Οι
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ [Α] είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Ειρήνης
Καραγιαννίδου (εκδόσεις ΛΟΓΟΤΕΧΝΟΝ, Θεσσαλονίκη 2013).
Η επιλογή
του «Α» ως ειδοποιού γνωρίσματος των εποχών δεν είναι καθόλου συμπτωματική.
Όντας το
πρώτο γράμμα της αλφαβήτου όπου ο ήχος διαμορφώνεται από την εισπνοή-εκπνοή, ο
ρόλος του είναι πολύτροπος:
επιφώνημα
σαστίσματος αλλά και πρώτο γράμμα Αγάπης
Αγωνίας Απουσίας Αμφιβολίας Αμφισβήτησης Άνοιξης, Απλωτές λήθης στη
μοαναξιΑ του έρωτΑ και τη φθορΆ του, και
όπως
ομολογεί η ίδια η ποιήτρια, φαύλος κύκλος συναισθημάτων που εναλλάσσονται σαν
εποχές «με άξονες φωτεινούς»
και, τέλος,
άλφα
στερητικό όλων αυτών που αρχίζουν από ΑΛΦΑ.
«Βεστιάριο
πολύχρωμο οι φθόγγοι σου ξέχειλο από ροδώνες, βρεγμένη χλόη και φλεγόμενα μελίσσια»!
Οι
ποιητές, βέβαια, ξεθάβουν κομμάτια της ψυχής από το άλφα ως το ωμέγα, τα
αποθέτουν μέσα στους στίχους και τα προσφέρουν ως «φάρμακα» που «κάμνουνε για
λίγο να μην νιώθεται η πληγή»… απ’ τις εκδορές του ανθρώπινου πάθους.
Γιατί μπορεί «Δοκιμές νάρκης του άλγους» να
είναι η Ποίηση αλλά ποιητές όπως η Ειρήνη Καραγιαννίδου αγαπούν τη νάρκη τους
και «εν Φαντασία και λόγω» «φυλάγουν τ’ αλφαβητάρια» κι «ανθοφορούν λουλούδια
στα χείλη» των στίχων τους.
Φοβούνται
«τον άνεμο της αναμμένης τους ερήμου» αλλά ως «ανθρώπινο προσάναμμα» ρίχνονται
στην πυρά γυμνοί και πεινασμένοι και «χαίρονται την πρώτη τους Άνοιξη» και τη
ΝΕΚΡΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗ
(από τη σελ. 37):
«Να έρθεις
μεσάνυχτα στον τοίχο
φαναράκια
κρατώντας πάνω στην εξαντλημένη ακουαρέλα
να
βρει ο ύπνος χρώματα να ζωγραφίσει
Εσένα ό,τι πιο ζωντανό στη νεκρή μου φύση.
Εγώ που ντύθηκα το δέρμα σου νύχτα
κάθε
που θα συναντώ το φως σου
θα
το τιμώ παράφορα»
[παρουσίαση ποιητικής συλλογής με εσωτερική
εστίαση Τάσου Κάρτα]
α] Εκ προοιμίου ΠΑΙΔΙΑ ΣΙΩΠΗΛΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ τα λόγια των ποιητών
«ομοίωμα
κώδικα μυστικού», φως «σε τόσους αιώνες σκοταδιού», γιατί «τα έχουν διασχίσει
χρυσές χορδές εγκάρσια»
Η
έμπνευση, σύμφωνα με μια ιδιότυπη μυθική θεώρηση, είναι αδελφή Παθών, σύμμαχος
Λαιστρυγόνων, Σειρήνα απόκοσμη αλλά και Κίρκη που έχει το μαγικό ραβδί των
μεταμορφώσεων. Ο ποιητής, από τη φύση του «φτιαγμένος να παραξενεύεται», με
ευαισθησίες που τον φέρνουν πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση του και στο δράμα
της, αγνοώντας τις Συμπληγάδες της περιπέτειάς του, ανακατεύει την τράπουλα των
λέξεων, που είναι τα μαγικά του φίλτρα και πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής τις
Φωτιές των Παθών του, (που του είπαν να μην τις ανακατεύει) και, παραλογισμένος,
τις ερωτεύεται ως τη μοναδική λύση στα αδιέξοδά του.
«Εμείς κισσοί σπασμένοι σε βαλτόνερα
σκαρφαλώνουμε απ’ τις στάχτες με περιδίνηση
γινόμαστε η ειμαρμένη που –τόσο αφελείς –
χειροκροτούσαμε ως
έμπνευση» (ΠΡΙΝ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ σελ. 12).
Η
αντίφαση του ποιητή βρίσκεται στο γεγονός ότι καταλαβαίνει πολύ καλά τη βασική
αιτία της έμπνευσής του, που είναι αυτές οι Φωτιές της Επιθυμίας, οι Βροχές και
τα Μπουγάζια της Σιωπής, αυτός ο Κλειστός Χειμώνας της Υπομονής, αυτό το Παρόν
που δεν σταματά ποτέ του να συμβαίνει, και θέλει, ο ποιητής, με κάθε μέσο να
γίνει παρανάλωμά τους, την ίδια στιγμή όμως φοβάται, γι’ αυτό διστάζει να κάνει
πράξη τα οράματά του. Έτσι, τελικά, μοιράζεται στα δύο: από τη μια συμμετέχει
στο δράμα «αφού είναι από τη φύση του φτιαγμένος να
παραξενεύεται», από την άλλη όμως παραμένει ένας απλός χειροκροτητής
του πλήθους αφού «ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις» του
είπαν.
«Όλοι τυφλοί κι εσύ γέρνεις αποσταγμένος
μέσα σε γιασεμί, δυο μάτια μύρια γίνονται,
τρέχουν κρινοδάχτυλα στο μαύρο
διανέματα να προφτάσουν…
μην ταράξουν κοπάδια άστρα κολασμένα.
Μα ας αφήσουμε τα παραμύθια.
Όχι πως είναι ψεύτρα η μοναξιά,
αλλά αυτό το καλοκαίρι
θα ’ναι γεμάτο ροδοστάγματα να σε νανουρίζουν» (ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΧΤΙΑ
ΠΑΘΗ σελ. 13).
Στον παρανοϊκό εφιάλτη αυτού
του κόσμου, σαν ο πιο ευαίσθητος παρατηρητής του και συμμέτοχος, ο Ποιητής, έχει γίνει κι αυτός κατά κάποιον τρόπο
σχιζοφρενικός. Προσβλημένος από την ασθένεια της εποχής, είναι μια ύπαρξη
διχοτομημένη, που αγωνίζεται μάταια να ξανακερδίσει τη χαμένη του ακεραιότητα.
Είναι δεν είναι ψεύτρα η μοναξιά «υπάρχει μια οσμή μπαγιάτικων
εσώψυχων στο πάτωμα» (ΤΙ ΕΙΣΑΙ;) Το παραμύθι όμως
έχει και Χιονάτη που φυτεύει
«…λουλουδένια στέμματα
ονειρεύεται έναν ύπνο βαθύ πάνω στον πορφυρό ουρανό σου
κι ένα φιλί λευκό…
Αυτοί που θέλουν να συντρίψουν,
των δηλητηριασμένων το ξέσπασμα,
έχουν έμβλημά τους μόνο τη φωτιά,
σημαία κόκκινη στο μαύρο»
(ΧΙΟΝΑΤΗ σελ. 43)
β] Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ και ο ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ ΙΛΙΓΓΟΣ ίλιγγος της αιωνιότητάς τους,
που διαρκεί
όσο «τα σύννεφα τρέχουν βιαστικά όταν τα κυνηγά η βροχή», «κάποια άλλη νύχτα
όμως, γιατί αύριο θα ξαναβρέξει χαϊδεύοντας λευκές προσμονές»
Με
μια ευρεία έννοια οι αυθεντικοί ποιητές γράφουν από την αρχή έως το τέλος της
ζωής τους ένα και το αυτό ποίημα. Το ποίημα μιας αδυσώπητης πάλης με τις
αδυναμίες τους και της αέναης
προσπάθειας τους να περάσουν μέσα στον Κόσμο της Ποίησης, από την ανοιχτή έτσι
κι αλλιώς πύλη της στο Εξαίσιο και μαγικό αυτό Κόσμο.
«Σφυρηλάτησέ με απ’ την αρχή!
Θέλει η χειμερία νάρκη κρότο,
να ’ρθουν οι εποχές στη φυσική τους αλληλουχία,
να ξαναηχήσω χρώματα» (ΜΙΛΑ ΜΟΥ σελ. 23).
Η
«εκδρομή» αυτή στον υπερβατικό Κόσμο της Ποίησης, υπέρτατη αλήθεια της ίδιας
της ύπαρξης, δεν έχει αρχή, μέση και τέλος. Μπορεί ο ποιητής να σφαδάζει και να
διαμελίζεται από τη σύγκρουσή του με το πανίσχυρο, παράλογο στοιχείο της ζωής,
με τις αντιξοότητες των περιπλοκών της ζωής, με τα πάθη και τις ανεκπλήρωτες
επιθυμίες του, κρατιέται όμως ως το τέλος αλώβητος ψυχικά με τα ποιήματα που
φτιάχνει γι’ αυτή την «εκδρομή».
«Ως το πρωί μουτζουρώνοντας το ντυμένο ψέμα του»!
Κρατιέται
ζωντανός με τα ποιήματα, γιατί με αυτά μπορεί
«να
ξαναζωντανέψουν σώματα,
να επιβιβαστούν συσπάσεις σωτήρια μουγκρίζοντας
για καινούρια ταξίδια
με τις προπέλες προς πάσα κατεύθυνση
σ’ εκείνα τα μέρη τα ξανθά της ζωής ή της φαντασίας» (Ο
ΣΚΟΠΟΒΟΛΟΣ σελ. 48].
Όρθιος
και μόνος, όμως ο ποιητής, συνιστά ένα αμάχητο τεκμήριο αντοχής συγκινησιακών
υλικών. Το ποίημα, από την άποψη αυτή, είναι η σωσίβια λέμβος, η σωτήρια έξοδος
κινδύνου, το κερδισμένο εντέλει στοίχημα εκείνου του αισθητικού ατόμου, το
οποίο αντέταξε με τόλμη και παρρησία, απέναντι ακριβώς από το απειλητικό χάος
του σήμερα, και μάλιστα σε απόσταση αναπνοής, τις καταστατικές αξίες του είναι.
Και η Ειρήνη Καραγιαννίδου επιβεβαιώνει αυτό τον κανόνα με την πρώτη κιόλας
συλλογή, με την οποία σαν σε ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ
ΠΑΡΑΜΥΘΙ (σελ. 24):
«επιστρέφει στην όμορφη αθωότητα
κι ανταμώνει τη μνήμη την παλιά,
το χρώμα του αίματος στο κύμα,
τη φωνή δίχως προσωπείο»
και
κολυμπώντας αντίθετα στο ποτάμι αγκιστρωμένη από γιρλάντες λέξεων ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΥΜΑΤΑΙ (σελ. 49)
«με άηχα φιλιά με ρούχα
μουσκεμένα από βροχή…
με κύματα στο στόμα
αντίθετη στο ποτάμι σου
γιρλάντες λέξεων σε χλωμές σελίδες…
μέχρι να γίνουν οι γραμμές στις παλάμες μας Ένα,
θα δαγκώνω πλανήτες με όλη την επισημότητα,
να μην έχει τέλος η αναπνοή,
άλλοθι για τις σιωπηλές κραυγές τα βράδια.
Υπάρχει μόνο α-φωνία στην εγκαταλελειμμένη φωνή»
ΠΑΛΕΤΑ ΔΙΧΩΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗ (σελ. 26)
Απόψε θα κλέψω μάτια από
το χρώμα σου
μελάνι απ’ την έξαψή σου
με αναθυμιάσεις θα ζωγραφίσω - της φαντασίας διογκωμένης -
με δύσμορφες υστερικές πινελιές θα αποσπαστώ
σε συντριμμένα έπιπλα
να συστεί συθέμελα το σπίτι
- σαν χυδαία στοιχειωμένο -
μασκαρεμένη αδιάκοπα
μέχρι ν’ αποτινάξω την τελευταία ρίζα του μυαλού μου.
Ως το πρωί θέλω να
μουντζουρώνω
το ντυμένο ψέμα σου.
Ύστερα γδύσου.
γ] Ο αισθητός κόσμος των ιδεών και το
Γοργόνειο Άσμα σπασμένο,
«γιατί δεν έχω
πια αμφιβολία πως κάποιος κέντησε στην παλάμη σου ένα πιστόλι και στη δική μου
μια καρδιά χιονισμένη»
Ο
Γραφιάς, ήρωας στο ομότιτλο αφήγημα του Πάνου Σταθογιάννη, κάνει μια εύστοχη
παρατήρηση: «Ο ποιητής δεν κατανοεί ποτέ τον εαυτό του. Αιφνιδιάζεται
περισσότερο και από τον αναγνώστη για το αποτέλεσμα της γραφής του». Δεν είναι
λίγα τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτή την αλήθεια. Και δεν είναι μόνο η
αμφισημία ή τα διαφορετικά επίπεδα συμβολισμών που επιτρέπουν παράλληλες
αναγνώσεις, που ανατρέπουν ή ξεπερνούν τις αρχικές προθέσεις του ποιητή. Γιατί
η Ποίηση, στην τελική της έκφανση, δεν είναι μόνο η δομική και αισθητική
πραγμάτωση μιας ιδέας ή ενός βιώματος ή ενός συναισθήματος, αλλά μια ανακάλυψη
από το μηδέν και, με αυτή την έννοια ένας επαναπροσδιορισμός του κόσμου των
πραγμάτων, νοητών και αισθητών, κάθε φορά και σε μια άλλη παραλλαγμένη/
μεταλλαγμένη διάσταση, κάθε φορά και από άλλη οπτική γωνία, πιο εσωτερική, πιο
υποκειμενική. Γι’ αυτό ίσως, συμφωνούμε όλοι, ότι η Ποίηση είναι ένα άλμα προς
την καθολικότητα ή με τον τρόπο του Ελύτη, «άλμα πιο γρήγορο κι από τη φθορά».
Έτσι, ο αγώνας του ποιητή να δώσει μορφή στην ιδέα του ή στα αισθήματά του,
έχει να κάνει όχι τόσο με την προσπάθεια του να ιστορήσει σπουδαία βιώματα απαθανατίζοντάς τα με λέξεις στο χαρτί, όσο με
την αγωνία του να μην «βαλτώσει», να μην «πνιγεί» σε μια κουταλιά στείρας
εσωστρέφειας. Με αυτή την έννοια το
Ποίημα είναι μια «μαγική ηχώ», ξόρκι βουστροφηδόν, ένας αμφίσημος χρησμός,
ένας καμβάς, passé
partout πλανόδιο,
ήχος σε φανταστικό libretto,
είναι
«όλα τα φεγγάρια που ριγούν σκορπίζοντας,
γιατί δεν έχουν άλλο φως να κλέψουν» (ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ σελ.50)
«είναι, τελικά
και τέλεια, ο κενός χώρος που σε απαιτεί,
είναι που η καρδιά μας
είναι κομμένη και ραμμένη
στα μέτρα» του
Ποιήματος (ΞΕΡΩ σελ. 54)
Στίχοι στα πρόθυρα ιλίγγου από πόθο, θα έλεγα προσπαθώντας
να δω πίσω από το φαινομενικά ετοιμόρροπο σκηνικό των λέξεων! Πυρετός ενός βιώματος ή και βίωμα ενός
πυρετού, ανάμεσα σε κρίνο και λωτό, (μνήμη της λήθης;) για την επανανακάλυψη
των πραγμάτων στην αρχετυπική τους μορφή ή για την επιβεβαίωση αυτού του
σύμφυτου με τη φύση μας ΠΥΡΕΤΟΥ, τρέμοντας σε κάθε στίχο από την αγωνία μήπως
από σπουδή παραποιηθεί τελικά η πεμπτουσία του.
κι ο
ΑΠΟΗΧΟΣ:
«Σε πλάθω. Δεν ξεριζώνω κανένα πλευρό μου. Από χαρτί
και νερό σε πλάθω. Δεν ξεριζώνω κανένα πλευρό. Έχω ήδη ξεριζώσει τα σωθικά μου.
Έχω ξεριζώσει τα πάντα. Τα πάντα που νιώθουν»
Έχοντας διαβάσει
πολλές φορές τις ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ [Α], αν ήθελα να αφήσω απ’ έξω τα «Παροράματα Συναισθήματος» που συνειρμικά
αποτυπώθηκαν σε όλο το προηγούμενο κείμενο καθώς περιπλανιόμουν ελεύθερα στο δάσος
των λέξεων του ποιήματος, αφήνοντας με αυτό τον τρόπο τα δαχτυλικά αποτυπώματά
μου, τώρα που έχω πλέον κλείσει οριστικά το βιβλίο για να πάρει σειρά το
επόμενο, αφουγκράζομαι την πνοή και την
αλήθεια τους να επιστρέφει ως απόηχος παντοτινά δικός μου! Το βιβλίο
πάει έφυγε, οι λέξεις του ποιήματος μένουν:
Στην οδό Λησμονιάς θα γυρέψω την τρικυμία του ωκεανού… Εσύ θα
έρθεις μιαν άλλη νύχτα, θα έρθεις να
μου διαβάσεις ποιήματα… Δεν ξέρω τι
κοάζουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ούτε «γρυ» δεν έβγαλα, μόνο πυρετός από
πλανημένη αιώρηση πως τάχα σ’ εμένα χαμογελούσες… Λοιπόν έγραφα μπερδεμένα
άτσαλους στίχους… Γδύνεσαι τώρα και τα ρούχα σου φιλούν τη φωτιά ανθρώπινο
προσάναμμα. Π(υ)ροδότη!.. μέσα σε τόσους αιώνες σκοταδιού! Κι αμέσως ο ύπνος
γίνεται απόχη με ανήλιαγα όνειρα – γιατί έπαιξες εσύ μ’ όλο το φως του
σύμπαντος κόσμου… Δώσε μου όνειρα, καρπούς στα μάτια σαν χθες να είναι αδιάκοπα
ταξίδια βουλιμικά… έξω από τοίχους να μάθω μέσα μου να φυτρώνω ατέλειωτες
συστάδες λουλουδιών… να σκύψω εσπερινός, να φιλήσω τ’ απομεινάρια στα απόνερα,
να αποθέσεις ξερολίθια τάφους στην αμμουδιά, να σμιλέψουν οι πρωινές ηλιαχτίδες
τις κόρες σου, γιατί πού να βγάζει αυτός ο δρόμος δίχως θάλασσα, δίχως τη
θάλασσά σου; Αντίσταση καμία. Στις βραχνές παγωνιές σου να με τυλίγεις στο
λαιμό… Να πλησιάσουμε το φως χωρίς να μας βαραίνει η ζυγαριά του χρόνου…
Αργείς. Περνάμε ενσυνείδητα μεσάνυχτα… Σφυρηλάτησε με από την αρχή! Θέλει η
χειμερία νάρκη κρότο να ’ρθουν οι εποχές στη φυσική τους αλληλουχία να
ξαναηχήσω χρώματα… Ως το πρωί θέλω να μουντζουρώνω το ντυμένο ψέμα σου. Ύστερα
γδύσου… Γίνομαι στεριά να ακουμπήσεις τρικυμίες… Να ξαποστάσω –Πρωτέα μου- γι’
αυτή τη νύχτα μόνο… σήμερα που είναι τα όνειρα κατάφορτα μετεωρίτες… Δε πα να
σε κρύβει ο ορίζοντας του σεντονιού… ανάμεσά μας θα τρέχει πάντα η υπόκωφη βοή
μανιασμένης λαχτάρας, φράγμα θα πασχίζει να μη σπάσει… Εγώ που ντύθηκα το δέρμα
σου νύχτα, κάθε που θα συναντώ το φως σου θα το Τιμώ παράοφορα… -φευ- Κλείσ’
το! Ο βασιλιάς και το πιόνι στο ίδιο κουτί φυλακίζονται εν τέλει. Με ή χωρίς
δεύτερη παρτίδα… Σήμερα μ’ αυτή την καταστροφική λάμψη του φεγγαριού θα
γιγαντώσω το κενό σου ώστε να είναι τα χάδια επιβραδυνόμενα… καθώς φτεροκοπώ
ασάλευτη εντοιχισμένη πρόωρα σε αμπαρωμένα νησιά-Συμπληγάδες Τάχα τι φοβήθηκες;
Πως το πράσινο τρεμούλιασμα που επιθυμούσε με περισσή αλλοφροσύνη να σε
κοιτάξει είναι Μέδουσα; Μπες! Όπως κοιμάμαι με βεγγαλικά σβηστά, το χαμηλωμένο
φως δε γνωρίζει τίποτα από υπερηφάνεια… Ύστερα ας μ’ εξορίσουν τα φιλιά σου
καυτηριασμένη… Από ένα κεφάλι που γεύεται τη δριμύτητα της απουσίας βγαίνει
μόνο μια γλώσσα να μπορούν να ολισθαίνουν οι ήχοι σε φανταστικό libretto. Γι’ αυτό οικειοποιήθηκα πια τα σκοτάδια ανέκτησα τη δύναμη να
δαμάζω κραυγές μετρώντας τονικά επίτομα όνειρα… Είναι ο κενός χώρος που σε
απαιτεί, είναι που η καρδιά μου είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου
Ναι, τώρα ξέρεις: το ποίημα δεν διαβάζεται, σε καταβροχθίζει
όπως η επιθυμία. Σε καταλαμβάνει σαν ιερή νόσος, σου τρώει τα σωθικά και όταν
το γεύεσαι σε κάνει δικό του. Όπως το σκοτάδι ακουμπάει στην στέγη του σπιτιού
και οι τοίχοι σε συνθλίβουν με αγάπη λευκή και ακατέργαστη. Κλείνεις τις λέξεις
μέσα στο μυαλό σου και νιώθεις άλλος άνθρωπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου