Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΠΕΡΠΑΤΗΣΑΝ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΞΥΠΟΛΥΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΣΤΕΚΕΙ ΠΑΝΤΑ ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΣΕ ΠΕΙΣΜΑ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΣΟΥ


«Μπαίνει σκοτάδι στα άδεια σπίτια
Στα κεφαλαία γράμματα των οδών /μέσα στα ψέματα / στις λέξεις των ανθρώπων
στα κενά σώματα/ που ντύνονται σιωπή
Κι εσύ /δεν έρχεσαι ποτέ / να με γεννήσεις»
ΝΥΧΤΑ ΝΩΡΙΣ, είναι το 2ο ποίημα στη συλλογή της Μαρίας Χρονιάρη ΑΓΕΝΝΗΤΗ ΓΗ, εκδόσεις Σοκόλη 2017. Έχει προηγηθεί το ποίημα ΜΙΑ ΠΝΟΗ ΣΙΩΠΗΣ,  προειδοποίηση πρώτη για το κύριο θέμα της συλλογής:
 «Ο πιο μεγάλος πόνος / είναι εκείνος που κάνει τα
 εκκωφαντικά / αθόρυβα»
«Πόνος», «Σκοτάδι», «Νύχτα», «Σιωπή», αναμμένοι προβολείς στην πόρτα της συλλογής.
Αντικλείδια τα τρία μότο που έχει επιλέξει η ποιήτρια για να υποστηρίξει την προεξαγγελτική δήλωση αφιέρωσης (τίτλος σ’ αυτή την ανάρτηση)
Νύχτα, σκοτάδι, σιωπή, αλλά «μακριά, μέσα σε σκιές, υπάρχει μια παρθένα οδός, που περιμένει το ίχνος μου», είναι το πρώτο απόφθεγμα από τον Πεισίστρατο του Γιώργου Χειμωνά.
Γι’ αυτό το ίχνος προσπαθεί να μας προϊδεάσει η Μαρία παραθέτοντας ένα εκτενές απόσπασμα από τα Ανοιχτά Χαρτιά του Λ. Αραγκόν (ολόκληρο το απόσπασμα κατακλείδα σ’ αυτή την ανάρτηση). Είναι σαν να θέλει να επαναλάβει μαζί με τον Καβάφη (3ο μότο) το δικό της Όχι το σωστό που θα την «καταβάλλει εις όλην τη ζωή»:
«Ό,τι έχω μάθει μου κόστισε ακριβά, ό,τι ξέρω το έχω αποκτήσει με δικές μου δαπάνες. Δεν έχω ούτε και μιαν έστω βεβαιότητα που να μην τη σχημάτισα μέσω της αμφιβολίας, του άγχους, του ιδρώτα, της οδυνηρής εμπειρίας…» (Αραγκόν)
Η συνέχεια στη…
ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΥΛΗ (τρίτο ποίημα στη συλλογή Αγέννητη Γη):
«Τα έκανα όλα ανάποδα σ’ αυτή τη μουσική
Πήγα ενάντια σε κάθε πρόβλεψη /που προφασίζονταν αλήθεια
περπατώντας αντίστροφα / πάνω στους δείκτες του ρολογιού
Κατάργησα τις οκτάβες / κι άλλαξα τα μέτρα της
για ν’ ακούγεται πάντοτε καθαρά / μόνο το δικό σου τραγούδι
Τα λόγια σου είχανε κάτι από αμαρτία
κι έτσι κάθε προσπάθεια / να εγκαταλείψεις τη γλώσσα σου
έβρισκε πάντα έναν τοίχο / να κοιτά στο κενό
Κι εγώ μη γνωρίζοντας τι άλλο μένει να κάνω
πήρα το σώμα σου στα χέρια μου /  κι έπαιξα το δικό μου ταξίμι».
ΑΓΕΝΝΗΤΗ ΓΗ: Εύστοχος και ευφυής ο τίτλος της συλλογής που στεγάζει τα πενήντα οκτώ ποιήματα, που είναι 58 πράξεις πληγής στα περιθώρια του χρόνου. Αγέννητη Γη!.. Στο προσκήνιο η «μήτρα-μάνα» γη, σχολιάζει ο Γιώργος Ρούσκας. «Γη ως ένα ξεχωριστό σύμπαν, ως ψυχισμός, ως μικρόκοσμος ή μακρόκοσμος. Ως επιθυμία αλλά και ως πραγμάτωση.  Η δυναμική του τίτλου συμπεριλαμβάνει τα αμέτρητα επίθετα που καθορίζουν την ισχυρότατη λέξη με τα 2 μόλις γράμματα: γη πλούσια, μοναδική, ορεινή, καμένη, χέρσα, εύφορη, γόνιμη, ξένη, μακρινή, θεϊκή, κλπ.»
Ας αφήσουμε, όμως, ως πιο αρμόδια, την ίδια την ποιήτρια να μας μιλήσει για την Αγέννητη Γη της στο ομότιτλο ποίημα σελ. 37:
«Μες στο δωμάτιο της ψυχής μου / χρόνια τώρα κατοικεί / μια λευκή ξύλινη κούνια
Στο ταβάνι που κοιτά / κρέμασα ήλιους κι αστέρια / κι έναν αθάνατο ουρανό / να μην φοβάται όταν θα σβήσουν τα φώτα
Της αλλάζω τον χρόνο τακτικά / για να μην μάθει ποτέ πως ο πόνος / τη φθείρει / και με τα χέρια μου /χαϊδεύω απαλά το παγωμένο / κενό της
Κι εκείνη ως αντάλλαγμα / μου υπόσχεται πάντα πως θα είναι εκεί / για να ελπίζω πως κάποτε πάνω στο στρώμα της / θα φυτρώσει το γέλιο σου»
(ακολουθούν αντιπροσωπευτικές επιλογές ποιημάτων από την Αγέννητη Γη, χωρισμένες σε τέσσερεις ενότητες και επιλεγμένα αποσπάσματα από κριτικές:
α] Γιώργου Ρούσκα: Η Λήθη μου ποτέ δεν κοιμάται και  
β] Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου: Παίζω και πλέκω εγκώμια μιας ζωής που δεν καταλαβαίνει τίποτα έξω από την τέχνη της και Η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης
Κατακλείδα στην εισαγωγή οι στίχοι από το ΑΓΟΣ (σελ. 76 - τελευταίο ποίημα στη συλλογή): «Ό,τι δεν σε περιείχε / τα μάτια μου αρνιούνταν να το δουν / Ό,τι δεν σε λαχταρούσε / τα χέρια μου αρνιόνταν να το νιώσουν / Ό,τι δεν ήταν δικό σου / πάντα αλάτι στην πληγή…»
 Κατακλείδα στην ανάρτηση:  ένα απόσπασμα από το «Μ’ ανοιχτά χαρτιά» του Λ. Αραγκόν: ««Δεν έχω και μιαν έστω βεβαιότητα που να μην τη σχημάτισα μέσω της αμφιβολίας»



Ο,ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΠΟΝΤΑΡΑ ΤΟ ΕΧΑΣΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΜΟΥ Ν’ ΑΝΤΕΞΩ ΤΙΣ ΠΛΗΓΕΣ ΣΟΥ (πρώτη ενότητα επιλογών  από την Αγέννητη Γη της Μαρίας Χρονιάρη):
Πολλές φορές
όταν τα φώτα της νύχτας χορεύουν
κρατάω την ανάσα μου
για να μην πέσουν και χτυπήσουν
κάτι θαμμένα όνειρα που χρόνια τώρα
περιμένουν για να ’ρθεις

Δεν είναι που φοβάμαι

Αλλά  δεν ξέρω
αν περισσεύει η ζωή
που φύλαγα σ’ ένα μπουκάλι
σκονισμένο από την πολυκαιρία
να μοιραστούμε τους πόνους μας

Γι’ αυτό σε παρακαλώ
μην αργείς άλλο

Ό,τι κι αν πόνταρα το έχασα
στην προσπάθειά μου

ν’ αντέξω τις πληγές σου
[ΕΧΟΝΤΑΣ ΠΑΝΤΑ ΣΙΩΠΗ σελ. 18]

ΜΕ ΚΑΘΕ ΓΡΑΜΜΑ (σελ. 19)
Θα έρθει μια μέρα
που θα πονάς
με κάθε λυπημένο μου ποίημα
Με κάθε γράμμα
που τη σελίδα θα χαράζει
Με κάθε γιατί
που θα θυμάσαι πως δεν ρώτησες

Όμως η φωνή δεν θα ακουστεί
για να απαντήσει

Έτσι πάρε μαζί σου
όλα τα σύμφωνα
όλα τα θλιμμένα φωνήεντα

Κι εκείνο το αύριο
που σκοτώσαμε
κάνε το μοίρα
για να παίζουν τα παιδιά

ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ ΛΙΜΝΗ (σελ. 21)
Ντυμένη ένα μαυσωλέιο
γεμάτο ζωντανούς νεκρούς
αναβάλλω διαρκώς το ταξίδι μου
για να περάσω απέναντι την Αχερουσία

Εκεί που πάνε οι ψυχές όταν στον κόσμο μαρτυράνε

Να διαβώ την πύλη δίχως τα κέρματα
να κλείνουν τα μάτια μου
Να γίνω μύστης σε τελετή
που ποτέ τους δεν είδαν

Με το θάρρος της Έμιλυ, της Βιρτζίνια, της Σίλβια
να γονατίσω μπροστά στις ιέρειες της λύπης μου
γεμάτη απέθαντη ζωή να τους περιγελάσω

Όμως γνωρίζω πως τίποτε απ’ όλα αυτά
δεν θα συμβεί

Είναι κι ο καθρέφτης που κάθε που περνώ
χαμηλώνει το βλέμμα του
Τίποτα δεν μ’ ακονίζει πια

είμαι η ζωή της ζωής μου

ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ (σελ. 27)
Θα ζωγραφίσω ευχές στο ταβάνι σου
και στις μικρές σου ώρες
θα φωνάξω ζωή για ν’ ακούς
Και με μια κόκκινη κλωστή
θα φτιάξω μια ονειροπαγίδα
για να μη σε βρουν ξανά
όλα τα μαύρα σου όνειρα

Κι όταν θα πέφτει η νύχτα
θα αναπνέω μέσα σου φως
για να βγάλω απ’ τη φυλακή
την πιο λευκή ψυχή σου

Κι όταν τελειώσω
από μακριά θα κοιτώ
ένα ξεχασμένο απ’ όλους θαύμα

Μα δεν θα σε πλησιάζω
γιατί δεν θα μπορώ

Βλέπεις  στα θαύματα
το μόνο που μπορείς να κάνεις
είναι να τα κοιτάς εκστατικός
για να τα σώσεις από τη μόλυνση

Είναι καινούρια πια
απαγορεύεται να τ’ αγγίξεις

Η ΛΗΘΗ ΜΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ… (απόσπασμα από ένα σχόλιο του Γιώργου Ρούσκα για την Αγέννητη ΓΗ):
 … το κίνητρο και το σπέρμα για να γεννηθεί τούτο εδώ το ποιητικό σώμα, τούτη η ποιητική γη, είναι ένας χωρισμός. Για την ακρίβεια είναι «ο Χωρισμός», το μεγάλο «Όχι» που τόλμησε να αρθρώσει, εκπλήσσοντας και τον ίδιο της τον εαυτό.
Δε ξέρω αν ο χωρισμός αυτός είναι πραγματικός ή ποιητικός, αν είναι χάριν του μύθου, πρόσφατος ή παλαιός. Δεν ξέρω αν τη σημάδεψε και πόσο. Κανείς δεν ξέρει. Ο χρόνος θα δείξει. Όλα τούτα δεν έχουν σημασία για τον αναγνώστη. Σημασία έχει η διαπραγμάτευση ενός καθοριστικού για τη ζωή ζητήματος μέσα από την Ύψιστη του Λόγου Τέχνη, το πώς δηλαδή θα κατορθώσει να εκφράσει ποιητικά τον ψυχισμό του ανθρώπου, να επικοινωνήσει, να κραυγάσει αμείλικτα κατηγορώ, να ψελλίσει αμέτρητα γιατί, να στηριχτεί πάνω σε λεπτομέρειες για να μην πέσει, να συνομιλήσει με μνήμες ενεργές. Να ελπίσει, να δώσει χώρο με τη συγ-χώρεση, να ψυχαναλύσει. Αξία έχει εν τέλει το πώς θα διατυπώσει ένα ολοκληρωμένο μήνυμα προς τον «άλλο» που κάποτε υπήρξε μέρος ενός -πραγματικού ή κατά φαντασίαν- «μαζί» αλλά και προς τον εαυτό του γράφοντος και μέσα από αυτό προς τον κάθε αναγνώστη.  Μπορεί η γη που είχε στο μυαλό της η ποιήτρια να είναι αγέννητη, ή αγέννητη ακόμα -ποιος ξέρει;- μα τούτη εδώ η ποιητική γη είναι γεννημένη. Με καισαρική μεν αλλά με το δυνατό κλάμα ενός υγιέστατου μωρού!

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ (δεύτερη ενότητα επιλογών από την Αγέννητη Γη)
Στις πλαγιές των βουνών των ανθρώπων
πήρε πάλι να βραδιάζει νωρίς
Τα μάτια τους
έχουν κάτι από πρόσφορο κάρβουνο
και το μέσα τους
όσο πάει λιγοστεύει ζωή

Μοιάζει σαν κανείς να μην μένει εκεί
Σαν ποτέ να μην μπήκε κανένας

Ό,τι κι αν πέρασαν
ό,τι κι αν είδαν
μια χλωμή άνοιξη
μια ασύμμετρη συμφωνία
κίβδηλης πραγματικότητας

Στιγμές-στιγμές
όταν ανοίγουν τις κουρτίνες στο φως
το πρόσωπο που φορούν
αρχίζει να λιώνει

Σκίζει το δέρμα τους μολυβένια πληγή

Σε κάθε τους βήμα
σε κάθε ανάσα τους
η ίδια γνώριμη παλιά ιστορία
που τους κάνει να ντρέπονται
να μιλούν για ψυχή

Μια μέρα να το θυμάσαι
όλη η κόλαση

θα γεμίσει με γη [Ένα λάθος χρόνου στιγμής σελ. 31]

ΑΤΕΛΕΥΤΗΤΟ ΟΝΕΙΡΟ (σελ. 33)
Κυλάει στις φλέβες μου μια φυλακή
και κάτι νύχτες ανελέητης αγάπης
Δεν ξέρω πια πού να βάλω τις πίκρες μου
που όλο ουρλιάζουν και ζητούν πληρωμή

Κανείς δεν μένει εδώ

Κι είναι κι αυτά τα κλειδιά κρεμασμένα στην πόρτα
που περιμένει να τρίξει να αναπνεύσει η ψυχή
Είναι πολλά που περίμενα

μα σταυρώθηκαν στη σκόνη

ΜΙΑ ΡΩΓΜΗ ΠΛΗΓΗΣ (σελ. 38)
Κάθε μέρα η ίδια φωνή ν’  αντηχεί
μέσα στα ίδια πηγάδια
Κι όλο ο κόσμος ν’αλλάζει
κι ο νέος να μη με χωρά
Κι ό,τι δημιουργείται
να βάφει με δέρμα τις ρωγμές στον τοίχο

Η ψυχή περιμένει με όλα τα μάτια της ν’ ανατέλλουν εδώ

Σαν μουσική
που δεν φοβάται να σπάσει
Σαν νύχτα που δεν ήρθε ποτέ
να φωνάζει στις λέξεις σιωπή

Στρέφω το βλέμμα ψηλά
ν’ αντικρίσω την άνοιξη
στα μάτια του  Θεού

Τώρα πια έμαθα
τώρα πια ξέρω

Για να ορίζεις το φόβο σου
πρέπει να ουρλιάζεις ζωή

ΝΥΚΤΟΓΡΑΦΙΑ (σελ. 41)
Πίκρανα τη ζωή μου
για να μάθεις να βλέπεις
σε μια χαμένη προσπάθεια
να ερμηνεύσεις το φως

Έσκαβα με τα νύχια μου
όπου υπήρχε σκοτάδι
και φυσούσα τους φάρους ν’ ανάβουν
για να ξέρεις πως δεν λείπεις στιγμή

Όταν διψούσες γινόμουν θάλασσα
κι όταν πεινούσες ήμουν για σένα ψωμί
Ξέχασα μέσα σου όλο το είναι μου
κι όταν το βρήκες είπες πως ούτε αυτό
σου φτάνει

Εσύ

Που όλες οι σκέψεις μου
κρύωναν πάντα μακριά σου

ΠΑΙΖΩ ΚΑΙ ΠΛΕΚΩ ΕΓΚΩΜΙΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ (απόσπασμα από σχόλιο του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου για την Αγέννητη Γη):
Όπως έγραψε κάποτε η Μαλβίνα Κάραλη: «Υπάρχει […] κάτι πολύ πιο επιδέξιο και ειλικρινές από το να είσαι ο εαυτός σου: το να είσαι ο ρόλος σου». Κι εξηγεί παρακάτω: «παίζω και πλέκω εγκώμια μιας ζωής που δεν καταλαβαίνει τίποτα έξω από την Τέχνη της». Η πιο ουσιαστική απόδειξη αυτού αποτελεί ο έρωτας. Ο κύριος (και καίριος) αρλεκίνος ταχυδακτυλουργός. Το νούμερό του μοιάζει αρχικά με την χώρα του Ποτέ -που σε θαμπώνει με τα χρώματα, τις μουσικές, τις εντάσεις και, φευ, την γλυκιά ψευδαίσθηση ενός «για πάντα»- μέχρι, βέβαια, να καταλήξει σε σκηνικό βομβαρδισμένης γης. Και η αιτία αυτής της κατάληξης δεν είναι άλλη από την αντίθεση των διαφόρων ρόλων που κομίζουν οι πρωταγωνιστές.
Όσο καταστροφικό, όμως, κι αν φαντάζει∙ ταυτόχρονα, αποτελεί και μιαν ασπίδα προστασίας από τα κάθε είδους ραδιενεργά στοιχεία του συνυπάρχειν και συμφύρεσαι. Είναι, ίσως, κι ένας τρόπος να χωρέσεις πιο εύκολα τις αντινομίες που φέρεις σαν άτομο και να τις εναρμονίσεις μέσα σε μιαν οπτική απάτη- έτσι που να γίνεσαι αναγνωρίσιμος ως μια –υποτιθέμενη- ενότητα ή έστω ως μιαν όχι και τόσο απροσπέλαστη δυνατότητα.
Θα ήθελα σήμερα να σας παρουσιάσω μια σχοινοβάτισσα ποιήτρια –για να μνημονεύσω λίγο και τον Genet. Η Μαρία Χρονιάρη στο τελευταίο της βιβλίο, Αγέννητη Γη, ακροβατεί επάνω στο τεντωμένο σχοινί, που ενώνει το σημείο μηδέν με τον ορίζοντα ενός αγέννητου –και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο- επερχόμενου ενδεχόμενου. Ή ίσως πάλι με το σημείο εκείνο όπου η σιωπή σπάει και ξαναγίνεται κραυγή.
Λέει ο Genet στον σχοινοβάτη: «Χόρευε ωστόσο για τον εαυτό σου και μόνο, όχι για μας. […] Και πάντοτε στον ερεβώδη τόπο. Αυτή λοιπόν η μοναξιά θα μας μαγέψει». Γράφει η ποιήτρια ως αφιέρωση στο βιβλίο της: «Στα χρόνια που περπάτησαν μέσα μου ξυπόλυτα και στην αλήθεια που στέκει πάντα ασάλευτη σε πείσμα των ματιών σου». Τι άλλο από ακριβή εκπλήρωση του ιδεώδους του Genet αποτελεί η σχοινοβασία της Μαρίας Χρονιάρη.

ΚΙ ΟΤΑΝ ΣΕ ΡΩΤΗΣΟΥΝ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΠΕΙΣ ΠΟΤΕ ΠΩΣ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ (τρίτη ενότητα επιλογών από την Αγέννητη Γη):
Νοίκιασε μόνο ένα παράλληλο ψέμα
κι άφησέ το να στέκει έρμαιο
απέναντί μου

Ούτως ή άλλως
την αλήθεια σ’ αυτή τη σφαγή

μόνο  εγώ τη γνωρίζω
(ΙΧΝΟΣ ΡΩΓΜΗΣ από τη συλλογή της Μαρίας Χρονιάρη ΑΓΕΝΝΗΤΗ ΓΗ, εκδόσεις Σοκόλη 2017 σελ.52)

ΠΕΝΤΕ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΣΙΩΠΗ (σελ. 48)
Χαράζω στο πάτωμα
την αλήθεια της σκέψης μου
Μοιάζει το δέρμα μου
με άμορφη μάζα χαδιών

Στην άκρη των βλεφάρων μου
οι ρωγμές απ’ τα χρόνια μου
στέκουν σαν ακυβέρνητη χώρα

Σε κράταγα κι όμως έλειπες
Σε μίλαγα σ’ όλες τις γλώσσες
σε ταξίδευα κόντρα σε κάθε καιρό

Τίποτα δεν άλλαξε μέσα σου

Τώρα πια το μόνο που υπάρχει
να σε θυμίζει
είναι μια συναυλία από δάκρυα
να χτυπούν στη διαπασών

Για όλες εκείνες τις νύχτες που
φυλούσες κρυμμένες καλά
στολισμένες το σάλιο σου

για το μάθημα της προσδοκίας

ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ (σελ. 55)
Ζω σε μια κατεχόμενη ψυχή
Το σώμα που με κατοικεί
πονά με κάθε μου ανάσα
Η μισή μου γη
μιλά μια γλώσσα
που δεν της ανήκω

Αριστερά όλο το χρώμα μου
βαθύ μαύρο της λύπης
Δεξιά όλο το μέλλον μου
λέει χρόνια πορεία βαριά

Κάθε μου τώρα και μια διαρκής διχοτόμηση

Στο γέρμα του ήλιου
θα φωνάξω παρών
Στο μετά του θανάτου
στην αγωνία που έρχεται

είμαι η πληγή μου

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ  ΑΝΤΙΟ (σελ. 56)
Σε γυρεύω στους σταθμούς
των ασπρόμαυρων τρένων
Μέσα στα χρόνια των ανθρώπων
που γκρεμίζουν γκρεμούς

Πάνω στα κύματα
που βαφτίζουν όλα τα πλοία
που ανεβήκαμε
και στα μπουκάλια των ευχών
που τα γεμίζαμε με άμμο

Σε ψάχνω μα δεν έρχεσαι
πουθενά
κι όλα τα αγάλματα

λιώνουν σαν τα κοιτάω

ΑΝΑΚΙΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ (σελ. 62)
Κάθε φορά που λείπεις
σκύβω μέσα μου για να σε βρω
Στο σημείο που φέγγει

αναγνωρίζω το σώμα σου

Δεν υπάρχει στιγμή
χωρίς να ξέρω που είσαι

Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ (απόσπασμα από ένα σχόλιο τπθ Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου για την Αγέννητη Γη):
Θα μπορούσαμε να πούμε πως όλη η συλλογή πραγματεύεται ό, τι δεν αποκαλύπτει ανάμεσα στα κεντίδια των στίχων της. Αθόρυβα ο πόνος, η επιβεβαίωση του αναπόφευκτου, η κατακρήμνιση ενός αγαπημένου προσωπείου, καθοδηγούν την πορεία προς την αλήθεια: την φθίνουσα επιθυμία. Διότι, όσο κι αν ο χωρισμός φαντάζει στα μάτια μας σαν θάνατος, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από την επίτευξη του απώτερου στόχου μας- το γκρέμισμα του αντικειμένου του πόθου μας από το βάθρο που του είχαμε στήσει.
Τι είναι αυτό που το κάνει τόσο επώδυνο;
Το γκρέμισμα του κόσμου που επινοήσαμε για να προσδώσει νόημα στην επιθυμία μας. Την ώρα, δηλαδή, που γκρεμίζουμε το βάθρο τσακίζουμε τον σπόρο που μας εκπλήρωνε. Αντικρίζουμε και βιώνουμε το υπερκορεσμένο μιας πραγματικότητας που έχει ήδη πάρει το σχήμα του παρελθόντος. Πονάμε γιατί δεν υπάρχει πια ούτε μήνυμα, ούτε ακροατήριο, ούτε φωνή για να αναγγείλουμε εκείνο που, μέχρι πριν από λίγο, αποτελούσε την ουσία, τον πόθο… το πλήρες μας… Κενό σώμα πια ζητά νέα σταυροφορία και καινούριο σκοπό…

ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΠΩ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ (τέταρτη ενότητα επιλογών από την Αγέννητη Γη):
Τη μέρα που έφυγες
αποφάσισα να ζήσω διπλή
Χώρισα στη μέση το σώμα μου
και ονόμασα «εσύ» τη δεξιά μου πλευρά
Η  αριστερή, μπαλωμένη απ’ τα τραύματα, προδομένη από αδικια
δεν θα μπορούσε να είναι το μέρος να ζεις

Σήμερα έγινες όλη μια γη
ώρα  απόγευμα
αφήνοντας με μείον βαθμό ψυχής

Τώρα χιονίζει
και κάθε νιφάδα γίνεται όραση που σε φέρνει εδώ
Γίνεται λέξεις που ηχούν τη φωνή σου
γεννώντας άνοιξη ξανά στην καρδιά του χειμώνα

Έχεις το χρώμα της ευλογίας

Είσαι όλο το λευκό του Θεού
που πέφτει πάνω μου και μου ζεσταίνει τον πόνο
Όλα τα γράμματα που αποτελούν το όνομά μου

Θα έρχεσαι πάντα απ’ τον ουρανό

Και σε κανέναν ποτέ δεν θα πω
πώς είναι να μου μιλάει ένας άγγελος
 (ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ   από τη συλλογή της Μαρίας Χρονιάρη ΑΓΕΝΝΗΤΗ ΓΗ, εκδόσεις Σοκόλη 2017 σελ.65)

ΝΟΣΤΟΣ (σελ. 67)
Υπάρχει μια λέξη
που κατοικεί τη ζωή μου
Κάθε πρωί
όταν ανοίγω το παράθυρο
φυσάει βροχή
Ό,τι κι αν κάνω
με ακολουθεί σαν σκιά

Μιλάει τα όνειρά μου
και ντύνεται άνθρωπος
Δεν υπάρχει τρόπος να της ξεφύγω
δεν βρίσκω σχέδιο διαφυγής

Κι όλα αυτά
επειδή γεννήθηκα φθινόπωρο
και νιώθω θλίψη
μια άπιαστη έλλειψη που την αγαπώ
κι έμαθα να ζω μέσα της

Ονομάζεται νόστος
αλλά έχει κι άλλα ονόματα
όπως ύπαρξη, χαμένη ιστορία
Κι αν ποτέ τη δείτε να έρχεται
κάντε της με τα μάτια της νόημα
να καθίσει αναπαυτικά δίπλα σας
Για όλα εκείνα που ήρθαν
αλλά ποτέ δεν είδατε

ΟΙΟΝΕΙ ΑΓΑΠΗ (σελ. 70)
Οι καλύτεροι δολοφόνοι
είναι αυτοί που σ’ αγαπούν περισσότερο
Μπολιάζουν το βλέμμα τους
με την αθωότητα που γεννούν  τα εγκλήματα
υπέρ αγάπης

Γι’ αυτό εγώ κάθε βράδυ
κρατάω σφιχτά κάτω απ’ το μαξιλάρι μου
μια καλά ακονισμένη φαλτσέτα

για να σωθώ απ’ το καλό μου

ΜΙΑ ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΕΠΙΘΥΜΙΑ (σελ. 71)
Μη μου ζητάς να εξηγώ
δεν έχω άλλα μάτια
Για κάθε σύμφωνο χάνω κι ένα φωνήεν
και για το θάρρος που χρειάζομαι
χρεώνομαι

Όλες οι λέξεις μου ιδρώνουν από ασιτία

ΑΚΙΝΗΤΟ ΤΟΠΙΟ  (σελ. 73)
Κάτω απ’ το χαλί της εξώπορτας
είναι χρόνια θαμμένες κάτι
αδέσποτες ώρες
Κάτι σκόρπιες στιγμές που
ζητούν να υπάρξουν

Κι εγώ κάνω πως δεν το γνωρίζω

Προσποιούμαι τη λήθη που ζητά η ζωή
Προσποιούμαι πως έρχεσαι να τις πάρεις να φύγουν
μια τελευταία βόλτα
πριν απ’ την πρώτη εξέγερση
εκείνου του ονείρου
που στα πρώτα του βήματα
μέτρησα πέντε μέτρα οργή

Για ν’ ακούσει το πυρ
που γεννιόταν στα μάτια σου

ΔΕΝ ΕΧΩ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΜΙΑΝ ΕΣΤΩ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΤΗ ΣΧΗΜΑΤΙΣΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ

Δεν υπήρξα πάντοτε ο άνθρωπος που είμαι. Ολόκληρη τη ζωή μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τον άνθρωπο που υπήρξα, ή, για να μιλήσω ακριβέστερα, τους ανθρώπους που υπήρξα (ακούς Βάλια για εαυτούς και μάσκες μιλάει κι αυτός)!.. Κι αν ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους και σε μένα υπάρχει αντίφαση, αν νομίζω πως αλλάζοντας έχω μάθει, έχω προοδεύσει, όταν γυρίζω και κοιτάζω εκείνους τους ανθρώπους, δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτούς, δεν μπορώ να ζω εγώ, χωρίς αυτούς!.. Γνωρίζω ανθρώπους που γεννήθηκαν με την αλήθεια στην κούνια τους, που δεν ξεγελάστηκαν ποτέ τους, που δεν τους χρειάστηκε να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα σ’ ολόκληρη τη ζωή τους, επειδή από τότε που ήταν ακόμα στις φασκιές είχαν κιόλας φτάσει. Ξέρουν ποιο είναι το καλό, πάντοτε το ήξεραν!.. Για τους άλλους έχουν την αυστηρότητα και την περιφρόνηση που τους δίνει η θριαμβευτική τους σιγουριά πως έχουν δίκιο. Δεν τους μοιάζω. Εμένα η αλήθεια δεν μου αποκαλύφθηκε στα βαφτίσια μου, δεν τη βρήκα ούτε από τον πατέρα μου, ούτε απ’ την κοινωνική τάξη της οικογένειάς μου.  Ό,τι έχω μάθει μου κόστισε ακριβά, ό,τι ξέρω το ’χω αποκτήσει με δικές μου δαπάνες. Δεν έχω ούτε και μιαν έστω βεβαιότητα που να μην τη σχημάτισα μέσω της αμφιβολίας, του άγχους, του ιδρώτα, της οδυνηρής εμπειρίας… Έτσι, νιώθω σεβασμό γι’ αυτούς που δεν ξέρουν, γι’ αυτούς που ψάχνουν, που ψηλαφούν, που σκοντάφτουν!.. Για εκείνους που η αλήθεια τους είναι εύκολη, αυθόρμητη, αισθάνομαι βέβαια έναν κάποιο σεβασμό, αλλά ομολογώ, πολύ λίγο ενδιαφέρον!.. [Λ. ΑΡΑΓΚΟΝ, Μ’ ανοιχτά χαρτιά, μτφρ. Τίτος Πατρίκιος, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1965 και εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα 1971 - αντιγραφή και επικόλληση από τη συλλογή της Μαρίας Χρονιάρη ΑΓΕΝΝΗΤΗ ΓΗ εκδόσεις Σοκόλη 2017 όπου, το παραπάνω απόσπασμα προτάσσεται ως εισαγωγή των ποιημάτων της Αγέννητης Γης]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου