Τα ΦΩΤΕΙΝΑ
ΠΑΡΑΘΥΡΑ, η ποιητική συλλογή του Τόλη Νικηφόρου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
Μανδραγόρας το 2014 και είναι, ως όφειλε ένα ύμνος ερωτικός στην ίδια την
ποίηση, που τόσο πιστά υπηρετεί για πάνω από 40 χρόνια ο ποιητής. Η δήλωσή του
από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής είναι κατηγορηματική και ξεκάθαρη:
«κανένα γυναικείο χέρι δεν κράτησα δεν χάιδεψα ως τώρα με την παλάμη μου με τ’
ακροδάχτυλα τόσο θερμά κι ερωτικά όσο ένα κοινό μολύβι… ένα μολύβι έτοιμο να
γονιμοποιήσει το λευκό χαρτί…».
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
ΑΛΦΑΝΗΤΟ, (που είναι και τίτλος παλιότερης συλλογής, εκδόσεις Μανδραγόρας 2010)
της Ποίησης του Τόλη Νικηφόρου είναι κάτι στρατευμένοι συνειρμοί για τη μαγική
ελευθερία που είναι η αλήθεια της ζωής.
Με το
μολύβι, λοιπόν, και το χαρτί γεννιέται το Ποίημα ανάμεσα στις λέξεις, που είναι
κάτι «σαν φως», «κάτι ολοφάνερο και μαγικό σαν άγριο θηλυκό» σαν οπτασία… σαν
άγγιγμα, σαν αίσθηση πέρα απ’ τις αισθήσεις σαν φως από ένα φεγγίτη ή από μια
μυστική καταπακτή. Κι αυτές οι λέξεις από το μολύβι φτάνουν στον αναγνώστη
άυλες. Κι έτσι, μια ξεχωριστή, μοναδική δική του στιγμή, γεννιέται το Ποίημα κι
από το πηχτό σκοτάδι αναδύεται ως φως και ως θαύμα.
Τα πιο
ωραία ποιήματα επομένως γράφονται χωρίς λέξεις, μια φλόγα είναι η ιστορία τους
και τα μαγικά τους δευτερόλεπτα είναι το ρίγος της ζωής, ισόθεο με το δέος του
θανάτου γι’ αυτό και «Φωτεινά παράθυρα», απ’ όπου μπορείς να κοιτάζεις «τα
ανοιχτά σου τραύματα ν’ ανθίζουν» (κι άλλες επιλογές ποιημάτων από τις δύο
αυτές συλλογές του Τόλη Νικηφόρου και σχόλια για την ποίησή του – Art by Βεν
goossens Lindsa):
ΜΑΘΗΜΑΤΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ (από τη συλλογή «Φωτεινά Παράθυρα»
το
πρώτο μάθημα
ονομάζεται
απώλεια
που σε σφραγίζει
με
πυρωμένο σίδερο
μικρό
κι ανυπεράσπιστο
αν
είσαι δυνατός κι επιβιώσεις
θα
συνεχίσεις τις σπουδές σου
διαβάζοντας
βιβλία
μα
πάντα ρίχνοντας κλεφτές ματιές
στο
νηπιαγωγείο της γειτονιάς
και στ’
ασημένια φύλλα της ελιάς
κάτω
από το μπαλκόνι σου
αυτά κι
ο έρωτας
θα σε
οδηγήσουν
και
ίσως κάνουν κάποτε
τα
ανοιχτά σου τραύματα ν’ ανθίσουν
δεν
μένει παρά να κοιτάξεις
το
θηρίο στα μάτια
καθώς
σου πίνει κάθε μέρα το αίμα
στο
μονοπάτι προς μια κορυφή
που δεν
υπάρχει
α] Εκ
προοιμίου παιδιά σιωπηλών διαλόγων τα λόγια των ποιητών «κόσμος παράξενος και μαγικός, ανεξιχνίαστος
στο φως και στο σκοτάδι. Κόσμος εκστατικός, στο ελάχιστό του απέραντος»
«Ποιήτρια», με μια έννοια, είναι και η
επιστήμη της Ιστορίας, αφού καταγράφοντας τα γεγονότα δίνει σ’ αυτά την οριστική
εκείνη μορφή, με την οποία μπορεί πλέον να αναφέρεται κάποιος σ’ αυτά.
Γεγονότα πραγματικά ή επινοημένα
μπορεί να περιγράφει και η Ποίηση, εκείνο όμως που την ξεχωρίζει και την
καθιστά Τέχνη ανώτερη, βρίσκεται στο γεγονός που κάνει τα συντελεσθέντα σε
χρόνο παρελθόντα γεγονότα να ανακαλούνται με την Ποίηση ως κάτι ζωντανό που
τώρα μπροστά στα μάτια μας συμβαίνει. Και ακόμη πιο πέρα η Ποίηση μπορεί να
κάνει τις όποιες παρελθούσες δραματικές
εικόνες που γέννησαν το ποίημα, να συντελούνται
σε χρόνο παρόντα ακόμη πιο συγκλονιστικά. Η Ποίηση λοιπόν, όπως πολύ
εύστοχα παρατήρησε ο Αντώνης Φωστιέρης, με το να κατέχει την τελευταία λέξη
εκεί που συναντιούνται το φως με το σκοτάδι, μεταβάλλει το γνωστό σε αβέβαιο,
το δυσδιάκριτο σε παραμυθία παρηγορητική και την υπαρξιακή αγωνία σε
απροσμέτρητο πλούτο. Κάπως έτσι εξηγείται και ο μαγικός κι ανεξιχνίαστος κόσμος
της ποίησης του Τόλη Νικηφόρου: «μέσα στο πράσινο και το βαθύ γαλάζιο, μέσα στο κόκκινο που
κάποτε τον γέννησε και τον φωτίζει, να το που ξεπροβάλλει ντυμένο την ομίχλη τ’
όνειρο, να τη που αναδύεται μοσχοβολώντας φρέσκο χώμα η απουσία. Κι ο άνεμος με
μυστικές φωνές και ξεχασμένες. Κόσμος παράξενος και μαγικός, ανεξιχνίαστος στο
φως και το σκοτάδι του…». Σε έναν τέτοιο κόσμο, «εκστατικό, στο ελάχιστό του απέραντο», διδάσκονται «λέξεις σκληρές και
ιδρωμένες» και ο ποιητής, ακόμα «και στα ογδόντα εφτά του χρόνια με τα ξερά του δάχτυλα και την
πλημμυρισμένη του καρδιά» γράφει ποιήματα και «το θαύμα αστράφτει, γίνεται χνώτο, άγγιγμα, χαμόγελο
αποκλειστικά δικό του». Διαφορετικά «αν δεν τσαπίσει τα χωράφια του θα
πεθάνει»:
ΠΥΚΝΟ
ΒΕΛΟΥΔΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ (από τη συλλογή «Το μυστικό αλφάβητο»
στην
έρημη πλατεία από νωρίς
λυσσομανάει
ένας βαρδάρης απροσκύνητος
πυκνό
βελούδινο σκοτάδι
σκοτάδι
θηλυκό ανεξερεύνητο
στα
τζάμια πέφτει τούφες –τούφες
η
γειτονιά υποδέχεται βουβή
την
άλλη όψη του ουρανού
την ώρα
εκείνη που όλα ξεθωριάζουν
από τις
χαραμάδες εισχωρούν
και
διαγράφονται ολοκάθαρα οι σκιές
προφέρουν
ήχους μυστικούς εκστατικούς
λόγια
ανεπαίσθητα
στα
έπιπλα τριγύρω απλώνουν
ένα
άρωμα
ένα
παλιό λησμονημένο χάδι
παράξενα
που σβήνει τότε ο πόνος
παράξενα
που λάμπει η μνήμη
παράξενα
που η νύχτα αστράφτει
μες στο
δικό της φως
β] Η Σιωπή των Λέξεων και ο στιγμιαίος ίλιγγος της αιωνιότητάς τους που
διαρκεί όσο «ένας γαλάζιος άνεμος που ανάβει ξαφνικά τα φώτα του ουρανού»… και
λόγια δειλά ψιθυρίζοντας «τα χρώματα… στα μάτια σου εξαίσια αστράφτουν πάλι και
σε τυλίγουν μυστικά»
Οι άμεσες ή έμμεσες
αναφορές των ποιητών σε θέματα γύρω από την ποίηση, το ποίημα ή τον ποιητή
είναι μια υποχρεωτική πορεία που, θα έλεγε κανείς, ότι πρέπει να διασχίσουν
όλοι τους στον πηγαιμό για την Ιθάκη. Αυτός ο μονόδρομος οδηγεί τους ποιητές
στο διάλογο με την ίδια την τέχνη της ποίησης και, δυστυχώς ή ευτυχώς, το
αποτέλεσμα είναι πολλαπλές ερμηνείες, διαφορετικές απόψεις και μάλιστα αλληλοσυγκρουόμενες, για την
πεμπτουσία της ίδιας της ποιητικής πράξης! Η πολυπλοκότητα όμως στην εστίαση
και την οπτική γωνία, από τη μια μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πως η ποιητική
δημιουργία δεν γεννιέται εν κενώ αλλά είναι μια συνεχής και αδιάλειπτη
(ενδο)επικοινωνία και από την άλλη είναι η πιο αξιόπιστη μαρτυρία για την
αλήθεια που όλοι, μυημένοι και μη, τελικά αντιλαμβάνονται: είναι αδύνατον να
υπάρξει ποτέ μία και μόνη, οριστική και αδιαμφισβήτητη απάντηση για το τι
συνιστά την ποίηση, ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ποιητή ή ποιοι μπορεί να
είναι οι κανόνες συγγραφής και τα διακριτικά γνωρίσματα του ποιήματος. Και αυτή
η αλήθεια είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, αυτό που κάνει την τέχνη της
ποίησης να είναι «ο μαγικός εκείνος χώρος, στον οποίο
αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό».
Και οι ποιητές, γράφοντας και ξαναγράφοντας ποιήματα από τότε που υπάρχει ο
κόσμος, ψάχνουν για το κλειδί προκειμένου να παραβιάσουν την ανοιχτή, (σύμφωνα
με την ευφυή σύλληψη του Γιώργη Παυλόπουλου στα Αντικλείδια του) Πόρτα της
Ποίησης. Κι η Ποίηση τους αποζημιώνει πλουσιοπάροχα, καθώς «γυρεύοντας
το μυστικό να ανοίξουν την πόρτα της» προκύπτει αυτή η «ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια», που είναι
τα ποιήματα. Έτσι, στην αέναη κι απεγνωσμένη αυτή αναζήτηση ερμηνείας, που
δυνητικά θα καθιστούσε ορθάνοιχτη την πόρτα της ποίησης, παρακολουθούμε άλλοτε
τον ποιητή ν’ αντιλαμβάνεται την ποίηση ως αντίδοτο κατά της φθοράς (Καβάφης),
άλλοτε να υπηρετεί με πάθος ένα πρωτογενή λυρισμό (Πολυδούρη) μερικές φορές να
πικραίνεται κιόλας που η ποίηση δεν ανατρέπει καθεστώτα (Αναγνωστάκης) αλλά
ό,τι κι αν συμβαίνει, ο Ποιητής με το π κεφαλαίο, ως κληρονόμος πουλιών, έστω
και με σπασμένα τα φτερά του από τις
κακουχίες των καιρών, θα αίρεται πάντα
πάνω από την πραγματικότητα και θα πετάει δείχνοντας το δρόμο για τον λίγο Ουρανό
που όλοι μας έχουμε ανάγκη (Σαχτούρης). Τα αντικλείδια τώρα του Τόλη Νικηφόρου
στις συλλογές «Το μυστικό Αλφάβητο» και
«Φωτεινά Παράθυρα» είναι η
απλότητα, η αλήθεια, ο
έρωτας, το όνειρο και τα φωτεινά χρώματα της ζωής, με αυτήν ακριβώς τη
σειρά έτσι όπως εξελικτικά προέρχονται το ένα μέσα από το άλλο: «ένα πολύχρωμος χαρταετός που υψώνεται/ κι αστράφτει
μαγικά πάνω απ΄ τα κάστρα/ με ήχους φυσαρμόνικας, με μακρινές φωνές/ σχεδόν που
αγγίζει κάποτε τον ουρανό/ κι ύστερα χάνεται μες την ομίχλη/ ύστερα
στροβιλίζεται και πέφτε/ πέφτει, σκαλώνει σκίζεται/ χάνει τα χρώματα και τα
στολίδια του/ πάνω στα αιχμηρά κλαδιά του χρόνου». Τέτοιες
είναι, απλές κι αληθινές οι εικόνες στο «Μυστικό
Αλφάβητο» Γι’ αυτό κι ο Έρωτας φτάνει τα χρώματά του ως τον άλλο Ουρανό στα
«Φωτεινά Παράθυρα»: «με της ψυχής το κόκκινο/ και το βαθύ γαλάζιο/ άνοιξε
τους κρουνούς/ για να λουστείς/ στις λέξεις και το βλέμμα/ στις άκρες των
δαχτύλων μου/ νίκησε τη φθορά/ το καθημερινό μας γκρίζο/ μετάγγισε στις φλέβες
μας πνοή/ αγάπησέ με/ δεν έχω άλλο κλαδί να κρατηθώ/ άλλο ουρανό». Η ποιητική αποκάλυψη του έρωτα «αναδεικνύει τη στιγμή του σε αιωνιότητα»
και η «όασή του από απόρθητη στην έρημο»
γίνεται «ηλεκτρική εκκένωση και τρέμουλο στα
γόνατα». Έτσι, «τα πιο ωραία
ποιήματα/ γράφονται χωρίς λέξεις/ οι πιο μεγάλοι έρωτες δεν γράφονται ποτέ» με
λέξεις. Γιατί «οι πιο μεγάλοι έρωτες/ αθώοι ταυτόχρονα/
και καταχθόνιοι συνωμότες/ στο μισοσκόταδο θροΐζουν/ ανάσα ή άγγιγμα/ σε μια
μεταξωτή κουρτίνα/ και χάδι σε βελούδινο κορμί/ τα μαγικά τους δευτερόλεπτα/
είναι το ρίγος της ζωής/ ισόθεο με το δέος του θανάτου». Το
ενδιαφέρον είναι πως σ’ αυτή την ασπρόμαυρη έρημο των λέξεων γεννιούνται όνειρα
και μάλιστα έγχρωμα. Η συνταγή είναι το Μυστικό
Αλφάβητο και υλικά τα Φωτεινά
Παράθυρα: «ματώνεις όλη μέρα στον τροχό/ σαν έρθουν
τα βαθιά μεσάνυχτα/ βάφεις με αίμα/ κόκκινο έναν χαρταετό/ και τον υψώνεις με
σπασμένα δάχτυλα/ στον ουρανό να λάμπει σαν αστέρι/ κάθεσαι στο παράθυρο μετά/
μακριά τον βλέπεις και δακρύζεις/ έτσι γεννιέται το όνειρο».
Στην έρημο των λέξεων λοιπόν ευδοκιμεί η φαντασμαγορία του κόσμου των ονείρων: «ένας γρίφος θηλυκός/ ένα παράξενο σταυρόλεξο/ με κάθετα
αναπάντητα ερωτήματα/ βελούδινα οριζόντια μονοπάτια/ που οδηγούν σε μυστικές
καταπακτές/ και υγρά αδιέξοδα». Οπότε όντας το όνειρο του Έρωτα «Αίνιγμα και σαγήνη δέος πηγή της ύπαρξης και πεπρωμένο»
επιτρέπει στα χρώματα «από τις
μυστικές πηγές της μνήμης εκστατικά στα μάτια σου ν’ ανατέλλουν» και καθώς «λάμψεις,
ήχοι βελούδινοι, φωνήεντα ενός άλλου κόσμου» αντηχούν, ακόμη κι ο
Ουρανός «προσγειώνεται» απότομα γιατί «μόλις την είδε
στ’ ανοιξιάτικο λιβάδι/ κατέβηκε αργά και μίκρυνε/ κι έγινε στο χέρι της
γαλάζια ομπρέλα»
ΕΡΗΜΩΣΕ
ΑΠΟΨΕ Η ΠΑΡΑΛΙΑ (από τη συλλογή «Το μυστικό αλφάβητο»)
ερήμωσε
απόψε η παραλία χωρίς ν’ ανθίζει ένα φως σο μαύρο χώμα τ’ ουρανού. κι έμειναν
μόνα τους τα εφηβικά μας χρόνια να περιμένουν το πλοίο για την απέναντι ακτή.
Λευκή το λένε πάντα ή Ευδοκία, αστράφτει τώρα μέσα στην ομίχλη, λες και είναι
χάραμα, λες και είναι εξαίσιος ήχος μυστικός. και να που ακούγονται φωνές,
τραγούδια στο κατάστρωμά του, και να που κόκκινα φορέματα ανεμίζουν, για μια
στιγμή η νύχτα πλημμυρίζει φως. ερήμωσε απόψε η παραλία και μέσα στο ψιλόβροχο
έμεινε μόνη της η επίκληση στους φανοστάτες, στα ξεχασμένα πρόσωπα η μάταιη, η
αιώνια προσδοκία.
ΜΟΥΣΙΚΗ
(από τη συλλογή «ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ»)
Το
φόρεμα της όταν θροΐζει
όπως
στον άνεμο ένα δάσος σκοτεινό
ο όνομά
μου στη φωνή της
το
χνώτο μου μες στο δικό μου χνώτο
τα
γόνατά της καθώς τρέμουν
πριν
απ’ το άνοιγμα και μισανοίγουν
το χέρι
μου στην απαλή επιδερμίδα
καθώς
αναζητάει κάθε ποτάμι μυστικό
ψίθυροι
και πνιχτές φωνές
ένα
μακρόσυρτο αχ που τρεμοσβήνει
και η
απόλυτη σιγή, η έκσταση
μες στο
πυκνό βελούδινο σκοτάδι
γ] Ο αισθητός κόσμος των ιδεών «μια λάμψη αχνή, μια θύμηση, μια γεύση
από χαρτί και δάκρυ» «στη διάλεκτο της μοναξιάς» που δε σε γέλασε, γιατί «διαβάζοντας το βαθύ γαλάζιο», «παλιές
γραφές και θαύματα» ήδη θα το κατάλαβες στο Μυστικό Αλφάβητο Φωτεινά Παράθυρα
τι σημαίνουν
Διαβάζοντας
τα ποιήματα της συλλογής του Τόλη Νικηφόρου «Το Μυστικό Αλφάβητο» ο αναγνώστης
έχει την αίσθηση πως χάνει τον περίγυρο της δύσκολης πραγματικότητας καθώς τα
γράμματα αυτού του μυστικού αλφάβητου διαλαλούν την προσδοκία, την ομορφιά και
αναπέμπουν αισιοδοξία, καθώς ακόμα και το πυκνό σκοτάδι παραμένει βελούδινο,
ενώ ο παρατατικός χρόνος, αυτός που ζήσαμε κι απλώς παρήλθε διατηρεί την μαγική
λάμψη της μνήμης του Έρωτα: «χάθηκε η πόλη
μες στα φώτα της κι έπλεε η βάρκα στ’ ανοιχτά. Χαμογελούσε εκείνη με το πιο
βαθύ της θάλασσας. Άρχισε τότε η νύχτα να προφέρει λέξεις μυστικές, ηδονικές,
άρχισε να χιονίζει ο ουρανός κόκκινα και γαλάζια ξέφτια στα μαλλιά της. Έμεινε
εικόνος θαμπωμένος και η στιγμή ανάμεσά τους εκστατική για πάντα»
(ΕΡΩΤΑΣ, 2)
Πολύχρωμοι λυτρωτικοί δοξαστικοί μουσικοί στίχοι-φράσεις: «κορίτσια με πολύχρωμα φορέματα,! το απέραντο γαλάζιο,! να περπατάς ανάλαφρα σαν μακρινό τραγούδι κι όλα ν' ανθίζουν γύρω σου μες στον μπαχτσέ το σούρουπο,! τα χρώματα που χάθηκαν στα μάτια σου εξαίσια να αστράφτουν πάλι,! κι έγινε στο χέρι της γαλάζια ομπρέλα,! εκείνο το ατίθασο κόκκινο τ' ουρανού, που τοποθετούνται με ακρίβεια αισθήματος υμνώντας το θαύμα της φύσης-ζωής»
Ίσως
η πιο αισιόδοξη απορία, η πλέον διάφανη ομίχλη, η πιο συντροφευμένη μοναξιά, ο πλέον
ανώδυνος φόβος, η πιο καθησυχαστική εναγώνια αναζήτηση της ανθρώπινης πορείας
μέσα στην αβεβαιότητα του θανάτου: «με θαύματα
γεννιέται πάντα και πεθαίνει ο κόσμος/ με θαύματα που κρύβονται μέσα στο φως/
πριν απ' το φως/ πέρα απ' το φως».
Μια
ποίηση, μιας εποχής για πάντα ξεχασμένης, που υπονοεί αλλά και τραγουδιέται, με
μυστικές φωνές
ΜΕΣΑ
ΣΤΟ ΑΧ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ (από τη συλλογή «Το μυστικό αλφάβητο»)
λευκές
καμπύλες απαλές πάνω στο σκούρο
μια
χώρα μαγική, ουτοπική
που
εκτείνεται σε θαμπωμένα μάτια
άγνωστη
σε κάθε λόχμη και κρυψώνα της
με το
γυμνό και το βελούδινο
ακόμη
ανεξερεύνητο
ψηλά
μια τούφα καστανά μαλλιά
στα
μαξιλάια βυθισμένα
κι ως
κάτω ανεπαίσθητο
ένα
σκίρτημα
μια
λάμψη υγρή μελωδική
που
στην επιδερμίδα αχνά λικνίζεται
όλα
είναι απλά και ηδονικά
όλα
είναι δέος
από τα
γόνατα ως τους ώμους
κι ως
το εξαίσιο τόξο του λαιμού
ως το
πυκνό σκοτάδι στην ανάσα της
που
ψιθυρίζει λέξεις μυστικές
βαθύσκιο
πρόσωπο εκστατικό
μεσα
στο αχ και μέσα στο όνειρο
κι ο
ΑΠΟΗΧΟΣ: Οι λέξεις επιστρέφουν «σαν μελωδία με θαύματα από χώμα κι ουρανό»
σαν «ένα όνειρο που διαφεύγει από τη
λήθη» σαν «μια λάμψη στο μαύρο χώμα τ’ ουρανού»
Έχοντας διαβάσει πολλές φορές το Μυστικό
Αλφάβτητο και τα Φωτεινά Παράθυρα, αν ήθελα να αφήσω απ’ έξω τα «Παροράματα
Συναισθήματος» που συνειρμικά αποτυπώθηκαν σε όλο το προηγούμενο κείμενο καθώς
περιπλανιόμουν ελεύθερα στο χάος των λέξεων του ποιήματος, αφήνοντας με αυτό
τον τρόπο τα δαχτυλικά αποτυπώματά μου, τώρα που έχω πλέον κλείσει οριστικά το
βιβλίο για να πάρει σειρά το επόμενο, αφουγκράζομαι την πνοή και την αλήθεια τους να επιστρέφει ως απόηχος
παντοτινά δικός μου! Το βιβλίο πάει έφυγε, οι λέξεις του ποιήματος μένουν:
«στιγμές
παράξενα μαγευτικές/ παράξενα από το χθες εφηβικές/ καθώς στα μάτια σου/ η
μνήμη αστράφτει (ΦΩΤΕΙΝΑ
ΠΑΡΑΘΥΡΑ) κι εγώ ρίγος αιχμάλωτο… έκθαμβος μελετώ/
παλιές γραφές και θαύματα/ αναζητώ τον μυστικό ορίζοντα/ όπου ελλοχεύει η μοίρα
(ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ) φωτεινά παράθυρα από
τον ουρανό στην παγωμένη ερημιά του δρόμου προβάλλουν σκόρπια εκεί ψηλά και μες
στη νύχτα εκπέμπουν ένα χάδι απρόσιτο (ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ) ποια είναι η γλώσσα που μιλάει το φώς πέρα απ’ τις
λέξεις; ένα ποίημα γυμνό εμπρηστικό κόκκινο επιφώνημα της φλόγας ή της αστραπής
(ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ) ανοίγει ο μυστικός
κρουνός κι απλώνεται, σκορπίζει ακούγεται παντού η μουσική… άγγιξε, φίλησέ με,
νύχτα πάλι να γίνουμε ένα, αγέννητο ένα και παντοτινό… όταν σ’ ένα κρυστάλλινο
ποτήρι χωράει η θάλασσα, στα μάτια σου ο ουρανός και στην καρδιά το πεπρωμένο…
κοιτάζω εκστατικά τα μυστικά και θαύματα ηδονικά διαβάζω λέξη-λέξη το αιώνιο
παραμύθι της ζωής κι εγώ ταγμένος να προσθέτω μια φράση εδώ ένα στίχο παρακάτω
σαν έτσι α εξορκίζω τον πόνο και τον θάνατο (ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ)
Ποίηση, η θλίψη από την
παιδική καρδιά του κόσμου, μια θλίψη τελεσίδικη μέσα στο φως
Γράφω για να
τηρήσω μια εσωτερική εντολή και ελάχιστα αντιλαμβάνομαι το τί, το πώς, και το
γιατί. Συχνά έχω την αίσθηση ότι απλώς καταχωρώ όσα μου
υπαγορεύει ένας αόρατος υποβολέας, ότι δεν είμαι παρά ο πρώτος αναγνώστης των
βιβλίων μου. Στην πρωταρχική ανάγκη της έκφρασης δίνω διέξοδο, όπως οι μακρινοί
μας πρόγονοι, μόνος με τον εαυτό μου στη σύγχρονη σπηλιά μου. Με τον ιστότοπο
ίσως να ικανοποιήσω σε μεγαλύτερο βαθμό και την αμέσως επόμενη, την ανάγκη της
επικοινωνίας. [Τόλης Νικηφόρου]
Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Φωτεινά
Παράθυρα» του Τόλη Νικηφόρου
Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Το μυστικό
αλφάβητο» του Τόλη Νικηφόρου
Κλεφτές ματιές στα «Φωτεινά παράθυρα» του Τόλη
Νικηφόρου από τη Τζούλια Φορτούνη:
Και
ποια μυστική δύναμη σπέρνει και καλλιεργεί αυτά τα αναβλήστήματα της ψυχής;
Ρωτάω τον ποιητή. «Για λίγο σήκωσε πέρα μακριά τα ήρεμά του μάτια,
αν δεν τσαπίσω θα πεθάνω είπε απλά.»
Έτσι
το ποίημα γεννιέται και μεγαλώνει. Παίρνει μαθήματα. Το πιο σπουδαίο, το Άλφα της Αγάπης. Αλλά κι εκείνο της Απώλειας.
Δυναμώνει, επιβιώνει, προχωράει σε
ανώτερες σπουδές, αλλά πάντα το Άλφα το καθορίζει. Είναι αυτό που σιγά σιγά μετουσιώνεται σε Αθωότητα. Αλλά και τ’ άλλα
γράμματα το διαμορφώνουν. Το «ε» του Έρωτα. Το «φ» της Φύσης κι εκείνο το
απειλητικό θηρίο «Μη» της Ματαιότητας. Το «π» της πατρίδας, Το «ρ» του ρίγους
και του ουρανού. Το «χ» του Χρέους στον πάνω κόσμο, το παγερό «θ» του θανάτου»…
Όμως
το ποίημα αλλάζει φυσική κατάσταση. «Πλανιέται τώρα μέσα στο πλήθος, γίνεται
χνώτο, άγγιγμα, χαμόγελο αποκλειστικά
δικό σου.» Ένα ποίημα δώρο. Ένα θαύμα που αστράφτει. Κι ο ποιητής μέσα από το θαμπό παράθυρο
εκλιπαρεί «το κάτι εκείνο που δεν παραδίδεται : «αγάπησέ με, δεν έχω άλλο κλαδί
να κρατηθώ, άλλον ουρανό».
Και
«η απόλυτη σιγή, ή έκσταση, μες σε πυκνό βελούδινο σκοτάδι» κυοφορεί νέες
κραυγές, νέα ποιήματα, αφού «οι μεγάλοι έρωτες δεν γράφονται ποτέ», αλλά
δραπετεύουν, πλανιόνται «κόκκινα σύννεφα στον ουρανό».
Κι
ύστερα πλησιάζουν οι σκιές. Πλαισιωμένες κι αυτές με το δικό τους ανέσπερο
φως: «μια αγαθή σκιά ήταν η γιαγιά μου,
ένας ψίθυρος, όπως το φως του πρωινού, δειλά σαν μπαίνει από τις χαραμάδες.
Και
μια απόκοσμη μουσική: «ίσως νάναι αυτοί που αγάπησα που αναδύονται στο φως σαν
μελωδία, διάφανη, μαγευτική, εκστατική μέσα στον πόνο» Ο πατέρας, η μητέρα. Εδώ
το ποίημα γίνεται χάδι που μας αγγίζει με την αβάσταχτη ελαφρότητα της μνήμης
Η
αρχή πάντα είναι ένα ερώτημα. Κι εδώ είναι προφανές: Πώς το σκοτάδι γίνεται
φως; Γιατί δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαίο που η λέξη «φως» είναι η πιο συχνά
επαναλαμβανόμενη λέξη συνολικά στην ποίηση του Τόλη. Και πώς το φως αυτό εισβάλει από το παράθυρο; Και δεν είναι μόνο
η εικόνα και οι χίλιες λέξεις της.
Είναι
και ο κρότος που κάνει το παράθυρο όταν ανοίγει ορμητικά για να υποδεχτεί τη
νέα μέρα. Και είναι και άλλοι ήχοι. Του δάσους ή της θάλασσας, ή της γειτονιάς
στην πλατεία Δικαστηρίων. : «όλα είναι σπίτι, φίλοι, γειτονιά, το αύριο είναι
τώρα κι όλα είναι ο φως». Πώς λιώνει έτσι ο χρόνος σε τούτη την πλατεία, σαν τα
ρολόγια του Νταλί οι μνήμες χυμένες πάνω στα μάρμαρα. Και η μια εικόνα, ένας
πίνακας γεννάει άλλες, ατέλειωτες και η ιστορία που αρχίνησα να πω γίνεται
συνεχώς ρευστή και απρόβλεπτη, όπως και τα ποιήματα…
Σίγουρα,
όπως λέει και ο ποιητής τα ποιήματα επιλέγουν το δικό τους χρόνο για να
γεννηθούν, αλλά και τα παράθυρα ανοίγουν ξαφνικά διάπλατα. Και τι άλλο είναι το
φως που αλώνει το σκοτάδι, παρά ή ίδια η ποίηση, που βρίσκει εκείνη τη ρωγμή,
τη χαραμάδα και διαχέεται στα σκοτάδια της ψυχής και του μυαλού; Είναι η στιγμή
που
το ποίημα γεννιέται με «εκείνες τις σκληρές τις ιδρωμένες λέξεις».
Ύστερα
το ποίημα-φως ενηλικιώνεται παραμένοντας όμως
στο βάθος πάντα παιδί. Που πάντα θα παίζει με τους βόλους του στο
πολύχρωμο χαλί και πάντα θα ανοίγει ερμητικά το παράθυρο στον κόσμο…
Και
αν τις νύχτες οι ποιητές κλαίνε βουβά μέσα στο πιο πηχτό «αδιαπέραστο ,
λυτρωτικό σκοτάδι» είναι γιατί κάθε ποίημα που θα γεννηθεί θα είναι κι ένα φως βγαλμένο για να λάμψει
εκθαμβωτικά… «Ένα φως εξόριστο, πηγή της ύπαρξής μας και της πατρίδας μας.»
Είναι επώδυνος ο τοκετός αυτός «να φλέγομαι ταγμένος, να φλέγομαι και να
ονειρεύομαι με όλες τις αισθήσεις μου, με την ψυχή μου
Γιατί
έτσι μόνο «Θα ναι δικός μας αύριο ο
κόσμος»
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Ο
Τόλης Νικηφόρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1938. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες
από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωµυλία. Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων και
εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, µεταφραστής -διερµηνέας και αναλυτής
συστηµάτων στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Μετά το τέλος της
δικτατορίας, επέστρεψε οριστικά στη Θεσσαλονίκη ασκώντας το επάγγελµα του
µελετητή-συµβούλου οργάνωσης επιχειρήσεων έως το 1999.Τακτικός συνεργάτης του
περιοδικού "Νέα Πορεία" από τα µέσα της δεκαετίας του '70, διετέλεσε
επίσης αντιπρόεδρος της Λέσχης Γραµµάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος και της
Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης ενώ υπήρξε και µέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας
Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κ.Θ.Β.Ε. Εµφανίστηκε
στα γράµµατα το 1966 µε το µεγάλο ποίηµα, "Οι άταφοι". Από τις
εκδόσεις της "Νέας Πορείας" έχουν κυκλοφορήσει µεταξύ άλλων οι
ποιητικές του συλλογές "Το διπλό άλφα της αγάπης" (1994, επανέκδ.
Παρατηρητής, 2002), "Χώμα στον ουρανό" (1998), "Γαλάζιο βαθύ σαν
αντίο" (1999), "Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται"
(2002),"Ο πλοηγός του απείρου" (συγκεντρωτική έκδοση, ποιήµατα
1966-2002, 2004), τα διηγήµατα "Εγνατία οδός" (1973), "Τα µάτια
του πάνθηρα" (1996), "Νόστος" (2000), και το µυθιστόρηµα "Η
γοητεία των δευτερολέπτων" (2001). Από τις εκδόσεις του περιοδικού
"Μανδραγόρας" έχει εκδοθεί η ποιητική του συλλογή "Μυστικά και
θαύματα: ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας" (2007), και από τις εκδόσεις
"Νεφέλη" τα μυθιστορήματα "Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα"
(2005), "Η εξαίσια ηδονή του βιασμού" (2006), "'Ερημο νησί στην
άκρη του κόσμου" (2009) καθώς και η συλλογή διηγημάτων "Ο δρόμος για
την Ουρανούπολη" (2008), η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος
2009, από κοινού με το "Οριζόντιο ύψος" του Αργύρη Χιόνη. Έχει επίσης
συγγράψει παραµύθια για µεγάλους. Ποιήµατά του έχουν µεταφραστεί σε πολλές
γλώσσες και έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες.
Τάσο μου, σε ευχαριστώ θερμά για την ωραία, εμπνευσμένη και εύστοχη παρουσίαση/κριτική των ποιημάτων μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤόλης Νικηφόρου