Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

«ΤΟ ΠΡΩΙ… ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΞΗΜΕΡΩΝΟΥΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ…»

 

(…μια περιπέτεια ζωής για τον ανελέητο χρόνο…)

«… Και τα πράματα που έχω να κάνω, ό,τι έχω αφήσει σε εκκρεμότητα όλον αυτό τον καιρό; Τα τηλεφωνήματα, οι διευθετήσεις, η υπομονή, η υπομονή που πρέπει να δείξω στο συνηθισμένο κανονικό, η προσπάθεια να αισθανθώ ή να μην αισθανθώ αν ακούσω κάτι δυσάρεστο; Παρακαλάω να κοιμηθώ αμέσως, να μην προλάβω να σκεφτώ, μην προλάβω να σκεφτώ άλλο…».

………………………………………………………………

«… Καθίσαμε. Προηγουμένως είχαμε κάνει μια μικρή βόλτα ανάμεσα στα πεύκα και τις βελανιδιές. Κοίταζα από πλάγια γωνία του ματιού μου το βλέμμα της. Αδιάγνωστο. Όχι ακριβώς απλανές. Καθόλου συγκεκριμένο. Ολισθηρό. Εγώ, παρόλα αυτά, τολμώ διαγνώσεις και θεραπευτικές μεθόδους. Καθαρός αέρας. Το πράσινο. Βόλτα στο πράσινο. Κρασί χύμα. Τσακιστές ελιές. Ζυμωτό ψωμί. Ανώδυνες κουβέντες. Μικρές παύσεις. Δεν ακουμπάμε το παρελθόν. Ούτε το μέλλον. Ακουμπάμε λίγο το χέρι. Δεν το σφίγγουμε. Δε δείχνουμε αγωνία. Καμιά ανησυχία. Για τίποτα.

Εκείνη όμως είχε πει αυτό που ήταν: Τι όμορφη που είναι η ζωή και να μην μπορώ να την χαρώ…»

 

Μαρία Λαϊνά, ΤΙ ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ: Ένας συγκλονιστικός μονόλογος:

Μια γυναίκα, καθώς μεγαλώνει, βρίσκει ξαφνικά τον εαυτό της να βιώνει συναισθήματα που είχε βιώσει η μητέρα της πριν, αλλά εκείνη τα αγνοούσε όταν ήταν νέα.

Μια κατάθεση κατάθλιψης, όπου αναθεωρούνται ιδέες και σκέψεις. Μια περιπέτεια ζωής για τον ανελέητο χρόνο. Όπου ο άνθρωπος μόνο αν γίνει ερείπιο, θα φτάσει στο τέρμα.

Η συγγραφέας   επιχειρεί να διαχειριστεί το ζήτημα της ταυτότητας τόσο της ηρωίδας όσο και της μητέρας της. Η καλλιτεχνική έκφραση της δίνει τη δυνατότητα να αναλύσει την καταλυτική επίδραση που έχει αυτή η σχέση στη ζωή κάθε ανθρώπου.

Η απειλή του θανάτου ελλοχεύει παντού. Η αφηγήτρια με πικρία διαπιστώνει την ματαιότητα των πραγμάτων. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλα ήρθαν και πέρασαν. Αργά ή γρήγορα όλοι πεθαίνουν και στο τέλος το μόνο που μένει είναι η βεβαιότητα ότι θα καταλήξουμε στον ίδιο χορταριασμένο τάφο…

 


ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ… που θρονιάζεται εκεί που ΚΑΘΟΛΟΥ ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΣΠΕΙΡΕΙ… Δεν σηκώνεται να πάει στα τσακίδια… 

Παραφράζοντας τον Σαίξπηρ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στις σελίδες του καινούργιου βιβλίου της Μαρίας Λαϊνά πλέει ένα τέρας με χιλιάδες μάτια, στόματα και αυτιά: το ολοζώντανο και δρον παρελθόν, που διαθέτει δυνάμεις μεταμόρφωσης, το ανεξέλεγκτο, κακοφορμισμένο ασυνείδητο και ο ορυμαγδός των αναίτιων λέξεων, προερχόμενων είτε από επηρμένους συγγραφείς, είτε από ανθρώπους που επιθυμούν να ακουστούν και να βγάλουν τον εκάστοτε ακροατή νοκ -άουτ…. Ολόκληρο το κείμενο σπάει κατά διαστήματα από κύματα απεύθυνσης στη μητέρα εν είδει αναμνήσεων και ταυτοχρόνως παρεμβαλλόμενων μικρών μονολόγων απευθυνόμενων και στον ίδιο της τον εαυτό, αφού ό,τι έπραττε εκείνη τότε, πράττει κι ετούτη τώρα. Η μητέρα δεν είναι απλώς ανάμνηση, είναι σάρκα εκ σαρκός της κόρης…  Το βιβλίο της Λαϊνά, απέριττο, ρυθμικό, με τη μελαγχολία του φλοίσβου και με εξάρσεις σπάνιες διότι, όπως λέει και η ίδια what for?, είναι γραμμένο ως μονόλογος μέσα στο μονόλογο, κατά το θέατρο μέσα στο θέατρο, με την τελική εικόνα να παραπέμπει σε σύγχρονη εικονοποιία τροβαδούρου… [Σοφία Διονυσοπούλου στο FRACTAL]

 [Μαρία Λαϊνά ΤΙ ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ, εκδόσεις Πατάκη 2020 κι άλλα αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα από το βιβλίο με σχόλια και εντυπώσεις από την πρώτη ανάγνωση του]

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ   Ο ΑΝΕΜΟΣ ΦΕΥΓΕΙ

(… τι όμορφη που είναι η ζωή και να μην μπορώ να την χαρώ, είπε…)

Το είπε έχοντας δίπλα της εμένα από τη μια μεριά, κι ένα ασπροκόκκινο καρό τραπεζομάντιλο από την άλλη, απλωμένο σ’ ένα τραπεζάκι μιας ταβέρνας στο Νταού Πεντέλης. Έξω.

Είχε κι άλλα τραπεζάκια μ’ ασπροκόκκινο καρό κι ένα πάγκο με κουρελού κι ένα μεγάλο επιχωματωμένο κλουβί με κότες κι ένα σκύλο που κούναγε μονότονα την ουρά του και μια γάτα που μας κοίταζε με στιγμιαίο ενδιαφέρον και μια γυναίκα που είχε να μας προσφέρει αυγά από τις κότες της και τυρί από τις κατσίκες της...

Απλή γυναίκα, αυτό που λέμε απλή.

Ήρθε το φαγητό. Χωρίς περιστροφές. Χωρίς τις περιστροφές των περίτεχνων μεθοδευμένων φαγητών. Και φάγαμε. Εκείνη έτρωγε αργά, εγώ με μέτριο ρυθμό. Δεν είπε για τίποτα ότι είναι πολύ ωραίο. Δεν είπε για τίποτε ότι είναι άσχημο. Κοίταξε με στιγμιαία συμπάθεια το σκύλο. Τη γάτα, όχι.

Γυναίκα με χιούμορ. Έξυπνη αρκετά. Όμορφη πολύ. Αδύνατη. Με όμορφα άκρα. Δεν έκλαιγε όταν πονούσε. Έκανε ό,τι της έλεγαν. Εκτός από τώρα.

Τώρα είναι άρρωστη. Προλάβαινε τις επιθυμίες των άλλων και τις καταργούσε. Χωρίς πείσμα. Έτσι.

Αυτό ήταν η μητέρα μου. Σε γενικές γραμμές. Αυτό περίπου είμαι κι εγώ τώρα. Χρόνια μετά.

[εισαγωγικό απόσπασμα από το βιβλίο της Μαρίας Λαϊνά ΤΙ ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ, εκδόσεις Πατάκη 2020]

 

ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ, ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΠΟΧΗ, ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΜΕΡΟΣ…

Χρόνια μετά, την ίδια εποχή, στο ίδιο μέρος, το ίδιο ( ; ) ασπροκόκκινο καρό τραπεζομάντιλο από τη μια μου πλευρά, και μια φίλη μου από την άλλη. Ναι, έχω μια φίλη που δε μ’ αφήνει στιγμή μόνη μου σ’ όμορφα μέρη. Επικίνδυνα τα λέει. Αδιάφορα θα τα έλεγα εγώ.

Η γυναίκα με την ποδιά δεν εμφανίζεται. Εμφανίζεται ένα αγόρι γύρω στα είκοσι, με επιμελώς ατημέλητο μπλουτζίν και άσπρο μπλουζάκι μακό. Μας δίνει το χειροποίητο τιμοκατάλογο. Ένας άλλος σκύλος κουνάει την ουρά του, μια άλλη γάτα ξαπλωμένη στον ήλιο. Τι ήθελα και ήρθα. Σκέφτομαι να ρωτήσω τι έγινε η γυναίκα που είδα πριν από χρόνια αλλά δεν ρωτάω. Φοβάμαι. Η φίλη μου με ρωτάει τι σκέφτομαι. Με ρωτάει τι σκέφτομαι αμέσως μόλις καθόμαστε. Έχει δει το βλέμμα μου. Της απαντώ «τίποτα». Ψέματα. Ε, ναι.

Τελευταία σκέφτομαι πολύ τη μητέρα μου, που έχει πεθάνει, ναι, έχει πεθάνει η μητέρα μου. Έχω μια φίλη που κι αυτή σκέφτεται πολύ τη μητέρα της που έχει πεθάνει, αλλά η μητέρα της φίλης μου έχει πεθάνει πριν από μόλις εννιά μήνες, ενώ η δικιά μου έχεθ πεθάνει δέκα χρόνια, ναι, δέκα χρόνια έχει πεθάνει η μητέρα μου, περίεργο αλλά τόσα είναι, κι εγώ δεν ξέρω πώς πέρασαν τόσα χρόνια, δεν κατάλαβα ακριβώς πώς πέρασαν ενώ είναι φανερό, αν τα μετρήσεις είναι φανερό πως είναι δέκα, ούτε έντεκα ούτε δώδεκα, δέκα ακριβώς είναι, ώρες – ώρες μου φαίνεται εξοργιστικό αλλά ναι, πέρασε μια ολόκληρη δεκαετία, ναι μια ολόκληρη δεκαετία πάει που η μητέρα μου έχει πεθάνει κι έχω κάνει και την εκταφή, ναι, πριν από έξι χρόνια ακριβώς την έκανα και έβαλα τα κόκαλά της σ’ εκείνο το κουτί και το έθαψα στον τάφο που πριν απ’ αυτήν ήταν θαμμένη η μητέρα της και ο πατέρας της και η μεγαλύτερη αδελφή της και τώρα είναι όλοι μαζί στον ίδιο τάφο και είναι γραμμένα τα ονόματά τους, οι γονείς και η κόρη και η αδελφή της, ναι, στον ίδιο χορταριασμένο τάφο είναι χωμένοι, το διάβασα όταν πήγα εκεί το τοσοδά κασελάκι με τη μεταξωτή επένδυση και τα κόκαλα της μητέρας μου, ναι, σχεδόν όλη η οικογένεια είναι μέσα σ’ αυτό τον τάφο, έφυγαν από το σπίτι που ήταν ζωντανοί και πήγαν σιγά – σιγά εκεί στον τάφο όλοι μαζί.

Η φίλη μου σκέφτεται ότι άδικα πέθανε η μητέρα της, η μητέρα της ήταν πολύ ζωντανή μέχρι που αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε ξαφνικά ενώ δεν είχε περάσει ούτε μήνας που αρρώστησε , και η φίλη μου δεν πρόλαβε να το χωνέψει που πέθανε, καθόλου δεν το είχε χωνέψει, τη νιώθει ακόμη πολύ ζωντανή, έτσι λέει, λέει τη νιώθω εντελώς ζωντανή όπως όταν ζούσε και τη βλέπω και την ακούω ακριβώς όπως όταν ζούσε, κι αυτό δεν τη βοηθάει καθόλου να το καταπιεί και να το χωνέψει ότι η μητέρα της δεν είναι τώρα πουθενά, ε, ναι. Ναι, περίεργο, αλλά η φίλη μου κλαίει ξαφνικά γιατί η μητέρα της πέθανε σαν τώρα, σαν να πέθανε το προηγούμενο λεπτό, το προηγούμενο μόλις λεπτό, σαν να έχει πεθάνει και να είναι ακόμη ζωντανή τώρα, η φίλη μου κλαίει γιατί τώρα καταλαβαίνει πώς είναι να πεθάνει κάποιος πολύ δικός σου, ναι, έτσι λέει, μέχρι τώρα δεν είχε πεθάνει κάποιος πολύ δικός μου, έχουν πεθάνει άλλοι γύρω μου αλλά κανείς πολύ δικός μου και τώρα θέλοντας και μη αναγκάζομαι να το παραδεχθώ αλλά και πάλι δεν το χωνεύω, το παραδέχομαι αναγκαστικά αλλά δεν το χωνεύω, μου είναι αδιανόητο και λοιπόν δεν μπορώ να το χωνέψω, καθόλου δεν μπορώ να το καταλάβω όπως καταλαβαίνουμε μια απλή αλήθεια λέει, δεν καταλαβαίνω πώς δεν θα την ξαναδώ αφού τη βλέπω, και δε θα την ξανακούσω αφού την ακούω, και δε θα ξανατσακωθώ μαζί της και δεν θα ξαναμπώ στην κουζίνα κι αυτή να είναι εκεί με το αιώνιο ύφος της, ναι, το ύφος της μητέρας μου είναι αιώνιο λέει, ποτέ δεν θα πάψω να το βλέπω λέει, ποτέ δε θα χωνέψω ότι δε θα με περιμένει ξανά μ’ αυτό το ύφος, δεν το χωνεύω λέει, όχι.

Εγώ το έχω χωνέψει ότι πέθανε η μητέρα μου που δεν πέθανε ξαφνικά, καθόλου ξαφνικά δεν πέθανε, ναι, πέθανε σιγά – σιγά και συστηματικά, χρόνια ολόκληρα η δική μου μητέρα πέθαινε αργά και συστηματικά κι εγώ ήξερα και δεν είχα το φόβο πως θα πεθάνει, καθόλου δεν ξαφνιάστηκα όταν τελικά η μητέρα μου πέθανε, το είδα με μεγάλη ψυχραιμία, το είδα σαν φυσικό επακόλουθο του θανάτου της, ναι, ο θάνατος της μητέρας μου ήταν ανεπιτήδευτος εντελώς κι εγώ δεν αιφνιδιάστηκα καθόλου, πώς αλλιώς να γινόταν αφού κιόλας είχε γίνει, τι άλλο μπορούσε να περιμένω παρά αυτό που έγινε και είχε κιόλας γίνει, ναι, με μεγάλη φυσικότητα είχε γίνει αφού γινόταν χρόνια, ενώ η φίλη μου περίμενε πως η μητέρα της θα ζήσει κι άλλο, μπορούσε ακόμη να ζήσει η μητέρα μου λέει, δύο πέντε χρόνια, ακόμα και δέκα ακόμα μπορούσε, ο θάνατος της μητέρας μου ήταν ξαφνικός και γι’ αυτό τερατώδης, έτσι λέει, ο θάνατος της μητέρας μου ήταν λέει τερατώδης γιατί ήρθε ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, γι’ αυτό κι ήταν ανήθικος, ναι, ο θάνατος της μητέρας μου ήταν ανήθικος και τερατώδης και γι’ αυτό ακριβώς δεν το χωνεύω λέει, γιατί ο θάνατός της ήρθε στα καλά καθούμενα. Η δική μου μητέρα μπορούσε να με προετοιμάσει για το θάνατό της όπως η δική σου σε είχε προετοιμάσει λέει, αφού πέθαινε χρόνια κι εσύ το είχε καταλάβει λοιπόν πως θα πεθάνει, όχι η δική μου μητέρα δεν έδειξε το παραμικρό, κι έτσι είναι λογικό που τη σκέφτομαι συχνά, ανυπόφορα συχνά τη σκέφτομαι, ενώ εσένα δε σε καταλαβαίνω, λέει, τόσα χρόνια έχουν περάσει, δεν είναι λογικό να σκέφτεσαι συχνά τη μητέρα σου ενώ έχουν περάσει δέκα και βάλε χρόνια που έχει πεθάνει, ε ναι!..

[αποσπάσματα από το βιβλίο της Μαρίας Λαϊνά ΤΙ ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ, εκδόσεις Πατάκη 2020]

 

ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ… ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ…

Δεν αρκεί να περιφέρεσαι και να κοιτάς, να αφουγκράζεσαι, να αισθάνεσαι… Αν δεν έχεις λόγο να ζεις, δεν ζεις, υποφέρεις και πονάς από το επιτακτικό «ζήσε!», «ζήσε!». Η ύπαρξη δεν είναι δική σου, γενναιοδωρία του χρόνου είναι που όταν θέλει σου ζητά όλο σου το είναι. Τίποτα δεν σου αφήνει. Τίποτα δεν περισσεύει… Ψάχνεις, λοιπόν, ρούχα, παπούτσια, τρως πρωινό, πλένεσαι και μπαίνοντας στο ασανσέρ βλέπεις το πρόσωπο σου στον καθρέφτη και θυμάσαι: «Ξέχασα το χαμόγελο μου». Επιστρέφεις, το φοράς και έφυγες. Και κάπως έτσι η ζωή κυλά, ο χρόνος κυλά και η ύπαρξη ξοδεύεται, καταναλώνεται και αντίκρισμα δεν υπάρχει. Κι αν υπάρχει δεν θα το δεις ποτέ! Γι’ αυτό συνεχίζεις να χαμογελάς, δεν χολοσκάς. Ειρωνεία σου δίνει η ζωή; Ειρωνεία της δίνεις. Ομορφιά σου δίνει, λύπη της δίνεις, μελαγχολία, κατάθλιψη. Η ομορφιά υπάρχει και τη θαυμάζεις και λες με δέος «Τι όμορφη που είναι η ζωή» και το ψεύτικο χαμόγελο λάμπει. Επιστρέφεις και περιμένεις. Ο χρόνος θα περάσει και θα σε πάρει. Πριν από εσένα όμως θα ‘χει πάρει τη χαρά της ζωής. Ας είναι… Η Μαρία Λαϊνά στη νουβέλα «Τι όμορφη που είναι η ζωή» (Εκδόσεις Πατάκη) γράφει για τη ζωή που περνά και χάνεται, για το αναπότρεπτο και για το αδιέξοδο που είναι η μόνη διέξοδος! Η Λαϊνά δεν ψάχνει το νόημα της ζωής, ούτε θέλει να μοιραστεί το βάρος της ύπαρξης μαζί μας. Οχι. Η Λαϊνά, λέει την αλήθεια. Ετσι απλά. Δεν κάνει κήρυγμα, ούτε μάθημα, απλώς ξεσπάσει. Δεν αντέχει άλλο τα ψέματα που μας κρατάνε στη χώρα των θαυμάτων. Γι’ αυτό και η πρώτη φράση είναι: «Τι όμορφη που είναι η ζωή και να μην μπορώ να τη χαρώ». Ναι, η ομορφιά υπάρχει και ναι, η ζωή είναι όμορφη. Δεν τη χαιρόμαστε όμως. Δεν γίνεται. Ο χρόνος είναι αμείλικτος και κάθε χαρά την ανταλλάσσει με τον τελευταίο ήχο, τον ήχο της σιωπής. Γι’ αυτό, αν φτάσεις στο τέρμα πριν την καθορισμένη ώρα, τότε και την ομορφιά θα ‘χεις κρατήσει, για λίγο, και τη ζωή θα έχεις χαρεί, για λίγο… [έγραψε ο Αλέξανδρος Στεργιόπουλος στο ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ για τη διατάραξη της κοινής ησυχίας]

Πέμπτη, 14 Απριλίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου