(… μόνο έτσι η Ομορφιά θα έχει ίσο ζύγι με την αλήθεια…)
Με κεφαλαία στίχοι από τα Ιόντα Επιθυμίας, 2ο ποίημα στη συλλογή
Μεταπλάσματα και σε παρένθεση μια αποστροφή από τον Αλίπλοο Ουρανό, την πρώτη
συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου.
«Ποιητικές εικόνες σαν μικροί φάροι μέσα στην ομίχλη της κοσμικής
αμφιβολίας»,
ήταν το εύστοχο σχόλιο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου για τον Αλίπλοο Ουρανό,
εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015.
Μια παράξενη κι άγνωστη ομηρική λέξη, αλίπλοος (= υπό υδάτων κεκαλυμμένος ή
επί της θαλάσσης πλέων) με έντονη
ποιητική χροιά, όπως κι άλλες παρόμοιες αρχαιοπρεπείς λέξεις -«ορίζοντας αλιπόρφυρος, πόντος
αλίγλαυκος, πολιτεία αλίπεδος και αλιτενής, αλίπλαγκτες όχθες - ενσωματώνονται
αρμονικά στο πλούσιο λεξιλόγιο της συλλογής, σαν να είναι λέξεις σημερινές και προετοιμάζουν άριστα τον αναγνώστη για
θαλάσσιες και «υποθαλάσσιες» πλεύσεις, αναδύσεις-καταδύσεις, για «ροές ρευστών
ειδώλων, κρουστά κύματα, ουράνια ύδατα ονείρων, εφήμερων και ατέρμονων».
Απρόσμενες
εικόνες - αλλόκοτοι ψίθυροι πλάι στο
κύμα.
Ο
Ηράκλειτος ψαρεύει ψάρια παρέα με τον Ντώκινς,
οι Ιδέες
του Πλάτωνα ρεμβάζουν τα αστέρια παρέα με τα Φράκταλς της νεώτερης θεωρίας του
Χάους,
οι ορφικοί
κάνουν βουτιές χέρι με χέρι με τους κβαντικούς φυσικούς
και η Ψυχή,
άλλοτε κάβουρας, άλλοτε αχινός,
τη μια
κοχύλι, την άλλη γλάρος λευκός
κολυμπά, πετά, βουτά στα κόκκινα νερά του
ηλιοβασιλέματος,
στις
αντιφάσεις τού είναι και του φαίνεσθαι
στην αέναη
αγωνιώδη προσπάθειά της να ανακαλύψει την Αλήθεια.
Μετά την έκπληξη / πρόκληση του Αλίπλοου
Ουρανού, η επιθυμία της ποιήτριας, να
πλάσει έναν καινούριο θαυμαστό κόσμο με τα υλικά της ποίησης, βρήκε τη συνέχειά
της στα Μεταπλάσματα:
Μετα- φυσική, μετά- μοντέρνο, μετά τα πλάσματα τι;
Κάθε «μετά» περιέχει αναπόφευκτα και
την έννοια του γοητευτικού, άγνωστου προορισμού.
Σχολιάζει η Χαρά Νικολακοπούλου:
«Τα Μεταπλάσματα της Μαργαρίτας
Παπαγεωργίου είναι τα καινούρια πλάσματα ενός νέου γενναίου κόσμου. Είναι τα
εξελιγμένα όντα «υβρίδια
ανθεκτικά στη νέα εποχή… σε καινούρια
αισθητική πλάσματα του νου άφυλα/ διάφυλα ή ενδόφυλα».
Το πείραμα της «κατασκευής» τους
ωστόσο παραμένει επισφαλές καθώς δεν είναι σίγουρο
«αν θα
δείξουν όλα τα υποκείμενα την ίδια αντοχή και προσαρμοστικότητα...»
Η ποιήτρια, και στη δεύτερη συλλογή
της, γίνεται πλαστουργός λέξεων και
νοημάτων, μιας νέας γραμματικής του κόσμου, μιας καινούριας θέασης του ονείρου.
Ανάγκη είναι, λέει,
«Να πλάσω
νέες λέξεις
Να εφεύρω
τη νέα γραμματική
Το
συντακτικό των ονείρων
Να διδάξω
στο σχολείο σήμερα
Για να
ανακαλύψω την τάξη του αύριο. (Κυάνωσις, σελ. 45)
Στα ποιήματα της πρώτης συλλογής (ΑΛΙΠΛΟΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ), ανάμεσα στους στίχους συναντάμε
πλάσματα της θάλασσας, με τον γλάρο πρωταγωνιστή να «περιίπταται» ανάμεσα
θάλασσας και ουρανού.
Κι όπως ο γλάρος Ιωνάθαν από τη φύση του ονειρεύεται την απεραντοσύνη τ’
ουρανού, έτσι και η ποιήτρια, θέλοντας να του μοιάσει, φαντάζεται πως βρίσκεται μέσα σ’ ένα διαυγές,
φωτεινό όνειρο:
ξεπηδά από μέσα της ο ίμερος και πιάνεται
«απ’ του σύννεφου την άκρια»,
πασπαλίζεται «με αληθινή
αστερόσκονη»
και σπάζοντας «το τσόφλι του ουρανού»
κατακτά τη Θεία Αρμονία, την Τέλεια Συμμετρία, την Ολική Ενότητα, την Αλήθεια της Πτήσης.
Στα Μεταπλάσματα μάλιστα βρίσκει κι ένα κόλπο που την κάνει μοναδική:
να μην ξυπνά από το όνειρο αλλά να συνεχίζει να ονειρεύεται και μέσα στο
όνειρο να ζωγραφίζει με χρώματα για να ταξιδεύει διαρκώς
«στα σημεία που αθωώνεται ο θεός κι ο θάνατος,
εκεί άλλο τρόπο δεν έχει να
θεραπεύεται απ’ τους εφιάλτες,
κι έτσι ίπταται μέσα στη χίμαιρα
μιας οιονεί λάμψης στο χείλος της εν
εγρηγόρσει ονειρότητας…» (Lucid Dream σελ.
50)
(διάβασε παρακάτω τα ποιήματα Γλάρος Ι και Γλάρος ΙΙ από τη σελ. 19 και 30
αντίστοιχα της συλλογής Αλίπλοος Ουρανός
και αμέσως μετά «Τι γεύσεις έχουν τα
χρώματα όταν ερωτεύονται;» το 7ο ποίημα από τη συλλογή «Μεταπλάσματα» (και με
ΚΛΙΚ στις Αποχρώσεις του Φάσματος του Φωτός ιριδίζοντας από το λευκό μέχρι το
μέλαν σε μια φωτογραφία του Δημήτρη Βάρου κι άλλα σχόλια με αποσπάσματα από
ποιήματα των δύο συλλογών της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου)
«ΓΛΑΡΟΣ Ι» και «ΓΛΑΡΟΣ ΙΙ»
Ες αεί περιιπτάμενος, σκοτεινός ναυαγός του φωτός
(δυο ποιήματα από τη
συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου ΑΛΙΠΛΟΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ 2015)
ΣΧΟΛΙΟ: «Εκείνα για
τα οποία η ποιήτρια δε θέλησε να μιλήσει με έννοιες αόριστες και συμβολικές, τα
προσωποποίησε σε έμβια όντα με ξεκάθαρο ρόλο σε αυτό το αλίπλοο ταξίδι,
μεταθέτοντάς τους εν μέρει ανθρώπινες αδυναμίες, αρετές και επιθυμίες. Ο
γλάρος, πτηνό – σύμβολο των θαλασσινών ταξιδιών, εμφανίζεται δυο φορές στη
συλλογή. Την πρώτη, ως ερωτικό πάθος, απόλυτο, μοιραίο, εξυψωτικό, και τη
δεύτερη ως μύχια επιθυμία της απόλυτης ελευθερίας, απαλλαγμένης από τη
μετριότητα και τη συνεχή μάταιη αναζήτηση ως «σκοτεινός ναυαγός του φωτός»
(Βίκυ Κλεφτογιάννη)
ΓΛΑΡΟΣ Ι (από τη σελ. 19)
Ουρανοδρομούσε φτερουγίζοντας
ο γλάρος ακριβώς από πάνω μου.
Ουριοδρομούσε ο φλόκος από κάτω
κι εγώ είχα στυλώσει το μάτι μου στον
ορίζοντα μπροστά.
Πάσχιζα να διακρίνω. Το λαμπερό ηλιόφως
με πόναγε
στις ρίζες της κόρης των ματιών μου.
Δεν μπορούσα άλλο να τα κρατήσω ψηλά - μισόκλεινα
τα βλέφαρα.
Και τότε έπεσε η σκιά του γλάρου στο
πρόσωπό μου.
Άνοιξα τα μάτια, δάκρυα γιομάτα
-ανάβλυσ'
η ψυχή μου –
Αχ! Έλα γλάρε μου
Εγώ το χέρι μου το καψερό
Εσύ το φτέρωμα το ουρανικό
να τεντωθώ όσο μου 'ναι μπορετό
ν' αγγίξουν οι άκρες των δαχτύλων μου
τις άκρες της φτερούγας σου - άμποτε -
κι έτσι κι οι δυο μαζί σταυρωτά
να φτιάξουμε στο σχήμα του έρωτα
μιαν αψίδα θριαμβική σκιερή καμάρα σε νησιώτικο σοκάκι –
να σπάσω - επιτέλους! - το τσόφλι τ' ουρανού
και τότε - τ' ακούς; τ' ακούς το σχίσμα του γλαυκού; -
απ 'το ράγισμα στο ξάγναντο
θα ξεπηδήσει αστραποβόλημα
θα ξεχυθεί σα μαχαίρι κοφτερό - λάμψη νοητή -
φως που προς τα εδώ λοξοδρομεί
θα διαπεράσει της θάλασσας το καθρέφτη
τρίζοντας μέχρι μέσα τα σκιερά μύχια
των βαθυκύαμων βυθών μου…
ΓΛΑΡΟΣ ΙΙ (από τη σελ. 30)
Δεν ξέρω γιατί, πες μου εσύ,
Πέταξες γλάρε στο νησί
Έφτασες, έπιασες λιμάνι
Να ξαποστάσεις απ' το θαλασσομάνι.
Να 'ναι ο τόπος σου αυτός
Ή άλλος κάβος στο πέλαγος;
Δεν ξέρω γιατί, πες μου εσύ,
Που μου 'δωσες γλάρου μορφή
Στα χαμηλά για να πετώ
Πάνω απ' της θάλασσας τον αφρό
Κάτω απ' του ουρανού την απλωσιά
Με την κρυφή λαχτάρα στην καρδιά
Να 'μουν αστέρι λαμπερό στο θόλο του τον απλωτό!
Να 'μουνα βότσαλο λευκό στο σκιερό του το βυθό!
Όχι εδώ, όχι εδώ, στης ψυχής την ερημία
Όχι εδώ, όχι εδώ στου κορμιού την εξορία
Ες αεί περιιπτάμενος, σκοτεινός ναυαγός
του φωτός
ΤΙ ΓΕΥΣΕΙΣ
ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΟΤΑΝ ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ (η μονοχρωμία τυφλώνει
την κόρη που γεννά το μάτι)
Κάποιοι ναυτικοί το ’χουν διαπιστώσει
(το βρίσκει κανείς σημειωμένο σε ημερολόγια
καταστρώματος,
μεταφρασμένους πλοηγούς και ψαλμωδίες στις
ακτές)
Ότι για
να μην πελαγοδρομούμε στους ωκεανούς
Και να γλυτώνουμε απ’ τις σειρήνες
Για να δηλώνουμε τον κατάπλου μετά τον απόπλου
Αν ταξιδεύεις με το καράβι της γραμμής δε φτάνει ποτέ
Πόσο μάλλον αν θαυμάζεις απ’ τα παράθυρα ή και
τις όχθες
Τα ιστιοπλοϊκά να μπαίνουν και να βγαίνουν στις
μαρίνες
Χωρίς να σημειώνεις με τον εξάντα τις θέσεις
των αστεριών
Πάνω στα ύφαλα για να μελετάς τις νύχτες σου σε
κρεβάτια
Πώς να κρυφακούς υποθαλάσσια ραντεβού ερωτευμένων
Στις μυστικές κουβέντες τους με τους αγγέλους
Ας πούμε, δεν μπορείς
Να αδιαφορείς για τα ουδετερόνια
Γιατί τα πρωτόνια σού φαίνονται πιο όμορφα,
Με το σκοπό να κάνουν το άλμα τους τα
ηλεκτρόνια
Ώστε να εκλυθεί το ερωτικό φως
Χρειάζεται να χαϊδεύεις
Κάθε στιγμή και κλάσμα δευτερολέπτου
Τις στοιβάδες κάτω από τις οποίες
Ο πυρήνας αναβοσβήνει σ’ όλες του
Τις αποχρώσεις του φάσματος του φωτός
Ιριδίζοντας από το λευκό μέχρι το μέλαν.
Η συνουσία δεν θα ολοκληρωθεί αν δεν μετέχουν
Όλα τα ονόματα που ακουμπούν στο μαξιλάρι
Τα σεντόνια του κρεβατιού τσαλακώνονται σε
πολλά χρώματα.
Η μονοχρωμία τυφλώνει την κόρη που γεννά το
μάτι.
[από τη συλλογή της Μαργαρίτας
Παπαγεωργίου ΜΕΤΑΠΛΑΣΜΑΤΑ, εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ 2017)
ΞΕΧΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ
(κι άλλα αποσπάσματα από την κριτική της Βίκυς
Κλεφτογιάννη για τον Αλίπλοο Ουρανό της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου)
«Στραφταλίζουν» οι
λέξεις στον Αλίπλοο Ουρανό της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου
χορεύοντας τον αναγνώστη μια στο βυθό και μια στον αφρό, μια στα κύματα και μια
στον ουρανό. Ένα ταξίδι αρμύρας, όπου οι αισθήσεις ταξιδεύουν όχι στα γνωστά
και τα τετριμμένα ενός τέτοιου ταξιδιού και σίγουρα μακριά από κοινοτοπίες και
γραφικότητες. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου έχει αναμφισβήτητα τον δικό της τρόπο να
μας μεταφέρει σε «θαλασσεύουσες πολιτείες», να μας ψιθυρίσει διακριτικά τα
μυστικά και τα αφανέρωτα, τα μυστικιστικά και τα αρχέγονα που ζέουν στα μεγάλα
βάθη ή αναδύονται με χάρη για να φτάσουν ψηλά, «να σπάσουν επιτέλους το τσόφλι
του ουρανού», όπως αυτολεξεί λαχταρά και ο γλάρος των στίχων της.
Μια συνεχής
παλινδρόμηση ανάμεσα στα ύψη και στα υδάτινα έγκατα, με στάσεις εκεί όπου η
ματιά της ποιήτριας εστιάζει γι’ αυτό που αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό, ως
πολύτιμο. Και δεν πρόκειται για κοράλλια και μαργαριτάρια, αλλά για αγκαθωτούς
αχινούς και ανάποδους κάβουρες, για γλάρους και αρμενάκια, ακόμα κι αυτοί οι
λεμονανθοί κάτι απ’ το «λευκό του αφρού του κύματος» κρατούν, ενώ το
ηλιοβασίλεμα «σιρόπι από νεραντζάκι γλυκό», αφήνοντας ενδεχομένως πέρα από την
αδιαμφισβήτητη ομορφιά του και μια υπόρρητη πικράδα…
Την υπαρξιακή αγωνία
της ποιήτριας, όπως αυτή κορυφώνεται με απανωτά ερωτήματα και με μια λυτρωτική
επίκληση στο θείο στο ποίημα «Έπεα Πτερόεντα», έρχονται να αποφορτίσουν δυο
-γραμμένα λες από παιδικά ενήλικο χέρι- ποιήματα, που υπενθυμίζουν στον
αναγνώστη ότι η αγωνία της ύπαρξης πηγαίνει χέρι-χέρι με την ελαφρότητά της,
αντιπαραβάλλοντας στα αιώνια άλυτα τα απλά και παιδιόθεν κατακτημένα. Η
θάλασσα, ένα τραμπολίνο για να φτάσει κανείς στα σύννεφα στο ποίημα «Συννεφάκι»,
ενώ στο έτερο με τίτλο «Αρμενάκι», οι απλές γραμμές ανάγονται σε δυσκολότερα
σχήματα, οι απλές ομορφιές σε καθολικές…
Και είναι οι
μεμονωμένες λέξεις στη συλλογή της Παπαγεωργίου αυτές που κρατούν το ποίημα στο
ύψος ή στο βάθος που επιθυμεί η ίδια. Άλλωστε, όλα τα υποκείμενα –μερικές φορές
ακόμη και αυτές οι αισθήσεις- στο βιβλίο μοιάζουν να μην αντέχουν τη
μετριότητα, επιθυμούν είτε το απόλυτο ύψος είτε το θαλάσσιο βάθος, την Ομορφιά
αναπόσπαστη από την Αλήθεια, κι όταν δεν μπορούν να τα κατακτήσουν
κυριολεκτικά, τα αναζητούν αέναα και τα κερδίζουν μέσα από την ψυχική ανάταση.
Οι λέξεις μετουσιώνουν τις απλές εικόνες σε βιωμένες αισθήσεις, τα φωνήεντα
παίζουν με τα σύμφωνα γεννώντας θαλασσινούς ήχους που φτάνουν ξεκάθαρα στα
αυτιά μας. Και, εν τέλει, είναι αυτές οι επίλεκτες λέξεις που καθαρίζουν τους
στίχους από τα περιττά και συμπυκνώνουν τις περιγραφές παίρνοντας επάνω τους
την «ευθύνη» [Βίκυ Κλεφτογιάννη, πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ]
ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ και ΑΧΙΝΟΣ
(από τις σελ. 24 και 25 της συλλογής ΑΛΙΠΛΟΟΣ
ΟΥΡΑΝΟΣ 2015)
Ποια λόγια να φιάξω
Ποιες λέξεις να καμωθώ
Ποια γλώσσα να νοήσω
Ποια γνώση ν’ αγγίξω
Ποια στιγμή ν’ αδράξω
Ποια σιωπή να δαμάσω
Ποιο πέρασμα να φέξω
Πόση ζωή να δώσω
Ποιο θάνατο να αξιωθώ
θε μου, ύστατο φως μου, να σε δω!
ΑΧΙΝΟΣ
Το άδειο κέλυφος του αχινού
με τις τρύπες του κυρτές
μοβ, μενεξελί, φαιοπράσινο.
Ρίγες σφιχτά αγκαλιάζουν
το τσόφλι το λιανό
-δεν έχει πόρο, δεν έχει πόρο
και πού να βγω
ν’ ανασάνω
να σε δω-
στ’ άκρια κάθε ακίδας
μια τόση δα στιλπνή στιγμούλα φως
στη μέση μια οπή
κορδόνι λιανό σαν καπνός προς τον ήλιο
ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΕΙΣ
ΚΒΑΝΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΩΤΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ
(αποσπάσματα από την κριτική της Χαράς Νικολακοπούλου για
τα ΜΕΤΑΠΛΑΣΜΑΤΑ της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου)
Ο Εύριπος με
τα παράξενα νερά και τα νεφούρια συνηγορεί στο λοξό βλέμμα της ποιήτριας πάνω
στη φύση και στην ουσία των πραγμάτων και κάνει τη μέρα να τρίζει: Η σάρκα των πραγμάτων/ αλλάζει σαν τα τρελά νερά/ σε φάσεις
παλίρροιας/πλήμμη και ρηχία Ή παρακάτω: Στο ρίγος των ρευμάτων/ ακούγεται το τρίξιμο της μέρας/ καθώς
μετά από λήθαργο καλοκαιριού…
Συνακόλουθα με τα
παραπάνω, κάποτε, οι σπασμένες λέξεις (ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ) και το ‘νιο φεγγάρι’
ανασύρουν στον νου τον άλλον αιρετικό, αναρχικό της γραφής που έζησε και έδρασε
στη Χαλκίδα. Οι ήχοι τραβάνε τον δικό τους δρόμο , κάνουν την επανάστασή τους
και γίνονται υπέρηχοι, υπόηχοι και απόηχοι. Οξείδωση μετάλλου, κβάντα, ιόντα,
πολυεστιακό είδωλο, φράκταλ, μορφο/κλασματική διαδρομή: λέξεις ανοίκειες για
την ποίηση κι όμως τόσο θαυμαστά ταιριασμένες. Το ερωτικό υποκείμενο γίνεται «άλλοτε
κύμα / άλλοτε σώμα». Ακόμα και σε ένα καθαρά ερωτικό
ποίημα υπεισέρχονται ιόντα, αλλά είναι ιόντα επιθυμίας. Και τώρα έλα μου/ και στο σκοτεινό μου φάσμα σε απορροφώ/ ως
κύμα φωτονίου αντιστοιχώ/ στην πρώτη διέγερση.
Παράδοξα
φαινόμενα της κβαντομηχανικής για τη μεταφορά των φωτονίων βρίσκουν τη
συνυποδηλωτική τους έκφραση και παντρεύονται με τα αντίστοιχα φανερώματα των
ερωτικών φαινομένων…
Η θεωρία του χάους, η
θεωρία των καταστροφών, τα σύνολα Τζούλια, οι παράξενοι ελκυστές, ονόματα
ελκυστικά και θεωρίες δυσπρόσιτες για τον κοινό θνητό, παντρεύονται με στίχους
της Σαπφούς (Το λικνιστό της βάδισμα ποθώ το φωτεινό
της πρόσωπο να δω). Ο απόλυτος ντετερμινισμός και η τυχαία
μεταβολή δύνανται να συνυπάρχουν στη φύση όπως και στον έρωτα άλλωστε.
Μήπως οι καρδιές και οι επιδερμίδες δεν ταλαντώνονται σαν κύματα; Μήπως δεν
δονείται το κορμί στην προσδοκία της ερωτικής ηδονής; Το σώμα δεν γίνεται
κύμα ραδιενεργό «στο έμπα
των ματιών σου»; Ερωτικές εξισώσεις,
γεωμετρικές σχέσεις απρόβλεπτες, οι μαθηματικές αντιστοιχίες με την ερωτική
επιθυμία είναι φανερές.
Άρα, ο λόγος των ακτίνων από κάθε πόρο του δέρματός σου ισούται
με τη χρυσή τομή της έλξης μας. Η εξίσωση αυτή αποδεικνύεται στο σώμα σου. Και
αυτοαναιρείται. Κάθε φορά.
Βαθιά ερωτική ποίηση,
βρίθει από αισθαντικές και αισθησιακές εικόνες , από μικρές/ μεγάλες
στιγμές ερωτικής πληρότητας:
Κάθε φορά περιμένω με λαχτάρα το άλλο πρωί
Να παρατηρήσω τα αγαπημένα σου δάχτυλα
Να μου κουμπώνουν ένα ένα τα κουμπιά
Απ’ το τσαλακωμένο πουκάμισο
Που ΄ταν ριγμένο στο πάτωμα
Χθες βράδυ (ΕΓΚΥΜΑΤΙΣΜΟΣ)
Ποίηση πυκνή,
πολυσήμαντη, απροσδόκητη, εν κατακλείδι, με όλα τα ουδετερόνια, τα πρωτόνια και
τα ηλεκτρόνια να κάνουν το άλμα τους «ώστε να εκλυθεί το ερωτικό φως».
Συνειρμοί τολμηροί, εικόνες σπάνιας δύναμης και εικαστικής ομορφιάς. Ποιητικός
αναβρασμός των λέξεων και των συμβόλων που χορεύουν κυριολεκτικά σε τρελό
κβαντικό ρυθμό και ταλαντώνουν ως το άπειρο την επιθυμία… [Χαρά Νικολακοπούλου,
συγγραφέας –φιλόλογος – πρώτη δημοσίευση στη ηλεκτρονικό Fractal]
ΙΟΝΤΑ
ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ
(από τη σελ. 13-15 της συλλογής
ΜΕΤΑΠΛΑΣΜΑΤΑ)
«Και τώρα έλα μου,
κι απ’ το σκοτεινό λύσε με
καημό, κι όσα να γίνουν
ποθεί η ψυχή μου, κάνε για με» (Σαπφώ)
Δεν αναπνέω σε τροχιά
Πάλλομαι μεσ’ στα νερά
Δεν είμαι προκαθορισμένη γραμμή
αλλά
μορφο/κλασματική διαδρομή
άλλοτε κύμα
άλλοτε σώμα
Αν θες να με βρεις
πρέπει να με δεις
αλλά
εκείνο που οράς
αυτό και θηρεύεις
Αν θες να μ’ αγγίξεις
πρέπει να μ’ αλώσεις
αλλά
όποιο δέρμα φοράς
μονάχα θωπεύεις.
Όμως εγώ
δεν έχω δέρμα
είμαι νερό
κατοπτρίζω αν θέλω
αυτόν που ποθώ.
Όμως εγώ
δεν έχω δέρμα
είμαι βυθός
μετέχω στο φως
αλλά πλέω πάντα εντός.
Και τώρα έλα μου
και στο σκοτεινό μου φάσμα σε απορροφώ
ως κύμα φωτονίου αντιστοιχώ
στην πρώτη διέγερση.
(από την ερωτική αλληλογραφία του Bob και της Alice / Οι πληροφορίες χάθηκαν στη μεταγραφή)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ της ποιήτριας από το
ΕΠΙΜΕΤΡΟ του βιβλίου (σελ. 85): Bob and Alice: ένα πολυσυζητημένο
παράδοξο φαινόμενο της κβαντομηχανικής, γνωστό ως φαινόμενο Einstein – Podolsky –Rosen που αφορά την κβαντική τηλεμεταφορά
φωτονίων (1935)
ΚΥΜΑΤΑ
ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ
(από τη σελ. 13-15 της συλλογής
ΜΕΤΑΠΛΑΣΜΑΤΑ: ένα μαξιλάρι ταχτοποιώ / γλιστρώ το σάλι απ’ τους ώμους /
αντικριστά ο Prufrock / κι εγώ γυρίζοντας προς το παράθυρο μονολογώ)
Κι ύστερα
από τα διαρκώς σαράντα κύματα
τα
ηλιοβασιλέματα και τους αλίπλοους ουρανούς
τα σαλάχια
και τους ξιφίες στην οθόνη
και τη
τεράστια κόκκινη χελώνα που με πολεμά
κάθε που
ναυαγός σε έρημη χώρα να φύγω,
αυτή με το
διπλό όνομα κάτω από τη φολίδα του κεφαλιού
-αφού έχουμε
μαγνητίτη θα μεταναστεύσουμε μαζί-
Κι έπειτα
απ’ τον καημό της θαλασσινής νεράιδας
να
μαρτυρήσουμε στο αίμα τα παιδιά με
φάλαινας
ουρά που λιάζονται σαν γάτες στις ακτές
Κι έπειτα
από τις σουπιές που παράφορα σκορπάνε μελάνι
σκαλίζοντας
όπως ανθρακωρύχοι τη σκοτεινή αρτηρία στα ύφαλα
Και αυτά και
τόσα άλλα ακόμη που δεν ξέρω πώς να τα πω
Θα άξιζε στο
ποίημα μια φορά να ακούσω
εκείνον να
μου μιλήσει στην υδάτινη γλώσσα μου
Και τώρα έλα
μου, να μου πει,
στον πορθμό
να σε φιλήσω, εκείνον με τους δυο λιμένες
στης παλίρροιας
την ακαταστασία, αυτήν που διαφεύγει,
κι ας είναι
ψέμα της γοργόνας που αληθεύει.
Να πλαγιάσει
δίπλα μου και να μου πει
Έλα μαζί
μου, κι ας γνωρίσουμε εσύ κι εγώ
ιχνηλατώντας
το πέρασμα των μεδουσών.
Θα άξιζε στο
ποίημα μια φορά να χωρέσει
εκείνος ο παράξενος
έφηβος που περπατά πάνω στα κύματα
για να
πυροδοτήσουμε μαζί την πύλη προς άλλους γαλαξίες
Αν
κοιτάξουμε μαζί την έκπληξη προσεκτικά, να μου πει,
θα μεθύσουμε
το άλμα, εκτυφλωτικές φιγούρες όλο χρώματα
αέρινες σαν
τα μικρά μου νύχια όταν τα φιλάς
τεράστιες
σαν τα σκοτεινά μυστικά σου όταν τα κρατώ
Έλα, να μου
πει, μαζί να κολυμπήσουμε
στα κβάντα
του φωτός που ’ναι ελκυστικά όταν ερωτεύονται
μέσα απ’ τις
πλατείες τις ασφάλτους και τα σχολεία
γυμνοί και
ξυπόλητοι να φτιάξουμε τον ωκεανό
άδολοι κι αδάμαστοι
να ξυπνήσουμε στη μεγάλη θάλασσα
κύματα
ταξίδια που θα φιλήσουν κοριτσιών μάγουλα
Να σπάσουμε
το φράγμα του υδάτινου ήχου – το ύστατο
σύνορο-
Θα άξιζε το
ποίημα μια φορά ακόμη, μια φορά,
Αν και δεν
ξέρω, δεν ξέρω να πω, τι είναι αυτό που εννοώ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ της ποιήτριας από το ΕΠΙΜΕΤΡΟ του βιβλίου (σελ. 85): ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ: Στην επιστήμη το χάος
χρησιμοποιείται για να περιγράψει την συμπεριφορά συστημάτων με εξαιρετικά
ευαίσθητη εξάρτηση από τις αρχικές τους συνθήκες. Μελετά τον απρόβλεπτη εξέλιξη
ενός μη γραμμικού συστήματος. Τα συστήματα αυτά, οδηγούνται σ’ έναν «ελκυστή»,
σε μια κατάσταση που παρουσιάζει μεν μια σταθερότητα στην συμπεριφορά της όμως
η πρόβλεψή της είναι αδύνατον να εκφραστεί με αιώνιους νόμους ή ντετερμιστικά…
Εκείνο που προέκυψε από τις νέες θεωρίες του Χάους είναι ότι οι έννοιες ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ
ή απόλυτος ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ και ΤΥΧΑΙΑ ΜΕΤΑΒΟΛΗ είναι δυνατόν να συνυπάρχουν και
να μην αποκλείει η μία την άλλη και ότι η συνύπαρξη αυτή αποτελεί ΝΟΜΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ!..
ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΕΛΚΥΣΤΗΣ
(«Το λικνιστό της βάδισμα ποθώ
το φωτεινό της πρόσωπο να δω» - Σαπφώ)
Περιδινίζω
το δέρμα σε χορό ελλειπτικό
στροβιλισμός πυρήνα σε κενό φως
δίχως αποδέκτη!.. Στο έμπα των
ματιών σου χάνω το ρυθμό ζαλίζομαι
παραπατώντας κύ - μα
γίνομαι ραδιενεργό – ηλεκτρική θάλασσα -
κι αν Πρωτέας στο βυθό μοιραία
δραπετεύοντας τα πουκάμισά σου αλλάζω
για να σου είμαι όμορφη η πλάτη
μου έχει πάρει το σχήμα του έρωτά σου!..
Είμαστε στο χάσιμο του σφυγμού
στο θόρυβο πίσω από τη μελωδία
στα παράσιτα κάτω από τον ήχο
στο σφάλμα μετά την πρόθεση στο
ΑΧ του σπασμού στην αρχη πάντα -
είμαστε - Η έλξη μας άλμα σε
γκρεμό παράξενη καταστροφή έσκασε η σαπουνόφουσκα χωρίς αιτία επανάσταση μα άξαφνα κατάλαβα - στο α πάντοτε είμαστε - κι
έγινα τόσο χαρούμενη γι’ αυτό (από
υποκλοπή τηλεφωνικών συνομιλιών ανάμεσα σε Julia και Thom)* ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σύνολα Julia – από
το όνομα του μαθηματικού που τα ανακάλυψε: Διακριτά δυναμικά συστήματα που
έχουν μια απωθητική δομή. Τα σύνολα Τζούλια μπορούν να θεωρηθούν ως παράξενοι
ελκυστές, που έχουν μια φρακτάλ δομή… THOM RENE (μαθηματικός
και φιλόσοφος), γνωστός από τη θεωρία
των Καταστροφών (1972), μια νέα μέθοδο στην κβαντομηχανική φυσική για την
αντιμετώπιση ασυνεχών φαινομένων
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΕΛΑ ΜΟΥ ΚΙ ΑΠ’ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΛΥΣΕ ΜΕ ΚΑΗΜΟ
(αποσπάσματα από κριτικές με
αντιπροσωπευτικά ποιήματα από τις δύο συλλογές της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου με
ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου