Εύστοχη επιλογή ο τίτλος στην πρώτη ποιητική συλλογή της Ειρήνης Ιωαννίδου: ΣΩΜΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ (εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2016).
Οδηγεί τις «αναγνώσεις» από τα άκρα του Σώματος ως τον πυρήνα της Ποιητικής Έμπνευσης, (Καιόμενη Βάτος;)
το εντός των τειχών Καταφύγιο δηλαδή που είτε πυρπολημένο είτε μισητό σκήνωμα, είτε Ιερή Νόσος,
είναι η μόνη διαφυγή των ποιητών.
Το μαρτυρούν και το εισαγωγικό ποίημα με το συμβολικό τίτλο ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ και η ΙΕΡΗ ΝΟΣΟΣ:
«Καταφύγιο πυρπολημένο το μισό πρόσωπο
τοπίο εντός των τειχών, φλεγόμενη βάτος
όσο το άγγιγμα διαρκεί το επισφαλές
και μετά νηνεμία
ώσπου το κουπί να μην μπορεί να διανύσει την απόσταση
από τα άκρα ως τον πυρήνα τον Λίθο»
«Η διαδρομή έξω από τα τείχη αποπειράται το βράδυ»
διαπιστώνει η Αναστασία Γκίτση και είναι
«Ιεροτελεστία λεπτομερειακά περιγραφόμενη σε λειτουργική θέση εισαγωγής με κατάληξη την ανθολόγηση ποιημάτων πάνω σε σάρκα»
«Ανοίγεις
τη σελίδα – ένα ποίημα
Δεν θα το διαβάσεις
η απόσταση θα το σβήσει ο χρόνος θα θέσει τα όρια
Ένα ποίημα δεν διαβάζεται,
σε καταβροχθίζει σαν ιερή νόσος
σου τρώει τα σωθικάσε κάνει δικό του
Όμως το σκοτάδι ακουμπάει στη στέγη του σπιτιού
και οι τοίχοι σε συνθλίβουν
με αγάπη λευκή και ακατέργαστη –
κλείνεις τη σελίδα έξω από το μυαλό σου [ΙΕΡΗ ΝΟΣΟΣ]
[ΣΥΝΕΧΕΙΑ παρουσίασης συλλογής με σχόλια και αντιπροσωπευτικά ποιήματα με ΚΛΙΚ στην εικόνα του ΣΩΜΑΤΟΣ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟΥ]:
Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ (τελικά η αλήθεια
χωράει σε μια μικρή γαλάζια θήκη)
Στέκομαι πολλή ώρα σε
κάθε σχεδόν «στάση» του εξωτικού αυτού ταξιδιού προσπαθώντας να χαρώ όλες τις
εικόνες που ξετυλίγονται μπροστά μου «όσο τo άγγιγμα διαρκεί το επισφαλές»
των αισθήσεων, όσο το δρομολόγιο του τρένου των ποιημάτων της συλλογής «θα
περνάει από πάνω μας». Στέκομαι πολλή ώρα στο μυστικό αυτό δείπνο. Δείπνο με
ακρυλικό: «Ένα μήλο κομμένο στη μέση… Λειώνει το
πιάτο δίπλα στα δάχτυλα… Δεν θα μετρήσω σε πόσες συλλαβές θα με καταπιείς»!..
(ΑΚΡΥΛΙΚΟ) Και «όταν λέω στάση», θα εννοώ, ακολουθώντας τις οδηγίες των στίχων,
το αντάμωμα των χρωμάτων στο ουράνιο τόξο του ταξιδιού-δείπνου σωμάτων:
«Όταν
λέω «στάση»
θα
ανταμώνουμε
εγώ θα
αλλάζω χρώματα
στο
ουράνιο τόξο
την ώρα
που θα περνάει
το
τρένο από πάνω μας [ΥΔΑΤΟΓΡΑΦΙΑ]
Βραδινή η πρώτη στάση
στο ποιητικό ταξίδι της Ειρήνης. Υπερρεαλιστική σκηνή από ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΙΠΝΟ στην
άκρη του δωματίου. Ετερόκλητα «εδώδιμα
αποικιακά» σ’ ένα μεγάλο μπολ, κομμάτια
η καρδιά, το μαρούλι, ο δυόσμος… «Μικρές μπουκιές, αμάσητα φιλιά», σ’ ένα
χωροχρόνο που οι σκοτεινές γωνιές του προσφέρονται για το «κρυφτό» των σωμάτων.
«Στο τραπέζι χορεύουν φράσεις κάτω απ’ τα μάτια κάτω απ’
το βάρος… απειλούν, ικετεύουν, σκοτώνουν»!..
«Και τώρα που τελειώνει η επιθυμία τι προς βρώση;», αναρωτιέται
στο ποίημα της με τίτλο ΔΕΙΠΝΟ. Το συμπέρασμα αβίαστο: Έτσι ανθολογούνται τα ποιήματα πάνω στο
σώμα, με γρήγορη αλληλοδιαδοχή εικόνων που διανύουν αποστάσεις με ταχύτητα
φωτός και αφήνουν τους συνταξιδιώτες με κομμένη ανάσα. «Και
το μαρτύριο εις σάρκα μία εσαεί και εις τους αιώνας ανυπόστατο… Πόσο το μαχαίρι
εις βάθος θα λάμψει την αλήθεια των σπλάχνων;» «Μικρά
αρτοσκευάσματα» οι ποιητικές απορίες… όχι πάντως «γιατί η τροφή δεν είναι αρκετή αλλά γιατί ο φόβος (της
Ανομβρίας σελ. 19) περισσεύει»! Η προσδοκία της
βρώσης των σωμάτων εαρινή και αιματοβαμμένη: «Να
κατασπαράξουμε. Να φάμε σάρκες. Εγώ θα σου χαρίσω τα χέρια μου αιμοσταγή…
Κόκκινη παπαρούνα το πάθος, περιμένω ν’ ανθίσει…» (ΕΑΡΙΝΗ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ σελ. 12).
Προσδοκία ανθοφορίας από τη μια αλλά, από την άλλη, η κυριαρχία ενός υποδόριου
φόβου περιφέρεται από ποίημα σε ποίημα με άλλη φορεσιά κάθε φορά. Γιατί «εκεί που τώρα άνθη φύονται… η γνώση κι αυτή θα υποκύψει,
η γλώσσα θα πλαταγίζει άσκοπα αναζητώντας την εκφορά…» (ΦΟΒΟΥ
ΤΟΥΣ ΛΩΤΟΦΑΓΟΥΣ)
Αν είχε εσοχή θα μπορούσε
να είναι καταφύγιο
Δεν έχει όμως
Μόνο ένα αμύγδαλο στη μέση
Θα γίνει μάχη τώρα ποιος θα ’χει μερίδιο
Όποιος έχει μεγαλύτερο διασκελισμό
όποιος έχει μεγαλύτερο εκτόπισμα
όποιος ποθεί περισσότερο
και χωθεί μες το τεράστιο στόμα
με τα καραμελωμένα τείχη
Κι όταν κάποτε ανοίξει τα μάτια, τι;
Πάλι μόνο
ζάχαρη [ΕΔΕΣΜΑ]
Παύση με απρόσμενο ΡΕΚΒΙΕΜ
στη σελ. 11. Σκοτεινό τούνελ ξαφνικά στη διαδρομή, που παρουσιάζεται μάλιστα
πλημμυρισμένο με ήχους, οσμές, γλώσσες… «Στον ορίζοντα ανείπωτο όχι», αλλά τα χέρια στέλνουν δικά τους σήματα κάτω απ’
το στρώμα: εκλιπαρούν το ναι; Ρέκβιεμ ο ανθόσπαρτος βίος; Πάλι στην κατακλείδα
μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους με την αποφθεγματική περιγραφή τους: «τα λόγια λιπόσαρκα, ασθενικά, όπως και τα σώματα»!.. Σώματα μες το σκοτάδι, αιωρούνται
φιγούρες ανυπόστατες στο φύσημα του ανέμου… τρυφερής εκδοράς λάφυρα, που χωράνε
μια αιωνιότητα κορεσμού:
Ένα
μεγάλο φτερό
από
παγώνι
πεσμένο
στο πάτωμα
Τρυφερής
εκδοράς λάφυρο
Λαμπυρίζει
ακατέργαστο
στους
πολύχρωμους ρόμβους
παλαιού
μωσαϊκού
Ορατή
απειλή μεταξύ των αρμών
Συνδαιτυμόνες
Συνυπάρχοντες
στο λεπτό
εκείνο
το ήδη υπάρχον και μη
Στον
κάδο ριγμένο
στις
αποσκευές που ηθελημένα αφήσαμε
στα
σκουπίδια [ΛΑΦΥΡΟ]
ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΩΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΑ ΓΚΑΖΙΑ ΠΑΤΗΜΕΝΑ (κάθετες και
περιεκτικές που χωράνε μια αιωνιότητα κορεσμού)
Αν μια ευθεία γραμμή
στη γλώσσα των μαθηματικών είναι άπειρα σημεία, το σημείο μιας στιγμής στη
γλώσσα της ποίησης «χωράει μια αιωνιότητα κορεσμού».
Το Σώμα Δρομολόγιο όμως, καθώς «γλιστράει στον
υγρό δρόμο με τα γκάζια πατημένα τέρμα» δοκιμάζεται
στις στροφές, εκεί όπου «οι κορυφές των
δένδρων αδυνατούν να ρυμουλκήσουν το φαιό» (ΣΤΙΓΜΗ) και «μυρωδιά αγνώστου θηράματος… εισβάλει εχθρικά» στα
χωρικά ύδατά του. Αύριο, σε μια άλλη στροφή, μετά την ευθεία τοξικών
εκκενώσεων, αντικανονικό προσπέρασμα διαμπερών τραυμάτων: «… θα
χρησιμοποιώ και πάλι λέξεις, φθόγγους. Θα λέω βγάλτε μου τις χειροπέδες.
Εξημερώθηκα»!. Εξημερώθηκε το Θήραμα, που σημαίνει
ότι είναι πλέον έτοιμο να ενδώσει. Πρόβα νυφικού και γάμου:
Τρεις
το πρωί
Σμήνος
ακαθόριστης σύστασης
Εισβάλλει
εχθρικά
Στα
ύδατά μου
Η
γλώσσα ασφυκτιά
αναστατώνει
το πλέγμα
των
νυχτερινών μου εξορμήσεων
Μυρωδιά
αγνώστου θηράματος
με
προσελκύει
ενδόμυχα
σχεδόν
θα ενδώσω
[ΘΗΡΑΜΑ]
Νήματα
στρόβιλος
λευκού
γάμος
κάτι θα
στάξει
από τις
άκρες των χειλιών
βατόμουρο
χαμογελά
στα
δόντια σου
Μην
πέσεις τώρα,
θα
λερώσει το νυφικό
Κατάμαυρος
διέσχισέ με [ΓΑΜΗΛΙΑ ΤΟΥΡΤΑ]
Στο σύμπαν των σωμάτων, λοιπόν, καταγράφονται στιγμές ύπαρξης με κατανόηση
της αυθαίρετης και εφήμερης φωταψίας τους. Ταλάντωση είναι η ύπαρξη,
ανέβασμα-κατέβασμα και εξαίσιος ίλιγγος εκτόξευσης και πάλι από την αρχή σε μια
αέναη επανάληψη που δεν έχει τέλος. «Θα αναληφθείς όμως;», είναι το αγωνιώδες
ερώτημα που διακόπτει την ονειροπόληση:
ευτυχώς
τώρα έχεις χέρια
αντί
για εκείνα τα φύλλα
με τις
νευρώδεις παραχαράξεις
που
ορίζουν τη μοίρα
Τώρα
σου είναι
πιο
εύκολο να τα μετατρέψεις
σε
βατήρα εκτόξευσης
ή απλά
σ’ ένα σχοινί για να κρατηθείς
Θα
αναληφθείς όμως
Προς
εκείνο το μη μετρήσιμο
Αναδεύοντας
πλέον απαλά τα άκρα σου
τα
αυτόνομα μέλη
καθόλου
κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν
μόνο ως
ύπαρξη
της
οποίας ουκ έσται τέλος [ΥΠΑΡΞΗ]
ΚΑΜΙΑ ΠΟΡΤΑ ΠΟΥ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙ ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ (σε άλλες
εποχές θα έπρεπε να ζούμε;)
Σ’ όλη τη διάρκεια
αυτού του Δρομολογίου, καθώς το Σώμα περνάει από τη μια Στάση στον άλλο Σταθμό, συναντάμε πρόσωπα και πράγματα
που ανήκουν σ’ άλλες εποχές. Εκτός από τις ρητές αναφορές στη βιβλική Καιόμενη
Βάτο, στους μυθικούς Λωτοφάγους ή την Ωραία Κοιμωμένη σ’ ένα Δάσος με
τριανταφυλλιές και το χαμόγελο της Τζοκόντα στον πίνακα ντα Βίντσι, ονόματα και πράγματα που
αξιοποιούνται στους τίτλους αντίστοιχων ποιημάτων, υπάρχουν και κάποια στοιχεία λιγότερο εμφανή
που, σκόρπια σ’ όλη τη διαδρομή, διανθίζουν το ταξίδι με εικόνες που
εναλλάσσονται κινηματογραφικά. Έτσι, σε κάποια στάση βλέπουμε τον αγορασμένο από ένα μαύρο στην πλατεία
Πύργο του Άιφελ, στον άλλο σταθμό ένα Κορίτσι με κόκκινο φόρεμα και μαύρα
μαλλιά βγαλμένο από το γνωστό παραμύθι συμπλέει με τον Οιδίποδα που δίχως μάτια
ψαχουλεύει την αφίσα με το γαλάζιο του Ματίς απ’ το άλλο ποίημα!.. Ένα αντίγραφο
του Γκογκέν στον απέναντι τοίχο, ένα άκαιρο αστέρι της Βηθλέεμ δίπλα σε άκαπνη
καμινάδα και παραδίπλα Λέξεις για μια Νίκη που δεν χρειάζεται τα φτερά της, Λέξεις που «γνωρίζουν να κολυμπούν και ας μην σώζονται…»,
«Ωκεανός, Αιθέρας, Ουρανός», «Ουρανός καθαρός χλόη ακμάζουσα, γλώσσα ποτάμι
καλπασμός Λέξεων»!.. Κάθε στιγμή, όποιο βαγόνι στίχων κι αν
διαβαίνει, γόρδιοι δεσμοί τυλιγμένοι με επτά πέπλα και σύννεφα κινηματογραφικών
εικόνων αρχίζει να βρέχει… Όλη αυτή η παρέλαση ετερόκλητων στοιχείων, σκόρπια
σ’ όλη τη συλλογή, είναι σαν μια έμμεση
πλην σαφής υπόμνηση στο Σώμα, «σαν βγει σ’ αυτό το Δρομολόγιο» να εύχεται να
είναι μακρύς ο δρόμος γεμάτος περιπέτειες κι εμπειρίες κάθε λογής:
Παιδί
σου άρεσε να καταπίνεις εικόνες
έπειτα
να τις γεννάς σε μια λευκή λεωφόρο
-Λέξεις
πια με το δικό σου δέρμα
το δικό
σου σχήμα
Ήταν
εύπλαστες, δίχως μέλη
Τους τα
αφαιρούσες, έμοιαζαν μ’ αγάλματα
τις
κοίταζες, τις φανταζόσουν μόνο εσύ
Είχαν
μια γοητεία αυτές οι επεμβάσεις
Ανώδυνες
Η Νίκη
δεν χρειάζεται τα φτερά της
Ήταν
σπλαχνικές μαζί σου
σε
άφηναν να τις κάνεις και πάλι εικόνες
Τότε
έμπαινες μέσα τους
Τι
μύριζες, τις άκουγες
μπορούσες
και να τις γεύεσαι [ΛΕΞΕΙΣ]
Σε άλλη εποχή θα έπρεπε να ζούμε – μα υπάρχει καλύτερη
εποχή απ’ αυτή που η Αγάπη είναι μαζεμένη σ’ ένα χαμόγελο και που, όπως γράφει
σε κάποιο άλλο ποίημα, «ψηλά πάνω στο λόφο σπόρους»… φυτεύεις στο κορμί και τ’ άνθη σου χυμένα για θέρος και
συγκομιδή»! Δικαιούσαι μαξιλάρι σύννεφο και καρποφόρα νύχτα
ΣΩΜΑ, ΣΕ ΥΦΑΙΝΩ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ ΣΕ ΦΟΡΑΩ… (δεσμό γόρδιο να
σε λύνω, να σε κόβω)
Το Σώμα, κεντρικό
θέμα σ’ όλη τη συλλογή είναι κι ο τίτλος ποιήματος στη σελ. 50. Είναι το
Δρομολόγιο στάσεων που έπρεπε να διαβεί. Τα ερωτήματα που έπρεπε να τεθούν. Οι
υποθέσεις και η απόδοσή τους. Η σκιαγράφησή του έγινε με λέξεις, που έκοψε και
έραψε η ποιήτρια. Δεν υπήρχε καμιά πρόθεση περιχαράκωσης, σταθεροποίησης. Το
φτάσιμο κάπου δεν ήταν στόχος. Ο γόρδιος δεσμός του λύνεται «σ’ εκείνο το
δωμάτιο επί πληρωμή» αλλά ξαναδένεται και πάλι απ’ την αρχή χωρίς τέλος. Γι’
αυτό, λίγο πριν το τέλος της αναζήτησης, ομολογεί στο ομότιτλο ποίημα: «Ανίσχυρο έτσι σε θέλω απ’ τα μαλλιά να κρέμεσαι…»
Αλλαγή στάσης: «Τα
χέρια διατρέχουν τη λευκή κοιλάδα των ήχων και το φόρεμα γλιστρά απ’ τους ώμους
στην επιθυμία!..». Μπλε πάλι στιγμές, που χωρούν
αιωνιότητες ευδαιμονίας, αλλά πνίγουν κι ένα λυγμό! Υπόθεση προφητείας: «Αν μπορείς να καταπιείς τόσο μπλε που να κυματίζει η
ανάσα μεσίστια», η πρόβλεψη προσδοκώμενης θαλπωρής είναι
ασφαλής: «τότε η χρωστική του λόγου σου θα γεννήσει
τον τόπο τον ύστατο της θαλπωρής εναέριο κι επίγειο ώστε τα πέλματα μέσα του να
κυοφορούν άλματα θεσπέσια» [ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΜΠΛΕ] Μεσάνυχτα, κλειστές
πόρτες, χαρτιά με λόγια και θλίψη… «Στενό ποίημα στο στήθος δίχως ανάσα ο
Έρωτας» αλλά υπέρτατη στιγμή Ποίησης που βιώνεται ως ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ!.. Και μόνο
έτσι, με Ποίηση, τίποτα δεν μας
εμποδίζει να παίρνουμε μαζί «το ακριβές υπόλειμμα των ονείρων», όπως
γράφει κι η Αγγελική Σιδηρά σ’ ένα της
ποίημα (συλλογή ΑΜΕΙΛΙΚΤΑ ΓΑΛΑΖΙΟ)
Είναι
μοναδική και σπάνια τύχη να γινόμαστε κοινωνοί της ποίησης των άλλων και
μάλιστα έτσι όπως αυτή εξελικτικά προκύπτει και πορεύεται το δρόμο της
καταξίωσής της… Είναι στιγμές που με γεμίζουν ενθουσιασμό γιατί χαίρομαι τη
δημιουργία, την ποίηση, τις λέξεις στην ζωντανή πορεία της αυτοπραγμάτωσής
τους. Είναι όμορφη κι απρόβλεπτη η ζωή με τις εκπλήξεις της και τα τυχερά της.
Τυχερός που διάβασα το ΣΩΜΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ της Ειρήνης Ιωαννίδου και κράτησα αυτές τις
σημειώσεις σχολιασμού. Τι σχόλιο (άλλο) να κάνω; Θυμάμαι
στίχους από ένα άλλο της ποίημα: «το σύννεφο δεν είναι ανθηρό και το Γαλάζιο
νύχτα καρποφόρα δεν γεννάει! Ούτε γαλάζιο δανεικό μπορώ να φανταστώ. Οπότε,
μοιραία, δεν έχεις άλλη επιλογή: Αντί «να κλαδεύεις εφιάλτες στα βορινά δωμάτια
τις νύχτες με το σεντόνι τραβηγμένο ως το λαιμό» πρέπει οπωσδήποτε να βρεις στα
«κεραμίδια» «φωλιά με ρίζες και θεμέλια να τρίζουν απ’ αγάπη». Κατακλείδα το
ανέκδοτο ποίημα που για τίτλο του διάλεξα τον ακροτελεύτιο στίχο:
ΣΤΕΝΟ
ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΔΙΧΩΣ ΑΝΑΣΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ:
Μπήκε μέσα του
ένα σκούρο μπλε
σταύρωσε τα χέρια
στο ύψος του λαιμού
μια δαντέλα
έπνιξε έναν λυγμό
Φούσκωνε
το φόρεμα
τις μέρες της βροχής
ο βυθός
έμπαινε στο δωμάτιο
Μια λευκή γυναίκα
πίσω από κλειστές πόρτες
μεσάνυχτα
μάζευε χαρτιά με λόγια
θανάτους και θλίψη [ΑΝΕΚΔΟΤΟ]
ένα σκούρο μπλε
σταύρωσε τα χέρια
στο ύψος του λαιμού
μια δαντέλα
έπνιξε έναν λυγμό
Φούσκωνε
το φόρεμα
τις μέρες της βροχής
ο βυθός
έμπαινε στο δωμάτιο
Μια λευκή γυναίκα
πίσω από κλειστές πόρτες
μεσάνυχτα
μάζευε χαρτιά με λόγια
θανάτους και θλίψη [ΑΝΕΚΔΟΤΟ]
Με τη μεταφορική δύναμη που έχει το
ρήμα στην ποίηση σε φιλώ:
Yπάρχει καλύτερη μέρα από αυτή που οι στιγμές της κερδίζουν εκείνη τη
διάρκεια που μόνο μια Ποίηση Μοναδική κι Αληθινή μπορεί να δωρίζει;
Και
μοναδική, είναι η Ποίηση, όταν ο δημιουργός καταφέρνει να «οπλίσει» μ’
εκείνες τις λέξεις το ποίημα του που δυνητικά θα κάνουν φανερή (και στον ίδιο
και στους μυημένους αναγνώστες…) την
κρυφή εικόνα της δικής του Μοναδικής
Αλήθειας! (προκαλώντας, βέβαια, κι
εκείνα τα συναισθήματα «συμπάθειας», λύπης, φόβου, επιθυμίας ονείρων… «δοκιμές
νάρκης του άλγους» -όπως λέει κι ο ποιητής,
που οδηγούν στην απομάκρυνση από τη συμβατική καθημερινότητα, στην
υπέρβασή της και τελικά στη λύτρωση, σ’ αυτό δηλαδή που στον περίφημο ορισμό
της Τραγωδίας ο Αριστοτέλης ονόμασε κάθαρση:…
- δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων
παθημάτων…).
Και
σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, θαρρώ, πως βρίσκεται το «κουμπί» που ορίζει και
ξεχωρίζει την καλλιτεχνική δημιουργία: ενώ η αλήθεια του κάθε δημιουργού ως
βιωματική είναι μοναδική, με το μαγικό ραβδάκι της τέχνης εξυψώνεται η Μοναδική αυτή Αλήθεια σ’ ένα τέτοιο νοητό
βάθρο/ καθρέφτη όπου ο κάθε αναγνώστης/θεατής (όταν μπορεί να «εξίσταται», να
βγαίνει δηλαδή από τα «ρούχα» του εφήμερου εαυτού), προβάλλει τα δικά του πάθη,
τη δική του επίσης μοναδική αλήθεια και
έτσι ταυτιζόμενος με την ιστορία του
ποιητή συμπάσχει βιώνοντας την περιπέτεια του ως μια εμπειρία που, όσο
ιδιάζουσα κι αν είναι, θα μπορούσε να
είναι και δική του…
Διαβάζοντας
λοιπόν τα ποιήματα της συλλογής ΣΩΜΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ πολλές φορές, ταυτίζομαι ως
αναγνώστης με τις αλήθειες της
δημιουργού ζώντας μέσα από τις λέξεις δικές μου ιστορίες, όνειρα, προσδοκίες,
επιθυμίες, πόθους, απογοητεύσεις: ένα
μεγάλο πρώτο (;) έρωτα που ως μακρινή
ανάμνηση επιζεί στα όνειρα σαν μια ταινία ιλουστρασιόν που η χαμένη μέσα στην
ομίχλη του χρόνου φαντασμαγορία της κάνει να μπερδεύονται γλυκά τα ασαφή έτσι
κι αλλιώς όρια του πραγματικού με το φανταστικό!
Τα
χρυσάνθεμα συμφωνούν και τα τοπία εσωτερικού χώρου εναλλάσσονται, κάποιες φορές
με κινηματογραφική ταχύτητα που χαρίζει μια δημιουργική ασάφεια σε παλιές αναμνήσεις αλλά κάποιες άλλες φορές
παγώνει στην οθόνη –δώδεκα ακριβώς;- μια στιγμή ατελείωτη σαν έρημο, σαν
προσδοκία, σαν παράφορο έρωτα που ήταν, που θα είναι κι ας κυλάει δίπλα η άλλη
ζωή ανικανοποίητη σε συνέχειες…
Να
κυλάει η ζωή μας ήσυχα κι όμορφα με πολλές όμως απρόβλεπτες ποιητικές στιγμές
που θα απογειώνουν φαντασία, όνειρα, επιθυμίες και θα δυναμώνουν τον έρωτα για
την πραγμάτωσή τους…
ΠΕΦΤΕΙ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΩΡΑ ΤΟ
ΠΛΑΤΥΣΚΑΛΟ ΦΑΝΤΑΖΕΙ ΧΑΡΤΙΝΟ ΑΙΩΡΕΙΣΑΙ ΦΙΓΟΥΡΑ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΗ ΣΤΟ ΦΥΣΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ
(αποσπάσματα από το σημείωμα της Αναστασίας Γκίτση που δημοσιεύτηκε στο
ΒΑΚΧΙΚΟΝ)
Η ποιήτρια περιγράφει
στιγμές καθημερινής εξοικείωσης αλλά και εξόντωσης με τα αντικείμενα του
σπιτιού και τις κινήσεις του σώματος, αιωρούμενη συχνά μέσα σε δύο χώρους. Ο εσωτερικός
χώρος προεκτείνεται κι ο εξωτερικός περιβάλλεται, συνέχονται κι
αλληλοφωτίζονται μέσα σε λέξεις που γεννούν εικόνες … Με ύφος άλλοτε
επιτακτικό, άλλοτε αποφθεγματικό η Ειρήνη Ιωαννίδου στην ποιητική της συλλογή
μοιάζει με την θεατρική εκείνη persona που στέκεται στο ημισκότεινο σημείο της
σκηνής πίσω από τους ανθρώπους ηθοποιούς και τους ψιθυρίζει χαμηλόφωνα
εκκωφαντικές αλήθειες, τόσο της ημέρας όσο και της νύχτας, μιας ζωής που
θυμίζει θεατρική παράσταση. Με διάθεση περιπαιχτική προσεγγίζει την τραγικότητα
της όποιας αλήθειας κάθε σπιτιού και κάθε σχέσης.
Δεν
χρειάζεται θόρυβος σε αυτό το σπίτι
Δεν
στήνεται έτσι ένα σπίτι
Οι
ένοικοι απουσιάζουν
(όπως
συνήθως γίνεται)
Δεν
έχει σημασία να περπατάς στις μύτες
να
κλείνεις την πόρτα, ενώ πλένεις τα πιάτα
Αυτό
που πρέπει είναι να καταπίνεις λόγια
σοκολατάκια—
Οι λέξεις έχουν την
διαδρομή τους στο ποιητικό δρομολόγιο της Ειρήνης Ιωαννίδου, επαναλαμβάνονται
πολλάκις στα ποιήματα προφανώς επειδή έφτασε η στιγμή τους να παραστούν εκτός
του ασφαλούς (βασανιστικού ωστόσο) πεδίου μιας χρόνιας σιωπής με αλυσίδες σε
λαιμό και πόδια
έτσι
είναι η ζωή
δεν
γλιστράνε τα βήματα
αλυσίδες
σέρνουν
χλιμιντρίζουν
μόλις τεντωθεί το σχοινί
Η διαδρομή γίνεται
αντιληπτή αν την παρατηρήσει κανείς, σαν το τρίτο μάτι που παραμένει εσαεί
άγρυπνο ακόμη κι όταν ο άνθρωπος κοιμάται. Πρώτα η παραδοχή της πληγής, κατόπιν
η επούλωση. Η εσωτερική φωνή γίνεται λέξη και οι συλλαβές στόμα που
άλλοτε καταπίνουν άλλοτε ξερνάνε την πικρή γεύση της ζωής
Παράξενο
πράγμα η επούλωση
με ένα
τσάι και μια κουταλιά δάκρυα
Οι λέξεις γνωρίζουν να κολυμπούν
κι ας
μην σώζονται
Όσο κι αν αλλάζουν τα
χρώματα στις ανθρώπινες επαφές και στις υπαρξιακές διαδρομές, όσο και αν ο
εραστής/ερωμενη ορέγεται την πολυγλωττία της επιθυμίας και του πάθους, η αρχή
επιφέρει το τέλος ενώ στο πίσω μέρος των backstage η σφαγή δηλώνει την
παρουσία της χωρίς φώτα και προβολείς
Ερώτων
αρχή, ερώτων τέλος
[…]
γιατί το κρυφόν
[…]
γιατί το κρυφόν
ουδέν
φανερότερον του φανερού
και η
σφαγή παρούσα και αμετάκλητη.
ΤΗ
ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΚΟΡΙΤΣΙ, ΘΑ ΤΗΣ ΡΑΨΩ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΟΡΕΜΑ [στην Ειρήνη Καραγιαννίδου]
Τη φωνάζουν κορίτσι
Θα της ράψω ένα κόκκινο φόρεμα
θα το βάλει μ’ εκείνα τα δωδεκάποντα
Έχει μαύρα μαλλιά
σπάνιο αίμα
μακριά δάχτυλα
Έρχεται στον ύπνο τα βράδια
μου ξηλώνει τις λέξεις
Τις κεντώ ξανά σταυροβελονιά
Άσε με να σου χτενίσω τα
μαλλιά
Θα πάρω μια σκάλα
Το βράδυ σε ταΐζω
μήλο γλυκό στο στόμα
Με κοιτάς σαν έργο τέχνης
κρεμασμένη στον τοίχο
Έχουμε το ίδιο όνομα:
Παραμύθι
ΕΧΩ ΜΙΑ ΦΙΛΗ, ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ (γράφει η Ειρήνη
Καραγιαννίδου):
Έχω μια φίλη, την Ειρήνη. Για να
ακριβολογώ μία από τις τρεις καλύτερές μου φίλες είναι η Ειρήνη. Με όνομα
κανονικό σαν τον ορίζοντα, με μάτια που λαμπυρίζουν ακατέργαστα σαν τους
πολύχρωμους ρόμβους του μωσαϊκού και μ´ ένα καλοσχηματισμένο κρανίο απ´ όπου
βγαίνουν ελατήρια. Και λέξεις. Και κάποτε κι ένα βιβλίο. Που ´χει μέσα την λέξη
σώμα. Άλλη λέξη πυκνότερη δεν αγαπά ετούτο το κορίτσι.
Όταν ο καιρός μπατάρει, παίρνει τη νάϋλον σακούλα, μπαίνει στα εστιατόρια, μαζεύει ψαροκόκαλα για τις άγριες γάτες της γειτονιάς, έπειτα έρχεται στην παιδική κρυψώνα μας, σε μια μεσαίου μεγέθους βιολετί σκηνή κάτω από μια κόκκινη πλεκτή ζακέτα που όλα τα χωράει και γελάμε. Και μιλάμε. Για ´κεινο το φτερό του παγονιού στο πατρώο πάτωμα -λάφυρο εκδοράς. Για ´κείνες τις κορφές των δέντρων στη στροφή που ´ναι ανίκανες να ρυμουλκίσουν το φαιό. Για τοξικές εκκενώσεις. Για τις στιγμές τις κάθετες και περιεκτικές. Για τούρτες με γεύση βατόμουρο. Αν οι σκέψεις μπορούν να σε θρέψουν σε ανομβρία κι αν η ζύμη κι η δοσολογία της τάρτας είναι πάντα ακριβής όπως κι η πείνα. Αν η γλώσσα πλαταγίζει άσκοπα αναζητώντας εκφορά. Για την λάμπα που ´ναι άκαιρο αστέρι της Βηθλεέμ. Και γελάμε. Για την μνήμη λέμε που όλα τα κουβαλά - και ήχους καλωδιακής και ξεχασμένες ωτοασπίδες και λόφους και κοιλάδες και πουέντ και φακούς επαφής κι έδαφος και υπέδαφος και ρέζους αρνητικά-. Για τον βατήρα εκτόξευσης που γίνεται σκοινί να κρατηθείς. Για την αναρριχώμενη έξω απ´ το παράθυρο. Για τους λευκούς ιριδισμούς στα όστρακα που αποκαλύπτουν τις άγονες γραμμές μας. Για δωδεκάποντα, βαφές μαλλιών και σταυροβελονιές. Και γελάμε. Αν οι λέξεις γνωρίζουν να κολυμπούν κι ας μην σώζονται. Για Λάνσελοτ και λαμινέιτ, ηλεκτρονικά ξυπνητήρια, εξόδους κινδύνου, για το ποίημα που σε καταβροχθίζει πριν διαβαστεί, την Ταϊτή του Γκογκέν και τον φοιτητικό πύργο του Άιφελ. Για κρεμ φρες, κρεμ μπρουλέ, κρέμες ημέρας. Για τις σκιές κάτω απ´ τα βλέφαρα, τα πόδια χήνας. Αν ο καθρέφτης μας είναι αυτός που πάσχει τελικά από χρόνια αϋπνίας και ήλιου. Και γελάμε. Για τα παρασκήνια -πόση απόσταση διανύει απ´ το σώμα ως το σώμα το γνωστό δρομολογιο. Για εκπρόθεσμα εισιτήρια. Για την φιλία, την αγάπη την μαζεμένη σ´ενα χαμόγελο, σ´ εναν ντριν τηλεφώνου που λέει "έλα τώρα" κι έρχεται. Για το μη μετρήσιμο. Για την εικόνα και καθ´ ομοίωσιν της οποίας ουκ έσται τέλος.
Όταν μιλάμε πλήθος λεμόνια κυλούν επάνω στο τραπέζι, στις καρέκλες, κίτρινες λάμψεις τρέχουν τα μάτια, συνήθως βρέχει, μας αρέσει που βρέχει νύχτα με χίλια λεμόνια. Και γελάμε.
Καμιά φορά ο φακός του δασοφύλακα μας ακούει, σταματάει τους βρεγμένους λαγούς στα πισινά τους πόδια, το πλατύσκαλο φαντάζει χάρτινο, τότε μένουμε αγαλματάκια ακούνητα εως ότου πεινάσουμε. Μετά με κρύο νερό ξεπλένουμε χολή, σ´ ένα μεγάλο μπολ κόβουμε καρδιά, μαρούλι, δυόσμο, εκείνη με μικρές μπουκιές τα κατεβάζει στον λαιμό, ύστερα τρώμε μηλόπιτα, κέικ σοκολάτας και πάλι απ´ την αρχή. Και γελάμε.
Όταν ο καιρός μπατάρει, παίρνει τη νάϋλον σακούλα, μπαίνει στα εστιατόρια, μαζεύει ψαροκόκαλα για τις άγριες γάτες της γειτονιάς, έπειτα έρχεται στην παιδική κρυψώνα μας, σε μια μεσαίου μεγέθους βιολετί σκηνή κάτω από μια κόκκινη πλεκτή ζακέτα που όλα τα χωράει και γελάμε. Και μιλάμε. Για ´κεινο το φτερό του παγονιού στο πατρώο πάτωμα -λάφυρο εκδοράς. Για ´κείνες τις κορφές των δέντρων στη στροφή που ´ναι ανίκανες να ρυμουλκίσουν το φαιό. Για τοξικές εκκενώσεις. Για τις στιγμές τις κάθετες και περιεκτικές. Για τούρτες με γεύση βατόμουρο. Αν οι σκέψεις μπορούν να σε θρέψουν σε ανομβρία κι αν η ζύμη κι η δοσολογία της τάρτας είναι πάντα ακριβής όπως κι η πείνα. Αν η γλώσσα πλαταγίζει άσκοπα αναζητώντας εκφορά. Για την λάμπα που ´ναι άκαιρο αστέρι της Βηθλεέμ. Και γελάμε. Για την μνήμη λέμε που όλα τα κουβαλά - και ήχους καλωδιακής και ξεχασμένες ωτοασπίδες και λόφους και κοιλάδες και πουέντ και φακούς επαφής κι έδαφος και υπέδαφος και ρέζους αρνητικά-. Για τον βατήρα εκτόξευσης που γίνεται σκοινί να κρατηθείς. Για την αναρριχώμενη έξω απ´ το παράθυρο. Για τους λευκούς ιριδισμούς στα όστρακα που αποκαλύπτουν τις άγονες γραμμές μας. Για δωδεκάποντα, βαφές μαλλιών και σταυροβελονιές. Και γελάμε. Αν οι λέξεις γνωρίζουν να κολυμπούν κι ας μην σώζονται. Για Λάνσελοτ και λαμινέιτ, ηλεκτρονικά ξυπνητήρια, εξόδους κινδύνου, για το ποίημα που σε καταβροχθίζει πριν διαβαστεί, την Ταϊτή του Γκογκέν και τον φοιτητικό πύργο του Άιφελ. Για κρεμ φρες, κρεμ μπρουλέ, κρέμες ημέρας. Για τις σκιές κάτω απ´ τα βλέφαρα, τα πόδια χήνας. Αν ο καθρέφτης μας είναι αυτός που πάσχει τελικά από χρόνια αϋπνίας και ήλιου. Και γελάμε. Για τα παρασκήνια -πόση απόσταση διανύει απ´ το σώμα ως το σώμα το γνωστό δρομολογιο. Για εκπρόθεσμα εισιτήρια. Για την φιλία, την αγάπη την μαζεμένη σ´ενα χαμόγελο, σ´ εναν ντριν τηλεφώνου που λέει "έλα τώρα" κι έρχεται. Για το μη μετρήσιμο. Για την εικόνα και καθ´ ομοίωσιν της οποίας ουκ έσται τέλος.
Όταν μιλάμε πλήθος λεμόνια κυλούν επάνω στο τραπέζι, στις καρέκλες, κίτρινες λάμψεις τρέχουν τα μάτια, συνήθως βρέχει, μας αρέσει που βρέχει νύχτα με χίλια λεμόνια. Και γελάμε.
Καμιά φορά ο φακός του δασοφύλακα μας ακούει, σταματάει τους βρεγμένους λαγούς στα πισινά τους πόδια, το πλατύσκαλο φαντάζει χάρτινο, τότε μένουμε αγαλματάκια ακούνητα εως ότου πεινάσουμε. Μετά με κρύο νερό ξεπλένουμε χολή, σ´ ένα μεγάλο μπολ κόβουμε καρδιά, μαρούλι, δυόσμο, εκείνη με μικρές μπουκιές τα κατεβάζει στον λαιμό, ύστερα τρώμε μηλόπιτα, κέικ σοκολάτας και πάλι απ´ την αρχή. Και γελάμε.
Κάποιος
έξω απ´ την σκηνή μονίμως φωνάζει "ψηφίζω το γαλάζιο" για εξώφυλλο,
Εκείνη επιμένει στο κόκκινο, Κι εγώ.
Όταν
μεγαλώσουμε και με τις ζέστες του Μαγιού κακοφορμίσουμε, το κόκκινο θα το
φυτρώσουμε παπαρούνες σε ντάνες μπλου μαρέν ασιδέρωτων. Θα χωρέσουμε πάλι στα
παλιά αθλητικά και στις χοντρές μάλλινες κάλτσες. Και θα γελάμε. Κάτω απ´ την
πλεκτή ζακέτα πέρα απ´ το χρόνο κι απ´ το χρόνο πέρα.
http://deepunctum.blogspot.gr/p/blog-page_6.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου