Τετάρτη 3 Απριλίου 2024

«ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΤΕ ΤΙΠΟΤΑ…

 

(… είδα τα πράγματα όταν ζητάνε πλησμονή να βρίσκουν το κενό τους…»  - ΛΟΡΚΑ)

 

Στους φίλους αφιερωμένη η Μετάlipsi,  ποιητική συλλογή της Ιφιγένειας Σιαφάκα, με τίτλο ενδεικτικό έναν ήχο ελληνικό σε γραφή λατινική lipsi στη θέση των λήψη  ΚΑΙ  λείψει.

 (…) Φίλοι αδικοχαμένοι από την ασφυξία που προκάλεσε ένα μικρό κομμάτι μήλου που το δαγκώσανε να ρίξουν άρωμα στη γλώσσα»,   lάβετε φάgετε κραυγάζαν να μεταλάβουμε μετάlipsi (…)

 Μετάlipsi   (λαμβάνω και λείπω ταυτόχρονα)  και  ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ μετάληψη, εξ ου και η διττή σήμανση του τίτλου με λατινικούς χαρακτήρες που συμπορεύεται άλλωστε και με το ανάλογο απόσπασμα από τον «Ποιητή στη Νέα Υόρκη» του Federico Garcia Lorca, μότο καταγραμμένο στη γλώσσα του Ποιητή και  σε μετάφραση από τον Β. Λαλιώτη:

 «Μη με ρωτάτε τίποτα. Είδα τα πράγματα όταν ζητάνε πλησμονή να βρίσκουν το κενό τους».

 Εναγώνιος λεκτικός μετεωρισμός ανάμεσα πληρότητας και κενού, με το  στίχο, υποκλινόμενο στον τρόμο, να κλείνει τον κύκλο του υπέρ των απωθημένων στο ασυνείδητο ωμοφάγων και αρπακτικών

φά-gετε   (φόβος, φοβία, φεύγω)  και  lάβ-ετε   (αρπάζετε μάλλον παρά αγαπάτε ή αγαπάτε αρπάζοντας ή αρπάζετε αγαπώντας,

δεν είναι τυχαία στη συνέχεια η λέξη «λαβίδα» που χρησιμoποιείται)·   αέναες καταβυθίσεις στο ασυνείδητο που ισορροπούν ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο –

 επί παραδείγματι, οι λεκτικές αμφισημίες  

(βλeμμα, (αίμα),  σ-οmata (όμματα),  ψ-άllω (άλλο)

που καταλήγουν σ’ έναν ιδιότυπο, σαρκαστικό λυρισμό της ίδιας της πράξης της γραφής :

(…) Χθες βράδυ μάλιστα σημάδευα τριχιές μ’ ένα περίστροφο σε μια πλατεία που τη λέγαν της «Ιδέας»

Στη γλώσσα γάζωνα και μία γκιλοτίνα για επείγουσα ανάγκη μήπως και ξεμυτούσε από το τρίστρατο καμιά πατροκτονία (…).

Το ποιητικό σώμα μοιάζει να αναπτύσσεται άλλοτε ως αντικατοπτρισμός ενός σπαρασσόμενου ποιητικού εγώ κι άλλοτε μεσ’ από πολλαπλά, αλληλοαναιρούμενα προσωπεία.

Ποίηση σε μορφή πρόζας;   Μετάlipsi,

Ως βούλιαγμα σε «κενό κοινό και συλλογικό»: 

Οι παφλασμοί σπίθες τσιτσίριζαν αλμύρας   Τσούζανε πυρακτωμένοι από τη λάμα οι βυθοί μας   Κι αλέγκρο το αίμα το ραγούσαν στα χρυσόψαρα /Α πλοθ Α γκλοθ Βουλιάζαμε Βουλιάζαμε (…) 

«Ως «πολιτισμικό κενό»: (…)

Και σε κομμάτια πάγων τσιγαρίζαν καυτές πευκοβελόνες από λέξεις για να τις σβήσουν με μπαλτάδες από ήχους   Κλέος μοσχοβολώντας γι’ άρωμα επινίκιο στους καταρράχτες των λυγμών μας  Βουλιάζαμε   Βουλιάζαμε Βουλιάζαμε(…)

 Ως άθυρμα ψυχικών και σωματικών ερειπίων, Lipsi  ερωτική»:  (…)

Ορθώνομαι από τρόμο όραμα κοιμισμένο ανάσκελα σε πάπλωμα Χωρίς ν’ ακούω παρά μόνο έναν απόηχο από σένα (…) 

αναρροφήσεις έρωτα   Άσφακτου ακόμα από τον ηδονικό νικέλινο σπασμό ενός φιλιού 

Που μ’ αραβουργήματα η Μνήμη τη γλώσσα κεντημένη πλημμυρίζει

Όρθια σε Στύση Εκμαυλισμένη μες στην κόπωση(…).

Απροσδόκητοι λεκτικοί συνδυασμοί: (…) Γνωρίζουμε κι αν ερωτήθηκε ποτέ πώς ερωτοτροπούν σωματικά υγρά με τις σκιές τις Ιστορίας (…),

Ένταση και ενόραση: (…) Κι εμείς χορτάτοι απ’ την αγάπη για το γάλα που κερνούσε το σκοτάδι (…),

Πλαστικότητα και σπουδή σε νέες αφηγηματικές δομές: (…) 

Τότε άλλαξαν σώμα οι φίλοι χρώμα άδειο αρπάξανε πυκνό που τιναζόταν τραμπολίνο στο σκοτάδι

Κι έφευγαν ένας-  ένας έφευγαν φεύγανε οι φίλοι φεύγαν (…)

Εσωτερικά τοπία που παρεκκλίνουν της νόρμας δράττοντας ηδονές από τα παράδοξα και τα τερτίπια της γλώσσας: (…) 

Στέλναμε χαιρετίσματα με οιδήματα στ’ αστέρια το κενό μας(…)

 νύχια κοφτερά στις άκρες των μαλλιών μας /  Άhυρα στους αnεμοδείκτες των σκιών σας! (…)

Ποίηση, που με τανυσμένες στα άκρα τις γλωσσικές της ανατροπές και τις ποικίλες ασύνορες λεκτικές μεταβάσεις, ενώνει μαγευτικά το τετριμμένο με το απροσδόκητο, το πραγματικό με το φαντασιακό, τον έσω κόσμο με την περιρρέουσα, εξωτερική ατμόσφαιρα, φέρνοντας αδιάκοπα –όχι μόνο σε αντιπαράθεση αλλά συνομιλία και συναλλαγή– το τραγικό με το γκροτέσκο…

 [ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΗΝ ΚΕΝΟΤΗΤΑ αποσπάσματα από την κριτική  της Χρύσας Φάντη στο FRACTAL για τη Μετάlipsi  της Ιφιγένειας Σιαφάκα, εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ  2015 - surrealism is a state of perception)

 


Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ 

(ένα ποίημα της Ιφιγένειας Σιαφάκα από το ΧΑΡΤΗ 33)

Γερμένοι ώμοι στα μπράτσα του χιονιού

Παίρνουν το σχήμα σαξόφωνου μητέρας

Ο κύριος Κλιφτ ψελλίζει με μοβ φράσεις την προπαίδεια

Ένας γυπαετός τσιμπολογά μεταξωτά φιλιά

Κι ο κύριος Κλιφτ νομίζει πως είναι Προμηθέας –

Βλέπετε, όλοι τον εγκατέλειψαν γυμνοί

Χωρίς αποσκευές και με λιωμένα διαβατήρια

Για να ψαρέψουν βελούδινες γλαδιόλες στο λυκόφως

 

Σε παραμορφωτικό καθρέφτη

Ανοίγει τρύπα στον πάγο η απώλεια

Με μούρη χοίρου γλείφει τα σκέλια τ’ ουρανού

Πιο κει ερωτιδείς με σκούφια Εσκιμώου

Γρυλίζουνε με φύση μεγαλείου φθισική

Αυτή αντιστέκεται καλώς σε όλο το τοπίο

Αλλά ο κύριος Κλιφτ δεν εξεγέρθηκε ποτέ –

Κράτησε τη σκυτάλη του πολέμου

Σαν γουδοχέρι της γιαγιάς

Σήμερα λιώνει κρυστάλλους νανουρίσματος στο στήθος

Δίχως όμως παρεμβολές από γιγαντομαχίες και νεράιδες

[ Λησμόνησα, βέβαια, να πω ότι χαράματα πέθανε ο πατέρας ]


ΑΡΑΙΩΣΗ  

(κι άλλα ποιήματα  της Ιφιγένειας Σιαφάκα από το ΧΑΡΤΗ 64  και το ΠΟΙΡΙΝ)

Στην αποβάθρα περπατούν δυο αχινοί

Υγροί επιτάφιοι με αρμούς και ρίγος άλμης

Ίχνη μιας ανταρσίας τρυφηλής

Όταν πλευρό η θάλασσα γυρνά

Και πλαταγίζει γαλακτώδες κυανό

Μαύρα αγκάθια μιας παλέτας του Μιρό –

 

Φλούδια απ’ το ήπαρ των βυθών

Με την τσουγκράνα του ήλιου που γρυλίζει

Βουλιάζω ως τ’ άκρα μου θολός

Με χρώμα όμως γεμάτος ως τα σπλάχνα

Λες και ρουφιέμαι από γάλα μητρικό

Όταν μπλε μέδουσες τρυγάνε τη θηλή

Κι ο θάνατος πινέλο κυανό

Με αραιώνει ως τα μύχια στις αβύσσους

 


ΣΤΙΛΕΤΟ 

Η αμ­μο­θύ­ελ­λα στη θέ­ση ενός κα­τό­πτρου

Ανα­ση­κώ­νει σώ­μα­τα ατά­κτως ερ­ριμ­μέ­να στο το­πίο

Όσα πά­ρει ο άνε­μος, κι όσα δεν πά­ρει

Ας τα συ­ναρ­μο­λο­γή­σει, εν τέ­λει, ο νους

Κύτ­τα­ρα και φρού­δες συ­γκολ­λή­σεις

Σε χόν­δρους δί­χως κολ­λα­γό­νο

 

Τό­σο απλά δυο λό­για καρ­φώ­νο­νται σφυ­ριά

Σ’ έναν πη­λό εντυ­πώ­σε­ων που ξα­μο­λιέ­ται

Δε­κά­ξι πό­ντους όνει­ρο σ’ ερ­μεία σφυ­ρά

Ελ­πί­ζο­ντας πως δεν θα κα­ταρ­ρεύ­σει

 

Αό­ρα­τοι εί­ναι οι θε­οί κι αρ­σε­νι­κοί

Αγ­γε­λια­φό­ροι, δη­λα­δή, απτοί της απου­σί­ας

Δεν το εν­νο­ή­σα­με αυ­τό, αλώ­βη­τοι, πο­τέ

 

ΤΑΞΙΔΙ

Το τραύ­μα ξα­πλώ­νε­ται μι­κρός σκαν­τζό­χοι­ρος

Στη χνου­δω­τή κου­βέρ­τα την ηδο­νή γρυ­λί­ζει

Το φα­νε­λά­κι ενώ κου­μπώ­νει της οδύ­νης

 

Το πλοίο με να­νού­ρι­σμα σκυ­λιού

Με­σά­νυ­χτα μάς ρί­χνει στ’ ανοι­χτά

Κερ­νά την τσέ­πη μας αγκά­θια για πυ­ξί­δα

 

Α! συ εξω­τι­κό τα­ξί­δι σ’ απέ­ρα­ντο ρευ­στο

Που το βα­φτί­σα­νε ουί­σκι με ιώ­διο και νε­ρό

Ήσουν, αλή­θεια, αγκυ­ρο­βό­λι από σώ­μα σκου­ρια­σμέ­νο

 

Τρις

Πέτρινους βρέχει πετεινούς

με τα λειριά τους πνίγονται

αίνιγμα πορφυρό στα χείλη

ναυαγισμένων ποιητών

κι ούτε κανείς γνωρίζει

 

πότε τρις θα λαλήσουν πλέον

 

Η ΝΥΧΤΑ ΚΡΗΜΝΙΖΕΤΑ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ…

(αποσπάσματα από τη  Μετάlipsi  της Ιφιγένειας Σιαφάκα, εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ  2015  και σύντομο βιογραφικό της Ποιήτριας)

   με τον ήχο από εθελούσιες ψιχάλες νʼ αλυχτούν σε δρώμενα σκουριάς   πάνω στα κάγκελα του μικρού μου φτωχικού Αιώnα   στο μπαλκόνι Ορθώνομαι από τρόμο όραμα κοιμισμένο ανάσκελα σε πάπλωμα   Χωρίς νʼ ακούω παρά μόνον έναν απόηχο από σένα   Που συνορεύεις εκρηκτικά ενύπνια σε πράγματα,  πράξεις,   εξαγγελίες,    ραμφίσματα αρχαγγέλων,   συλλήψεις ηρωικές,   αναρροφήσεις έρωτα Άσφαχτου ακόμη από τον ηδονικό νικέλινο σπασμό ενός φιλιού   Που μʼ αραβουργήματα η Μνήμη τη γλώσσα κεντημένη πλημμυρίζει   Όρθια σε Στύση Εκμαυλισμένη μες στην κόπωση    Από τους μώλωπες μιας θείας κοινωνίας:   Πάνω σε κείνο ακριβώς το   lάβετε φάgετε  εντοπίστηκε η ατυχής   εκπυρσοκρότηση σarκίων   Και στο επʼ ώμου ντραπήκαμε οικτρά   για τα ωμά τα ερωτικά τα κρεμασμένα απʼ τη λαβίδα του ιερέως   Κι εκείνος μας λυπήθηκε   Κι απελπισμένος κραύγαζε:   Θεοί και Δαίμονες προσέλθετε εις τον Οίκον του Κυρίου με απλότητα   Και με τις μαυροφορεμένες χήρες σας παρέα και τους κουτσουρεμένους σας πατέρες στα δεκανίκια της απόλαυσης   μιας άπνοιας ερώτων   Και με τα ψόφια αρσενικά ή θηλυκά ή κι ερμαφρόδιτα   Που τρίβουν της οιμωγής τους το δοξάρι   Κεντρίζοντας τη μέλισσα   Που δεν περνά η μέλισσα   έτσι όπως τρέχουνε τα αιχμάλωτα μελλούμενα στο χαλασμένο σπόρι του καυλού σας   Ή… (βροnτοφώναξε τόσο που ευνουχίστηκε η χορδή τσιρίζοντας εξέγερση)   Εάν δεν σας βαραίνει ο δρόμος σας Σύρτε με χαλινό οικόσιτο ως εδώ τους νιόβγαλτους βλαστούς σας:   τα όσα Lιμασμένα  από θηlή βλeμμα  κι από τη hειραγώγηση ενός χαdιού  σπαργανωμένου με φωnήεν  σε αρχέgονα ερυθiματα  Θα ψάllω εγώ για την ανάπαυση  Κι εμείς γυρίσαμε το βλeμμα ένα γύρω έτσι  αποκολλημένοι απʼ τα δικά μας σοmατa και στρεβλωμένοι εκτός των   Όπως ανάλαφρες μεμβράνες ο ένας μες στον άλλον Kι αναμασούσαμε εκστατικά μια χρυσοπράσινη παράνοια στην άκρη της λαβίδας   Έτσι ρέαμε φως ανάμεσά μας   Γιατί κανείς μας δεν μιλούσε καμιά γλώσσα γνωστή στην Οικουμένη   Μόνον βουβοί στέργαμε να φλυαρούμε για τα παλιά μας χρόνια   Που σʼ έρημους πλέον μαχαλάδες διαλαλούσαν αλαλαγμούς παράφορους για μιαν ασβεστωμένη ήττα πάνω σε πατίνια   Πρόθυμη να εκτιναχθεί σε λίγο από σμπαραλιασμένα γόνατα Θρυψαλιασμένους αστραγάλους   Στο εύθραυστο να γράψει σε πλάκα ιωδίου   διά το φiloνικείν εις τα οστά των   Που σε ελεύθερη μετάφραση εμβρυακών ασμάτων σημαίνει πως τούτη η εύτολμη αθωότητα των παιδικών κραυγών   Που κλαυθμηρίζανε τις μοίρες στα πλακόστρωτα   Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η άτεγκτη υπενθύμιση του ήλιου πως η φαιά ουσία αρμέγεται νωπή στον τοκετό των οδυνών μέσα στην κούφια σύριγγα του ανθρώpου   ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Η Ιφιγένεια Σιαφάκα-Lempereur γεννήθηκε  στην Αθήνα το 1967. Αποφοίτησε από το τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και έκτοτε έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κειμενογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής και έχει ασχοληθεί με το θέατρο, το χορό και τη γραφιστική.  Εκπαιδευτικά βιβλία της απευθυνόμενα σε σπουδαστές και καθηγητές κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Γρηγόρη. Άρθρα, κριτικές και αποσπάσματα δημιουργικής γραφής (ποίηση, στίχος, διήγημα, μυθιστόρημα) έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και συνεχίζουν να δημοσιεύονται έως σήμερα.

Τετάρτη, 3 Απριλίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου