ. Κ., βλέπω ότι τον γνωρίζεις. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει
έναν άνθρωπο περισσότερο απ’ όσο εσύ αυτόν.
(επιμύθιο): ΠΟΤΕ ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ;
Ο κ. Κ. γνώριζε λίγο τους
ανθρώπους. Έλεγε: χρειάζεται να γνωρίζεις τους ανθρώπους μονάχα εκεί όπου
υπάρχει εκμετάλλευση. Σκέφτομαι σημαίνει αλλάζω. Όταν σκέφτομαι κάποιον τον
αλλάζω, έχω σχεδόν την εντύπωση ότι δεν είναι έτσι όπως είναι, αλλά ότι ήταν
έτσι όταν εγώ πρωτάρχισα να σκέφτομαι.
ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΝΑ ΤΡΟΜΑΖΟΥΝ
ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΕΠΕΙΔΗ ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΡΩΤΗΜΑ ΚΑΙ ΜΙΑΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ: (αποσπάσματα
από μια εισαγωγή στο έργο του Μπρεχτ του Πέτρου Μάρκαρη):
Ο Μπρεχτ αρχίζει να
γράφει τις «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» εκεί γύρω στο 1927, μια περίοδο σημαδιακή
για την εξέλιξή του. Όλες οι
ιστορίες συγκεντρωμένες κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στη δεύτερη έκδοση των
«Απάντων» του Μπρεχτ το 1967.
Αφετηρία και ερέθισμα
για τη συγγραφή του ένα ερώτημα που τον βασάνιζε εκείνο τον καιρό: πως θα ήταν δυνατό να ερμηνευτούν γεγονότα και
καταστάσεις που τις συναντάμε κάθε μέρα γύρω μας και που τις θεωρούμε φυσικές
και αυτονόητες, αλλά φαίνονται τελικά
ανεξήγητες, αφύσικες και παράλογες. Στις αρχικές αυτές διαπιστώσεις θα στηρίξει
ο Μπρεχτ, μερικά χρόνια αργότερα, ένα από τα κλειδιά της θεατρικής μεθοδολογίας
του: το παραξένισμα/ αποστασιοποίηση… «Το παραξένισμα χαρακτηρίζει ένα
συγκεκριμένο τρόπο θεώρησης του κόσμου που πηγάζει από τον διαλεκτικό υλισμό. Ο
κόσμος θεωρείται αναγνωρίσιμος ενόσω τον αναγνωρίζει κανείς μέσα στην κίνησή
του»…
Η καθημερινότητα είναι
ένα στοιχείο που το συναντάμε στο σύνολο του έργου του Μπρεχτ, ιδιαίτερα στην
ποίησή του. Ένα μεγάλο μέρος από τα ποιήματα που περιέχονται στην πρώτη συλλογή
του, «Το συναξάρι του Μπέρτολτ Μπρεχτ», βασίζονται ή πραγματεύονται γεγονότα
από την καθημερινή ζωή και το περιβάλλον του. Το καινούριο και καθοριστικό
στοιχείο που παρεμβαίνει στην καθημερινότητα είναι η διαλεκτική.
Στις «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» η συμπεριφορά του ατόμου απέναντι στα καθημερινά
γεγονότα δεν είναι μια οποιαδήποτε συμπεριφορά αλλά μια συμπεριφορά
συγκεκριμένη, δηλαδή κοινωνικά προσδιορισμένη, που έχει στην αφετηρία της τη
διαλεκτική και που εκφράζεται πρακτικά με τη στάση του ατόμου
απέναντι στα γεγονότα και τα φαινόμενα. Η στάση αυτή είναι που συντελεί στην
αναγωγή του καθημερινού γεγονότος σε ιστορικό γεγονός, που τοποθετούν το
καθημερινό γεγονός μέσα στις κοινωνικές και τις ιστορικές διαστάσεις του…
Ο Μπρεχτ ήταν πάνω απ’
όλα άνθρωπος του θεάτρου. Γι’ αυτό και τις απαντήσεις σε πολλά από τα ερωτήματα
που θέτουν η ποίηση και η πεζογραφία του πρέπει να τις αναζητήσουμε στο θεωρητικό
του έργο για το θέατρο… Ωστόσο εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι τα στοιχεία
αυτά της θεατρικής μεθοδολογίας του τα βρίσκουμε πολλές φορές πρακτικά
εφαρμοσμένα στην πεζογραφία του. Το παραξένισμα λόγου χάρη χρησιμοποιείται
επανειλημμένα από τον Μπρεχτ στις «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ»…
Επτά χρόνια ύστερα από
τις πρώτες «Ιστορίες του κ. Κόϋνερ» και ένα χρόνο μετά την επιβολή του ναζισμού
στη Γερμανία, το 1934, ο Μπρεχτ γράφει ένα κείμενο με τίτλο: «Πέντε δυσκολίες
όταν γράφει κανείς την αλήθεια» Ποιες είναι αυτές οι πέντε δυσκολίες; Η πρώτη
είναι να ‘χεις το θάρρος να γράφεις την αλήθεια. Η δεύτερη
είναι να ‘χεις τη γνώση ν’ αναγνωρίζεις την αλήθεια. Η τρίτη
είναι να ‘χεις την τέχνη να κάνεις την αλήθεια χρησιμοποιήσιμη
σαν ένα όπλο. Η τέταρτη είναι να ‘χεις αρκετή κρίση ώστε να
διαλέγεις αυτούς που η αλήθεια στα χέρια τους θα ‘ναι αποτελεσματική. Και τέλος
η πέμπτη δυσκολία είναι να ‘χεις την απαραίτητη πονηριά για να
διαδώσεις την αλήθεια σε πολλούς. Είναι φανερή η σχέση που έχουν οι τέσσερις
πρώτες δυσκολίες με τη μαρξιστική θεωρία γενικότερα, και δεν αναφέρονται για
πρώτη φορά από τον Μπρεχτ. Η καινούρια δυσκολία είναι η πέμπτη που γίνεται
αισθητή τώρα, με την επιβολή του ναζισμού στη Γερμανία. Από δω και πέρα η
πονηριά γίνεται ένα από τα κυριότερα στοιχεία στο έργο του Μπρεχτ. Είναι η
πονηριά του Γαλιλαίου που υποκρίνεται τον μετανοημένο στην Ιερά Εξέταση για να
μπορέσει να συνεχίσει κρυφά το έργο του. Είναι η πονηριά του Αζντάκ, όταν
δικάζει, στον «Καυκασιανό Κύκλο με την Κιμωλία». Η ίδια πονηριά υπάρχει και
στον Μάττι όταν αντιμετωπίζει τον αφέντη του, τον Πούντιλα, και στη Σεν Τε,
στον «Καλό άνθρωπο του Σε Τσουάν», όταν επινοείται τον ξάδερφο της, Σουί Τα,
για να σωθεί από την καταστροφή. Αυτή την πονηριά τη συναντάμε κιόλας στις
«Ιστορίες του κ. Κόϋνερ». Η πονηριά του κ. Κόϋνερ συγγενεύει με την πονηριά που
χρησιμοποιούν οι κατοπινοί ήρωες του Μπρεχτ σε δυο σημεία. Πρώτο,
χρησιμοποιείται και στον κ. Κόϋνερ και στους ήρωες που αναφέραμε πιο πάνω για
την επιβίωσή τους. Δεύτερο, και κυριότερο, η πονηριά χρησιμοποιείται πάντα από
τους καταπιεσμένους, τους «σκλάβους». Για ν’ αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις θα
πρέπει να πούμε ότι αυτή η πονηριά της επιβίωσης δεν είναι η κουτοπονηριά αυτού
που ταυτίζεται ή υπηρετεί τους καταπιεστές για να επιβιώσει, αλλά είναι η
πονηριά που επιστρατεύουν οι «σκλάβοι» για την άμυνά τους και για να φθείρουν
τους δυνάστες. Όπως παρατηρεί ένας μελετητής του Μπρεχτ, ο Χανς Μάγιερ, είναι
το δίδαγμα από το βιβλίο του Τάο Τε Κινγκ, που τόσο θαύμαζε ο Μπρεχτ:
Ότι το απαλό νερό με
την κίνηση
και το χρόνο νικάει
την επιβλητική πέτρα.
Καταλαβαίνεις, το
σκληρό νικάται.
Έτσι ακριβώς με την
κίνηση, το χρόνο, και την πονηριά ο κ. Έγκε εξοντώνει τον πράκτορα στην ιστορία
«Μέτρα ενάντια στη βία». Είναι η πονηριά που επιστρατεύει ο κ. Κόϋνερ για να
γλιτώσει από την καταιγίδα, στην ιστορία «Πως ν’ αντέχεις στο σίφουνα».
Για να περάσει όμως η
αλήθεια στους «σκλάβους» και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί απ’ αυτούς πρέπει να
είναι γραμμένη στη «γλώσσα των σκλάβων». Ας μη βιαστεί κανείς να παρεξηγήσει
τον όρο. Η «γλώσσα των σκλάβων» δεν είναι η απλουστευμένη, τάχατες επαναστατική
και τελείως αντιδιαλεκτική γλώσσα που, για να θυμηθούμε τον κ. Κόϋνερ, «έχει σε
κάθε ερώτημα και μιαν απάντηση». Αντίθετα είναι η γλώσσα που βασίζεται στις
μεταφορικές έννοιες (η παραβολή, λόγου χάρη, που τόσο συχνά χρησιμοποιεί ο
Μπρεχτ, είναι ένα από τα δείγματα της «γλώσσας των σκλάβων»), την αφαίρεση –που
βάζει συνέχεια ερωτήματα, σχολιάζει και εκφράζεται μ’ ένα ύφος αποφθεγματικό.
«Το ύφος πρέπει να είναι αποφθεγματικό…», λέει ο κ. Κόϋνερ στην ιστορία «Το πιο
καλό ύφος». Πολλά από τα στοιχεία της «γλώσσας των σκλάβων» τα βρίσκουμε και
στις ιστορίες αυτές: το σχόλιο, το απόφθεγμα, τις μεταφορικές έννοιες, τα
αδιάκοπα ερωτήματα. Φτάνει να παραπέμψουμε σε δυό ιστορίες: στην ιστορία «Αν οι
καρχαρίες ήταν άνθρωποι», και στην ιστορία «Το αβοήθητο παιδί». Έτσι, με τη
«γλώσσα των σκλάβων» καταλήγουμε πάλι εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε: στο
παραξένιασμα.
[αποσπάσματα από την
ΕΙΣΑΓΩΓΗ στο ΜΠΡΕΧΤ του Πέτρου Μάρκαρη]
ΤΙ ΦΤΙΑΧΝΕΤΕ ΤΩΡΑ; ΚΟΥΡΑΖΟΜΑΙ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ, ΕΤΟΙΜΑΖΩ ΤΟ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΛΑΘΟΣ ΜΟΥ:
κι άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ του κ. ΚΟΫΝΕΡ από το
ομότιτλο βιβλίο του Μπέρτολτ Μπρεχτ με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου