(… είναι ο μόνος τρόπος πια για να υπάρχω στην
αιωνιότητα της μιας στιγμής…)
Το ΑΝΤΑΛΑΚΤΗΡΙΟ ΗΔΟΝΩΝ είναι η πρώτη ποιητική
συλλογή της Δώρας Κασκάλη ύστερα από τρία πεζογραφικά βιβλία.
Ο τίτλος, ενδεχομένως προπατορικός, ορίζει
το περιεχόμενο:
ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΗΡΙΟ ΗΔΟΝΩΝ, δηλαδή ο χώρος
και ο χρόνος όπου συμβαίνει μια ανταλλαγή, από την πιο ιδεαλιστική έως την πιο
αγοραία εκδοχή της.
Είναι μια απόπειρα της ποιήτριας να
ιχνηλατήσει την ερωτική επιθυμία και τις αναπαραστάσεις της
ή όπως εύστοχα σχολιάζει ο Χαράλαμπος
Γιαννακόπουλος, «τις επικράτειες
του έρωτα:
την επιθυμία και την άρνηση,
τον πόθο και τη διάψευσή του,
την προσδοκία και τη μοναξιά,
την απουσία και την ολοκλήρωση,
την αιωνιότητα της μιας ώρας,
την ήττα και την αντοχή,
το αρσενικό και το θηλυκό…».
Κυρίως, όμως, με τα ποιήματα της
συλλογής αυτής η Δώρα Κασκάλη αφηγείται τη διαλεκτική σχέση μεταξύ έρωτα και
γλώσσας,
γιατί η ερωτική εμπειρία, είτε το αντιλαμβανόμαστε
είτε όχι, από τις λέξεις ξεκινάει και στις λέξεις καταλήγει ξανά…».
Ώσπου, τελικά, γλώσσα και έρωτας
συμφύρονται,
ποίηση
και ηδονή συγχωνεύονται και
«ακουμπώντας τη γλώσσα στην άγραφη
άσπρη κόλλα πάνω»,
το σώμα και το ποίημα ταυτίζονται, για
«να γκρεμίσουν τα οχυρώματα,
για να βρεθούν τα σώματα σ’ ένα
σπασμό συντριπτικό
που διαλύει τα καύκαλα των λέξεων
και δίνει ένα άλλο νόημα στον έρωτα»!
[παρουσίαση ποιητικής συλλογής με
εσωτερική εστίαση Τάσου Κάρτα]
(… είναι ο μόνος τρόπος πια για να υπάρχω στην
αιωνιότητα της μιας στιγμής…)
Το ΑΝΤΑΛΑΚΤΗΡΙΟ ΗΔΟΝΩΝ είναι η πρώτη ποιητική
συλλογή της Δώρας Κασκάλη ύστερα από τρία πεζογραφικά βιβλία.
Ο τίτλος, ενδεχομένως προπατορικός, ορίζει
το περιεχόμενο:
ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΗΡΙΟ ΗΔΟΝΩΝ, δηλαδή ο χώρος
και ο χρόνος όπου συμβαίνει μια ανταλλαγή, από την πιο ιδεαλιστική έως την πιο
αγοραία εκδοχή της.
Είναι μια απόπειρα της ποιήτριας να
ιχνηλατήσει την ερωτική επιθυμία και τις αναπαραστάσεις της
ή όπως εύστοχα σχολιάζει ο Χαράλαμπος
Γιαννακόπουλος, «τις επικράτειες
του έρωτα:
την επιθυμία και την άρνηση,
τον πόθο και τη διάψευσή του,
την προσδοκία και τη μοναξιά,
την απουσία και την ολοκλήρωση,
την αιωνιότητα της μιας ώρας,
την ήττα και την αντοχή,
το αρσενικό και το θηλυκό…».
Κυρίως, όμως, με τα ποιήματα της
συλλογής αυτής η Δώρα Κασκάλη αφηγείται τη διαλεκτική σχέση μεταξύ έρωτα και
γλώσσας,
γιατί η ερωτική εμπειρία, είτε το αντιλαμβανόμαστε
είτε όχι, από τις λέξεις ξεκινάει και στις λέξεις καταλήγει ξανά…».
Ώσπου, τελικά, γλώσσα και έρωτας
συμφύρονται,
ποίηση
και ηδονή συγχωνεύονται και
«ακουμπώντας τη γλώσσα στην άγραφη
άσπρη κόλλα πάνω»,
το σώμα και το ποίημα ταυτίζονται, για
«να γκρεμίσουν τα οχυρώματα,
για να βρεθούν τα σώματα σ’ ένα
σπασμό συντριπτικό
που διαλύει τα καύκαλα των λέξεων
και δίνει ένα άλλο νόημα στον έρωτα»!
[παρουσίαση ποιητικής συλλογής με
εσωτερική εστίαση Τάσου Κάρτα]
ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑ
(απόσπασμα)
Είμαι άγραφη όπως
η άσπρη κόλλα. Με γεμίζω με λέξεις.
Πόσες λέξεις να
καλύψουν
την άκαρδη
απόσταση ανάμεσά μας;
Κι όταν θα
παίρνεις στα χέρια σου
αυτό το γράμμα το
παλιομοδίτικο,
θα ξέρω ότι οι
παλάμες σου σφραγίζουν
τ’ αχνά μου
αποτυπώματα.
Δεν θέλω να είναι
εμφανή,
να δείχνουν την
παράδοσή μου τόσο εύκολα.
Μετά θα
ξεφλουδίσω μόνη μου τα λίγα προσχήματα
Θα σε τρομάξω;
Οι δράκοι μου
είναι στο κουτί με τα παιδικά μου παιχνίδια.
Μια να τους κάνω,
μικρά
κομμάτια,
γαλάζια, κόκκινα lego.
Κι εκείνη η ουλή
στο φρύδι της αριστερής μου ρώγας
σου είπα ψέματα,
ένα μικρό αθώο ψέμα,
είναι το ξόδεμα
μιας παμπάλαιας πληγής
που δεν δούλευε
πια από μέσα.
Εσύ άγγιξε το
χαρτί, βάλε το μες τη τσέπη σου,
να νιώσω τον
ιδρώτα που την παλάμη σου μουσκεύει
ακούμπησέ το
τυχαία στα μαλλιά σου
που θέλω τώρα
τόσο με τα δάχτυλά μου να χτενίσω
να ζήσω απ’ τα
μετάξια τους.
Αυτή τη στιγμή
είμαστε ακόμα νέοι,
αρυτίδωτα τα «σε
λατρεύω», αγαπημένε μου,
καιγόμαστε και
γινόμαστε την ίδια ώρα
Φρέσκοι μέσα στο
χαμό.
Να φυλάξεις τα
γράμματά μου,
στο μαύρο κουτί
της μνήμης σου.
Να με φυλάξεις,
γιατί είμαι γυμνή κι αθώα
α] Εκ προοιμίου ΠΑΙΔΙΑ ΣΙΩΠΗΛΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ
τα λόγια των ποιητών κι «έξω απ’ έναν
οίκο καθωσπρέπει» «ανατομικές λεπτομέρειες στου πόθου τα στιλέτα» «μ’
αντάλλαγμα το σπέρμα βίαια ρομαντικών εραστών»
Δεν
θα μπορούσε να γίνει μια ουσιαστική προσέγγιση του ερωτικού στοιχείου στην ποίηση
της Κασκάλη χωρίς επίκληση στην αυθεντία της Αλεξάνδρας Μπακονίκα. Σημειώνουμε λοιπόν εδώ κάποιες από τις βασικές
παρατηρήσεις της:
«…Τη
διέλευσή της στην ομορφιά, τη μεταμόρφωση, αλλά και τον κίνδυνο, την απόγνωση
που αφήνει ο παράφορος έρωτας καταθέτει η Δώρα Κασκάλη στην πρώτη ποιητική
συλλογή της με τον τίτλο Ανταλλακτήριο
ηδονών. Στην τόσο
λεπταίσθητη τέχνη της ποίησης αποδεικνύει ότι διαθέτει τις αρετές μιας διεισδυτικής
και θελκτικής γραφής… Το σώμα, η λαγνεία και οι αισθήσεις κατέχουν καίρια θέση,
συνυφαίνουν καταιγιστικά τα ποιήματά της… Το ξέσπασμα της σάρκας μέσα στη δίνη
της κραιπάλης πείθει ακράδαντα για τη φλογερή σχέση που δένει το ζευγάρι. Το
διακρίνουμε εμφανέστατα στις ΑΝΑΤΟΜΙΚΕΣ
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ αλλά και σε άλλα ποιήματα της ίδιας συλλογής:
ΑΝΑΤΟΜΙΚΕΣ
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
Τα πόδια μου κουράστηκαν
να κουβαλάνε το μικρό μου
σπίτι
δυο δωμάτια σαλοκουζίνα και WC.
Γέμισαν σκοτωμένο αίμα οι
φλέβες
όσο εγώ κάνω υπερωρίες στου πόθου τα στιλέτα.
Απ’ τα παράθυρά του βγαίνουν
δέκα χέρια
κι αυτά διακλαδίζονται σε
δάχτυλα διακόσια
με νύχια αρπαχτικά που
κρύβουν τη γενιά τους
στο κόκκινο, τυρκουάζ και
κοραλλί μανό.
Η μάνα όλη μέρα θυμιατίζει
σε μία κόγχη της αριστερής
αμυγδαλής
έχει στριμώξει εικόνες των
Αγίων
επιχειρώντας πλιάτσικο στις
πιο λάγνες μου μνήμες.
Εσύ κάνεις τραμπάλα στην
αρσενική δεξιά
νιώθεις ασφάλεια μες την
υπεροχή σου,
όσα σου δίδαξαν οι κραταιοί
προπάτορες θυμήσου!
Από τη μία θηλή κρέμονται
δέκα νάνοι,
από την άλλη ρέει πρωτόγαλα
αγριμιού,
μια τιάρα μου υπόσχεται
παλάτια
και κοφτερές, μεθυστικές
βελόνες
με στέλνουν σε ναρκωτικά
ταξίδια του χαμού.
Έχω μια πανάρχαια γιαγιά που
κάθε βράδυ
ποντάρει την τιμή μου στα
χαρτιά
κι εγώ κρατάω τσίλιες στους
αιώνες
έξω απ’ έναν οίκο καθώς
πρέπει
παραφυλώντας της ακολασίας
το βασιλιά.
Πάνω στην άσπρη μου κοιλιά
θα σχεδιάσω ένα σπουδαίο
δένδρο γενεαλογικό
και το αιδοίο μου θα
υποθηκεύσω
μ’ αντάλλαγμα το σπέρμα
βίαια ρομαντικών εραστών.
β] Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ και Ο ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ ΙΛΙΓΓΟΣ της αιωνιότητάς τους που
διαρκεί όσο «ένα κοπάδι στίχων, όμορφα συναγμένο για να κερδίσω μάταια την
προσοχή σας, για να αποκτήσω – φευ! - μια χάρτινη ζωή»
Η προσπάθεια της Δώρας Κασκάλη να ιχνηλατήσει ποιητικά μία από τις πιο
ζέουσες εκφάνσεις της ανθρώπινης κατάστασης, την ερωτική επιθυμία και τις
αναπαραστάσεις της, διαρθρώνεται σε τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο τιτλοφορείται
«Ο ΕΡΩΣ ΕΧΕΙ ΥΠΑΡΞΗ» με την έννοια, σύμφωνα με την ομολογία της ίδιας της
ποιήτριας, ότι συλλαμβάνεται με όρους
υπαρκτικούς, ενώ εμφανής είναι και ο ειρωνικός σχολιασμός των ποικίλων
στερεοτύπων περί γυναικείας ηδονής.
«Εύχυμα σώματα / κατοίκησαν τις ρίμες μου, / στόματα
δάγκωσαν μ’ όλη τους την οδύνη, / μέλη καίγονταν / στης λαγνείας το καμίνι»
(ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ).
Η διάψευση της προσδοκίας, η απαλλοτρίωση των αισθημάτων, ο σύγχρονος
άνθρωπος που αναζητά την επαφή μέσα από οθόνες, προσπαθώντας ωστόσο να καλύψει
την απουσία του άλλου με λέξεις, είναι μερικά ακόμη από τα νήματα που φτιάχνουν
το ποιητικό υφαντό σ’ αυτό το πρώτο μέρος της συλλογής:
«Έλα να κοιμηθούμε τις αντιφάσεις μας: / θα είναι
βάπτισμα / στην απόλυτη σχετικότητα. / Έλα να ντυθούμε τα θολά μας / περι
γράμματα» Λεξικοποιούμε τους ρόλους μας / αφού δεν μπορούμε να τους ζήσουμε με
το σώμα μας… (ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ).
Το δεύτερο μέρος με τίτλο «Silentium amoris» απαρτίζεται από δέκα σύντομα
πεζοποιήματα υπό μορφή ανεπίδοτων επιστολών προς ισάριθμους εραστές· τα κείμενα
εμφορούνται από ερωτική απελπισία και μοναξιά, από την οδύνη του ανεκπλήρωτου.
Είναι σύντομοι ποιητικοί, ενδεχομένως και θεατρικοί μονόλογοι, που έχουν έντονο
το στοιχείο της δραματικότητας:
«Μην ακουμπάτε νωχελικά στον τοίχο του διαδρόμου, του
έγραφε. Με βασανίζει η άνοιξη όπως γέρνει στο κορμί σας, μια τεθλασμένη
επιθυμία που δεν με συναντά. «Δεν υπογράφω στους διαδρόμους», μου είπατε
παιγνιωδώς κι ύστερα καθίσατε σ’ ένα πρόχειρο γραφείο και μου σκαλίσατε το
βλέμμα με μια μαύρη πένα. Λεπτά δάχτυλα που δεν κατέχουν την οδύνη, κι ας
σέρνεται στο αίθριο κι ας αντηχεί χάλκινη στις αίθουσες των πλημμελών θνητών.
Τα μακριά μαλλιά σας θα μου σκουπίσουν το πρώτο υγρό ενύπνιο κι αυτό, χωρίς
επικυρώσεις, θα το ιδιοποιηθώ κατάφορα παρανόμως»
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος
υπάρχει μία κορύφωση, όπως καταμαρτυρεί και ο τίτλος του: «Λιβιδώ» (libido, λίμπιντο, σεξουαλική ορμή, ερωτική ορμή). Στα ποιήματα αυτά ο
αισθησιασμός ανεβάζει τη θερμοκρασία των λέξεων. Τα σώματα αποτελούν συχνά την
αφορμή για την κάλυψη της απόστασης, τη διάλυση της αποξένωσης και αναζητούν
πάντα την τελείωση, την ολοκλήρωση μέσα από τον άλλο άνθρωπο.
ΑΛΙΕΥΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΩΝ
Έπιασες το χέρι μου με βία
τράβηξες το λουκέτο
πουκάμισου άσπρου·
κύλησε μες το στήθος το
κουμπί,
μισοπνιγμένος το ’ψαξες
κι όταν σώθηκες απ’ το βυθό
μου,
αναδύθηκες στο βράδυ του
Σαββάτου
μ’ ένα μικρό μαργαριτάρι
ανάμεσα στα δόντια.
Ζύγιασες με την παλάμη σου
τ’ αναστημένα μαλλιά μου
κι άφησες έγκαυμα
στην αγωνία του λαιμού
στράγγισε το σώμα σου
ιδρώτα στη σπηλιά της μασχάλης.
Η γλώσσα σου ξεθηλύκωσε
κάθε συστολή της γυμνωμένης μου πλάτης
κύλησαν στ’ αυλάκια της
ως τη ρίζα της παραίσθησης
οι χυμοί σου.
Και τράβηξες τη χορδή
που ηχούσε παράφορα
στη σάρκινη λύρα.
Η άπνοη εκφορά της ηδονής
έκανε το φεγγάρι
στα σεντόνια μας
κομμάτια.
γ] Ο ΑΙΣΘΗΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ και τα ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ
ΡΟΛΩΝ
που θα πλέουν, ως σύμφωνα και φωνήεντα μέσα στο
αμνιακό υγρό του ποιήματος, ένας διάλογος δηλαδή σπαρακτικά ερωτικός για όσα
ζήσαμε με το σώμα μας εγκυμονώντας έναν αναγεννημένο εαυτό
Ποιώντας το
ερωτικό Γράμμα / ποίημα η Δώρα Κασκάλη, βλέπει «να
σταλάζει ακατάπαυστα μια αιματόχρωμη αρμονία απ’ τη λεπίδα του μυαλού».
Τότε, η Αγάπη κι ο Έρωτας κατακτούν το πρώτο ρόλο και θύτης και θύμα, χειριστής
και σφαγιαστής, γίνονται ένα στο παιχνίδι με τις λέξεις, «τα
μικρά αυτά κατοικίδια με την καρδιά του αίλουρου». Στη διάρκεια μιας τέτοιας θυσίας λοιπόν
μπορεί τα λόγια να περισσεύουν, τα ποιήματα να παλιώνουν ξεχασμένα μες το
σεντούκι, μπορεί η γυναίκα να μένει χωρίς γλώσσα, δίχως χέρια, «υποκατάσταση γυναίκας σε βολικές ώρες ηδονής», αλλά
τελικά το Ποίημα, Δώρον άδωρον, κερδίζει – φευ - μια χάρτινη ζωή!
ΑΔΩΡΑ
Όταν έσφαξες το ωραίο, μαύρο
πιάνο με την ουρά,
κι έβλεπα να σταλάζει
ακατάπαυστα
μια αιματόχρωμη αρμονία
απ’ τη λεπίδα του μυαλού
σου,
δεν είπα τίποτε.
Σε αγαπούσα τότε.
Εσύ ο χειριστής, εσύ ο
σφαγιαστής.
Όταν σου έγραφα το γράμμα
-έπαιζα χρόνια με τις
λέξεις,
τα μικρά μου κατοικίδια με
την καρδιά του αίλουρου -
κι εσύ το ξέχασες μες το
σεντούκι
με τη σκαπάνη και τα βρώμικα
φτυάρια,
ένιωσα να παλιώνουν όλα τα
ποιήματα
που ήθελα να σου δωρίσω.
Σε αγαπούσα – ίσως - ακόμη
αλλά έμεινα χωρίς γλώσσα,
δίχως χέρια,
υποκατάσταση γυναίκας
σε βολικές ώρες ηδονής.
κι ο ΑΠΟΗΧΟΣ: Κοίτα, κάτω από το δέρμα σου το αίμα και ο πόθος ρέουν
–κόκκινο σύννεφο (Janina Degutyte)
Έχοντας διαβάσει πολλές φορές το
ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΗΡΙΟ ΗΔΟΝΩΝ, αν ήθελα να αφήσω απ’ έξω τα «Παροράματα Συναισθήματος» που συνειρμικά αποτυπώθηκαν σε όλο το προηγούμενο
κείμενο καθώς περιπλανιόμουν ελεύθερα στο χάος των λέξεων του ποιήματος,
αφήνοντας με αυτό τον τρόπο τα δαχτυλικά αποτυπώματά μου, τώρα που έχω πλέον
κλείσει οριστικά το βιβλίο για να πάρει σειρά το επόμενο, αφουγκράζομαι την
πνοή και την αλήθεια τους να επιστρέφει
ως απόηχος παντοτινά δικός μου! Το βιβλίο πάει έφυγε, οι λέξεις του ποιήματος
μένουν:
Ας
κάνουμε μια συμφωνία εγώ και η σιωπή σου: δεν θα υπάρχουν όροι απαγορευτικοί,
μόνο κατ’ οίκον περιορισμός μιας μπαγιάτικης επιθυμίας στο κουκούλι του λάθους.
Τίμιες συμφωνίες σ’ ένα παιχνίδι ατιμίας για όρκους έρωτα που ασελγούν πάνω στο
ανοίκειο σώμα του μαζί… Για να βρεθούν τα σώματά μας σ’ ένα σπασμό συντριπτικό,
που θα διέλυε τα καύκαλα των λέξεων και θα ’δινε ένα άλλο νόημα στον έρωτα…
Πόσες λέξεις να καλύψουν την άκαρδη απόσταση ανάμεσά μας… όσο εγώ κάνω
υπερωρίες στου πόθου τα στιλέτα; Αποσύρομαι τώρα στον σιωπηρό γυναικωνίτη για
να σύρω μια μισοσπασμένη, αμφίβια σαΐτα στον αργαλειό που βούλιαξε κι έβγαλε
ρίζες ο πάτος μιας επιθυμίας απρόκλητα υγρής… Λεξικοποιούμε τους ρόλους μας
αφού δεν μπορούμε να τους ζήσουμε με το σώμα μας. Όταν πεθάνουν τα ποιήματα,
όταν θα σκοτωθούν οι ήρωες των βιβλίων –θα γίνει το αδύνατο θα δεις- εσύ, αγάπη
μου, δε θα ’χεις πια ζωή να ζήσεις… Εύχυμα σώματα κατοίκισαν τις ρίμες μου,
στόματα δάγκωναν μ’ όλη τους την οδύνη, μέλη καίγονταν στης λαγνείας το καμίνι…
Αυτές οι προσωπικές μυθολογίες θα μείνουν πάντα ανιστόρητες. Τα βράδια της
εσωτερίκευσης, εγώ θα σωματοποιώ ασκήσεις ύφους… για να μην πιαστείτε επ’
αυτοφώρω να νιώθετε… Και τράβηξες τη χορδή που ηχούσε παράφορα στη σάρκινη
λύρα. Η άπνοη εκφορά της ηδονής έκανε το φεγγάρι στα σεντόνια μας κομμάτια… Και
όταν αγγίξουμε εκείνα τα σημάδια της αναγνώρισης τον γόρδιο δεσμό, να μην
τρομάξουμε: είμαστε αυτοί και όχι άλλοι κι έτσι αυθεντικοί του πάθους τη
γυμνότητα να ενδυθούμε… Να καθαρίσω αυτά τα μάτια απ’ τα παλίμψηστα που χάλασαν
τα χρώματα απ’ τα κορμιά που τα ’καψαν με τη μοναχική παραφορά τους. Να ξαναδώ
το ελάχιστο ν’ ανασυνθέσω το μηδέν κι ύστερα να σε δημιουργήσω… (Γιατί) έκανες
το σπασμό λέξεις από βελούδο… Μου χάρισες, δηλαδή, αιωνιότητα μιας ώρας!
ευχαριστώ Τάσο, δεν ήξερα την ποιήτρια!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή