Τι απ' όλα αυτά είναι η ΠΟΙΗΣΗ;
Μέσω της
Ποίησης ερμηνεύονται τα πάντα, δηλώνει στο βιογραφικό του ο Ντίνος Σιώτης.
Αλλά στο
ποίημα του ΣΙΓΑΝΗ ΒΡΟΧΗ (συλλογή
Αυτοβιογραφία ενός Στόχου) αυτοαναιρείται:
«Ο ποιητής σε μια γωνιά έπλεκε τεράστια όνειρα…
Αυτά που
γράφεις δεν διαβάζονται ούτε με σφαίρες, μου λέει ο
μαγαζάτορας!...
Είμαι ο
Ντίνος Σιώτης, του λέω χωρίς δισταγμό.
Κι εγώ το
ίδιο, μου απαντάει δείχνοντάς μου τη σιγανή
βροχή που έμπαινε απ’ το τζάμι…».
Να πώς σχολιάζει
αυτή την απρόσμενη τελευταία στροφή ο ίδιος ο ποιητής:
«Έχει πολύ ειρωνεία αυτό το ποίημα, αυτοειρωνεία και
αυτοσαρκασμό. Διότι ο μαγαζάτορας στο καφενείο σου λέει
«εντάξει, και ποιος
είσαι εσύ τώρα που γράφεις ποιήματα, ο καθένας μπορεί να το κάνει αυτό το
πράγμα, κι εσύ μου λες ότι είσαι ο Ντίνος Σιώτης, κι εγώ ο Ντίνος Σιώτης
είμαι».
Και ίσως
θέλω να υπαινιχθώ με αυτό το ποίημα ότι ο καθένας μπορεί να γράψει ποιήματα,
αρκεί να κοιτάει μέσα στον εαυτό του.
Να
σκέφτεται, να αναπολεί, να νοσταλγεί, να ρεμβάζει γύρω του όχι την φύση αλλά
την έλλειψη της φύσης
και να βάζει
τις λέξεις τη μια δίπλα στην άλλη…
Έτσι αρχίζεις
ένα ποίημα, αλλά από την άλλη δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει…
Στην αρχή
μπορεί να είναι ένα μόρφωμα από μνήμες, από σκέψεις, από νοσταλγίες, από μια
πορεία που έχεις χαράξει και έχεις αφήσει πίσω σου και την κοιτάς.
Το μυστικό
βρίσκεται σ’ εκείνη τη στιγμή που ως δια μαγείας γίνεται η αόρατη επαφή μεταξύ
του νοός και της χειρός…
Και τελικά η Ποίηση; Αντίσταση, άμυνα, ανάγκη,
τρόπος ζωής, επικοινωνία;
Τι απ’ όλα
αυτά είναι η Ποίηση;
«Παιχνίδι», απαντάει ο Ντίνος Σιώτης!..
«Παιχνίδι,
διότι αυτό μας σώζει. Αλλιώς θα είχαμε τρελαθεί…
Μ’ ένα
όνειρο ζούμε…
Λίγο πριν
έρθει η καταιγίδα, λίγο πριν θαμπώσει το γυαλί λίγο πριν πέσουμε στην παγίδα,
ας φάμε τα ψάρια με τα λέπια,
ας ρίξουμε
σωσίβιο στο μέλλον
ας στρώσουμε
στην πόρτα το χαλί»…
Στους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε
«Οι ποιητές θα 'χουν πολύ δουλειά», έγραψε η βραβευμένη με το Βραβείο Νομπέλ
Πολωνή ποιήτρια Βισουάβα Σιμπόρσκα.
Και αυτό το πήρε τοις μετρητοίς ο Ντίνος Σιώτης επιχειρώντας μία
«Σύνδεση με τα προηγούμενα»:
μέσα από εικόνες της καθημερινότητας, της ειδησεογραφίας, της μνήμης και
της αντίστροφης μέτρησης του χρόνου
προσπαθεί να δει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ζωή και ο κόσμος
γύρω της,
συνδέοντας πόλεις, καταστάσεις, έρωτες, πολιτική και περιβάλλον με το παρελθόν και με
το μέλλον τους,
δίνοντας υπόσταση στο ρόλο του ποιητή
που πρέπει να παρεμβαίνει με την ποίησή του στα κοινά…
Το χαρακτηριστικό αυτό της ποίησης του Ντίνου Σιώτη το επισημαίνει κι ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, που σχολιάζοντας την τελευταία
συλλογή του γράφει:
Οι μεγάλες ιδέες, οι μεταφυσικές έννοιες, οι τυποποιημένα βαθιές ανησυχίες, τα αφηρημένα ουσιαστικά γενικά
απουσιάζουν από αυτή την
ποίηση,
το μεγαλύτερο ίσως μέρος της
οποίας εμπνέεται και τρέφεται από το εφήμερο,
από τα γεγονότα του δημόσιου
βίου περισσότερο,
παρά από εκείνα της εσωτερικής
ζωής του ποιητή –
όσο σχηματικό τέλος πάντων κι αν είναι,
ορισμένες φορές, να διαχωρίσουμε το ένα από το άλλο…
[ακολουθεί το ποίημα ΜΑΡΘΑ, ΜΑΡΘΑ, από την ομότιτλη συλλογή μαζί μ’ ένα
σχόλιο γι’ αυτό του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου
και στη
συνέχεια αποσπάσματα από μια συνέντευξη του ποιητή με τον πολύ χαρακτηριστικό
τίτλο
«Αυτοβιογραφία
ενός στόχου» την εποχή που ζούσαμε «στο απόγειο του καταναλωτισμού»:
Με ειρωνεία,
θλίψη και αυτοσαρκασμό, ο ποιητής από τα φύλλα της μνήμης
φτιάχνει στεφάνια
για τα
πράγματα που χειροτερεύουν,
για τα
ακραία κοινωνικά φαινόμενα της αρπακτικότητας
και για τα
περασμένα μεγαλεία της απελπισίας που ανήκουν στο μέλλον.
Με στόχο το
αύριο
ρίχνει
σωσίβιο στα επιχορηγούμενα από την αισιοδοξία όνειρα
όχι για να
τα σώσει αλλά για να σωθεί ο ίδιος.
Κατακλείδα
της ανάρτησης Ο ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΧΑΛΙΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΣΟΥ ΔΙΑΒΑΣΩ ΚΑΚΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, μερικά από τα ποιήματα ενός Μαΐου του Ντίνου Σιώτη - ART by Kirkapatic Heidi]
ΜΑΡΘΑ, ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΕΣΕΝΑ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ ΚΙ ΟΠΩΣ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΗ
ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ…
(ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
γράφει για τη συλλογή του Ντίνου Σιώτη ΜΑΡΘΑ, ΜΑΡΘΑ, εκδόσεις
Γαβριηλίδης, 2016 και τη Σύνδεση της με τα Προηγούμενα…)
Η Μάρθα ζούσε με ό,τι αφαιρούσε
απ’ τους καρπούς των ημερών της
μ’ αυτό το στέρημα της αφαίρεσης
περνούσε απ’ τη σκόνη στη στάχτη
απ’ υα στεγνά νερά του παρόντος
στα φλογερά ύδατα του μέλλοντος
Μορφικά τα ποιήματα του Σιώτη,
εδώ και πολλά χρόνια, αναπτύσσονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: σε στροφές των
τριών στίχων που οπτικά είναι πανομοιότυπες, χωρίς πάντως να ακολουθούν κάποια
μετρική φόρμα. Η ολοσχερής απουσία στίξης και οι διαρκείς διασκελισμοί των
στροφών μετατρέπουν κάθε ποίημα σε μία μοναδική φράση, με αποτέλεσμα ο
αναγνώστης να οδηγείται υποχρεωτικά σε μια, πρώτη τουλάχιστον, συνεχή ρυθμική
ανάγνωση που συχνά υπονομεύει την ομαλή εκτύλιξη και κατανόηση του νοήματος.
Έτσι που τελικά γίνεται φανερό αυτό που ήδη κάθε αναγνώστης ποίησης γνωρίζει:
πως στα ποιήματα το κέντρο βάρους δεν βρίσκεται ποτέ μόνο στο περιεχόμενο τους
– ακόμα και όταν τα ποιήματα λένε με απλά λόγια αυτό που θεωρούμε πως θέλουν να
πούνε.
Η νέα ποιητική συλλογή του
Σιώτη, «Μάρθα, Μάρθα» περιλαμβάνει σαράντα τρία συνολικά ποιήματα, κοινός
παρονομαστής των οποίων, θεματικά, είναι η αινιγματική γυναίκα που ονομάζεται
Μάρθα και εμφανίζεται σε όλα ανεξαιρέτως τα ποιήματα, έτσι που το βιβλίο θα
μπορούσε να εκληφθεί ίσως και ως ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα. Πρωταγωνιστές σε
όλο το μάκρος του βιβλίου είναι σταθερά η Μάρθα και ο αφηγητής που μιλάει σε
πρώτο πρόσωπο και μια φορά μάλιστα κατονομάζεται, μες στο ποίημα, ως Ντίνος
Σιώτης. Ο τόπος είναι ο ίδιος που γνωρίζουμε από τα προηγούμενα βιβλία του
ποιητή, το κέντρο της Αθήνας, η Ανατολική και η Δυτική ακτή των Ηνωμένων
Πολιτειών της Αμερικής και η γενέθλια νήσος των Κυκλάδων Τήνος.
Το ποίημα με τον μονολεκτικό
τίτλο «Μάρθα», ένα από τα δύο ποιήματα που περιλαμβάνεται και στο παλαιότερο
βιβλίο «Σύνδεση με τα προηγούμενα», είναι χαρακτηριστικό όλης της συλλογής και
δεν αποκλείεται να αποτελεί και τη μήτρα από την οποία γεννήθηκε η ιδέα του
βιβλίου αυτού, στο οποίο περιλήφθηκαν τελικά παλαιότερα και νεότερα ομόθεμα
ποιήματα.
«Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε έστι χρεία» είπε ο Ιησούς στη Μάρθα, την αδελφή της Μαρίας
Μαγδαληνής, που ασχολούνταν στο σπίτι της με την περιποίηση και τα κεράσματα
των επισκεπτών, αντί να κάθεται να ακούει τον λόγο του Κυρίου. Σε αντιπαράθεση,
η Μάρθα στην ομότιτλη συλλογή του Ντίνου Σιώτη αδιαφορώντας για ό,τι συμβαίνει
γύρω της, συμβουλεύεται αδιάκοπα τον
ερωτικό της σφυγμό και ακούει μοναχά τη φωνή του έρωτα… που την τρέφει και την
προτρέπει στην αναζήτησή του:
Με
τη Μάρθα γνωριστήκαμε εντελώς
τυχαία
είχαν απεργία τα λεωφορεία κι
έκανε
οτοστόπ την πήρα και την πήγα
στη
σχολή (σπούδαζε ηθοποιός) στο
δρόμο
μού είπε για τη ζωή της αλλά
την
είχε μπερδέψει με τη ζωή που
ήθελε
να ‘χε ζήσει ο άγγελός της εγώ
πάντως
μετά τόσα χρόνια μπορώ και
τη
φαντάζομαι: η Μάρθα υποδύεται
τη
Μάρθα κι εγώ κάθομαι σε σκοτεινό
διαμέρισμα
και την κοιτάω το φόρεμά
της
είναι στενό ανυπομονεί να το βγάλει
είναι
πάνω στη σκηνή κάνοντας πρόβαλα
μακιγιάζ
ενός έργου που δεν το ‘χω δει
ο
σκηνοθέτης την καθοδηγεί με φαντασία
φαντάζομαι
ότι κι εγώ σε κάποιο άλλο
θέατρο
υποδύομαι τον Ντίνο Σιώτη και
η
Μάρθα είναι σε σκοτεινό διαμέρισμα
και
με βλέπει από τον δέκτη καλωδιακής
τηλεόρασης
ξαπλωμένη σε καναπέ τρώει
ξηρούς
καρπούς πίνει χυμό βατόμουρου
δοκιμάζοντας
νέο ρόλο που τον έχει
επινοήσει
ο εραστής της μετά από λίγο
θα
κατέβει απ’ την ολόφωτη σκηνή και
θα
έρθει τρέχοντας να μου συστηθεί
ξεχνώντας
το οτοστόπ πριν σαράντα
χρόνια
σε δρόμο του Σαν Φρανσίσκο.
.
Ποια είναι λοιπόν η αινιγματική
Μάρθα του βιβλίου; Κάποτε, όπως για παράδειγμα στο ποίημα που μόλις διαβάσαμε,
η σχέση της με τον ποιητή μοιάζει να είναι ξεκάθαρα βιωματική: είναι η γυναίκα
με την οποία γνωρίστηκε πριν από σαράντα χρόνια στο Σαν Φρανσίσκο. Αγαπήθηκαν:
«Η
Μάρθα κι εγώ αγαπιόμασταν τόσο / πολύ που περνούσαμε ώρες ακίνητοι / χωρίς να
μιλάμε, χωρίς να λέμε λέξη»
και
η σχέση τους κρατήθηκε σταθερή από τότε:
«Πέτυχε
η σχέση μας Μάρθα / προσέξαμε πολύ τη συνταγή / και τώρα όλοι μας ζηλεύουν».
Στην ποίηση όμως, ευτυχώς, τα
πράγματα ποτέ δεν είναι τόσο απλά. Η Μάρθα, καθώς φαίνεται, δεν βολεύεται με
μία μόνο ζωή. Ούτε καν με έναν μόνο θάνατο:
«Οι
γιατροί // της μονάδας εντατικής θεραπείας έκαναν ό,τι / ήταν δυνατόν για να
επαναφέρουν τη Μάρθα / στη ζωή εκείνη όμως προτίμησε ένα ταξίδι // στο Twin Peaks δεν
έδινε δεκάρα για το / τι θα έλεγαν όσοι περίμεναν στην κηδεία / της στον
καθεδρικό ναό του Saint Patrick».
Ή,
διαφορετικά, ο ποιητής δεν αρκείται σε μία μονοδιάστατη Μάρθα:
«Ονειρεύομαι
εσένα / Μάρθα όπως είσαι και όπως δεν / είσαι παλίμψηστη στα όνειρά μου».
Ή, τέλος, για να το πούμε
αλλιώς, καμία ζωή δεν είναι μία και μόνο ζωή. Τα όρια μεταξύ παρόντος,
παρελθόντος και μέλλοντος δεν είναι σταθερά και στεγανά. Η Μάρθα και ο ποιητής
μοιάζει να μετακινούνται ελεύθερα στον χρόνο και τον τόπο:
«Η
Μάρθα ζούσε με ό,τι αφαιρούσε / απ’ τους καρπούς των ημερών της / μ’ αυτό το
στέρημα της αφαίρεσης // περνούσε απ’ τη σκόνη στη στάχτη / απ’ τα στεγνά νερά
του παρόντος / στα φλογερά ύδατα του μέλλοντος».
«Όλα
τα πρόσωπα που υπήρξαν είναι / ένα και το αυτό αγαπημένο πρόσωπο»,
διαβάζουμε σε ένα άλλο ποίημα.
Το πρόσωπο αυτό είναι η Μάρθα. Που είναι συγχρόνως όλες οι γυναίκες που έχει
γνωρίσει ο ποιητής και που είναι η Μούσα του. Που είναι, ίσως, η ίδια η ποίηση…
Μ’ αυτή την έννοια έχει βάση και το σχόλιο του Νάνου Βαλαωρίτη:
«Οι Μάρθες στην εικοστή έκτη ποιητική συλλογή «Μάρθα, Μάρθα» του Ντίνου
Σιώτη δεν είναι όλες ίδιες και όμοιες, είναι πολλές και διαφορετικές αλλά
ταυτόχρονα και μία. Υποδύονται διάφορους ρόλους και εμφανίζονται με πολλά
πρόσωπα, σε πολλές περιστάσεις, σε διαφορετικές καταστάσεις και σε διαφορετικά
μήκη και πλάτη της υφηλίου, απ' το Λος Αντζελες και το Πεκίνο έως τη Νέα Υόρκη
και την Τήνο. Έρχονται και φεύγουν με μια κομψή φινέτσα. Εδώ ο ποιητής - αφηγητής
κατάφερε να φτιάξει ένα μικρό μυθο-ιστόρημα, με μια σειρά από ποιήματα που τα
διακρίνουν το χιούμορ, η ευστροφία και οι
πετυχημένες γλωσσικές στιγμές, γεμάτες ελαφρότητα, εκπλήξεις και ανατροπές.
Έτσι η φευγαλέα αλλά πανταχού παρούσα Μάρθα του ποιητή μάς γοητεύει, καθώς τα
ποιήματα, που με τόση επινοητικότητα παρουσιάζουν το θέμα της ρευστότητας της
ζωής αλλά και τα γυρίσματά της και τις ανακολουθίες της, δημιουργούν έναν μικρό
λαβύρινθο μιας έντονα μυθοπλαστικής ποιητικής, με το κάθε ποίημα να είναι ένα
επεισόδιο μιας αποστολής εμπειρικής σε άψογη γλώσσα καθημερινής και ειρωνικής
αβεβαιότητας - επεισόδιο που ξεκολλάει απ' το ένα ποίημα και εισχωρεί στο
επόμενο. Οπότε όλη η ποιητική συλλογή διαβάζεται ως ένα αδιάλειπτο μυθιστόρημα…
που μπορεί κανείς κατ' αντιδιαστολή να το συγκρίνει με το κατόρθωμα του Σεφέρη
να ενοποιήσει μύθους, ελληνική ιστορία και προσωπικές εμπειρίες στο διάσημο,
δικό του «Μυθιστόρημα». Κάτι ανάλογο πέτυχε εδώ ο Σιώτης με το ερωτικό σύμβολο
της Μάρθας που ενεργεί ως μια πανταχού παρούσα και απούσα γυναίκα, όπως
συμβαίνει να είναι στη ζωή οι σκόρπιοι έρωτες ή τα σκόρπια ποιήματα…»
Η
Μάρθα, τέλος, σύμφωνα με τον Κώστα Παπαγεωργίου, είναι το σταθερό και
συμπαγές αντικείμενο του βυθισμένου στην οδύνη και τη νοσταλγία πάσχοντος
ποιητικού υποκειμένου, αλλά ένα αντικείμενο τόσο φορτισμένο και ενδυναμωμένο
δια της νοσταλγίας που μπορεί να κάνει τα πάντα∙ να ιδιοποιείται
ταχυδακτυλουργικά τα αλλότρια και να απεμπολεί τα ίδια, προκειμένου να
διατηρείται εν εγρηγόρσει η ικανότητά της να επαναπροσδιορίζει ανά πάσα στιγμή
τη σχέση της με τον εαυτό της, τον κόσμο και, βέβαια, με τον ποιητή, ακόμα και
τώρα, που το φόρεμα μοιάζει να έχει υποκαταστήσει το αλλοτινό σώμα, το
σώμα που έντυνε, όπως και το όνομα μοιάζει να έχει υποκαταστήσει την άλλοτε
ονομαζόμενη. Στιγμές «στιλπνές, ξεφλουδισμένες από το λεπίδι του χρόνου»
αναδύονται ακατάπαυστα κι έτσι αναδυόμενες, διαπερασμένες από ένα «νοσταλγικό
αεράκι της δεκαετίας του ’50» διαστέλλονται, αγγίζουν την αίσθηση του εδώ και
του τώρα και δίνουν μία άλλη χροιά, μιαν άλλη υφή στο φως του παρόντος. Ας μη
νομιστεί ωστόσο ότι ο ποιητής αφήνεται απερίσκεπτα στους σαγηνευτικούς
κυματισμούς της νοσταλγίας καθώς, ακόμα και σε στιγμές συγκινησιακών εντάσεων
και κορυφώσεων αυτός αυτοελέγχεται και ισορροπεί ανάμεσα «στην αρχαιολογία
της νοσταλγίας για τα περασμένα/και στην αδημονία του για τα μελλούμενα». Η
κάποτε παιγνιωδώς ανατρεπτική διάθεσή του εξάλλου, απόρροια των σταθερών όσο
και γόνιμων υπερρεαλιστικών καταβολών του επενεργεί θα τολμούσα να πω
παραπλανητικά, δημιουργώντας τη δυνατότητα εκτροπών από την κεντρική οδό τη
χαραγμένη από την υπέρογκη αίσθηση της απώλειας∙ διασπώντας το ενιαίο σώμα της
λύπης, διαμελίζοντάς την σε επιμέρους κομμάτια, εικόνες μάλλον, οι οποίες έτσι
όπως μοιάζει να επιπολάζουν στην επιφάνεια του παρόντος μεμονωμένες,
ανεξάρτητες η μία από την άλλη, χάνουν ένα μέρος από την τραυματική οξύτητά
τους και λειτουργούν δραστικότερα ποιητικά. Συμβάλλουν σε γοητευτικά
«λικνίσματα στις κουπαστές της αναπόλησης» και συντροφεύουν τον ποιητή όταν
βγάζει, όπως λέει, τη Μάρθα «στα παγκάκια της νοσταλγίας».
«ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΣΤΟΧΟΥ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ
ΖΟΥΣΑΜΕ «ΣΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΥ»
(αποσπάσματα από μια
συνέντευξη στο Ντίνου Σιώτη):
«Είναι κάτι μέρες που μας ξαναδίνουν ζωή: λένε τα πάντα και μέσα τους ανοίγουμε όπως οι αχιβάδες στο
βράχο…»
Έτσι ανοίγει στην
«Αυτοβιογραφία ενός στόχου» κι ο ποιητής: σαν «αχιβάδα στο βράχο». Και στη
συνέντευξη που ακολουθεί, όπως και στην ποιητική συλλογή με τον παραπάνω τίτλο
εξομολογείται τα πάντα: τα τριάντα χρόνια στη Αμερική, την επανάσταση που ποτέ
δεν ήρθε, τα δέκα περιοδικά που αποτέλεσαν τα σκαλιά για να γεννηθούνε, τελικά,
τα (δε)κατα, τις δεκατέσσερις ποιητικές που προηγήθηκαν για να φτάσει να
«αυτοβιογραφηθεί ο στόχος», τα τρία πεζά και τις δυο ανθολογίες που
ολοκληρώνουν το ίδιο πρόσωπο του ενός Ντίνου: του Ντίνου της Τήνου, του Ντίνου
της Αθήνας και της Αμερικής, το πρόσωπο του Ντίνου Σιώτη. Διότι η Τήνος, όπως
χαριτολογώντας παραδέχεται ενώνει, εν τέλει, τους Ντίνους.
- Πώς «Αυτοβιογραφείται ένας Στόχος»,
κύριε Σιώτη;
- Κοιτάζοντας μέσα.
Κοιτάζοντας μέσα στον στόχο, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον εαυτό μας,
βέβαια. Και μπορεί το βιβλίο να είναι σε τρία μέρη «Εγώ», «Εμείς» και «Άλλα
πρόσωπα» αλλά βασικά πρόκειται πάντα για ένα πρόσωπο, για τον ίδιο μας τον
εαυτό. O οποίος γίνεται στόχος μας, στόχος της ζωής και αυτοσκοπός…
- Κι από το εμείς στο εγώ; Είναι
μακρύς, δύσκολος, επώδυνος δρόμος; Και τι είναι αυτό που προηγείται, το εγώ ή
το εμείς; Στην ποίηση, ποιο έχει προτεραιότητα;
- Πάντα το εμείς!
Είναι βασική μου αρχή ότι ο ρόλος μας είναι να καταγράφουμε αυτά που γίνονται
ως μια συλλογική μονάδα, ως μια συλλογική οντότητα. Επομένως το «εμείς» πάντοτε
υπερέχει και θα ‘πρεπε να υπερέχει. Το «εγώ» είναι η εξαίρεση… Ζούμε το απόγειο
και την λατρεία του καταναλωτισμού, της αυταρέσκειας, του ναρκισσισμού και ο
ποιητής έχει χρέος του να μας υπενθυμίζει ότι δεν είναι αυτά τα πράγματα η ζωή.
Η ζωή είναι ευαισθησίες, αρμονίες, ισορροπίες. Και αν προέχει το συλλογικό
«εμείς», τότε θα μπορέσουμε να υπερκεράσουμε τις προσωπικές μας αδυναμίες.
- «Ξεχνάμε» πολύ εύκολα, η ποίηση
έχει να κάνει με τη μνήμη;
- Βασικά δεν είναι
τίποτε άλλο παρά η μνήμη. Η μνήμη είναι η γλώσσα, η γλώσσα είμαστε εμείς. Χωρίς
γλώσσα δεν υπάρχουμε, χωρίς μνήμη δεν έχουμε οντότητα. Ναι, κυρίως είναι η
μνήμη. Τι να γράψεις αν δεν έχεις μνήμη; Η μνήμη είναι πανταχού παρούσα, σε
όλους τους ποιητές.
- «Ζούμε για τις αναμνήσεις;» Και
ποια είναι, εν τέλει, τα συστατικά του ποιήματος;
- Βασικό συστατικό
είναι η γλώσσα. Η γλώσσα αποτελείται από ρήματα, ουσιαστικά, επιρρήματα,
φράσεις που φτιάχνουν τους στίχους… Επομένως τα συστατικά είναι η γλώσσα, η
σκέψη, το ένστικτο, η εμπειρία, ο αυτοσχεδιασμός και η φαντασία. Όλα αυτά τα
βάζουμε σε ένα μίξερ και βγάζουμε μ’ αυτά λέξεις. Οι οποίες πρέπει να μπαίνουνε
σωστά η μια δίπλα στην άλλη. Αν δεν μπαίνουν σωστά, δεν φτιάχνουμε ποιήματα. Το
μυστικό είναι να μπούνε στη σωστή τους σειρά…
- Η ποίηση, τα περιοδικά την κάνουν
ευκολότερη αυτή τη ζωή; Και ποιον αφορούν, τον… αποστολέα ή τον παραλήπτη;
Γιατί τα κάνουμε, κύριε Σιώτη, για μας ή για τους άλλους;
- Για μας τα κάνουμε,
αλλά έχουμε στο νου τους άλλους. Διότι ο ποιητής όταν γράφει είναι και
αναγνώστης. Όχι αναγνώστης των ποιημάτων του, είναι αναγνώστης διότι έχει
διαβάσει. Και εδώ θα έλεγα ότι ένας που δεν διαβάζει πολύ, δεν γίνεται καλός
ποιητής. Επομένως κάνουν ευκολότερη τη ζωή, διότι η διαδικασία της γραφής σου
παίρνει ένα βάρος από πάνω. Αλαφραίνεις λίγο, ξεφορτώνεσαι ακόμα και το άγχος
της μέρας. Εγώ κάθομαι το βράδυ να γράψω, πολύ αργά, συνήθως πριν κοιμηθώ γράφω
όταν είμαι πολύ κουρασμένος. Η γραφή δε χρειάζεται ενέργεια, χρειάζεται μόνον
μια ψυχική εγρήγορση. Κι εκείνη τη στιγμή βλέπεις ότι η ζωή σου ανοίγεται με
τρυφερότητα, καταλαβαίνεις τα πράγματα πολύ πιο καλά…
- «Ήταν επόμενο να προβλέπουμε το
παρελθόν», το παρελθόν, κύριε Σιώτη είναι τετελεσμένος χρόνος; Και εν τέλει
ποιητικός χρόνος ποιος είναι; το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον;
- Ο ποιητικός χρόνος
δεν περιγράφεται, είναι νομίζω μέσα μας, είναι και παρελθόν και παρόν και
μέλλον. Ο πραγματικός χρόνος είναι όπως τον είπες: πριν, τώρα και μετά. Αλλά ο
ποιητικός χρόνος είναι υπεράνω περιγραφής, ακριβώς επειδή ενέχει το μυστήριο
της ενόρασης του ποιητικού κόσμου. Επομένως αυτή η ειρωνεία που έκανα το ποίημά
μου ότι αποκτήσαμε την ικανότητα να προβλέπουμε το παρελθόν είναι ένας
αυτοσαρκασμός που αφορά τον χρόνο αποκλειστικά, τον πραγματικό χρόνο, όχι τον
ποιητικό. Γιατί ο ποιητικός χρόνος είναι κάτι πολύ σεβαστό, είναι σαν ένας
χωροχρόνος όπου περικλείεται μέσα ο ποιητής.
- «Δεν αντέχει τόση μοναξιά μέσα σε
τόσο πλήθος» (Ο Σίσυφος στην Ομόνοια), κι η ποίηση «το καταφύγιο που φθονούμε;»
Γιατί είναι αφύσικη η διαδικασία της γραφής, έτσι δεν είναι;
- Εδώ τα πράγματα
είναι διαφορετικά, διότι ο ποιητής μπορεί να γράψει όπου βρεθεί. Η πεζογραφία
είναι μια πειθαρχία, είναι κάτι άλλο. Εγώ δεν είμαι αυτού του είδους ο
συγγραφέας, στο λεωφορείο μπορεί να γράψω ένα ποίημα, στο καράβι, στο ταξί,
όπου μου έρχεται μια εικόνα και την γράφω στο κινητό να μην την χάσω… Διότι οι
ιδέες έρχονται μπαμ και κάτω, σου την δίνουνε λέξεις, φράσεις, κάτι που
άκουσες, κάτι που είδες, κάτι που σου είπανε… Ξεκινάνε πολλά ποιήματα από
φράσεις…
- Ο ποιητής είναι ένας ευτυχισμένος,
ένας δυστυχισμένος, ένας ιδιαίτερος, ένας ταλαντούχος, ένας προβληματικός
άνθρωπος, τι είναι;
- Όλα αυτά
μαζί. Είναι ένας κοινός άνθρωπος. Θα μπορούσε να είναι ένας μπακάλης, ένας
οδηγός λεωφορείου, ένας ιδιωτικός υπάλληλος, ένας πιλότος… Ένας προσγειωμένος
άνθρωπος είναι ο οποίος έχει συνεχώς τις κεραίες του σηκωμένες, αλλά από
απόψεως ευτυχίας και δυστυχίας θα έλεγα ότι κλείνει προς το δεύτερο. Ένας
δυστυχισμένος άνθρωπος είναι διότι οι κεραίες του πιάνουν συνήθως τα αρνητικά
πράγματα. Δεν υπάρχουν πολύ ευτυχισμένοι ποιητές. Βασικά, δηλαδή, είναι
δυστυχισμένος ο ποιητής…
- Αλλά το «Ξένος» είναι… όλα τα
λεφτά. Ποιητική… ταυτότητα, να πούμε; «παρ’ όλο που επέστρεψα πάλι λείπω». Πού
βρίσκεται ο ποιητής όταν δεν βρίσκεται στο ποίημα;
- Στο ποίημα
βρίσκεται οπωσδήποτε. Στο «παρ’ όλο που επέστρεψα πάλι λείπω» είναι η διττότητα,
η σχιζοφρενής κατάσταση στην οποία ζούμε όλοι μας, που είμαστε εδώ και θέλουμε
να είμαστε εκεί. Αυτό το σύνδρομο το οποίο δεν σε αφήνει ποτέ να ηρεμίσεις.
Διότι είτε δεν σ’ αρέσει πουθενά, είτε δεν σου αρέσει τίποτα, είτε σου αρέσουν
όλα, τα πάντα είναι το ίδιο, δεν βρίσκεις άκρη, η ζωή σου προσφέρει τόσες
πολλές επιλογές αν μπορείς και τις βλέπεις. Επομένως όταν λέω ότι «παρ’ όλο που
επέστρεψα λείπω», το εννοώ 100%, διότι ονειρεύομαι άλλα πράγματα και όχι αυτά
που είναι δίπλα μου…
[ΠΗΓΗ: «Ντίνος Σιώτης: «Η Αυτοβιογραφία ενός
Στόχου» την εποχή που ζούσαμε «στο απόγειο του καταναλωτισμού» αποσπάσματα από συνέντευξη
του ποιητή στην Ελένη Γκίκα – αναρτήθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Fractal Η Γεωμετρία των ιδεών]
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΧΑΛΙΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΣΟΥ ΔΙΑΒΑΣΩ ΚΑΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(Μερικά από τα ποιήματα
ενός Μαΐου του Ντίνου Σιώτη)
AΠΛΗΣΤΙΑ
Ξαφνιαστήκαμε όλοι από τα χρέη
που είχαν συσσωρευτεί τόσα χρόνια
τόσοι ξεροί καημοί τόσα δάκρυα-
κλαδιά κι ούτε μια μέλισσα τόσες
οδύνες τοκετού τόσο υψηλός τόκος
κι ούτε μια γέννα πέρασε κι από ’δω
η καλοσύνη αλλά δεν είδε τίποτα γιατί
κοιμόταν ύπνο βαθύ γιατί η πίκρα δεν
μεσολάβησε στον πανδαμάτορα καιρό
τώρα το παρελθόν πλησιάζει πάνοπλο
και πανούργο κρατώντας γραμμάτια
βουτηγμένα στο σάλιο της απληστίας
ΔΩΣΑΜΕ
Δώσαμε χείρα βοηθείας στη σκέψη κι
έγινε φαντασία δώσαμε λίγο ύπνο στους
ανθρώπους και τους πήρε ο ύπνος με κα-
χυποψία κι επιφυλάξεις είδαμε τα δώρα
που έφερναν κατά καιρούς οι λωποδύτες
ψηφοφόροι διστακτικά αντικρίσαμε τη
θάλασσα πριν γίνει ωκεανός δεν λάβαμε
μέρος στα παιχνίδια των κερδοσκόπων
πρωταθλητών υπερχρεώσεων η σκακιέρα
έπινε γουλιά - γουλιά τους πύργους κι άφηνε
τη βασίλισσα με την ψευδαίσθηση της νίκης
αλλά η ήττα ήρθε από αλλού ήρθε από δυο
σπασμένα δάχτυλα: κρατούσαν ένα στυλό
διαρκείας: έγραφε ποιήματα χωρίς λέξεις
έφτιαχνε εικόνες και τοπία δίχως χρώματα
ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ
Τραβάμε το χαλί κάτω απ’ τα πόδια
μας αλλά δεν πέφτουμε βουτάμε στην
ταραγμένη θάλασσα δίχως σωσίβιο
αλλά δεν πνιγόμαστε είμαστε οι λίγοι
πια που απόμειναν χωρίς να χασμου-
ριόνται όταν ακούγεται το ρολόι
της μητρόπολης να χτυπά εσπερινό
την ώρα του λυκόφωτος φεύγουμε
ξαναμπαίνουμε στα μαύρα κοστούμια
μας βγαίνουμε στη δημοσιά και κα-
τευοδώνουμε το μέλλον, μετράμε
τ’ αντικριστά σταυροδρόμια
ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Τι έγιναν οι καλοί άνθρωποι, ρωτώ
αλλά κανένας δεν μου απαντά, μήπως
είναι χαμένοι στο νόμο της βαρύτητας
και περπατάνε στις άκρες των ποδιών
τους ευγνωμονώντας τη φαντασία τους
που τους αφήνει κι είναι ακόμα καλοί
άνθρωποι; πού πήγαν πού κρύβονται;
σίγουρα δε θα τους βρούμε πια στην
αγορά στα φτερωτά παραπήγματα της
πλεονεξίας στα κάδρα με την αναμμένη
αυτοπροβολή των ποιητών ούτε στον
μεγάλο ύπνο των σωτήρων μας ούτε
στα καλοπληρωμένα χειροκροτήματα
των οπαδών της αγρανάπαυσης, της
επανάπαυσης, της ανάπαυσης
ΥΠΟΔΕΧΟΜΑΙ
Υποδέχομαι το σύννεφο υποδέχομαι
τη βροχή υποδέχομαι το νερό το ψωμί
στο τραπέζι το μολύβι με το χαρτί στο
γραφείο υποδέχομαι τους νεκρούς στα
όνειρά μου που με κάνουν ανύπαρχτο
εμένα τον ζωντανό υποδέχομαι τη
μάλλινη κουβέρτα το απαλό κύμα της
θάλασσας την πνοή του νότιου ανέμου
το πέταγμα της πεταλούδας το σύρσιμο
της σαύρας υποδέχομαι το κόκαλο που
θα το φάει ο σκύλος τον σκύλο που θα
γαυγίσει μακριά τις σκοτεινές μέρες
ΕΙΚΟΝΕΣ
Μοναχικά ρυάκια χαμένα σε δάσος
σκοτεινό τυφλή περιέργεια ελαφιού
ξάφνιασμα νυφίτσας απειρία αυγού
που δεν βρίσκει τρύπα πάγοι που
λιώνουν λίμνες που αδειάζουν το
σάπιο σύστημα διαχείρισης της
θλίψης της χώρας το έθνος με τον
κρατικό του μηχανισμό στήριξης
φοροφυγάδων και κερδοσκόπων
ΕΥΤΥΧΩΣ
Ευτυχώς κάθε μέρα και χειρότερα
ευτυχώς κάθε μέρα και πιο κοντά
στην άβυσσο κάθε μέρα και πιο
πολλή αδικία δυστυχώς δεν έχομε
χρόνο ν’ αντιμετωπίσουμε κι άλλη
παράλυση κι άλλη απελπισία
Δεν έχω ήρωες που να θυσιάζουν
κάτι για το καλό μας δεν έχω μο-
νοπάτια που να αποκαλύπτουν το
σύμπαν αποχωρισμών αποδεκατισμών
αποχαιρετισμών εκτυφλωτικού φωτός
δεν έχω ύψος να το χάσω να βρεθώ
χαμηλά εκεί που ήμουν εκεί που είμαι
εκεί που δεν φτάνουν αλεξιπτωτιστές
ναυαγοσώστες δεν έχω νυσταγμένες
ερωτήσεις ούτε έτοιμες απαντήσεις
για τα λαϊκά όνειρα των νεκρών τρα-
γουδοποιών λαχειοπωλών ταριχευτών
έχω μόνο μία σάλπιγγα βουβή ένα
μάτι κοντόφθαλμο ένα βάθος έσχατο
που ανθοβολεί στη σκιά συγκινήσεων
O χρόνος υπό μετακόμιση ο χρόνος
σ’ ένα διαμέρισμα υπό μετακόμιση
σε πολυσύχναστο δρόμο ο χρόνος
κερδίζει χρόνο αποσυνθέτοντας τη
νοσταλγία εις τα εξ ων συνετέθη για
ένα τίποτα περιτυλίγματος για ένα
τίποτα ανοίγματος τυφλού αινίγματος
σε βλέμματα χαμένα στο θόρυβο μιας
(μάταιης) στεφανωμένης επιστροφής
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Όπως ισχυρίζονται οι ειδικοί το
μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο
τα βήματά του ακούγονται από
πολύ μακριά φοβάται να έρθει
κοντά μας φοβάται να πλησιάσει
φοβάται να συμφιλιωθεί με το
παρόν μάς βλέπει αλλά δεν ξέρει
ποιο δρόμο να πάρει κρατά λάμπα
πετρελαίου και βαδίζει στα τυφλά
ΚΑΠΟΙΟΣ
Κάποιος χτίζει τη φωλιά του μέσα
στις στιγμές κάποιος άλλος μέσα
στην αιωνιότητα κάποιος παίρνει
ένα μαχαίρι για να κόψει ψωμί
κάποιος άλλος για να σκοτώσει
κάποιος ξαφνιάζεται με το παρα-
μικρό κάποιος άλλος ξαφνιάζει
τη μικρότητα με τη μεγαλομανία
του κάποιος κλείνει την πόρτα και
πάει για ύπνο νωρίς κάποιος άλλος
ξυπνά λίγο μετά τα μεσάνυχτα και
ανακαλύπτει την ανυπαρξία του
ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ
Μην ανησυχείς θα περάσει κι αυτό
όπως όλα θα ’ρθουν άλλα χειρότερα
να σου χτυπήσουν δειλά την πόρτα
μη φοβηθείς να τους ανοίξεις να στη-
ριχτείς πάνω τους να γυρέψεις κάτι να
ζητήσεις μια στάλα φιλία μια σταγόνα
αγάπη δυο πόντους ειλικρίνεια πριν
φύγουν κι αυτά κι έρθουν κάτι άλλα
πιο σκοτεινά και ακόμη χειρότερα
ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ: ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Ντίνος Σιώτης
(δημοσιογράφος, ποιητής, συγγραφέας, εκδότης) γεννήθηκε στην Τήνο στις 19
Δεκεμβρίου του 1944. Σπούδασε Νομικά
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Συγκριτική Λογοτεχνία στο San Francisco State
University. Στην Αμερική και στον
Καναδά, όπου έζησε από το 1971 έως το 1989 και από το 1997 έως το 2004,
εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ως Σύμβουλος Τύπου στην πρεσβεία της Ελλάδας
στην Οτάβα και στα προξενεία της Ελλάδας στο Σαν Φρανσίσκο, στη Νέα Υόρκη και
στη Βοστόνη. Από το 1971 έως σήμερα,
στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στην Ελλάδα, έχει οργανώσει γύρω στις οκτακόσιες
εκδηλώσεις για τα ελληνικά γράμματα και τον ελληνικό πολιτισμό εν γένει. Από το 1979 έως το 2009 συνεργαζόταν τακτικά
με το Βήμα της Κυριακής, με κριτικές και άρθρα για το βιβλίο και την
επικοινωνία. Έχει εκδώσει στα ελληνικά
και στα αγγλικά δεκατρία πολιτικά και λογοτεχνικά περιοδικά, είκοσι έξι
συλλογές ποίησης (τρεις στα αγγλικά και
μία στα γαλλικά), ένα μυθιστόρημα, μία
νουβέλα και μία συλλογή με αφηγήματα. Ποιήματά
του έχουν μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες. Από
την άνοιξη του 2005 εκδίδει το περιοδικό (δε)κατα, από τον Μάρτιο του 2009 το περιοδικό Poetix και από
τον Ιανουάριο του 2015 το περιοδικό Tranz.ito. Το 2007 η συλλογή του ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΣΤΟΧΟΥ
(Κέδρος, 2006) τιμήθηκε με το Κρατικό
Βραβείο Ποίησης. Είναι πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού σωματείου ΚΟΙΝΩΝΙΑ των (δε)κάτων, διευθυντής του ΔΙΕΘΝΟΥΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΗΝΟΥ…
Πέμπτη, 23 Μαΐου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου