Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΠΟΥ ΑΠΛΩΝΟΥΝ ΦΩΝΗΕΝΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΩΣ ΤΑ ΣΥΡΤΑΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ:

Τα περισσότερα από τα 62 ποιήματα στη συλλογή της Ελένης Μαρινάκη ΤΩΡΑ ΑΙΜΑ (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2005) είναι άτιτλα αλλά συνήθως αφιερωμένα σε αγαπημένα πρόσωπα:

στη μητέρα μου, στον πατέρα μου, στον Ανδρέα κλπ  

ή σε ποιητές που θαυμάζει όπως ο Μιχάλης Γκανάς, ο  Μίλτος Σαχτούρης κ.ά.

 Η συλλογή αρχίζει με παράθεμα από Τα Δυσεύρετα Χρώματα του Τέλους του Μανόλη Πρατικάκη:

«… αυτή η δύσπνοια της ύπαρξης εκ γενετής σ’ ένα κρεβάτι εκστρατείας…»,

που αν συνδυάσουμε το νόημα του με το επαναλαμβανόμενο ερώτημα στο ποίημα που αφιερώνει στο Νίκο Λάζαρη στη σελ. 32

«Και τι ξέρω εγώ από πόνους;»

μαζί με το γενικό τίτλο της συλλογής ΤΩΡΑ ΑΙΜΑ,

 έχουμε αμέσως μια πρώτη ένδειξη  για το τοπίο στο οποίο κινείται η έμπνευση της ποιήτριας:

Αίμα και πόνο στάζουν οι λέξεις της.

Καμπύλες ή κι  ευθείες γραμμές επιχειρεί να σχεδιάσει μ’ αυτές. Πιάνεται από τη σκιά τους, ζυγίζεται κάθε δευτερόλεπτο σαν ζογκλέρ στο τεντωμένο σχοινί τους και ενώνοντας επιμέρους σημεία προσέχει

να «μην φανεί η ραγισματιά, συναντηθούν τα ανόμοια, ταραχθεί η συνέχεια της καμπύλης και γίνει τεθλασμένη, κοφτερό μαχαίρι ανεξέλεγκτο, αιχμή που στάζει στα βαθιά, ζεστή ανάσα ζώου πληγωμένου…»!..

 Σ’ όλη τη συλλογή ψάχνει το κλειδί ν’ ανοίξει τις λέξεις να μιλήσει για

«μια θλίψη από πάγο, μια κουκίδα πάνω στο δέρμα που αποσιωπάται, μια μεταλλική μοναξιά πράσινη όπως τα καράβια…»!

Τι ξέρει, λοιπόν, από αίμα και  πόνους η Ελένη Μαρινάκη;

Τι ξέρει από «μισάνοιχτους φόβους» που παρεπιδημούν στο σκοτάδι;

Με κρυμμένο το κεφάλι στην «άμμο» του ποιήματος βλέπει καθαρά στο βυθό…        

Ας την αφήσουμε να μιλήσει με την ποίησή της: «πέφτουν και σπάνε σαν ρόδα οι λέξεις, γίνονται συλλαβές… να προφτάσουν την επόμενη αγωνία της».

 Μια μικρή γεύση από τον πολύσημο  πλημμυρισμένο μεταφορές κι εικόνες λυρικό της λόγο στην αποσπασματική επιλογή που ακολουθεί

(σκόρπιοι στίχοι από τα ποιήματά της είναι και οι με κεφαλαία τίτλοι σε κάθε επιμέρους ενότητα αυτής της παρουσίασης -  «αειθαλές τοπίο» ο τίτλος του πίνακα  ART by David Brayne): 




ΑΕΙΘΑΛΕΣ ΤΟΠΙΟ, ΚΑΤΙ ΣΟΥ ΠΗΡΕ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ ΒΟΥΛΙΑΖΕΙΣ

Σε αφύλακτα μονοπάτια

η νύχτα επωάζει σκοτάδι

με βράγχια ψαριού αναπνέει

το νεράκι σου

στήνει παγίδες στα φυτά

και καταπίνει

τα αναφιλητά τους.

 

Σπασμένο πόδι τριγυρνά

το φεγγάρι

κουτσαίνουν οι δρόμοι

στις στροφές.

 

Ανυποψίαστος κοντά σου

ο γκρεμός

λειαίνει τις πέτρες του

και σε περιμένει (Αύγουστος 2000 – σελ.9)

 

ΕΔΩ, ΣΤΟ ΛΙΓΟ, ΒΓΗΚΕΣ ΠΑΛΙ ΝΑ ΘΕΡΙΣΕΙΣ ΟΝΕΙΡΑ!.. ΝΑ ΛΗΞΕΙ ΠΙΑ Η ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ. ΕΓΩ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΦΥΓΑ ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΑ

Μπορεί να μην έχουν τίτλο τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, μπορεί (αν εξαιρέσουμε αυτά που είναι αφιερωμένα σε αγαπημένα πρόσωπα –μητέρα, πατέρας- ή ποιητές) να μην φανερώνουν κάποιο πρόσωπο ωστόσο είναι εμφανές ότι η ποιήτρια, είτε  μιλάει σε πρώτο πρόσωπο είτε όχι, έχει απέναντί της ένα Εσύ που κραυγάζει  την Απουσία του και που καλείται τώρα αυτή να συντάξει γρήγορα το «Πιστοποιητικό της». Τη μια φορά «Όνομα σλάβικο γραμμένο σε χαρτάκι» είναι το στοιχείο της ταυτότητας αλλά δεν υπάρχουν άλλες αποδείξεις «πως υπάρχεις για να φύγεις!.. Και πού να πας τα σύνορα κλεισμένα, μόνος σου δεν μπορείς να περπατήσεις, έχει το πέραν προχωρήσει και κλειδώνει τις πόρτες μόλις σκοτεινιάσει (Ιανουάριος –Φεβρουάριος 2001 σελ. 16). Στην άλλη σελίδα νάτο πάλι το Εσύ «μισό πίσω από την πόρτα!.. Φεύγω σου λέω και δεν κάνεις ένα βήμα, μια κίνηση αποχαιρετισμού. Ανοίγουν οι γωνίες του κτιρίου και το ασανσέρ ζεστό στόμα μα καταπίνει (Αθήνα, Ιανουάριος 2003 – σελ. 56). Άλλοτε είναι ο Ανδρέας που τον καλεί να βάλει τα καλά του για μια βόλτα «Η φωνή σου ανεμίζει πικροδάφνες και θαύματα, στον ενεστώτα πόνο κοιμάσαι ξέροντας να κόβεις σκιές για τον δρόμο, πλατύφυλλα χαμόγελα να ονειρεύεσαι. Τώρα που πέρασες την άκρη έχεις όλα τα χαρτιά με το μέρος σου… Γιατί και οι πεθαμένοι κουράζονται καμιά φορά με τα ταξίδια» (στον Ανδρέα Ιούνιος-Ιούλιος 2000 σελ. 24 και 25). Δύσκολη, πολύ δύσκολη η «γραμματική των αποχωρισμών» σε μαθαίνει να συλλαβίζεις «το ρήμα φοβάμαι σ’ όλους τους χρόνους» (Σεπτέμβριος 2002 – σελ. 30) αλλά «με το αντίτιμο του φόβου στην παλάμη θα περάσω απέναντι την ώρα ακριβώς που θα κλείσει η πύλη» (Μάρτιος 2002 – σελ. 31). Άλλοτε αυτό το Εσύ είναι ο Λάμπης που σημάδια μοβ στα χέρια του ιστορούν άγνωστο χάρτη: «Σε κοιτάζω και δεν με βλέπεις, αλλού έχεις τις αποσκευές σου και βιάζεσαι, ψιθυρίζεις ένα γρήγορο αντίο… Τόσα χρόνια ταξιδεύεις και ξέρεις τους δρόμους. Τώρα άνοιξαν και τα σύνορα μαζί με άλλους μετανάστες κι εσύ δοκιμάζεις την τύχη σου σε ξένη χώρα» (σελ. 36). Δεν είναι εύκολα τα λόγια της επικοινωνίας με το αυτό  το Ανέστιο Εσύ. Δεν υπάρχουν λέξεις/ κλειδιά να μάθεις ξανά το άλφα… Κι αν ακόμα σημάνει η ώρα του γυρισμού – νόστιμον ήμαρ - δεν ξέρει η ποιήτρια τι θα του πει: «Μάλλον θα κάτσω να κοιτάζω πώς άντεξαν τα χέρια σου τόσον καιρό τις ίδιες σκιές και άλλες που δεν ήξερα. Θα σε αφήσω να ξεκουραστείς πάνω στο μαξιλάρι, να πλαγιάσεις τις λύπες σου με τον καιρό να με φωνάξεις Ελένη…» (σελ. 46). Ή θα υψώσει τη σιωπή της καθρέφτη απέναντί του: «ένα πράσινο παίζει στα μάτια σου… Δεν σου λέω, δεν μιλώ, εγώ είμαι τώρα καθρέφτης απέναντί σου (σελ. 57).   Ενδεικτικά αποδελτιώνεται εδώ το παρακάτω ποίημα:

 

ΔΡΟΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΚΕΛΥΦΟΣ…

Δρόμος χωρίς κέλυφος

γυμνός χειμώνας γλιστράει

από τα μάτια σου

πέφτουν χωρίς βάρος οι λέξεις.

 

Δεν έμαθες ποτέ γραμματική

τα ουσιαστικά και τα χωρίς ουσία

λόγια των ανθρώπων

οι προθέσεις σου άγνωστες

σχίζουν τις ώρες ως το βράδυ.

 

Πάλι θα δεις στον ύπνο σου χαρτιά

θα συμπληρώσεις άγραφες αιτήσεις

με κόκκινο μελάνι θα ζητάς επιστροφή

να σου ανοίξουν τις πόρτες.

 

Πώς βρέθηκες εδώ στην ερημιά

σε νωπές υδατογραφίες να βουλιάζεις

τρίβεις το πάτωμα να φύγει η σκουριά

τόσα χρόνια δεν έβλεπες τα σημάδια

ξένα πατήματα πάνω στο σώμα σου

έγραφαν ρυτίδες.

 

Τατουάζ με γυμνά σπαθιά

κόβουν ακόμα κάθε μέρα

την ανάσα σου (Ιανουάριος  2002 – σελ. 47)

 

ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ; ΛΕΙΠΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ…

(δανεικά λόγια γεμίζουν τον ύπνο σου,   οι λέξεις βγαίνουν μισές… πυρωμένες ουλές αποτυπώνονται στο πρόσωπό σου… έμαθες καλά τη χημεία των αποκρύψεων): 

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ αφιερωμένα στη ΜΗΤΕΡΑ (σελ. 11 και στον ΠΑΤΕΡΑ σελ 35):

στην μητέρα μου

Άσπρος ο τοίχος

στο δωμάτιο

εγώ τον ήθελα γαλάζιο

να πλένω τα χέρια μου

και να στάζει λουλάκι

αχνιστός πόνος.

 

Παίρνουν οι ατμοί

τη θέση τους

στο ταβάνι

εσύ από την πόρτα

διστάζεις να μπεις.

 

Το μάθημα

το διάβασα όλο

σου λέω

ξεχνώ μόνο τον τίτλο

δεν πειράζει

ένα λάθος επιτρέπεται

θα περάσω γρήγορα

στην επόμενη σελίδα.

 

Πού είσαι; Λείπεις σήμερα.

Έμαθα καλά τα άρθρα

να ξεχωρίζω τη φωνή σου

από το έψιλον.

Το λάμδα σου λίγο γυρτό

πάντα υποχωρούσες

στις πιέσεις.

Τώρα δεν έχεις

κανένα παράπονο

όλα στη ζωή σου καλά

και τα φωνήεντα

και τα σύμφωνα στη θέση τους.

Μόνο τους τόνους ξεχνάς

και τις αποστάσεις.

 

Από τα συρτάρια

ως το κρεβάτι

απλώνεις τις μέρες σου (Δεκέμβριος 2001 – σελ. 11)

 

στον πατέρα  μου

Στην παλάμη σου

η γραμμή της ζωής

αλλάζει σχήμα κάθε λεπτό.

Υπερηχογράφημα της μέρας

εντοπίζει διατάσεις

μικρές ποσότητες νερού

μετακινούνται κάτω από το δέρμα.

 

Ο ορίζοντας κοίλος μεταφέρει

τρέμοντας τη φωνή σου

στα τοιχώματα της οδύνης

παλιές αλλοιώσεις της αλήθειας

μόλις που διακρίνονται.

 

Τόσον καιρό σκεπάζεις

έμαθες καλά τη χημεία των αποκρύψεων

τοιχογραφίες ασβεστωμένες

εκτείνεις το βίο σου

να μη δει φως ο εγκλεισμός.

 

Μονάχα τις νύχτες καμιά φορά

αφαιρείς ραγισμένα κομμάτια

από τον τοίχο

και κοιτάζεις έκπληκτος

το πρόσωπό σου (Μάιος 2002 – σελ. 35)

 

ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ…

(κόβεται η ανάσα της μέρας   ρινίσματα χρόνου εισχωρούν στον ύπνο μου…)

Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΜΙΚΡΗ ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ ΣΠΑΖΕΙ:

«Πάλι οι ΛΕΞΕΙΣ ραγίζουν τη διάρκεια / βαθιά στο σώμα μου καρφώνει τις υποψίες του το ΣΚΟΤΑΔΙ

μια ΞΕΝΙΤΙΑ τυλίγει τη φωνή μου / με παίρνει απόγευμα στα σφαγεία

Το ΑΙΜΑ αργεί να πέσει στη θάλασσα / απλώνεται μαύρο στην αυλή σου

η ΜΝΗΜΗ κάθιδρη ανασύρει φύλλα χλωρά / κομμάτια ήλιου θυμάται το βλέμμα σου…»

 

Μεταφορές και Παρομοιώσεις, Αφηρημένες Έννοιες ή Ζωντανές Εικόνες, Στοιχεία της Φύσης και Πετεινά του Ουρανού, Βοριάδες και Σύννεφα, Φόβοι Παρεπηδημούντες και Όνειρα Μεταλλικά, Ανυποψίαστος Γκρεμός και Φεγγάρι με Σπασμένο Πόδι, Λόγια Δανεικά και Λέξεις Μισές, Αναμνήσεις Ξεβαμμένες  και Καλά Σιδερωμένα Χρόνια, Φωνές Δισύλλαβες ή Λύπες Εκρηκτικές, το Ρήμα Φοβάμαι σ’ όλους του χρόνους και Βιαστικά Παράθυρα όπου αναδύονται Κρυφές Ζωές και περνάει ο καιρός με το Τικ Τακ των Δευτερολέπτων και τις Κατοικίδιες Έριδες να αποστηθίζουν τη Γραμματική των Αποχωρισμών…

Όλα αυτά κι άλλα τόσα περνούν με τη σειρά τους ή σε ανύποπτες στιγμές ανεβαίνουν στο προσκήνιο του ποιήματος και ως Κύρια Πρόσωπα ρολάρουν, συστρέφονται «χωρίς κέλυφος προστατευτικό», αλλάζουν θέση κάθε βράδυ ή με κρυμμένο το κεφάλι τους στην άμμο των λέξεων παραλαμβάνουν το πιστοποιητικό της απουσίας τους ή πυρωμένες αποτυπώνονται ως ουλές στο πρόσωπο ή Λαθρεπιβάτες της Ζωής ταξιδεύουν με ψεύτικα τρενάκια δίχως ράγες!

«Με το αντίτιμο του Φόβου στην παλάμη περνούν απέναντι την ώρα ακριβώς που θα κλείνει η πύλη»!.. 

Έξω η Πόλη κομματιάζει τις ώρες «κύβοι πεπιεσμένου αέρα δανείζουν δευτερόλεπτα, μια γουλιά νερό καταπίνει το Απόγευμα»!..

«ΑΡΧΑΙΟΣ ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ η ζωή, ένα βήμα μπροστά ένα πίσω γυρίζεις να μάθεις τη σιωπή,

την ακριβή ΑΠΟΣΤΑΣΗ από το αληθινό,

την ΑΝΑΜΟΝΗ σε σκοτεινούς προθαλάμους της ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ,

να εξοικειωθείς μαζί της, να βάλεις το χέρι σου στο μαχαίρι που έχεις εντός σου που κόβει τις ΩΡΕΣ,

να αναπνεύσεις τη ΜΝΗΜΗ, να περάσεις την τεθλασμένη ΑΓΩΝΙΑ. Να γίνεις άνθρωπος…

 

ΦΥΣΑ ΑΕΡΑΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΣΑ   ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΣΤΡΙΦΩΜΑ ΤΟΥ ΦΟΥΣΤΑΝΙΟΥ ΣΟΥ ΣΧΙΣΜΕΝΟ (αποδελτίωση στίχων)

Χωρίς ταυτότητα και τόπο διαμονής   η Νύχτα

έχει στιλέτο στο δεξί μανίκι   σκουριά και αίμα

παραδίνει δεματάκια

άγνωστα κείμενα, πορίσματα κλεμμένα (σελ. 17 )

 

Τα Μάτια ξέρουν καλά να πονούν   ανοίγοντας μικρές σιωπές

πέφτουν οι Χείμαρροι στο ποτάμι

πλημμυρίζει ο χώρος υποδοχής

δεν έχει άλλο δωμάτιο για σένα

ενυδρείο το σπίτι από προχθές

αναπνέει σαν ψάρι με δανεικό οξυγόνο (σελ. 22)

 

Καράβια ξένα κλέβουν τα ταξίδια μας (σελ. 23)

 

Με Κατοικίδιες Έριδες περνούσε ο καιρός

φόρεμα στενό συνήθισα την αγάπη (σελ. 30)

 

Μεταλλικοί Ήχοι στον ύπνο μου

ο χρόνος έχει διπλάσια δευτερόλεπτα

παγιδευμένα αναφιλητά   όψη θολή του καθρέφτη.

Κατεβάζει χιόνι από τα βουνά   το λιώνει στο πάτωμα (σελ. 34)

 

Κυλούν οι Ώρες στο μεγάλο ρυάκι

στην άκρη το Τραπέζι μας κουτσαίνει

βάζω χαρτάκια να μην πέσει η Μέρα

 

Γράμματα δύσκολα στου γράφω   δίχως φθόγγους

άσπρα σεντόνια που τα σχίζει ο Αέρας

και τα πετά τη νύχτα στο Όνειρό σου (σελ. 38)

 

Περαστικός ο Πόνος απ’ τα μέρη μας

κάτι αφήνει πάνω στο τραπέζι.

Χαλά το γλέντι, σταματούν τα όργανα

μένουν στη μέση τα τραγούδια (σελ. 39)

 

Πικρίζει ο Χρόνος την ανάσα σου τις νύχτες

έρημα χόρτα περιμένουν στο σκοτάδι

να βγάλουν άνθη να μυρίσουν τα δρομάκια (σελ. 40)

 

Φυσά η Θάλασσα αγωνία

μιαν εγκατάλειψη από το μέρος του βοριά.

 

Αίμα που τρέχεις από το βουνό

έκοψες πάλι τις φλέβες της μέρας

σκέπασες με προσοχή τις κατωφέρειες

κρύφτηκες εκεί που βγάζει ο πυρετός

σε απορρόφησε αχνίζοντας η Διάρκεια (σελ. 49)

 

Γεωμετρία παλαιών ημερών

με κόκκινο σημειώνονται τα λάθη

 

Με διαλείμματα χρόνου τετελεσμένου

υποστέλλεται η Άνοιξη (Αθήνα, Ιούνιος 2002 – σελ. 54)

 

Κοφτές λέξεις που έχει ο Θάνατος

μικρές ανάσες να τον ιστορούνε.

 

Πέφτουνε στην απότομη βροχή

σαν πουλιά που τα βρήκε η σφαίρα

και δεν πρόλαβαν να πετάξουν παραπέρα

ένα βήμα να φύγουν

από τη σκοτεινή του διάρκεια (Μεγάλη Παρασκευή 2005 – σελ. 71)

 

Έχω μια Θλίψη από πάγο

μια κουκίδα πάνω στο δέρμα  που αποσιωπάται

μια μεταλλική Μοναξιά

πράσινη όπως τα καράβια (σελ. 76)

 

ΕΛΕΝΗ ΜΑΡΙΝΑΚΗ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ   ΒΓΗΚΕ ΠΑΛΙ ΝΑ ΘΕΡΙΣΕΙ ΟΝΕΙΡΑ   (σαν βιογραφικό σημείωμα):  

«Αν έρθεις  δεν ξέρω τι να σου πω, δεν είναι εύκολα τα λόγια.   Μάλλον θα κάτσω να κοιτάξω πώς άντεξαν τα χέρια σου τόσο καιρό τις ίδιες σκιές και άλλες που δεν ήξερα.   Θα σε αφήσω να ξεκουραστείς πάνω στο μαξιλάρι, να πλαγιάσεις τις λύπες σου με τον καιρό να με φωνάξεις Ελένη.    Να λήξει πια η παρεξήγηση τόσων χρόνων. Εγώ ποτέ δεν έφυγα στην Τροία»   (Μάιος 2001 από τη σελ. 46):    Η Ελένη Μαρινάκη γεννήθηκε και ζει στα Χανιά:   «Παρασκευή γεννήθηκα απόγευμα με τις καμπάνες να ηχογραφούν το καλοκαίρι» (σελ. 30).   Σπούδασε γραφιστική και ζωγραφική στην Αθήνα όπου και εργάστηκε αρκετά χρόνια.   «Το μάθημα το διάβασα όλο σου λέω, ξεχνώ μόνο τον τίτλο. Δεν πειράζει, ένα λάθος επιτρέπεται θα περάσω γρήγορα στην επόμενη σελίδα» (σελ. 11).   Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:  Περνώντας βάφεσαι μπλέ, Πλέθρον 1987,  Τις Νύχτες που κατεβαίνω, Έρεισμα 1998,  Πλανόδιος Άνεμος, Πλέθρον 2000,  Τώρα Αίμα, Γαβριηλίδης 2005,  Εδώ στο Λίγο Γαβριηλίδης 2007 και Ο Χρόνος Τότε, Γαβριηλίδης 2013    «Ένα ποίημα να πονά με συμβούλεψες κάποτε να γράψω. Και τι ξέρω εγώ από πόνους…   Εγώ γραμμές τραβώ ευθείες και πιάνομαι από τη σκιά τους. Ζογκλέρ ζυγίζομαι κάθε δευτερόλεπτο σε ανύπαρκτο σχοινί (σελ. 32)   Γεννήθηκα... Στα Χανιά. Άλφα και ωμέγα όπως λέει και ο ποιητής. Κυλάει στις φλέβες μου αυτή η πόλη.   Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μου είναι... Ο ενθουσιασμός μου για πολλά πράγματα μαζί. Το μεγαλύτερο μειονέκτημά μου... Η αναβλητικότητα. Η αγαπημένη μου απασχόληση... Η διαδικασία του γραψίματος, η σχέση μου μe τα χρώματα, το διάβασμα.    «Κι ας έχω κοιμηθεί με τόσες λέξεις στο πλάι μου, δεν έμαθα ποτέ ορθογραφία…   Λάθος αποστήθισα τον ουρανό, τρίζοντας τα δόντια μεγάλωσα το κενό ανάμεσα στις νύχτες» (σελ. 63).   Η αρετή που θαυμάζω περισσότερο σε έναν άνθρωπο... Η ακεραιότητα, το αίσθημα δικαιοσύνης. Θεωρώ σημαντικό στους φίλους μου...  Το να μου λένε τα πράγματα με το όνομά τους…  Θα ήθελα να μαθαίνω συνέχεια για να πληγώνω λιγότερο τους ανθρώπους και τον εαυτό μου.   Συχνά αναρωτιέμαι... Ποιοί είμαστε στ' αλήθεια, τι κρύβουμε από τον εαυτό μας που μας εμποδίζει να προχωρήσουμε, τι να γίνεται άραγε σ' αυτό το ασυνείδητο που διαρκώς το βρίσκουμε μπροστά μας και όμως παραμένει άγνωστο για μας.   Θα έλεγα με συγκινεί το «αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω» Θα ήθελα να ρωτήσω... Γιατί μου κάνατε αυτές τις ερωτήσεις; [επιλεγμένα αποσπάσματα από τη συλλογή ΤΩΡΑ ΑΙΜΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο];  

https://ai2avatongar.blogspot.com/2021/03/blog-post_16.html




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου