Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

ΠΕΡΗΦΑΝΟ ΕΝΑ ΤΙΠΟΤΑ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ:

 «Φλόγα από τη στάχτη» είναι ο τίτλος της συλλογής του Τόλη Νικηφόρου που κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Μια ακόμα απόδειξη ότι παραμένει πιστός στα Μυστικά και Θαύματα του ανεξερεύνητου λόγου της Ουτοπίας!..

Όρθιος σ’ αυτό το παιχνίδι ζωής κι ας ξέρει ότι είναι στημένο από την αρχή, «ένα παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα», αυτός θα παραμένει μέχρι το τέλος περήφανος  «στο μονοπάτι προς μια κορυφή που δεν υπάρχει».

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους είναι οι ποιητές και όρθια η πράξη τους σαν αλεξικέραυνο, λέει σε κάποιους ακροτελεύτιους στίχους του ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο Τόλης Νικηφόρου τιτλοφορώντας μ’ αυτό το εμβληματικό ΟΡΘΙΟΣ το πρώτο ποίημα της νέας του συλλογής έχει συνείδηση του μεγέθους αυτής της στάσης. Αλλά, με κατανόηση της ματαιότητας των εγκοσμίων (που θα έλεγε κι ο Καβάφης) κλείνει αυτό το εισαγωγικό ποίημα με την κατηγορηματική διαπίστωση: 

«Περήφανο ένα τίποτα στην άβυσσο της λήθης».

Στις «Ασκήσεις Ματαιότητας», δυο ποιήματα παρακάτω, αισθάνεται «μοναχικός κι αδύναμος» γιατί καταλαβαίνει ότι το ποίημα ακόμα

«κι όταν σφίγγει τη γροθιά του»

ίσως μαζί με τους απόκληρους και καταδικασμένους, κείνους που μιλάνε άλλη γλώσσα,  δεν είναι παρά

 «μάταιες λέξεις, λέξεις βουβές και χάρτινες»!..

Και ίσως στο τέλος

«δεν θα απομείνει ούτε ένας στίχος, μια λέξη ελάχιστο ίχνος στην κινούμενη άμμο» της εποχής.

Παρόλη όμως αυτή τη διάχυτη θλίψη για τα αποτελέσματα της αέναης προσπάθειας, δεν παύει η Ποίηση να είναι μια Γιορτή, ένα Πανηγύρι, ένα Πρώτο Φως 

«μπροστά στην προαιώνια νύχτα».

Ο τελικός απολογισμός της μυστικής διαδρομής είναι θετικός:

«κάθε βιβλίο μου στην άβυσσο του τίποτα

είναι ένα πείσμα, μια περηφάνια, μια χειραψία

με τη ματαιότητα και το ανεξιχνίαστο μέλλον»

(στη φωτογραφία το εξώφυλλο του βιβλίου που κοσμεί ένας πίνακας του Augusto Giakometti και με ΚΛΙΚ σ’ αυτόν ανοίγει το αρχείο για την παρουσίαση του βιβλίου με εσωτερική εστίαση Τάσου Κάρτα]



ΥΜΝΟΙ ΣΤΟ ΠΑΡΗΓΟΡΟ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ ΦΩΣ

Καθόλου τυχαίο, που το 5ο και 6ο ποίημα της συλλογής έχουν στον τίτλο τους τη λέξη ΦΩΣ, που μπορεί να είναι

«κάτι μακρινό κι ανέγγιχτο στα τρίσβαθα της μνήμης» αλλά είναι  «παρήγορο, λυτρωτικό», γι’ αυτό αισθάνεται την ανάγκη ο ποιητής να συνθέσει τον Ύμνο του, που πηγάζει από μέσα του και δεν έχει άλλη πατρίδα από αυτό:

 

ΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΦΩΣ

από λέξη σε λέξη   από εικόνα σε εικόνα

στα τραύματα μου επάνω   ακροβατώντας

 

ως κάτι μακρινό κι ανέγγιχτο

στα τρίσβαθα της μνήμης

 

ο νους μου έχει μάθει από παλιά

με συνειρμούς και άλματα

ν’ αυτονομείται και να ταξιδεύει

αιφνίδια ν’ ακολουθεί

δικές του μυστικές διαδρομές

 

σε κάθε επικίνδυνη στροφή   αναζητώντας

σε κάθε σκοτεινή παγίδα ή βάραθρο

παρήγορο   λυτρωτικό

ένα πρώτο φως

 

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΦΩΣ

υμνώ το φως   για να εξορκίσω το σκοτάδι

γιατί πίσω απ’ το κόκκινο   και το βαθύ γαλάζιο

κυλάει ένα ποτάμι θλίψης

 

υμνώ το φως   σαν χάδι στο παιδί

που ακόμα ελπίζει μέσα μου

σαν κάποια λύτρωση

απ’ τα πολλά μου τραύματα

 

υμνώ το φως   γιατί είναι πλάσμα του βυθού

που απώλεσε τον ουρανό

και τον αναζητά   και τον επικαλείται απελπισμένα

 

υμνώ το φως   γιατί το φως πηγάζει μέσα μου

γιατί δεν έχω άλλη πατρίδα

 

ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΙ ΜΙΑΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΡΑ ΑΝΑΠΕΜΠΕΙ ΝΟΤΕΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Σ’ ΕΝΑ ΧΑΜΕΝΟ ΟΥΡΑΝΟ:

Στο ποίημα «Άγρια φυτά στην έρημο του κόσμου» βρίσκουμε πολλούς χαρακτηρισμούς για τα «παράξενα κι ασυμβίβαστα πλάσματα» που είναι προφανώς οι ποιητές. Είναι τόσο πεισματικά κι αμετανόητα αφοσιωμένοι στην ερωμένη τους, την Ποίηση, που «γράφουν» ακόμα και «με σπασμένα δάχτυλα», «τραγουδούν με κομμένο λαιμό». Οι αντιφάσεις είναι το κυρίαρχο στοιχείο της ζωής και της τέχνης τους:

«ταχυδρομικά περιστέρια σε χώρα κυνηγών»

ή «μικρά θερμαντικά σώματα στην επικράτεια των πάγων»

ή «άγρια φυτά στην έρημο του κόσμου».

Αυτά τα «μικρά δακρυσμένα αδέλφια» μας, οι Ποιητές είναι τελικά πολύ σημαντικοί, γιατί είναι

«μαντατοφόροι μιας αθωότητας  που αιώνες τώρα αναπέμπει νότες μουσικής σ’ ένα χαμένο ουρανό».

Ο «χαμένος ουρανός» φέρνει στο νου εικόνες από την εμμονή του Σαχτούρη σ’ αυτόν, ο οποίος στο ομότιτλο ποίημα του προειδοποιούσε τα πουλιά

«μαύρες σαΐτες της δύσκολης πίκρας»:

«δεν είναι εύκολα πράγμα ν’ αγαπήσετε τον ουρανό».

Κι ο «Μαντατοφόρος ποιητής» του Τόλη Νικηφόρου συγγενεύει με τον Ελεγκτή από «Τα φάσματα ή τη Χαρά στον άλλο δρόμο» του Σαχτούρη.

Εκεί ο ουρανός ήταν πάλι χαμένος καθώς ήταν

«ένας μπαξές γεμάτος αίμα»

αλλά ο ποιητής «κληρονόμος πουλιών» μαντατοφόρων

έχει προορισμό, σ’ αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα της εποχής του, να σφίγγει τα σκοινιά του και

«έστω με σπασμένα φτερά»

να πετάει για να ελέγχει τ’ αστέρια.  

Τα αστέρια, από τη φύση τους, συγγενεύουν με το φως, καμιά φορά όμως και

«τα τραύματα έχουν στενή συγγένεια με το φως».

Γιατί, τα τραύματα, σ’ όλους σχεδόν τους ποιητές, είναι συνυφασμένα με εκείνα τα ανεξίτηλα βιώματα που η καταγραφή τους είναι η πρώτη ύλη της έμπνευσης, και μ’ αυτή την έννοια πηγή φωτός.

Συλλέκτης Τραυμάτων είναι ο τίτλος του 9ου ποιήματος της συλλογής και μ’ αυτό μας πληροφορεί ο ποιητής ότι ως ακούσιος συλλέκτης μιας πλούσιας συλλογής τραυμάτων, έμαθε τελικά, να επιβιώνει μ’ αυτά, παρόλο που είναι θανάσιμα. Τη μεταφορά του συλλέκτη για το ρόλο του ποιητή την αξιοποίησε δυναμικά και ο Σαχτούρης στο ποίημα μ’ αυτό τον τίτλο:

«μαζεύω πέτρες γραμματόσημα πώματα από φάρμακα

 σπασμένα γυαλικά πτώματα απ’ τον ουρανό

λουλούδια κι ό,τι καλό

σ’ αυτό τον άγριο κόσμο κινδυνεύει».

Τελικά, ένα μυστήριο είναι το ποίημα που:

 

ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ

ένα φτερούγισμα είναι το ποίημα

μια λάμψη μια στιγμή

που διαφεύγει από τη σκέψη

εξατμίζεται στα μάτια

 

μάταια πλέον το αναζητάς

στον άνεμο ξαναγυρίζει εκείνο

σε μιαν αχτίδα πρωινή της άνοιξης

ξαναγυρίζει στο μυστήριο του

 

το στιγμιαίο χαμόγελο

π’ άγγιξε τη ψυχή σου

έχει τώρα χαθεί για πάντα

 

ΚΑΙ «Η ΦΛΟΓΑ ΑΠ’ ΤΗ ΣΤΑΧΤΗ» ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΑΡΜΑΘΙΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ:

Δεν πρέπει ν’ απέχει πολύ απ’ την πραγματικότητα αν τολμούσαμε να πούμε ότι αρκετά από τα 34 ποιήματα της συλλογής είναι άμεσα ή έμμεσα «ποιήματα ποιητικής» (αν είναι δόκιμος ένας τέτοιος όρος). Δηλαδή, και ο Τόλης Νικηφόρου όπως τόσοι άλλοι πριν απ’ αυτόν, έχοντας πλέον κατασταλαγμένες απόψεις, που απορρέουν μάλιστα μέσα από μια τόσο πλούσια ποιητική παραγωγή (η «Φλόγα από τη στάχτη» είναι η 19η ποιητική συλλογή του στην οποία θα πρέπει να (συν)αθροίσουμε 7 συλλογές διηγημάτων, 4 μυθιστορήματα και 3 παραμύθια για μεγάλους)  ανοίγει έναν διάλογο με τον εαυτό του και την ποίηση για  τη πολύχρονη αυτή αμοιβαία ερωτική σχέση. Είναι βέβαιο ότι όλοι οι αληθινοί ποιητές έχουν συνείδηση του χρέους τους απέναντι στην εποχή τους και την τέχνη τους και γι’ αυτό είναι πάντοτε έντονος ο προβληματισμός τους σχετικά με τη σκοπιμότητα της ενασχόλησής τους με την ποίηση. Αυτός ο προβληματισμός  οξύνεται ακόμα περισσότερο από τις πολλές και βάσιμες αμφιβολίες που έχουν για τα αποτελέσματα της προσπάθειας τους. Είναι πολύ ενδεικτική η σκηνή στη Σονάτα του Σεληνόφωτος όπου και ο Ρίτσος βάζει την ηρωίδα ποιήτρια του να έχει ένα παρόμοιο προβληματισμό. Έχει πλήρη συνείδηση της αξίας της ποιητικής δημιουργίας που ισοδυναμεί με «κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων» καταλαβαίνει καλά ότι η ποίηση και κάθε τέχνη είναι «μια επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας», «κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, μια ευτυχία, μια μέθη κι ενθουσιασμός ακόμη» αλλά δεν ξέρει, αν όλα αυτά που είναι η ποίηση, που είναι όλη η ζωή της, είναι δωρήματα που μπόρεσε να τα (μετα)δώσει και σε άλλους. Ομολογεί λοιπόν με πίκρα:

«μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι τα δίνω,

 μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω»!..  

Από μια παράλληλη αμφιβολία φαίνεται ότι διακατέχεται και ο Τόλης Νικηφόρου. Και γι’ αυτόν η ποίηση είναι «πολύτιμες στιγμές σκόρπιες στα χρόνια και τον κόσμο». Σε δύο ποιήματα, που συγκοινωνούν μεταξύ τους, δίνει μορφή στη δική του αμφιταλάντευση Το «Κάποτε Κάτι» δεν είναι τίποτε περισσότερο από «Σκιές από το Τίποτα» αλλά και «απάντηση στα μάταια ερωτήματά μας». Μπορεί να

«πιστέψαμε σε κάτι κάποτε (τουλάχιστον),

τώρα πιστεύουμε στο τίποτα (έστω)

κι αν αυτό το κάτι κάποτε μας βγήκε τίποτα (λοιπόν;)

το τίποτα του τώρα ίσως αποδειχθεί κάποτε κάτι…».

Δηλαδή,

«ακούσιοι μέτοικοι μιας φωτεινής ψευδαίσθησης

σκιές από το τίποτα,

αναζητούμε απεγνωσμένα την απαγορευμένη αλήθεια».

Στο «ταλάντευμα» αυτό που είναι η ποίηση, ένα διαρκές ανέβασμα και κατέβασμα, υπάρχει η άνοδος όταν «όσο ένα φτερούγισμα… τη λύτρωση αναζητούμε» και η κάθοδος όπου «το τίποτα αναπόδραστα μας περιμένει, καταγωγή μας και προορισμός ανεξιχνίαστος». Οι μεγάλες αυτές αντιφάσεις, οι διαμετρικά αντίθετες καταστάσεις και η περιοδική εναλλαγή τους είναι τελικά η αρμονία, η πεμπτουσία του νοήματος της ζωής. Αυτή την αλήθεια καταγράφει στο ποίημα του με τον αποφθεγματικό τίτλο:     

    

ΑΡΜΟΝΙΗ ΑΦΑΝΗΣ ΦΑΝΕΡΗΣ ΚΡΕΙΤΤΩΝ

η λάβα που εκσφενδονίζεται

από τα έγκατα της γης στον ουρανό

αλλά και το κρυστάλλινο νερό

μιας μυστικής πηγής

 

σ’ ανθισμένο λιβάδι

το ρίγος και το άρωμα της άνοιξης

αλλά και η κόκκινη αστραπή

που προμηνύει τον αφανισμό

 

είναι η πτώση και η λύτρωση

η καθημερινή διαδρομή

απ’ τον παράδεισο στον Άδη

 

μ’ ακόμα πιο πολύ

είσαι το ηδονικό αφράτο χώμα

σε πέλματα γυμνά

το χάδι που μας γέννησε

και το σκοτάδι που θα μας δεχθεί

 

είσαι κάτι από μένα

κάτι ολοφάνερο και ανεξιχνίαστο

καταγωγή και μακρινή πατρίδα

 

ΑΠ’ ΤΗ ΦΩΤΙΑ ΚΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΑΧΤΗ: Ποιητής «καιόμενος» που μοιράζεται στα δύο ή γαλήνιος φλέγεται;

είναι μια ράθυμη μέρα   φθινοπωρινή

κι η γειτονιά ησυχάζει

καθώς το δροσερό αεράκι

τα φύλλα ελαφρά ανεμίζει

κι απ’ το ανοιχτό παράθυρο

σκορπίζει στο δωμάτιο   τους ήχους της ζωής

 

γαλήνιος κάθομαι απέναντι   και φλέγομαι

 

εγώ φλόγα απ’ τη φωτιά   φλόγα απ’ τη στάχτη

Στο παραπάνω 2ο ποίημα της συλλογής, που προφανώς είναι το ερέθισμα  για τον τίτλο της, το ειδυλλιακό φθινοπωρινό τοπίο, που περιγράφεται στην αρχή, ταυτίζεται βέβαια με τη γαλήνη του ποιητή αλλά δεν μας αφήνει να εννοήσουμε την πηγή της. Πηγή και αιτία αυτής της γαλήνης είναι η φωτιά, γιατί ο γαλήνιος ποιητής που κάθεται απέναντι σ’ αυτό το ήσυχο φθινοπωρινό τοπίο είναι «φλόγα απ’ τη φωτιά, φλόγα από τη στάχτη». Ο αναγνώστης αφήνεται ελεύθερος να εννοήσει τις λεπτομέρειες ή τις καταστάσεις που προηγήθηκαν και οδήγησαν σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Ίσως σε αντίστιξη με το αποτέλεσμα και το συμπέρασμα στο οποίο έφτασε ένας άλλος ποιητής όταν ο ήρωας του μπήκε μέσα στη φωτιά. Ο Σινόπουλος, σε μια άλλη εποχή βέβαια, οραματίστηκε έναν ήρωα να ξεχωρίζει από το πλήθος και να μπαίνει μέσα στη φωτιά γιατί «η χώρα του είναι σκοτεινή και δύσκολη». Ο πολύς κόσμος παραμένει έξω απ’ τη φωτιά, απλός θεατής των όποιων γεγονότων. Ο ποιητής όμως στον «Καιόμενο» του Τάκη Σινόπουλου μοιράζεται στα δύο:    από τη μια συμμετέχει στο δράμα

«αφού είναι από τη φύση του φτιαγμένος να παραξενεύεται»,

από την άλλη όμως παραμένει ένας απλός χειροκροτητής του πλήθους αφού

«ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις» του είπαν.

Η Φωτιά από τη στάχτη όμως του Τόλη Νικηφόρου είναι αποτέλεσμα μιας συμμετοχής που υποδηλώνεται και ομολογείται σ’ όλο σχεδόν το έργο του. Μπορεί, κρίνοντας εκ των υστέρων (ίσως και εκ του αποτελέσματος) αυτή τη συμμετοχή, να την ονομάζει «Ασκήσεις Ματαιότητας», δεν ακυρώνει όμως την ουσία της: έγραφε μια ζωή

«για τους απόκληρους, τους καταδικασμένους και την οδύνη τους».

Σχεδόν με κάθε ποίημα «έσφιγγε μαζί τους τη γροθιά». Κάθε βιβλίο του είχε

«ένα πείσμα και μια περηφάνια»

Με κάθε του λέξη

«αναζητούσε απεγνωσμένα την απαγορευμένη αλήθεια ή απαντήσεις στα ερωτήματά του».

«Μικρές απλές πολύτιμες στιγμές» οι στίχοι του,

«φωτεινά ίχνη ενός άγνωστου θεού».

«Λάβα που εκσφενδονίζεται» η θέλησή του για έναν καλύτερο κόσμο

«αλλά και κρυστάλλινο νερό μιας μυστικής πηγής»!

Ένα ακλόνητο και τρανταχτό ΟΧΙ στη ματαιοδοξία η στάση ζωής του κι ένα μεγάλο και αδιαπραγμάτευτο ΝΑΙ

«στο μολύβι που επιμένει, ένα μολύβι που πεθαίνει ανυπόταχτο».

«Ανυπεράσπιστος μπροστά στην αθωότητα, εκστατικός μπροστά στο θαύμα της»

αλλά αιώνιος  εραστής της και πιστός άχρι θανάτου στην ουτοπία της… (οι σε εισαγωγικά διάσπαρτοι στίχοι  από ποιήματα της συλλογής επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές).

Ρητορικό ερώτημα: Ονειροφαντασία θνητού η αισιοδοξία του ή πίστη ακράδαντη ότι «θα αναδυθεί μέσα στο φως μια χώρα ευτυχισμένη»; Ναι!.. Μπορεί κάποτε να εξοριστούν

«για πάντα ο πόνος  και ο θάνατος σ’ έρημο γαλαξία μακρινό και δίκαια πια η χώρα αυτή θα ονομάζεται πατρίδα».

Τότε, «μετά το ατέλειωτο αυτό ταξίδι στο σκοτάδι»

«όλοι μαζί θα γίνουμε εξαίσια ποίηση και μουσική

όχι όπως παλιά γραμμένη με αίμα

μα με την έκσταση… εκείνων που επιτέλους επιστρέφουν στην πατρίδα»

 



Επίλογος: Και ξαφνικά η ζωή χρόνος ατέλειωτος χωρίς:
ένα μικρό πουλί φτεροκοπάει στη στέγη
κι ύστερα χάνεται στα βάθη του ουρανού

χρόνια κυοφορείται
η στιγμή
η εκρηκτική στιγμή
σε μυστικά εργαστήρια της ψυχής
μα και μπροστά σε μάτια ανυπόταχτα

και ξαφνικά η ζωή
συντρίβεται
ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί
πάνω στο επίβουλο
οδόστρωμα της καθημερινότητας

και ξαφνικά εισβάλλει το απίστευτο
κίτρινο ρίγος
πικρή
σπαρακτική σιωπή
και δάκρυ


χρόνος ατέλειωτος χωρίς

1 σχόλιο: