Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

ΜΗΝ ΨΑΧΝΕΙΣ ΓΙΑ ΦΩΣ… ΟΛΑ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ

«Πού την άφησες μου είπαν, αυτή τη σκέψη σου εκεί έξω,

τώρα δεν έχεις μυστικά.

Τα ματοτσίνορά μου έπεσαν και τα μάτια μου

έμειναν ανοιχτά σαν πλαστικής κούκλας.

Ένιωσα περίπου σαν φλασάκι, πεσμένο σε πίσω κάθισμα ταξί.

Σε λίγες μέρες είδα τους συλλογισμούς μου να ξεπουλιούνται στο παζάρι.

Δεν έμενε παρά να με διαπομπέψουν και να με εξευτελίσουν.

Αν δεν αυτοχειριάστηκα

οφείλεται στο ότι στο αρχείο που φύλαγα προσεκτικά

 στο πίσω μέρος του κρανίου μου

βρήκα μια ξεχασμένη δικλείδα ασφαλείας

και δραπέτευσα.   άρδην ανατρέποντας τον παραλογισμό»

Με την παραπάνω ΔΙΚΛΕΙΔΑ (ασφαλείας) σελ. 11 «ανοίγει η αυλαία» των  ποιημάτων της Κούλας Αδαλόγλου στη συλλογή που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2018: ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΚΟΥΚΙΔΑ.

Ο τίτλος είναι ένας στίχος από το ποίημα ΣΑΝ ΤΥΨΗ (σελ. 36), ένα ποίημα εμπνευσμένο βέβαια «από ποδίτσες παιχνιδιάρικες και τρυφερά φορμάκια» (της εγγονής, στην οποία είναι αφιερωμένη η συλλογή) αλλά συνάμα  είναι και αφορμή για τις… τύψεις της ποιήτριας που  βλέπει κι εκείνα τα παιδιά «από γονείς στραγγισμένους» που δεν έχουν την πολυτέλεια για «γέλια και παιχνίδια»:  «δεν ονειρεύονται

γιατί το μέλλον μια μικρή κουκκίδα

χωρίς χρώματα και διαστάσεις».

Στο εύστοχο σχόλιο της η Πόλυ Χατζημανωλάκη μας εξηγεί:

«η αθωότητα της αγάπης, σε αγωνιώδη αντίστιξη με τον πόνο του άλλου, των άλλων μικρών παιδιών, που φέρνει η θάλασσα και που στοιχειώνουν σαν τύψη την ποίησή της, εξαφανίζουν το όνειρο, συρρικνώνουν το μέλλον σε μια μικρή κουκκίδα»

«Μικρό τσαλακωμένο ποίημα    αθώο μου φάνηκε

μου ’σχισε το χέρι σαν γυαλί

αίμα πάνω σε μπλε καπλαντισμένα τετράδια

έλιωσαν τα ήδη μισοσβησμένα γράμματα

διήθηση»    ΣΑΝ ΓΥΑΛΙ (σελ. 30), είναι ο τίτλος του ποιήματος με το οποίο κλείνει η πρώτη ενότητα της συλλογής ΟΛΑ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ (γι’ αυτό…):

«Μην ψάχνεις για φως

η μόνη λάμπα που λειτουργεί  βρίσκεται πάνω στον ξύλινο πάγκο

στο βάθος της αποθήκης.

Όλα μες στο σκοτάδι θα γίνουν…» (ΣΚΟΥΡΙΑ σελ. 24)

(όμως…)

«Ας κάνουμε πως δεν συμβαίνει τίποτα…»

(γιατί… «εν πάση περιπτώσει οι συνιστώσες αλλάζουν στον χρόνο») και

«… η συνισταμένη στο ποίημα δείχνει φως νύχτα μέρα» (ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ σελ. 49)

Η Νάνσυ Δανέλη σχολιάζοντας αυτές τις εναλλαγές σημειώνει:  

«από το σκοτάδι του εσωτερικού τοπίου, που κρύβει πόνο, νοσταλγία, απόγνωση, όλα τα δεινά του ανθρώπου, μας ταξιδεύει στο φως… Από τον καλόβολο άνθρωπο που κάποια μέρα, μην αντέχοντας άλλο «τους βαλτωμένους κερατάδες», τη γενική παραφροσύνη δηλαδή, τρελαίνεται, αλλά είναι ο «τρελός» που έρχεται κρατώντας στα χέρια του κι αποκαλύπτοντάς μας «έναν νεκρό καραγκιόζη» κόσμο, μας γλυκαίνει μετά με την τρυφερή αναπόληση που ξεπετάγεται από την πανταχού παρούσα μνήμη… Και δεν είναι ανώδυνο το ταξίδι αυτό, της ζωής και της ποίησης, η τρυφερότητα συνοδοιπορεί με τον πόνο, με ποιήματα «τσαλακωμένα»…»

Γι’ αυτό, «αλαβάστρινή μου, να προσέχεις

όταν εκτελείς τις χορευτικές σου κινήσεις.

Είναι ύπουλες αυτές οι νύχτες με φως ημέρας,

ξυπνούν κάτι λιμασμένοι εφιάλτες

 και δεν φοβάσαι το τέρας της Λίμνης

αλλά τις αγκαθωτές μπάλες με χρώματα που τσουρουφλίζουν.

Όλα κάτω απ’ το μαξιλάρι σου είναι κρυμμένα» (ΝΥΧΤΕΣ ΜΕ ΦΩΣ ΗΜΕΡΑΣ σελ. 50)

Ξέρει να στολίζει με λέξεις το Δένδρο των ποιημάτων της η Κούλα Αδαλόγλου:

«ένας χορός λέξεων…»

«γλώσσα μελλοντική    δροσιστική

πάνω στους φρυγμένους φθόγγους   αυτών που αρθρώνουν την απόγνωση» (σελ. 55)

Χάνεται μέσα στο παραμύθι τους και ψηλαφώντας την υφή των ονείρων έχει καλή διάθεση κάνοντας «τα πικρά γλυκά» (σελ. 59) 

Τελικά, «τα σαράντα εφτά ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για το μικρό τους μέγεθος, την εκφραστική τους ευστοχία και τη συναισθηματική τους δύναμη, καθώς καταφέρνουν να  δώσουν το μέγεθος της στιγμής ή τη σμίκρυνση του απείρου, σ’ ένα παιχνίδι ανάμεσα στο παρελθόν το παρόν και το μέλλον. Πρωταγωνιστεί ο ψυχικός κόσμος της ποιήτριας, φορέας της μνήμης ενός παρελθόντος καθοριστικού για το παρόν της, που συναντιέται με το παρόν της μικρής εγγονής της, της Νεφέλης, καθώς γίνεται το πρόσωπο ενός λαμπερού, πολλά υποσχόμενου μέλλοντος. Η Νεφέλη είναι γι’ αυτήν η συνέχεια…» (Δήμητρα Σμυρνή).

 «Θ’ αλλάξουν όλα χρώματα, μεγέθη, τόποι

εσύ θ’ αλλάξεις μα πάντα θα κοιτάς μ’ αυτά τα σκούρα μάτια» (BROKEN VOICE – ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΙΙ σελ. 60)

«κι εγώ στο κατάστρωμα πάντα με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν ρούχο λινό

αλλάζω σχήμα και χρώματα

 κι εύχομαι ν’ αργήσει ακόμα πολύ να φανεί η στεριά» (Η ΑΠΟΒΑΘΡΑ –SALTY DECKS σελ. 61)

«… Ο πυρήνας του ποιητικού έργου έχει να κάνει με την ψυχή, γι’ αυτό και είναι πάντα συναισθηματικός. Το συναίσθημα γίνεται τόπος συνάντησης ψυχών, βιωματική μέθεξη, υποκειμενικότητα που βιώνεται και μοιράζεται, δημιουργική διαδικασία όπου «οι ψυχές ανταλλάσσουν μεταξύ τους τις καλά φυλαγμένες εικόνες τους που απεικονίζουν τα μυστικά της ζωής…».

«Η Κούλα Αδαλόγλου ως τεχνίτρια του λόγου κατέχει την τέχνη του συναισθήματος διασώζοντας τον λυρισμό της καθημερινότητας, αυτού του περιβλήματος όπου κατοικεί ο άνθρωπος με τα δρώμενά του...» (Λίλια Τσούβα)

Παρακάτω ανθολογούνται αντιπροσωπευτικά ποιήματα από τις δύο ενότητες της συλλογής - παρεμβάλλονται αποσπάσματα από  κριτικές της συλλογής που αναρτήθηκαν σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Στη φωτογραφία πίνακας της Ρένας Αβαγιανού με τίτλο Τόποι Διαφυγής 





ΟΛΑ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ

(επιλογή ποιημάτων από την πρώτη ενότητα της συλλογής):

ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΠΟΛΥ (σελ. 12)

Όλοι τον γνώριζαν για καλόβολο άνθρωπο.

Ένα πρωί μπούκαρε με κονκάρδες

με σημαία κι ένα σουγιαδάκι στο χέρι

χοροπηδούσε πάνω στα γραφεία και στις καρέκλες

πίσω και σας έφαγα κερατάδες βαλτωμένοι.

Την τελευταία μέρα

εμφανίστηκε ντυμένος στα μαύρα

να κρατάει ένα νεκρό καραγκιόζη.

 

ΧΑΣΜΩΔΙΑ (στην Ελένη Κάρτσακα)

Το όνομα Αβραάμ με τρόμαζε όταν ήμουνα μικρή,

είπε η Ελένη, μ’ όλο αυτό το αα, εσένα;

Όχι, καλέ, εγώ είχα παππού, νονό, ξαδέλφια κι ανίψια με τέτοιο όνομα.

Απ’ τη Μικρά Ασία, συνηθισμένη έτσι κι αλλιώς στη χασμωδία.

Και κάνω έτσι και πάει, έσπασε το ποτηράκι απ’ το σερβίτσιο της γιαγιάς μου   της Ρουμελιώτισσας, όχι της άλλης·

η άλλη έφυγε με έναν μπόγο και ένα τσούρμο παιδιά ξοπίσω της.

Και να που η γλωσσική αναζήτηση και μια απροσεξία

τις έφεραν μαζί   και τις φιλοξενούν στη μνήμη μου.

 

ΚΑΡΦΩΜΕΝΗ (σελ. 20)

Σέρβιρε στο πιο σικ καφέ του αεροδρομίου.

Νόστιμη, ευγενική, ευρύχωρα παπούτσια για την ορθοστασία.

Περνούσαν όλες οι φυλές του κόσμου, και πετούσαν.

Εκείνη έμενε εκεί, με τα τσιμεντένια της πόδια.

Καρφωμένη   στο εν δυνάμει πέταγμα.

 

ΦΥΡΟΝΕΡΙΑ (σελ. 27)

Πέδιλο   κομμένο

σπασμένα δάχτυλα

φτερά γλάρου

τραβιέται η θάλασσα   φυρονεριά

η μαύρη λωρίδα κορδέλα με ζώνει   με σφίγγει

θηλιά σ’ ένα αρμυρίκι καμένο

μακριά μια βάρκα πυροφάνι

της γνέφω δεν μου απαντάει

μόνο το μισοφαγωμένο παλαμάρι με κοιτάει νυσταγμένα –

δεν έχει λόγο ύπαρξης

αφού η βαρκούλα χωρίς όνομα κόλλησε στη λάσπη –

μια άσπρη γάτα χωλή μου παραστέκει

κι εγώ αποφάσισα πλέον να πάρω μπαστούνι

να μην αφήσω το ποίημα ανάπηρο

 

ΓΕΜΙΣΕ Ο ΧΩΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΟΝΕΜΕΝΕΣ ΠΟΥ ΜΕ ΚΑΛΟΥΣΑΝ ΝΑ ΠΑΤΗΣΩ ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ

(αποσπάσματα από την κριτική της  Πόλυς Χατζημανωλάκη στην ΑΥΓΗ):

Η ποίηση της Κούλας Αδαλόγλου, χαμηλόφωνη και στοχαστική είτε ανταλλάσσοντας στο παρελθόν ως Πηνελόπη επιστολές ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τον Οδυσσέα, είτε ανακαλώντας αναμνήσεις με σπασμένη φωνή, αναμνήσεις της νεότητας από τις σπουδές στο Εδιμβούργο, εικόνες ανανεωμένες από τα μετέπειτα ταξίδια, εικόνες από τη γενέθλια πόλη ή τη βρετανική εξοχή, τους μετανάστες και στις δύο χώρες, τη δύναμη της αγάπης, τον έρωτα, εμβαπτίζεται στην ωριμότητα και στο αίσθημα και επανακάμπτει με μια καινούργια ποιητική συλλογή με τίτλο «Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκκίδα»…

Πρόκειται για μια ποιητική που βουβαίνεται και δεν έχει παράσταση για το μέλλον. Εσωστρεφής, στοχαστική και απείρως τρυφερή και ευαίσθητη - σαν τη σάρκα του σαλιγκαριού που συστέλλεται με το παραμικρό ερέθισμα. Διαφυγή στο παρελθόν λοιπόν με τη βοήθεια των λέξεων, ανθολόγιο αναμνήσεων από τη φοιτητική ζωή στη Σκωτία, λέξεις, μουσικές, εικόνες από τη μοιρασμένη ζωή ανάμεσα στις δύο πόλεις του Βορρά (Θεσσαλονίκη / Εδιμβούργο), η αγριότητα του παρόντος - η σκηνή της επίθεσης στην Ερμού τα Χριστούγεννα. Ένα ποιητικό σύμπαν ανοιχτό, με σπαράγματα αναμνήσεων, λέξεις, στίχους, παλαιότερα ποιήματα στα οποία έρχεται και επανέρχεται στραγγίζοντάς τα ως το μεδούλι τους, στιλβώνοντάς τα για καινούργια ταξίδια…

 

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΚΟΥΚΙΔΑ

 (επιλογή ποιημάτων από τη δεύτερη ενότητα της συλλογής):

ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΔΕΙΚΤΗΣ  (σελ. 37)

Να μην ορίζεις τον χώρο σου

Από μακριά οι ήχοι.

Έρχονταν όμως τις νύχτες της αγρύπνιας τ’ αντικείμενα.

Οι κατσαρόλες, πάνινες, έπαιρναν σχήματα στα χέρια μου.

Βελούδινες κουτάλες

ανακάτευαν υφές αρώματα και γεύσεις

ώσπου να γίνουν λέξεις.

Γέμισε ο χώρος λέξεις ήμερες και παραπονεμένες

που με καλούσαν να πατήσω πάνω τους,

μήπως και πάψω να αιωρούμαι

τις μικρές ώρες πάνω σε τσακισμένο λεπτοδείκτη.

 

ΦΥΛΛΑ ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΥ (σελ. 38)

Αναπαυτική πολυθρόνα σε κήπο οπωροφόρων και ρεμβάζω.

Έρχεται από πίσω,

μου αρπάζει το δαντελένιο σάλι,

ξεφλουδίζεται το σώμα μου, κομμάτια, σαν φλοιός δένδρου.

Τότε, τρέχει εκείνη να της κουμπώσω το πέδιλο,

μου δίνει μια ανθοδέσμη αγριολούλουδα

με τα μικρά της χέρια

σκεπάζει τη νωπή σάρκα μου με φύλλα ευκαλύπτου,

να θρέψουν οι πληγές προστατευμένες.

 

ΝΑ ’ΡΧΕΣΑΙ (σελ. 42)

Καμιά φορά σε ξεχνώ, γλυκιά μου.

Ξεχνώ πως θα ξυπνάς με χαμόγελο,

πως θα ’ρχεται ο ύπνος μετά το κλάμα

πώς ησυχάζει το μικρό σου χέρι μέσα στη χούφτα μου.

Πνίγομαι σε ενωτικά και παύλες

σε χαζά emoticons που κουνάν την ουρά τους

σε φανταχτερές αναρτήσεις που με μπερδεύουν

σε βυθοσκοπήσεις που δείχνουν δείχνουν μια ραγισμένη κηλίδα.

 

Καμιά φορά κρύβεσαι, γλυκιά μου.

Πίσω από οθόνες που μου θολώνουν τα μάτια

πίσω από τα βρεγμένα μου βλέφαρα

πίσω από γράμματα και αριθμούς χωρίς περιγράμματα.

 

Να ’ρχεσαι, με τα ιαματικά σου μάτια,

γιατί ξέρεις   πως με το ψαλίδι για τα νυχάκια

κόβεται η ξεχασμένη στο κρεβάτι μάλλινη μπλούζα

και οι φλέβες γύρω από την καρδιά

απαλά, να μην πονούν.

 

ΑΝΑΡΡΟΦΗΣΗ ΔΑΚΡΥΩΝ (σελ. 46)

Τα χλωμά πορτοκάλια που περιμένουν να γίνουν χυμός

μια πρέζα αλάτι παραπάνω

κι αυτός ο γαλαξίας στο κορμάκι σου –

αλλά μη μου τραβάτε άλλο  με το σκοινί τα μάτια προς τα μέσα

πνίγομαι   από αναρρόφηση δακρύων.

 

ΞΩΤΙΚΟ (σελ. 53)

Σηκώνεσαι με αινιγματικό χαμόγελο

με τραβάς απ’ το χέρι   την πόρτα δείχνοντας.

 

Όμως εγώ είμαι κομμένη στα δύο.

Το ένα μέρος σφηνωμένο στο ίδιο μέρος

άρχισε ήδη ν’ απλώνει ρίζες

φιλοξενεί τις πασχαλίτσες στις εσοχές του

κάνει συντροφιά στη βραδυκίνητη χελώνα.

Αλλά το κεφάλι είναι πάντα πρόθυμος αναχωρητής.

Δεν διστάζει να φορά τα μωβ κλαδιά του δειλινού

το χλωρό χόρτο για επιδερμίδα.

Γίνεται ξωτικό στα Highlands

και ψάχνει τις σκιές παλιών φίλων

τότε που το αύριο έμοιαζε πιθανό

κι όχι αυτό το μαγκωμένο στυφό   αμφίβολο σήμερα.

 

ΚΙ ΕΝΑΣ ΧΟΡΟΣ ΑΠΟ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ (σελ. 55 – στην Τζένη Καραβίτη)

Τους εγκατέστησαν σ’ ένα διαμέρισμα

τρία παιδιά κι οι γονείς, γέροι.

Σπάζοντας όλα τα στεγανά

στόλισαν με τη φίλη το δένδρο

έβαλαν φωτάκια   χάρηκαν δώρα.

 

Όμως εσένα

από ποια Ανατολή έρχονται τα μάτια σου:

ποιες ρίζες  ψάχνεις στις χώρες του πόνου;

Ένας χορός λέξεων στο στόμα σου

γλώσσα μελλοντική

δροσιστική πάνω στους φρυγμένους φθόγγους

αυτών που αρθρώνουν την απόγνωση.

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ (σελ. 56)

Έχουμε δυο Μότσαρτ, είπες ενθουσιασμένη,

βλέποντας τα δυο βιβλία μουσικής με το ίδιο θέμα.

 

Και πώς είναι να χάνεσαι μέσα στο παραμύθι

και να κρατιούνται από το χέρι η μουσική, το όνειρο, τα χρώματα.

Και να σηκώνονται οι λέξεις

να βγάζουν ασημένιες κλωστές για το φεγγάρι

χρυσές φωνούλες για τον ήλιο,

ενώ κρατάς σφιχτά στο χέρι σου

κόκκινο αστραφτερό δοξάρι.

 

Η ΥΦΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ (σελ. 56)

Συλλαβίζει μιαν άλλη θάλασσα στο Portobello

παίζει στην άμμο ψηλαφεί

την υφή των ονείρων

«Είναι γκρίζα εκείνη η θάλασσα», είπες

Δεν έχει όμως πνιγμένες βάρκες της απώλειας

ούτε σκηνές στο υγρό ψύχος, χαμογέλασα διφορούμενα.

Κάποτε κάνουμε τα πικρά γλυκά, μην αμφιβάλλεις.

 

Έχω καλή διάθεση τούτο το πρωινό,

παίρνω ένα φόρεμα

από μια παλιά φωτογραφία

και το φορώ

νοερά.


ΤΟ ΑΠΑΡΑΛΛΑΧΤΟ ΠΗΓΑΙΝΕΛΑ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΜΕ ΤΑ ΑΧΑΡΑ ΠΡΟΣΤΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ η Κούλα Αδαλόγλου το κάνει ΠΟΙΗΣΗ, ΟΜΟΡΦΙΑ:

Η Κούλα Αδαλόγλου, ενώ ασχολείται με θέματα ανούσια και καθημερινά, πετυχαίνει να πραγματευτεί «τα καθόλου». Καταφεύγοντας στο συγκεκριμένο και εξατομικευμένο, εικονογραφεί και καθιστά μεταδόσιμο το καθολικό. Παρότι δηλαδή το ποιητικό θέμα, η ρίζα της ιστορίας, είναι εντελώς προσωπική, εξασφαλίζει τη συμμετοχική  και εννοιολογική  σύνδεση του αναγνώστη με τον θεωρητικό προβληματισμό που προβάλλει το έργο.

Η προσωπικότητα της ποιήτριας καθορίζει την ποιητική θεματολογία, την ηθική – το ήθος του έργου – αλλά και την τεχνοτροπία και τα συναισθήματα. Η Αδαλόγλου σκύβει με λεπτότητα πάνω στα μικρά και καθημερινά, για να τους δώσει την αξία που εμπεριέχουν και να εκφράσει μέσω αυτών την ολότητα. Ο όρος «συναισθηματική τονικότητα», που χρησιμοποιεί ο Michel Haar στη ζωγραφική, ως το σημείο από όπου γεννιούνται οι διάφορες όψεις του έργου, ισχύει για την Αδαλόγλου, εφόσον η ποιήτρια δε δημιουργεί απλώς ένα συναίσθημα, αλλά το διατηρεί έως το τέλος της ποιητικής συλλογής. Είναι από τις φορές που το ενδιαφέρον για ένα ποιητικό πόνημα εξακολουθεί αμείωτο έως το τελευταίο ποίημα.

Η συγκίνηση που αποπνέει η συλλογή ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΚΟΥΚΙΔΑ συνδέεται με την ευχαρίστηση, γιατί καθώς ο αναγνώστης συν-αισθάνεται σκέψεις και αισθήματα, νιώθει την ισχυρή διέγερση να τον ανεγείρει πάνω από τα γεγονότα και να τον ελευθερώνει. Το ποίημα γίνεται έτσι μέσο μύησης στη μεταφυσική χαρά και φέρνει την «κάθαρση». Η ποιητική αποτελεσματικότητα του έργου της Αδαλόγλου είναι αυτή η διττή και αδιαίρετη γνωστική και συναισθηματική απόλαυση που μετατρέπει «το ίδιον» σε «οικεία» υπόθεση, αλλά και «ηδονή», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη…» (αποσπάσματα από την κριτική που υπογράφει η Λίλια Τσούβα στο DIASTIXO)


Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

(σχολιάζει η Νάνσυ Δανέλη στο ηλεκτρονικό ΦΡΕΑΡ):

Πιστεύω ότι αυτή είναι η αξία της αληθινής ποίησης. Να γράφει η ποιήτρια με αφορμή δικά της βιώματα, εμπειρίες, απλά καθημερινά περιστατικά με γραφή γοητευτική, αλλά δίχως περιττούς καλλωπισμούς, συγκινητική, δίχως μελοδραματισμούς, στοχαστική, λιτή αλλά και πυκνή, αποκαλυπτική «τώρα δεν έχεις μυστικά», αλλά και υπαινικτική και να αισθάνεται ο αναγνώστης ότι κάθε της λέξη τον αφορά. Αλλά και να γράφει για τον πόνο του πρόσφυγα σαν να είναι δικός της πόνος. Να αποδίδει τη σημερινή περιρρέουσα ατμόσφαιρα λες εισπνέοντας την οδύνη του και με τη μαγική της γραφή την επόμενη στιγμή εκπνέοντας τη λύτρωση. Η ποίησή της λικνίζεται σε μια ατμόσφαιρα τραγουδιού fado, όπως αναφέρει και σ’ ένα ποίημά της, γεμάτη νοσταλγία και προσμονή, χαρμολύπη και τρυφερότητα. Μας ταξιδεύει από την Ερμού μ’ ένα στίχο-πέταγμα «εκεί στον Βορρά», στο Leith, στα Highlands, στο Portobello, πίνουμε μαζί της καφέ στον «κόκκινο χαρταετό», το «Red Kite» καφέ, ρεμβάζουμε μαζί της τα τόσο όμορφα φεγγάρια της Ουαλίας. Άλλωστε το μακρινό, το θλιβερό «εκεί στο βορρά», με τα μαγικά της ποίησης «από το Llandudno και το Crewe ως την πόρτα σας» -μας-, ο δρόμος που μας χωρίζει, γίνεται «μια μονογραφία δρόμος». Κι αυτό το ταξίδι είναι, παρά τη θλίψη της απόστασης, την ίδια στιγμή ανάλαφρο κι αέρινο, γιατί στην εσωτερική γεωγραφία της ποιήτριας το εκεί και το εδώ είναι ένα τοπίο Και η ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΛΩΡΟΥ συνοψίζοντας: «Η ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου, αποτέλεσμα ώριμων συναισθημάτων, πηγαίου και καλοδουλεμένου λόγου και μιας παραστατικής μνήμης δεν μπορεί παρά να συγκινήσει τον αναγνώστη αφήνοντας μια πολύ τρυφερή και συνάμα νοσταλγική  αίσθηση. Και είναι βέβαιο πως μια μικρή κουκκίδα, που αδιόρατα ίσως ιχνογραφείται στο μέλλον, με μια μαγική δύναμη  μπορεί να απαλύνει όλα αυτά που λείπουν και πονούν και που σε όλη την εξαιρετική συλλογή με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο λανθάνουν.

Τρίτη, 26 Οκτωβρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου