εκεί όπου «η ποίηση φτάνει στην οριακή της στιγμή
(δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας)
Εισχωρώντας στον πυρήνα της ποιητικής
λειτουργίας και επιχειρώντας τη μύηση στο αμετουσίωτο του βιώματος, εύκολα και ανυποψίαστα
ο ποιητής μπορεί να εισέλθει σ’ ένα λαβύρινθο ή σ’
ένα Γολγοθά. Γιατί μια τέτοια μύηση μπορεί να οδηγήσει βαθύτερα στη γνώση της
ποιητικής λειτουργίας αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει και σ’ ένα αδιέξοδο…
Κι αν ακόμη ο ποιητής κερδίσει την
έμπνευσή του, δεν θ’ αποφύγει τον κίνδυνο η έμπνευση αυτή σαν ένας Πήγασος να
ξεπηδήσει από μια Όψη που δεν αντέχει κανείς κατάματα να βλέπει. Η πλήρης γνώση
ίσως είναι άβατη στον άνθρωπο, γι’ αυτό καλύτερα με φρόνιμη ταπείνωση να
δέχεται τη γνώση του εαυτού του και του άλλου...
Τι γίνεται όμως όταν ο ποιητής «αυτό
που γυρεύει είναι όχι η μετουσίωση, αλλά ακριβώς το άγγιγμα του αμετουσίωτου,
του ατόφιου, του μη επιδεχόμενου μορφοποίηση»;
Και ποιά θα είναι η ποίηση του ποιητή
που υπερασπίζεται αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να μορφοποιηθεί, αυτό που δεν
μπορεί να εκφραστεί;
Μοιραία θα οδηγηθεί σε μια καταλυτική
αντίφαση και σε μια ιδιαίτερη ποίηση τόσο γόνιμη όσο και το πάθος της
υπεράσπισής της.
Ο Βύρων Λεοντάρης έχοντας συνείδηση
αυτού του πάθους γράφει στο δοκίμιο του για τον Καρυωτάκη πως είναι
«οριακός Ποιητής με ποιήματα
αμετάκλητα – δοκίμια αυτογνωσίας της
ποιητικής λειτουργίας»
καθώς δεν περπατούσε «στο χείλος του γκρεμού» γράφοντας,
αλλά είχε «αντικρύσει κατά μέτωπο τον
γκρεμό»,
εκεί όπου «η Ποίηση φτάνει στην οριακή
της στιγμή»
(Εύα Μοδινού ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ
ΑΝΕΙΠΩΤΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ή Γράφοντας ποιήματα ως δοκίμια αυτογνωσίας.
Παρακάτω κι άλλα αποσπασματικά σχόλια
για τον «ποιητή της ήττας», Βύρωνα Λεοντάρη, δημιουργό του περίφημου τραγουδιού
«Η Ομίχλη μπαίνει από παντού στο
σπίτι»,
δοκιμιογράφο που τόλμησε να τα δει κι
αλλιώς, γιατί
«Θα ’ναι φριχτό να φύγουμε έτσι,
δίχως μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή – άνθρωποι που πέθαναν χωρίς μια
αμυχή»,
Ποιητή μ’ απίστευτα πυκνό και
τεράστιο επί της ουσίας έργο άξιο προς εξερεύνηση – ART by Hong Sungchul)
ΤΟ «ΑΝΕΙΠΩΤΟ» ΕΠΙΜΟΝΑ ΚΑΙ ΑΕΝΑΑ ΘΑ ΞΕΓΛΙΣΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗ
ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
και κυρίως από τη συνείδησή του:
«Τα λόγια που μιλώ μου κόβουνε τη γλώσσα
κάθε χειρονομία μου με σταυρώνει.
Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν.
Σ’ αυτή την εποχή της υπαρκτής ποίησης
ποιητής μιας ποίησης που δε μπορεί να υπάρξει
μόνο με τους νεκρούς μιλώ και γι’ αυτούς γράφω.
Μόνο αυτοί μπορούν να με διαβάσουν.» («Έως…»)
Οι στίχοι αυτοί του
Βύρωνα Λεοντάρη μπορούν να διαβαστούν σαν ένα μανιφέστο οριοθέτησης της
ποιητικής λειτουργίας, σαν ένας άδηλος αφορισμός της ποίησης που απομακρύνεται
από την ουσία της και γίνεται «λογοπαίγνιο, κήρυγμα, πολιτική, ιστορία – δηλαδή
εφαρμοσμένη ποίηση»…
Στο «Έως…» δεν ανιχνεύεται ούτε ένα στιγμιαίο είδωλο που
θα μπορούσε να παρασύρει το βλέμμα έστω για λίγο έξω από τον ανελέητο καθρέφτη
που στρέφει ο ποιητής πρώτα στον εαυτό του και κατ’ επέκταση στον αναγνώστη. Ο
ποιητής αρνείται να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε πλουμίδι, μεταμφίεση ή πρόσχημα
για να εκτρέψει το βλέμμα από την αληθινή πληγή. Γιατί το πρόσωπο που πάσχει,
όσο βιώνει εκ βαθέων το πάθημα και την οδύνη που επισύρει, δεν μπορεί να συνταυτιστεί
με κανένα είδωλο.
«-Είμαστε μεσοπόλεμος σου λέω, ανίατα μεσοπόλεμος…
Ας πάμε λοιπόν κι απόψε,
ας πάμε πάλι κάπου να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε…»
«Όμως τώρα το
πρόβλημα ακριβώς είναι ότι κλαίμε λέξεις
και δεν κλαίμε δάκρυα
Ά, δάκρυα, που είστε δάκρυά μου…»
Τι είναι ποίηση
λοιπόν, τι μη ποίηση και τι ανάμεσά τους; Μπορεί να υπάρξει οριστική απάντηση
σ’ αυτό το ερώτημα;
Η Εύα Μοδινού
σχολιάζει: Μα και να υπάρχει κάποια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα «Ίσως και να
μην πρέπει πάντοτε ο άνθρωπος να επεξεργάζεται τον κάθε λογισμό του ως το
ακρότατο λογικό συμπέρασμα». Γιατί εύκολα μπορεί να πέσει σε μια παγίδα: «στον
παραλογισμό της καθαρής λογικής»…
Ο Βύρων Λεοντάρης στο
δοκίμιό του «Η αγωνία του αμετουσίωτου» γράφει:
«Ότι η ποίηση είναι «συμβάν»
για τον ποιητή είναι αναντίρρητο, αλλά
αναντίρρητο είναι και το πρόβλημά του και η αποτυχία του ως προς την καθολική
βίωσή του». Κι αν λέγοντας «καθολική βίωση» εννοεί τη μέθεξη του ποιητικού
βιώματος, τότε αρκεί ν’ αναλογιστούμε πόσο και τι αποδίδουν οι ποιητές στο
ποίημα από τη στιγμή της σύλληψής του έως την τελική μορφοποίηση.
«Από το εξουθενωτικά
απέραντο είναι του ο άνθρωπος βιώνει
μόνο ένα μέρος του. Γι’ αυτό μπορεί και να σωπαίνει. Το άλλο το λέει». Ο Βύρων
Λεοντάρης λέγοντας αυτό το άλλο στην ποίησή του, υπερασπίζεται συγχρόνως αυτό
που σωπαίνεται…
Αυτό ακριβώς το όριο
της ποιητικής λειτουργίας φέρνει αντιμέτωπο τον ποιητή με το αδιέξοδό της να
γίνει «καθολική βίωση» ή «ατελής συνείδηση». Ποια θα είναι η αντίδραση στην
αποκάλυψη ενός τέτοιου αδιεξόδου; Η συντριβή ή το άλμα; Μήπως και τα δύο; Κι αν
η συντριβή είναι δεδομένη, το άλμα πώς πραγματοποιείται; Αφού η ποίηση όσο κι
αν είναι «άρνηση του συνειδητού και συντριβή της πρακτικής γλώσσας, ωστόσο δεν
είναι ούτε επαναστατική πράξη ούτε η έκφρασή της. Επαναστατική είναι μόνο η
πράξη ως χαίνουσα πληγή· η ποίηση, έτσι κι αλλιώς, είναι έκκριμά της, ανήκει
πάντα στον δεύτερο όρο της αντίφασής της»
«Έτσι
μην περιμένεις η φωνή σου ν’ αλλοιώσει το μπετόν και
το γυαλί και το σιδερωμένο πρόσωπο».
Αν η ποίηση λοιπόν,
δεν έχει τη δύναμη να γίνει επαναστατική πράξη και ν’ αλλάξει αν όχι τον κόσμο,
τουλάχιστον τον ίδιο τον ποιητή, λυτρώνοντάς τον, τότε δεν είμαστε τα ποιήματά
μας. Σαν τα κομμάτια ενός παζλ διασκορπισμένα από τις εσώτατες Συμπληγάδες,
είμαστε περισσότερο το «ανείπωτο» στην ποίησή μας παρά το ειπωμένο, τα
«Λόγια
που σηκώθηκαν κι έφυγαν στη μέση μιας συνομιλίας
ανείπωτα»…
Γιατί η ποίηση δεν
μπορεί να υιοθετήσει μεθόδους αποκωδικοποίησης της αλήθειας της. Δεν μπορεί να
σταθεί έξω από το ποίημα για να το αναλύσει, δηλαδή να εκλογικεύσει το «άπιαστο
εκείνο σκίρτημα» που είναι η ψυχή του. Η ουσία της βρίσκεται ή μάλλον
μορφώνεται σ’ ένα μεταίχμιο λόγου ανάμεσα σε ό,τι μπορεί να εκφραστεί και σ’
αυτό που παραμένει ανέκφραστο, σε μια αμφισημία, εκεί όπου οι συντεταγμένες του
«γνωστού» καταργούνται. Μπορεί οι λέξεις να είναι η πρώτη ύλη της, όμως αν οι
λέξεις δεν εκταθούν έως ή και έξω από τα σημαινόμενά τους, έξω από τις
συντεταγμένες που τις καθορίζουν - το νόημα, το ηχόχρωμα, τη δυναμική
συνειρμών, τη διασύνδεση τους - τότε δεν μπορούν να εκπέμψουν το βαθύτατο ρίγος
της ποίησης. Κι είναι εκεί ακριβώς που ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος μ’ ένα
τείχος: τη Σιγή.
Όμως
«Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε
φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της
σιγής».
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε
φτάσει
«στη χώρα που την κατοικούν οι αντιλέξεις
Τόσο πυκνές που έλκουν πίσω και
ρουφάν το νόημά τους
Καμιά απολύτως μαρτυρία δεν έχουμε γι’ αυτές
Και δεν αρκεί να ονοματίσεις
κάτι για να υπάρξει».
Ό,τι είμαστε
πραγματικά, τις περισσότερες φορές πεθαίνει μέσα στην ασφυξία μιας έμμονης
ανάγκης ή επιθυμίας ή αυταπάτης. Κι η ποίηση, αν και αποκαλύπτει αυτήν την
αιχμαλωσία, λίγες φορές - ίσως και ποτέ - κινεί τον ισχυρό εσωτερικό μοχλό ώστε
να μας λυτρώσει από αυτήν. Συχνά απονευρώνεται από την ματαιοδοξία του ποιητή,
αφού
«Πίσω
από τις τελετουργίες των λέξεων σφάζονται ψυχές»
Διαβάζοντας ξανά τα
ποιήματα και τα δοκίμια του Βύρωνα Λεοντάρη ανακαλύπτω, λέει η Εύα Μοδινού, ένα
«γεφύρι» πάνω από τα ορμητικά χιμαιρικά νερά της ζωής, που επειδή ακριβώς δεν
φτάνει στην απέναντι όχθη, προσφέρει τόσα διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης και
μαζί διαφορετικά επίπεδα αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας. Συγχρόνως
διαπιστώνω μια συνειδητή συνέπεια ανάμεσα στα δοκίμια για την ποίηση και στην
ίδια την ποίησή του, μια αξιοθαύμαστη συμφωνία λόγου και έργου θα έλεγα. Κι
επίσης μια σθεναρά αδιαπραγμάτευτη υπεράσπιση του αμετουσίωτου, αυτού που δεν
υπόκειται στην ανατομία της κριτικής ούτε στην «εξουσία της γλώσσας» όταν «μάς
μιλάει». Γιατί
«ανεξιχνίαστο μένει
πάντα το υπαρκτό»,
«αυτό το μυστικό που
ήσουν και ήμουν» .
Αν ποίηση είναι η
άδηλη συνείδηση μιας πραγματικότητας που δεν μετουσιώνεται, αν είναι ένα ποτάμι
φωνών που ξεγλιστράει από τη σκέψη μας καθώς πασχίζουμε ν’ αδράξουμε μια
αστραπιαία λάμψη του, τότε ο ποιητής, σαν βασιλιάς χωρίς τον μύθο του, ζει κι
αναπνέει σ’ ένα ακρότατο όριο ύπαρξης. Εκεί υφίσταται διαρκώς την αμφισημία της
αντίληψής του, τη διχοστασία των τοπικών και χρονικών προσδιορισμών. Κι όταν η
κατάσταση αυτή εντείνεται υπερβολικά, τότε ο ποιητής έχει ανάγκη μια άλλη
γλώσσα για να μιλήσει. «Να μιλήσει μέσα και έξω από το ποίημα. Όπως μέσα και έξω από τα πράγματα συντελείται
κατ’ εξαίρεση η δική του αποξένωση»… Γιατί
«Κλειστό είναι το ανοιχτό
βιβλίο που κρατάς.
Αλλιώς θ’ ανοίξει.
Και τότε είναι που θα διαβάσεις
το κενό
– γιατί, ποιο άνοιγμα χωρίς κενό;
Έτσι κι όταν ανοίγω την ψυχή
μου.
Για το κενό του ανοίγματος και
μόνο.
Όλα τ’ άλλα είναι γνωστά. Σαν «ανοιχτό»
βιβλίο».
Ενθυμούμενοι πάντα έστω εκείνο το ελάχιστο:
«Την αμαρτία της δημιουργίας έτσι πληρώνουμε
που ό,τι δωρεάν μας δόθηκε
παλεύουμε να το κρατήσουμε για έργο δικό μας
– τί αντιζηλίες, τί καυχήσεις,
τί φιλοδοξίες…
Και τώρα ιδού.
Τί μας ανήκει από τη δωρεά της τέχνης,
ποιό δικό μας, ποιό των άλλων;
Φύγετε οι παρηγορητές, οι τεχνοκρίτες και οι
συντηρητές
και μην παιδεύεστε σε ανόσιες πράξεις
παίζοντας πάζλ με τα κομμάτια της ψυχής μας.
Δεν ξεδιαλέγονται, δεν ανορθούνται τα κατερραγμένα.
Αντίγραφα και
καρτ-ποστάλ θα μείνουμε.
Πάρτε όμως ένα θρύψαλό μας
κρατήστε
το μ’ αυτό κρυφά να μας θυμάστε».
ΤΟΛΜΩΝΤΑΣ ΕΩΣ ΤΑ ΑΦΑΝΗ ΟΡΙΑ
(… ή ο Ποιητής χωρίς είδωλο…)
Ο Βύρων
Λεοντάρης δεν παρηγορεί τον αναγνώστη ούτε αναπαύεται και ο ίδιος στην ποίησή
του. Η παραμυθία που χαρίζει η χάρη της ποίησης έχει δώσει τη θέση της σε μια
δίκοπη λεπίδα που διαπερνά τόσο τον ίδιο τον ποιητή όσο και το ποίημα. Κι αυτή
τη δίκοπη λεπίδα νιώθει κι ο αναγνώστης επίσης να τον ανατέμνει σε κάθε στίχο
φτάνοντας έως τον σκοπό και το αποτέλεσμα του ποιήματος.
«Αλλά
ποιός οιακίζει τον σκοπό και ποιος το αποτέλεσμα;»
Ιδού λοιπόν ο ποιητής
αντικρίζοντας το όριο ανάμεσα στη ζωή και στην ποίηση χωρίς περιστροφές και
άμυνες. Εκεί όπου η σκέψη και ο λόγος έλκονται στο κέντρο τους από τη δύναμη
της βαρύτητας, αφήνοντας το ποίημα σαν το μοναδικό χνάρι αυτής της εσώτατης
συντριβής. Λίγοι τολμούν ένα τέτοιο βάπτισμα πυρός, φέρνοντας στο φως την
εικόνα τους χωρίς το είδωλό της. Οι περισσότεροι ενστικτωδώς αποφεύγουν τις
επικίνδυνες εσωτερικές καταβάσεις και αποτολμούν τις ασφαλέστερες εξ αυτών
(άλλωστε η εξωστρέφεια είναι και πιο επικοινωνιακή). Εκτός αν κάποιος είναι από
τη φύση του εκστασιακός ποιητής οπότε
«δεν
τίθεται έξω από το χάσμα που χαίνει στην καρδιά του συμβάντος. Γητεύεται από το
αίσθημα ιλίγγου εμπρός στην άβυσσό του, ρουφιέται απ’ αυτήν, γίνεται ο ίδιος η
άβυσσος.»
Όταν λοιπόν η ποίηση
μπορεί να γίνει κι αυτή τρόμος και πόνος, τί μπορεί να προσφέρει σε ποιητές και
αναγνώστες; Σ’ αυτήν την αγωνιώδη διαδρομή ανάμεσα στις Συμπληγάδες της
ποιητικής πράξης, το πρόσωπο του ποιητή διασώζεται χωρίς την αντανάκλασή του σε
κάποια ιδανική και γαλήνια επιφάνεια∙ χωρίς
το είδωλό του.
«Δεν ήθελα χρησμούς κι οράματα,
ζητούσα
άλλο πια να μην παρασταίνεται το δράμα.
Να
τελείται.
Να βγουν
τα πρόσωπα από τη μορφή τους
να βγουν
τα λόγια από τον ήχο τους
με
σάρκα και οστά
να’
ρθουν να μ’ ανταμώσουν…
Και δεν
ήρθαν.
Στο ψυχοχάρτι
ήταν σβησμένο τ’ όνομά μου
Το
φύλλο που έπεσε μπροστά μου…
Το
σήκωσα και το ξανάδωσα στο δέντρο
Κι
εκείνο δεν το πήρε»
Ίσως το πανίσχυρο
τετελεσμένο που έχει απολιθωθεί απορροφώντας το τώρα και το ύστερα να είναι
ακριβώς αυτό:
«όλα
όσα δε θέλησα να πράξω κι έπραξα
όλα όσα
δε θέλησα να γίνω κι έγινα»
ή το ανεξιχνίαστο
ίζημα της ύπαρξης με το οποίο μάχεται η συνείδηση του κάθε ανθρώπου:
«όχι
αυτό που ξέρω και δεν είμαι
μα αυτό
που δεν το ξέρω κι είμαι»
Κι αυτό ακριβώς το
τετελεσμένο που είναι η αστοχία μας ή η άγνοιά μας, κρυσταλλώνει στο κέντρο της
ύπαρξης ένα οδυνηρό βίωμα∙ ένα βίωμα που απονευρώνει την ψυχή. Σαν ένα όριο να
ορθώνεται ανάμεσα στο εν δυνάμει του προσώπου και στην πραγματικότητα, όριο αμετακίνητο,
πανίσχυρο, τόσο ώστε να χάνει το νόημά της η αποφασιστικότητα ή η γενναιότητα
ν’ αναμετρηθεί κανείς μαζί του…
«Μοιράζεται το φταίξιμο στο πάρε-δώσε των
ανθρώπων
μα η
λύπη είναι του καθενός,
λύπη
του άλλου∙
ο πόνος
που δώσαμε πίσω δεν παίρνεται.»
Αυτή η λύπη και ο
πόνος είναι ένα βίωμα διαρκές, επαναλαμβανόμενο, σαν μια φωτιά που πρέπει πάση
θυσία να τιθασεύσουμε αφού
«Εάν η
φωτιά πέσει σε λήθαργο
ή αν
ξεφύγει από τα όρια
το
αποτέλεσμα είναι καταστροφικό…»
Πώς θα κατορθώσει
αυτός που φθάνει μπροστά σ’ αυτόν τον τετελεσμένο, αμετακίνητο πόνο να
προχωρήσει πέρα από εκεί; Πώς θα μπορέσει να ζυμωθεί μέσα από την αστοχία και
την απώλεια χωρίς να καθηλωθεί ή να καταστραφεί; Να αποκτήσει δηλαδή μια τέτοια
δυναμική αλλαγής εκ των έσω έτσι ώστε ούτε να ξεφύγει από τα όρια και να
καταστραφεί ούτε να πέσει σε λήθαργο και να καθηλωθεί.
Δεμένοι στη ροή ενός
χρόνου ανεπίστρεπτου πασχίζουμε να τιθασεύσουμε την ορμή της ζωής και μαζί τη
φωτιά του πόνου που δώσαμε (η φωτιά του πόνου που πήραμε δεν τυραννά τη συνείδηση
μιας και δεν συνοδεύεται από ενοχή). Κάποτε ίσως να αποκτούμε σοφία και πείρα,
ωστόσο και τότε ακόμη δεν μπορούμε πια ν’ ανακαλέσουμε το χρόνο μας και να
επαναλάβουμε διαφορετικά έστω και μια στιγμή της ζωής μας.
ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ:
βιογραφικό μιας μεγάλης ποιητικής διαδρομής:
Ο Βύρων Λεοντάρης (1932- 2014) γεννήθηκε στη Νιγρίτα της Μακεδονίας. Πέρασε
τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Σάμο, από όπου καταγόταν και το 1939
εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών (1952-1956) και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στο χώρο της
λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ποίηση, ενώ δημοσίευσε επίσης κριτικά δοκίμια.
Πρωτοεμφανίστηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή «Γενική αίσθηση». Συνεργάστηκε
με τα περιοδικά «Κριτική», «Εφημερίδα των Ποιητών», «Επιθεώρηση Τέχνης» και
άλλα. Το ποιητικό του έργο τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής
ποιητικής γενιάς. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και τουρκικά.
Ανάμεσα στα έργα του, οι ποιητικοί κύκλοι: «Γενική αίσθηση» (1954),
«Ορθοστασία» (1957), «Ομίχλη του μεσημεριού» (1959), «Ανασύνδεση» (1962),
«Κρύπτη» (1982), «Εκ περάτων» (εκδ. Ύψιλον, 1986), «Εν γη αλμυρά» (εκ. Έρασμος,
1996), «Κείμενα για την ποίηση» (εκδ. «Νεφέλη», 2001), «Έως…» (εκδ. «Νεφέλη»,
2003), «Ψυχοστασία» (εκδ. «Ύψιλον», 1983, 2006), «Μόνον δια της λύπης» (εκδ.
«Έρασμος», 2006) και τα δοκίμια: «Η ποίηση της ήττας» (εκδ. Έρασμος, 1983),
«Καβάφης ο έγκλειστος’ Δοκίμιο υπεράσπισης του ποιητή έναντι της ποίησης» (εκδ.
«Έρασμος», 1985), «Δοκίμια για την ποίηση» (εκδ. «Έρασμος, 1985), «Γραφή και
βιβλίο. Θεσσαλονίκη, Χειρόγραφα» (1990), «Κείμενα για την ποίηση» (εκδ.
«Νεφέλη», 2001)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου