Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

«ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΕΔΕΙΧΝΕ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ» (εισήγηση της Ελένης Παπαδοπούλου για το ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΦΩΤΟΣ του Νίκου Μυλόπουλου):


«Φαίνεται πως η μεγάλη και αυθεντική φωνή που, από καταγωγής κόσμου, αποβλέποντας στην αιώνια επικαιρότητα των συναισθημάτων, υπαγορεύει στους ποιητές την ανάγκη της ρυθμικής τους εξομολόγησης, αφού πρώτα επιβάλει μια δίχως έλεος σύγκρουση με την πραγματικότητα, δεν νοιάζεται πια και πολύ για το πώς ή με ποιά μέσα θα εκπληρωθεί κάθε φορά ο παράξενος χρησμός της. Ελεύθερος μένει ο καθένας να στοχάζεται ότι στην ποίηση δεν υπάρχουν καλά και κακά μέσα, υπάρχουν καλά και κακά αποτελέσματα. Και ότι μονάχα όταν αυτά τ' αποτελέσματα κλείνουν την δυνατότητα να προκαλούνε στον αναγνώστη μια σπίθα, ίση σε ένταση μ' εκείνη που πρωτοτινάχτηκε από την επαφή του ποιητή με τον κόσμο, τότε πραγματικά ο δρόμος που οδήγησε ως εκεί αξίζει να ξαναντηχήσει από τα πέλματα του μελετητή, που θα τον ξαναπάρει για δικό του λογαριασμό, παρατηρώντας με ποιόν τρόπο ένα οποιοδήποτε θέμα βοήθησε ή ματαίωσε την απελευθέρωση του συναισθήματος» [Ο. Ελύτης – Ανοιχτά Χαρτιά από το «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου»]
          Και ξεκινώ, καλησπερίζοντάς σας,  την δική μου απόπειρα να ξαναπάρω για δικό μου λογαριασμό τον δρόμο που οδήγησε τον ποιητή, Νίκο Μυλόπουλο, στην δική του  - όχι εξωτερικά – αλλά σίγουρα εσωτερικά, ρυθμική εξομολόγηση σύγκρουσης, αλλά και ταυτόχρονα αποδοχής της πραγματικότητας με τέτοιο τρόπο που να προκαλεί σίγουρα μια τόσο ισχυρή σπίθα, αρκετή για να οδηγήσει μέσα από το ποιητικό αυτό “εγχείρημά” του στο “φως”.
          Στην σύντομη αυτή διαδρομή μου και έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου τις διάφορες θεωρίες της πρόσληψης θα αποπειραθώ, ερχόμενη σε επαφή με τον ποιητικό κόσμο του Νίκου Μυλόπουλου, να αντικαταστήσω την απροσδιοριστία ή αφαιρετικότητα εάν θέλετε του ποιητικού έργου που εξορισμού υπάρχει, μέσω της πράξης της ανάγνωσης,  με κάποιο προσωπικό νόημα, εκτελώντας μια διπλή ταυτόχρονη κίνηση, της προβολής των δικών μου μέτρων, του δικού μου ορίζοντα προσδοκιών στο κείμενο και παράλληλα υπό την επίδραση αυτού, της αναθεώρησης – εφόσον χρειαστεί – των δικών μου προκαταλήψεων
[Ελένη Παπαδοπούλου εισαγωγικό σημείωμα από την εισήγησή που διαβάστηκε στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Νίκου Μυλόπουλου ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΦΩΤΟΣ, εκδόσεις Κουκκίδα 2018. Η συνέχεια της εισήγησης μετά την εικόνα με λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του βιβλίου. Κατακλείδα της ανάρτησης αντιπροσωπευτικά δείγματα ποιημάτων από τη συλλογή]



«ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΦΩΤΟΣ», ένας ακόμη σταθμός μιας πολύχρονης ποιητικής διαδρομής (εισήγηση της Ελένης Παπαδοπούλου για την 9η συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου):
Μια τέτοια απόπειρα, έχω πλήρη συναίσθηση ότι ενέχει πολλούς κινδύνους, με πρώτο, της αποτυχίας.  Ωστόσο, η πρόσφατη σχετικά γνωριμία μου με τον Νίκο τον Μυλόπουλο και η περιδιάβαση μου στις σελίδες του ποιητικού του σύμπαντος – συνοδευόμενη από την σύμφυτή μου σχεδόν αγάπη για την ποίηση – με έκανε με χαρά να αναλάβω ένα τέτοιο ρίσκο και να σταθώ εδώ σήμερα μπροστά σας και  να μοιραστώ τα αποτελέσματα της πράξης της ανάγνωσης του τελευταίου έργου  του ποιητή «Εγχείρημα Φωτός». Μόνο σωσίβιο για μένα απόψε - οι κυρίες που θα ακολουθήσουν - γεγονός που με κάνει να νιώθω ασφαλής γνωρίζοντας ότι ακόμη και εάν η δική διαδρομή δεν οδηγήσει στην επιθυμητή ανίχνευση και ανάδειξη της έντασης της ελευθέρωσης του συναισθήματος – για να ξαναπιάσω τον Ελύτη – που προκαλεί η ποίηση του Νίκου Μυλόπουλου, εκείνες με βεβαιότητα θα το πράξουν.

ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΦΩΤΟΣ, λοιπόν, το ένατο στην σειρά έργο του Νίκου Μυλόπουλου. Ένας ακόμη σταθμός μιας ποιητικής διαδρομής  που ξεκινά, εκδοτικά το 2002, και από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω συνεχίζεται απρόσκοπτα και σύντομα θα φέρει και νέους καρπούς, που με χαρά προσδοκούμε. Η διαδρομή αυτή, εάν θα ήθελε κανείς να εντάξει το τελευταίο αυτό   έργο στο σύνολο της ποιητικής παραγωγής του Νίκου, είναι σίγουρα μια πορεία προς την αισθητική και ποιητική ωρίμανση του, καθώς ο ποιητικός του λόγος γίνεται ολοένα και πιο αφαιρετικός και πιο μεστός. Τα προηγούμενα σε μεγαλύτερη έκταση ποιήματα που προφανώς αναζητούσαν τον τρόπο έκφρασης και εξωτερίκευσης των συναισθημάτων και των συλλογισμών του ποιητή δοκιμάζοντας σχήματα πιο αναλυτικά και σύνθετα, δίνουν στις τελευταίες ποιητικές συλλογές τη θέση τους σε στίχους μικρότερης έκτασης, αλλά μεγαλύτερης έντασης και ουσίας, αφού πια οι λέξεις εξαντλώντας το νοηματικό τους βάρους αφήνουν το αισθητικό τους αποτύπωμα να λειτουργήσει άμεσα στον ψυχισμό του αναγνώστη.

          Μετατόπιση παρατηρείται και ως προς τη θεματική, ή εάν θέλετε τις εμμονές του ποιητή. Έτσι, ενώ στα προηγούμενα έργα το ερωτικό στοιχείο κυριαρχεί, ενδεικτικά μόνο θα πω ότι η λέξη έρωτας – επτά στις δέκα φορές στον πληθυντικό αριθμό- και τα παράγωγά της – χωρίς να προσμετρήσουμε τις λέξεις που τον συνυποδηλώνουν – επανέρχεται δεκατέσσερις φορές στο «Όπως η θάλασσα με το αύριο» - σε σύνολο πενήντα ένα ποιημάτων κατανεμημένων με απόλυτη ισορροπία – ανά δεκαεπτά – στα τρία μέρη της συλλογής, στο «Εγχείρημα Φωτός» απαντάται μόνο μία – «Μιας και όποιος ζει και αναπνέει μέσα στον έρωτα, φοράει φωτοστέφανο σε τάγμα ασωμάτων» -  και ποτέ σε τίτλο ποιήματος, ενώ στην προηγούμενη χρονικά συλλογή δεσπόζει και σε δύο τίτλους ποιημάτων – «Άπτερος Έρως» και «Ερωτευμένοι Διαγώνια».

          Το κέντρο βάρους στην τελευταία δημοσιευμένη συλλογή γέρνει προς άλλες έννοιες, όπως και ποσοτικά οι λέξεις μαρτυρούν και όπως νομίζω και η προηγούμενη συλλογή είχε προϊδεάσει με το «Τέλος της παλιάς εποχής» και τις «Σελίδες Σιωπής». Πιο συγκεκριμένα, ο ποιητικός κόσμος του Νίκου Μυλόπουλου αναμετράται με τον χρόνο, είκοσι αναφορές σε σύνολο πενήντα επτά ποιημάτων, την σιωπή, δέκα αναφορές, το όνειρο, πέντε αναφορές, που κατά την άποψή μου είναι και η κυρίαρχη έννοια που διατρέχει όλο το μέχρι τώρα  έργο του ποιητή – και όλης της ποίησης εάν θυμηθούμε τους υπερρεαλιστές – και ως συνεκτικός κρίκος λειτουργεί ταυτόχρονα ως σημείο ρήξης με την πραγματικότητα, αλλά και αποδοχής της  - «Ζητούσαμε συγγνώμη από τα όνειρα, τόσες φορές που τα ’χαμε πληγώσει», «Κλωτσιές της μοίρας η ζωή στα ευαίσθητα σημεία του ονείρου». Και, τέλος με την μοναξιά, συστατικό στοιχείο που κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή του, αλλά υπογραμμίζει την παρουσία του έστω και με μόνο τρεις αναφορές, ιδιαίτερα όμως  ηχηρές «Πολλαπλά χτυπήματα σε πήλινα σκαλιά η μοναξιά της σκέψης» (2018, σελ 20), «Ενώ, η μοναξιά φωτιάς ουρλιαχτό» (2018,σελ 23) και «στους αναπόφευκτους τριγμούς που μοναξιά σε κάθε βήμα κρύβουν» (2018, σελ 66) .

          Αφήνοντας στην άκρη την ποσοτική προσέγγιση του έργου που έδωσε το έναυσμα  σε αυτές τις πρώτες σκέψεις κατανόησης του κόσμου που ο Νίκος ποιεί με απτό εργαλείο τις λέξεις, θα ήθελα να σταθώ λίγο περισσότερο σε δύο έννοιες που επανέρχονται για να δώσουν το στίγμα τους στο έργο και να υφάνουν – κατά την γνώμη μου – την κυρίαρχη ατμόσφαιρα της τελευταίας αυτής συλλογής. Αναφέρομαι στο χρόνο και την σιωπή. Και ξεκινώ ευθύς αμέσως με τον χρόνο ο οποίος αισθάνομαι είναι η νέα εμμονή του ποιητή και ο οποίος άλλοτε τρέχει «κι ενώ ο χρόνος έτρεχε πιο γρήγορα απ' τις λέξεις» (2018, σελ 45), άλλοτε αργεί «αργούσε ο χρόνος, αυτό το αχόρταγο» (2018, σελ 37), άλλοτε είναι πλήρης και γεννά με οργασμό ελευθερίας το ποίημα «αφοπλισμένοι τρυφερά στο πλήρωμα του χρόνου συνεχίζουμε να προσποιούμαστε ότι ζούμε...το ποίημα αναπηδά στα γυαλισμένα φύλλα» (2018, σελ 30), άλλοτε μας αιφνιδιάζει «τραβώντας απότομα το σεντόνι του χρόνου» (2018, σελ 40) αφήνοντάς μας άραγε γυμνούς και εκτεθειμένους, «του χρόνου η διαχωριστική γραμμή χωρίς εσώρουχο προχωρούσε» (2018, σελ 66) ή όπως όταν εκπνέει μας αφήνει τραυματισμένους «αναζητούν μια αγκαλιά πριν ο χρόνος εκπνεύσει» (2018, σελ 28). Παραμένει πάντως μέσα από όλες τις παραλλαγές του άκαμπτος, αλλά σωτήριος «στην τήξη του άκαμπτου ελπίζοντας χρόνου» (2018, σελ 19) και με την δυνατότητα επιβράδυνσης «επιβραδύνοντας τον χρόνο αμετάκλητα» (2018, σελ 53) και πρόκλησης χαράς «ο χρόνος χάραζε φωνήεντα χαράς» (2018, σελ 67) και αναμνήσεων «ενώ ο χρόνος γέμιζε τις πλάκες της θύμησης με αξεπέραστες αναμνήσεις» (2018, σελ 69).

          Και μόνο μέσω των αναμνήσεων και του κατακερματισμού του χρόνου σε στιγμές, έχω την αίσθηση πως ο ποιητής βρίσκει τον τρόπο να συμφιλιωθεί με τον χρόνο και να του δώσει τη προσωπική του υπόσταση σχεδόν αποθεώνοντάς τον μέσα από έναν σχεδόν καταιγισμό αναφορών, όπου είτε μαρτυρά την προσέγγιση της ευτυχίας «στη στιγμιαία αυτή και ανεξήγητη ευτυχία» (2018, σελ 30), είτε λειτουργεί ως συνδετικό κρίκος «αγγίζοντας μ' εμπιστοσύνη το ρόπτρο τη στιγμή που όλα σβήνουν αιώνια στο βήμα» (2018, σελ 32), είτε είναι ο κρυμμένος θησαυρός «ώσπου αρπάζοντας τα φτυάρια ξεθάβαμε στιγμές» (2018, σελ 35), είτε αποκτά αθανασία «αιώνια ν' αποκτήσει μνήμη η στιγμή» (2018, σελ 39), είτε λειτουργεί ως ισοδύναμο της αλήθειας αφού η έλλειψή της μας βυθίζει στο ψέμα «ενώ το κενό στην απώλεια της στιγμής ατελείωτο φαντάζει ταξίδι μακρινό μέσα στο ψέμα» (2018, σελ 44), είτε είναι στην ουσία ζωοδότρα «αναπνέαμε αντί για οξυγόνο τις στιγμές που μας σημάδεψαν» (2018, σελ 45) . Η στιγμή, επομένως, λειτουργεί όχι μόνο ως οξυγόνο επιβίωσης για τον ποιητή και μέσο ακύρωσης του χρόνου, αλλά και ως τρόπος κατάκτησης και διαφύλαξης της αλήθειας. Υπό αυτό το πρίσμα, όχι μόνο του ποιητικού κόσμου του Νίκου Μυλόπουλου, αλλά και όλης της ζωής, ο ποιητής μας καλεί «να καταλάβουμε το τώρα» (2018, σελ 75) δίνοντας δυναμικό παρόν την ώρα που «το ρολόι έδειχνε όνειρα και κάτι ακριβώς» (2018, σελ 75).

          Η σιωπή είναι το επόμενο συστατικό του «Εγχειρήματος του Φωτός» στο οποίο θα ήθελα να σταθώ. Μια σιωπή πολύτροπα ομιλούσα «με σιωπές και σχήματα» (2018, σελ 68), «με χείλη απελπισμένα» (2018, σελ 24), με δική της γλώσσα «μιλούσαμε τη γλώσσα της σιωπής και των χρωμάτων» (2018, σελ 62), μια σιωπή με υλική υπόσταση, χειροπιαστή «καθώς σε πολύτροπη έξαψη αιμορραγούμε σιωπή» (2018, σελ 70), «ανταλλάσσαμε σιωπή και κέρινα φτερά» (2008, σελ 66), «και οι νιφάδες ήταν σιωπή κι αδιέξοδες προσδοκίες» (2018, σελ 20), μια σιωπή ενεργητική που δύναται να «στεφανώνει τους νικητές της λήθης» (2018, σελ 54) με ιδιότητες «αιώνιας εφηβείας» (2018 σελ 47) που μας επέτρεπαν «πόλεις να χτίζουμε θαλασσινές πάνω σε κάτοπτρα» (2018, σελ 47) ή τελικά να «δραπετεύουμε από τα τρύπια δίχτυα της» (2018, σελ 18).  Σε όλες τις μορφές της όμως είναι μόνωση, αδιέξοδο, φυγή, ματαίωση, ήττα, ψέμα, πτώση, συνενοχή και ενώ είναι όλα αυτά, ο ποιητής κατονομάζοντάς την λυτρώνεται, καθώς την στιγμή που εντός της βυθίζεται «εκεί όπου πήλινοι άνθρωποι χάνονται τρυφερά στη σιωπή ενώ λίγο πριν τυλιγμένοι στις φλόγες εμείς τα ατίθασα σκορπίζουμ' άλογα της σελήνης στα σύννεφα» (2018, σελ 58), την ίδια στιγμή μέσα από την εξομολογητική πράξη της ποίησης, την ξορκίζει και αναδύεται ελεύθερος «Και τώρα; Όδός σιγής αποκρίθηκες. Και κινήσαμε για προσκύνημα ανεξερεύνητο μακρινό, το μαρτύριο της ελευθερίας βιώνοντας και της αβεβαιότητας» (2018, σελ 34) και συντελεσμένος «προχωράμε απ' την επίφαση πια στην αλήθεια ενύπαρκτοι και αναπτερωμένοι» (2018, σελ 70).

          Σπρώχνοντας αυτήν την ανάγνωση προς ένα ίσως απότομο τέλος – διαισθανόμενη ότι έχω υπερβεί κατά πολύ τον χρόνο που μου αναλογεί κινδυνεύοντας να εξαντλήσω την ανοχή σας, – θα ήθελα να καταλήξω στο ότι «Το εγχείρημα Φωτός» – το οποίο απλά ψηλάφισα σήμερα εδώ μπροστά σας – αποτελεί στην δική μου συνείδηση ένα είδος ποιητικού απολογισμού του Νίκου Μυλόπουλου, όπου ο ποιητής έχοντας πλέον στα χέρια  του ώριμα εργαλεία της τέχνης του και «κρατώντας αρυτίδωτη σκέψη» (2018, σελ 17), στέκεται στο «τώρα» του ατενίζοντας το «χθες» και με «λέξεις κοφτερά γυαλιά στη μέση του χρόνου» (2018, σελ 71) προσπαθεί να «κολλήσει τα κομματάκια του αύριο» (2018, σελ 75) «αναζητώντας μιαν αγκαλιά πριν ο χρόνος εκπνεύσει» (2018, σελ 28) και «δασκαλεύοντάς τον πώς να φροντίζει την αγάπη» (2018, σελ 65).

          Και θα σας καληνυχτίσω σε αυτό το σημείο ενθυμούμενη τον άλλο μας νομπελίστα, τον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος στις ΔΟΚΙΜΕΣ του λέει μεταξύ των άλλων «η τέχνη είναι μια απέραντη αλληλεγγύη, και κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί ότι την νιώθει, αν δεν νιώσει την αλληλεγγύη αυτή». Δεν ξέρω εάν απόψε νιώσατε ήδη κάτι από τέχνη, ελπίζω όμως να εισπράξατε αρκετή από αλληλεγγύη. Σας ευχαριστώ.
[η εισήγηση αυτή της Ελένης Παπαδοπούλου διαβάστηκε από την ίδια στην παρουσίαση της συλλογής του Νίκου Μυλόπουλου που έγινε στο βιβλιοπωλείο ΒΙΒΛΙΟΡΥΘΜΟΣ/ Σαββάλας την Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018]  



ΟΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΔΕΝ ΣΥΝΑΝΤΙΟΥΝΤΑΙ ΚΑΠΟΥ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ. ΖΟΥΣΑΝ Ο ΕΝΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ (Jalal Al-Din Rumi) – μότο που προλογίζει τα ποιήματα στη συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΦΩΤΟΣ, εκδόσεις Κουκκίδα 2018, απ΄ όπου τα παρακάτω κτερίσματα:
«Των Ποιητών ήταν οι φωνές που εξορίστηκαν με ή χωρίς διαπόμπευση στην ομίχλη. Ας κρατήσουμε λοιπόν αρυτίδωτη σκέψη σε καιρούς σκοτεινής τρικυμίας…» (Ζωή σαν Χέλι σ. 17) «Λιθόστρωτο και λιθοξόοι τώρα πια, πνιγμένα υλικά του τίποτα στη σκόνη» (Χάρτινες Πόλεις σ. 18) «Καθώς εκπυρσοκροτούν οι λέξεις σιωπηλούς θυμίζουν δολοφόνους που την ελευθερία απειλούν… Ενώ, η μοναξιά φωτιάς ουρλιαχτό… Στο αριθμητήριο της αγάπης σπασμένοι πια οι πολύχρωμοι κρίκοι» (Φωτιάς Ουρλιαχτό σ. 23) «Άσφαιρα σκάγια η ζωή γεμάτα υποσχέσεις για ένα καλύτερο παρελθόν στο μέλλον» (Μοιραίο ν’ ακουστεί σ. 26) «Οι χαμένες ευκαιρίες στη ζωή πουλιά είναι τραυματισμένα… Ώσπου χάραξε εξασθένηση Διόσκουρων σπινθήρων» (Το Κόστος της Μετανάστευσης σ. 28) «Αρχίζαμε τότε τελευταίο ίσως ταξίδι στον έρωτα. Εμπειρίες αξόδευτες και ρίγη ηδονικά στο μυαλό στοιβαγμένα… Και με χέρια από άχυρο κυνηγούσαμε όνειρα… Έναν ακόμη ολοκληρώνοντας γύρο ματαιότητας» (Ήρωες Επιβίωσης σ. 35) «Κι οι αγκαλιές ανύπαντρες από φιλί κι από φαρμάκι καθώς οι γλώσσες καμακωμένες σπαρταρούν στου πέρα κόσμου τ’ απροσπέλαστα σκοτάδια» (Στα χρόνια της Κερασιάς σ. 43) «Κι ενώ ο χρόνος έτρεχε πιο γρήγορα απ’ τις λέξεις αναπνέαμε αντί για οξυγόνο εκείνες τις στιγμές που μας σημάδεψαν νοιώθοντας συχνά έναν φίλιο φόβο να επανέρχεται» (Φίλιος Φόβος σ. 45) «Αόρατοι κι ονειρικοί στου σκοταδιού την άκρη εξαργυρώνουμε ζωή στη διχοτόμο των μηρών. Φιλιά ανισόπεδα στ’ αδιαχώρητα σώματα» (Ξυπνώντας τη λήθη σ. 63) «Κι αμέτρητα πίνοντας ποτήρια από λέξεις… Ο καθένας με το δικό τρόπο μέσα στα πάθη του ας πνιγεί» (Έκλειψη Ηδονής σ.64) «Τα πουλιά μοσχοβολούσαν Άνοιξη, τ’ αστέρια θειάφι και μόνο οι λέξεις χόρευαν στο μυαλό χωρίς ποτέ κανείς να αισθανθεί τον εμπαιγμό τους…» (Των Λέξεων Χορός σ. 74) Κι η Ουτοπία πληγωμένη… (Βαρδάρης σ. 76) και με ΚΛΙΚ στον παρακάτω σύνδεσμο ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ από τις δύο τελευταίες συλλογές του ποιητή: ΟΠΩΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕ ΤΟ ΑΥΡΙΟ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016 και ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΦΩΤΟΣ, εκδόσεις Κουκκίδα 2018: 

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

ΠΩΣ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΙΑ Η ΠΟΙΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ;

Όπως ο Καβάφης έτσι και η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ προστρέχει στην «Τέχνη της Ποιήσεως, που κάπως ξέρει από φάρμακα· νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω».Αλλά εμπιστεύεται περισσότερο το Λόγο από τη Φαντασία, καθώς η τελευταία, όπως και η Μνήμη της προηγούμενης ζωής, ολοένα ελαττώνονται.
Έτσι, λοιπόν, τα είκοσι ποιήματα του βιβλίου της ΜΕ ΑΛΛΟ ΒΛΕΜΜΑ, είναι ένας άλλοτε δραματικός  και άλλοτε στωικός διαλογισμός εις εαυτόν για το τι τελικά απομένει στη ζωή, όταν η κλεψύδρα της μέρα με τη μέρα αδειάζει κι όταν, συνεπώς, κι η Ποίηση αναμετριέται με την έλλειψη, την προϊούσα αφαίρεση, της εμπειρίας, των αισθήσεων, της μνήμης.
Η επιβίωση, για την ποιήτρια, δεν σημαίνει παρά τη ζωή στην απόλυτη παροντικότητά της, χωρίς μέλλον και χωρίς παρελθόν (η μνήμη είχε νόημα όσο νοηματοδοτούσε το παρόν στην προβολή του προς το μέλλον).Τι απομένει τελικά; Η Ποίηση, ως η γυμνή κατάθεση της επιβιώσασας ψυχής μέσα σ’ ένα σώμα που αδειάζει από το υπόλειμμα της ζωής που του έχει απομείνει…
[απόσπασμα από το σχόλιο του Ευριπίδη Γαραντούδη για τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΕ ΑΛΛΟ ΒΛΕΜΜΑ που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών 8-9 Δεκεμβρίου 2018 με τίτλο:
ΜΙΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ – παρακάτω κι άλλα αποσπάσματα από την κριτική για τα είκοσι ποιήματα αυτής της συλλογής και ως κατακλείδα ένα σχόλιο της Ασημίνας Ξηρογιάννη για το βιβλίο της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ «ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΔΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ, εκδόσεις Καστανιώτη 2016 – κατευόδιο σε μια σημαντική ποιητική φωνή που έσβησε σήμερα 21/1/2020



ΕΙΚΟΣΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ «ΜΕ ΑΛΛΟ ΒΛΕΜΜΑ» (μια δραματικά εξομολογητική μελέτη θανάτου)

Μετά τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της, ΠΟΙΗΣΗ 1963-2011, έναν τόμο 505 σελίδων όπου συσσωματώνονται τα 15 βιβλία της επί μισό σχεδόν αιώνα ποιητικής διαδρομής της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, η ποιήτρια εξέδωσε δυο ακόμα ποιητικά βιβλία: «Της Μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι», εκδόσεις Καστανιώτη 2016 και «Των Αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο» (Καστανιώτης 2018), με το χρόνο που όσο προχωράει η ζωή, τόσο πιο ανεξέλεγκτη γίνεται η εξάρτηση από αυτόν. «Τις σπάνιες στιγμές που τον ξεχνάω, γράφει η Κατερίνα Αγγελάκη, πάλι μ’ αυτόν μετράω τη χαρά μου. Η απόλυτη εξουσία του με οδήγησε σε μια πιο πεζή προσέγγιση της ζωής. Ο διάλογος των αντιθέτων βοηθάει να ανοίξει ο ορίζοντας και να αντικρίσω ίσως διαφορετικά την πραγματικότητα, που την έχουμε ακινητοποιήσει με μια κατασκευασμένη οπτική. Και τότε ξαφνικά γεννιούνται ποιήματα. Ο δυνάστης χρόνος εμπνέει, πάντα όμως με τον πεζό του λόγο, ποιήματα ουσίας που κάνουν να πλησιάζουμε τα αρνητικά, τα δύσκολα στοιχεία της ζωής μας: τη θλίψη, τη σιωπή, την επιβίωση, το χωρισμό από την έννοια του μέλλοντος, και βέβαια το θάνατο…  Αλλά υπάρχει και ένα φως που αναδύεται από το σκοτάδι. Είναι η ανάσα μου, που βγαίνει σταθερή και μου χαρίζει ακόμη τη ζωή. Με την ανάσα μου νικώ το χρόνο, έστω και για μια στιγμή»
Γεννημένη το 1939, κοντεύοντας πια τα 80 της χρόνια προσθέτει στο πλούσιο έργο της μία ακόμη ψηφίδα που μπορεί να χαρακτηριστεί μελέτη θανάτου μέσα από την εξουθενωτική εμπειρία του γήρατος: «Με άλλο βλέμμα», εκδόσεις Καστανιώτη 2018-12-08.

Στα ποιήματα της συλλογής ΜΕ ΑΛΛΟ ΒΛΕΜΜΑ ο λόγος της Αγγελάκη-Ρουκ απογυμνώνεται από κάθε ψιμύθιο, διυλίζεται τόσο ώστε να αποβάλει κάθε τι περιττό, λειτουργεί ως παράθεση εξομολογητικών στοχασμών που, όμως, εσωτερικά δονούνται από τη δραματική ειλικρίνεια και στηρίζονται στο βάρος της αλήθειας, αυτής που οι θνητοί αντιμετωπίζουμε, αν μας χαριστεί ο χρόνος να γεράσουμεθα αντικρίζουμε την εναπομείνασα ζωή ως προαναγγελία του θανάτου, από το έσχατο όριο του παρηκμασμένου, φθαρμένου σώματος – αυτού που ο Καβάφης ονόμασε «πληγή από φριχτό μαχαίρι» στο ποίημά του «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.»…

Τα ποιήματα της Αγγελάκη-Ρουκ είναι τόσο απογυμνωμένα στην ειλικρίνειά τους, που μπορώ να τα χαρακτηρίσω σπουδαία: δεν ψεύδονται ούτε μια στιγμή, καμία λέξη τους δεν τα προδίδει, γιατί μας μεταφέρουν την παγκόσμια αλήθεια της θνητότητας. Η δριμύτητα της ειλικρίνειας της Αγγελάκη-Ρουκ και η απογύμνωση του ποιητικού λόγου της μπροστά στη ζωή-μη ζωή ανακαλούν τη συγκλονιστική συλλογή του Βαγγέλη Αθανασόπουλου, Προετοιμασία ταφής (2012), γραμμένης κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του, ενόσω υπέφερε από ανίατο καρκίνο. Ή θυμίζουν τους περίφημους στίχους, γραμμένους στα λατινικά, του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού (76-138 μ.Χ.), στίχους που μεταφρασμένοι στα ιταλικά αποτέλεσαν το τελευταίο ποίημα του Ιταλού ποιητή Σάντρο Πένα (τους παραθέτω εδώ σε μετάφρασή μου): «Ψυχούλα γυριστρούλα, καημενούλα / φιλοξενούμενη και σύντροφε του σώματος / που η ώρα σου ήρθε για να πας τώρα σε τόπους / τόσο χλωμούς, τόσο ψυχρούς, τόσο γυμνούς / πια δεν θα δίνεις όπως κάποτε παιχνίδια…». Και με τον τρόπο της Αγγελάκη-Ρουκ από το ποίημά της «Θάνατος, ο ανύπαρκτος»: «Εγώ τώρα το θάνατο κατάματα κοιτώ / κι αδιάφορη μ’ αφήνει· / με αγωνία δεν τον ρωτάω, να μαντέψω δεν προσπαθώ / πόση ζωή μου μένει. / Ενας είναι μόνος ο σκοπός μου: / η επιβίωση» (σ. 15).

Έτσι και η Αγγελάκη-Ρουκ αναμετρά, δίχως ποιητικές περιστροφές, τις σκέψεις, τα αισθήματα, τον απολογισμό της προηγούμενης ζωής, που βγαίνει σχεδόν μηδενικός, του ανθρώπου που πλέον ζει για να επιβιώνει. Άλλοι ποιητές και ποιήτριες, παλαιότεροι και νεότεροι, στην ηλικιακή φάση του γήρατος, κατέφυγαν και καταφεύγουν σε ποιητικούς τρόπους που λειτουργούν ως εξορκισμός του θανάτου με όχημα και ασπίδα προστασίας την ποίηση. Διαλεγόμενη λανθανόντως με αυτούς τους ποιητές και τις ποιήτριες, η Αγγελάκη-Ρουκ είναι σαν να τους ανταπαντά με τα ποιήματά της ότι δεν υπάρχει κανένα μαγικό ή ποιητικό ξόρκι που μπορεί όχι βέβαια να αποτρέψει τον βιολογικό θάνατο αλλά έστω να λυτρώσει από αυτόν, μέσα από την αναγωγή της εμπειρίας της εγγύτητας προς τον θάνατο, στη σφαίρα της πνευματικής επιβίωσης διά μέσου της ποίησης. Το βιβλίο Με άλλο βλέμμα είναι μια δραματική και σε ορισμένα σημεία μια ελεγειακή ομολογία του τέλους της ζωής και της ποίησης.

Και ως ομολογία του τέλους, το βιβλίο Με άλλο βλέμμα είναι μια έσχατη συνομιλία ή μια χειρονομία αποχαιρετισμού της προηγούμενης ποιητικής διαδρομής που διήνυσε η Αγγελάκη-Ρουκ. Θεματικό κέντρο της ποίησής της είναι το σώμα, έτσι όπως βιώνεται στην υλική και πνευματική υπόστασή του μέσα από τον έρωτα. Συνεκτικός ιστός της έκφρασής της έγινε η φωνή ενός γυναικείου ποιητικού υποκειμένου που επιστρέφει στο παρελθόν και ανατέμνει το παρόν για να εξομολογηθεί βιώματα, επικεντρωμένα στο σώμα, και να συλλάβει τη βαθύτερη ουσία τους.
Πώς, λοιπόν, να υπάρξει πια η ποίηση χωρίς το σώμα και χωρίς τον έρωτα;

[ΠΗΓΗ: Ευρι πίδης Γαραντούδης, καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών]

«ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΔΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ»  (ένα σχόλιο για τη συλλογή αυτή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ από τη Ασημίνα Ξηρογιάννη)

Η Ρουκ θέτει ερωτήματα υπαρξιακής φύσης στον εαυτό της και προσπαθεί να τα απαντήσει κατανοώντας ταυτόχρονα ποιο μέρος της ύπαρξής της αιμορραγεί ακόμα – αν κάτι τέτοιο συμβαίνει και σε ποιο βαθμό.

Το τελευταίο βιβλίο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Τρεις πράξεις. Μετά ένα ιντερμέδιο. Και μετά η τέταρτη πράξη. Και πάλι ιντερμέδιο. Η πέμπτη πράξη, ιντερμέδιο, η έκτη πράξη. Μονόλογοι, αλλά διάλογοι με τον εαυτό. Διάλογοι με τον πόνο, με το χρόνο, με τη θλίψη, με τη μοναξιά, την υποκρισία, με τον καθρέφτη. Δεν μπορούμε παρά να το δούμε ως ένα ενιαίο σύνολο που διαθέτει θεατρικότητα και το χαρακτηρίζει έντονη φιλοσοφική χροιά.

Η ποιήτρια συνηθίζει να φιλοσοφεί στα ποιήματά της, είναι αυτό ένα στοιχείο που αποτελεί ίδιον της ποιητικής της. Χρειάζεται σίγουρα μεγάλη καταβύθιση στο «Εγώ» του δημιουργού αλλά και του ανθρώπου για να συνθέσεις ένα έργο που αγαπά και καταδεικνύει το βάθος. Σκάβοντας κανείς μέσα του έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια των πραγμάτων, κάτι που είναι εξαιρετικά επίπονο αλλά ουσιαστικό και απολύτως αναγκαίο. Η Ρουκ κάνει έναν απολογισμό, θα έλεγε κανείς, με τη γενναιότητα και την αυθεντικότητα που τη χαρακτηρίζει.

Το άδειο περιγράφεται άραγε; «Άδειο είναι η απουσία κάθε επιθυμίας να ξαναβρείς, να ξαναζήσεις, να ξαναδοκιμάσεις κάτι απ’ αυτά που έζησες» (Α΄ Πράξη, «Το άναρθρο άδειο»). H περιπέτεια και η εξερεύνηση είναι γοητευτικές πάντα. Στην πρώτη πράξη μάς δίνει την υφή και την ελαστικότητα του φόβου. Φόβος για να μην πάθεις κάτι ο ίδιος, φόβος για να μην πάθει κάτι κάποιος που αγαπάς, φόβος για το μέλλον του πλανήτη, της φυλής σου, του κόσμου. Τον τελευταίο φόβο τον βιώνουν συνήθως οι άνθρωποι με πλατύ νου και διευρυμένους πνευματικούς ορίζοντες, που έχουν κάνει την υπέρβαση σε ό,τι αφορά τον ατομικό τους μικρόκοσμο. Υφάσματα που θυμίζουν οθόνες, όνειρα, φαντασιώσεις ερωτικές και θαύματα μπλέκονται με μαεστρία εδώ και αριστοτεχνικά παραπέμπουν σ’ αυτό που δεν ερμηνεύεται, αλλά όταν έχει το ένστικτο το αναγνωρίζει κανείς, και ονομάζεται ευτυχία. H Ρουκ «χορεύει» διανοητικά ως το τέλος του πόνου, της αγάπης, της μοναξιάς. Η αφοσίωση στις λέξεις και στους στίχους όλα τα χρόνια αλλά και η τεράστια εμπειρία ζωής την οδηγούν στη μεγάλη ουσία, στο μεδούλι των πραγμάτων. Είναι τόσο ξεκάθαρα πια όλα μέσα της, η ζωή της απαλλαγμένη από κάθε πολυπλοκότητα και αίσθηση του περιττού δείχνει το φως στις γενιές που έρχονται σε επαφή με την ποίησή της. Η θεατρικότητα του κειμένου δεν διαταράσσει αρνητικά τις ισορροπίες. Αυτοί οι διάλογοι με τον εαυτό αναδεικνύουν μια θαρραλέα σύγχρονη διαλεκτική πάνω στο βάρος των εννοιών και στην αξία της διάσωσης της αλήθειας, χωρίς να πέφτει κανείς θύμα ενός άκριτου και ματαιόδοξου υποκειμενισμού. Πέρα από τη λογοτεχνικότητα του βιβλίου, λοιπόν, βγαίνει στην επιφάνεια και μια αγία διανοητικότητα που λειτουργεί λυτρωτικά για την ψυχή του αναγνώστη.

Στη δεύτερη πράξη, ο πόνος βγαίνει νικητής, έχει και την τιμητική του γενικά. Αφού η ποιήτρια τον προτιμά και τον επιλέγει για τη ζωή της επειδή κρίνει ότι είναι περισσότερο ανεκτός από το άγχος, που της δίνει την «αίσθηση μιας απειλητικής αβεβαιότητας» η οποία έχει γίνει επιθετική και συνεπώς επικίνδυνη. Της δημιουργεί απίστευτη σύγχυση, της δηλητηριάζει τη ζωή, της θολώνει τα νερά της καθημερινότητας, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει τους εχθρούς από τους φίλους.

Το χθες στο μυαλό της δεν είναι ανολοκλήρωτο. Έχει συνθέσει τα κομμάτια του παζλ, η ίδια λειτουργεί σαν ήρεμη δύναμη, έχει αποδεχτεί το πένθος ως μέρος της φυσικής μας ζωής. Έχει αποδεχτεί τη θλίψη ως σύντροφο ζωής και την αποκαλεί «άγγελο της μοναξιάς» («Αθώα Θλίψη», Γ' πράξη). Η Ρουκ θέτει ερωτήματα υπαρξιακής φύσης στον εαυτό της και προσπαθεί να τα απαντήσει κατανοώντας ταυτόχρονα ποιο μέρος της ύπαρξής της αιμορραγεί ακόμα – αν κάτι τέτοιο συμβαίνει και σε ποιο βαθμό. Έχει τα μάτια στραμμένα στο μέλλον, αλλά αυτό δεν δίνει καθαρές απαντήσεις, γνωρίζει όμως την τέχνη του σαρκασμού. Έχει τη γνώση πια ότι το μέλλον προέρχεται από το παρελθόν και έτσι πορεύεται. Διευθετεί τους λογαριασμούς της με το χρόνο με σύνεση, συνδιαλέγεται μαζί του και παραδέχεται πως, αν δεν υπήρχε εκείνος, δεν θα είχε τη συνείδηση πως ζει. To δωμάτιο επανέρχεται ως μοτίβο μέσα στο έργο της και εκείνη του αποδίδει, ποιητικώ τω τρόπω, την κατάλληλη σημειολογία. Το δωμάτιο της μοναξιάς και της ποίησης. Και οι δύο σε διδάσκουν πολλά. Η πρώτη σού δείχνει πως το χειρότερο πράγμα στον κόσμο είναι να μην υποφέρει κανείς από την απουσία κάποιου. Αλλά είναι η δύναμη που έχουμε κρυμμένη μέσα μας που μας κάνει να αισθανόμαστε καμιά φορά ότι και τα αδιέξοδα μπορούμε να τα χειριστούμε. Ακόμα και την ίδια την υποκρισία, αν και αποδεικνύεται πολύ χειριστική. Έχουμε τη δύναμη να κοιτάζουμε στα μάτια τον ίδιο μας τον καθρέφτη και να πραγματευόμαστε το νόημα του χρόνου και της ζωής.

Η Ρουκ συνομιλεί γόνιμα και με το Ποίημα και έτσι με την ποιητική τέχνη στο σύνολό της. Όταν τα δεσμά της ύπαρξης γίνονται ανυπόφορα, εκείνη μπορεί, έστω για μια στιγμή, να κάνει τον δημιουργό να καλπάζει στο άπειρο. Η λύπη που η απώλεια του έρωτα γεννάει μπορεί να είναι δημιουργική. Μπορεί να γεννήσει ποιήματα, αλλά η ποιήτρια αμφιβάλλει κάποιες φορές αν αυτά έχουν θέση στον κόσμο. Οπότε τα κρατά μέσα στα συρτάρια της, για τα οποία το Ποίημα προσωποποιημένο υποστηρίζει: «Γιατί τα συρτάρια είναι καλύτερα από την ανυπαρξία. Να ζεις. Αρκεί να ζεις» («Εξομολόγηση στον Καθρέφτη»

Το βαθύ νόημα των ονείρων είναι το σκοτάδι, οι ιδέες τους εκφράζονται με άλλα όνειρα. Η περιγραφή του ερώμενου είναι κι αυτή μια ερωτική πράξη. Σκέφτομαι= ζω μια άλλη ζωή παράλληλη. Ο Έζρα Πάουντ κλείνει τα μάτια σφιχτά σα να τον σουβλίζουν. Μες στη σιωπή του τα ποιήματά του ξαναρχίζουν τη ζωή τους ανανεωμένα. Ο κόσμος που χάσκει ανοιχτός κάτω απ’ τα πόδια σου περιμένει να του πεις, ναι, ότι τον αγαπάς, πριν σε καταβροχθίσει. Φτιάχνεις έναν έρωτα τότε για να προστατευτείς απ’ το φαρδύ τοπίο. Ο Μενέλαος έχει ζήσει κι αυτός το δράμα της εμορφιάς ως χαμένος. Μες στα άγαρμπα, πορφυρά του παντελόνια πλέει το πέος του σαν ψάρι σε μολυσμένα ύδατα. Όχι, όχι καλύτερα να την είχε φτιάξει αυτός την Ελένη κι ας ήταν ένα ποίημα μόνο. [Η ΕΛΕΝΗ από τη συλλογή ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ]

ΑΓΓΕΛΑΚΗ- ΡΟΥΚ ΚΑΤΕΡΙΝΑ Στον Κόσμο που γεννήθηκα τα χάνει κανείς όλα:
τις λέξεις τρώει ο καιρός και μέσα από τις λέξεις φαγώνονται τα μάτια, τα φιλιά: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ποιημάτων απ’ όλες τις συλλογές της ποιήτριας: https://ai2avatongar.blogspot.com/2018/06/blog-post_25.html