Τι είναι το
ΓΑΜ.μυθιστορήματα του ενός λεπτού;
Είναι τότε
που η λέξη γαμώτο τρώει μια τσεκουριά και σπάει στα δύο (ακριβώς όπως η λέξη
γάμπα);
Η
συγγραφέας, Κατερίνα Έσσλιν, ευχαριστεί
για την κατανόηση και για το ότι δεν σκεφτήκατε τη λέξη γάμος στην ηλικία σας.
Παρακαλούμε,
συνεχίστε την ανάγνωση κανονικά…
από τη
σελίδα 57 του βιβλίου όπου υπάρχουν κι άλλες εξηγήσεις για τον… περίεργο αυτό τίτλο:
Γαμ. μυθιστορήματα ενός λεπτού, εκδόσεις
Απόπειρα 2012:
«το τρίτο γράμμα από τρίτο γράμμα της
αλφαβήτου γίνεται πρώτο και τελευταίο (α! και ω! μαζί)
και από
αρχικό αγαπημένου ανδρικού ονόματος μετατρέπεται σε προστακτική βήτα ενικού ενός πολύ ωραίου ρήματος…».
Αλλά το
παρόν βιβλίο της Κατερίνα Έσσλιν, που κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο φοράει
κόκκινο κραγιόν, δεν είναι για μια απλή ανάγνωση.
Πρέπει, μας
λέει στην παραπάνω σελ. 57, κλείνοντας το μάτι πονηρά, να το αισθανθούμε παρά
να το διαβάσουμε!..
ΓΑΜ, λοιπόν, μια λέξη σε εκκρεμότητα.
Βάζει τον
αναγνώστη στη διαδικασία να συνδιαλλαγεί με το κείμενο και να συμπληρώσει ό,τι
λείπει με το μάτι (ή τα υπόλοιπα αισθητήρια).
Όμως μη
φανταστείς ότι επειδή ο τίτλος είναι μισός κάνει και μισές δουλειές: το βιβλίο
έρχεται με «λυσάρι», καθώς εξοπλίζει με ποικίλα συναισθήματα τον αναγνώστη
(ώστε, όταν αποφασίσει μόνος του τι θα πει Γαμ., να πέσει μέσα).
Αλλά θα σας
δώσω και κάποια hints:
Γαμ. μπορεί
να σημαίνει γαμέτης (αν ο άλλος ασχολείται με τη φυτολογία) ή γάμος (αν κάποιος
θέλει να νοικοκυρευτεί) ή να σημαίνει το άλλο, το ξέρετε ποιο, (αν ο άλλος
είναι ρομαντικός και θέλει να πάει να… «αγαπηθεί») ή να προέρχεται απλώς από το
«και γαμώ».
Δεν θα
μπορούσε να μη λέγεται έτσι αυτό το βιβλίο.
Πρώτον,
έχει σχέση με όλα τα παραπάνω (διαφόρων ειδών παντρέματα και αναπαραγωγές) και
δεύτερον σου δίνει μια συμβουλή: τη στιγμή που πας να πεις «Γαμώτο» να
φροντίζεις η λέξη να τρώει μια αόρατη τσεκουριά και να σπάει στη μέση.
Πιστεύω πως
η ζωή ακόμη κι όταν είναι σκληρή σαν βράχος έχει αμέτρητα ωραία βοτσαλάκια
γύρω- γύρω.
Σιγά μην
κάτσουμε να χάνουμε τον χρόνο μας λέγοντας συνέχεια γαμώτο και γαμώτο!.
Επί της
ουσίας, τώρα, το ΓΑΜ. περιέχει 24 μυθιστορήματα του ενός
λεπτού:
Η Κοπέλα
που κρύβει κάτι απ’ το Όνειρό της στον υπνόσακο,
η Βροχή από
σιλικονούχα ενθέματα και ροζ γόβες στιλέτο,
οι Μαγικές
Ανθοδέσμες της Ανθής–Φυτά-Δαρέμα,
η Ληγμένη Μαρμελάδα της Επανασύνδεσης και τελευταία ιστορία
Ο Υπόλοιπος, που αποτελεί συνέχεια
της ιστορίας Μισός Βέσπα από το ομότιτλο προηγούμενο βιβλίο, που κι αυτό
«Μυθιστορήματα του ενός Λεπτού» είχε…
Ιστορίες της πόλης, δηλαδή, και όχι μόνο,
σουρεαλιστικές αλλά και βαθιά ανθρώπινες, κυνικές αλλά και συγκινητικές, εκεί
που το γλυκό συναντά το πικρό.
Με τη
μοναδική γραφή της Κατερίνας Έσσλιν, που παίζει με τη γλώσσα σαν τη γάτα με το
ποντίκι και σίγουρα παραμένει… γκρινιάρα γάτα,
γιατί από την πρώτη κιόλας σελίδα παραπονιέται
πως «κάποιοι μετατρέπουν τις λέξεις της από μονοκατοικίες σε τριώροφα»!..
Γιατί όμως αυτή η εμμονή σε ιστορίες
ενός λεπτού;
Ιδού η εξήγηση από την ίδια:
Είναι πιστεύω πρόκληση να πετύχεις να κάνεις τον αναγνώστη να νιώσει κάτι
δυνατό, να διαβάσει μόλις 3-4 σελίδες και να του φάνηκε σαν να διάβασε
μυθιστόρημα.
Στο ΓΑΜ οι
άνθρωποι παντρεύονται σε ένα λεπτό, μεγαλώνουν σε ένα λεπτό, γεννάνε σε ένα
λεπτό, αλλάζουν ζωή σε ένα λεπτό.
Επί της
ουσίας, η εμμονή στο λεπτό έχει να κάνει με τη σκέψη μου ότι η ποιότητα ενός
συναισθήματος δεν σχετίζεται με το πόσο διαρκεί. Προσωπικά νομίζω πως μέσα σε
ένα λεπτό μπορείς να νιώσεις λες και αγαπάς χρόνια.
Ακολουθούν κι άλλα αποσπάσματα
από μια συνέντευξη της συγγραφέως και φυσικά, για να πάρουμε μια γεύση, «Μετρώ» μια ιστορία από το βιβλίο όπου
η γυναίκα «που καθόταν στην απέναντι θέση από μένα στο μετρό φορούσε ένα
αδιάφορο φόρεμα σ’ ένα χρώμα που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει και… τίποτα σ’ αυτό
το φόρεμα δεν είχε ήχο, τίποτα δεν φώναζε βγάλε με τώρα… ART by ..................)
Μετρώ
(μια ιστορία από το βιβλίο
Γαμ. υθιστορήματα του ενός λεπτού της Κατερίνας Έσσλιν 2012)
Τίποτα σ’ αυτή τη
γυναίκα, που κάθεται στην απέναντι θέση από μένα στο μετρό, δεν μου εξηγεί
κάτι, τίποτα απολύτως – ούτε καν τα μάτια της. Τίποτα στα μάτια αυτής της γυναίκας δεν μαρτυρά εικόνες
που να μου δίνουν να καταλάβω γιατί. Φοράει ένα αδιάφορο ραντέ φόρεμα σ’ ένα
χρώμα που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει, κι ακόμα δεν ξέρω πώς λέγεται αυτό το
χρώμα. Ίσως γκρενά. Η τσέπη του είναι ελαφρώς ξηλωμένη κι έχει έναν σχεδόν
αόρατο λεκέ κοντά στο στρίφωμα, που ίσως και να τον κατασκευάζουν τα μάτια μου.
(Τίποτα σ’ αυτό το φόρεμα δεν έχει ήχο, τίποτα δεν φωνάζει βγάλε με τώρα)
Το βλέμμα της είναι
βαρύ, και κάπως σαν να έχει κι αυτό στρίφωμα, μάλιστα ελαφρώς κοντό, κάποια ξέφτια εξέχουν απ’ τα
μάτια της, λίγο μπλε πάει να στάξει –αλλά τίποτα. Η μύτη της δεν ανοίγει κανένα
διάλογο με τα γούστα μου: είναι άκομψη, άνιση και με ελαφρύ ύβο. Δεν
διακρίνεται καμία λαχταριστή μυρωδιά από καλομαγειρεμένο φαγητό μέσα στο συρμό,
τίποτα σ’ αυτή τη μύτη δεν μαρτυρά αν η γυναίκα ξέει να περιποιείται έναν
άνδρα, ένα σπίτι, ένα παιδί.
Στα χέρια της κρατάει μια γυναικεία τσάντα που τη βλέπω
σαν κανονική γυναικεία τσάντα μόνο και μόνο για να μην την προσβάλω, ενώ είναι
απλώς μια σακούλα συνοικιακού σουπερμάρκετ μέσα από την οποία διακρίνεται ένα
πακέτο χαρτοπετσέτες (ίσως με γαλάζια λουλουδάκια). Τίποτε σ’ αυτές τις
χαρτοπετσέτες δεν μου εξηγεί γιατί δεν θέλω να προσβάλω αυτήν τη γυναίκα.
Τα χέρια της γυναίκας
μοιάζουν σαν να τα ’χει ξεχάσει σπίτι. Δεν υπόσχονται τίποτα. Τα δάχτυλά της δεν είναι δάχτυλα γυναίκας που
ξέρει να καθησυχάζει. Τίποτα σ’ αυτά τα δάχτυλα που κρατάνε αυτή τη σακούλα που
περιέχει αυτές τις χαρτοπετσέτες δεν εξηγεί γιατί θέλω να λύσω το (ίσως γκρενά)
ραντάκι, ν’ αγγίξω τη μεταχειρισμένη σιωπή του. Η γυναίκα έχει τα μαλλιά της
πιασμένα κοτσίδα. Μερικές τούφες κολλάνε στο ιδρωμένο της μέτωπο, μοιάζει
άλουστη από προχθές, η μυρωδιά πικραμύγδαλου προέρχεται από το σαμπουάν κάποιας
άλλης που κατέβηκε στην αμέσως προηγούμενη στάση και ίσως ήταν άνδρας, δεν
πρόσεξα τίποτα (τίποτα στα μαλλιά αυτής της γυναίκας δεν δίνει μια
ικανοποιητική εξήγηση στο γιατί δεν προσέχω ποιος κατεβαίνει, ποιος ανεβαίνει,
πόσες στάσεις έχουν περάσει, αν δίπλα μου κάθεται ή δεν κάθεται κάποιος, τίποτα
σ’ αυτά τα μαλλιά δεν με κάνει να καταλάβω γιατί οραματίζομαι πως, αν λούσω τη
γυναίκα που κάθεται απέναντί μου στο μετρό, θα νιώσω σαν να γυρίζω στο σπίτι
μου μετά από χρόνια).
Τα χείλη της γυναίκας
είναι άβαφα, δεν είναι ούτε ροζ
ούτε κόκκινα ούτε ροδιά ούτε απαλά ούτε κατά διάνοια μισάνοιχτα. Τίποτα σ’ αυτά
τα χείλη δεν μου εξηγεί γιατί θα ήθελα ο γιος που θα κάνω ν’ αποκαλέσει κάποτε
μαμά αυτή τη γυναίκα, να παρηγορηθεί στην αγκαλιά της (Οι ώμοι της είναι στενοί.
Τίποτα πάνω τους δεν μαρτυρά ότι η γυναίκα ξέρει ν’ αγκαλιάζει το γιο μου ή την
απογοήτευση που μου δίνει η δουλειά μου).
Χτυπάει το κινητό της. Η γυναίκα απαντάει χωρίς χρώματα,
λέει ναι, ναι, ναι, όχι, ναι – και το κλείνει χωρίς γεια. Τίποτα στο ναι ή στο
όχι της δεν μου εξηγεί γιατί ποθώ τη μονολεκτική της απόσταση, τίποτα απολύτως
δεν μου εξηγεί γιατί στον ώμο αυτής της γυναίκας που απαντάει ναι, ναι, ναι,
όχι, ναι, είναι γερμένος στοργικά ένας άνδρας που αφότου άρχισα να μετράω έχει
διακόψει ανεξήγητα το διάβασμά του δύο φορές για να πει σ’ αυτή τη γυναίκα σ’
αγαπώ.
Όλα τα σ’ αγαπώ που
το στόμα αυτού του άνδρα πυροβόλησε πάνω μου μου εξηγούν πώς ακριβώς να ζυγίσω
τις στάσεις της ζωής μου μέχρι σήμερα, πριν κατέβω στη σωστή.
[ήταν ένα από τα είκοσι τέσσερα
«μυθιστορήματα του ενός λεπτού» που συμφιλιώνουν τη γλυκά της ζάχαρης με το
ξινό του λεμονιού, από το βιβλίο της Κατερίνας Έσσλιν ΓΑΜ.υθιστορήματα ενός
λεπτού, εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ 2012]
ΠΑΝΩ ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΑΝΕΒΑΣΕΙ ΤΑ ΜΑΛΛΙΝΑ ΔΑΚΡΥΑ ΣΤΟ ΠΑΤΑΡΙ…
(… άρχισε πάλι να ψιχαλίζει τ’ όνομά σου!.. Το μισό αλφάβητο πλημμυρίσαμε…)
[Κατερίνας Έσσλιν, Ο Πεζός λόγος στην Ποίηση]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου