Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

Η ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝΕΙ ΕΝΑ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

 (… και οι εμπειρίες της  και  η ποίησή της σφύζουν από την ανάσα των ζωντανών  πραγμάτων 

σ’ ένα ατέρμονο όργιο αλληλοτροφοδοτούμενης έμπνευσης…)

 «Δεν εκοίταξα ποτέ μου πίσω απ’ τις παλιές φωτογραφίες

(εκεί που είμαι τόσο απροστάτευτη) –

φοβάμαι μη μου φανερωθεί το προσωπικό μου δράμα…»

 

Αυτοί οι στίχοι – τόσο σπαρακτικά αληθινοί – μου έδωσαν πριν χρόνια το έναυσμα να διαβάσω όλο το έργο της Μάτσης Χατζηλαζάρου, 

δηλώνει προκαταβολικά η Άννα Γρίβα στο δοκίμιο της για την ποίηση της Χατζηλαζάρου που συμπεριλαμβάνεται στον πρώτο τόμο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012.  




Να κάποια αποσπάσματα από τις διαπιστώσεις που προέκυψαν από τη μελέτη του έργου της:

 

«Η  ποίηση της Χατζηλαζάρου έχει την ικανότητα να αναπλάθει τον κόσμο.  Δεν περιγράφει, δεν αναλύει, δεν κατανοεί απλώς τα υπάρχοντα, αλλά φτιάχνει τους δικούς της κανόνες,  τις δικές της αρμονίες και σε παρασύρει.  Ενδεικτικά αναφέρω κάποιους στίχους: 

«Θέλω ν’ ακούσω πάλι τα βλέφαρά μου

 να γέρνουνε μπρος σ’ ένα όραμα ξανθό.

 Θέλω να χορέψω,

φούσκωμα και φύσημα τρελής κουρτίνας,

μην απελευθερωθεί από το παράθυρο.

Θέλω ν’ ανοίξω ένα πρωί με το φως, σαν το νούφαρο»

 

Καμιά φορά απορούσα γιατί η Χατζηλαζάρου δεν έχει τύχει όσης προσοχής θα έπρεπε.  Νομίζω όμως πως η απάντηση δεν είναι και τόσο δύσκολη:

 η κριτική συχνά προτιμά τον ποιητή «να κάνει»  και  όχι «να είναι»!.. 

Όμως  το να κάνεις σημαίνει ότι είσαι ένας καλός τεχνίτης – κατασκευαστής του λόγου, αποστασιοποιημένος σε μικρό  ή  σε μεγάλο βαθμό από το υλικό των ποιημάτων σου.

Αυτή η απόσταση ίσως είναι καλή στην επιστήμη  ή  στην κριτική αλλά όχι στην ποίηση.

Για «να είσαι»  όμως πρέπει να έχεις το ταλέντο να βλέπει ο αναγνώστης μέσα στη σελίδα το πρόσωπό σου  και  όχι τις λέξεις.

Αυτό το πρόσωπο που διαγράφεται καθαρά και χωρίς το φόβο της αποκάλυψης κάνει τους σημαντικούς ποιητές να ξεχωρίζουν. 

Και για να μην μπερδευόμαστε, το πρόσωπο που εκτίθεται χωρίς να φοβάται δεν σημαίνει πως παραμένει μονάχα στο να εκφράσει τα προσωπικά βιώματα.

Αντιθέτως. Γίνεται καθρέφτης του υλικού.  Γιατί μόνο μέσα από το μικρό,  το ανθρώπινο,  το φευγαλέο μπορεί ο άνθρωπος να κατανοήσει  (και να αντέξει ίσως)  την τραγικότητά του!..

Το πρόσωπο της Μάτσης λοιπόν το βλέπω παντού, να μιλά για όλα τ’ ανθρώπινα, χωρίς να κρύβεται  και  καταργώντας κάθε απόσταση.  Μιλά άλλοτε με παράπονο, άλλοτε με παιδικό ενθουσιασμό  κι  άλλοτε με πόνο, σε κάθε περίπτωση πάντως με αξιοπρέπεια  και με στοργή,  σαν κάποιος να σου ψιθυρίζει στο αυτί ένα παλιό παραμύθι,  τις αλήθειες μιας άλλης ζωής, την κατάβαση στην πιο μύχια επιθυμία της ψυχής!..

 

Η ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ μεταξύ ζωής και ποίησης στήνει το δικό της παιχνίδι:    και οι εμπειρίες της  και  η ποίησή της σφύζουν από την ανάσα των ζωντανών  πραγμάτων  σ’ ένα ατέρμονο όργιο αλληλοτροφοδοτούμενης έμπνευσης!.. Γι αυτό παντού κυριαρχεί ο έρωτας που παίρνει μορφή σαρωτική,  είναι αυτός που έχει παρασύρει το σώμα  κι ύστερα το χέρι που γράφει  κι ύστερα το σώμα ξανά, δένοντας τη ζωή με την ποίηση σ’ έναν τροχό όπου η αρχή γίνεται τέλος  κι από εκεί ξεπετιέται ξανά η αρχή. 

Κι όλα σμίγουν ακατάπαυστα, κάτω από την επιθυμία για μια απόλυτη αίσθηση όλων των ανθρώπινων καταστάσεων.

 

ΦΕΡΤΕ ΜΟΥ ΝΑ ΓΕΝΝΗΣΩ ΟΛΑ ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΗΣ ΠΛΑΣΗΣ

(… δώστε μου να πεθάνω όλους τους θανάτους… - Μάτση Χατζηλαζάρου)

Τη στιγμή που κάθε ποίημα της Μάτσης φτάνει στην κορύφωσή του, νιώθει κανείς πως όλα έχουν ειπωθεί, πως δεν υπήρχε ανάγκη ίσως να γραφεί τίποτε άλλο καινούργιο. Συνάμα όμως σε κάνει να καταλάβεις πως αυτή είναι η παντοδυναμία της τέχνης και του ανθρώπου: όλα αξίζει να ειπωθούν ξανά, όλα αξίζει να τα ζήσουμε ξανά, γιατί το πρόσκαιρο και το αιώνιο, στο σημείο της τομής τους συνθέτουν το ύφασμα της ζωής που υπερνικά το γόρδιο δεσμό του θανάτου. Κι όταν στα τελευταία χρόνια της ζωής της, τη ρώτησαν για το πώς βλέπει εκ των υστέρων την ενασχόλησή του με την ποίηση  κι εκείνη απάντησε «και τι είναι η ποίηση μπροστά στο άπειρο;»,   σαν να μας έκλεισε το μάτι, κάνοντάς μας να υποψιαστούμε πως τα ποιήματα δε φτάνουν ούτε φιλοδοξούν το άπειρο, γιατί είναι το απόλυτο παρόν, αυτό που συνθέτει τις μικρές μας αντιστάσεις σε ένα πεπρωμένο, τόσο  χαμένο όσο και κερδισμένο.

Δεν ξέρω αν η Χατζηλαζάρου  έχει επηρεάσει τους νέους ποιητές στον τρόπο που γράφουν. Σίγουρα πάντως έχει επηρεάσει και θα συνεχίσει να επηρεάζει τους αναγνώστες της στον τρόπο να βλέπουν τη ζωή. Είναι ένα στίχος της που αξίζει να κρατάμε σαν ευχή και για τον εαυτό μας  και  για τους άλλος:

«Το κλάμα μου ας είναι το ημερότερο τραγούδι,

η θλίψη μου,  πομπή Μαγιού απ’ τη θάλασσα ως τον κάμπο.

οι ρεμβασμοί μου δέκα καΐκια στολισμένα

που αρμενίζουν για το πανηγύρι.

Ποτέ,  ποτέ ζωή μου δίχως γητειά!..»

 

Και θα κλείσω  με κάτι που θεωρώ το πιο σημαντικό απ’ όλα: το μεγαλύτερο χάρισμα στην ποίηση της Χατζηλαζάρου είναι πως διαβάζοντάς την νιώθεις να ασφυκτιάς  κι αρχίζεις ν’ αναζητάς την κατάλυση των τειχών που ανεπαισθήτως χτίσθηκαν γύρω σου.  Ρίγος μπροστά στην αιφνίδια αποκάλυψη της ομορφιάς θα μπορούσε αλλιώς να ονομασθεί αυτό το συναίσθημα.  Είναι εκεί άλλωστε που βρίσκεται η επαναστατική δύναμη της ποίησης.  Όπως  λέει και η ίδια η ποιήτρια:

«Μερικές χορδές μουσικής φτάνουνε για να τρέξουνε γυμνοπόδαροι μες στη χλόη του Βορρά,  για να μετρήσουμε όλες τις σταγόνες του σώματός μας  και  για να πλέξουμε με το ’να μας χέρι  όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας»

[αποσπάσματα από το κείμενο της Άννας Γρίβα για την ποίηση της Μάτση Χατζηλαζάρου στον πρώτο τόμο της συλλογής ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 

ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ ΣΤΟ ΧΑΡΤΙ

(… γιατί χάσαμε στη  ζωή τον οίστρο κάποιου λυρικού τραγουδιού…)

Είναι η καρδιά μου το εκστατικότερο καστανό μάτι,   τα δάκρυα στέρεψαν, τα φτερά μου πια δεν με ζυγιάζουνε,    σ’ όλα μου τα βουνά δε βρίσκω πια ούτε πηγή,   ούτε δένδρου φυλλωσιά, ούτε νύχτα δε βρίσκω απάνω στα βουνά μου,    είναι πάντα μέρα…    Η αρμονία μας υπάρχει (όταν τη βρούμε) μες στον κάλυκα    ενός μηδαμινού αγριολούλουδου την άνοιξη…    Θα παίξω πάντα εκείνο το παιχνίδι που δεν ξέρω τους κανόνες του.   Θα μπαρκάρω στο καράβι που δεν πιάνει πια λιμάνι.    Την άγκυρά μου θα τη ρίξω καταμεσής στον Ειρηνικό Ωκεανό.    Θα διαβώ τα πέντε γιοφύρια,   από κάθε μου μαλλί θα γεννιέται ένα λουλούδι ορχειοειδές.    Ο αέρας θα παίρνει τις μυρωδιές μου και θα τις κρύβει    μες στις σκιές που ’χουν τα βότσαλα.    Παλικάρια! Σιμώστε, καβαλήστε μας, είμαστε τ’ άσπρα της άτια,   είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες.    Εχάσαμε τα φρένα μας μες σ’ όλες τις σπηλιές και τους γιαλούς    και τα στεγνά στοιβαγμένα φύκια    και τους λουλουδιασμένους βυθούς του Αιγαίου.    Εχάσαμε τα φρένα μας, γιατί ζητάμε το τραγούδι μας.    Δεν το λέμε μονάχα    ούτε ελευθερία,    ούτε έρωτα,    ούτε πέος,    ούτε βλάστηση, γονιμοποίηση,    ούτε σχήμα,    ούτε πάθος,    ούτε και πόνο.    [ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ, ΕΡΩΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ 1944]      ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η πρώτη ενότητα της συλλογής – απ’ όπου το παραπάνω απόσπασμα - είχε υπότιτλο:    ΜΑΗΣ, ΙΟΥΝΗΣ και ΝΟΕΜΒΡΗΣ και ήταν αφιερωμένη στον Ανδρέα. Η συλλογή εκδόθηκε το 1944, χρονιά που η Μάτση  χώριζε με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και ερωτευόταν τον Ανδρέα Καμπά.  Όπως ήταν φυσικό έγινε ο σχετικός χαμός με την αφιέρωση!.. Ποιον Αντρέα εννοούσε; Έγραψε τότε ο Μάνος Χατζιδάκις το υπέροχο: «…κι όλοι ρωτούσαν ποιον εννοεί…. Τον Εμπειρίκο που άφηνε ή τον Καμπά που ακολουθούσε»;   Κι απαντάει ο ίδιος ότι η αφιέρωσή της   «δεν περιείχε αμηχανία – σε ποιον -  αλλά τόλμη:  ΚΑΙ στους δύο»!..

Κυριακή, 18 Φεβρουαρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου