Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

ΧΡΟΝΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΠΑΛΕΥΑ ΝΑ ΦΤΙΑΞΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ:

Ολονυχτίς το έγραφα πρωί - πρωί δαιμονισμένο
έτρωγε τις λέξεις…

Ώσπου κάποιο απόγευμα χτύπησε το κουδούνι ένα ολόλευκο πουλί,

αν δεν στοιχειώσεις άνθρωπο το ποίημα δεν στεριώνει

και μη στοιχειώσεις κριτικό μήτ’ επαρκή αναγνώστη

παρά της άγριας έμπνευσης την όμορφη την κόρη

που ’ρχεται βάζει τη φωτιά κι ύστερα παίρνει δρόμο

κι αφήνει αποκαΐδια ένα σωρό να τα διορθώσει ο πρωτομάστορας,

είπε κι εξαφανίστηκε κι εγώ ενεός έμεινα

ν’ αντικρίζω το χαρτί βαθιά καμάρα γιοφυριού

που μέσα γυάλιζε προκλητικά το δαχτυλίδι!..

ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, ένα ποίημα από τη συλλογή του Στάθη Κουτσούνη Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ, 2004, δείγμα μοναδικό της ωριμότητας που έρχεται να ενώσει την παράδοση με τον σημερινό ποιητικό λόγο,  για το οποίο η Κούλα Αδαλόγλου σημείωνε στο Εντευκτήριο:

«Στο ποίημα αυτό, ποίημα ποιητικής, όπως μαρτυρεί και ο τίτλος,  το κλίμα του δημοτικού τραγουδιού είναι εμφανές, καθώς και η αναφορά στη συγκεκριμένη παραλογή, του «Γιοφυριού της Άρτας».

Η έμπνευση περιμένει προκλητική, χρυσό δαχτυλίδι σε βαθιά καμάρα γεφυριού: στο άσπρο χαρτί.

Στην ποίηση του Κουτσούνη εισχωρούν τα σκοτεινά στοιχεία των παραλογών. Εκεί που ο πόθος, το πάθος και ο έρωτας συναντιούνται με τον θάνατο.

Όπως συναντιέται και η ζωή με τον θάνατο, ο επάνω με τον κάτω κόσμο…»

Στην ανάρτηση αυτή θα βρείτε:

α] «Σπουδές για Φωνή και Ποίηση», αποσπάσματα από κριτικές και ποιήματα από την πρώτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη

β]«Τα ποιήματα που έγραψα με κυνηγούν για τις αναπηρίες τους…», αποσπάσματα από κριτικές και ποιήματα από τη συλλογή Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ, Μεταίχμιο 2004 και ως κατακλείδα

γ] ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, αποσπάσματα από κριτικές και ποιήματα από την έκτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, εκδόσεις Μεταίχμιο 2014



ΣΠΟΥΔΕΣ ΓΙΑ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

(εκδόσεις Υάκινθος Αθήνα 1987):

Γι’ αυτή την πρώτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη η Ανθούλα Δανιήλ σημειώνει: 

«… Εκείνο που γίνεται αντιληπτό με την πρώτη κιόλας ανάγνωση είναι η μουσικότητα του στίχου και η ρευστότητα του λόγου. Οι υπαρξιακές ανησυχίες του ποιητή ντυμένες με τον αστραφτερό μανδύα ενός ερωτικού και δυναμικά αισθησιακού αισθήματος συνυφαίνουν τον καμβά που πάνω του εμπλέκονται ο άνθρωπος και ο ποιητής. Πρωταγωνιστής του στίχου αναδεικνύεται ο θάνατος μέσα στην ιεροτελεστία των εκστάσεων που κυοφορούν το στίχο και το ποίημα, που φέρνουν τη γέννηση και τη Λευτεριά:  Το ποίημα στις φλέβες    Παλεύει με το αίμα  

Νάρκισσος ο Σπόρος στην κοιλιά μου

κι ο Χρόνος   Ερωτευμένος θάνατος   Γυρεύοντας ελευθερία. 

Ο ποιητής επίτοκος σπαράσσεται από τις ωδίνες του δικού του τοκετού: 

Η λέξη χτύπαγε σαν έμβρυο μέσα μου

Ξαπλώνω ανάσκελα στο χώμα

Απλώνω τα χέρια μου και καρτερώ

Καταιγίδα το φως πλημμύρισε το σώμα μου   Λευτεριά. 

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της συλλογής είναι ότι η ουσία της ποιητικής προσπάθειας κατακάθεται στους επιλογικούς συνήθως στίχους αφήνοντας μια ιδιαίτερη γεύση στον αναγνώστη.

[Ανθούλα Δανιήλ, περιοδικό Γράμματα και Τέχνες, τεύχος 55, 1988]

 

ΕΡΩΤΙΚΟ, ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ και ΑΦΙΕΡΩΣΗ

(τρία ποιήματα από τη συλλογή του Στάθη Κουτσούνη ΣΠΟΥΔΕΣ ΓΙΑ ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ)

ΕΡΩΤΙΚΟ

 

 έμοιαζες με το κύμα

 

τα μαλλιά σου μαύρα σπειρωτά φίδια

κροταλίζανε στο φύσημα του αγέρα
εκτελεστές ορχήστρας στη συναυλία της θάλασσας

 

τα μάτια σου    λεπίδες
τα χείλη σου φωτός φουσκώματα

 

κι όταν ερχότανε το σούρουπο

κι εστέκοσουν μπροστά στον ήλιο που έφευγε
το σώμα σου   έπαιρνε γεύση απ’ το θεό
καθώς απάνω του
χίλια σκυλιά   μαζί με τρεις αγγέλους
ανάδευαν του δέρματος την ταραχή

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Ιδρώνει η σιωπή στο πέταλο της μνήμης

πικρογελάει  καρφωμένη στο κορμί

 

πυρετός με κυκλώνει από παντού
ρίγος χορεύει στο αίμα μου
κάδρα συνωθούμενα κι ο καθρέφτης νεκρός

από ψυχή    φωνή   τοπία κρυστάλλινα

 

μονάχα ένα δάκρυ φυλαγμένο στο μαντίλι
και μια σταγόνα σπέρμα να σπαρταράει στο πάτωμα

 

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

 

 για να μπορείς να βλέπεις με νηφάλιο μάτι

την τρικυμία του πρωιού
για να μπορείς ν’ ακούς με ήσυχο αυτί
τη νηνεμία του πελάγου των οχτώ μποφόρ
για να μπορείς να εξαργυρώνεις
τις τύψεις σου με μαχαίρι
για να μπορείς να διακλαδίζεις την αγάπη σου
ως την εσχάτη προδοσία

 [Στάθης Κουτσούνης, από τη συλλογή ΣΠΟΥΔΕΣ ΓΙΑ ΦΩΝΗ και ΠΟΙΗΣΗ, εκδόσεις Υάκινθος, 1987]

 

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑ ΜΕ ΚΥΝΗΓΟΥΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ ΤΟΥΣ

(…τα ποιήματα που δεν έγραψα με κυνηγούν για την αφασία τους…)

Οι παραπάνω στίχοι είναι από το ποίημα ΕΠΙΔΟΞΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ και με αυτούς  ο Στάθης Κουτσούνης, ομολογεί:

«ένας επικηρυγμένος είμαι που για να γλιτώσω γράφω ακόμα!..» (συλλογή, Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2004].

Χαρακτηριστικό της συλλογής, σύμφωνα με την κριτική του Γιάννη Μανιάτη στο Λέξημα,  είναι:

«…  η έντονη αναζήτηση του δημιουργού για τη θραύση της συμβατικότητας και την εξέλιξη του μοντέρνου. Τα είκοσι επτά ποιήματά της συνθέτουν ένα παζλ διαλόγων με προγενέστερους αλλά και σύγχρονους ποιητές. Έντονα ερωτικός σε κάποια απ’ αυτά και με τάσεις προβληματισμού σε άλλα δεν διστάζει να ενσωματώσει δημώδη ποίηση σε μοντέρνα γραφή αλλά και ν' ακολουθήσει την καβαφική οδό. Δημοσιευμένα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, τα περισσότερα έχουν κοινό τους χαρακτηριστικό την έντονη αναζήτηση του δημιουργού για τη θραύση της συμβατικότητας και την εξέλιξη του μοντέρνου.

     «Δεν είναι ο κίνδυνος που με χωνεύει μέσα σου αλλά της ομορφιάς σου ο τρόμος»· 

γράφει στο ποίημά του ΚΡΕΣΕΝΤΟ, απ' όπου και πήρε τον τίτλο της η συλλογή, και ο φαινομενικά απλός και προσωπικός λόγος μεταμορφώνεται με μιας σε συλλογικό… Έχοντας αποβάλει τα δεσμά της προκατάληψης και με ώριμο λόγο, που είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά της συλλογής, καταθέτει ενώπιον του αναγνώστη τη δική του ποιητική πρόταση ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, τις δικές του ποιητικές προτάσεις. 

  Όπως πριν από κάθε γέννα στο διάστημα κυοφορίας, έτσι και στον χώρο της ποίησης, ζήσαμε στιγμές πόνου, μνήμης αλλά και προσμονής περιμένοντας να γνωρίσουμε τη χαρά μιας νέας άφιξης, λόγου εν προκειμένω

[Γιάννης Μανιάτης, ηλεκτρονικό περιοδιό ΛΕΞΗΜΑ]

 

ΤΟΚΕΤΟΣ

Συνήθως ωριμάζω στο συρτάρι                                                   

όπως το έμβρυο στην κοιλιά

 

προτού διψάσω για οξυγόνο

ανασαίνω τα νερά                                                                 

του αμνιακού μου σάκου

 

τρέφομαι με τις σάρκες μου

καταβροχθίζω τις ασχήμιες              

τα περιττά κιλά

ώσπου η όρασή μου                                                                         

να ευφρανθεί στον καθρέφτη                                                      

της αυταρέσκειάς μου            

                                          

μεστώνω στο σκοτάδι                                                                     

έτοιμος να γεννηθώ

στο φως των ματιών σου

 [Στάθης Κουτσούνης, από τη συλλογή, Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2004]

 

Η ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ για την ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ:

«Στην ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ η λέξη που μας συνδέει με τους τίτλους των προηγουμένων συλλογών του ποιητή, είναι η τρομοκρατία. Ωστόσο, υπάρχει η λέξη ομορφιά. Όπου ομορφιά μπορεί να είναι οτιδήποτε τείνουμε, χωρίς να μπορούμε να το φτάσουμε και νιώθουμε ανήμποροι, ανάπηροι και ακρωτηριασμένοι από την ανημπόρια μας. Όπου ομορφιά μπορεί να είναι μια όμορφη γυναίκα αλλά και η ποίηση. Αυτή η ομορφιά είναι τρομερή, τρομακτική.

Οι τόνοι χαμηλώνουν. Οι εικόνες φρίκης γίνονται λιγότερο έντονες… Τώρα, χωρίς να αλλάζει ριζικά το σκηνικό, τα ποιητικά εργαλεία και τα σύμβολα, έχουμε ένα άλλο κλίμα, πιο ήπιο. Που βγάζει όμως σε νέους δρόμους.

Το ποιητικό υποκείμενο είναι ο άντρας που προσπαθεί να κερδίσει την αγαπημένη. Αυτή, άλλοτε του υποτάσσεται, άλλοτε καραδοκεί, μυστηριώδης και σκοτεινή, και τον υποτάσσει σε έρωτα βασανιστικό. Η απώτερη αγαπημένη, που διεκδικεί με πάθος: η ίδια η ποίηση.

Έχοντας την άνεση των φιλολογικών σπουδών του, ο Κουτσούνης ανταμώνει στην ποίησή του την αρχαιογνωσία με το δημοτικό τραγούδι. Έτσι έχουμε τις ποιητικές αναφορές του στην «Ελένη», στην «Αλήθεια για την Πηνελόπη», στην «Καλλιόπη». Η Ελένη, σε μια διαφορετική εκδοχή από όσες ξέρουμε: με αμείωτη την ερωτική της μανία μέσα στον χρόνο, θρηνεί για όσες Τροίες δεν κούρσεψε ο πόθος των αντρών γι’ αυτήν. Μαινάδα και η Πηνελόπη, με στερεμένο τον πόθο για τον άντρα που επέστρεψε αργά, γεύεται τα κορμιά των ήδη νεκρών μνηστήρων και φεύγει, για πάντα, προς άγνωστη κατεύθυνση. Στο ποίημα «Η Καλλιόπη» η μούσα μιλά με τον λόγο του δημοτικού τραγουδιού, του παραμυθιού, τον λόγο που ντύνονται οι κατάρες και τα μάγια. Η μούσα απαιτεί από τον άντρα που τη θέλει για ερωμένη του να περάσει τα μύρια βάσανα. Του βάζει δοκιμασίες φριχτές, για να δεχτεί να γίνει ερωμένη του. Ο άντρας είναι ο ποιητής. Έχουμε ένα πολύ καλό ποίημα ποιητικής. Την έμπνευση δεν την αξιώνεται ανώδυνα ο ποιητής. Και ποτέ δεν είναι δεδομένη.

«Και τότε πάλι βλέπουμε», τελειώνει το ποίημα

[Κούλα Αδαλόγλου, περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, τεύχος 69]

 

ΕΛΕΝΗ

καθόταν μόνη στον κοιτώνα                                           

η ακόλαστη σάρκα της συντηρούσε τη μνήμη

και στο μυαλό της έρχονταν

σκηνές από τον πόλεμο

παλικάρια που πέσανε για χάρη της στη μάχη

ήρωες που λιώνανε για ένα άγγιγμα

για μια ματιά της

 

της άρεσε κι ο Πάρις κι ο Μενέλαος

και τόσοι άλλοι Τρώες και Έλληνες

 

τώρα καθώς κοιτάζεται γυμνή στον καθρέφτη                                            

ξελιγωμένη απ’ τη λαγνεία                                                    

που βράζει αμείωτη στο κορμί της                                      

βλέπει τις ρυτίδες της σαν τύψεις                            

για τους εραστές που πόθησε                                                        

μα δεν την κλέψανε

 

και ξεσπάει σε λυγμούς                                                        

όταν φαντάζεται πόσες ακόμη Τροίες          

θα μπορούσε η αχαλίνωτη

μανία της να κουρσέψει

[Στάθης Κουτσούνης, από τη συλλογή, Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2004]

 

Η ΚΑΛΛΙΟΠΗ

Για να γίνω ερωμένη σου
πρέπει μερόνυχτα σαράντα   δίχως ανασασμό
την πέτρα να οργώνεις
και να σπέρνεις λέξεις
κι ύστερα να περιμένεις άλλο τόσο
να δεις αν έδεσε καμιά
όποιες καρπίσουνε με φως
του φεγγαριού θα τις τρυγάς
χωρίς ανθρώπου μάτι να κοιτάζει
κι έπειτα θα τις πηγαίνεις
σε βάθη άδυτα υδάτων
ογδόντα μέρες για να μαλακώσουν
μετά θα τις μαζεύεις
όσες δεν έχαψαν τα ψάρια
και θα τις λιάζεις σε κορυφές
που ούτε πετούμενα άγρια
δεν δύνανται να φτάσουν
ώστε να στραγγίξουν   τα περιττά υγρά
κι αν στο τέλος δεν αρκούν
θα ξαναρχίζεις από την αρχή

 

πηδάει ένα βράδυ στο γραφείο μου   απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
και με φαρμακερή ματιά
γιατί μου λέει
γυρνάς εδώ κι εκεί και κοκορεύεσαι
πως είμαι τάχα ερωμένη σου

 

για να γίνω εγώ ερωμένη σου
πρέπει σαν δούλος να με υπηρετείς
δίχως φαΐ δίχως νερό
να γδέρνεις όλη νύχτα το πετσί σου
και κάθε αυγή να το κρεμάς στον ήλιο
να σφυροκοπάς τα σπλάχνα σου
ξίδι κι αλάτι να τους βάζεις
κι ωστόσο αυτό δεν φτάνει
πρέπει να ’χεις και δύναμη
να με κομματιάζεις   όταν ασχημίζω
και να με καις
αδιάκοπα χωνεύοντας   τις στάχτες που απόμειναν
εγκυμονώντας με ξανά
χωρίς κανένα βογκητό   χωρίς καμιάν ελπίδα

και τότε πάλι βλέπουμε

[Στάθης Κουτσούνης, από τη συλλογή, Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2004]

 

Τα ποιήματα που ονομάζουμε ποιητικής είναι 13 σε σύνολο 27 ποιημάτων της συλλογής. Σημαντικό ποσοστό. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι πολλά από τα ποιήματα ποιητικής είναι και ερωτικά. Στο «Απόσταγμα» μάλιστα, η τρομερή ομορφιά συνδέεται με την ποιητική έμπνευση. Μια μετάγγιση στίχων στα δύο πρόσωπα που μπλέκονται ερωτικά

και τ’ αγκίστρι σου χταπόδι  

σφίγγοντας στα πλοκάμια σου    

το βλέμμα μου    καθώς άδειαζε από φως

για να πληρωθεί

την τρομερή ομορφιά    των ποιημάτων σου.

Στα ερωτικά ποιήματα, γενικά, κυριαρχούν η ερωτική πρόκληση και το γυναικείο σώμα. Δηλωτικά τα σύμβολα: η πηγή, η τροφή, η γεύση, οι χυμοί, αλλά και το δόκανο, η λεπίδα, το αιχμηρό φονικό στήθος. Οι συνειρμοί του γκολ και της λευκής ισοπαλίας είναι πιο εύκολοι θα έλεγα, και πιο τρέχοντες. Ο έρωτας είναι πάλεμα. Και, όπως σημειώθηκε και πιο πάνω, το ποιητικό υποκείμενο - άντρας τρυγά την ηδονή, αλλά ο τρόμος παραμονεύει. Αυτή η πράξη δεν είναι ανώδυνη και αναίμακτη. Τα ρήγματα, τα τραύματα και οι πληγές είναι του άντρα. Ανθρωποφάγο το σμίξιμο. Υπάρχει ομορφιά, καταλυτική, τρομακτική. Ο τρόμος είναι της ομορφιάς:

–με βρήκε το πρωί κομματιασμένο

ανάμεσα στις τρομερές  σκλήθρες της ομορφιάς σου («επίλογος»).

–δεν είναι ο κίνδυνος που με χωνεύει μέσα σου αλλά της ομορφιάς σου ο τρόμος («κρεσέντο»)…

[Κούλα Αδαλόγλου, περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, τεύχος 69]

 

Ο Στάθης Κουτσούνης φωτογραφίζει

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ,

στην έκτη ποιητική συλλογή του (Μεταίχμιο 2014):

«Πάντα τα μεν του σώματος ποταμός», γράφει ο Μάρκος Αυρήλιος (Εις Εαυτόν, ΙΙ 17), φράση που επιλέγεται, αντί προμετωπίδας, για την έκτη ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, Στιγμιότυπα του σώματος, δίνοντας στον αναγνώστη εξαρχής μιαν αίσθηση για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ποιημάτων της.

Ο έρωτας, η φύση, οι επιθυμίες και οι ενοχές, η ακμή και η φθορά μέσα από την αέναη εναλλαγή των εποχών και τις μεταμορφώσεις του σώματος. Το σώμα σαν ένα ποτάμι που ρέει διαρκώς, που χύνεται ορμητικό στον ωκεανό της ματαιότητας, για να το ρουφήξει γρήγορα το υπόγειο πηγάδι της ανυπαρξίας… 

Σ’ ένα αγώνα με βέβαιο νικητή· ποιον όμως; 

Από την πρώτη κιόλας ποιητική σελίδα, σαν προοίμιο και σαν σύνοψη, χάρισμα στον καλό αναγνώστη, παραδίδει ο ποιητής, σύμφωνα με μια κριτική της Κυριακής Λυμπέρη,  το πασπαρτού για την ερμηνεία του (ή τη μεταφυσική του):

αγωνία για την ποίηση, αγωνία για τον έρωτα του κορμιού, αγωνία για τον χρόνο - δρόμο που τα καταπίνει όλα.

Ναι. Η σελίδα αγωνιά για την πένα, ήτοι για τη γραφή, σαν γυναίκα ερεθισμένη για τη στύση του εραστή της. 

Το ποίημα τρέμει να μη μείνει αγέννητο και μήπως δεν συναντήσει αναγνώστες, διότι η ποιητική διαδικασία πολύτιμη για την κοινοποίηση των εσωτερικών συναισθηματικών διεργασιών και σκέψεων.

Διότι κανείς είναι δυνατόν - και σύμφωνα πάντα με το Στάθη Κουτσούνη - στο ποίημα να κλείσει τη μοναξιά του, για να συναντηθεί απερίσπαστος με το διπλανό σώμα…

«Η γέννηση και ο θάνατος ανθρώπων, εποχών και στιγμών παρελαύνουν καθ’ όλη την ποιητική συλλογή σχηματίζοντας μια κυκλικότητα, στη διάμετρο της οποίας φλερτάρουν διαφορετικές εκφάνσεις του έρωτα, αποδίδοντας με χαρακτική συμμετρία την ποιητική του σώματος. Τα κορμιά των ηρώων μυρίζουν αναβλύζουσες και καθάριες οσμές, ενώ η σωματογραφία τους άλλοτε ντύνεται τ’ ασπρόρουχα, κάποτε τις μαύρες δαντέλες…» (Δώρα Τσιλιπάνου)

Στην αρχή κάποια αντιπροσωπευτικά δείγματα από την ενότητα με τίτλο ΣΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ και στο τέλος αποσπάσματα από κριτικές για την παραπάνω συλλογή:

 

ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ 

(όπου η ομιλούσα φωνή ενδύεται το σώμα της παιδικής αθωότητας και εκτελεί εντολή του καθηγητή της ανθρωπολογίας. Όμως, καθώς αντικρίζει στο υπόγειο τα εποπτικά όργανα, συγκλονίζεται και άπραγος επιστρέφει στην τάξη: (…)

φοβάμαι,    επιστρέφω στην τάξη

σκελετός ο δάσκαλος    αγγίζει με τον χάρακα τα οστά μου

φοβάμαι

τα παιδιά ξεκαρδίζονται    λένε αστεία είμαι άσαρκος κοκαλωμένος δίπλα στην έδρα

φοβάμαι οι συμμαθητές μου ακόμη γελάνε

 

αδυνατώντας οι νήπιοι να διακρίνουν

 στο κάτοπτρο του χρόνου το είδωλό τους

 

ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΣΟΥ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ ΖΥΜΗ: 

φτιάχνω τρύπες και χάνομαι μέσα τους 

Σε κάθε τρύπα

καρτέρι μού στήνουν οι μέλισσες (…)

Τα δάχτυλά μου αλκοολικά

μονορούφι το σώμα σου πίνουν 

Χώνομαι ολόκληρος στο σώμα σου

όπως το χέλι μες στη λάσπη

 

ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ  

Από τώρα καλλωπίζομαι

γιατί το  ξέρω   αιφνίδια θα έρθεις

λούζομαι και ξυρίζομαι καθημερινά

αρωματίζομαι φοράω ρούχα καθαρά

κάνω ακόμα και γυμναστική

και πασχίζω ανά πάσα στιγμή

να ’μαι έτοιμος

να καθρεφτίσω τον τρόμο μου

στη στίλβη της άδηλης όψης σου

 

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Αγωνιά η σελίδα για την πένα 
σαν γυναίκα ερεθισμένη 
για τη στύση του εραστή της

το ποίημα τρέμει
μήπως δεν συναντήσει αναγνώστες
και μείνει αγέννητο

όπως πουλί μαδημένο το φτέρωμά του 
λαχταρά το κορμί ο έρωτας

κι ο δρόμος επιστρέφει λαίμαργος 
ένα χείλος μακρύ καταπίνοντας ζώα 
μηχανές και ποιήματα

[Στάθης Κουτσούνης, Στιγμιότυπα του σώματος, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2014]

 





ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ αλλά και το ΚΟΡΜΙ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ

(αποσπάσματα από την κριτική της Κυριακής Λυμπέρη στο Φρέαρ): 

Το κορμί ζύμη στα χέρια του εραστή, το δέρμα μαγνήτης της αφής που σπαρταράει διαρκώς στα δάχτυλα, το κορμί που χώνεται στο άλλο σώμα, όπως το χέλι μες στη λάσπητο σφαγείο του ντεκολτέ, το αιδοίο που καπνίζει καψούλι που έσκασε στο χέρι, τα σκέλια που ανάμεσά τους ανάσαινε ένα ξανθό σκοτάδι, ένας αισθησιασμός διαρκής που χρωματίζει τις σελίδες. Δεν μπορεί να είναι αλλιώς για κάποιον που, όταν τον πήρε μικρό η μαμή μαζί της και τον ξέχασε σε μιας κάμαρας την άκρη -όπως στ’ αλήθεια ή κατ’ οικονομίαν της μυθοπλασίας του μας αφηγείται ο ποιητής - είδε τη μαύρη τρύπα / αρχή και τέλος. Μήπως έχομε – αναρωτιέμαι - μπροστά μας εδώ κάποιο ποιητικό αντίστοιχο του γνωστού πίνακα του Γκυστάβ Κουρμπέ «Η προέλευση του κόσμου» με την άκρως νατουραλιστική απεικόνιση ενός γυναικείου αιδοίου, που αναδεικνύει άμεσα το όργανο της γέννησης, αλλά ταυτοχρόνως το κατ’ εξοχήν όργανο και της ηδονής; Εστία ωδίνων την ώρα του τοκετού, αλλά και – άλλοτε - πηγή της απόλαυσης. Θα διακινδύνευα όμως και μια άλλη ερμηνεία. (Άλλωστε με συνδράμει στον πρόλογό του για το πορτραίτο του Dorian Gray ο Όσκαρ Ουάιλντ, σημειώνοντας ότι: «εκείνοι που διαβάζουν το σύμβολο το κάνουν με δική τους ευθύνη».) Μήπως δηλ. η κραυγή που αντικρίζει ο ποιητής απ’ της γυναίκας την κοιλιά (με την επί τόπου παρουσία της μαμής – έμπνευσης), δεν είναι παρά η επαφή με το ερωτικό αλλά και οδυνόμενο γεννοβόλο σώμα της ποιήσεως. Ακόμα και στο ποίημα «Το πρώτο δώρο» θα έλεγα ότι η γατούλα που χαρίζεται στο νεογέννητο, σαν με υποχρέωση ισόβιου δεσμού, δεν είναι κάτι άλλο από το ποιητικό χάρισμα, με τον κάποτε θωπευτικό και κάποτε αιχμηρό του χαρακτήρα. Αλλά, παράλληλα με το ερωτικό σώμα υπάρχει και το χώμα που ρουφάει τους χυμούς, το σώμα ολοκαύτωμα, το τρύπιο σώμα μες στης φθοράς την αγκαλιά, το σώμα που υποφέρει κι αναλίσκεται, ώσπου η παρουσία του να είναι απλώς ένας ήσκιος. Διότι, ό,τι κι αν προσθέσει κανείς, στο τέλος βαρύς βουλιάζει στη λάσπη του αθροίσματος. Επειδή - σαν προφανείς αλληγορίες - τα δέντρα ξεσαλώνουν μόνα τους στο δάσος/ μέχρι να φτάσει ο ξυλοκόπος , στη θέα ενός - για εκπαιδευτικές ανάγκες - σκελετού κάποιοι διακρίνουν στο κάτοπτρο του χρόνου το είδωλό τους, τα σφάγια νοιώθουν την παγερή τη λάμα του χασάπη, η ματαιότητα, ακόμα και σαν ψηλοτάκουνη γόβα, καραδοκεί και τελικά θα σπάσει εξάπαντος το γυαλί

Έτσι είναι. Πρέπει κανείς να είναι έτοιμος να προσαρμοστεί ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα, διότι με λόγια πιο σταράτα και κατά την αρχαία ρήση: «θανέειν πέπρωται άπασι». Αυτό φαίνεται να έχει κατά νουν ο Κουτσούνης και σαν αντίδοτο προβάλλει την άκρατη ερωτική επιθυμία, τον παλμό της σάρκας που προσπαθεί να αλιεύσει όση αιωνιότητα μπορεί, πριν να είναι πια πολύ αργά…

 [αποσπάσματα από την κριτική της Κυριακής Αν. Λυμπέρη - Πρώτη δημοσίευση στο ΦΡΕΑΡ ]

 

ΠΟΤΑΜΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΙ ΕΝΑΣ ΑΟΡΑΤΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΤΡΑΒΑΕΙ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΤΗΣ ΡΟΗΣ

(το ποίημα «Η ΦΟΥΓΚΑ», ένα σπονδυλωτό, με διαδοχικά μέρη ποίημα στη συλλογή του Στάθη Κουτσούνη ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΤΟΥ  ΣΩΜΑΤΟΣ – με αποσπάσματα από την κριτική του Αλέξη Ζήρα):    

 Το ποίημα, που υποτίθεται ότι ακολουθεί την τυπική διαδοχή των μελών της σχετικής μουσικής σύνθεσης (πρελούδιο, επεισόδια και τέλος), ανοίγει με τις εξής εικόνες, οι οποίες θα έλεγα πως ακινητοποιούν το βλέμμα του αναγνώστη πάνω στην κορυφαία για τον ποιητή διαπίστωση:

ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ:

«Ποτάμι το σώμα   κι ένας αόρατος φωτογράφος

τραβάει στιγμιότυπα της ροής»  

Ανεξάρτητα από το ότι η διαπίστωση αυτή αποτελεί απάντηση στον υποθετικό διάλογο με τη φράση του Μάρκου Αυρηλίου, «Πάντα τα μεν του σώματος ποταμός», φράση που ο Κουτσούνης της έδωσε την περίοπτη θέση ενός αξιωματικού αποσπάσματος ή μιας προοιμιακής ειδοποίησης στην είσοδο της συλλογής του, θα έλεγα πως συγκεντρώνει (όπως θα δούμε και αμέσως έπειτα) τουλάχιστον δυο από τα ειδοποιά στοιχεία του στίγματός του: τη ζεύξη των εννοιών χρόνος και φθορά και το θέμα του διαρκώς μεταβαλλόμενου που αποτελεί μια από τις πάγιες, ηθικές βεβαιότητες του ποιητή.

ΤΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ (η αρχή)

Καθηλωμένος σε πυθμένα πηγαδιού

κι η στάθμη του νερού ανεβαίνει

ανεβαίνει ολοένα

 

(ο αγώνας)

Βαρήκοος δρομέας   που χάνει τη μάχη στην εκκίνηση

 

(το τέλος)

Σαν ένα φιλμ   που πήρε απροσδόκητα φως

 

Στα ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ του ΣΩΜΑΤΟΣ, θα έλεγα ότι υπάρχουν αρκετά ποιήματα - παγίδες που μας ξεγελούν, καθώς μας κάνουν να πιστεύουμε ότι γράφτηκαν απλώς για να περιγράψουν τα καθέκαστα του ιδιωτικού βίου του. Ποιήματα τέτοια κατεξοχήν είναι τα ερωτικά ή πάντως τα σχετικά με το κορμί, καθώς νομίζω ότι εστιάζοντας στο σώμα ο Κουτσούνης συχνότατα, αν όχι πάντα, μελετά άλλα πράγματα, όπως την αίσθηση του χρόνου, της φθοράς, του θανάτου. Στο ποίημα που ακολουθεί, τη «Γυάλα» (σ. 29), ένα ποίημα οντολογικού, κατεξοχήν στωϊκού στοχασμού, η φαντασία του προχωρά σε μια από τις πολλές της μεταθέσεις ή μεταμορφώσεις, αλληγορώντας όμως με προφανή στόχο να σχολιάσει την κατάσταση του σύγχρονου πολλαπλά εγκλωβισμένου ανθρώπου. Η ύπαρξη έχει περάσει εδώ στο σώμα ενός ψαριού της γυάλας που ο άλλος, έξω κόσμος που το περιβάλλει, μαζί με τη «φυλακή» του, είναι ο κόσμος του θανάτου του. Κολυμπά λοιπόν γιατί μόνο αυτό μπορεί να κάνει, αλλά γνωρίζει, ως ζωομορφική περσόνα του ποιητή, ότι το τέλος του, το σπάσιμο του γυαλιού, η ασφυξία και ο θάνατος, είναι προγραμμένα:

Η ΓΥΑΛΑ (στον Χριστόφορο Λιοντάκη)

κοιτάζω ολόγυρα   ψάρι μες από τη γυάλα

 

ο κόσμος έξω ακατανόητος

ένα γυαλί το σύνορο

και πως να ημερέψει το εύθραυστο

όταν από παντού καραδοκούν   χέρια και πέτρες

 

μα εγώ ξεγελιέμαι   στου νερού τη σιγουριά

συνυπάρχοντας με τον άλλο κόσμο

κι ας ξυπνάει εντός μου

τον τρόμο του αέρα

έτσι που μ' αγκαλιάζει απατηλά

 

απατηλά και σφιχτά

ολοένα και πιο σφιχτά

που θα σπάσει εξάπαντος το γυαλί

 

Μια αξιοπρόσεκτη μελέτη θανάτου. Και τη λέω αξιοπρόσεκτη για δυο λόγους. Τον ένα ευανάγνωστα εύλογο: διότι σ' αυτό το βιβλίο ορισμένα από τα ποιήματα του Κουτσούνη, έτσι κι αλλιώς αναφέρονται απευθείας στον θάνατο. «Το σφύριγμα της βάρκας μες στη νύχτα στα τρία» και «Τα κέρματα» (σ. 38-39) αποτελούν έναν ζυγισμένα δραματικό, αλλά και με αναπαραστατική δεινότητα δίπτυχο διάλογο - ιδίως μάλιστα «Τα κέρματα» που είναι μια μορφή αρχαιογνωστικής νέκυιας, καθώς σ' αυτήν η περσόνα του ποιητή βλέπει τον νεκρό πατέρα να έχει ανυψωθεί αλλά να μη φεύγει, να ψάχνει τις τσέπες του όλος επιμονή, να διαπιστώνει απελπισμένος ότι του σώθηκαν τα κέρματα, οι οβολοί για το πέρασμα της Αχερουσίας προς τον Άδη, και να ρωτάει τον γιο του αν έχει να του δώσει:

«σώπασε κι εξακολούθησε ατάραχος

να ψαχουλεύει επίμονα τις τσέπες του

ώσπου θολωμένος   με άδραξε απ' το μπράτσο

γιε μου μού σώθηκαν όλα

μήπως σου βρίσκονται κέρματα για τα διόδια».

Ο άλλος λόγος, λιγότερο ευανάγνωστος, βρίσκεται στο ότι η ποίηση του Κουτσούνη, σ' αυτά τα διπλής όψεως ποιήματα, αισθησιακά και του θανάτου, δημιουργεί εκείνες τις απαραίτητες αποστάσεις στωϊκού στοχασμού, ώστε να μην αρκεστεί ο αναγνώστης στη συναισθηματική και μόνο επιφάνεια που δηλώνει το ποίημα, αλλά να προχωρήσει στα πιο κάτω του, στα υπόρρητα, στα έγκατά του. Κατ' αυτή την έννοια, στις στιγμές πάθους ή στις στιγμές τρυφερότητας, οι συνειρμοί της φαντασίας κάνουν τον ποιητή να παρομοιάζει το αγαπημένο ή το ερωτικό σώμα με λάσπη / χώμα, όπου κάποια στιγμή επιστρέφει η ύπαρξη.

Στη «Σωματογραφία 1» (σ. 15) διαβάζουμε:

«χώνομαι ολόκληρος στο σώμα σου όπως το χέλι στη λάσπη», ενώ στον «Κύκλο» (σ.41), ακόμα με μεγαλύτερη ενάργεια, η περσόνα του ποιητή αρχίζει και νιώθει τη νοσταλγία της επιστροφής στην ανυπαρξία με τον πιο ευφάνταστο, ίσως και καθ' υπερβολήν τρόπο. Άλλοτε, η μικρή του κόρη έβαζε στην κοιλιά της τις κούκλες της, προσποιούμενη ότι είναι έγκυος. Τώρα που δεν παίζει πια με κούκλες,

«η κόρη μου μεγάλωσε   κι εγώ ομολογώ

στο απαλό το χώμα της κοιλιάς της   λαχταρώ να χωθώ»...

Ασφαλώς λέω κάτι το απολύτως αυτονόητο, επισημαίνοντας ότι τη σύγχρονη ποίηση δεν γίνεται να τη διαβάζουμε μονότροπα. Ειδικότερα την ποίηση του Στάθη Κουτσούνη, ακόμα κι αυτήν που μας παρασύρει να την προσεγγίσουμε μονοσήμαντα, προσφέροντάς μας δήθεν τα κλειδιά της, νομίζω ότι πρέπει να την δούμε καλειδοσκοπικά, έτσι όπως σχηματίζεται και ανασχηματίζεται, με υδραργυρική αστάθεια. Στις καλύτερες στιγμές της, στα ποιήματα «Το πρώτο δώρο», «Η γυάλα», «Ο συνοδός», «Εν αναμονή», «Ο κώδικας» όπως και στο δίπτυχο για τον πατέρα, είναι ποίηση εν παραβολαίς, σκηνοθετεί με άλλα λόγια ένα συμβάν, ένα στιγμιότυπο, μια εικόνα, μιλώντας ουσιαστικά για κάτι άλλο πέραν του προφανούς. Στο ποίημα «Κώδωνας» (σ. 33) λ.χ., η περσόνα του ποιητή συσπειρώνεται στον εαυτό της, περιμένοντας να έρθει κάποιος ή κάτι. Ποιό είναι αυτό ή τι είναι αυτό; Ένα ερωτικό πρόσωπο που περιμένει με δέος και λαχτάρα; Ένα οικείο πρόσωπο; Κι αν είναι έτσι γιατί ο ποιητής λέει πως «περιμένει ανίδεος»; Μήπως είναι το προμήνυμα μιας επίσκεψης που η σημασία της είναι οριακή για τον άνθρωπο; Παραθέτω, κλείνοντας, ένα μεγαλύτερο τώρα απόσπασμα από το ποίημα «Εν αναμονή», μήπως και γίνει λιγότερο αινιγματικός ο χαρακτήρας του:

«Από τώρα καλλωπίζομαι  γιατί το ξέρω

αιφνίδια θα έρθεις/ [...]

Και πασχίζω ανά πάσα στιγμή να 'μαι έτοιμος

να καθρεφτίσω τον τρόμο μου

στη στίλβη της άδηλης όψης σου».

[Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας – το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ]

 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΡΕΜΕΙ ΜΗΠΩΣ ΔΕΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

(αποσπάσματα από την κριτική της Δώρας Τσιλιπάνου):

Ο ποιητής, μέσα από τις υπαρξιακές αναζητήσεις του, γράφει για τον έρωτα ιδωμένο από τις τέσσερις εποχές, τη νεότητα και το γήρας, την ακμή και την παρακμή του. Αθέατα, σχεδόν ανεπαίσθητα, ο αναγνώστης μεταφέρεται στα εκάστοτε περάσματα από το σκοτάδι στο φως, αναπολώντας, μελαγχολικά, παρελθούσες εποχές σε μια στοχαστική ενατένιση των αντανακλάσεων του χρόνου: «...κοιτάζεται θλιμμένη στον καθρέφτη/ και δοκιμάζει άπληστα/ ψηλοτάκουνη γόβα τη ματαιότητα» («Ψηλοτάκουνη γόβα»)…

Τα Στιγμιότυπα του σώματος συνιστούν ένα πεδίο αυτοψίας, αποσπώντας αβίαστα το «ναι» της ερμηνευτικής του αναγνωστικού κοινού, με μοτίβα εγκιβωτισμένα στο σώμα, που, όμως, δεν φυλακίζονται: «σαν ένα φιλμ/ που πήρε απροσδόκητα φως» («Η φούγκα – Το τέλος»). Αυτοεξόριστος στη διαρκώς αναβλύζουσα πηγή του σώματος, ο ποιητής γίνεται βιωματικός συλλέκτης στιγμών, που με το γλωσσικό του τάλαντο μετουσιώνει τη μούσα του έρωτα σε σμιλεμένη γραφή, συνθέτοντας την εν λόγω συλλογή ως μια πραγματική μαρτυρία


Στάθης Κουτσούνης γεννήθηκε στη Νέα Φιγαλία Ολυμπίας το 1959. Σπούδασε νομικά, φιλολογία και κλασική μουσική. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Σπουδές για Φωνή και Ποίηση, 1987, Τρύγος αιμάτων, 1991, Παραλλαγές του μαύρου, 1998, Η τρομοκρατία της ομορφιάς, 2004, Έντομα στην εντατική, 2008 Παράλληλα, δημοσιεύει κριτικά δοκίμια, μελέτες, άρθρα και βιβλιοκρισίες σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γερμανικά και τα Περσικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Η ποιητική γραφή του Στάθη Κουτσούνη ξεχωρίζει για την αδρότητα και τη δύναμή της, εστιαζόμενη με ανατομική προσήλωση στο ανθρώπινο σώμα καθώς και σε συναισθήματα που περιγράφονται αποκαθαρμένα και απογυμνωμένα. Ορισμένα από τα μόνιμα στοιχεία της ποιητικής του, όπως το αίμα και τα σπλάχνα, δείχνουν τη βαθύτερη σχέση των συμβόλων του με την αρχαία δραματουργική παράδοση [Αλέξης Ζήρας, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πρόσωπα –Έργα – Ρεύματα – Όροι, Εκδόσεις Πατάκη 2007]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου